Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας


ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ 
Πηγή:http://ellinikifilologiaauth.blogspot.gr/2009_09_01_archive.html





Νεοελληνική λογοτεχνία .
Με τον όρο Νεοελληνική λογοτεχνία αναφερόμαστε στην λογοτεχνία του νέου ελληνισμού.
Οι περισσότεροι μελετητές ανάγουν τις αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας ήδη στα βυζαντινά χρόνια, στα πρώτα γραπτά κείμενα σε δημώδη γλώσσα που εμφανίζονται κατά τον 11ο αι. περίπου
Κριτήριο της διάκρισης αυτής δεν είναι μόνο η γλώσσα των κειμένων, αλλά και το γεγονός ότι σε αρκετά από αυτά τα λογοτεχνικά έργα εμφανίζονται στοιχεία που επιβιώνουν και παίζουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της λογοτεχνικής παραγωγής μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. 
Γι' αυτόν τον λόγο, και παρά τις ποικίλες απόψεις σχετικά με το θέμα των αρχών της νεοελληνικής λογοτεχνίας[1], τα σχετικά εγχειρίδια ξεκινούν την εξέταση της νεοελληνικής λογοτεχνίας από τα δημώδη κείμενα των τελευταίων αιώνων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Η νεοελληνική λογοτεχνία μπορεί να διακριθεί σχηματικά σε τρεις μεγάλες περιόδους:
• Την υστεροβυζαντινή περίοδο, από την οποία έχουν ενδιαφέρον για τον μελετητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας τα κείμενα σε δημώδη γλώσσα που προέρχονται είτε από περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είτε από φραγκοκρατούμενες περιοχές.

 • Την περίοδο 1453-1821, κατά την οποία παρουσιάζονται δύο διακριτοί πόλοι στην λογοτεχνική παραγωγή: οι φραγκοκρατούμενες (Κρήτη, Επτάνησα, Κύπρος) και οι τουρκοκρατούμενες περιοχές. Η μεγαλύτερη άνθηση παρουσιάζεται στις φραγκοκρατούμενες και ιδίως στην Κρήτη μέχρι το 1669. 
Τους δύο επόμενους αιώνες η λογοτεχνία επιζεί στα Επτάνησα και σταδιακά εμφανίζεται ένας νέος πόλος, το περιβάλλον των Φαναριωτών, που θα παίξει ρόλο στην περίοδο του Διαφωτισμού και στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας.

 • Την νεότερη ελληνική λογοτεχνία, από το 1821 έως σήμερα: μετά την απελευθέρωση η λογοτεχνία στην Ελλάδα γνωρίζει μεγάλη άνθηση. 
Οι Έλληνες λογοτέχνες παρακολουθούν τις λογοτεχνικές εξελίξεις της Ευρώπης και συντονίζονται με αυτές, αξιοποιώντας παράλληλα τα στοιχεία της ελληνικής λογοτεχνικής και πνευματικής παράδοσης. 

1.Οι αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας
Η χρονολογία 1453, έτος κατάλυσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, φαίνεται προβληματική ως αφετηρία της νεοελληνικής λογοτεχνίας επειδή δημιουργεί μια τομή στην λογοτεχνική παραγωγή η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού ανάμεσα στα κείμενα σε δημώδη γλώσσα της Βυζαντινής περιόδου και στα αντίστοιχα των πρώτων αιώνων μετά την άλωση υπάρχουν πολλές ομοιότητες, γλωσσικές και θεματικές. 
Επιπλέον, το γεγονός ότι στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου οι ιστορικοί (για παράδειγμα ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος) αναζητούσαν τις αρχές του Νέου Ελληνισμού στο ύστερο Βυζάντιο, σε συνδυασμό με το έντονο επιστημονικό ενδιαφέρον εκείνης της εποχής για πολλά δημώδη κείμενα που τότε ανακαλύφθηκαν και εκδόθηκαν για πρώτη φορά, είχε δημιουργήσει ήδη μια παράδοση σύμφωνα με την οποία στα δημώδη κείμενα των τελευταίων αιώνων του Βυζαντίου διαφαίνονταν οι ρίζες της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης και εντοπίζονταν οι απαρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Για παράδειγμα ο Νικόλαος Πολίτης χαρακτήριζε τον Διγενή Ακρίτη «εθνικό έπος των νεωτέρων Ελλήνων» και διατύπωνε την άποψη ότι «ἀσφαλεστάτη ἀφετηρία τῆς νέας ἑλληνικής ποιήσεως δύναται νὰ χρησιμεύση τὸ ἐθνικόν ἔπος, ἐν ᾧ παρακολουθοῦμεν τὴν ἱστορικήν ἀνάπτυξιν τῆς ἑλληνικής ψυχῆς»
[2].Έτσι, ήδη σε κάποιες από τις πρώτες Ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας του 20ου αι. (για παράδειγμα Άριστου Καμπάνη, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (1000 μ.Χ.-1900) (1925), Ηλία Βουτιερίδη, Σύντομη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (1000-1930) (1933), η εξέταση άρχιζε από τα βυζαντινά χρόνια, σχήμα που καθιερώθηκε και στις επόμενες Ιστορίες.
Ο Λίνος Πολίτης στο πρώτο κεφάλαιο της Ιστορίας της Νεοελληνικής λογοτεχνίας (1978) του έγραφε σχετικά: «Στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου παρουσιάζονται ορισμένα στοιχεία με έκδηλο χαρακτήρα, μπορούμε να πούμε, νεοελληνικό.[...] Από τον Διγενή έως τον Ερωτόκριτο υπάρχει ενότητα και εξέλιξη οργανική, αδιάσπαστη, ώστε μια τομή στα 1453 [...] θα ήταν αυθαίρετη.[..] 
Φυσικότερο είναι να παραδεχτούμε πως το νεοελληνικό στοιχείο φανερώνεται[...] από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια, και να θεωρήσουμε πως η "δημώδης γραμματεία" της βυζαντινής εποχής [...] αποτελεί την αρχή της καθαυτό νέας ελληνικής λογοτεχνίας»
[3].Αντιθέτως, άλλοι μελετητές επέμεναν ιδιαιτέρως στα μεσαιωνικά χαρακτηριστικά της δημώδους παραγωγής των υστεροβυζαντινών και πρώτων μεταβυζαντινών χρόνων και πρότειναν άλλου είδους διακρίσεις: ο Εμμανουήλ Κριαράς χαρακτήριζε την περίοδο από το 1204 έως περίπου τα τέλη του 17ου αι. ως «υστεροβυζαντινή» ή «υστερομεσαιωνική» αλλά ταυτόχρονα και «πρωτονεοελληνική», αναγνωρίζοντας σε αυτήν την περίοδο της λογοτεχνίας διττό χαρακτήρα, με στοιχεία μεσαιωνικά και νεοελληνικά.
[4]. Ο Γ.Π. Σαββίδης πρότεινε ως συμβολική χρονολογία αρχής της νεοελληνικής λογοτεχνίας το έτος της πρώτης έκδοσης του Απόκοπου, του πρώτου, απ' όσο γνωρίζουμε, νεοελληνικού λογοτεχνικού κειμένου που τυπώθηκε, δηλαδή το 1519 ή 1509 (όπως διορθώθηκε αργότερα με την εύρεση μιας προγενέστερης έκδοσης)
[5], ενώ ο Στυλιανός Αλεξίου τοποθέτησε τις αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας στα πρώτα έργα που έχουν τα χαρακτηριστικά της Αναγέννησης, δηλαδή τα κυπριακά ερωτικά ποιήματα και την περίοδο της ακμής της κρητικής λογοτεχνίας, προτείνοντας για τα προγενέστερα κείμενα τον όρο «βυζαντινή λογοτεχνία σε δημώδη γλώσσα»
[6] 2.Η «νεοελληνική λογοτεχνία» ώς το 1453Το πρώτο γραπτό μνημείο σε δημώδη γλώσσα, το οποίο θεωρείται παραδοσιακά ότι σηματοδοτεί την αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, είναι το έμμετρο επικό-μυθιστορηματικό αφήγημα γνωστό ως «Έπος του Διγενή Ακρίτη», του 11ου-12ου αι. Από τα μέσα του 12ου αιώνα έχουμε μια σειρά σατιρικών και ηθικοδιδακτικών ποιημάτων. Τα λεγόμενα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα, που απευθύνονται στους αυτοκράτορες Ιωάννη Β' Κομνηνό και Μανουήλ Κομνηνό, εξιστορούν με σατιρικό τρόπο τα βάσανα του ποιητή από την ανυπόφορη γυναίκα του και την φτώχεια που ταλαιπωρεί τους ανθρώπους των γραμμάτων και σατιρίζουν τον κλήρο. Αντίθετα, ηθικοδιδακτικό στόχο έχουν τα ποιήματα Στίχοι γραμματικοί του Μιχαήλ Γλυκά και Ο Σπανέας.Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (1204) η χρήση της δημώδους επεκτάθηκε. Η πολυπληθέστερη ομάδα κειμένων σε δημώδη γλώσσα είναι έμμετρες μυθοπλαστικές αφηγήσεις που γενικά κατατάσσονται στο λογοτεχνικό είδος του μυθιστορήματος (ή ακριβέστερα της μυθιστορίας) και έχουν θεματολογία ερωτική ή μυθολογική. Τα έργα αυτά είναι είτε μεταφράσεις δυτικών έργων -λιγότερο ή περισσότερο πιστές- είτε πρωτότυπες συνθέσεις στις οποίες διασταυρώνεται η παράδοση των ελληνιστικών και λόγιων βυζαντινών μυθιστορημάτων με δυτικά πρότυπα. Τα πρωτότυπα έργα είναι τα: Αχιλληίς, Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, Λίβιστρος και Ροδάμνη, Διήγησις γεναμένη εν Τροία, με ερωτικό περιεχόμενο, καθώς και τα περισσότερο ηρωικού χαρακτήρα έργα Διήγησις του Αλεξάνδρου και Ιστορία του Βελισσάριου. Τα μεταφρασμένα είναι τα: Ο Πόλεμος της Τρωάδος, Φλώριος και Πλάτζια-Φλώρα, Ιμπέριος και Μαργαρώνα, Απολλώνιος ο Τύριος, Θησηίδα (μετάφραση από τον Βοκκάκιο).Μια άλλη ομάδα έργων σε δημώδη γλώσσα είναι οι αλληγορικές διηγήσεις με πρωταγωνιστές ζώα ή φυτά, όπως τα ἐμμετρα Ο Φυσιολόγος, Ο Πουλολόγος, το Συναξάριον του τετιμημένου γαϊδάρου και το πεζό Ο Πωρικολόγος. Ακόμη, δημώδης γλώσσα χρησιμοποιήθηκε και σε χρονικά (τα έμμετρα Χρονικόν του Μορέως, 14ος αι., το Χρονικό των Τόκκων, 15ος αι., και τα πεζά κυπριακά χρονικά του Λεοντίου Μαχαιρά, 14ος αι. και του Γεωργίου Βουστρωνίου, 15ος αι.). 
Τέλος, τον 14ο αι. εμφανίζονται και τα πρώτα λογοτεχνικά έργα της κρητικής λογοτεχνίας: τα ποιήματα του Στέφανου Σαχλίκη και του Λεονάρδου Ντελλαπόρτα που έζησαν και έγραψαν στο δεύτερο μισό του 14ου αι. 
[7]3.Η λογοτεχνία ώς την απελευθέρωση (1453-1821)3.1.Λογοτεχνία και πνευματική κίνηση έως και τον 17ο αιώναΤο σημαντικό γεγονός της κατάλυσης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μετά το 1453 δεν άφησε ανεπηρέαστη την λογοτεχνία: κάποια από τα πρώτα κείμενα που εμφανίστηκαν ήταν ανώνυμα ή επώνυμα στιχουργικά κείμενα αναφερόμενα στην άλωση, τα οποία είναι γνωστά ως Θρήνοι
Το πιο γνωστό από αυτά τα κείμενα είναι το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης. Άλλα παρόμοια κείμενα είναι τα Άλωσις Κωνσταντινουπόλεως, Θρήνος των τεσσάρων Πατριαρχείων, Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως. Η μεγαλύτερη λογοτεχνική άνθηση της περιόδου όμως προήλθε από τις περιοχές που τελούσαν υπό φράγκικη κυριαρχία και ώς ένα βαθμό οφείλεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ της ελληνικής και της δυτικής κουλτούρας. Τα αξιολογότερα λογοτεχνικά δείγματα της περιόδου προέρχονται από την Κύπρο, την Ρόδο, την Κρήτη και τα Επτάνησα.3.1.1.
Οι Φραγκοκρατούμενες περιοχές: Ρόδος, Επτάνησα, Κύπρος, Κρήτη και νησιά του Αιγαίου
Από την Ρόδο προέρχεται μια συλλογή ερωτικών ποιημάτων του 15ου αιώνα που είναι γνωστή με τον τίτλο Καταλόγια ή Ερωτοπαίγνια και ένα έμμετρο χρονικό με τίτλο Το θανατικό της Ρόδου, του Εμμανουήλ Λιμενίτη, που αναφέρεται στην επιδημία πανούκλας που έπληξε την Ρόδο το 1498-1499. 
Από τα Επτάνησα σώζονται τα στιχουργήματα του Κερκυραίου Ιάκωβου Τριβώλη Ιστορία του Ταγιαπιέρα (τυπώθηκε το 1528) και Ιστορία του ρε της Σκότζιας με την ρήγισσα της Εγγλιτέρας (τυπώθηκε το 1543) και του Ζακυνθηνού Μάρκου Δεφαράνα Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν (1543) και Ιστορία της Σωσάννης (1569).
Στην Κύπρο είχε αναπτυχθεί αξιόλογη πνευματική κίνηση μέχρι την άλωση από τους Τούρκους το 1571. Από τα μέσα του 16ου αι. προέρχεται μία συλλογή ερωτικών ποιημάτων, γνωστή με τον τίτλο Κυπριακά ερωτικά ποιήματα. 
Περιέχει 156 ποιήματα στην κυπριακή διάλεκτο, επηρεασμένα από την ιταλική ποίηση της Αναγέννησης και κυρίως από τον Πετράρχη. Σε αυτήν την συλλογή βρίσκονται τα πρώτα ελληνικά σονέτα.
Η λογοτεχνική παραγωγή στην βενετοκρατούμενη Κρήτη διακρίνεται σε δύο περιόδους: την περίοδο της προετοιμασίας (ώς το 1590 περίπου) και την περίοδο της ακμής (1590-1669). 
Τα ποιήματα της πρώτης περιόδου έχουν περιεχόμενο σατιρικό, ηθικοδιδακτικό, ιστορικό και σπανιότερα ερωτικό. Από την περίοδο αυτή περισσότερο γνωστά είναι τα ποιήματα Απόκοπος του Μπεργαδή, η Κοσμογέννησις του Γεώργιου Χούμνου, τα ανώνυμα Γαδάρου, λύκου και αλεπούς διήγησις ωραία, Ο κάτης και οι ποντικοί, το Ερωτικόν ενύπνιον του Μαρίνου Φαλιέρου, το ανώνυμο Ριμάδα κόρης και νιου, η Συμφορά της Κρήτης του Μανόλη Σκλάβου.
Κατά την δεύτερη περίοδο σημειώνεται η μεγάλη άνθηση κυρίως του θεάτρου και η καλλιέργεια του κρητικού ιδιώματος που εξυψώνεται σε άρτια επεξεργασμένη λογοτεχνική γλώσσα. Ο σημαντικότερος συγγραφέας θεατρικών έργων είναι ο Γεώργιος Χορτάτσης, συγγραφέας του πιο διαδεδομένου θεατρικού έργου της εποχής, της Ερωφίλης, αλλά και της κωμωδίας Κατσούρμπος (ενδεχομένως και του Στάθη) και του ποιμενικού δράματος Πανώρια. Άλλα θεατρικά έργα είναι η Θυσία του Αβραάμ (ενδεχομένως του Κορνάρου), ο Φορτουνάτος και ο Ζήνων.
Από την ίδια περίοδο προέρχεται και η έμμετρη μυθιστορία Ερωτόκριτος του Κορνάρου καθώς και το ειδύλλιο Η Βοσκοπούλα.Παράλληλα με το κρητικό θέατρο, στα νησιά του Αιγαίου παρουσιάζεται ανάπτυξη της θεατρικής παραγωγής με έργα θρησκευτικού περιεχομένου.
Αυτή η τάση σχετίζεται με την προσηλυτιστική δράση των ιησουιτών μοναχών στα κολέγια που είχαν ιδρύσει σε διάφορα νησιά του Αιγαίου, όπου οι θεατρικές παραστάσεις αποτελούσαν μέρος του εκπαιδευτικού προγράμματος. Αποτέλεσμα αυτού ήταν και η «απάντηση» ορθοδόξων ιερέων με άλλα θεατρικά έργα. Τα σωζόμενα κείμενα είναι 10 και παραδίδονται πλήρη ή αποσπασματικά. 
Σε αυτά εντοπίζονται επιδράσεις του κρητικού θεάτρου και ίχνη των τεχνοτροπιών του Μπαρόκ και του Ροκοκό. 
Από τη Χίο προέρχονται πέντε επώνυμα έργα του 17ου αι.: τρία γράφτηκαν από τον Μιχαήλ Βεστάρχη (Διάλογος της Υπεραγίας Θεοτόκου, Στίχοι... εις την Ανάστασιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Στίχοι... εις τον Ελεάζαρον και τους επτά παίδας τους Μακκαβαίους...) και τα άλλα δύο από τους ορθόδοξους ιερείς Γρηγόριο Κονταράτο (Στίχοι... εις τους τρεις παίδας παρά Ναβουχοδονόσωρ βασιλέον βαλθείσιν εις την κάμινον...) και Γαβριήλ Προσοψά (Δράμα περί του γεννηθέντος τυφλού). Μεταγενέστερο, επίσης από την Χίο, είναι το έργο Δαβίδ.
Από τις Κυκλάδες προέρχεται η Τραγέδια του Αγίου Δημητρίου, που παραστάθηκε στη Νάξο το 1723, και ένα άτιτλο πεζό δράμα για τον Ηρώδη και τη σφαγή των νηπίων (είναι μάλιστα το πρώτο νεοελληνικό θεατρικό σε πεζό λόγο). 
Σώζονται ακόμη αποσπάσματα από έργα για τον Άγιο Ισίδωρο και τον Άγιο Γεώργιο, καθώς και ένα τμήμα από έργο με μη θρησκευτικό περιεχόμενο, το ποιμενικό δράμα Καλλίμαχος και Ροδάμνια.
3.1.2.Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και Διασπορά
Η Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη, ένα από τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα της ΤουρκοκρατίαςΕκτός από τις φραγκοκρατούμενες περιοχές, καθαρά λογοτεχνική παραγωγή δεν εμφανίστηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα. 
Όμως στις ελληνικές κοινότητες της διασποράς (κυρίως της Βενετίας και στους κύκλους του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης) άρχισε σταδιακά να αναπτύσσεται πνευματική κίνηση και να γίνονται προσπάθειες καλλιέργειας της ομιλουμένης γλώσσας, με στόχο την επικοινωνία με τον λαό. Αξιομνημόνευτος από αυτήν την άποψη είναι ο Νικόλαος Σοφιανός, Κερκυραίος λόγιος που έζησε τον 16αι. στην Βενετία και έγραψε γραμματική της νέας ελληνικής γλώσσας, η οποία όμως δεν δημοσιεύτηκε τότε. Η λαϊκή γλώσσα χρησιμοποιήθηκε κυρίως σε κείμενα θρησκευτικά, ομιλίες ή διασκευές θρησκευτικών κειμένων, όπως Η Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη του Ιωαννίκιου Καρτάνου (1536), ο Θησαυρός του Δαμασκηνού Στουδίτη (1561 περίπου), ένα από τα αγαπημένα λαϊκά αναγνώσματα που είχε πολλές επανεκδόσεις κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι Διδαχές του Αλέξιου Ραρτούρου (1560), ομιλίες και μεταφράσεις κειμένων του Μελέτιου Πηγά, Πατριάρχη Αλεξανδρείας (1549-1601) και του Μάξιμου Μαργούνιου (1530-1602).
Ηλίας Μηνιάτης, ο μεγαλύτερος ρήτορας της Τουρκοκρατίας
Κατά την διάρκεια του 17ου αι. συνεχίστηκε η συγγραφή θρησκευτικών κειμένων σε λαϊκή γλώσσα, όπως η Αμαρτωλών σωτηρία του Αγάπιου Λάνδου και αφηγήσεις θαυμάτων και Βίων Αγίων από τους Ιωάννη Μορεζήνο και του Νεόφυτο Ροδινό. Τα πιο αξιόλογα όμως δείγματα καλλιέργειας της λαϊκής γλώσσας προέρχονται από τον Φραγκίσκο Σκούφο (1644-1697), συγγραφέα εγχειριδίου ρητορικής με εξαιρετικά παραδείγματα σε απλή γλώσσα και τον Ηλία Μηνιάτη (1669-1714), τον μεγαλύτερο ρήτορα της περιόδου. 
Οι Διδαχές του Μηνιάτη είναι κείμενα σε δημοτική γλώσσα με περίτεχνα επεξεργασμένο ύφος σύμφωνα με τους κανόνες του λογοτεχνικού μπαρόκ.
3.2.Η λογοτεχνία μέχρι την εποχή του Διαφωτισμού
Μετά την άλωση της Κρήτης το 1669 οι μόνες πνευματικές εστίες που απέμειναν ήταν τα Επτάνησα, ο ελληνισμός της Διασποράς και το Φανάρι, αλλά παράλληλα υπήρξε σταδιακή οικονομική και πνευματική άνθηση και στις τουρκοκρατούμενες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας. 
Ο 18ος αι. συχνά χαρακτηρίζεται ως «αντιποιητικός», επειδή τα λογοτεχνικά έργα της εποχής δεν φτάνουν στο ύψος της κρητικής λογοτεχνίας. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχουν αρκετά ενδιαφέροντα λογοτεχνικά δείγματα.Στα Επτάνησα παρατηρείται πνευματική κίνηση και μικρή άνθηση του θεάτρου, στην οποία συνετέλεσε και το γεγονός ότι πολλοί Κρήτες κατέφυγαν εκεί μετά την πτώση της Κρήτης στους Οθωμανούς. Βέβαια θεατρικά δείγματα υπήρχαν στα επτάνησα και πριν από το 1669, για παράδειγμα η Ευγένα του ζακυνθινού Θεόδωρου Μοντσελέζε που τυπώθηκε το 1646 και η μετάφραση του Pastor Fido (Ο Πιστός Βοσκός) από τον επίσης Ζακυνθινό Μιχαήλ Σουμμάκη, το 1658. Στις αρχές του 18ου αι. ο σημαντικότερος επτανήσιος ποιητής ήταν ο Κεφαλλονίτης Πέτρος Κατσαΐτης που έγραψε δύο θεατρικά έργα, την Ιφιγένεια (1720) και τον Θυέστη (1721) καθώς και το ποίημα Κλαυθμός Πελοποννήσου, ενώ πιθανολογείται επίσης ότι δικό του έργο είναι και το στιχούργημα Νέα ιστορία Αθέσθη Κυθηραίου που τυπώθηκε ανώνυμα το 1749 στην Βενετία. 
Η κρητική επίδραση είναι φανερή σε όλα αυτά τα έργα• εξάλλου το κρητικό θέατρο επιβίωνε και σε παραστάσεις έργων, γνωστές ως Ομιλίες.
Ένα από τα πιο σημαντικά λογοτεχνικά γεγονότα των αρχών του 18ου αι. είναι η έκδοση της ποιητικής συλλογής Άνθη Ευλαβείας, από Έλληνες σπουδαστές του Φλαγγινιανού εκπαιδευτηρίου της Βενετίας, το 1708. Πνευματική και λογοτεχνική κίνηση αναπτύχθηκε επίσης στην Κωνσταντινούπολη, στους κύκλους του Πατριαρχείου και των Φαναριωτών, όπου έγιναν απόπειρες διαμόρφωσης μιας ποιητικής που χρησιμοποιούσε το ιδίωμα των ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο στιχουργήματα των μέσων του 18ου αι., η Στοιχειομαχία του Ιωάννη Ρίζου Μανέ (1746), που περιγράφει την πάλη των φυσικών στοιχείων και η Βοσπορομαχία (1752) του Momars, υπηκόου της Αυστρίας που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, η οποία περιγράφει τον ανταγωνισμός μεταξύ των δύο ακτών του Βοσπόρου. 
Στο αστικό περιβάλλον του Φαναρίου και των Ελλήνων της διασποράς (κυρίως παραδουνάβιες ηγεμονίες) διαμορφώθηκε και η συνήθεια σύνταξης στιχουργημάτων ερωτικού περιεχομένου κυρίως που κυκλοφορούσαν σε ανώνυμες συλλογές, γνωστές ως «μισμαγιές».
Από τον κύκλο των Φαναριωτών προέρχεται και ένα πεζό έργο που χαρακτηρίζεται συχνά ως η πρώτη απόπειρα σύνταξης μυθιστορήματος: είναι το Φιλοθέου Πάρεργα που γράφτηκε το 1718 από τον Νικόλαο Μαυροκορδάτο, αλλά τυπώθηκε το 1800.Στην ηπειρωτική Ελλάδα κυριαρχεί τον 18ο αι. η μορφή του Καισάριου Δαπόντε, πολυγραφότατου ποιητή και μοναχού που έγραψε πολλές χιλιάδες στίχους με περιεχόμενο αυτοβιογραφικό, ηθικοδιδακτικό και θρησκευτικό.
3.3.
Η ποίηση στην εποχή του Διαφωτισμού: 
Φαναριώτες, «πρόδρομοι» και ΕπτανήσιοιΤο τελευταίο τέταρτο του 18ου αι. χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση του νεοελληνικού διαφωτισμού. Οι κυριότερες πνευματικές κατευθύνσεις της περιόδου είναι η συζήτηση για το γλωσσικό ζήτημα, το οποίο σχετίζεται άμεσα με το ζήτημα της παιδείας του έθνους, καθώς και η προετοιμασία της επανάστασης και της επακόλουθης πολιτικής και πνευματικής αναγέννησης.Στα χρόνια εκείνα παρατηρείται και μια μερική άνθηση του ποιητικού λόγου με δύο πόλους: από τη μία ποιητές που ανήκουν στο κλίμα των φαναριωτών και από την άλλη οι επτανήσιοι ποιητές που χαρακτηρίζονται ως προσολωμικοί. Κεντρικές προσωπικότητες όμως είναι οι λεγόμενοι «πρόδρομοι», ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, ο Ρήγας Φεραίος και ο Ιωάννης Βηλαράς.Στο κλίμα των Φαναριωτών κινούνται ποιητές όπως ο Διονύσιος Φωτεινός (1777-1821), με γνωστότερο έργο του μία μεταγραφή του Ερωτόκριτου σύμφωνα με τις γλωσσικές και αισθητικές αντιλήψεις των φαναριωτών, ο Μιχαήλ Περδικάρης (1766-1828), που έγραψε την σκληρή σάτιρα Ερμήλος ή Διμοκριθηράκλειτος (1817), στην οποία ελέγχει αυστηρά τόσο τους κληρικούς όσο και τους αστούς υποστηρικτές των νέων ιδεών, και ο Γεώργιος Σακελλάριος (1765 -1838), που αξίζει να μνημονεύεται γιατί είναι από τους εισηγητές του προρομαντισμού στην Ελλάδα.
Ως «πρόδρομοι» χαρακτηρίζονται οι Αθανάσιος Χριστόπουλος, Ρήγας Φεραίος και Ιωάννης Βηλαράς για τον προδρομικό ρόλο τους στην διάδοση της παιδείας, την καλλιέργεια της δημοτικής γλώσσας και την επίδρασή τους σε μεταγενέστερους λογοτέχνες. Εμπνευσμένοι από τις ιδέες του διαφωτισμού είχαν στόχο τον φωτισμό του γένους και με πλούσιο πρωτότυπο και μεταφραστικό έργο στην δημοτική γλώσσα επιδιώξαν την πνευματική αναγέννηση του ελληνισμού. 
Ο Ρήγας μετέφρασε λογοτεχνικά και επιστημονικά έργα και μετέφρασε ελεύθερα κάποια διηγήματα του Γάλλου Rétif de la Bretonne στο έργο του Σχολείον των ντελικάτων εραστών, στο οποίο ενσωμάτωσε πολλά φαναριώτικά ποιήματα. Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος εξέδωσε το 1811 την συλλογή ποιημάτων Λυρικά, με ερωτικό, αρκαδικό και βακχικό περιεχόμενο, για τα οποία χαρακτηρίστηκε «ο νέος Ανακρέων». Λυρικά ποιήματα πιο κοντά στην δημοτική γλώσσα καθώς και σατιρικά έγραψε και ο Ιωάννης Βηλαράς, τα οποία εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. 
Ο Βηλαράς αξίζει βέβαια να μνημονεύεται και για την μαχητική υπεράσπιση της δημοτικής και για τις πρωτοποριακές ιδέες του, όπως αυτή της καθιέρωσης της φωνητικής ορθογραφίας, τις οποίες υποστήριξε στο βιβλίο του Ρομέηκη γλόσα (1815).Στα τέλη του 18ου αι. παρατηρείται ακμή της ποίησης στην Ζάκυνθο και οι ποιητές της περιόδου χαρακτηρίζονται προσολωμικοί επειδή θεωρείται ότι με το έργο τους διαμόρφωσαν τις κατάλληλες συνθήκες για την πνευματική ανάπτυξη και την μελλοντική εμφάνιση και διαμόρφωση της επτανησιακής σχολής.
Η ποίηση αυτή είναι κυρίως πατριωτική και σατιρική. Τα σημαντικότερα έργα είναι οι Θούριοι του Αντώνιου Μαρτελάου και του Νικόλαου Κούρτσολα και οι σάτιρες του Αντώνιου Κατήφορου και του Νικόλαου Κουτούζη.
4.Η νεότερη ελληνική λογοτεχνία (1821 έως σήμερα)
4.1.Ρομαντικά χρόνια (1820-1880)Το μεγάλο γεγονός της Επανάστασης του 1821 επηρέασε σημαντικά τη λογοτεχνία των πρώτων χρόνων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Μέσα στην δεκαετία του 1820 γράφτηκαν τα πρώτα ποιήματα με θέμα την Επανάσταση από δύο Επτανήσιους ποιητές, τον Σολωμό (Ύμνος εις την Ελευθερίαν, 1823) και τον Κάλβο (Λύρα, 1824, Λυρικά, 1826). 
Η Επανάσταση αποτελούσε βασικό θέμα και στα ποιήματα των Αθηναίων ποιητών καθώς και σε αρκετά πεζογραφικά έργα των πρώτων χρόνων της περιόδου, ενώ το ρεύμα που καθόρισε την φυσιογνωμία της νεοελληνικής λογοτεχνίας ώς το 1880 ήταν ο ρομαντισμός, που επηρέασε το έργο τόσο των Αθηναίων όσο και των Επτανησίων ποιητών, αν και εμφανίστηκε με διαφορετικές μορφές στην Αθήνα και τα Επτάνησα. Ο ρομαντικός χαρακτήρας της Επτανησιακής σχολής άρχισε να αναγνωρίζεται τα τελευταία χρόνια[8], επειδή η παλαιότερη κριτική αντιμετώπιζε αρνητικά τον ελληνικό ρομαντισμό, καθώς τον ταύτιζε με την καθαρεύουσα και τους εκφραστικούς τρόπους της Α' Αθηναϊκής Σχολής.
4.1.1.Η ποίηση σε Αθήνα και ΕπτάνησαΤις πρώτες δεκαετίες μετά την Επανάσταση η ποίηση αναπτύχθηκε σε δύο πόλους, τα Επτάνησα και την Αθήνα.
Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο ποιητικών «σχολών» ήταν η χρήση της γλώσσας: οι σπουδαιότεροι Επτανήσιοι ποιητές έγραψαν στην δημοτική (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχε μεγάλος αριθμός ποιητών που έγραφαν σε καθαρεύουσα γλώσσα), ενώ στην Αθήνα η γλώσσα της ποίησης γινόταν όλο και πιο αρχαΐζουσα, υπό την επίδραση των μεγαλοϊδεατικών τάσεων και της επιθυμίας να αναδειχθεί η ιστορική συνέχεια μεταξύ αρχαίων και νέων Ελλήνων• η καθαρεύουσα επιβαλλόταν εξάλλου και από τους Ποιητικούς διαγωνισμούς.
Ορόσημο για την εμφάνιση του ρομαντισμού της Α' Αθηναϊκής Σχολής είναι το 1831, έτος δημοσίευσης των ποιημάτων Οδοιπόρος του Παναγιώτη Σούτσου και Δήμος και Ελένη του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή. Η εξέλιξη της αθηναϊκής ρομαντικής ποίησης έχει διακριθεί σε τρεις φάσεις[9]: «τα χρόνια της εξόρμησης» (1830-1850), που είναι περίοδος διαμόρφωσης της φυσιογνωμίας, «τα χρόνια της ακμής» (1850-1870), όταν οι κυριότεροι εκπρόσωποι (Α. Σούτσος, Π. Σούτσος, Ραγκαβής) έχουν φτάσει στην ωριμότητα, ενώ εμφανίζονται και νεότεροι (Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, Σπυρίδων Βασιλειάδης)
Τα χρόνια αυτά σηματοδοτούνται από την κυριαρχία των Ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών και την στροφή προς τον αρχαϊσμό. Η τελευταία δεκαετία ονομάζεται περίοδος της «παρακμής», γιατί τότε, και ενώ οι κυριότεροι εκπρόσωποι έχουν πεθάνει και οι Ποιητικοί διαγωνισμοί, φτάνουν σε ακραίες μορφές τα αρνητικά χαρακτηριστικά του ρεύματος (ατημέλητη έκφραση, υπερβολική μελαγχολία που έφτανε στην θανατολαγνεία). Κυρίαρχη ποιητική μορφή είναι ο Αχιλλέας Παράσχος, όμως μέσα στην δεκαετία αυτή εμφανίζονται και κάποιοι ποιητές που προαναγγέλλουν την εμφάνιση της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, όπως ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Αριστομένης Προβελλέγγιος και ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος.Στα Επτάνησα η ποίηση ακολουθεί διαφορετικές κατευθύνσεις υπό την επίδραση κυρίως της μακρόχρονης επαφής με την ιταλική παιδεία. 
Οι Επτανήσιοι ποιητές μπορούν, σχηματικά, να διακριθούν σε δύο ομάδες: τους «σολωμικούς ποιητές», που προσπάθησαν να ακολουθήσουν τον δρόμο του Διονύσιου Σολωμού, γράφοντας ποιήματα σε δημοτική γλώσσα με τον 15σύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού ή σύντομες φόρμες της ιταλικής στιχουργίας, και τους ποιητές που ακολούθησαν προσωπικές επιλογές, όπως ο Ανδρέας Κάλβος, με την ιδιότυπη και μοναδικές στιχουργικές και γλωσσικές επιλογές του, ο Ανδρέας Λασκαράτος που συνέχισε την μακρά σατιρική παράδοση των Επτανήσων και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης που έχει κοινά στοιχεία τόσο με τους Επτανήσιους ποιητές (δημοτική γλώσσα) όσο και με τους αθηναίους ρομαντικούς (ρητορεία και στόμφος).
4.1.2.Η πεζογραφίαΕμμανουήλ Ροΐδης, ένας από τους γνωστότερους πεζογράφους του 19ου αι.
Η πεζογραφία μέχρι το 1880 καλλιεργήθηκε κυρίως στην Αθήνα και σε άλλα πνευματικά κέντρα όπως η Σύρος ή η Κωνσταντινούπολη, όχι όμως και στα Επτάνησα (με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως Τα μυστήρια της Κεφαλλονιάς του Λασκαράτου και η Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου). Τα χρόνια αυτά είναι τα χρόνια της διαμόρφωσης του νεοελληνικού μυθιστορήματος και τα έργα παρουσιάζουν ποικιλία στην μορφή και το περιεχόμενο. Τα κυρίαρχα θέματα είναι περιπετειώδεις ερωτικές ιστορίες ή ιστορικά γεγονότα από την Επανάσταση ή παλιότερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, αλλά είναι εμφανής κάποιες φορές και η σατιρική ή η κριτική διάθεση. 
Η γλώσσα των κειμένων είναι η καθαρεύουσα με αρκετές διαβαθμίσεις από απλούστερες μορφές έως ακραία αρχαΐζουσα γλώσσα, ενώ παρατηρείται κάποιες φορές και προσπάθεια απόδοσης του προφορικού λόγου και των ιδιωματισμών. Το πιο διάσημο σήμερα έργο της περιόδου είναι η Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη
• άλλα έργα που ξεχώρισαν είναι ο Αυθέντης του Μορέως του Ραγκαβή, ο Θάνος Βλέκας του Παύλου Καλλιγά, η Στρατιωτική Ζωή εν Ελλάδι του Χαρίλαου Δημόπουλου και ο Λουκής Λάρας του Δημήτριου Βικέλα, ενώ μυθιστορήματα που ήταν δημοφιλή τότε, όπως η Ορφανή της Χίου και η Ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως ξεχάστηκαν 
4.2.1880-1930
Η χρονολογία 1880 σηματοδοτεί μία σημαντική στροφή τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία. Νέα ευρωπαϊκά ρεύματα, όπως ο παρνασσισμός, ο συμβολισμός ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός, είναι πλέον πηγές έμπνευσης των λογοτεχνών, ενώ η ανάπτυξη της επιστήμης της Λαογραφίας οδηγεί σε θεματική ανανέωση των λογοτεχνικών έργων.
Παράλληλα η δημοτική καθιερώνεται στην ποίηση πρώτα και αργότερα και στην πεζογραφία. Η χρονιά 1930 είναι επίσης οριακή, αφού τότε εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα του μοντερνισμού στην ποίηση και την πεζογραφία. Το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1880-1930 χαρακτηρίζεται από πλούσια παραγωγή ποιητικών και πεζών έργων, την εμφάνιση πολλών και σημαντικών λογοτεχνών και την κυριαρχία ποικίλων τάσεων.
4.2.1Η ποίησηΤο 1880 εκδίδονται δύο ποιητικές συλλογές που σηματοδοτούν την εμφάνιση της Νέας Αθηναϊκής Σχολής: οι Στίχοι του Νίκου Καμπά και οι Ιστοί Αράχνης του Γεώργιου Δροσίνη. Η τεχνοτροπική αλλαγή και η απομάκρυνση από τον αθηναϊκό ρομαντισμό είναι εμφανής: η γλώσσα των ποιημάτων είναι δημοτική, τα θέματα είναι οικεία, καθημερινά, και οι τόνοι χαμηλοί. Ο κυριότερος εκπρόσωπος της γενιάς αυτής όμως είναι ο Κωστής Παλαμάς, που κυριάρχησε στην νεοελληνική πνευματική ζωή για τις επόμενες δεκαετίες. Το ποιητικό του έργο είναι πλούσιο και ποικίλο: εμπνέεται από θέματα καθημερινά, από την εσωτερική ζωή, από ιστορικά γεγονότα ή από την επικαιρότητα, γράφει είτε σύντομα ποιήματα είτε μεγαλύτερες, επικολυρικές συνθέσεις (Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Η Φλογέρα του Βασιλιά), φροντίζοντας πάντα για την μορφική αρτιότητα του στίχου και εμπνεόμενος από την νεοελληνική ποιητική παράδοση αλλά και από τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα. Από τους πρώτους ποιητές της Γενιά του 1880, μόνο ο Παλαμάς παρουσίασε σημαντική εξέλιξη στην ποιητική του, ενώ σύντομα εμφανίστηκαν νεότεροι ποιητές που συνέχισαν την ανανέωση ακολουθώντας τα ρεύματα του παρνασσισμού (τα σονέτα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, του Λορέντζου Μαβίλη και του Ιωάννη Γρυπάρη) και του συμβολισμού (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Λάμπρος Πορφύρας) ή δικούς τους εκφραστικούς δρόμους (Μιλτιάδης Μαλακάσης, Κώστας Κρυστάλλης).
Τα χρόνια γύρω στα 1910, όταν ο Κωστής Παλαμάς έγραφε τις κεντρικές ποιητικές συνθέσεις του, τον Δωδεκάλογο του Γύφτου και την Φλογέρα του Βασιλιά, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου έφτανε στην ωριμότητά του ο Κ.Π.Καβάφης, ο οποίος όμως έγινε ευρύτερα γνωστός στην Αθήνα μετά το 1920, κυρίως εξαιτίας της ιδιότυπης, για την ποιητική παράδοση της εποχής, γραφής του, με την καθαρεύουσα γλώσσα και τον σχεδόν πεζολογικό τόνο. Τα ίδια χρόνια όμως εμφανίστηκαν και νεότεροι ποιητές που ακολούθησαν προσωπικούς δρόμους και διαφοροποιήθηκαν από την ποίηση του Παλαμά. 
Ο πρώτος από αυτούς ήταν ο Άγγελος Σικελιανός με το εκτενές ποίημα «Αλαφροΐσκιωτος» το 1909, το οποίο ακολούθησαν πολλά εκτενή ή συντομότερα ποιήματα με χαρακτηριστικό τους τον πληθωρικό λυρισμό αλλά και την μερική αποδέσμευση από τον παραδοσιακό στίχο. Συνομήλικος του Σικελιανού ήταν ο Κώστας Βάρναλης ο οποίος έδωσε τα χαρακτηριστικότερα έργα του, στα οποία εκφράζονται οι αριστερές ιδεολογικές του πεποιθήσεις, μετά το 1920. 
Παράλληλα όμως, τα χρόνια του μεσοπολέμου έκανε την εμφάνισή της και μια ομάδα ποιητών που είχαν γεννηθεί περίπου στα 1890, οι οποίοι εξέφρασαν την απογοήτευση από την Μικρασιατική καταστροφή και την αποτυχία της «Μεγάλης Ιδέας» με μία ποίηση η οποία χαρακτηρίστηκε νεορομαντική ή νεοσυμβολιστική, με κύριο χαρακτηριστικό την απογοήτευση και την έλλειψη ιδανικών. Ο σημαντικότερος εκφραστής αυτών των αναζητήσεων ήταν ο Κώστας Καρυωτάκης.4.2.2.
Η πεζογραφίαΠεζογραφία 1880-1930
Μετά το 1880 σημειώνεται αλλαγή στην θεματολογία και στον τρόπο πραγμάτευσης του υλικού από τους πεζογράφους. Ενώ κατά τα προηγούμενα χρόνια επικρατούσαν τα ρομαντικά-ερωτικά ή τα ιστορικά μυθιστορήματα, οι συγγραφείς μετά το 1880 καλλιέργησαν κυρίως το διήγημα και στράφηκαν σε θέματα από την καθημερινή ζωή της επαρχίας αρχικά και αργότερα των μεγαλουπόλεων. Η πεζογραφική παραγωγή της περιόδου χαρακτηρίζεται συνήθως με τον όρο ηθογραφία, που αναφέρεται στην πιστή αναπαράσταση των ηθών και του τρόπου ζωής μιας κοινότητας.Χρονολογία-σταθμός θεωρείται το έτος 1883, όταν δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία το πρώτο διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού, 
Το αμάρτημα της μητρός μου, ενώ ένα μήνα αργότερα προκηρύχθηκε από το ίδιο περιοδικό διαγωνισμός για συγγραφή διηγήματος. Η προκήρυξη παρότρυνε τους συγγραφείς να αξιοποιήσουν θέματα από την παραδοσιακή ζωή του λαού ή την ελληνική ιστορία και, παρόλο που τα διηγήματα που γράφτηκαν με αφορμή των διαγωνισμό δεν ήταν όλα επιτυχημένα, ή αρκετά από αυτά δεν ήταν τόσο διηγήματα όσο συλλογή λαογραφικού υλικού, η συγκεκριμένη θεματολογία επικράτησε κατά τις επόμενες δεκαετίες, με δύο γενικές κατευθύνσεις στον τρόπο αντιμετώπισης του θέματος: αφ’ ενός την ωραιοποιημένη και ειδυλλιακή απεικόνιση του αγροτικού τρόπου ζωής, με συχνή την πληθώρα λαογραφικών στοιχείων (όπως τα έργα των Γ. Δροσίνη, Κ. Κρυστάλλη κ.α.) και αφ’ ετέρου τις ποικιλότερες προοπτικές, όπως η ψυχογραφία (Γ. Βιζυηνός) ή ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ανδρέας Καρκαβίτσας). 
Αυτοί οι τρεις συγγραφείς θεωρούνται οι κορυφαίοι αυτής της κατεύθυνσης. Από αυτούς, οι δύο πρώτοι έμειναν πιστοί στην καθαρεύουσα, ενώ ο Καρκαβίτσας στράφηκε γρήγορα προς την δημοτική, για την χρήση της οποίας στην πεζογραφία άνοιγαν νέοι ορίζοντες με Το Ταξίδι μου του Ψυχάρη και την σημαντικότερη απόπειρα του Παλαμά να γράψει πεζό κείμενο, το διήγημά του Θάνατος Παλληκαριού.Γύρω στα 1900 παρουσιάζεται μία νέα στροφή στην θεματική, αυτήν την φορά προς αστικά περιβάλλοντα.
Ένας από τους πρωτεργάτες της «αστικής πεζογραφίας» είναι ο Γρηγόριος Ξενόπουλος που αναπαριστά στα μυθιστορήματά του το αστικό περιβάλλον της Αθήνας και της Ζακύνθου. Παράλληλα αρχίζουν να γράφονται έργα με εντονότερες κοινωνικές προοπτικές και νατουραλιστικές επιδράσεις που τοποθετούνται σε αστικά περιβάλλοντα όχι μόνο της Αθήνας αλλά και άλλων πόλεων, όπως τα έργα των Κώστα Χατζόπουλου και Κων/νου Θεοτόκη, (βλ. για παράδειγμα Πίστομα). Τη δεκαετία του 1920, ενώ οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της προηγούμενης γενιάς (Παπαδιαμάντης, Καρκαβίτσας, Θεοτόκης κ.α.) έχουν πεθάνει, εμφανίζονται κάποιοι πεζογράφοι που αργότερα έπαιξαν σημαντικό ρόλο ως εκπρόσωποι της γενιάς του '30, οι οποίοι είτε εμπνέονται από τις πρόσφατες εμπειρίες του Α' Παγκοσμίου πολέμου και της μικρασιατικής καταστροφής (Στράτης Μυριβήλης, Ηλίας Βενέζης), είτε ακολουθούν άλλους δρόμους, όπως ο Φώτης Κόντογλου με την«εξωτική» ιστορία Pedro Cazaz και ο Θράσος Καστανάκης με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα των μυθιστορημάτων του.4.3.

Η Γενιά του ’30 και η λογοτεχνία μέχρι το τέλος του εμφυλίουΤα χρόνια γύρω στο 1930 είναι τα χρόνια εμφάνισης μοντερνιστικών τάσεων στην ποίηση και την πεζογραφία, γι’ αυτό και οι συγγραφείς που πρωτοδημοσίευσαν έργα με ανανεωτική διάθεση εκείνη την περίοδο ή και λίγο νωρίτερα, εντάσσονται στην λεγόμενη «Γενιά του ’30». Το βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής ανανέωσης είναι η καθιέρωση του ελεύθερου στίχου και η εισαγωγή του υπερρεαλισμού, ενώ στην πεζογραφία καλλιεργείται ιδιαιτέρως το αστικό μυθιστόρημα και εμφανίζονται κάποιες μοντερνιστικές τάσεις όπως ο εσωτερικός μονόλογος.
4.3.1.Η ποίηση της Γενιάς του '30
Η ποιητική γενιά του ’30 συνδέεται με την πλήρη αποδέσμευση από τον παραδοσιακό στίχο. Δείγματα ελεύθερου στίχου πρωτοεμφανίστηκαν μέσα στην δεκαετία του ’20, με τα ποιήματα του Τ.Κ. Παπατσώνη, ενώ γύρω στα τέλη της δεκαετίας και στις αρχές της δεκαετίας του ’30 πύκνωσαν οι εκδόσεις ποιημάτων με ελεύθερο στίχο: το 1929 εκδόθηκαν ποιήματα του Αναστάσιου Δρίβα, το 1930 η συλλογή Στου γλυτωμού του χάζι του Θεόδορου Ντόρρου, το 1933 τα ποιήματα του Νικήτα Ράντου και το 1933 του Γιώργου Σαραντάρη. Αντίθετα ποιητές που πρωταγωνίστησαν αργότερα στην «γενιά του ’30» με ποιήματα σε ελεύθερο στίχο ξεκίνησαν με παραδοσιακό, όπως ο Γιώργος Σεφέρης στις δύο πρώτες συλλογές του, Στροφή (1931) και Στέρνα (1932) και ο Γιάννης Ρίτσος στην συλλογή Τρακτέρ (1934) και τον Επιτάφιο (1936).
Ο πιο σημαντικός σταθμός στην ποίηση της «γενιάς του ’30» είναι το έτος 1935. Εκείνη την χρονιά, που κατά σύμπτωση δημοσιεύεται και η τελευταία συλλογή του Παλαμά, ιδρύεται το περιοδικό Νέα Γράμματα, με το οποίο συνεργάζονται οι κυριότεροι εκπρόσωποι της γενιάς, εκδίδεται το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, δημοσιεύονται τα πρώτα ποιήματα του Ελύτη και εισάγεται στην Ελλάδα ο υπερρεαλισμός με την Υψικάμινο του Εμπειρίκου. Μέσα στην ίδια δεκαετία δημοσίευσαν τα πρώτα ποιήματα σε ελεύθερο στίχο ο Ρίτσος και ο Βρεττάκος και πρωτοεμφανίστηκε και ο δεύτερος σημαντικός εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού, ο Νίκος Εγγονόπουλος.
4.3.2.Η πεζογραφία της γενιάς του '30
Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, ένας από τους πρώτους εκπροσώπους της κοινωνικής πεζογραφίαςΟι πεζογράφοι που εντάσσονται στην «Γενιά του '30» είναι σύνολο συγγραφέων με συχνά διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά με κοινό στόχο την ανανέωση της πεζογραφίας. 
Οι γενικές τάσεις που επικράτησαν μπορούν να διακριθούν σε τρεις ομάδες: πεζογράφους με καταγωγή από την Μικρά Ασία,που εμφανίστηκαν ήδη από την δεκαετία του '20 και έμειναν πιο κοντά στην παράδοση, εμπνεόμενοι κυρίως από τον τόπο καταγωγής τους και οι οποίοι συχνά αποκαλούνται «Αιολική Σχολή» (Στράτης Μυριβήλης, Ηλίας Βενέζης, Φώτης Κόντογλου και Στρατής Δούκας), τους πεζογράφους που ακολούθησαν κυρίως την τάση του αστικού ρεαλιστικού μυθιστορήματος (Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Μ. Καραγάτσης κ.α.) και τέλος πεζογράφους που εισήγαγαν μοντερνιστικές τάσεις όπως η παραβίαση των ρεαλιστικών συμβάσεων και νέες αφηγηματικές τεχνικές όπως ο εσωτερικός μονόλογος. Αυτή η ομάδα συχνά ονομάζεται «Σχολή της Θεσσαλονίκης», επειδή οι κύριοι εκπρόσωποι (Στέλιος Ξεφλούδας, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης κ.α.) έζησαν και έδρασαν στην Θεσσαλονίκη.Μία αξιοσημείωτη τάση που παρατηρείται στην πεζογραφία της γενιάς του '30 μετά την δικτατορία του Μεταξά το 1936 είναι η στροφή πολλών συγγραφέων στο άμεσο ή απώτερο παρελθόν, δηλαδή σε αναμνήσεις από την παιδική τους ηλικία (για παράδειγμα ο Λεωνής του Θεοτοκά) ή ιστορικά μυθιστορήματα (όπως η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ του Τερζάκη)
Αυτή η στροφή ερμηνεύεται ως εθελοντική «λογοκρισία» των συγγραφέων απέναντι στο καθεστώς αλλά σχετίζεται και με την αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας και την αξιοποίηση της παράδοσης.
4.3.3.Η λογοτεχνία κατά την διάρκεια της Κατοχής και του εμφυλίουΟι εμπειρίες του πολέμου επέδρασαν άμεσα στην λογοτεχνία της εποχής, και κυρίως στην ποίηση: σε πολλά ποιήματα που γράφτηκαν κατά την διάρκεια της δεκετίας 1940 γίνονται αναφορές στο ιστορικό παρόν, είτε ευθέως, όπως στο Άσμα ηρωικό και πένθιμον.

Η Θυσία του Αβραάμ

 Η Θυσία του Αβραάμ: Πρόκειται για ένα θρησκευτικό δράμα, είδος πολύ δημοφιλές στην εποχή του, που οι πηγές του βρίσκονται στα βυζαντινά και τα ευρωπαϊκά «μυστήρια» του Μεσαίωνα. Τα «μυστήρια» (δραματικές αναπαραστάσεις) είναι ένα θεατρικό είδος που αναπτύχθηκε στο Μεσαίωνα και περιλαμβάνει δράματα θρησκευτικής φύσης που απορρέουν από τους θρύλους των αγίων, από την Παλαιά Διαθήκη και κυρίως από την Καινή Διαθήκη. Υπόθεση του έργου είναι το γνωστό επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης, όπως αναφέρεται στο 24ο κεφάλαιο της Γενέσεως.

Υπόθεση της Θυσίας του Αβραάμ: Ένας άγγελος εμφανίζεται στον Αβραάμ και του ανακοινώνει την επιθυμία του Θεού να θυσιάσει το μονάκριβο γιο του Ισαάκ. Η φοβερή αναγγελία συγκλονίζει τον Αβραάμ, όπως και τη Σάρρα και τον Ισαάκ που το πληροφορούνται αργότερα. Ο καθένας όμως αντιδρά με το δικό του τρόπο, ανάλογα με το χαρακτήρα του. Ο Αβραάμ δε διστάζει ούτε στιγμή να υπακούσει στο θέλημα του Θεού και να τελέσει τη θυσία. Την τελευταία όμως στιγμή ο Κύριος σώζει τον Ισαάκ έχοντας ήδη δοκιμάσει την πίστη του πατέρα του.
«Η Θυσία του Αβραάμ» («Κειμήλια προσφύγων από τη Μικρά Ασία»), 19ος αιώνας (Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών)
«Η Θυσία του Αβραάμ» («Κειμήλια προσφύγων από τη Μικρά Ασία»), 19ος αιώνας(Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών)

Το έργο παραδόθηκε ανώνυμο. Πολλοί μελετητές όμως δέχονται ότι ποιητής της Θυσίας είναι ο Κορνάρος. Το άμεσο πρότυπό του είναι το δράμα Lo Isach του Λουίτζι Γκρότο (Luigi Groto), έργο ιταλικό.
Ο ποιητής ενδιαφέρεται λιγότερο για την εξωτερική δράση και περισσότερο για την εσωτερική εξέλιξη των προσώπων. Με ιδιαίτερη ευαισθησία ψυχογραφεί τη Σάρρα, τη μάνα που αγωνίζεται να γλιτώσει το γιο της χωρίς όμως να εναντιώνεται στο θέλημα του Θεού.
Το ποιητικό κατόρθωμα του Κρητικού ποιητή είναι ότι κατάφερε να συνθέσει ένα έργο ανώτερο από τα ευρωπαϊκά πρότυπά του. Η δέση και η λύση του μύθου, οι περιπέτειες, η σκηνική οικονομία, οι ζωντανοί χαρακτήρες, ο λυρισμός και η λιτότητα του ύφους θυμίζουν κλασική τραγωδία. Το έργο είναι γραμμένο στη λαϊκή κρητική γλώσσα εμπλουτισμένη με λαϊκές παροιμίες, δίστιχα, ευχές, γνώμες και μοιρολόγια.
Η Θυσία του Αβραάμ έγινε λαϊκό ανάγνωσμα στην Κρήτη και στα Επτάνησα. Πολλοί στίχοι του έργου έγιναν λαϊκά μοιρολόγια και μαντινάδες.

Η Φυλλάδα του Γαδάρου ήτοι Γαδάρου, λύκου και αλεπούς διήγησις ωραία

Πηγη
 Η Κρήτη έμεινε κάτω από την κυριαρχία των Βενετών από το 1211 ως το 1669, όταν και αυτή υποδουλώθηκε στους Τούρκους. Στη διάρκεια της βενετοκρατίας το νησί γνώρισε οικονομική και εμπορική ανάπτυξη και παρουσίασε τα περισσότερα δείγματα λογοτεχνικής ακμής. Τους δύο πρώτους αιώνες ο ντόπιος πληθυσμός έτρεφε εχθρικά αισθήματα προς τους Βενετούς κατακτητές. Βαθμιαία όμως η επικοινωνία Βενετών και Ελλήνων έγινε στενότερη. Την περίοδο αυτή πολλά χειρόγραφα αρχαίων Ελλήνων και Βυζαντινών συγγραφέων αντιγράφονταν στο νησί που γρήγορα εξελίχτηκε σε πολιτισμικό κέντρο. Οι μορφωμένοι μιλούσαν και τις δύο γλώσσες, ενώ ανάμεσα στους ευγενείς Βενετούς, πολλοί ήταν εκείνοι που δε θυμούνταν πια την ευγενική τους καταγωγή και δε διατηρούσαν παρά το επώνυμό τους και τα λίγα φέουδα που τους απέμειναν.
 Η άνθηση της λογοτεχνίας στην Κρήτη και η θαυμαστή κορύφωση στην οποία έφτασε οφείλεται στην επιρροή της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης, η οποία συνετέλεσε στη δημιουργία της «Κρητικής Αναγέννησης». Ο Λίνος Πολίτης ονομάζει την περίοδο αυτή «χρυσή περίοδο στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας».
Από τα λογοτεχνικά έργα της εποχής ξεχωρίζει ο Απόκοπος του Μπεργαδή, ποίημα που γνώρισε μεγάλη εκδοτική επιτυχία και ήταν το πρώτο ελληνικό έργο που τυπώθηκε στη Βενετία (1519). Ο τίτλος του Απόκοπος (= αποκαμωμένος) οφείλεται στον πρώτο του στίχο («Μιαν από κόπου νύσταξα» = κάποτε από κούραση νύσταξα) και το θέμα του είναι μια ονειρική κατάβαση του ποιητή-αφηγητή στον κάτω κόσμο, όπου ακούει δύο νέους να του μιλούν από μέρους των νεκρών. Αντί όμως για σκοτάδι ο αφηγητής μιλά με παραστατικές περιγραφές για το φως και την άνοιξη. Για τον ποιητή δεν υπάρχουν πληροφορίες, μόνο το επίθετό του μας είναι γνωστό. Το ποίημα αγαπήθηκε πολύ και μερικοί στίχοι του τραγουδιούνταν στην Κρήτη ως μοιρολόγια.
Είκοσι χρόνια μετά τον Απόκοπο (1539) τυπώθηκε στη Βενετία ένα άλλο έργο που είχε και αυτό μεγάλη διάδοση. Πρόκειται για το Γαδάρουλύκου και αλουπούς διήγησις χαρίεις (= ωραία), ή, όπως την έλεγε ο λαός, «Η Φυλλάδα του Γαϊδάρου». Το έργο ανάγεται στο πολύ αγαπητό είδος των διηγήσεων για τα ζώα και είχε πρότυπο του, όπως είδαμε, το Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου. Ο ποιητής διασκεύασε το πρότυπό του σε ομοιοκατάληκτους στίχους που ήταν η μόδα της εποχής.
Τα έργα αυτά ανήκουν στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Στο δεύτερο μισό στην Κρήτη κορυφώνεται η λογοτεχνική ακμή που θα διαρκέσει ως το 1669, χρονιά που το νησί θα περάσει στην τουρκική κατάκτηση.

Αλεξίου Λ.

Εκδίδεται κριτικά η Φυλλάδα του Γαδάρου ήτοι Γαδάρου, λύκου και αλεπούς διήγησις ωραία. Στην εισαγωγή που προτάσσεται του κειμένου, ο εκδότης πραγματεύεται μία σειρά θεμάτων, όπως η ελληνική εκδοτική παραγωγή της Βενετίας στις αρχές του 20ου  αιώνα, η φιλολογία με τα ζώα στον αρχαίο ελληνικό, το ρωμαϊκό και το μεσαιωνικό κόσμο, ο κύκλος των δυτικοευρωπαϊκών παραμυθιών που έχουν πρωταγωνίστρια την αλεπού, οι κοινωνικές τάξεις που αντιπροσωπεύουν τα τρία ζώα του ποιήματος, οι πηγές του, η κειμενική του παράδοση, η ένταξή του στην κρητική γραμματεία της Αναγέννησης, ο τιμητικός τίτλος "Νίκος" που αποδίδεται στον γάιδαρο, η σχέση της Φυλλάδας με το Συναξάριον του Τιμημένου Γαδάρου και η γλωσσική μορφή της. Η έκδοση συνοδεύεται από κριτικά κι ερμηνευτικά σχόλια και γλωσσάρι.


Η ΦΥΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΓΑΔΑΡΟΥ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ


Λοιπὸν ὁ λύκος ἤρξατο τοῦ ἐξομολογεῖσθαι,
λέγει· «ἐγὼ καὶ πρόβατα, βόδια καὶ μοσχάρια,
ἐλάφους καὶ γουρούνια καὶ πάντα ὅσα εὕρω
σκοτώνω τα καὶ τρώγω τα καὶ τ' ἄλλα πάλε κρύβω
εἰς τὸ βουνίν, εἰς τὸ κλαδίν, αὔριον πάλε νά 'χω.
Πλὴν ἀνεβαίνω εἰς τὸ βουνὶν ὅποῦ 'ναι τὸ τσημάδι,
καὶ κυλιοῦμαι παρευθὺς καὶ ἐξομολογοῦμαι,
καὶ γίνομαι καλόγερος, τὴν ράχην μου μαυρίζω,
γίνομαι μεγαλόσχημος, ἡγούμενον ὁμοιάζω.
Καὶ μεταγνώθω τὸ κακόν, τὸ πολεμῶ εἰς τὸν κόσμον,
ἄλλον οὐδὲν ἐπίσταμαι ἁμάρτημα νὰ ποίσω.»
Ἀκούσας δὲ ἡ ἀλουποὺ τὴν ἀρετὴν τοσαύτην
ἐθαύμασεν, ἐπαίνεσεν, καὶ ἐσυγχώρησέ τον
καὶ ἐδικαίωσεν αὐτὸν πρὸς τὴν ἐπίγνωσίν του.
Συναξάριον τοῦ τιμημένου γαϊδάρου, στ. 125-138



ΕΦΗΜΕΡΙΣ "ΡΩΜΗΟΣ" ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΥΡΗ


το οποίο αποδίδεται στον Γεώργιο Σουρή (1853-1919) και είναι πιο επίκαιρο από ποτέ…
Ωστόσο, το να διαπιστώνεις ότι τα πράγματα έχουν παραμείνει ίδια παρά το γεγονός της παρέλευσης διαστήματος μεγαλύτερο του ενός αιώνα, είναι πραγματικά σοκαριστικό.
Μήπως έχει έρθει η ώρα να προσπαθήσουμε όλοι να αλλάξουμε νοοτροπία, αφού το μόνο σίγουρο είναι ότι στους Έλληνες και τον Ελληνισμό δεν αξίζει να περιγράφονται με αυτό τον τρόπο; Ο καθένας ας κάνει την αυτοκριτική του και την προσωπική του προσπάθεια…
Ακολουθεί το απίστευτο ποίημα:
Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει
στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαριέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.

Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου



Λαϊκές αφηγήσεις

Εκτός από τα ιπποτικά-ερωτικά μυθιστορήματα έχουμε την εποχή αυτή και διάφορες διηγήσεις. Μια από αυτές είναι και η Διήγησις Αλεξάνδρου του Μακεδόνος έμμετρη διασκευή του 1388, σε αρχαία γλώσσα, του ελληνιστικού μυθιστορήματος του Ψευδο-Καλλισθένη. Της έμμετρης αυτής διασκευής έχουμε μια παραλλαγή στη δημοτική (1529) και μια πεζή διασκευή την ίδια περίπου εποχή. Η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου είναι η τελευταία πεζή διασκευή, δημοτικότερη στο ύφος και τη γλώσσα, που κυκλοφορούσε σε φτηνές λαϊκές εκδόσεις από το 1680 περίπου ως τις μέρες μας και έγινε εξαιρετικά αγαπητό λαϊκό ανάγνωσμα. Περιέχει τις πιο περίεργες και θαυμαστές διηγήσεις γύρω από τη μορφή του Μακεδόνα βασιλιά που τα κατορθώματά του πέρασαν στη σφαίρα της λαϊκής μυθολογίας.
«Ο Αλέξανδρος του μύθου αυτού», γράφει ο Α. Α. Πάλλης, «δε μοιάζει πια παρά πολύ αμυδρά με τον Αλέξανδρο της ιστορίας. Τα πραγματικά περιστατικά της ζωής του πνίγονται μέσα σε πυκνό και φοβερό ρουμάνι φανταστικών άθλων και περιπετειών. Ο στρατηλάτης Αλέξανδρος μεταβάλλεται σ' ένα μυθολογικό ήρωα που συνενώνει τα χαρακτηριστικά πολλών μυθικών προσώπων παλαιότερων και νεοτέρων εποχών».
Περί των τόπων του σκότους
Μισεύοντας δε από το νησί των Μακάρων επερπατούσαν ημέρες δέκα. Και ηύραν έναν κάμπον πλατύν και μέγαν και εις την μέσην του ήτον ένα χάος βαθύ και πλατύ, οπού εκρατούσεν από μίαν άκραν έως την άλλην, και δεν ημπορούσαν να απεράσουν. Και επρόσταξεν ο Αλέξανδρος και έκαμεν ένα γεφύρι πολλά μεγάλον και εδιάβηκεν με ταφουσάτα του, εις την μέσην δε του γεφυριού έγραψεν τα παρόντα γράμματα: «Διά προσταγής Αλεξάνδρου του βασιλέως εκτίσθη το παρόν, και εδιάβη με τα φουσάτα του,όντας εξήλθεν εκ της γης των Μακάρων».



 Ύστερον δε από εκεί επεριπατούσαν ημέρες τέσσαρες και ήλθαν εις την σκοτεινήν γην. Και εκεί όρισεν ο Αλέξανδρος και ήφεραν φοράδες οπού είχαν πουλάρια μικρά. Και άφηκαν τα πουλάρια έξω και εσέβησαν εις το σκότος και επεριπάτησαν έως είκοσι τέσσαρες ώρες. Και εκεί εδιαλάλησαν εις όλον το φουσάτον ότι πας εις να πεζεύσει να πάρει από το χώμα της γης εκείνης. Και όσοι επήραν όταν εξέβησαν έξω, είδαν το χώμα και ήτον όλον χρυσάφι. Και επικράνθηκαν πως δεν επήραν περισσόν. Και απ' αυτού επεριπάτησεν ημέρας τεσσάρας. Και εσυναπάντησεν ο Αλέξανδρος δύο πουλία ανθρωποπρόσωπα, κατά πολλά εύμορφα, τα οποία του εμίλησαν με ανθρωπίνην φωνήν και είπαν: Αλέξανδρε, διατί πειράζεις τον Θεόν; Και θέλει σε οργισθεί εις τον έρημον τόπον να χαθείς και εσύ και το φουσάτον σου όλον. Μόνον κάμε ετούτο οπού σου λέγομεν και γύρισε οπίσω δεξιά και σύρε πάλιν να ακολουθήσεις τους συνηθισμένους σου πολέμους, ότι καρτερεί σε και ο βασιλεύς της Ινδίας να πολεμήσετε. Και εγύρισε δεξιά ο Αλέξανδρος και επεριπάτησεν ημέρας οκτώ. Και φθάνοντας εις μίαν λίμνην ετέντωσε να αναπαυθεί. Και οι μάγειροι άρχισαν διά να μαγειρεύσουν και επήραν και έβαλαν στεγνά οψάρια πολλά εις την λίμνην και άφηκάν τα ολίγον να βραχούν και αυτά ανέζησαν και έφυγαν εις την λίμνην.
Και ως ήκουσεν ο Αλέξανδρος πως ανέζησαν τα οψάρια, εθαύμασε και εξεπλάγη. Και όρισε και εκολύμβησαν όλα τα φουσάτα του με τα άλογα τους μέσα εις την λίμνην και εδυναμώθησαν από τον κόπον τον πολύν. Και απ' αυτού επεριπάτησεν ημέρας δύο και ήλθεν εις άλλην λίμνην, οπού είχε το νερόν γλυκύ ωσάν ζάχαρη. Και εσέβη ο Αλέξανδρος να κολυμβήσει και ήλθεν επάνω του ένα οψάρι μέγα. Και αυτός έφυγεν έξω και το οψάριον κυνηγώντας τον εξέβη έξω. Και αυτός το εκαβαλίκευσε και εσκότωσέ το. Και είπε και έσχισάν το και ευρήκεν μέσα του ένα λιθάρι πολύτιμον· και ήτον ωσάν χηνάριον αυγόκαι έλαμπεν ώσπερ τον ήλιον. Και όρισε και έβαλάν το εις το φλάμπουρόν του και εβαστούσαν το εις τον Αλέξανδρον ομπροστά ωσάν φανάρι. Και απ' εκεί ήλθαν εις άλλην λίμνην και έπεσαν να αναπαυθούν. Και όταν εβραδίασεν εξέβησαν από εκείνην την λίμνην γυναίκες και έλεγαν τραγούδια πολλά εύμορφα, εις τόσον οπού ο νους του ανθρώπου επαίρνετο. Και ως ομοιάζει, εκείνες ήτον οι αναράιδες, οπού λέγουν την σήμερον. Και απ' αυτού επεριπάτησαν ημέρας εξ και ήλθον εις έναν τόπον οπού ήτον λόγκος μέγας. Και εκεί εξέβησαν αλογάνθρωποι πολλοί κατεπάνω του φουσάτου, οι οποίοι από την μέσην και απάνω ήτον άνθρωποι, από δε την μέσην και κάτω ήτον άλογα. Και ήτον όλοι τοξότες και το ξιφάρι της σαΐτας ήτον από λίθον αδαμάντινον. Και σίδερον δεν είχαν παντελώς και ήτον πολλά ογλήγοροι ωσάν πετούμενα. Και ως τους είδεν ο Αλέξανδρος, είπε των Μακεδόνων: Ας κάμομεν μίαν πονηρίαν, να πιάσομεν απ' αυτούς να τους πάρομεν εις την Μακεδονίαν δια θαύμα. Και επρόσταξε να κάμουν λάκκους, να τους σκεπάσουν με καλάμι χοντρό. Και απέστειλεν ανθρώπους να τους παρακινήσουν εις πόλεμον, και αυτοί μην ηξεύροντες την πονηρίαν των ανθρώπων έπεσαν εις τους λάκκους. Και εσκότωσαν δώδεκα χιλιάδες και επήραν και ζωντανούς και τους ημέρωσαν άλλες έξι χιλιάδες. Και ηθέλησαν να τους εβγάλουν εις τον κόσμον. Και τόσον ήτον ογλήγοροι, ότι δεν τους εγλίτωνε τίποτας. Και όπου και αν ετόξευαν, δεν αστοχούσαν. Και τους έδωκεν ολωνών άρματα ο Αλέξανδρος και τους ετοίμαζεν, διά να τους έχει βοηθούς εις τους ερχόμενους πολέμους. Οπόταν δε εξέβησαν εις τον κόσμον, κατά τύχην εφύσησεν άνεμος κρύος και απόθαναν όλοι. Μετά δε εξήντα ημέρας ήλθαν εις την Ηλιούπολιν και εσέβηκαν εις ένα ναόν και επροσκύνησαν εις τον οποίον ευρήκεν ο Αλέξανδρος γράμματα οπού έδειχναν τον θάνατον του και ελυπήθη πολλά. Και απ' αυτού εσηκώθησαν και επεριπάτησαν ημέρας δέκα. Και ηύραν ανθρώπους μονοπόδαρους και είχαν ουράν ωσάν πρόβατα. Και επίασαν πολλούς απ' αυτούς και ήφεράν τους εις τον Αλέξανδρον. Και ο Αλέξανδρος τους ερώτησε λέγων: Πώς είστε αυτού; Και αυτοί του είπαν: Αλέξανδρε βασιλεύ, ελεημονήσουκαι άφες μας, ότι διά αδυναμίαν μας ήλθαμεν εδώ και εκρύφθημεν. Και ακούοντας ταύτα τα λόγια ο Αλέξανδρος τους άφησε διά να πηγαίνουν. Και επηδούσαν από λιθάρι εις λιθάρι και άρχισαν να περιγελούν τον Αλέξανδρον και έλεγαν: Ο Αλέξανδρος όλον τον κόσμον επήρε τον με την φρονιμάδα του και ημείς τον εγελάσαμεν και μας άφηκεν, οπού το κρέας μας είναι νοστιμότερον από όλα τα πετούμενα και τετράποδα και το κουφάρι μας γέμει πολύτιμα λιθαρόπουλα και χοντρό μαργαριτάρι και το πετζί μας σίδερον δεν το απερνά. Και ως ήκουσεν ο Αλέξανδρος, εγέλασεν και είπε: Ο άνθρωπος από την γλώσσαν του χάνει το κεφάλι του. Και ευθύς όρισε και αρματώθηκαν διακόσιες χιλιάδες καβαλαραίοι με λαγωνικά και πάρδους και ζαγάρια. Και ετριγύρισαν όλον το βουνί και απόλυσαν τα ζαγάρια και τους πάρδους και τα λαγωνικά και επίασάν τους και τους ήφεραν όλους εις τον Αλέξανδρον. Και όρισε και έσφαξαν τους. Και τους έγδαραν και εστέγνωσαν τα πετζία τους και ευρήκαν εις το σκάφος τους πλούτον αναρίθμητον από πολύτιμα λιθαρόπουλα και μαργαριτάρι. Και όρισε τους Πέρσας και έφαγαν το κρέας τους. Και έλεγαν ότι να ήτον νοστιμότερον από όλα τα πετεινά και τετράποδα. Και απ' αυτού επεριπάτησεν ημέρας εξ και ήλθεν εις το σύνορον της Ινδίας και εξέβη εις τον κόσμον. Είχε δε μήνας εξ αφού είδεν τα γράμματα εις την Ηλιούπολιν οπού έδειχναν διά τον θάνατον του, και πάντοτε ήτον λυπημένος. Και εκεί εθυμήθη τους μονοποδάρους και εγέλασε. Και είδαν οι Μακεδόνες και εχάρησαν και εγέλασαν και αυτοί. Και την πίκραν οπού είχεν ο Αλέξανδρος δεν την ήξευραν. 'Εμαθεν δε ο Πώρος, ο βασιλεύς της Ινδίας, ότι ήλθεν ο Αλέξανδρος εις το σύνορόν του και του έγραψεν επιστολήν.

φουσάτο: στράτευμα.
όντας: όταν.
πας εις: καθένας.
θέλει σε οργισθεί: θα οργιστεί μαζί σου.
τεντώνω: κατασκηνώνω (για στράτευμα).
χηνάριο αυγό: αυγό χήνας.
ξιφάρι της σαΐτας: η αιχμή του βέλους.
ελεημονήσου μας: λυπήσου μας.
ζαγάρι: κυνηγετικό σκυλί.
πάρδος: λεοπάρδαλη.
σκάφος: κουφάρι.

Το αγαπημένο μυθιστόρημα του Γκαίτε!

Δαφνις και Χλοη , c.1870. Raphael Collin

ΔΑΦΝΗΣ ΚΑΙ ΧΛΟΗ
ΛΟΓΓΟΥ
ΔΑΦΝΗΣ ΚΑΙ ΧΛΟΗ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΑ
ΗΛΙΑ Π. ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΗ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ "ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ"
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1921
Όταν ο ξεπεσμός των αρχαίων Ελληνικών γραμμάτων σ' όλα τα είδη του
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Όταν ο ξεπεσμός των αρχαίων Ελληνικών γραμμάτων σ' όλα τα είδη του λόγου, στην ποίηση, στο δράμα και στην πεζογραφία, είχε προχωρήσει τόσο, που κάθε προσπάθεια για τη δημιουργία έργων σαν τα αρχαιότερα έδειχνε περισσότερο τις αδυναμίες των μιμητών, οι σοφιστές στοχαστήκανε να μορφώσουνε καινούργιο είδος λόγου: να διατυπώνουνε δηλαδή ποιητικά νοήματα σε πεζογραφήματα. Και για να εφαρμόσουν το στοχασμό τους αυτόν έπλασαν το μυθιστόρημα ή, όπως έλεγαν τότε την τέτοια πεζογραφία, τους «ερωτικούς λόγους», όπου τα πλάσματα της φαντασίας μπορούσανε να πάρουνε την κάπως ποιητική μορφή του λόγου χωρίς να μένουνε προσηλωμένα στους κανόνες της ποιητικής τέχνης κι ακόμη και στην ιστορική αλήθεια ή και στην παράδοση. Τέτοια, απάνω-κάτω, είναι η γραμματολογική εξήγηση του πώς γεννήθηκε το μυθιστόρημα. Ένα από τα πρώτα-πρώτα δημιουργήματα του καινούργιου αυτού είδους του λόγου είναι και το μυθιστόρημα του Λόγγου «Δάφνης και Χλόη».
Για την εποχή που εγράφηκε το έργο τούτο και για το συγγραφέα του
Αλκίφρονα η εποχή είναι κάπως δυσκολοπροσδιόριστη, επειδή και γι' φιλόλογοι νομίζουν, ότι ο Λόγγος δε μπορεί να έζησε ύστερ' από το Β' αιώνα μ. Χ. στηρίζοντας τη γνώμη τους τούτη πιο πολύ στο ότι τον εμιμήθηκεν ο Αλκίφρονας στις «Επιστολές» του· μα και του
της γνώμης του το ότι ο Αλκίφρονας εμιμήθηκε το Λουκιανό και τον αυτόνε δεν υπάρχει τίποτα θετικό, που να βεβαιώνη τον καιρόν, όπου έζησε κ' έγραψε, δηλαδή το χρονικό διάστημα ανάμεσα στα 170 και 229 μ. Χ. όπως θέλει π. χ. ο Herman Reich, φέρνοντας γι' απόδειξη Λέσβο· γνώμη ίσως όχι παράλογη κι αδικαιολόγητη. Αλκίφρονα ο Αιλιανός. Πιο θετικά μπορεί να προσδιοριστή η πατρίδα του Λόγγου. Επειδή στο μυθιστόρημά του περιγράφονται ζωηρά και πιστά τοποθεσίες και συνήθειες της Λέσβος και ξεχωριστά της
Μιτυλήνης, πολλοί φιλόλογοι υποστηρίζουν, ότι ο Λόγγος ήταν από τη
σαν αληθινό γέννημα της μούσας του Θεόκριτου. Όλοι οι κριτικοί της Ένα όμως είναι θετικό και βέβαιο: Ότι το μυθιστόρημα «Δάφνης και Χλόη» είναι το καλλίτερο κι ομορφότερο από όσα εγράφηκαν πριν κ' ύστερα απ' αυτό και ότι φαίνεται σαν την πιο ευτυχισμένη εξακολούθηση της βουκολικής ποίησης — αν και σε πεζό λόγο — και αρχαίας φιλολογίας παινεύουν τη αφηγηματική χάρη, τη ζωηρότητα της
μεριά τούτη το μυθιστόρημα του Λόγγου να συγκριθή αζημίωτα με τον περιγραφής, τις ζωντανές εικόνες των τόπων και των προσώπων, τη δροσιά και την απλότητα του ύφους, τη σύντομη φρασεολογία — σαν το πιο όμορφο δείγμα εκείνου, που οι αρχαίοι το έλεγαν «αφελής λέξις» και που ταιριάζει τόσο στα τέτοιου είδους έργα. Μπορεί από τη περίφημο «Ευβοϊκό ή Κυνηγό» του Δίωνα του Χρυσόστομου, αφού του Λόγγου, ότι κι 
αυτό έχει καθέκαστα και περιγραφές μάλιστα έχει και το προτέρημα να μην είναι γεμάτο ουτοπία, όπως είναι το τελευταίο τούτο έργο κι άλλα όμοια του.
Το μυθιστόρημα στην εποχή του Λόγγου το εχαρακτήριζε ο πολύς νεοπλατωνισμός. Μα ο συγγραφέας του «Δάφνη και της Χλόης» μπόρεσε να τον ξεφύγη και να δώση στο έργο του καθαρά βουκολική μορφή, ενώ το εγέμιζε και με λεπτή ερωτική πνοή. Κατηγορήθηκε το μυθιστόρημα
και φυσικότητα, είναι χαριτωμένες ζωγραφιές αγροτικής ζωής και μας ξαδιάντροπες, όπως είναι το επεισόδιο της Λυκαίνιο και το άλλο του Γνάθωνα. Μα όταν θυμηθούμε ποιες ξαδιαντροπιές κλειούνε τα μυθιστορήματα της εποχής εκείνης — εξόν από το «Χαιρέα και Καλλιρρόη» του Χαρίτωνα του Αφροδισιέα — βλέπουμε πόσο μετρημένος εστάθηκε ο Λόγγος στο σημείο τούτο. Οι σκηνές, που ξετυλίγονται σε κάθε κεφάλαιο και παρουσιάζονται με την πιο καλλιτεχνική αφέλεια όλη τη γητεία του μύθου: Ο Δάφνης κ' η Χλόη, παιδιά παραρριγμένα δείχνουν καθαρά πόσο βασιλεύει σ' αυτές το αίσθημα της ομορφιάς και της αλήθειας μαζί. Δεν πλέκονται στο έργο τούτο περιστατικά βγαλμένα από ζωή πολυτάραχη, όπως γίνεται στο νεώτερο μυθιστόρημα. Η υπόθεση είναι απλή, ήρεμη στο μεγαλείτερο μέρος της και δίχως πολύμορφες και πολυσύνθετες σκηνογραφίες. Είναι κάποιο παραμύθι, σαν εκείνα που τ' ακούμε μ' όλη της παρθενιάς τους τη χάρη και μ'
Η ιστορία του Δάφνη και της Χλόης έχει μερικά επεισόδια, που δεν πό τους γονέους τους, είχαν την τύχη να περιμαζευτούν από καλούς κι απλοϊκούς ανθρώπους, που ζούσανε στην εξοχή· τα παιδιά αυτά μεγαλώσανε μαζί, έβοσκαν όλη τη μέρα μαζί, εγνώρισαν ο ένας τον άλλο πολύ και φυσικά αγαπήθηκαν τόσο, που η ζωή του ενός ήτανε ζωή του άλλου. Για τούτο και βασιλεύει τόσο μέσα σ' όλο το μυθιστόρημα
ο έρωτας, ο ανίκητος και βασανιστής, μα και δημιουργός, και τίποτε άλλο.
Δάφνη και στη Χλόη, βρίσκουμε και την αμίμητη εκείνη σκηνή, όπου η τα σηκώνει η σημερινή αίσθησή μας· μα αυτά είναι το παραγέμισμα για να φανερωθή πιο πολύ και πιο έντονα η δύναμη του έρωτα των δυο παιδιών· είναι τα χαριτωμένα κινήματα της φαντασίας του συγγραφέα για να δείξη την αντίθεση της αθωότητας και της πονηριάς. Ο Λόγγος
ζωγραφίζει πιστά τη φύση και τη ζωή· για τούτο δίπλα στη θαυμάσια κάθε τόσο περιγραφή της φύσης, που άνθιζε και γελούσε γύρω στο Λυκαίνιο πρωτομαθαίνει το Δάφνη να νοιώση, ότι είναι άντρας. Η
ο Λόγγος στο νου μας καιρό για να στοχαστή το ξαδιάντροπο, όσο σκηνή τούτη μας λέει κάτι περισσότερο από ό,τι γίνεται αφορμή να διαμαρτυρηθή η νεώτερη σεμνοτυφία· δεν πρέπει να βλέπουμε στο επεισόδιο αυτό μόνο τη σαρκική όρεξη της Λυκαίνιο· περισσότερο πρέπει να ιδούμε με πόση τέχνη θέλησε ο Λόγγος να μπάση τον ήρωά του στα γνωρίσματα της ζωής για να δώση κατόπι ο ίδιος τον ιδεαλισμό στον έρωτά του. Η γυμνή αυτή σκηνή μας προετοιμάζει ν' αντικρύσουμε τον ανώτερο βαθμό της ηθικής ομορφιάς. Μα μήτε αφίνει προχωρούμε στα καθέκαστα του περιστατικού, που έκαμε τον αθώο σε περιγραφές σαν αυτές που μας παρουσιάζουν τα καμώματα του Δάφνη να μάθη τα έργα του έρωτα, επειδή ακολουθούν οι δισταγμοί του, που υψώνουν τον έρωτά του σε ανώτερο κόσμο. Μπορούμε να ειπούμε, ότι και η σκηνή αυτή έχει το μυστήριο της αρχαίας Ελληνικής τέχνης, που μας αναγκάζει να θαυμάζουμε σε κάθε γυμνό την ομορφιά μονάχα, δίχως να προφταίνη ο νους μας να στοχαστή και το ταπεινό. Το επεισόδιο του Γνάθωνα είναι βέβαια πιο ξαδιάντροπο και μας σκανδαλίζει σήμερα με την αισχρότητά του. Οι αποκρυσταλλωμένες ιδέες μας για κάποιες συνήθειες των αρχαίων εξαγριώνονται εμπρός ομορφιά. Με το αναστάτωμα, που φέρνουνε στο Δάφνη και στον Εύδρομο Γνάθωνα. Μα για το επεισόδιο τούτο χωράει κάποια δικαιολογημένη εξήγηση: Ο Λόγγος ζωγραφίζει πιστά τη ζωή του τόπου του και ίσως και την εποχή του. Ο Γνάθωνας είναι τύπος, που αντιπροσωπεύει ωρισμένη τάξη ανθρώπων του αρχαίου κόσμου και ωρισμένη ελληνική συνήθεια, και μαζί και την προστυχεμένη αντίληψη για το θαυμασμό προς την ομορφιά. Όπως περιγράφει ο Λόγγος το Γνάθωνα και όπως τον κάνει να μιλή, μας δείχνει το συχαμερό τύπο του ακόλαστου άνθρωπου και σοφιστή, που εστρέβλωσε και την πλατωνική ιδέα για την και στην οικογένεια του Λάμωνα τα καμώματα και οι πιθυμιές του
Το μυθιστόρημα του Λόγγου διαβαζότανε πολύ στα κατοπινά χρόνια και Γνάθωνα, μας φανερώνεται καθαρά και του Λόγγου η αποδοκιμασία στις τέτοιες συνήθειες και στους τέτοιους ανθρώπους. Από τα καθέκαστα, που έρχονται κατόπι για να γεννήσουνε στην ψυχή του ακόλαστου Γνάθωνα το φόβο για ό,τι έκαμε, βγαίνει το νόημα — χωρίς να υπάρχη ανάγκη κι από λόγια για να δειχτή — ότι ο συγγραφέας φανερώνει την
αποστροφή του σε κάτι τέτοιες ακολασίες των συγκαιρινών του. Το επεισόδιο έχει φυσικά το ηθικό συμπέρασμά του. Με όλα αυτά θέλω να ειπώ, ότι στο έργο του Λόγγου δεν υπάρχει καμιά — οποιαδήποτε — ασχήμια. *** μάλιστα στην εποχή της «Αναγέννησης.» Και δε θάτανε ίσως
του πρώτου βιβλίου, που το εζημίωνε αρκετά. Όμως ο Γάλλος σοφός παράτολμο, αν έλεγε κανείς, ότι τούτο εστάθηκε το κυριώτερο αχνάρια γραφούν απάνω του τα τόσα και τόσα βουκολικά και ειδυλλιακά μυθιστορήματα, που εφάνηκαν ύστερ' από τα 1500 μ. Χ. στην Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία και που το τελειότερό τους είναι η περίφημη «Αστραία» του Ονώριου ντ' Ουρφέ, ως που παρουσιάστηκε στο τέλος του ΙΗ' αιώνα το έργο του Bernardin de Saint-Pierre «Παύλος και Βιργινία» για να σκεπάση όλα τ' άλλα.
«Ο Δάφνης και η Χλόη» είχε μεταφραστή στις περισσότερες Ευρωπαϊκές γλώσσες, ύστερα μάλιστα από τη Γαλλική μετάφραση του Αμυό. Μα το αρχαίο κείμενο δεν ήταν ολάκαιρο· έλειπε κάποιο μέρος από την αρχή
«Κυρία, μαζί με το γραμματάκι μου τούτο θα λάβετε κ' ένα φυλλάδιο, και ελληνιστής Paul-Louis Courier είχε την ευτυχία στα 1808, όταν ήτανε στη Φλωρεντία, ν' ανακαλύψη κάποιο χειρόγραφο του μυθιστορήματος του Λόγγου του ΙΓ' αιώνα, όπου βρισκότανε και το μέρος που έλειπε. Κ' έτσι το κείμενο τόχουμε πια σωστό. Στα διάφορα γράμματα, που έστελνε ο Courier (1) σε φίλους του πότε για να τους ειπή για την ανακάλυψι των σελίδων που έλειπαν ως τότε από το Λόγγο και πότε για το τύπωμα των σελίδων τούτων κι όλου του έργου, υπάρχουνε μερικές γνώμες του για το μυθιστόρημα, που είναι σαν χαρακτηρισμοί του. Στην πριγκηπέσσα π. χ. de Salm-Dyck (2) έγραφε από τη Φλωρεντία στις 3 του Μάρτη 1808: όπου υπάρχουνε μερικές σελίδες δικής μου κατασκευής· δηλαδή Clavier (4): «Διαβάστε κυρία, το «Δάφνη και τη Χλόη»· είναι το κατασκευής μεταφραστή. Είναι ένα μυθιστόρημα όχι καινούργιο· απεναντίας μάλιστα πολύ παλαιό και σεβάσμιο. Εξέθαψα κατά τύχη κάποιο κομμάτι του, που είχε χαθή: το μετάφρασα και με την ευκαιρία τούτη εδιόρθωσα και την παλιά μετάφραση, που, καθώς θα ιδήτε, Μέσα στο παλιό της ύφος έχει ακόμη χάρες νέες (3) Εάν σας διασκεδάζη, να μη διστάξετε καθόλου, εξαιτίας μερικών σημείων λίγο απλοϊκών, να εξακολουθήστε το διάβασμα. Ο Αμυό, ο επίσκοπος και ένας από τους πατέρες της Σύνοδος του Τριδέντου είναι ο αληθινός εργάτης της μετάφρασης αυτής, που εγώ την απόσωσα μόνο· δε θα κάμετε αμαρτία, αν διαβάσετε ό,τι έγραψεν εκείνος». Από τη Φλωρεντία πάλι τις 13 του Μάρτη 1808 έγραφε στην κυρία Τριδέντου· ό,τι έγραψε είναι άρθρο πίστης. Τώρα κάμετε τρόπο να καλλίτερο βουκολικό, που έγραψε ποτέ ένας επίσκοπος. Ο άρχοντας Ιάκωβος (5) το μετάφρασε, όσο μπορούσε καλλίτερα, για τους πιστούς της επισκοπής του· μα ο καλός άνθρωπος έκαμε στην εργασία του τούτη αλλόκοτες απροσεξίες, που εγώ τις αποδίδω στο θέμα και σε μερικά καθέκαστα σπάνιας αφέλειας. Εμένα, καθώς ξέρετε, με κατηγορούν, ότι προσέχω πιο πολύ στις λέξες παρά στα πράγματα· μα σας βεβαιόνω, ότι ζητώντας λέξες για τους δυο μικρούς αυτούς αχρείους, εστοχαζόμουνα συχνά τα πράγματα. Συχωρέστε μου την & αστειότητα& τούτη, όπως έλεγε η Κα Σεβινιέ, και να μην έχετε ποτέ αμφιβολία για το βαθύ σεβασμό μου. Έχω όμως κάτι περισσότερο να σας ειπώ: Ο Αμυό ήταν ένας από τους πατέρες της Σύνοδος του κάμουν κάποια όμορφη έκδοση για τις μαθήτριες της κυρίας Campan». διαβάστε το Λόγγο του. Αλήθεια, δεν υπάρχει καθόλου καλλίτερο διάβασμα: είναι βιβλίο για να το βάλετε στα χέρια των δεσποινίδων θυγατέρων σας αμέσως ύστερα από την κατήχησή τους». Με το ίδιο νόημα έγραφε και στην κυρία Pigalle τις 30 του Γενάρη 1811 από τη Ρώμη: «Έπρεπε να διαβάστε το «Δάφνη και Χλόη» όταν ήσαστε δέκα πέντε χρονών. Τι δε θα μαθαίνατε τότε! Αν έσμιγαν τα φώτα μου με τη φυσική σας εξυπνάδα θα είχε, θαρρώ, το βιβλίο τούτο λίγα μέρη σκοτεινά για σας· μα ύστερ' από πέντε παιδιά, που εκάματε, τι μπορεί να σας μάθη παρόμοιο έργο; έτσι, το αντίτυπο, που σας στέλνω, είναι για τη διδαχή των κοριτσιών σας. Αλήθεια· δεν υπάρχει καλλίτερο βιβλίο για τις νέες, που δε θέλουνε, να είναι — όταν παντρευτούνε — μεγάλες ανίδεες· και περιμένω να
— Το μέτρο, που κλείνει μέσα του ολάκαιρο το έργο, μου φάνηκε
Την πραγματική όμως ιδέα της αξίας του έργου μας τη δίνει ο Γκαίτε. Στο βιβλίο του Έκερμαν «Συνομιλίες του Έκερμαν με το Γκαίτε» βρίσκουμε την πολύτιμη κρίση του ποιητή του Φάουστ. Την αντιγράφω εδώ: «20 του Μάρτη 1831. Ο Γκαίτε επάνω στο δείπνο μου είπε, πως τις ημέρες αυτές εδιάβασε το βιβλίο «Δάφνης και Χλόη.» — Είναι τόσο όμορφο το ποίημα, είπε, ώστε στους άθλιους καιρούς όπου ζούμε δε μας είναι βολετό να κρατήσουμε την εσωτερική εντύπωση, που μας δίνει· και κάθε φορά, που το ξαναδιαβάζει κανείς, δοκιμάζει και καινούργιο πάντα σάστιμα. Είναι γεμάτο από καθαρότατο φως· θαρρεί κανένας πως ολούθε βλέπει εικόνες του Ερκουλάνου και οι εικόνες αυτές βοηθούνε τη φαντασία μας όταν το διαβάζουμε. θαυμάσιο, είπα· δύσκολα μπορεί κανείς να βρη υπαινιγμό για
γραμμές και με τόση ακρίβεια, ώστε πίσω από τα πρόσωπα βλέπουμε πράγματα έξω από το θέμα, που θα μας έσπρωχναν έξω από τον ευτυχισμένο κύκλο. Οι μόνες θεότητες που ενεργούν είναι ο Πάνας και οι Νύμφες· δεν κάνει λόγο γι' άλλες και βλέπουμε, αλήθεια, ότι οι θεότητες αυτές είναι αρκετές για τις ανάγκες των βοσκών.
— Κι όμως, είπε ο Γκαίτε, μέσα στο αυστηρό αυτό μέτρο ξεδιπλώνεται ολάκαιρος κόσμος! Βλέπουμε κάθε είδους βοσκούς, ζευγολάτες, κηπουρούς, τρυγητάδες, ναύτες, κουρσάρους, στρατιώτες, νοικοκυραίους από την πολιτεία, δυνατούς αφεντάδες, σκλάβους. — Υπάρχουν ακόμη, είπα, όλοι οι βαθμοί της ανθρώπινης ζωής· από τη γέννηση ίσαμε τα γεράματα· κ' οι διάφορες οικιακές εικόνες, που φέρνουνε μαζί τους οι εποχές του χρόνου, περνούνε μία-μία εμπρός από τα μάτια μας. — Κ' οι τοποθεσίες! είπεν ο Γκαίτε, είναι ζωγραφισμένες με λίγες
πόλεμοι, που ταράζουν την ευτυχία της κυρίας ιστορίας,στα ψηλά μέρη τα βουναλάκια τα γεμάτα από αμπέλια, τα λιβάδια, τους λαχανόκηπους, και πιο χαμηλά τις βοσκές, το ποτάμι, τα μικρούτσικα δάση και πέρα μακριά την ατέλειωτη θάλασσα. Δεν υπάρχει μια μέρα σκοτεινιασμένη, συννεφιασμένη, με καταχνιά κ' υγρασία· ο ουρανός είναι πάντα καθαρότατα γαλανός, το αγέρι γλυκό και το χώμα παντού στεγνό και μπορείς να ξαπλωθής γυμνός επάνω σ' αυτό. Όλο το ποίημα αναδίνει κάποια λεπτότατη τέχνη και μόρφωση. Όλα έχουνε μετρηθή με ακρίβεια και τα περιστατικά είναι προετοιμασμένα και εξηγούνται θαυμάσια, όπως είναι π. χ. ο θησαυρός που βρέθηκε κοντά σ' ένα δελφίνι σαπισμένο στην ακρογιαλιά. Και ποια καλαισθησία, ποια τελειότητα, ποια ευγένεια αισθήματος, που μπορεί να συγκριθή μονάχα με τα καλλίτερα έργα. Όλα τα δυσάρεστα επεισόδια, τα ξαφνιάσματα, οι κλεψιές, οι
ανακινήση τις πιο αψηλές ιδέες. Πρέπει να γράψη κανένας ολάκαιρο ανιστορούνται πολύ γλήγορα και περνούν αμέσως χωρίς ν' αφίνουνε ξοπίσω τους καμιά θύμηση. Η κακία παρουσιάζεται σαν συνοδεία των κατοίκων της πολιτείας και δε φανερώνεται σε κανένα από τους πρώτους ήρωες, παρά σ' ένα πρόσωπο κατώτερης τάξης και που δεν παίζει κύριο μέρος. Όλα αυτά είναι πολύ όμορφα.
— Μ' άρεσαν ακόμη, είπα, οι σχέσες των αφεντικών με τους δούλους. Τ' αφεντικά φέρνονται με μεγάλη καλωσύνη, οι δούλοι, μ' απλοϊκή ελευθερία μα και με βαθύ σεβασμό και με τον πόθο ν' αρέσουνε στ' αφεντικά. — Αυτό είναι απόδειξη μεγάλης εξυπνάδας, είπε ο Γκαίτε· ακόμη έκαμε θαυμάσια ο συγγραφέας, που εφύλαξε την παρθενιά της Χλόης ίσαμε το τέλος της ιστορίας, αφού οι ερωτευμένοι δεν ήξεραν τίποτα πιο όμορφο από το να ξαπλώνουνται γυμνοί ο ένας κοντά στον άλλο· η εξήγηση της διαγωγής τούτης δίνει αφορμή στο συγγραφέα να
εκδοτών. Ένα αρχαίο Έλληνα συγγραφέα όχι και τόσο δύσκολο και που βιβλίο για να δείξη όλες τις ομορφιές του έργου αυτού. Καλό είναι να το διαβάζουμε μια φορά το χρόνο· πάντα κάτι μαθαίνουμε και νοιώθουμε όλη τη δροσερή εντύπωση της σπάνιας ομορφιάς του». *** Για τη μετάφραση του Λόγγου ακολούθησα την έκδοση του Μ. Β. G. L. Boden, Λειψία 1777, και του P. L. Courier, Παρίσια 1829. Ο χωρισμός των κεφαλαίων έγινε σύμφωνα με την έκδοση του Courier. Πρέπει να σημειώσω ότι πολλές φορές δεν ακολούθησα στη διόρθωση του κειμένου μήτε τον ένα, μήτε τον άλλο εκδότη, αφίνοντας τη λέξη ή τη φράση όπως είχε από την αρχή, όταν η αρχική γραφή μού εφαίνονταν πιο σωστή και μ' εβοηθούσε καλλίτερα για τη μετάφραση. Μεταφράζοντας επροσπάθησα να κρατήσω όσο μπορούσα περισσότερο το ύφος του συγγραφέα χωρίς να προδίνω και το νόημα. Και τούτο μ' έκανε πολλές φορές να μη προσέχω και στις ερμηνείες των ξένων μιλάει για πράγματα που τα βλέπουμε και τα ζούμε ίδια κι βοσκοί που τα σήκωναν· νέοι που έσμιγαν, ληστάδων διαγούμισμα, απαράλλακτα και οι σημερινοί Έλληνες, μπορούμε, θαρρώ, να τον νοιώθουμε και να τον εξηγούμε εμείς καλλίτερα και σωστότερα από κάθε ξένο ερμηνευτή. Αθήνα Δεκέβρης 1920. Ηλ. Π. Βουτιερίδης Δ Α Φ Ν Η Σ ΚΑΙ Χ Λ Ο Η ΠΡΟΛΟΓΟΣ Κυνηγώντας στη Λέσβο, μέσα σε δάσος, που ήταν αφιερωμένο στις Νύμφες, είδα το πιο ωραίο πράγμα από όσα έχω ιδή. Ζωγραφιά, εξιστόρηση έρωτα. Όμορφο ήταν και το δάσος, πολύδενδρο, ανθισμένο, καλοποτιζούμενο· μια πηγή τάθρεφε όλα, και τα άνθη και τα δέντρα. Μα η ζωγραφιά ήταν πιο ευχάριστη, επειδή και τύχη είχε παραπανιστή και τέχνη ερωτιάρικη, ως που πολλοί ξένοι, έχοντας ακουστά γι' αυτή, επήγαιναν να παρακαλέσουν τις Νύμφες και να ιδούν την εικόνα. Ήτανε σ' αυτή γυναίκες που εγεννούσαν κι άλλες που ετύλιγαν σε σπάργανα μωρά παραρριγμένα· κοπάδια που τάθρεφαν· εχθρών έμπασμα. Αφού κι άλλα πολλά κι όλα ερωτιάρικα είδα κ' εθαύμασα, μου
χωράφια, λόφοι γεμάτοι αμπέλια, βοσκοτόπια κοπαδιών· κ' η θάλασσα γεννήθηκε πιθυμιά ναντιγράψω τη ζωγραφιά. Κι αφού εζήτησα εξηγητή της εικόνας, έγραψα τέσσερα βιβλία, τάμα στον Έρωτα, στις Νύμφες και στον Πάνα κι απόχτημα ευχάριστο για όλους τους ανθρώπους, που και τον άρρωστο θα γιατρέψη και το λυπημένο θα παρηγορήση και τον ερωτευμένο θα τον κάνη να θυμηθή και τον ανερώτευτο θα διδάξη.
Επειδή βέβαια κανένας δεν ξέφυγε τον έρωτα, μήτε θα τον ξεφύγη όσο που υπάρχει ομορφιά και τα μάτια βλέπουν. Κ' εμάς ας μας βοηθήση ο θεός σαν φρόνιμοι να γράψουμε την ιστορία των άλλων. ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ 1. Η Μιτυλήνη είναι της Λέσβος πολιτεία, μεγάλη κι' όμορφη, επειδή χωρίζεται από περάματα, γιατί η θάλασσα σιγομπαίνει στην ξηρά, κ' είναι στολισμένη με γεφύρια από πελεκητή και λευκή πέτρα. Θα νόμιζες πώς δε βλέπεις πολιτεία παρά νησί. Μακριά από την πολιτεία αυτή, τη Μιτυλήνη, ίσαμε διακόσια στάδια ήταν υποστατικό ανθρώπου πλούσιου, χτήμα ωραιότατο· βουνά που έθρεφαν αγρίμια, κάμποι όλο
3. Στην αρχή στοχάστηκε, αφού πάρη μοναχά τα σημάδια, ν'
σιγοχτυπούσε στην ακρογιαλιά, που απλωνότανε σε μαλακή αμμουδιά. 2. Στο χτήμα αυτό βόσκοντας κάποιος γιδάρης, που τον έλεγαν Λάμωνα, βρήκε παιδί, που τόθρεφε μια γίδα. Ήτανε δάσος και κάτω χαμόδεντρα και κισσός απλωμένος και χορτάρι μαλακό, που απάνω του κείτονταν το παιδί. Στο μέρος αυτό τρέχοντας η γίδα ταχτικά γινόταν πολλές φορές άφαντη· κι αφίνοντας το κατσικάκι της έμενε κοντά στο μωρό. Παραφυλάει τα περάσματα ο Λάμωνας, επειδή λυπήθηκε το παραμελούμενο κατσικάκι, κι απάνω στο καταμεσήμερο, αφού πήρε κατά πόδι τη γίδα, τη βλέπει να στέκεται μ' ανοιχτά τα πόδια προσεχτικά μήπως πατώντας με τα νύχια της το μωρό του κάνει κανένα κακό, και τούτο σαν από μάννας βυζί να βυζαίνη το γάλα. Σαστισμένος, καθώς ήτανε φυσικό, πλησιάζει και βρίσκει παιδί αρσενικό, μεγάλο κ' όμορφο και μέσα σε σπάργανα, που δεν ταίριαζαν με την τύχη του να είναι παραρριγμένο. Εφορούσε δηλαδή πανωφοράκι κόκκινο με θηλυκωτήρι χρυσό κ' ήταν κοντά του και σπαθάκι με χέρι φιλντισένιο.
φωνάζουνε Δάφνη. αδιαφορήση για το μωρό. Μα ύστερα από ντροπή να μη μιμηθή μήτε της γίδας τη φιλανθρωπία, αφού περίμενε να βραδυάση, τα φέρνει όλα στη γυναίκα του τη Μυρτάλη, και τα σημάδια και το παιδί και τη γίδα.
Κ' επειδή εκείνη απορούσε, πώς μπορούν οι γίδες να γεννούνε παιδιά, της τα ιστορεί όλα: πως το βρήκε πεταμένο, πως το είδε να θρέφεται, πως ντράπηκε να το αφίση να πεθάνη. Κι αφού παραδέχτηκε κ' εκείνη, κρύβουν τα πράγματα, που ήταν βαλμένα κοντά του, κάνουν το παιδί δικό τους κι αφίνουν τη γίδα να το αναθρέφη· και για να
φαίνεται και τ' όνομα του παιδιού ποιμενικό, αποφάσισαν να το φωνάζουνε Δάφνη.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

"Η Ωδή στη Χαρά" Φρήντριχ Σίλερ

BEETHOVEN.ODE TO JOY


Η Ωδή στη Χαρά (στα γερμανικά Ode an die Freude) είναι ωδή που γράφτηκε το 1785 από τον Γερμανό ποιητή και ιστορικό Φρήντριχ Σίλερ την οποία και δημοσίευσε το επόμενο έτος. Η ωδή αυτή που περιλαμβάνει 108 στίχους, στη τελική του μορφή, έγινε ευρύτερα γνωστή όταν μελοποιήθηκε από τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν το 1824, ο οποίος την ενέταξε στο τέταρτο και τελευταίο μέρος της Ενάτης συμφωνίας του, ως χορωδιακή συμφωνία, για τέσσερις σόλο φωνές, χορωδία και ορχήστρα σε ρε μείζονα.
Λιγότερο γνωστές μελοποιήσεις είναι αυτή του Φραντς Σούμπερτ (για φωνή και πιάνο του 1815) και του Πιότρ Τσαϊκόφσκι (για σόλο φωνές, χορωδία και ορχήστρα και στίχους στα ρώσικα, του 1865).
Το 1972, η από τον Μπετόβεν σύνθεση υιοθετήθηκε ως ύμνος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το 1985 οι Ευρωπαίοι ηγέτες υιοθέτησαν ομοίως ως επίσημο ύμνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (χωρίς τους στίχους). Χρησιμοποιείται ομοίως σε επίσημες συνελεύσεις τόσο του Συμβουλίου της Ευρώπης όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σημειώνεται ότι η "Ωδή στη Χαρά" αν και συμπεριλαμβάνεται σήμερα στα ρεπερτόρια των μεγαλυτέρων συμφωνιών του κόσμου επίσημα έχει χρησιμοποιηθεί και ως εμβληματικός ύμνος στον Β' Π.Π. από την Ναζιστική Γερμανία, καθώς και από την Ιαπωνία, στην οποία τον εισήγαγαν (σύμμαχοι τότε) Γερμανοί στρατιώτες στο στρατόπεδο αιχμαλώτων Μπάντο. Έκτοτε χρησιμοποιείται στην Ιαπωνία ως επετειακός ύμνος πρωτοχρονιάς.
Επίσης ως εθνικός ύμνος με αλλαγή στίχων χρησιμοποιήθηκε από την ρατσιστική δημοκρατία της Ροδεσίας την περίοδο 1974-1979 υπό τον τίτλο "Ανατολή: Η φωνή της Ροδεσίας", καθώς επίσης και ως επιφανής ύμνος των εορτασμών της πτώσης του τείχους του Βερολίνου. Ομοίως ως επετειακός ύμνος χρησιμοποιήθηκε και κατά την ανεξαρτησία του Κοσόβου το 2008, λόγω έλλειψης εθνικού ύμνου, ενώ τέθηκε και ως υποψήφιος εθνικός ύμνος του Κοσόβου ένα μήνα μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας.
Εκτός των παραπάνω χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον και ως εθνικιστικός ύμνος σε εθνικές εορτές των δικτατοριών της Λατινικής Αμερικής.
Εξετάζοντας εκτενέστατα τις παραπάνω χρήσεις ο Αργεντινός μουσικολόγος Έστεμπαν Μπουχ στο έργο του "Μπετόβεν: "Η 9η Συμφωνία" - Μια πολιτική ιστορία" αναρωτιέται σύμφωνα με το στίχο του Σίλερ αν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να γίνουν αδέλφια, καταλήγοντας στη διαπίστωση: "είτε η μουσική γλώσσα δεν έχει ηθική, είτε εκφράζει μια ηθική που συμπεριλαμβάνει τους τυράννους"!