Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

Οι αμφίβολες αξίες του πολιτισμού

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ


                                                                        JMCootzeeΠεριμένοντας τους Βαρβάρους
                                                               Μετάφραση –εισαγωγή Μίλτος Φραγκόπουλος, 
                                                                                σελ. 271, ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2013

Ο νομπελίστας νοτιοαφρικανός συγγραφέας γράφει στα 1982 ένα αλληγορικό μύθο εμπνευσμένο από τις πολιτικές του απαρτχάιντ και την σύγκρουση των πολιτισμών. Όπου η Αυτοκρατορία επινοεί μια βαρβαρική εξέγερση, για να υποκύψει τελικά στην δική  της  βαρβαρότητα. Πάντα επίκαιρο, το έργο που μας γνώρισε τον Κουτσύ στην Ελλάδα,  επανεκδόθηκε στην προ τριακονταετίας εξαιρετική μετάφραση του.


«Ενδιαφέρονταν μονάχα να μου δείξουν τι σημαίνει να ζεις μέσα σ’ ένα σώμα, σαν σώμα, ένα σώμα που μπορεί να συλλαμβάνει έννοιες όπως ‘δικαιοσύνη’ μόνο όταν είναι ακέραιο και υγιές και που πολύ σύντομα τις ξεχνά όταν κάποιος αδράχνει το κεφάλι του και χώνει ένα σωλήνα στο λαρύγγι του, κι αδειάζει μέσα κουβάδες αλατόνερο μέχρι που το κορμί τινάζεται, βήχει και σπαρταράει και ξερνάει τα σωθικά του....Ήρθαν στο κελί μου για να μου δείξουν τι είναι ο άνθρωπος και μέσα σε μια ώρα μου έδειξαν πολλά».  
    Ποιος μιλάει αναδεικνύοντας την προβληματική του πάσχοντος, ακρωτηριασμένου  σώματος που διατρέχει όλο το έργο του Κουτσύ; Ο επίτροπος  μιας μακρινής συνοριακής επαρχίας σε μια φανταστική αυτοκρατορία που μόνο αμυδρά θυμίζει την Νοτιοαφρικανική Ένωση, πιθανώς διότι τα χρόνια εκείνα η λογοκρισία επικρατούσε στο κράτος του απαρτχάιντ. Είναι ένας μεσόκοπος  άντρας που ζει την ευτυχή ανία των συνόρων και εκτιμά ότι έχει χτίσει εδώ ένα είδος παραδείσου, όπου βασιλεύει η ειρήνη και οι Άγριοι κάθονται στα αυγά τους. Ο ήρωας και αφηγητής της ιστορίας έχει εγκαθιδρύσει μια στάση  ανεκτικότητας –και απλοϊκής  «διαπολιτισμικότητας», θα λέγαμε σήμερα- που βρίσκεται στον αντίποδα των επεκτατικών βλέψεων του Ιμπέριουμ. Μάλιστα, αναπτύσσει αρχαιολογικά και ανθρωπολογικά ενδιαφέροντα κάνοντας ανασκαφές στην έρημο, μαθαίνοντας την τοπική γλώσσα  και αναζητώντας παρελθόντες πολιτισμούς. Με άλλα λόγια είναι ένας διανοούμενος γραφειοκράτης που απολαμβάνει τους καιρούς  της ευημερίας για να αναπτύξει την ανθρωπιστική του πλευρά. Πότε συμβαίνουν όλα αυτά; Ας πούμε γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, μετά την Σύνοδο του Βερολίνου, τεμαχίζουν οριστικά την Μαύρη Ήπειρο.
     Ώσπου η άλλη όψη του Ιμπέριουμ διαταράσσει την ισορροπία.  Ένας συνταγματάρχης καταφτάνει από την μακρινή πρωτεύουσα για να διερευνήσει τις φήμες ότι οι Βάρβαροι πρόκειται να ξεσηκωθούν. Τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι απεχθή. Οφείλει να κατασκευάσει εχθρούς και στην προσπάθειά του αυτή θα καταφύγει σε ανώφελη βία και βάρβαρες ανακριτικές μεθόδους προκειμένου διά του πόνου να εκμαιεύσει την αλήθεια. Η σύγκρουση των δύο αντρών είναι άμεση. Ο συνταγματάρχης θα συλλάβει και βασανίσει μια ντόπια φυλή παραλίμνιων ψαράδων, θα διασπείρει φήμες και θα ανησυχήσει τον πληθυσμό με στόχο αφενός την δικαιολόγηση του ρόλου του στην Ιστορία και ταυτόχρονα την συσπείρωση του πληθυσμού απέναντι στον εχθρό. Όταν αποχωρήσει από την συνοριακή πόλη, ο επίτροπος, ανακουφισμένος θα περιθάλψει μια ιθαγενή που έχει τυφλωθεί στη διάρκεια ανακρίσεων, έχει χάσει τον πατέρα της και εκπορνεύεται για να επιβιώσει. Θα την περιθάλψει, θα της πλύνει τα σπασμένα της πόδια κατά την χριστιανική επιταγή και θα αποκτήσει μαζί της μια σωματική οικειότητα που όμως –προς μεγάλη απορία της  «Άγριας» –δεν θα ολοκληρωθεί ερωτικά, πιθανώς λόγω ενοχών, πιθανώς γιατί  σε ένα βαθύτερο επίπεδο ο Κουτσύ ισχυρίζεται ότι ερωτική διέγερση και οίκτος δεν συμβαδίζουν. Κάποια στιγμή ο επίτροπος αποφασίζει να επιστρέψει την κοπέλα στη φυλή της και αρχίζει, παρά την απροθυμία της, μια μάλλον ακατανόητη Οδύσσεια προς το εσωτερικό της ανεξερεύνητης χώρας. Μετά από μύριες όσες ταλαιπωρίες μες στο καταχείμωνο και την πραγμάτωση επιτέλους μιας ερωτικής επαφής που θα αφήσει αισθήματα κενού, θα γίνει η τόσο προσφιλής στον Κουτσύ συνάντηση βαρβαρότητας και πολιτισμού, η ανάπηρη ιθαγενής θα παραδοθεί σε μια ομάδα ομοεθνών της, αλλά με την επιστροφή του ο επίτροπος θα συλληφθεί από τον επανακάμψαντα συνταγματάρχη. Κατηγορείται για προδοσία, φυλακίζεται και βασανίζεται φριχτά, εγκαταλείπεται από τον εύπιστο όχλο και τους φίλους του, και καταλήγει, όταν με τον καιρό απελευθερώνεται  ζητιάνος και περίγελος της πόλης.
    Όμως η εκστρατεία θα αποτύχει. Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα θα επιστρέψουν ταπεινωμένα, νικημένα από τον καιρό και τα άγνωστα αφιλόξενα εδάφη, από την έλλειψη κατανόησης των τοπικών συνθηκών και ηθών, από τοις παρελκυστικές πολιτικές των βαρβάρων που ποτέ δεν πολεμούν σε ένα ανοιχτό ισότιμο πεδίο. Στο μεταξύ η γεωργική παραγωγή θα έχει καταρρεύσει, η καθημαγμένη φύση θα πάψει να προσφέρει απλόχερα τα αγαθά της, οι κάτοικοι της πόλης θα την εγκαταλείψουν μαζικά,  και όσοι απομείνουν θα ξαναναζητήσουν την ηγεσία του επιτρόπου για να αποφύγουν τον λιμό. Οι Βάρβαροι, στον καβαφικό αντίποδα, δεν αποδείχθηκαν εν προκειμένω  μια κάποια λύση ενισχύοντας τους κοινωνικούς  δεσμούς και πείθοντας για την αναγκαιότητα της αυτοκρατορικής ισχύος. Αντίθετα, η απειλή τους, ίσως γιατί ήταν καθαρά φαντασιακή και άρα μη ρεαλιστική,  αποδιάρθρωσε την κοινωνική σύμβαση και  κατέστησε τους κατοίκους του μεθοριακού σταθμού ένα έντρομο, εκδικητικό, δειλό όχλο.

    Ο επίτροπος θα απομείνει να αναρωτιέται γιατί εις τας δυσμάς του βίου του δεν γνωρίζει και πολύ περισσότερα από όσα όταν ήταν μωρό. Κατανοεί εντούτοις ότι ο ανθρωπισμός είναι δυνατός μόνο όταν όλα πηγαίνουν καλά.. Ο συγγραφέας επαναφέρει  εδώ την απαισιόδοξη προβληματική προβληματική του Όργουελλ που μας  θυμίζει στην θαυμάσια εισαγωγή του ο Μίλτος Φραγκόπουλος: «Εκείνοι που καταγγέλλουν τη βία μπορούν να το κάνουν γιατί υπάρχουν άλλοι που την ασκούν εκ μέρους τους».  Όπως άλλωστε μονολογεί ο επίτροπος,  «δεν ήμουν, όπως μ’ άρεσε να πιστεύω, ο αμέριμνος ευδαιμονιστής, ο αντίποδας του σκληρού ψυχρού συνταγματάρχη. Ήμουν το ψέμα που λέει η Αυτοκρατορία όταν οι καιροί είναι εύκολοι. Κι εκείνος, η αλήθεια που λέει η Αυτοκρατορία όταν πυκνώνουν μαύρα σύννεφα. Δυο πλευρές της αυτοκρατορικής εξουσίας, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο». 


Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 



Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.

To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου