γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ
|
Τζον Τσίβερ, Ο Κολυμβητής – και άλλες ιστορίες,
Μετάφραση – εισαγωγή Κωστής Καλογρούλης,
σελ.223, Καστανιώτης 2013
|
Blake Bailey, “Cheever: A Life”,
770 p., Knopf 2009
Ηθογράφος της μεσοαστικής Αμερικής, ο Τζων Τσίβερ (1912- 1982) πρωτοπαρουσιάζεται στην Ελλάδα τριάντα ένα χρόνια μετά τον θάνατό του με μερικά από τα κορυφαία του διηγήματα που σκάβουν κάτω από την απαστράπτουσα επιφάνεια της ευημερίας και της αέναης ανάπτυξης.
«Η Κριστίνα είναι το είδος της γυναίκας που (......) ζαλίζεται και μόνο στη σκέψη της ποικιλίας των δραστηριοτήτων και ενδιαφερόντων της. Και τι κάνει συνήθως σε μια συνηθισμένη μέρα; Με πηγαίνει με τ’ αμάξι μέχρι το σταθμό του τρένου. Επισκευάζει τα πέδιλα του σκι. Κλείνει γήπεδο τένις. Αγοράζει το κρασί και τα απαραίτητα ψώνια για το μηνιαίο δείπνο της Societέ Gastronomique du Westchester Nord. Τσεκάρει μερικά λήμματα στην εγκυκλοπαίδεια Larousse. Παρίσταται σε ένα συμπόσιο της Ένωσης Γυναικών Ψηφοφόρων. Πηγαίνει σε γεύμα προς τιμήν της θείας του Μπόμπσι Νιλ. Ξεριζώνει τα αγριόχορτα από τον κήπο. Σιδερώνει μια στολή για την υπηρέτρια μερικής απασχόλησης. Τυπώνει δυόμισι σελίδες για την εργασία της πάνω στα μυθιστορήματα του Χένρι Τζέημς. Αδειάζει τους σκουπιδοτενεκέδες. Βοηθάει την Ταμπίθα να ετοιμάσει το βραδινό των παιδιών. Βοηθάει τον Ρόνι στην προπόνησή του μπέιζμπολ. Πιάνει τα μαλλιά της σε μπούκλες. Συνεννοείται με το μάγειρα. Προλαβαίνει το τρένο. Κάνει μπάνιο. Ντύνεται. Υποδέχεται τους καλεσμένους της στις επτά και μισή μιλώντας γαλλικά. Λέει bon soir στις έντεκα. Ξαπλώνει στην αγκαλιά μου μέχρι τις δώδεκα. Εύρηκα! Εσείς μπορεί να πείτε ότι είναι ματαιόδοξη αλλά εγώ νομίζω ότι είναι μια γυναίκα που απολαμβάνει τη ζωή σε μια χώρα νέα και ευημερούσα».
Η παράγραφος αυτή από το διήγημα Ο διαρρήκτης του Σέιντι Χιλλ είναι ενδεικτική της θεματογραφίας του Τζων Τσίβερ. Ταυτόχρονα όμως αναδεικνύει επαρκώς από τη μια μεριά την κριτική / σαρκαστική ματιά του και από την άλλη την κατανόηση / συμπόνια / δικαιολόγηση της καταναλωτικής φρεσκάδας, της προαστιοποίησης, της αυτονόητα καλής ζωής σε μια κοινωνία που δίνει τον τόνο στα πράγματα. Γιατί βεβαίως έχουμε να κάνουμε με μια χώρα ευημερούσα, σταθερά αναπτυσσόμενη μετά τα χρόνια του Μεγάλου Κραχ, νικήτρια δύο παγκοσμίων πολέμων, με την ιδέα του Καλού να βρίσκεται αυτονοήτως στη μεριά της, με τις τεχνολογικές εξελίξεις και τα πολιτισμικά πρότυπα να καθορίζονται εν πολλοίς από αυτήν. Η μεταπολεμική Αμερική στην οποία αναδεικνύεται ο Τσίβερ εξακολουθεί να είναι μια νεαρή χώρα, απενοχοποιημένη και πολύ μακριά από την Ευρώπη και τα ιστορικά βαρίδια της. Η Άγρια Δύση έχει κατακτηθεί οριστικά, οι απέραντες ακατοίκητες εκτάσεις ή αλλιώς wilderness (δυσμετάφραστος όρος) έχουν υποταχθεί, η πολυεθνοτικότητα, η ανεξιθρησκεία και η κοινωνική κινητικότητα έχουν εγκαθιδρυθεί οριστικά, ενώ η καλπάζουσα τεχνολογία υπόσχεται ένα διαρκώς καλύτερο μέλλον για τους πολλούς σε καθεστώς ελευθερίας. Ακόμη και τα νέα κοινωνικά κινήματα βρίσκουν σταθερό έδαφος να αναπτυχθούν διεκδικώντας την επονομασθείσα «Τρίτη Γενιά» ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Με το αυτοκίνητο να έχει οριστικά εκτοπίσει το άλογο και την ταχυδρομική άμαξα, η προαστιοποίηση υλοποιείται σταθερά επί του εδάφους και μεγάλο μέρος του έργου του Τσίβερ εντάσσεται σε αυτήν. Ο αγροτικός χώρος αστικοποιείται, το οδικό δίκτυο πυκνώνει με ραγδαίους ρυθμούς, οι χρήσεις γης διαφοροποιούνται. Το τυπικό αμερικανικό σπίτι διαθέτει κήπο και γκαράζ, πισίνα και κατοικίδια, είναι πανταχόθεν ελεύθερο και έχει διαχωρισθεί από άλλες χρήσεις γης. Οι βιομηχανικές ζώνες βρίσκονται πολύ μακριά, τα δημόσια κτίρια, τα σούπερ μάρκετ, ακόμη και τα σχολεία απαιτούν αυτοκίνητο. Οι τόποι κατοικίας είναι αποκλειστικά τόποι κατοικίας, μέρη για να τρως και να κοιμάσαι, να παίζεις τέννις και να κάνεις μπάρμπεκιου, να οργανώνεις παιδικά πάρτι και φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. Ο χώρος συρρικνώνεται και «ζωνοποιείται». Κι αν η συσσώρευση ουρανοξυστών σηματοδοτεί στα κέντρα όλων των αμερικανικών πόλεων τις αστικές διοικητικές συγκεντρώσεις του προηγμένου τριτογενούς τομέα, είναι η προαστιοποιημένη ύπαιθρος που χαρακτηρίζει πλέον το απέραντο αμερικανικό τοπίο.
Αναφέρθηκα στα πιο πάνω γιατί είναι σ’ αυτό το σχήμα που εντάσσονται οι μεγάλες και μικρές αφηγήσεις του Τσίβερ. Ο Τζων Απντάικ, ο Ρίτσαρντ Γέιτς, ο Ρέημοντ Κάρβερ, παλιότερα o Φ. Σ. Φιτζέραλντ και πολλοί άλλοι, ασχολήθηκαν επιμελώς με την χάραξη επί του εδάφους του αμερικανικού ονείρου που έμελλε να καθορίσει τα πολεοδομικά πρότυπα και στον υπόλοιπο κόσμο – της Ελλάδας μη εξαιρουμένης, ανεξάρτητα από τις τοπικές παθογένειες της αυθαιρεσίας, της έλλειψης σχεδιασμού και της ανυπαρξίας υποδομών. Μόνο που η αμερικανική μυθολογία των προαστίων διαθέτει πιστοποιητικό γνησιότητας και επομένως δικαιούται και να κατεδαφίζει κριτικά εαυτήν. Όταν λέμε ότι ο Τσίβερ γράφει εν πολλοίς για τα προάστια εννοούμε ότι γράφει για την Αμερική. Πρόκειται ουσιαστικά για ταυτολογία. Ακόμη και από αέρος είναι εμφανείς σε όλη την Αμερική οι προαστιακές γειτονιές με τους άψογα σχεδιασμένους δρόμους, τις πρασιές, την βλάστηση, τις πισίνες, και πολύ σπάνια ένα μεγαλύτερο οίκημα που υποθέτεις πως δεν μπορεί να είναι παρά εκκλησία ή κάποιος χώρος κοινοτικών, πολιτισμικού τύπου δραστηριοτήτων.
Βέβαια, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όταν ο Τσίβερ γράφει τα καλύτερα διηγήματά του, δεν έχει παγιωθεί ολοσχερώς η ζωή στα προάστια. Η ηρωίδα που περιγράφηκε στην αρχή ανήκει σ’ ένα νέο είδος που απολαμβάνει ένα αναβαθμισμένο περιβάλλον και την πολυτέλεια του υπερμεγέθους, πλήρως εξοπλισμένου σπιτιού της. Τα καλά του αγροτικού χώρου συντήκονται με εκείνα της αστικής ζωής μόνο που η κοινωνική ένταξη πάσχει, η έννοια της γειτονιάς και της κοινότητας οφείλει να επανεφευρεθεί, η αναμονή του συζύγου που εργάζεται στην πόλη -μιας και κατοικία και εργασία έχουν πάρει διαζύγιο- γίνεται συχνά αβάσταχτη. Οι αμερικανοί συγγραφείς επιχειρούν να ερευνήσουν αυτό το νέο ανθρώπινο είδος που η παραδείσια πλήξη το κάνει να αναζητεί διαρκώς νέες ενασχολήσεις και η εφεύρεση της έννοιας του ελευθέρου χρόνου το οδηγεί σε διαρκή πάρτι, γεύματα, χορούς και τον προγραμματισμό διακοπών στην Καραϊβική. Στις προαστιοποιημένες περιοχές όπως το επινοημένο Σέιντι Χιλλ του Τσίβερ κάπου στα βόρεια της Νέας Υόρκης, η ανθρώπινη τραγωδία παίζεται αδιάλειπτα χωρίς η ουσία της να αλλάζει. Κάτω από την επιφάνεια της ευμάρειας και του καταναλωτισμού, βρίσκονται μισοθαμμένα τα άγχη της οικονομικής ανασφάλειας, της διατήρησης του υψηλού επιπέδου διαβίωσης της οικογένειας, της καταναλωτικής επίδειξης, των χρεών και των υποθηκών. Όταν κάτι πάει στραβά οι άνθρωποι πιάνονται απροετοίμαστοι καθώς έχουν γαλουχηθεί με την πεποίθηση ότι τα πάντα γύρω τους μόνο καλύτερα μπορούν να γίνουν – ποτέ χειρότερα. Επιπλέον οι δεσμεύσεις τους, κοινωνικές και προσωπικές, μοιάζουν να τους έχουν παγιδεύσει. Κάπως έτσι στο Ο Διαρρήκτης του Σέιντι Χιλλ, ο προσφάτως απολυθείς από την δουλειά του πρωταγωνιστής θα φτάσει να γίνει κλεφτρόνι, μπαίνοντας νύχτα στο σπίτι του γείτονά του, σε μια κοινότητα όπου οι πόρτες παραμένουν ανοιχτές για όλους. Οι ακάλυπτες επιταγές και τα ελλείποντα χρήματα δεν απειλούν απλώς με ένα ταπεινότερο επίπεδο διαβίωσης αλλά με κατάρρευση ολόκληρου του οικογενειακού οικοδομήματος και των υποθέσεων εργασίας στις οποίες αυτό βασίστηκε.
Οι άνθρωποι παραμένουν άνθρωποι όπου κι αν τους εμφυτεύσεις, μοιάζει να μας λέει ο Τσίβερ. Νοσταλγούν τα αθώα παιγνίδια των παιδικών τους χρόνων, τα άγρια δάση και τα κελαρυστά ρυάκια, τον ύπνο κάτω από τα αστέρια. Ονειρεύονται περιπέτειες και ξένους τόπους ακόμη και όταν έχουν υλοποιήσει όλα τα όνειρά τους, ακόμη και όταν τα παιδικά τραύματα έχουν ξεπεραστεί (και ο Τσίβερ είχε κάμποσα). Μισούν την ανία. Ερωτεύονται. Κάποτε μισούν την τακτοποιημένη ζωή τους και επανεφευρίσκουν τα πράγματα του κόσμου τούτου. Γι αυτό το δράμα καραδοκεί. Γι αυτό λ, χ. ο ήρωας του διηγήματος Ο Κολυμβητής που δίνει τον τίτλο του σ’ αυτή τη συλλογή –ίσως το πιο ευφάνταστο του Τσίβερ- μοιάζει να αναπροσδιορίζει εξ αρχής τα πάντα όταν μια ωραία πρωία αποφασίζει να ανασυγκροτήσει τον τεμαχισμένο κόσμο του κολυμπώντας διαδοχικά σε όλες τις πισίνες της πόλης. Σαν σύγχρονος εξερευνητής μιας απολύτως οικείας και εκπολιτισμένης περιοχής, διασχίζει κήπους, καλημερίζει φίλους και την πρώην ερωμένη του, κολυμπάει για λίγο, πίνει ένα ποτό εδώ κι εκεί, περνάει από χωράφια και δρόμους βλέποντας τα πράγματα και τους παραξενεμένους γείτονες υπό μια νέα οπτική γωνία. ΄Ωσπου, έχοντας πια ολοκληρώσει αυτό που επιθυμούσε, έχοντας τρόπον τινά ενοποιήσει τον κοινωνικό του χώρο μέσω του υγρού στοιχείου, φτάνει το βραδάκι με τα πολλά εξαντλημένος σπίτι του και το βρίσκει άδειο κι εγκαταλειμμένο από την οικογένειά του.
Το φυσικό στοιχείο παίζει έτσι κι αλλιώς σημαντικό ρόλο στα αφηγήματα του Τσίβερ. Η λύτρωση λ.χ. στον Διαρρήκτη του Σέιντι Χιλλ έρχεται αιφνιδιαστικά για τον αφηγητή μέσα από μια καθαρτήρια βροχή:
«Ενώ περπατούσα προς το σπίτι των Πιούτερ άκουσα ένα δυνατό θρόισμα στα δέντρα και στους κήπους, και αναρωτήθηκα τι ήταν, μέχρι που ένοιωσα τη βροχή στα χέρια και στο πρόσωπό μου, κι έπειτα άρχισα να γελάω. Εύχομαι να μπορούσα να πω ότι ήταν ένα αθώο παιδί που με επανέφερε στο σωστό δρόμο ή η απόμακρη μουσική από μια εκκλησία ή κάποιο καλό ξωτικό, αλλά δεν ήταν παρά η βροχή στο κεφάλι μου. Δεν ήμουν παγιδευμένος. Βρισκόμουν εδώ στη γη επειδή το είχα επιλέξει. Και δεν είχε τόση σημασία που είχα λάβει τα δώρα της ζωής αλλά ότι τα κατείχα».
Η φύση λοιπόν γίνεται εφαλτήριο απελευθέρωσης και εξαγνισμού που, όπως στην παλιά υπερβατική μυθολογία των Έμερσον και Θορώ, ταυτίζεται με την υπαρξιακή ελευθερία της επιλογής ή απλούστερα με την σκέτη λυτρωτική ελευθερία. Αλλά η φύση βρίσκεται διακριτικά παντού στο έργο του Τσίβερ, ακόμη και σε μια μεγαλούπολη σαν τη Νέα Υόρκη. Τα εύπλαστα σύννεφα, η βροχή, η μυρωδιά της ασφάλτου, οι ανεμπόδιστες θέες της ενδοχώρας και του υδατικού δικτύου, πάνω απ’ όλα όμως το φως, παίζουν ένα φιλόδοξο ρόλο, συχνά καθοριστικό για τη ροή της αφήγησης. Και η πάλη των φυσικών στοιχείων αντανακλά με ιμπρεσιονιστικό θα λέγαμε τρόπο την περίπλοκη εσωτερική ζωή των ηρώων του, καθώς η μάχη καλού και κακού να απειλεί να συντρίψει την τακτοποιημένη ζωή τους. Δεν πρόκειται πια εδώ για την φύση διαφθορέα των Πουριτανών, αλλά για ένα λυτρωτικό καταλύτη που αφηγείται συναρπαστικές ιστορίες, πέρα από (και δίπλα στα) ανθρώπινα.
Ο Τζων Τσίβερ έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στη Νέα Υόρκη πριν προαστιοποιηθεί στο Γουέτσεστερ και παρακολούθησε στενά, ήδη από τη δεκαετία του ’30, την δημιουργία της νέας μεγάλης μητρόπολης του κόσμου, με τους πρώην αγρότες να φτάνουν κατά κύματα και τις φιλόδοξες νεαρές του Νότου και του Μίντγουεστ να προσπαθούν με κάθε τρόπο να πιάσουν την καλή. Η αστική αποξένωση, οι καταρρέουσες ελπίδες και η κοινωνική κινητικότητα απεικονίζονται λοιπόν κυρίως στα πρώιμα διηγήματά του όπου η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι παρόντα εν μέσω μιας απαστράπτουσας ευημερίας. Η ζοφερή και απειλητική ατμόσφαιρα της μεγαλούπολης είναι παρούσα λ.χ. στα πρώτα τρία διηγήματα της συλλογής, κυρίως στο Καψουροτράγουδο, πιθανότατα εμπνευσμένο από τον μύθο της Εκάτης, όπου η ηρωίδα, με διαψευσμένα τα όνειρά της για μια μεγάλη καριέρα, τρέφεται από τις ατυχίες και τα θανατικά που συμβαίνουν γύρω της μέσω των διαδοχικών εραστών της. Αλλά το χαρακτηριστικότερο ίσως αφήγημα αυτής της περιόδου του Τσίβερ και έργο πρόδρομο του μαγικού ρεαλισμού είναι Το τεράστιο ραδιόφωνο όπου οι ζωές των άλλων εισβάλλουν στο ενδιαίτημα του πρωταγωνιστικού ζεύγους μέσω των ερτζιανών και όπου αίφνης οι ήρωες γίνονται εθισμένοι ωτακουστές των πιο ανεπάντεχων ιστοριών οικογενειακής βίας, μέχρι να αποκαλυφθούν και οι δικές τους αμαρτίες. Στο Ω! πόλη των τσακισμένων ονείρων και στο Τα Χριστούγεννα είναι μια μελαγχολική περίοδος για τους φτωχούς, μοιάζει σαν ο Κάρολος Ντίκενς να μετακόμισε ετεροχρονισμένα στη Νέα Υόρκη διεισδύοντας στα λημέρια των ηθελημένα ξεριζωμένων από τον τόπο τους επαρχιωτών που ψάχνουν το όνειρό τους στη μεγαλούπολη.
Αλλά οι ήρωες του Τσίβερ δεν παύουν να ονειρεύονται και να νοσταλγούν ένα προ πολλού χαμένο παρελθόν. Η γραμματέας που έγινε αντικείμενο σεξουαλικής εκμετάλλευσης και στη συνέχεια απολύθηκε από το αφεντικό της, του λέει χώνοντάς του ένα πιστόλι στα πλευρά, στο Τρένο των Πέντε και Σαράντα Οκτώ που τον μεταφέρει στον οικογενειακό παράδεισο:
«Νοιώθω ο εαυτός μου όταν αρχίζει να νυχτώνει. Αλλά παραμένω καλύτερη από σένα. Ακόμα έχω καλά όνειρα πού και πού. Ονειρεύομαι πικνίκ και τον παράδεισο και την αδελφότητα των ανθρώπων, αλλά και κάστρα στο σεληνόφως και ένα ποτάμι με ιτιές γύρω από τις όχθες του και ξένες πόλεις, και, τέλος πάντων, γνωρίζω περισσότερα για την αγάπη από ό,τι εσύ».
Τι γνώριζε ο ίδιος ο Τσίβερ για την αγάπη; Οι βιογράφοι και η οικογένειά του μάλλον συμφωνούν ότι ήταν ανυπόφορος σαν χαρακτήρας. Ο Μπλέηκ Μπέιλυ(1963- ), βιογράφος επίσης του Ρίτσαρντ Γέητς, ο οποίος συνέγραψε την ογκωδέστερη και πληρέστερη βιογραφία του Τσίβερ αποκτώντας πλήρη πρόσβαση στα αρχεία της οικογένειας, περιγράφει τα ημερολόγια του συγγραφέα ως τον «θρίαμβο του τραγικωμικού σολιψισμού». Ο Τσίβερ βίωσε τραυματικά μια οικογενειακή οικονομική καταστροφή όχι και τόσο ασυνήθιστη για τη γενιά του, βρέθηκε στη Νέα Υόρκη όπως τόσοι και τόσοι άλλοι αναζητώντας την τύχη του, και κατάφερε να υλοποιήσει επί του εδάφους μια απαστράπτουσα ζωή που όμως «πολύ λίγη ευτυχία του προσέφερε», όπως έχει γράψει στον New Yorker ο στενός του φίλος Τζων Απντάικ. Συγγραφέας πέντε μυθιστορημάτων και εκατόν είκοσι από τα πιο αξιοπρόσεκτα διηγήματα που έχουν γραφεί στην από κει όχθη του Ατλαντικού, ο Τζων Τσίβερ απήλαυσε άφθονη λογοτεχνική δόξα στη διάρκεια της ζωής του και ακόμη περισσότερη μετά το θάνατό του σε ηλικία εβδομήντα χρόνων. Έζησε ακόμη μια άνετη ζωή, κυρίως μετά την δημοσίευση, το 1956 του TheWapshot Chronicle. Όμως μοιάζει σαν να μην αγάπησε ποτέ τον εαυτό του, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ένας εραστής του, σύντροφός της ύστερης ομοφυλοφιλικής του περιόδου που ο ίδιος ο συγγραφέας δυσκολεύτηκε πολύ να παραδεχτεί. Η δόξα του φυσικού κόσμου και ο θρίαμβος της ανόδου του από τη θέση του φτωχού και άνεργου νέου στα ύψη του Βραβείου Πούλιτζερ, μόνο πρόσκαιρη ικανοποίηση μοιάζουν να του προσέφεραν. Ίσως αυτή η δυσαρμονία με τον εαυτό του και οι διαρκείς περιπλοκές με την κοινωνική πραγματικότητα να είναι βέβαια η μοίρα των καλών και λιγότερο καλών συγγραφέων, σε κάθε περίπτωση πάντως ο αλκοολισμός και η βία δεν είναι κοινή σε όλους. Εν μέσω των καλά ζυγισμένων φράσεών του και του λαμπερού γάμου του με την Μαίρη Γουίντερνιτζ, ο Τσίβερ, σαν άλλος Κίρκεγκωρ ή ίσως Κάφκα, μοιάζει να αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του σαν ένα είδος λάθους, σαν προϊόν του προπατορικού αμαρτήματος. Ριζωμένοι στα προάστια ή ξεριζωμένοι στη μεγαλούπολη, οι ήρωές του είναι, πιθανότατα όπως και ο ίδιος, έρμαια της ζωής, σκοτεινοί, μοναχικοί, ενίοτε διεφθαρμένοι, αγχώδεις και σε πλήρη σύγχυση. Και όμως ο Τσίβερ δεν είναι στωικός. Πιστεύει στην προσωπική λύτρωση, πιστεύει στα ανοιχτά ενδεχόμενα της ζωής ή αν το θέλουμε στα διχαλωτά μονοπάτια της ύπαρξης που θα ‘λεγε αργότερα ο ομότεχνός του νομπελίστας Τζ. Μ. Κουτσί. Η πραγματικότητά δίνεται ιμπρεσιονιστικά και η τελευταία παράγραφος στα αφηγήματά του αντανακλά σχεδόν πάντα μια διονυσιακού τύπου υπέρβαση.
Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της.
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.