Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Το αγαπημένο μυθιστόρημα του Γκαίτε!

Δαφνις και Χλοη , c.1870. Raphael Collin

ΔΑΦΝΗΣ ΚΑΙ ΧΛΟΗ
ΛΟΓΓΟΥ
ΔΑΦΝΗΣ ΚΑΙ ΧΛΟΗ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΑ
ΗΛΙΑ Π. ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΗ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ "ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ"
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1921
Όταν ο ξεπεσμός των αρχαίων Ελληνικών γραμμάτων σ' όλα τα είδη του
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Όταν ο ξεπεσμός των αρχαίων Ελληνικών γραμμάτων σ' όλα τα είδη του λόγου, στην ποίηση, στο δράμα και στην πεζογραφία, είχε προχωρήσει τόσο, που κάθε προσπάθεια για τη δημιουργία έργων σαν τα αρχαιότερα έδειχνε περισσότερο τις αδυναμίες των μιμητών, οι σοφιστές στοχαστήκανε να μορφώσουνε καινούργιο είδος λόγου: να διατυπώνουνε δηλαδή ποιητικά νοήματα σε πεζογραφήματα. Και για να εφαρμόσουν το στοχασμό τους αυτόν έπλασαν το μυθιστόρημα ή, όπως έλεγαν τότε την τέτοια πεζογραφία, τους «ερωτικούς λόγους», όπου τα πλάσματα της φαντασίας μπορούσανε να πάρουνε την κάπως ποιητική μορφή του λόγου χωρίς να μένουνε προσηλωμένα στους κανόνες της ποιητικής τέχνης κι ακόμη και στην ιστορική αλήθεια ή και στην παράδοση. Τέτοια, απάνω-κάτω, είναι η γραμματολογική εξήγηση του πώς γεννήθηκε το μυθιστόρημα. Ένα από τα πρώτα-πρώτα δημιουργήματα του καινούργιου αυτού είδους του λόγου είναι και το μυθιστόρημα του Λόγγου «Δάφνης και Χλόη».
Για την εποχή που εγράφηκε το έργο τούτο και για το συγγραφέα του
Αλκίφρονα η εποχή είναι κάπως δυσκολοπροσδιόριστη, επειδή και γι' φιλόλογοι νομίζουν, ότι ο Λόγγος δε μπορεί να έζησε ύστερ' από το Β' αιώνα μ. Χ. στηρίζοντας τη γνώμη τους τούτη πιο πολύ στο ότι τον εμιμήθηκεν ο Αλκίφρονας στις «Επιστολές» του· μα και του
της γνώμης του το ότι ο Αλκίφρονας εμιμήθηκε το Λουκιανό και τον αυτόνε δεν υπάρχει τίποτα θετικό, που να βεβαιώνη τον καιρόν, όπου έζησε κ' έγραψε, δηλαδή το χρονικό διάστημα ανάμεσα στα 170 και 229 μ. Χ. όπως θέλει π. χ. ο Herman Reich, φέρνοντας γι' απόδειξη Λέσβο· γνώμη ίσως όχι παράλογη κι αδικαιολόγητη. Αλκίφρονα ο Αιλιανός. Πιο θετικά μπορεί να προσδιοριστή η πατρίδα του Λόγγου. Επειδή στο μυθιστόρημά του περιγράφονται ζωηρά και πιστά τοποθεσίες και συνήθειες της Λέσβος και ξεχωριστά της
Μιτυλήνης, πολλοί φιλόλογοι υποστηρίζουν, ότι ο Λόγγος ήταν από τη
σαν αληθινό γέννημα της μούσας του Θεόκριτου. Όλοι οι κριτικοί της Ένα όμως είναι θετικό και βέβαιο: Ότι το μυθιστόρημα «Δάφνης και Χλόη» είναι το καλλίτερο κι ομορφότερο από όσα εγράφηκαν πριν κ' ύστερα απ' αυτό και ότι φαίνεται σαν την πιο ευτυχισμένη εξακολούθηση της βουκολικής ποίησης — αν και σε πεζό λόγο — και αρχαίας φιλολογίας παινεύουν τη αφηγηματική χάρη, τη ζωηρότητα της
μεριά τούτη το μυθιστόρημα του Λόγγου να συγκριθή αζημίωτα με τον περιγραφής, τις ζωντανές εικόνες των τόπων και των προσώπων, τη δροσιά και την απλότητα του ύφους, τη σύντομη φρασεολογία — σαν το πιο όμορφο δείγμα εκείνου, που οι αρχαίοι το έλεγαν «αφελής λέξις» και που ταιριάζει τόσο στα τέτοιου είδους έργα. Μπορεί από τη περίφημο «Ευβοϊκό ή Κυνηγό» του Δίωνα του Χρυσόστομου, αφού του Λόγγου, ότι κι 
αυτό έχει καθέκαστα και περιγραφές μάλιστα έχει και το προτέρημα να μην είναι γεμάτο ουτοπία, όπως είναι το τελευταίο τούτο έργο κι άλλα όμοια του.
Το μυθιστόρημα στην εποχή του Λόγγου το εχαρακτήριζε ο πολύς νεοπλατωνισμός. Μα ο συγγραφέας του «Δάφνη και της Χλόης» μπόρεσε να τον ξεφύγη και να δώση στο έργο του καθαρά βουκολική μορφή, ενώ το εγέμιζε και με λεπτή ερωτική πνοή. Κατηγορήθηκε το μυθιστόρημα
και φυσικότητα, είναι χαριτωμένες ζωγραφιές αγροτικής ζωής και μας ξαδιάντροπες, όπως είναι το επεισόδιο της Λυκαίνιο και το άλλο του Γνάθωνα. Μα όταν θυμηθούμε ποιες ξαδιαντροπιές κλειούνε τα μυθιστορήματα της εποχής εκείνης — εξόν από το «Χαιρέα και Καλλιρρόη» του Χαρίτωνα του Αφροδισιέα — βλέπουμε πόσο μετρημένος εστάθηκε ο Λόγγος στο σημείο τούτο. Οι σκηνές, που ξετυλίγονται σε κάθε κεφάλαιο και παρουσιάζονται με την πιο καλλιτεχνική αφέλεια όλη τη γητεία του μύθου: Ο Δάφνης κ' η Χλόη, παιδιά παραρριγμένα δείχνουν καθαρά πόσο βασιλεύει σ' αυτές το αίσθημα της ομορφιάς και της αλήθειας μαζί. Δεν πλέκονται στο έργο τούτο περιστατικά βγαλμένα από ζωή πολυτάραχη, όπως γίνεται στο νεώτερο μυθιστόρημα. Η υπόθεση είναι απλή, ήρεμη στο μεγαλείτερο μέρος της και δίχως πολύμορφες και πολυσύνθετες σκηνογραφίες. Είναι κάποιο παραμύθι, σαν εκείνα που τ' ακούμε μ' όλη της παρθενιάς τους τη χάρη και μ'
Η ιστορία του Δάφνη και της Χλόης έχει μερικά επεισόδια, που δεν πό τους γονέους τους, είχαν την τύχη να περιμαζευτούν από καλούς κι απλοϊκούς ανθρώπους, που ζούσανε στην εξοχή· τα παιδιά αυτά μεγαλώσανε μαζί, έβοσκαν όλη τη μέρα μαζί, εγνώρισαν ο ένας τον άλλο πολύ και φυσικά αγαπήθηκαν τόσο, που η ζωή του ενός ήτανε ζωή του άλλου. Για τούτο και βασιλεύει τόσο μέσα σ' όλο το μυθιστόρημα
ο έρωτας, ο ανίκητος και βασανιστής, μα και δημιουργός, και τίποτε άλλο.
Δάφνη και στη Χλόη, βρίσκουμε και την αμίμητη εκείνη σκηνή, όπου η τα σηκώνει η σημερινή αίσθησή μας· μα αυτά είναι το παραγέμισμα για να φανερωθή πιο πολύ και πιο έντονα η δύναμη του έρωτα των δυο παιδιών· είναι τα χαριτωμένα κινήματα της φαντασίας του συγγραφέα για να δείξη την αντίθεση της αθωότητας και της πονηριάς. Ο Λόγγος
ζωγραφίζει πιστά τη φύση και τη ζωή· για τούτο δίπλα στη θαυμάσια κάθε τόσο περιγραφή της φύσης, που άνθιζε και γελούσε γύρω στο Λυκαίνιο πρωτομαθαίνει το Δάφνη να νοιώση, ότι είναι άντρας. Η
ο Λόγγος στο νου μας καιρό για να στοχαστή το ξαδιάντροπο, όσο σκηνή τούτη μας λέει κάτι περισσότερο από ό,τι γίνεται αφορμή να διαμαρτυρηθή η νεώτερη σεμνοτυφία· δεν πρέπει να βλέπουμε στο επεισόδιο αυτό μόνο τη σαρκική όρεξη της Λυκαίνιο· περισσότερο πρέπει να ιδούμε με πόση τέχνη θέλησε ο Λόγγος να μπάση τον ήρωά του στα γνωρίσματα της ζωής για να δώση κατόπι ο ίδιος τον ιδεαλισμό στον έρωτά του. Η γυμνή αυτή σκηνή μας προετοιμάζει ν' αντικρύσουμε τον ανώτερο βαθμό της ηθικής ομορφιάς. Μα μήτε αφίνει προχωρούμε στα καθέκαστα του περιστατικού, που έκαμε τον αθώο σε περιγραφές σαν αυτές που μας παρουσιάζουν τα καμώματα του Δάφνη να μάθη τα έργα του έρωτα, επειδή ακολουθούν οι δισταγμοί του, που υψώνουν τον έρωτά του σε ανώτερο κόσμο. Μπορούμε να ειπούμε, ότι και η σκηνή αυτή έχει το μυστήριο της αρχαίας Ελληνικής τέχνης, που μας αναγκάζει να θαυμάζουμε σε κάθε γυμνό την ομορφιά μονάχα, δίχως να προφταίνη ο νους μας να στοχαστή και το ταπεινό. Το επεισόδιο του Γνάθωνα είναι βέβαια πιο ξαδιάντροπο και μας σκανδαλίζει σήμερα με την αισχρότητά του. Οι αποκρυσταλλωμένες ιδέες μας για κάποιες συνήθειες των αρχαίων εξαγριώνονται εμπρός ομορφιά. Με το αναστάτωμα, που φέρνουνε στο Δάφνη και στον Εύδρομο Γνάθωνα. Μα για το επεισόδιο τούτο χωράει κάποια δικαιολογημένη εξήγηση: Ο Λόγγος ζωγραφίζει πιστά τη ζωή του τόπου του και ίσως και την εποχή του. Ο Γνάθωνας είναι τύπος, που αντιπροσωπεύει ωρισμένη τάξη ανθρώπων του αρχαίου κόσμου και ωρισμένη ελληνική συνήθεια, και μαζί και την προστυχεμένη αντίληψη για το θαυμασμό προς την ομορφιά. Όπως περιγράφει ο Λόγγος το Γνάθωνα και όπως τον κάνει να μιλή, μας δείχνει το συχαμερό τύπο του ακόλαστου άνθρωπου και σοφιστή, που εστρέβλωσε και την πλατωνική ιδέα για την και στην οικογένεια του Λάμωνα τα καμώματα και οι πιθυμιές του
Το μυθιστόρημα του Λόγγου διαβαζότανε πολύ στα κατοπινά χρόνια και Γνάθωνα, μας φανερώνεται καθαρά και του Λόγγου η αποδοκιμασία στις τέτοιες συνήθειες και στους τέτοιους ανθρώπους. Από τα καθέκαστα, που έρχονται κατόπι για να γεννήσουνε στην ψυχή του ακόλαστου Γνάθωνα το φόβο για ό,τι έκαμε, βγαίνει το νόημα — χωρίς να υπάρχη ανάγκη κι από λόγια για να δειχτή — ότι ο συγγραφέας φανερώνει την
αποστροφή του σε κάτι τέτοιες ακολασίες των συγκαιρινών του. Το επεισόδιο έχει φυσικά το ηθικό συμπέρασμά του. Με όλα αυτά θέλω να ειπώ, ότι στο έργο του Λόγγου δεν υπάρχει καμιά — οποιαδήποτε — ασχήμια. *** μάλιστα στην εποχή της «Αναγέννησης.» Και δε θάτανε ίσως
του πρώτου βιβλίου, που το εζημίωνε αρκετά. Όμως ο Γάλλος σοφός παράτολμο, αν έλεγε κανείς, ότι τούτο εστάθηκε το κυριώτερο αχνάρια γραφούν απάνω του τα τόσα και τόσα βουκολικά και ειδυλλιακά μυθιστορήματα, που εφάνηκαν ύστερ' από τα 1500 μ. Χ. στην Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία και που το τελειότερό τους είναι η περίφημη «Αστραία» του Ονώριου ντ' Ουρφέ, ως που παρουσιάστηκε στο τέλος του ΙΗ' αιώνα το έργο του Bernardin de Saint-Pierre «Παύλος και Βιργινία» για να σκεπάση όλα τ' άλλα.
«Ο Δάφνης και η Χλόη» είχε μεταφραστή στις περισσότερες Ευρωπαϊκές γλώσσες, ύστερα μάλιστα από τη Γαλλική μετάφραση του Αμυό. Μα το αρχαίο κείμενο δεν ήταν ολάκαιρο· έλειπε κάποιο μέρος από την αρχή
«Κυρία, μαζί με το γραμματάκι μου τούτο θα λάβετε κ' ένα φυλλάδιο, και ελληνιστής Paul-Louis Courier είχε την ευτυχία στα 1808, όταν ήτανε στη Φλωρεντία, ν' ανακαλύψη κάποιο χειρόγραφο του μυθιστορήματος του Λόγγου του ΙΓ' αιώνα, όπου βρισκότανε και το μέρος που έλειπε. Κ' έτσι το κείμενο τόχουμε πια σωστό. Στα διάφορα γράμματα, που έστελνε ο Courier (1) σε φίλους του πότε για να τους ειπή για την ανακάλυψι των σελίδων που έλειπαν ως τότε από το Λόγγο και πότε για το τύπωμα των σελίδων τούτων κι όλου του έργου, υπάρχουνε μερικές γνώμες του για το μυθιστόρημα, που είναι σαν χαρακτηρισμοί του. Στην πριγκηπέσσα π. χ. de Salm-Dyck (2) έγραφε από τη Φλωρεντία στις 3 του Μάρτη 1808: όπου υπάρχουνε μερικές σελίδες δικής μου κατασκευής· δηλαδή Clavier (4): «Διαβάστε κυρία, το «Δάφνη και τη Χλόη»· είναι το κατασκευής μεταφραστή. Είναι ένα μυθιστόρημα όχι καινούργιο· απεναντίας μάλιστα πολύ παλαιό και σεβάσμιο. Εξέθαψα κατά τύχη κάποιο κομμάτι του, που είχε χαθή: το μετάφρασα και με την ευκαιρία τούτη εδιόρθωσα και την παλιά μετάφραση, που, καθώς θα ιδήτε, Μέσα στο παλιό της ύφος έχει ακόμη χάρες νέες (3) Εάν σας διασκεδάζη, να μη διστάξετε καθόλου, εξαιτίας μερικών σημείων λίγο απλοϊκών, να εξακολουθήστε το διάβασμα. Ο Αμυό, ο επίσκοπος και ένας από τους πατέρες της Σύνοδος του Τριδέντου είναι ο αληθινός εργάτης της μετάφρασης αυτής, που εγώ την απόσωσα μόνο· δε θα κάμετε αμαρτία, αν διαβάσετε ό,τι έγραψεν εκείνος». Από τη Φλωρεντία πάλι τις 13 του Μάρτη 1808 έγραφε στην κυρία Τριδέντου· ό,τι έγραψε είναι άρθρο πίστης. Τώρα κάμετε τρόπο να καλλίτερο βουκολικό, που έγραψε ποτέ ένας επίσκοπος. Ο άρχοντας Ιάκωβος (5) το μετάφρασε, όσο μπορούσε καλλίτερα, για τους πιστούς της επισκοπής του· μα ο καλός άνθρωπος έκαμε στην εργασία του τούτη αλλόκοτες απροσεξίες, που εγώ τις αποδίδω στο θέμα και σε μερικά καθέκαστα σπάνιας αφέλειας. Εμένα, καθώς ξέρετε, με κατηγορούν, ότι προσέχω πιο πολύ στις λέξες παρά στα πράγματα· μα σας βεβαιόνω, ότι ζητώντας λέξες για τους δυο μικρούς αυτούς αχρείους, εστοχαζόμουνα συχνά τα πράγματα. Συχωρέστε μου την & αστειότητα& τούτη, όπως έλεγε η Κα Σεβινιέ, και να μην έχετε ποτέ αμφιβολία για το βαθύ σεβασμό μου. Έχω όμως κάτι περισσότερο να σας ειπώ: Ο Αμυό ήταν ένας από τους πατέρες της Σύνοδος του κάμουν κάποια όμορφη έκδοση για τις μαθήτριες της κυρίας Campan». διαβάστε το Λόγγο του. Αλήθεια, δεν υπάρχει καθόλου καλλίτερο διάβασμα: είναι βιβλίο για να το βάλετε στα χέρια των δεσποινίδων θυγατέρων σας αμέσως ύστερα από την κατήχησή τους». Με το ίδιο νόημα έγραφε και στην κυρία Pigalle τις 30 του Γενάρη 1811 από τη Ρώμη: «Έπρεπε να διαβάστε το «Δάφνη και Χλόη» όταν ήσαστε δέκα πέντε χρονών. Τι δε θα μαθαίνατε τότε! Αν έσμιγαν τα φώτα μου με τη φυσική σας εξυπνάδα θα είχε, θαρρώ, το βιβλίο τούτο λίγα μέρη σκοτεινά για σας· μα ύστερ' από πέντε παιδιά, που εκάματε, τι μπορεί να σας μάθη παρόμοιο έργο; έτσι, το αντίτυπο, που σας στέλνω, είναι για τη διδαχή των κοριτσιών σας. Αλήθεια· δεν υπάρχει καλλίτερο βιβλίο για τις νέες, που δε θέλουνε, να είναι — όταν παντρευτούνε — μεγάλες ανίδεες· και περιμένω να
— Το μέτρο, που κλείνει μέσα του ολάκαιρο το έργο, μου φάνηκε
Την πραγματική όμως ιδέα της αξίας του έργου μας τη δίνει ο Γκαίτε. Στο βιβλίο του Έκερμαν «Συνομιλίες του Έκερμαν με το Γκαίτε» βρίσκουμε την πολύτιμη κρίση του ποιητή του Φάουστ. Την αντιγράφω εδώ: «20 του Μάρτη 1831. Ο Γκαίτε επάνω στο δείπνο μου είπε, πως τις ημέρες αυτές εδιάβασε το βιβλίο «Δάφνης και Χλόη.» — Είναι τόσο όμορφο το ποίημα, είπε, ώστε στους άθλιους καιρούς όπου ζούμε δε μας είναι βολετό να κρατήσουμε την εσωτερική εντύπωση, που μας δίνει· και κάθε φορά, που το ξαναδιαβάζει κανείς, δοκιμάζει και καινούργιο πάντα σάστιμα. Είναι γεμάτο από καθαρότατο φως· θαρρεί κανένας πως ολούθε βλέπει εικόνες του Ερκουλάνου και οι εικόνες αυτές βοηθούνε τη φαντασία μας όταν το διαβάζουμε. θαυμάσιο, είπα· δύσκολα μπορεί κανείς να βρη υπαινιγμό για
γραμμές και με τόση ακρίβεια, ώστε πίσω από τα πρόσωπα βλέπουμε πράγματα έξω από το θέμα, που θα μας έσπρωχναν έξω από τον ευτυχισμένο κύκλο. Οι μόνες θεότητες που ενεργούν είναι ο Πάνας και οι Νύμφες· δεν κάνει λόγο γι' άλλες και βλέπουμε, αλήθεια, ότι οι θεότητες αυτές είναι αρκετές για τις ανάγκες των βοσκών.
— Κι όμως, είπε ο Γκαίτε, μέσα στο αυστηρό αυτό μέτρο ξεδιπλώνεται ολάκαιρος κόσμος! Βλέπουμε κάθε είδους βοσκούς, ζευγολάτες, κηπουρούς, τρυγητάδες, ναύτες, κουρσάρους, στρατιώτες, νοικοκυραίους από την πολιτεία, δυνατούς αφεντάδες, σκλάβους. — Υπάρχουν ακόμη, είπα, όλοι οι βαθμοί της ανθρώπινης ζωής· από τη γέννηση ίσαμε τα γεράματα· κ' οι διάφορες οικιακές εικόνες, που φέρνουνε μαζί τους οι εποχές του χρόνου, περνούνε μία-μία εμπρός από τα μάτια μας. — Κ' οι τοποθεσίες! είπεν ο Γκαίτε, είναι ζωγραφισμένες με λίγες
πόλεμοι, που ταράζουν την ευτυχία της κυρίας ιστορίας,στα ψηλά μέρη τα βουναλάκια τα γεμάτα από αμπέλια, τα λιβάδια, τους λαχανόκηπους, και πιο χαμηλά τις βοσκές, το ποτάμι, τα μικρούτσικα δάση και πέρα μακριά την ατέλειωτη θάλασσα. Δεν υπάρχει μια μέρα σκοτεινιασμένη, συννεφιασμένη, με καταχνιά κ' υγρασία· ο ουρανός είναι πάντα καθαρότατα γαλανός, το αγέρι γλυκό και το χώμα παντού στεγνό και μπορείς να ξαπλωθής γυμνός επάνω σ' αυτό. Όλο το ποίημα αναδίνει κάποια λεπτότατη τέχνη και μόρφωση. Όλα έχουνε μετρηθή με ακρίβεια και τα περιστατικά είναι προετοιμασμένα και εξηγούνται θαυμάσια, όπως είναι π. χ. ο θησαυρός που βρέθηκε κοντά σ' ένα δελφίνι σαπισμένο στην ακρογιαλιά. Και ποια καλαισθησία, ποια τελειότητα, ποια ευγένεια αισθήματος, που μπορεί να συγκριθή μονάχα με τα καλλίτερα έργα. Όλα τα δυσάρεστα επεισόδια, τα ξαφνιάσματα, οι κλεψιές, οι
ανακινήση τις πιο αψηλές ιδέες. Πρέπει να γράψη κανένας ολάκαιρο ανιστορούνται πολύ γλήγορα και περνούν αμέσως χωρίς ν' αφίνουνε ξοπίσω τους καμιά θύμηση. Η κακία παρουσιάζεται σαν συνοδεία των κατοίκων της πολιτείας και δε φανερώνεται σε κανένα από τους πρώτους ήρωες, παρά σ' ένα πρόσωπο κατώτερης τάξης και που δεν παίζει κύριο μέρος. Όλα αυτά είναι πολύ όμορφα.
— Μ' άρεσαν ακόμη, είπα, οι σχέσες των αφεντικών με τους δούλους. Τ' αφεντικά φέρνονται με μεγάλη καλωσύνη, οι δούλοι, μ' απλοϊκή ελευθερία μα και με βαθύ σεβασμό και με τον πόθο ν' αρέσουνε στ' αφεντικά. — Αυτό είναι απόδειξη μεγάλης εξυπνάδας, είπε ο Γκαίτε· ακόμη έκαμε θαυμάσια ο συγγραφέας, που εφύλαξε την παρθενιά της Χλόης ίσαμε το τέλος της ιστορίας, αφού οι ερωτευμένοι δεν ήξεραν τίποτα πιο όμορφο από το να ξαπλώνουνται γυμνοί ο ένας κοντά στον άλλο· η εξήγηση της διαγωγής τούτης δίνει αφορμή στο συγγραφέα να
εκδοτών. Ένα αρχαίο Έλληνα συγγραφέα όχι και τόσο δύσκολο και που βιβλίο για να δείξη όλες τις ομορφιές του έργου αυτού. Καλό είναι να το διαβάζουμε μια φορά το χρόνο· πάντα κάτι μαθαίνουμε και νοιώθουμε όλη τη δροσερή εντύπωση της σπάνιας ομορφιάς του». *** Για τη μετάφραση του Λόγγου ακολούθησα την έκδοση του Μ. Β. G. L. Boden, Λειψία 1777, και του P. L. Courier, Παρίσια 1829. Ο χωρισμός των κεφαλαίων έγινε σύμφωνα με την έκδοση του Courier. Πρέπει να σημειώσω ότι πολλές φορές δεν ακολούθησα στη διόρθωση του κειμένου μήτε τον ένα, μήτε τον άλλο εκδότη, αφίνοντας τη λέξη ή τη φράση όπως είχε από την αρχή, όταν η αρχική γραφή μού εφαίνονταν πιο σωστή και μ' εβοηθούσε καλλίτερα για τη μετάφραση. Μεταφράζοντας επροσπάθησα να κρατήσω όσο μπορούσα περισσότερο το ύφος του συγγραφέα χωρίς να προδίνω και το νόημα. Και τούτο μ' έκανε πολλές φορές να μη προσέχω και στις ερμηνείες των ξένων μιλάει για πράγματα που τα βλέπουμε και τα ζούμε ίδια κι βοσκοί που τα σήκωναν· νέοι που έσμιγαν, ληστάδων διαγούμισμα, απαράλλακτα και οι σημερινοί Έλληνες, μπορούμε, θαρρώ, να τον νοιώθουμε και να τον εξηγούμε εμείς καλλίτερα και σωστότερα από κάθε ξένο ερμηνευτή. Αθήνα Δεκέβρης 1920. Ηλ. Π. Βουτιερίδης Δ Α Φ Ν Η Σ ΚΑΙ Χ Λ Ο Η ΠΡΟΛΟΓΟΣ Κυνηγώντας στη Λέσβο, μέσα σε δάσος, που ήταν αφιερωμένο στις Νύμφες, είδα το πιο ωραίο πράγμα από όσα έχω ιδή. Ζωγραφιά, εξιστόρηση έρωτα. Όμορφο ήταν και το δάσος, πολύδενδρο, ανθισμένο, καλοποτιζούμενο· μια πηγή τάθρεφε όλα, και τα άνθη και τα δέντρα. Μα η ζωγραφιά ήταν πιο ευχάριστη, επειδή και τύχη είχε παραπανιστή και τέχνη ερωτιάρικη, ως που πολλοί ξένοι, έχοντας ακουστά γι' αυτή, επήγαιναν να παρακαλέσουν τις Νύμφες και να ιδούν την εικόνα. Ήτανε σ' αυτή γυναίκες που εγεννούσαν κι άλλες που ετύλιγαν σε σπάργανα μωρά παραρριγμένα· κοπάδια που τάθρεφαν· εχθρών έμπασμα. Αφού κι άλλα πολλά κι όλα ερωτιάρικα είδα κ' εθαύμασα, μου
χωράφια, λόφοι γεμάτοι αμπέλια, βοσκοτόπια κοπαδιών· κ' η θάλασσα γεννήθηκε πιθυμιά ναντιγράψω τη ζωγραφιά. Κι αφού εζήτησα εξηγητή της εικόνας, έγραψα τέσσερα βιβλία, τάμα στον Έρωτα, στις Νύμφες και στον Πάνα κι απόχτημα ευχάριστο για όλους τους ανθρώπους, που και τον άρρωστο θα γιατρέψη και το λυπημένο θα παρηγορήση και τον ερωτευμένο θα τον κάνη να θυμηθή και τον ανερώτευτο θα διδάξη.
Επειδή βέβαια κανένας δεν ξέφυγε τον έρωτα, μήτε θα τον ξεφύγη όσο που υπάρχει ομορφιά και τα μάτια βλέπουν. Κ' εμάς ας μας βοηθήση ο θεός σαν φρόνιμοι να γράψουμε την ιστορία των άλλων. ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ 1. Η Μιτυλήνη είναι της Λέσβος πολιτεία, μεγάλη κι' όμορφη, επειδή χωρίζεται από περάματα, γιατί η θάλασσα σιγομπαίνει στην ξηρά, κ' είναι στολισμένη με γεφύρια από πελεκητή και λευκή πέτρα. Θα νόμιζες πώς δε βλέπεις πολιτεία παρά νησί. Μακριά από την πολιτεία αυτή, τη Μιτυλήνη, ίσαμε διακόσια στάδια ήταν υποστατικό ανθρώπου πλούσιου, χτήμα ωραιότατο· βουνά που έθρεφαν αγρίμια, κάμποι όλο
3. Στην αρχή στοχάστηκε, αφού πάρη μοναχά τα σημάδια, ν'
σιγοχτυπούσε στην ακρογιαλιά, που απλωνότανε σε μαλακή αμμουδιά. 2. Στο χτήμα αυτό βόσκοντας κάποιος γιδάρης, που τον έλεγαν Λάμωνα, βρήκε παιδί, που τόθρεφε μια γίδα. Ήτανε δάσος και κάτω χαμόδεντρα και κισσός απλωμένος και χορτάρι μαλακό, που απάνω του κείτονταν το παιδί. Στο μέρος αυτό τρέχοντας η γίδα ταχτικά γινόταν πολλές φορές άφαντη· κι αφίνοντας το κατσικάκι της έμενε κοντά στο μωρό. Παραφυλάει τα περάσματα ο Λάμωνας, επειδή λυπήθηκε το παραμελούμενο κατσικάκι, κι απάνω στο καταμεσήμερο, αφού πήρε κατά πόδι τη γίδα, τη βλέπει να στέκεται μ' ανοιχτά τα πόδια προσεχτικά μήπως πατώντας με τα νύχια της το μωρό του κάνει κανένα κακό, και τούτο σαν από μάννας βυζί να βυζαίνη το γάλα. Σαστισμένος, καθώς ήτανε φυσικό, πλησιάζει και βρίσκει παιδί αρσενικό, μεγάλο κ' όμορφο και μέσα σε σπάργανα, που δεν ταίριαζαν με την τύχη του να είναι παραρριγμένο. Εφορούσε δηλαδή πανωφοράκι κόκκινο με θηλυκωτήρι χρυσό κ' ήταν κοντά του και σπαθάκι με χέρι φιλντισένιο.
φωνάζουνε Δάφνη. αδιαφορήση για το μωρό. Μα ύστερα από ντροπή να μη μιμηθή μήτε της γίδας τη φιλανθρωπία, αφού περίμενε να βραδυάση, τα φέρνει όλα στη γυναίκα του τη Μυρτάλη, και τα σημάδια και το παιδί και τη γίδα.
Κ' επειδή εκείνη απορούσε, πώς μπορούν οι γίδες να γεννούνε παιδιά, της τα ιστορεί όλα: πως το βρήκε πεταμένο, πως το είδε να θρέφεται, πως ντράπηκε να το αφίση να πεθάνη. Κι αφού παραδέχτηκε κ' εκείνη, κρύβουν τα πράγματα, που ήταν βαλμένα κοντά του, κάνουν το παιδί δικό τους κι αφίνουν τη γίδα να το αναθρέφη· και για να
φαίνεται και τ' όνομα του παιδιού ποιμενικό, αποφάσισαν να το φωνάζουνε Δάφνη.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου