Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

Διαβάζοντας το “Cabaret Voltaire” του Αχιλλέα Κατσαρού

γράφει η Διώνη Δημητριάδου*



Η σύλληψη της συνολικής εικόνας
Διαβάζοντας το “Cabaret Voltaire” του Αχιλλέα Κατσαρού
                                                      εκδόσεις Μίνθη



Ορχήστρες Αθηνών και πάσης Ελλάδος
Ημέρα πρώτη
Κάθοδος στον Άδη.
Η ανάσταση εδώ σαλπίζει πιο σιωπηλή
από τις κραυγές των ζωντανών
οχύρωση του σώματος
μπροστά στη σκιά.
Τα ζώα μιλούν.

   Από τους πρώτους στίχους του “Cabaret Voltaire” ανοίγει μπροστά σου μια εικόνα. Και αυτή σε συνοδεύει ως το τέλος, τακτοποιώντας τα κομμάτια της στίχο τον στίχο μέχρι να δεις όλο το νόημά της. Σκέφτομαι ότι με αυτό που μόλις έγραψα έρχομαι σε αντίφαση με τον τίτλο που έβαλε ο ποιητής στο έργο του. Γιατί εμφανέστατα παραπέμπει στον εμβληματικό εκείνο χώρο του Hugo Ball και των ντανταϊστών στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, στη Ζυρίχη, αλλά και στο ομώνυμο περιοδικό του ανατρεπτικού αυτού κινήματος. Και ακόμα περισσότερο νιώθω την αντίφαση, όταν ανακαλύπτω στις σελίδες του Κατσαρού τα σχέδια από το ημερολόγιο του Tristan Jara, ηγέτη των ιδιόμορφων αυτών δημιουργών. Αν ο ποιητής θέλει τον συσχετισμό με τη γραφή του dada, τότε το όλο σκηνικό που επιχειρεί να στήσει υπονομεύεται από τις αρχές του κινήματος. Και πάλι εδώ σκέφτομαι πόσο συμβατικός είναι ο κώδικας της γλώσσας, μια που η λέξη αρχές δεν συνάδει φυσικά με τον αυτονόητο αναρχισμό των ντανταϊστών. Η αποδοχή του τυχαίου παράγοντα στη βάση κάθε δημιουργίας, η άρνηση αρχών που να διέπουν την τέχνη, η μη αποδοχή της οποιασδήποτε σκοπιμότητας θα μπορούσε να ορίσει τα πλαίσια του καλλιτεχνικού έργου, η απομάκρυνση εν τέλει από κάθε λογική που θα κατεύθυνε το χέρι του ζωγράφου ή τη σκέψη του ποιητή, δεν συνιστούν μια μορφή μηδενισμού; Πρόκειται για μια πολύ πιο ακραία εκδοχή του αυτοματισμού στην τέχνη (από αυτήν που δηλώνει ο υπερρεαλισμός κατόπιν), που αναπόφευκτα οδηγεί στην αποδοχή της αυτονομίας του έργου, αποκομμένου πια και από τον ίδιο τον δημιουργό του. Στόχος, άλλωστε, του κινήματος αυτού ήταν η έλλειψη οποιουδήποτε εμφανούς στόχου. Αντιφατική οπωσδήποτε η προσέγγιση αυτή.
Έρχομαι, μετά από αυτή την απαραίτητη εισαγωγή, στο έργο του Αχιλλέα Κατσαρού. Είναι άραγε ζωντανή στη σημερινή ποίηση η παρουσία του ιδιόμορφου dada; Έχω την πεποίθηση ότι όλα τα ρεύματα που επηρέασαν κατά εποχές την ποιητική δημιουργία (και τη λογοτεχνική γενικότερα) δεν έχουν σβήσει αλλά συνεχίζουν τη ζωή τους ανιχνευόμενα σπερματικά στα σύγχρονα έργα. Ίσως, όμως,  είναι μοναδική η περίπτωση του Κατσαρού που τόσο έντονα κατευθύνει προς το συγκεκριμένο ρεύμα. Πόσο πιστός, ωστόσο, μπορεί να μείνει ο σημερινός ποιητικός λόγος σε ένα μηδενισμό που μόνο με τη μορφή ποιητικής άσκησης μπορεί πλέον να εκληφθεί; Ευτυχώς η ποίηση που εκπροσωπεί ο Κατσαρός είναι κάτι πολύ περισσότερο από κάτι τόσο αδιέξοδο και επιφανειακό όπως μια άσκηση επί χάρτου - ας μου επιτραπεί εδώ το λογοπαίγνιο.
Στα τρία μέρη που χωρίζει τον λόγο του, και ύστερα από το ξάφνιασμα που σου προκαλεί στο πρώτο μέρος η απρόσμενη εικόνα της ορχήστρας των ζώων (οργουελικής ίσως επιρροής), κλιμακώνεται ένα τοπίο με έντονα τα στοιχεία του σουρεαλισμού.

Είμαι ένας μικρός αχινός
φώναξε κάποιο ζωντανό
παίζω φλάουτο
φοράω πράσινο του δάσους φανελάκι
αδυνατώ να ερμηνεύσω γιατί
δεν βγαίνουν νότες
από μέσα
παρά μόνο κάτι κίτρινα
σαν αηδόνια κελαηδούν
χωρίς κεφάλι
και μιλούν
στις νότες
που έχω
για μπότες.

Μόλις όμως πάει να κατασταλάξει μέσα σου το άτοπον του πράγματος, υποψιάζεσαι το ρεαλιστικό υπόβαθρο που κατευθύνει το όλο έργο. Γιατί ο ποιητής, κατά τη γνώμη μου, έχει απόλυτη επαφή με την πραγματικότητα, την οποία παρουσιάζει εδώ μεταμφιεσμένη με στοιχεία του παραλόγου. Ίσως η πρόσληψη του αληθινού να χρησιμοποιεί συχνά το ύφος  του άλογου, σαν ένα μονοπάτι που οδηγεί με εντυπωσιακό τρόπο στον ίδιο στόχο. Αρκεί να ανασηκώσεις λίγο την κουρτίνα και να διαβάσεις σωστά τα σημεία.

Θα μπορούσες να με πεις και άλογο
μα δεν έχω ταυτότητα
από τότε που σηκώθηκα στα δύο
σαν άνθρωπος
προχωρώ κολλημένος
με τέσσερα πόδια ενδιάμεσα
σκάλα
για ν’ ανεβαίνει ο κάθε
μεθυσμένος αλητόγατος
να μου κάνει παρέα
όταν παίζω φυσαρμόνικα και ζεσταίνω
τον άνεμο που φυσάει.

Οι παραπάνω στίχοι -τραγικοί στον συμβολισμό τους- δεν επιτρέπουν θαρρώ μεγάλη ακροβασία στο παράλογο και το άσκοπο, περιγράφοντας την εικόνα του μοναχικού (ποιητή ίσως;) που ρόλος του είναι η μετάλλαξη του άτοπου σε κοινό τόπο, ώστε να κοινωνούν οι υπόλοιποι.

Στο δεύτερο μέρος βρίσκει τη συνέχειά του ο στίχος
Κάθοδος στον Άδη
που μας υποδέχθηκε στην αρχή του ποιήματος. Εδώ ο χώρος των κεκοιμημένων θα δώσει το κατάλληλο πλαίσιο για μια

Παρατήρηση των εγκοσμίων στον τόπο των
κεκοιμημένων ή τι θα μπορούσε να ειπωθεί για
τον θάνατο την ώρα που τον μελετάς στον φυσικό
του χώρο.

Ο φόρος τιμής στον Αντρέ Μπρετόν με την απαραίτητη παρουσία
Η κυρία Νταντά Σουρεάλ

Εδώ έχουν τη θέση τους και οι σημερινοί «άγιοι των Εξαρχείων»

περπατώντας τη Βαλτετσίου θα δεις
επιληπτικούς Λουκιανούς κι άλλους αγίους να
ξύνουν ακόμα το κεφάλι τους
μπροστά στο θαύμα της φλεγόμενης βάτου

εκεί δίπλα στην Περσεφόνη. Πώς αλλιώς; Εδώ όλοι έχουν μια θέση, ακόμα και η νεκροκεφαλή μέσα στο πλήθος, προς έκπληξη του ποιητή

αυτή η νεκροκεφαλή
στη μέση του πλήθους
πώς διάβολο βρέθηκε ανάμεσά μας;

Μια υπενθύμιση ίσως της ματαιότητας των φαινομένων που εισηγείται η ζωή.

Όμως στερεύουν, όπως είναι φυσικό, οι ερμηνείες κι έτσι αφήνεσαι στον χείμαρρο των λέξεων, στην κυριαρχία των εικόνων. Και αναμένεις, μετά από τον απόλυτο χώρο των νεκρών και των νεκροζώντανων, μια ανάσταση. Αυτή θα έρθει στο τρίτο μέρος, σαν μια σκηνή από τον Ιωάννη, τον αποκαλύπτοντα τα μυστήρια. Μόνο που η σκηνή εδώ δεν μιλά μόνο για τα  μελλούμενα, μα και για τα αληθινά βάσανα του κόσμου. Έτσι δίπλα στο τοπίο της Νισύρου, στον απρόβλεπτο τόπο του ηφαιστείου που συνδέει με τα έγκατα της γης, έχουμε τη Λέσβο των πνιγμένων, των κυνηγημένων σύγχρονων, που τόπο δεν γνωρίζουν. Ο ποιητής είναι μέρος του πάσχοντος τοπίου, κομμάτι της ανθρωπότητας που αγωνιά. Τι θα γίνει, λοιπόν;

Αναστάσιμη μέρα.
Έξω από τον τάφο δεν θα δεις άγγελο ούτε γυναίκες.
Η κόλαση είναι πιο ζωντανή από κάθε περιγραφή.
Σπάνε οι βράχοι.
Χιλιάδες λεύγες πραγματικότητα,
αυτό είναι το αλύτρωτο κρασί.
[…]
Υπάρχουν ανθολογίες εκεί έξω;
Δόρατα αιχμηρά;
Λεγεώνες ονείρων;
Κύματα επτά.
Υπάρχουν στάχτες;

Οδύσσειες;


Ο ποιητής έθεσε τον προβληματισμό του. Ως εδώ. Μας έφτιαξε τη σύνθετη εικόνα του επιχειρώντας να μιλήσει με όχημα το επιφανειακά παράλογο, το σουρεαλιστικό, αλλά προσγειώνοντας τον λόγο του στα αληθινά πράγματα. Κατανοεί ο αναγνώστης; Αν ακολούθησε, στίχο τον στίχο, τον ποιητή μέσα από τις δίσημες λέξεις του, αν μπήκε στον κόπο μιας ποίησης που ξέρει να απογειώνεται έχοντας πίσω της όμως σταθερό τοπίο, τότε έχει κατανοήσει. Όσο έπρεπε. Η ποίηση του Αχιλλέα Κατσαρού υπερίπταται των χώρων για να δει καλύτερα. Ανιχνεύει τα παλαιότερα ρεύματα  για να προτείνει μια σύνθετη σκέψη που δομείται πάνω στο λεκτικά παράλογο συχνά, αλλά που ανοίγει παράθυρα στη ρεαλιστική εικόνα. Είναι όμως μια ποίηση που απαιτεί από τον αναγνώστη της επίσης ένα ταξίδι, και πίσω στον χρόνο και μέσα σε πολλά γνωστικά επίπεδα. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει αυτό που βιώνει;
Αναρωτιέμαι πώς θα ακουγόταν αυτός ο ποιητικός λόγος μέσα σ’ εκείνο το παλαιό Cabaret Voltaire. Πώς θα διαβαζόταν αυτή η μείξη των στοιχείων λογικού και άλογου στο περιοδικό των δημιουργών τουdada.  Υποθέτω με την απαραίτητη διαχρονική  διευκρίνιση από την πλευρά του ποιητή ότι οι παλαιές επαναστάσεις διασώζονται όσο μεταφέρεται το πνεύμα τους στο σήμερα με τις απαραίτητες μεταλλάξεις. Έτσι το ανατρεπτικό πνεύμα στην καλλιτεχνική δημιουργία υπάρχει σε μια σύγχρονη εκδοχή της ποίησης. Γιατί αναμφίβολα ο ποιητικός λόγος του Αχιλλέα Κατσαρού ανατρέπει τα ποιητικά πράγματα θυμίζοντας πως ο στίχος αυτόν τον ρόλο επιτελεί. Ένα γερό ταρακούνημα των αισθήσεων πρώτα, των σκέψεων κατόπιν.


Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»

Οι αμφίβολες αξίες του πολιτισμού

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ


                                                                        JMCootzeeΠεριμένοντας τους Βαρβάρους
                                                               Μετάφραση –εισαγωγή Μίλτος Φραγκόπουλος, 
                                                                                σελ. 271, ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2013

Ο νομπελίστας νοτιοαφρικανός συγγραφέας γράφει στα 1982 ένα αλληγορικό μύθο εμπνευσμένο από τις πολιτικές του απαρτχάιντ και την σύγκρουση των πολιτισμών. Όπου η Αυτοκρατορία επινοεί μια βαρβαρική εξέγερση, για να υποκύψει τελικά στην δική  της  βαρβαρότητα. Πάντα επίκαιρο, το έργο που μας γνώρισε τον Κουτσύ στην Ελλάδα,  επανεκδόθηκε στην προ τριακονταετίας εξαιρετική μετάφραση του.


«Ενδιαφέρονταν μονάχα να μου δείξουν τι σημαίνει να ζεις μέσα σ’ ένα σώμα, σαν σώμα, ένα σώμα που μπορεί να συλλαμβάνει έννοιες όπως ‘δικαιοσύνη’ μόνο όταν είναι ακέραιο και υγιές και που πολύ σύντομα τις ξεχνά όταν κάποιος αδράχνει το κεφάλι του και χώνει ένα σωλήνα στο λαρύγγι του, κι αδειάζει μέσα κουβάδες αλατόνερο μέχρι που το κορμί τινάζεται, βήχει και σπαρταράει και ξερνάει τα σωθικά του....Ήρθαν στο κελί μου για να μου δείξουν τι είναι ο άνθρωπος και μέσα σε μια ώρα μου έδειξαν πολλά».  
    Ποιος μιλάει αναδεικνύοντας την προβληματική του πάσχοντος, ακρωτηριασμένου  σώματος που διατρέχει όλο το έργο του Κουτσύ; Ο επίτροπος  μιας μακρινής συνοριακής επαρχίας σε μια φανταστική αυτοκρατορία που μόνο αμυδρά θυμίζει την Νοτιοαφρικανική Ένωση, πιθανώς διότι τα χρόνια εκείνα η λογοκρισία επικρατούσε στο κράτος του απαρτχάιντ. Είναι ένας μεσόκοπος  άντρας που ζει την ευτυχή ανία των συνόρων και εκτιμά ότι έχει χτίσει εδώ ένα είδος παραδείσου, όπου βασιλεύει η ειρήνη και οι Άγριοι κάθονται στα αυγά τους. Ο ήρωας και αφηγητής της ιστορίας έχει εγκαθιδρύσει μια στάση  ανεκτικότητας –και απλοϊκής  «διαπολιτισμικότητας», θα λέγαμε σήμερα- που βρίσκεται στον αντίποδα των επεκτατικών βλέψεων του Ιμπέριουμ. Μάλιστα, αναπτύσσει αρχαιολογικά και ανθρωπολογικά ενδιαφέροντα κάνοντας ανασκαφές στην έρημο, μαθαίνοντας την τοπική γλώσσα  και αναζητώντας παρελθόντες πολιτισμούς. Με άλλα λόγια είναι ένας διανοούμενος γραφειοκράτης που απολαμβάνει τους καιρούς  της ευημερίας για να αναπτύξει την ανθρωπιστική του πλευρά. Πότε συμβαίνουν όλα αυτά; Ας πούμε γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, μετά την Σύνοδο του Βερολίνου, τεμαχίζουν οριστικά την Μαύρη Ήπειρο.
     Ώσπου η άλλη όψη του Ιμπέριουμ διαταράσσει την ισορροπία.  Ένας συνταγματάρχης καταφτάνει από την μακρινή πρωτεύουσα για να διερευνήσει τις φήμες ότι οι Βάρβαροι πρόκειται να ξεσηκωθούν. Τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι απεχθή. Οφείλει να κατασκευάσει εχθρούς και στην προσπάθειά του αυτή θα καταφύγει σε ανώφελη βία και βάρβαρες ανακριτικές μεθόδους προκειμένου διά του πόνου να εκμαιεύσει την αλήθεια. Η σύγκρουση των δύο αντρών είναι άμεση. Ο συνταγματάρχης θα συλλάβει και βασανίσει μια ντόπια φυλή παραλίμνιων ψαράδων, θα διασπείρει φήμες και θα ανησυχήσει τον πληθυσμό με στόχο αφενός την δικαιολόγηση του ρόλου του στην Ιστορία και ταυτόχρονα την συσπείρωση του πληθυσμού απέναντι στον εχθρό. Όταν αποχωρήσει από την συνοριακή πόλη, ο επίτροπος, ανακουφισμένος θα περιθάλψει μια ιθαγενή που έχει τυφλωθεί στη διάρκεια ανακρίσεων, έχει χάσει τον πατέρα της και εκπορνεύεται για να επιβιώσει. Θα την περιθάλψει, θα της πλύνει τα σπασμένα της πόδια κατά την χριστιανική επιταγή και θα αποκτήσει μαζί της μια σωματική οικειότητα που όμως –προς μεγάλη απορία της  «Άγριας» –δεν θα ολοκληρωθεί ερωτικά, πιθανώς λόγω ενοχών, πιθανώς γιατί  σε ένα βαθύτερο επίπεδο ο Κουτσύ ισχυρίζεται ότι ερωτική διέγερση και οίκτος δεν συμβαδίζουν. Κάποια στιγμή ο επίτροπος αποφασίζει να επιστρέψει την κοπέλα στη φυλή της και αρχίζει, παρά την απροθυμία της, μια μάλλον ακατανόητη Οδύσσεια προς το εσωτερικό της ανεξερεύνητης χώρας. Μετά από μύριες όσες ταλαιπωρίες μες στο καταχείμωνο και την πραγμάτωση επιτέλους μιας ερωτικής επαφής που θα αφήσει αισθήματα κενού, θα γίνει η τόσο προσφιλής στον Κουτσύ συνάντηση βαρβαρότητας και πολιτισμού, η ανάπηρη ιθαγενής θα παραδοθεί σε μια ομάδα ομοεθνών της, αλλά με την επιστροφή του ο επίτροπος θα συλληφθεί από τον επανακάμψαντα συνταγματάρχη. Κατηγορείται για προδοσία, φυλακίζεται και βασανίζεται φριχτά, εγκαταλείπεται από τον εύπιστο όχλο και τους φίλους του, και καταλήγει, όταν με τον καιρό απελευθερώνεται  ζητιάνος και περίγελος της πόλης.
    Όμως η εκστρατεία θα αποτύχει. Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα θα επιστρέψουν ταπεινωμένα, νικημένα από τον καιρό και τα άγνωστα αφιλόξενα εδάφη, από την έλλειψη κατανόησης των τοπικών συνθηκών και ηθών, από τοις παρελκυστικές πολιτικές των βαρβάρων που ποτέ δεν πολεμούν σε ένα ανοιχτό ισότιμο πεδίο. Στο μεταξύ η γεωργική παραγωγή θα έχει καταρρεύσει, η καθημαγμένη φύση θα πάψει να προσφέρει απλόχερα τα αγαθά της, οι κάτοικοι της πόλης θα την εγκαταλείψουν μαζικά,  και όσοι απομείνουν θα ξαναναζητήσουν την ηγεσία του επιτρόπου για να αποφύγουν τον λιμό. Οι Βάρβαροι, στον καβαφικό αντίποδα, δεν αποδείχθηκαν εν προκειμένω  μια κάποια λύση ενισχύοντας τους κοινωνικούς  δεσμούς και πείθοντας για την αναγκαιότητα της αυτοκρατορικής ισχύος. Αντίθετα, η απειλή τους, ίσως γιατί ήταν καθαρά φαντασιακή και άρα μη ρεαλιστική,  αποδιάρθρωσε την κοινωνική σύμβαση και  κατέστησε τους κατοίκους του μεθοριακού σταθμού ένα έντρομο, εκδικητικό, δειλό όχλο.

    Ο επίτροπος θα απομείνει να αναρωτιέται γιατί εις τας δυσμάς του βίου του δεν γνωρίζει και πολύ περισσότερα από όσα όταν ήταν μωρό. Κατανοεί εντούτοις ότι ο ανθρωπισμός είναι δυνατός μόνο όταν όλα πηγαίνουν καλά.. Ο συγγραφέας επαναφέρει  εδώ την απαισιόδοξη προβληματική προβληματική του Όργουελλ που μας  θυμίζει στην θαυμάσια εισαγωγή του ο Μίλτος Φραγκόπουλος: «Εκείνοι που καταγγέλλουν τη βία μπορούν να το κάνουν γιατί υπάρχουν άλλοι που την ασκούν εκ μέρους τους».  Όπως άλλωστε μονολογεί ο επίτροπος,  «δεν ήμουν, όπως μ’ άρεσε να πιστεύω, ο αμέριμνος ευδαιμονιστής, ο αντίποδας του σκληρού ψυχρού συνταγματάρχη. Ήμουν το ψέμα που λέει η Αυτοκρατορία όταν οι καιροί είναι εύκολοι. Κι εκείνος, η αλήθεια που λέει η Αυτοκρατορία όταν πυκνώνουν μαύρα σύννεφα. Δυο πλευρές της αυτοκρατορικής εξουσίας, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο». 


Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 



Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.

To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Α ΜΕΡΟΣ

γράφει η Νότα Χρυσίνα*


Η φιλολογική έρευνα καθοδηγείται από ένα «Παράδειγμα» το οποίο εγκαταλείπεται όταν δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις που θέτουν οι φιλολογικές σπουδές. Αντικαθίσταται από ένα νέο Παράδειγμα», περισσότερο κατάλληλο και ανεξάρτητο από το παλαιότερο μοντέλο και αντικαθιστά την αναχρονιστική προσέγγιση της λογοτεχνίας ώσπου να ξεπεραστεί και αυτό με την σειρά του.
Κάθε «Παράδειγμα» δεν καθορίζει μόνο τις αποδεκτές μεθόδους με τις οποίες προσεγγίζουν τη λογοτεχνία οι κριτικοί αλλά και τον αποδεκτό λογοτεχνικό κανόνα. Δημιουργεί δηλαδή τόσο τις τεχνικές ερμηνείας όσο και τα αντικείμενα που πρόκειται να ερμηνευτούν.
Σύμφωνα με τον Jauss  μετά την «προεπιστημονική» φάση της φιλολογίας αναδύθηκε ένα «κλασικό- ανθρωπιστικό Παράδειγμα». Αυτό το μοντέλο της λογοτεχνικής κριτικής περιελάμβανε μια διαδικασία σύγκρισης των έργων με τα καταξιωμένα πρότυπα των αρχαίων. Αποδεκτά θεωρούνταν όσα έργα μιμούνταν με επιτυχία τους κλασικούς. Τα άλλα που έρχονταν σε σύγκρουση με τις συμβάσεις θεωρούνταν ανεπαρκή. Αποστολή του κριτικού ήταν να εκτιμήσει τα σύγχρονα έργα βάσει καθορισμένων κανόνων, να κρίνει δηλαδή αν ικανοποιούν καθιερωμένες ποιητικές πρακτικές.
Ο Μπουαλώ μετέφρασε το «Περί Ύψους» του Λογγίνου 17ος αιώνας

Το «κλασικό- ανθρωπιστικό Παράδειγμα» καταρρέει τον 18ο και 19ο αιώνα εξαιτίας της «επιστημονικής επανάστασης» του ιστορικισμού που εκδηλώθηκε ως επακόλουθο της δημιουργίας εθνικών κρατών. Η λογοτεχνία θεωρήθηκε ιδανική ευκαιρία εθνικής νομιμοποίησης. Κατά συνέπεια, η έρευνα επικεντρώθηκε στη μελέτη των πηγών, στην προσπάθεια να ανασυγκροτηθεί η προϊστορία των καταξιωμένων μεσαιωνικών κειμένων και στην επιμέλεια των κριτικών εκδόσεων έργων της εθνικής παράδοσης. Η θετικιστική προσέγγιση αυτού του παραδείγματος παρήγαγε τις περίφημες εθνικές ιστορίες της λογοτεχνίας των Gervinus, Scherer, De Sanctis και Lanson. Μεθολογικά, η «ιστορική-θετικιστική» προσέγγιση ταυτίζεται με μια μηχανική προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων και περιορισμένη σχεδόν εθνικιστική οπτική. Αν και υπάρχει ακόμη και σήμερα ως προσέγγιση ολοκλήρωσε την προσφορά της στην φιλολογική έρευνα μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το τρίτο «Παράδειγμα» αποκαλείται από τον Jauss «αισθητικό – φορμαλιστικό». Με αυτό σχετίζονται διαφορετικές προσεγγίσεις, όπως οι υφολογικές μελέτες του  Leo Spitzer και «η ιστορία των ιδεών» του Oscar Walzel, ο ρωσικός φορμαλισμός και η Νέα Κριτική. Αυτό που συνδέει τους τόσο διαφορετικούς κριτικούς είναι η στροφή από τις ιστορικές και αιτιακές ερμηνείες στο ενδιαφέρον για το ίδιο το έργο.( λογοτεχνικά τεχνάσματα, σύνθεση και δομή, τροπικότητα της γλώσσας). Το λογοτεχνικό έργο αναδείχθηκε ως αυτόνομο αντικείμενο έρευνας.
Το νέο «Παράδειγμα», σύμφωνα με τον Jauss, θα πρέπει να ερμηνεύσει και να καταστήσει κατανοητή και επίκαιρη την τέχνη του παρελθόντος.(«Το ιδιαίτερο επίτευγμα ενός λογοτεχνικού Παραδείγματος [….] είναι η ικανότητά του να αποσπά τα έργα τέχνης από το παρελθόν προτείνοντας νέες ερμηνείες, να τα επανατοποθετεί σε ένα καινούργιο παρόν, να ξανακάνει προσιτές τις εμπειρίες που διαφυλάσσει η τέχνη του παρελθόντος. Ή με άλλα λόγια, να θέτει ερωτήματα που τίθενται εκ νέου από κάθε γενιά και στα οποία η τέχνη του παρελθόντος μπορεί να ανταποκριθεί και να μας δώσει ξανά απαντήσεις»).
Κάθε νέο «Παράδειγμα» οφείλει να συμπεριλάβει μεθόδους για να αντιμετωπίσει ένα πλήθος απρόβλεπτα έως τώρα «αισθητικά και ημι-αισθητικά» φαινόμενα εξαιτίας και της αυξανόμενης σημασίας των μέσων μαζικής επικοινωνίας.
Ο Jauss λαμβάνοντας υπόψη αυτούς τους παράγοντες σκιαγραφεί τρεις μεθολογικές προϋποθέσεις για το τέταρτο «Παράδειγμα»:
1.  «Προσέγγιση της αισθητικής/μορφικής με την ιστορική ανάλυση που προσανατολίζεται στην πρόσληψη του έργου, και η οποία περιλαμβάνει τις σχέσεις με την τέχνη, την ιστορία και την κοινωνική πραγματικότητα».
2.  «Σύνδεση των δομικών με τις ερμηνευτικές μεθόδους» (στις αμοιβαίες ερευνητικές διαδικασίες και στα αποτελέσματα των οποίων έχει δοθεί ελάχιστη σημασία).
3.  «Αναζήτηση μιας αισθητικής θεωρίας της εντύπωσης (Wirkung), η οποία δεν θα είναι απλά περιγραφική και μιας νέας ρητορικής, η οποία θα μπορεί να προσεγγίζει εξίσου καλά την υψηλού και χαμηλού επιπέδου λογοτεχνία, καθώς και τα φαινόμενα των μέσων μαζικής επικοινωνίας».

Η θεωρία της πρόσληψης αντιμετωπίζει το δίλημμα γύρω από τον κανόνα με δύο τρόπους- οι οποίοι κατέληγαν συχνά σε αντιφατικά συμπεράσματα. Από τη μια πλευρά, ήταν η μέθοδος που εξέταζε με νέο τρόπο τον παλιό κανόνα, προβαίνοντας σε επανεκτίμηση του παρελθόντος, διασώζοντας έτσι τα παλιά πρότυπα. Από την άλλη πλευρά, προσέφερε τη βάση για την ανάλυση έργων που παραδοσιακά αποκλείονταν από τον κανόνα καθώς και τους λόγους γι’ αυτές τις παραλείψεις.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Βιβλιογραφία
1. Robert C. Holub, "Θεωρία της πρόσληψης", μετφρ. Κ. Τσακοπούλου, επιμ. Α, Τζούμα, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2004
2. Hans Robert Jauss, "Η θεωρία της πρόσληψης", μετφρ. Μ. Πεχλιβάνος, εκδ. Εστία, Αθήνα 1995

* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

Μνήμη Σωτήρη Δημητρίου "Η σημειολογία στον κινηματογράφο"


γράφει ο Δημήτρης Μπουρνούς*

Ο Σωτήρης Δημητρίου γεννήθηκε το 1925 και ήταν σύντροφος της σκηνοθέτιδας Αλίντας Δημητρίου(τριλογία για τις γυναίκες τις αντίστασης "«Πουλιά στους βάλτους», «Η ζωή στους βράχους» και «Τα κορίτσια της βροχής») που "έφυγε" και αυτή πριν από τρία χρόνια. Ήταν μέχρι τέλους συνεπής στις ιδέες του (αριστερός) και συγχρόνως ανήσυχος και μη προβελημμένος από την επίσημη Αριστερά, κατά τη γνώμη μου. διανοούμενος. Έγραψε πλήθος βιβλίων για την Προϊστορία, την Κοινωνική Ανθρωπολογία και τον κινηματογράφο. Στην ομάδα κινηματογράφου εκτός από τη σειρά τόμων της Σημειωτικής που είχε εκδώσει στον Καστανιώτη, εργαλείο προβληματισμού και ανάλυσης ήταν και το βιβλίο του "Μύθος - Κινηματογράφος - Σημειολογία - Κρίση της Αισθητικής (1973).

Το άρθρο αυτό γράφτηκε κάπου στα 1980, εποχή που χρησιμοποιούσαμε γραφομηχανή, μαζί με τον συνέταιρό μου τότε, σκηνοθέτη Τάσο Κολιόπουλο. Ήταν εργασία στο πλαίσιο της ομάδας κινηματογράφου του Κ.Κ.Ε. που είχε στήσει ο ανήσυχος και πάντα δημιουργικός Σωτήρης Δημητρίου. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 80 υπήρχε έντονη η επίδραση στην Ελλάδα του ρεύματος της Σημειολογίας που ανθούσε στην Ευρώπη και κυρίως στη Γαλλία(Μετς), Ιταλία( Ουμπέρτο Εκο, Γκαρόνι) και εκφράστηκε με την κινηματογραφική κριτική του περιοδικού "Σύγχρονος κινηματογράφος"
Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι ο Σωτήρης Δημητρίου  μας μοίραζε σημειώσεις γραμμένες σε Α4 με αρχιτεκτονικό μολύβι και έγιναν ο πρόχειρα δεμένος τόμος που διαθέτω ακόμα και σήμερα. 



Η σημειολογία στον κινηματογράφο εμφανίστηκε τη δεκαετία του 60 και προκάλεσε σημαντικές αλλαγές:

α)Εξετόπισε τη θεωρία του Δημιουργού (χαρακτηριστική είναι η κριτική του Wollen) και τη φαινομενολογία στην κριτική ( Αντρέ Μπαζέν)

β)Εισήγαγε τη μεθοδική έρευνα που είχε αρχίσει να εφαρμόζεται για τα σημειωτικά συστήματα(Ξεκίνησε από τη θέση του Ρολάν Μπαρτ για την εφαρμογή του γλωσσολογικού μοντέλου στα συστήματα επικοινωνίας)

γ)Ανέλυσε την ταινία σαν φιλμοκείμενο και ξέφυγε από την παραδοσιακή έρευνα.  "Η αρμοδιότητα που διάλεξε η σημειολογική έρευνα αφορά εξ ορισμού τη σημασία των αντικειμένων που αναλύονται. Θεωρούμε τα αντικείμενα αυτά σε σχέση με τη σημασία τους χωρίς να εισάγουμε άλλους επικαθορισμούς ψυχολογικούς , κοινωνιολογικούς ή φυσικούς. Ακόμα και αν δεν εισάγουμε αυτούς τους καθορισμούς πρέπει να τους χρησιμοποιούμε με σημειολογικούς όρους δηλαδή να βρίσκουμε τη θέση και τη λειτουργία τους στο σύστημα  της σημασίας -  αρχή του έμφυτου για τον Ρολάν Μπαρτ(1).
Το πρώτο ερώτημα που απασχόλησε τη σημειολογία του κινηματογράφου ήταν το αν ο κινηματογράφος είναι  Language(δηλαδή γλώσσα με τη γενική έννοια) ή Lange(γλωσσολογικός κώδικας). Το ερώτημα αυτό θέτει πρώτη φορά ο Κρίστιαν Μετς, ο όποιος δίνει την απάντηση ότι ο κινηματογράφος είναι Language. Κατόπιν προχωρά στη διάκριση μεταξύ φυσικής γλώσσας και εικόνας, διαπιστώνοντας στην εικόνα την ανυπαρξία της αυθαιρεσίας του σημείου. 

Πραγματικά, ο κινηματογράφος δεν δείχνει αντικείμενα μέσω συμβατικών σημείων όπως γίνεται στη γλώσσα, αλλά δείχνει τα ίδια τα αντικείμενα απευθείας. Τελικά, η έλλειψη αυθαιρεσίας του σημείου καθιστά τον κινηματογράφο καθολική "γλώσσα".

Το δεύτερο ερώτημα αφορά τη διάκριση κινηματογράφου και φιλμικού γεγονότος˙ διάκριση που έκανε πρώτος ο Gilpert Cohen Seat , την όποια και χρησιμοποίησε ο Μετς, δηλαδή ότι το φιλμ είναι ένα μόνο μικρό κομμάτι του κινηματογράφου, γιατί αντιπροσωπεύει ένα πλατύ σύνολο φαινομένων πριν από το φιλμ( Παραγωγή, κοινωνιολογικό πλαίσιο, νόμοι κ. λπ)  και μετά το φιλμ( ιδεολογική επίδραση, πρότυπα συμπεριφοράς κ. λπ).
Η σημειολογική ανάλυση ασχολείται λοιπόν μόνο με το φιλμικό γεγονός. Αυτή η σημειωτική μεταχειρίζεται διαρκώς τρείς έννοιες:
1)Φιλμικά κείμενα διαφορετικού υλικού εύρους(35mm, 16 mm)
2)Φιλμικά πλεγματικά συστήματα που  αντιστοιχούν στα διάφορα κείμενα.
3)Τα μη πλεγματικά συστήματα, δηλαδή τους κώδικες που είναι  ιδεατοί έξω από την ταινία.
Προσεγγίζοντας αναλυτικότερα τις τρεις έννοιες θα δούμε ότι γι τον Μετς, που τις εισαγάγει, σύστημα πλεγματικό είναι όρος που αναφέρεται στην οργάνωση του φιλμοκειμένου(εικονική ροή λόγου, μουσικής, ήχου). Δηλαδή διαπλοκή κινηματογραφικών και εξω-κινηματογραφικών κωδίκων(2)
Τα μη πλεγματικά συστήματα είναι οι επιλεγμένοι κώδικες και υποκώδικες πριν την τελική διαπλοκή τους σε κινηματογραφικό έργο.
Όπως είναι γνωστό η καταδήλωση/συνέμφαση είναι μία από τις διχοτομίες  της σημειολογίας. Καταδήλωση  είναι η ίδια η αναφορά στο αντικείμενο (π.χ. γάιδαρος) ενώ η συνέμφαση της καταδήλωσης  είναι οι πρόσθετες σημασίες της (εδώ αγενής).
Για τους Μιτρύ και Μετς η ταινία λειτουργεί μόνο στο επίπεδο της καταδήλωσης. Όσον αφορά τη συνέμφαση είναι εξωτερική. Δηλαδή αναγνωρίζεται μετά από τη θέαση όλης της ταινίας από τον θεατή.
Για τη διχοτομία της γλωσσολογίας Συνταγματικός/Παραδειγματικός άξονας γνωρίζουμε ότι:
 Η ανάλυση κατά συνταγματικό άξονα είναι η μελέτη δύο ή περισσοτέρων γλωσσικών μονάδων οι οποίες παρατάσσονται διαδοχικά και οι οποίες παίρνουν την αξία τους από ο, τι προηγείται ή από ό, τι έπεται. Π.χ. "Ο Θεός είναι πανάγαθος" είναι ένα Σύνταγμα. 

Η ανάλυση κατά παραδειγματικό άξονα είναι η σχέση που συνδέει μονάδες του γλωσσικού συστήματος που βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους, χωρίς αναγκαία να περιλαμβάνονται στην ίδια ομιλούμενη πρόταση. Π.χ. "Η νύχτα είναι δροσερή". Εάν στη λέξη "νύχτα" αντικαταστήσουμε το γράμμα "χ" με το γράμμα "κ" δεν έχουμε αλλαγή νοήματος, άρα υποκατάσταση.  Αν όμως βάλουμε στη θέση του "χ" το γράμμα "σ" τότε έχουμε αλλαγή νοήματος(νύστα), άρα αντιμεταλλαγή.

Η υποκατάσταση και η αντιμεταλλαγή είναι οι δύο δυνατότητες της ανάλυσης κατά τον παραδειγματικό άξονα.
Στον κινηματογράφο, Συντάγματα είναι οι διάλογοι, η μουσική, το χρώμα, το φως. Έχουμε όμως παραδειγματική φτώχεια Όπως λέει ο Μετς "δεν έχουμε δυνατότητα αντιμεταλλαγής. 

Ο Μετς που μελέτησε αυτό το θέμα, το 1966  εισάγει τη λεγόμενη "Μεγάλη Συνταγματική" η οποία περιλαμβάνει:

α) Τη σκηνή
β) Τη σεκάνς
γ)Το αυτόνομο πλάνο
δ)Το περιγραφικό σύνταγμα
ε) Το παράλληλο μοντάζ
στ) Το επαναληπτικό σύνταγμα.
Επίσης, ο Κρίστιαν Μετς ξεχωρίζει τα παραδείγματα της ταινίας σε πέντε (5) τύπους
α)Πολιτισμικά(μιμητική, χρώμα, ενδυμασία)
β)Σκηνοθεσίας(κινήσεις μηχανής,  fade  out  και fade in, και οπτικά εφέ).
γ)Λόγου(σχέσεις μεταξύ λόγου και εικόνας, λόγου και μουσικής, λόγου και ήχων)
δ)Σύγκρισης ειδών ταινιών(πολιτική , γουέστερν κ. λπ)
ε)Μεγάλα πολιτισμικά( στο επίπεδο της συνέμφασης)



Ένα άλλο πρόβλημα που απασχόλησε τους διανοούμενους και τους θεωρητικούς ήταν το αν η φιλμική εικόνα διέθετε διπλή άρθρωση.
Ο Αντρέ Μαρτινέ Γάλλος Γλωσσολόγος που ανέπτυξε τη θεωρία της διπλής άρθρωσης, αναφέρει: κάθε γλώσσα χαρακτηρίζεται από δύο αρθρώσεις. Μία πρώτη και μία δεύτερη.  Η φράση "Η μητέρα πέθανε χθες" έχει ένα πολύ συγκεκριμένο μήνυμα.  Οι ενότητες "μητέρα" , "πέθανε"  "χθες" ονομάζονται  μονήματα.
Είναι μορφές που αν αναλυθούν παραπάνω χάνουν τη σημασία τους (πε, θα, νε). Αυτά είναι τα φωνήματα, τα οποία αποτελούν τη δεύτερη άρθρωση. Πρώτη άρθρωση είναι η ίδια η λέξη.
Ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι πιστεύοντας ότι ο κινηματογράφος είναι γλώσσα όπως η φυσική, διατυπώνει ότι η ελάχιστη μονάδα κινηματογραφικής γλώσσας είναι τα διάφορα πραγματικά αντικείμενα που συνθέτουν ένα πλάνο, τα οποία ονομάζει κινήματα ή κινημορφήματα, κατ, αναλογία με τα φωνήματα.  Τα "κινήματα" σύμφωνα με τον Παζολίνι συνδυάζονται σε μια ευρύτερη ενότητα( πλάνο)  που ανταποκρίνεται στο μόνημα(λέξη) της φυσικής γλώσσας.
Ο γλωσσολόγος Ρικάρντο Γκαρόνι κάνοντας κριτική στο Παζολίνι καταλήγει πως η ταινία είναι "γλώσσα" με τη γενική έννοια άρα δε έχει διπλή άρθρωση.
Ο Σωτήρης Δημητρίου, θεωρητικός του κινηματογράφου, συμφωνώντας με τον Γκαρόνι αναφέρει:
α)Η εικόνα δεν ταυτίζεται με την πραγματικότητα
β)Τα κινήματα είναι σημαίνουσες μονάδες, ενώ τα φωνήματα δεν είναι
γ)Το πλάνο, αντιστοιχεί μάλλον στη φράση(3)
Ο Ουμπέρτο Έκο  ανέλυσε τους διάφορους κώδικες που παρεμβαίνουν για  να κάνουν την ταινία αναλογική προς την πραγματικότητα. Συμφωνώντας με τον Παζολίνι ότι ο κινηματογράφος είναι γλώσσα με την γενική έννοια, υποστηρίζει ότι υπάρχουν τρεις βαθμοί άρθρωσης:
α)Το κινημόρφημα που είναι σημαίνουσα χειρονομική μονάδα(χειρονομία, νεύμα)
β) Το "εικονόγραμμα" ή φωτόγραμμα (που είναι τμήμα του κινημορφήματος) και
γ)Το εικονικό σχήμα
Σήμερα ο Μετς έχει εγκαταλείψει τη σημειολογική έρευνα της ταινίας-μηνύματος και επιχειρεί να μελετήσει άλλες πλευρές που παρουσιάζει ο κινηματογράφος:
-Τη σχέση ταινίας με το θεατή( ψυχολογική ανάλυση)
-Τη σχέση της ταινίας με τις αξίες και τις σημασίες της εποχής της.
Ο Σωτήρης Δημητρίου υποστηρίζει ότι η σύγχρονη Σημειολογία θα πρέπει να ασχοληθεί με:
α)Το ρόλο του δημιουργού
β)Τις συνθήκες του θεάματος
γ)Το φετιχισμό της αίθουσας
δ)Τους κοινωνικούς μηχανισμούς που προσδιορίζουν την ταινία στο  ρόλο της να μεταβιβάζει  δομές, μοντέλα και ιδεολογικό λόγο(4)

ΣΗΜΕΙΏΣΕΙΣ
1. Περιοδικό Communication, No. 4 σελ 133
2. Οι κινηματογραφικοί κώδικες είναι:
α)Μέγεθος πλάνου(γενικό, γκρο κ. λπ)
β)Διάρκεια πλάνου(στοπ καρέ, πλάνο σεκάνς, μονοπλάνο κ.α.)
γ)Ταχύτητα προβολής( ρελαντί, αξελερέ)
δ)Σύνδεση των πλάνων(ρεκόρ, περάσματα αντικειμένων, αντίθεση στοιχείων)
ε)Γωνία και ύψος μηχανής( μπλονζε, κοντρ μπλονζέ,  νορμάλ θέση μηχανής κ.α.)
στ)Κίνηση μηχανής( τράβελινγκ, πανοραμίκ  κ.α.)
ζ)Μοντάζ(παράλληλο, αντιθετικό κ. λπ)

Οι έξω-κινηματογραφικοί κώδικες είναι:

α) Εικονικοί των πολιτισμικών συστημάτων(συμπεριφορές, δομή πόλης και χώρων της κ.α.)

β)Εικονικοί φυσικών συμβολισμών(κύμα, Δύση ηλίου, κ. λπ)
γ)Θεατρικοί( μακιγιάζ, νεύματα, τρόπος ηθοποιίας κ. λπ)
δ)Σκηνικού χώρου( σκηνογραφία , εξπρεσιονιστικό ντεκόρ (π.χ.) κ. λπ)
ε)Ακουστικοί (αρθρωτός λόγος, μουσική, ηχητικά εφέ κ. π)
στ) Χρωματικοί
ζ)Γραφιστικοί( τίτλοι, υπότιτλοι κ.α.)
η) Φωτιστικοί( κοντράστ, ένταση φωτισμού κ.α.)
θ)Τρυκάζ(Απεικόνιση τεράτων, καταστροφές κ.α.).
ι)Φωτογραφικοί(διπλοτυπία, φλου κάδρο κ.α.)
Ζωγραφικοί( κινούμενα σχέδια , συνδυασμός φιλμικού και ζωγραφισμένου κάδρου κ. π)

3. "Λεξικό όρων Σημειολογικής  Ανάλυσης της Τέχνης", Σωτήρης Δημητρίου, Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 1978, σελ. 70, λήμμα "διπλή άρθρωση" .
4. Στο ίδιο, σελ. 164, στο λήμμα "Σημειολογία του Κινηματογράφου".

Μπουρνούς Δημήτρης
Τάσος Κολιόπουλος

Κάπου στα 1980 ή 1981.





 * Ο Δημήτρης Μπουρνούς είναι σκηνοθέτης