ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΣΤΟ CANTUS FIRMUS
ΘΕΡΜΕΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΣΤΟΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗ ΘΑΝΑΣΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Ο Ντούρς Γκρυνμπάϊν γεννήθηκε τον
Οκτώβριο του 1962 στη Δρέσδη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Άρχισε να
σπουδάζει Θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Αν. Βερολίνου, σπουδές που
διέκοψε λίγα χρόνια αργότερα. Περί τα μέσα της δεκαετίας του ’80 γνώρισε τον
Χάϊνερ Μύλλερ (1929-1995), που έδειξε ενδιαφέρον για τα ποιήματά του και τον
σύστησε στον διευθυντή Siegfried Unseld των εκδόσεων Suhrkamp. Το 1988 κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του με ποιήματα στις ίδιες εκδόσεις,
για το οποίο οι κριτικές ήταν διθυραμβικές. Το 1995 τού απονεμήθηκε το Βραβείο Μπύχνερ, που αποτελεί την ύψιστη
λογοτεχνική διάκριση στη Γερμανία. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τον εκδοτικό
οίκο Μικρή Άρκτος μία ευρεία επιλογή
από το ποιητικό του έργο με τον τίτλο Ο
αστρονόμος σε μετάφραση του υπογραφόμενου. Τα ποιήματα που ακολουθούν
προέρχονται από το βιβλίο Αναφλεκτήρες (Zündkerzen, εκδ. Suhrkamp, 2017).
Δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά.
Durs Grünbein, Ἀναφλεκτῆρες
Μετάφραση: Θανάσης Λάμπρου
Τὸ βιβλίο μὲ τὶς ἀδυναμίες
Ἐτούτη
ἡ ζωὴ
- μιὰ γιγάντια
ἀτζέντα
Ὅπου
ὅλα ἦρθαν
ἀλλιῶς κι
ὕστερα πάλι
ἦρθαν ὅπως
ἦρθαν.
Ὅταν κλείνουμε τὰ μάτια
βλέπουμε τὸν ἑαυτό μας
Σ’ ἕναν ἀνελκυστῆρα ποὺ μετρᾶ τὰ
χρόνια σὰν ὀρόφους.
Κάποτε στὴ μέση βγαίνει ἕνας,
κατεβαίνει
Τὸν διάδρομο, ἴδιος σωσίας τοῦ ἑαυτοῦ
του.
Ἡ μισὴ ζωὴ εἶν’ ἕνα παραπάτημα,
νὰ χτυπᾶς
Τὶς λάθος θύρες, γιατὶ ἔξω εἶχαν
μιὰ καρδιὰ ζωγραφισμένη.
Πόσο εὐεργετικὸ μετὰ νὰ
σωριάζεσαι κάτω ἀπ’ τὴν κούραση.
Μέρα τὴ μέρα πέφτουν τώρα τὰ
πέταλα ἑνὸς ἄνθους
Ἀπ’ τὰ ὑπέροχα λουλούδια ποὺ χθὲς
ἔκαναν σχεδὸν
Νὰ ἐκρήγνυται τὸ βάζο μὲ τὴν ὀμορφιά
τους.
Γαλάζια ὀρτανσία, ἄγριες ἀνεμῶνες,
μαύρη τουλίπα –
Μοιάζει σὰν ἕνας ἐλεύθερος αὐτοσχεδιασμός,
Σπουδὴ γιὰ ἕνα παιδικὸ πιάνο,
στίχος ἀσυγκράτητος.
Ἀσυγκράτητα θὰ πεῖ: Πεθαίνουμε ἀνεπαίσθητα
Καὶ ξάφνου μᾶς δίνει χαρὰ
Νὰ ζοῦμε σὰν νὰ ἤμασταν ἀθάνατοι.
Ἡ γραφὴ μᾶς περιορίζει καὶ ἡ
καθεμιὰ λέξη
Βρίσκει τὸν στόχο. Ἄρχισε τώρα
νὰ γράφεις
Ἕνα βιβλίο γιὰ τὶς καθημερινές
σου ἀδυναμίες.
Τρέχει ἡ ψυχή
Εἶναι
μέρες ὅπου
τίποτ’ ἄλλο δὲ
βοηθᾶ παρὰ
νὰ περπατᾶς
Μὲς στὸ ἀνθρώπινο ποτάμι ποὺ
πλημμυράει τοὺς δρόμους.
Νὰ περπατᾶς, νὰ περπατᾶς
γρήγορα - ἔτσι μανιακὸς ὅπως εἶσαι
Γιὰ πρόσωπα, νὰ τραβήξεις μιὰ ἴσια
γραμμὴ μὲς στὴν πυκνὴ κίνηση.
Ἡ πόλη γίνεται μονομιᾶς ἕνα ἀνοιχτὸ
ψυχιατρεῖο. Χωρὶς
Νὰ σὲ ξέρει κανένας φορᾶς αὐτὸ
ποὺ μόνο ἐσὺ μπορεῖς,
Τὸ βάρος τῆς ψυχῆς σου. Σ’ εὐχαριστεῖ
νὰ νιώθεις ἔτσι ἄδειος.
Ὑπάρχεις, δὲν ὑπάρχεις - ἐσύ, ἴδιος
μὲ ὅλους.
Ἡ μοναξιὰ εἶναι τὸ πλῆθος ποὺ μοιράστηκε
ὁ καθένας,
Κι ἡ πιὸ μεγάλη ζάλη ἀπ’ τὰ
χρόνια τοῦ σχολείου: Τὰ μαθηματικά.
Ἡ ἄσκηση, πῶς νὰ ἐξαφανίσεις ἐσὺ
τὸν ἑαυτό σου,
Ἀπαίσιο μάθημα ποὺ γιάτρευε
κάθε ἀλαζονεία. Ἡ λύση ἦταν
Νὰ περπατᾶς, νὰ περπατᾶς
γρήγορα. Ἔβγαινε ἀπ’ τὸ μυαλό, ἀπ’ τὸν αὐχένα
Ἔβγαινε ἡ λύση περνώντας μὲς ἀπ’
τὴν πόλη σὲ ὁμόκεντρους κύκλους.
Ποίημα ἀπολιτικό
Ὁ καθένας ἀπὸ
μᾶς εἶν’
ἕνα
Ἀκατέργαστο διαμάντι, μοναδικό
Στὴν κρυφή του οὐσία.
Πόση αὐτοπειθαρχία ἀπαιτεῖ ἀλήθεια
Ἕνα χαμόγελο ποὺ σκάει ξαφνικά
Τὴν καίρια στιγμή
Πόση στοργή
Καὶ πιὸ πολὺ ἡ λέξη ἐκείνη ποὺ
λυτρώνει.
Θὰ μείνει αἴνιγμα γιὰ πάντα
Γιατί τὸ κορίτσι στὸ λεωφορεῖο
Μᾶς ἔδωσε πληροφορίες μὲ τόση
καλοσύνη
Χωρὶς νὰ νευριάσει.
Κι ὅλα αὐτὰ καθὼς περνούσαμε
Ἀπὸ χωριὰ μὲ ὑψηλὴ ἀνεργία,
πρόσφυγες,
Κι ὕστερα ἐτούτη ἡ μοναδικὴ
στιγμή.
Τίποτε ἄσχημο δὲν ἔγινε.
Μόνο μετὰ στὸν σιδηροδρομικὸ σταθμὸ
Μᾶς πῆρε καταπρόσωπο ἡ ἀσχήμια.
Παγωμένες γωνιὲς ποὺ βρωμοῦσαν,
Σκουπίδια μπροστὰ στὴν καντίνα,
Κι ἡ καμπίνα μὲ τὸ αὐτόματο
φωτογραφικὸ
Μηχάνημα ἄδεια. Ἡ γυναίκα στὸ
ταμεῖο κοίταζε
Ἐπίμονα τὰ βαμμένα νύχια της πρὶν
Σπρώξει πρὸς τὸ μέρος μας ἀμίλητη
τὰ ρέστα.
Σόλο μὲ παντομίμα
Μήπως ἦταν ἕνα ὄνειρο; Τί σοῦ
‘ρθε ἀλήθεια
Νὰ στηρίξεις μιὰν ὁλόκληρη ζωὴ
πάνω στὶς λέξεις;
Λέξεις ποὺ στριφογυρνοῦν γύρω ἀπ’
τὰ φαινόμενα
Ὅπως τὰ ἠλεκτρόνια σ’ ἕνα
μοντέλο ἀτόμων.
Λέξεις ποὺ ἔχουν τὶς δικές τους
διαθέσεις,
Τὸ φορτίο τους, τὴ λάμψη τους,
τὸ λεξικό τους,
Κι ἕνα μέρος ἐφήμερο νὰ μένουν
μέσα στὸν καθένα μας…
Λέξεις ποὺ δὲν ἡσυχάζουνε σχεδὸν
ποτέ
Στὶς ἄκριες τῆς ψυχῆς μας.
Τί γίνεται ἂν τελικὰ ἡ σιωπὴ ἔχει
τὸν τελευταῖο λόγο;
Τὸ σῶμα δὲν ἦταν μιὰ παντομίμα
μὲς στοὺς δρόμους
Περπατώντας μόνο του, τυλιγμένο
Στὴ δική του σιωπή;
Καὶ τὸ μυαλὸ τί ἦταν, μήπως ἕνα
λουλούδι
Ποὺ πατώντας τὸ κουμπὶ μπορεῖ
ν’ ἀνοίξει;
Κάποια σημεῖα
Τὰ μῆλα στὸ σοῦπερ-μάρκετ, τὰ
ροδάκινα,
Ξεδιαλεγμένα γιὰ τὰ χτυπημένα
σημεῖα, οἱ μαυρισμένες μπανάνες –
Τὸ βλέμμα μένει γιὰ ὥρα πολλὴ πάνω
τους.
Δὲν μπορεῖ νὰ ξεκολλήσει
σπουδάζοντας τὴ φθορά.
Χωρὶς οἶκτο κανένα ζουλᾶνε αὐτὰ
τὰ σημεῖα
Προπαντὸς οἱ ἡλικιωμένοι μὲ τὰ
κοκάλινά τους δάχτυλα.
Πληγωμένα σῦκα, δαμάσκηνα,
σημάδια
Μὲ γκροτέσκα ὄψη. Τὰ βάζεις
πάλι στὴ θέση τους,
Ἀηδιασμένος, γοητευμένος. Εἴμαστε
ὅπως αὐτὰ
Τὰ χτυπημένα φροῦτα, λέει.
Περάσαμε μὲς ἀπὸ χέρια πολλά,
Πληγωθήκαμε, μόνο ποὺ δὲν τὸ
βλέπει πιὰ κανένας.
Σημάδια κρυμμένα κάτω ἀπ’ τὰ ροῦχα,
τὸ δέρμα ξανανιώνει
Πάλι ἀπ’ τὰ χτυπήματα. Στὸ ταμεῖο
λάμπουν τὰ μάτια,
Ἀδιάφθορα, ἐδῶθε ἀπ’ τὴ γραμμὴ τοῦ
θανάτου.
Μιὰ γυναίκα στὴν οὐρὰ μὲ τὰ
μπράτσα γυμνά
Βάζει τ’ ἀκτινίδια, τὰ
πορτοκάλια στὴ ζυγαριά,
Δείχνοντας τὰ μελανὰ σημεῖα, τὰ
ἴχνη τοῦ ἔρωτα τῆς περασμένης νύχτας.
Τράνζιτο
Οἱ ἄσπρες νταλίκες στὸ δρόμο γιὰ
τὸ Νότο
Κι ἄλλες ἀπ’ τὴν ἀντίθετη
κατεύθυνση: Ἕνα ποτάμι
Ποὺ δὲν τελειώνει γεμᾶτο ἐμπορεύματα,
σκουπίδια,
Μηχανές, φροῦτα, χύνεται μὲς ἀπ’
τὴν κοιλάδα τῶν Ἄλπεων,
Τὰ περάσματα, τὰ τσιμεντένια
φαράγγια.
Μεγάλα, καταξεσχισμένα σύννεφα
περνοῦν
Ἀπ’ τὸ παρμπρὶζ τοῦ αὐτοκινήτου,
νυχτοπεταλοῦδες
Θροΐζουν μὲς στὰ φυλλώματα τῶν ἀμπελιῶν
κατὰ μῆκος τῶν δρόμων,
Ἐκεῖ ποὺ μιὰ μαύρη γραμμὴ ἀπὸ ἕνα
ἀπότομο φρενάρισμα
Ἀναγγέλει συμφορά. Ἀκόμα καὶ μὲς
στὰ κύτταρα μιᾶς μηλιᾶς
Μιὰ κρυφὴ καταστροφὴ φουντώνει.
Πῶς πᾶνε ὅλα ρολόι. Πόσο εἰρηνικὰ
εἶναι ὅλα,
Πόσο πολιτισμένα. Ἡ πληθώρα κι ἡ
γραφειοκρατία.
Τὸ τσιμέντο, οἱ μπανάνες, ὁ
βουβὸς πανικὸς τῶν ζώων
Κατὰ τὴ μεταφορά
Καὶ μετὰ τὸ ξεκοίλιασμα.
Αὐτὴ τὴν ὄψη ἔχει ὁ θάνατος ποὺ
δὲν τὸν βλέπει κανένας;
Στὸ σοῦπερ-μάρκετ ἡ ἐκπληκτικὴ
προσφορά:
Κρέας μινώταυρου – σήμερα
μισοτιμῆς!
Σοφὰ ρήματα
Ὅλα τὰ σοφὰ ρήματα εἶναι ἀθέατα.
Στριφογυρίζουν γύρω ἀπὸ
δραστηριότητες
Ποὺ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ
μάθει. Λέγονται ἀφανίζομαι, σβήνω,
Ψοφῶ καὶ βγάζουν σὲ
μιὰ περιοχὴ πού ‘ναι χωρὶς ἀνθρώπους.
Χωρὶς νὰ τὰ ἀντιλαμβάνεσαι
γλιστροῦν ἀθόρυβα μέσα στὸν χῶρο.
Εἶναι ἀκόμα κι ἄλλα ρήματα ὅπως
καταρρέω,
Διαλύομαι.
Μ’ ἕνα χέρι ἀόρατο χαϊδεύουν αὐτὸ
Ποὺ κάποτε ὑπῆρξε. Σκεπάζουν μὲ
χιόνι, μὲ ὁμίχλη τὶς σκέψεις,
Φανερώνονται σὰν γραμμὴ κιμωλίας
στὸν μαυροπίνακα.
Δίνουν στὴ γλώσσα μιὰ ὤθηση γιὰ
τὸ φινάλε.
Εἶναι κι ἄλλα ρήματα, ὅπως χιονίζει, παγώνω, γερνάω,
Χάνω τὸ θάρρος μου, πεθαίνω.
Μποροῦν νὰ λύσουν τῆς σοφίας τὰ
γόρδια δεσμά.
Εἶναι σὰν σημεῖα περιπλανώμενα
τυφλά
Ὑπάρχουν σ’ ὅλων τῶν ψυχῶν τὶς ἀκρώρειες.
Τὰ σοφὰ ρήματα δὲν εἶναι ἰδιαίτερα
φημισμένα.
Ἐργάζονται μεθοδικά, μπορεῖς νὰ
τὰ ἐμπιστευθεῖς.
Ὑπάρχουν τὰ ρήματα αὐτά, ὅπως
κι ὁ ἔρωτας.
Ἐγχειρίζουν συγκαλυμμένα καὶ
προχωροῦν ἀθόρυβα
Ὑπὸ τὴν προστασία τῶν οὐσιαστικῶν.
Σκοπός τους οἱ ὁρίζοντες ἐκεῖνοι
ποὺ δὲν τοὺς φτάνει τίποτα.
Μισάνθρωπος ἀνθρωπιστής
Τὸ μυαλὸ εἶναι μιὰ ἀποθήκη - ἢ
μήπως ὄχι;
Τὸ μυαλὸ λειτουργεῖ ὅ,τι κι ἂν
συμβεῖ, ὅποιος κι ἂν κυβερνᾶ.
Τὸ μυαλὸ γνωρίζει ἀπὸ πρὶν κάθε
καινούργιο κίνδυνο.
Διάλεξα νὰ μὴν βουλιάξω. Τώρα ἔφτασα
ἐκεῖ
Ὅπου συνωστίζονται οἱ ἀδυναμίες.
Ἔχουν τρελαθεῖ ,
Ἀναζητοῦν γνωριμίες, πασχίζουν
πολὺ οἰκογενειακά
Γι’ ἀναγνώριση - ὅπως τὰ παιδιὰ
ποὺ ζητοῦν γλυκά.
Προσπάθησε νὰ περιγράψεις ὁ ἴδιος
τὸν ἑαυτό σου: Εἶσαι
Μισάνθρωπος ἀπὸ συντροφικότητα,
ἀνθρωπιστὴς ἀπὸ μοναξιά.
Κανένα ἐρωτηματολόγιο δὲν σὲ
χωρᾶ. Κι ἐσὺ ὁ ἴδιος
Οὔτε ποὺ ἐννοεῖς πὼς εἶσαι ἐδῶ,
καταμεσῆς σ’ αὐτὴ τὴν τρέλα,
Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον στὸ λάθος
μέρος. Τὸ μυαλὸ δὲν εἶναι καταφύγιο,
Ἀλλὰ ἐκεῖ ἔξω ἐπικρατεῖ πόλεμος
γιὰ ὅλα ὅσα εἶναι
Πέρα ἀπὸ κάθε μέτρο: Τὴν πίστη,
τὴν εὐτυχία τῶν εἰδῶν, τὸ χρῆμα.
Τὸ μυαλὸ δὲν ἡσυχάζει ποτέ, διαμαρτύρεται,
διεξάγει δίκες ὁλοένα.
Μετάφραση: Θανάσης Λάμπρου
Ο Θανάσης Λάμπρου γεννήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1962 στην πόλη της Λαμίας. Είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, στο Πανεπιστήμιο της πόλης Φράιμπουργκ (Freiburg i. Br.), όπου σπούδασε από την αρχή φιλοσοφία, κλασική φιλολογία και ιστορία της τέχνης. Το 1991 έλαβε το πτυχίο (Μagister Αrtium) της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ και στη συνέχεια, ως υπότροφος γερμανικού Ιδρύματος, εκπόνησε διδακτορική διατριβή στον τομέα της Φιλοσοφίας και ανακηρύχθηκε το 1994 Διδάκτωρ Φιλοσοφίας (Ph.D.) του ιδίου Πανεπιστημίου. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 δημοσιεύτηκαν, σε ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά περιοδικά, πρωτότυπα κείμενα και μεταφράσεις του, ενώ τη διετία 1998-2000 δίδαξε Θεωρία και Πράξη της Μετάφρασης στο Ινστιτούτο Γκαίτε Αθηνών.
Η συνέντευξη του Θανάση Λάμπρου που φιλοξενήθηκε στo Bookpress εδώ:
https://www.bookpress.gr/sinenteuxeis/ellines-ii/thanasis-lamprou