Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

Ολοι οι δρόμοι οδηγούν στη Θήβα

Αναδημοσίευση από το "Βήμα" 24/07/2016 :http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=817112#.V5YH8Ma8Joy.google_plusone_share

Η πόλη της Βοιωτίας παρουσιάζει στο ανακαινισμένο Αρχαιολογικό Μουσείο 3.000 τεκμήρια της ιστορίας της, τα περισσότερα από τα οποία εκτίθενται πρώτη φορά

Αρχαϊκοί κούροι από το ιερό του Πτώου Απόλλωνος, από τα εντυπωσιακά εκθέματα του μουσείου
Υπάρχει ένα τραγούδι του Λάκη Παπαδόπουλου που δεν γνώρισε ποτέ επιτυχία. Ο τίτλος του «Κανείς δεν πάει στη Θήβα» και αναφέρεται βεβαίως στο ότι η πόλη που βρίσκεται μόλις 93 χιλιόμετρα από την Αθήνα δεν αποτέλεσε ποτέ αφορμή έστω για μια προσωρινή παράκαμψη από την εθνική οδό που βρίσκεται τόσο κοντά της. Ωστόσο τα πράγματα θα μπορούσαν να αλλάξουν. Το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών άνοιξε ξανά τις πόρτες του έπειτα από εννέα χρόνια που παρέμεινε κλειστό και πλέον, μεγαλύτερο και λαμπερό, παρουσιάζει στο κοινό τους θησαυρούς του πολιτισμού της Θήβας, της τρίτης ηγεμονικής δύναμης της αρχαιότητας μετά την Αθήνα και τη Σπάρτη. Μάλιστα, το υπερσύγχρονο κτίριο 1.000 τ.μ., έναντι των περίπου 500 τ.μ. του παλαιού, βρίσκεται μέσα σε έναν αύλειο χώρο που λειτουργεί ως ένας άλλος «κήπος με τα αγάλματα», με τις επιγραφές και τους επιτύμβιους λέοντες και στήλες που χρονολογούνται από τους κλασικούς χρόνους ως τη βυζαντινή περίοδο - ανάμεσά τους και η επαναπατρισμένη «μαύρη» επιτύμβια στήλη από το Μουσείο Γκετί. Αν συνυπολογίσει κανείς το ότι ο μεσαιωνικός πύργος στον αύλειο χώρο, το ορόσημο της περιοχής από τον 13ο αιώνα και η αιτία που το μουσείο δεν απομακρύνθηκε από το συγκεκριμένο σημείο απ' όταν πρωτοθεμελιώθηκε το 1905, και βεβαίως το εντυπωσιακό γεγονός ότι το 80% από τα περίπου 3.000 εκθέματά του παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό, μάλλον όλοι θα έπρεπε να αρχίσουν να πηγαίνουν στη Θήβα.



Εκθεση για όλη τη Βοιωτία
«Στην ουσία πρόκειται για το Μουσείο Βοιωτίας» εξηγεί η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας κυρία Αλεξάνδρα Π. Χαραμή, το οποίο διαρθρώνεται σε 18 ενότητες μέσα και έξω από το κτίριο και σε ένα σύνολο 2.692 τ.μ. Είναι ένα μουσείο όπου όπως θα περίμενε κανείς δεν λείπει το «δράμα». Συγκεκριμένα, η προθήκη με αντικείμενα από τις πρώτες ανασκαφές στην περιοχή που υποδέχεται τον επισκέπτη μέσα στο κτίριο και περιλαμβάνει τον πρώτο κατάλογο αντικειμένων της συλλογής από τον έφορο Αρχαιοτήτων Ευκλείδη Βαγιάννη το 1894 ή τις γερμανικές εφημερίδες που χρησιμοποιήθηκαν ως περιτυλίγματα αγγείων για την απόκρυψή τους στις παραμονές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν του λείπει βεβαίως ούτε και ο μύθος. Πώς θα μπορούσε άλλωστε από τη στιγμή που στη Βοιωτία γεννήθηκαν και έζησαν θεοί και ήρωες όπως ο Ηρακλής, ο Οιδίποδας, η Αντιγόνη ή ο Διόνυσος (έστω κι αν αυτός ο τελευταίος ανατράφηκε αλλού). Εξ ου και η συγκεκριμένη ενότητα ξεκινά με έναν ανάγλυφο σκύφο από την Τανάγρα (2ος αι. π.Χ.) όπου εικονίζεται ο μύθος της ίδρυσης των Θηβών από τον Κάδμο. Από 'κεί και πέρα και καθώς ο επισκέπτης οδηγείται στην επέκταση του μουσείου, η συλλογή χωρίζεται σε 11 χρονολογικές ενότητες, από την παλαιολιθική εποχή ως την οθωμανική κυριαρχία. Με καθαρότητα, σαφήνεια αλλά και με μέτρο παρουσιάζονται σε κάθε γωνιά του αντικείμενα που σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό. Ορισμένα σε εντυπωσιάζουν χάρη στη μεγάλη τους κλίμακα, όπως για παράδειγμα ένα ψηφιδωτό δάπεδο από τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους όπου εικονίζονται οι προσωποποιήσεις των μηνών, το οποίο παρουσιάζεται μάλιστα στον επισκέπτη κάτω από ένα γυάλινο πάτωμα, ή η επιτύμβια στήλη των ρωμαϊκών χρόνων με το ζωγραφικό πορτρέτο του νεαρού Θεόδωρου που θυμίζει πολύ έντονα Φαγιούμ. Κάποια άλλα προκαλούν τον θαυμασμό χάρη στην ταπεινότητα της δικής τους κλίμακας. Από το μικροσκοπικό ειδώλιο με τον άντρα που τρίβει τυρί σε μια λεκάνη, ένα δείγμα της αρχαϊκής εποχής από τη Ριτσώνα, ως το γυναικείο ειδώλιο με ιμάτια και κωνικό καπέλο, μια κομψότατη «Ταναγραία» κόρη από τη Θήβα της ελληνιστικής περιόδου, σε όλο το μουσείο ανακαλύπτεις εκθέματα που αναδεικνύουν τον πλούσιο πολιτισμό που ήκμασε στην περιοχή και την αμίμητη δεξιοτεχνία των αρχαίων τεχνιτών.


Τα highlights του μουσείου, κοινώς τα μοναδικά εκθέματα των συλλογών του, είναι εξίσου εντυπωσιακά. Πρόκειται για τις «μαύρες» εγχάρακτες επιτύμβιες στήλες της κλασικής εποχής, τους σφραγιδοκυλίνδρους από λαζουρίτη από το ανάκτορο της Θήβας με προέλευση από τη Μεσοποταμία, τις πήλινες λάρνακες του μυκηναϊκού νεκροταφείου της Τανάγρας και τους αμφορείς σε Γραμμική Β' από το μυκηναϊκό ανάκτορο της Θήβας. Στον εξώστη όπου παρουσιάζεται η πνευματική ακτινοβολία της περιοχής από την αρχαιότητα ως σήμερα, με μια μίνι περιήγηση στην ιστορία της περιοχής για τους πιο βιαστικούς επισκέπτες που δεν προλαβαίνουν να μελετήσουν ενδελεχώς το μουσείο, δεσπόζει ένα έκθεμα που συνδέει τις δύο μακρινές μεταξύ τους εποχές. Είναι το θεατρικό κοστούμι που φόρεσε η Ρένη Πιττακή σε παράσταση τραγωδίας του θηβαϊκού κύκλου, συγκεκριμένα στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» σε παραγωγή του Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν» το 2002. Αλλωστε, ούτε μία ούτε δύο, αλλά οκτώ από τις σωζόμενες τραγωδίες έχουν υπόθεση θηβαϊκούς μύθους.



Ενα έργο συλλογικό
Το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών άνοιξε τις πόρτες του επισήμως στις 7 Ιουνίου παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου και του υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Αριστείδη Μπαλτά. Χρειάστηκαν δύο χρόνια για την επέκταση του προϋπάρχοντος κτιρίου και επτά για την επανέκθεση των αντικειμένων. Πρόκειται για ένα έργο που ήρθε σε πέρας χάρη στη συνεργασία ανάμεσα στην 23η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και στην Θ' Εφορεία Προϊστορικών Κλασικών Αρχαιοτήτων (οι σημερινές Εφορείες Αρχαιοτήτων Ευβοίας και Βοιωτίας αντίστοιχα μετά τις συγχωνεύσεις του 2014) αλλά και τη Διεύθυνση Μουσείων του ΥΠΠΟ. Η πρώτη φάση περιελάμβανε επίσης, εκτός από την επέκταση, τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου καθώς και την εκπόνηση της μουσειολογικής και μουσειογραφικής μελέτης, υλοποιήθηκε χάρη στο Γ' ΚΠΣ και στοίχισε 8 εκατ. ευρώ. Η δεύτερη που αφορούσε στην επανέκθεση πραγματοποιήθηκε με κονδύλια ΕΣΠΑ 2007-2013 της 
Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας και στοίχισε περίπου 4 εκατ. ευρώ.

Τα χρόνια δεν ήταν λίγα, ακόμη και αν, όπως λέει η κυρία Χαραμή, «το στήσιμο μιας μόνιμης έκθεσης δεν είναι μια απλή διαδικασία. Μεταξύ άλλων έπρεπε να γίνει επιλογή και συντήρηση των αντικειμένων, ενώ επιπλέον έγιναν τέσσερις διαγωνισμοί, οι τρεις μάλιστα διεθνείς μόνο για τις προθήκες». Μεταξύ άλλων, στα θεμέλια του μουσείου βρέθηκαν... αρχαία (τι άλλο;) και η ανασκαφή έφερε στο φως την οικία μιας εύπορης οικογένειας από την πρώιμη εποχή του Χαλκού (περ. 2500 π.Χ.) αλλά και ευρήματα που έφταναν ως τους μυκηναϊκούς ανακτορικούς χρόνους και τη θεμελίωση του τείχους της Καδμείας. Μια γυάλινη γέφυρα φέρνει μάλιστα τον επισκέπτη πάνω από την ανασκαφή, η οποία παρεμπιπτόντως προστατεύεται από ένα στέγαστρο από εφελκυόμενη μεμβράνη.

Στο νέο κτίριο οργανώθηκαν πλήρως εξοπλισμένα εργαστήρια συντήρησης αρχαιοτήτων, μεταφέρθηκαν τα γραφεία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας, προβλέφθηκε αίθουσα εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Στον αύλειο χώρο θα λειτουργήσει σύντομα (;) ένα καφέ, καθώς «έχουμε κάνει ενέργειες προς το ΤΑΠΑ και περιμένουμε την ανταπόκρισή του για την ενοικίαση του αναψυκτηρίου αλλά και για να δημιουργηθούν γνήσια αντίγραφα από εκθέματα του μουσείου για το πωλητήριο» λέει η κυρία Χαραμή. Το μουσείο θα λειτουργεί καθημερινά (08.00-20.00) εκτός Δευτέρας και το εισιτήριό του θα κοστίζει 6 ευρώ. Δεδομένου ότι ανήκει στη «νέα εποχή», οι ψηφιακές-διαδραστικές εφαρμογές δεν λείπουν, ενώ εννοείται ότι υπάρχει πρόβλεψη για άτομα με κινητικές δυσκολίες, καθώς και εκθέματα που απευθύνονται αποκλειστικά σε άτομα με προβλήματα όρασης.

Το μεγάλο στοίχημα βέβαια αφορά την επισκεψιμότητα του μουσείου. «Θέλουμε να καταστήσουμε το μουσείο μας έναν ζωντανό οργανισμό, να έχει πολύ κόσμο, να γίνονται και άλλες εκδηλώσεις και συνέργειες στον αύλειο χώρο και στην πόλη» λέει η κυρία Χαραμή. Καθώς όμως η Θήβα δεν εντάσσεται σε κάποιο τουριστικό δίκτυο προώθησης τουριστών, θα πρέπει να δοθεί προσοχή ώστε το μουσείο να μην καταλήξει το κρυμμένο μυστικό των αρχαιολόγων και των ακαδημαϊκών. Η παρουσία του περιφερειάρχη Στερεάς Ελλάδας κ.Κώστα Μπακογιάννη στη δημοσιογραφική αποστολή έμοιαζε με υπόσχεση εξωστρέφειας, μια κατεύθυνση που ούτως ή άλλως προσπαθεί να δώσει στη «θαμπή», όπως τη χαρακτήρισε ένας συνάδελφος δημοσιογράφος, Περιφέρεια. Και αυτό γιατί αφενός δρομολογείται η έγκριση του έργου της ενοποίησης αρχαιολογικών χώρων στον Ορχομενό, άλλη μία πόλη στην οποία δεν πηγαίνει κανείς. Αφετέρου, στη δική του Περιφέρεια μόλις δημιουργήθηκε ένα τοπικό «Film Office» για την προσέλκυση επενδύσεων μέσω οπτικοακουστικών παραγωγών (κινηματογράφος, τηλεόραση, διαφήμιση).

Η ιστορία του κτιρίου του Μουσείου
Το πρώτο μουσείο χτίστηκε στο ίδιο σημείο το 1905 και ήταν στην ουσία η μετατροπή ενός παλαιού στρατώνα δίπλα στον μεσαιωνικό πύργο της πόλης της Θήβας. Το δεύτερο σχεδιάστηκε από τον Ιωάννη Θρεψιάδη και το 1962 χτίστηκε το ισόγειο κτίριο με προστώο στο οποίο στεγαζόταν το μουσείο για τέσσερις περίπου δεκαετίες, ως το 2007. Το νέο κτίριο, στην ουσία η επέκταση του παλαιότερου, παρουσιάζει στοιχεία της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής και σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα-μηχανικό Μιχάλη Σουβατζίδη, ενώ η μουσειογραφική μελέτη έγινε από τον Αντώνη Μανιουδάκη. Η μουσειολογική μελέτη έγινε από 12 αρχαιολόγους, ανάμεσά τους και ο πρώην έφορος της Θ' ΕΚΠΑ Βασίλειος Αραβαντινός, ο οποίος σήμερα ανασκάπτει τη συνέχεια του ανακτόρου της Καδμείας, δυο βήματα από το Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών, σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Βοιωτίας.


«Η μυστική ζωή των γυναικών»

 γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ

Margaret DrabbleΜωρό από ατόφιο χρυσάφι, μτφ. Κατερίνα Σχινά σε.424, ΠΟΛΙΣ 2015
-Μητρότητα, νοητική υστέρηση και αναδρομική ανάγνωση του παρελθόντος είναι οι άξονες του εντυπωσιακού τελευταίου βιβλίου της Μάργκαρετ Ντραμπλ-


Η Μάργκαρετ Ντραμπλ (1939- ) έχει συμπληρώσει μισό αιώνα ανελλιπούς παρουσίας στα βρεττανικά γράμματα. Παρά το ότι έχει «καταπιεί» τα μοντερνιστικά και μεταμοντερνικά κινήματα, θεωρείται ένα είδος κλασσικής εν ζωή συγγραφέως στα χνάρια ας πούμε της Τζωρτζ Έλλιοττ και της Τζέην Ώστιν. Η ίδια δεν αποποιείται τον χαρακτηρισμό της κλασσικής. Με ήρεμη, αυτοκυριαρχημένη, ειρωνική  και διορατική πρόζα αποτυπώνει συνήθως την μακροπερίοδη ζωή των γυναικών εν μέσω των δραματικών μεταπτώσεων στη ζωή τους αλλά και των κοσμογονικών αλλαγών που συντελούνται γύρω τους. Οι άντρες πάνε και έρχονται, αφήνουν τα ίχνη τους στη ζωή των γυναικών (μια ραγισμένη καρδιά, ένα σπίτι, μια πνευματική κληρονομιά, ενίοτε ένα παιδί), συχνά την καθορίζουν, αλλά σπανίως βρίσκονται στο επίκεντρο της αφήγησης. Η Ντραμπλ, μακριά από τα φεμινιστικά κελεύσματα που επιπόλαια της έχουν αποδοθεί,  επικεντρώνεται στην ανθρωπολογία των σύγχρονων γυναικών και στις ιδεολογικές, επιστημονικές και φιλοσοφικές παραδοχές που διέπουν την ύπαρξή τους στον σύγχρονο κόσμο.
    Έτσι και σ΄αυτό το 18ο βιβλίο της. Η κεντρική ηρωίδα, η Τζες, είναι κοινωνική ανθρωπολόγος. Ενηλικιώνεται στο κυοφορούμενο πολυπολιτισμικό Λονδίνο της δεκαετίας του ’60 που αποκτά χρώμα με το ροκ-εντ–ρολ, τις νέες μόδες της απελευθέρωσης και κριτικής προς τη βιομηχανική κοινωνία, της αλληλεγγύης στον Τρίτο Κόσμο και των αντιαποικιακών κινημάτων. Είναι μάλλον προνομιούχο κορίτσι και οι παρέες της περιλαμβάνουν διανοούμενους, καλλιτέχνες και ανθρώπους των επιστημών. Στο μοναδικό της ερευνητικό ταξίδι στην Αφρική υπό τον καθηγητή της, έρχεται σε επαφή με μια φυλή στη Βόρεια Ζάμπια που τα παιδιά της πάσχουν  από εκτρωδακτυλία, μια ασθένεια κληρονομική όπου τα δάχτυλα των χεριών ή ποδιών είναι ενωμένα. Τα παιδάκια είναι ωστόσο προσαρμοσμένα στην πάθησή τους, σπρώχνουν τα μονόξυλά τους στις φυτικές στοές της Λίμνης Μπανγκουέουλου όπου και πέθανε ο ιεραπόστολος/ εξερευνητής Ντέηβιντ Λίβινγκστοουν, ζουν φυσιολογικά. Η επαφή αυτή δρα πάνω στην Τζες ως προδρομική αποκάλυψη μέχρι να γεννήσει την εξώγαμη  κόρη της, ένα χρυσαφένιο μωρό μονίμως γελαστό που πάσχει ωστόσο από νοητική υστέρηση: η Άννα είναι καταδικασμένη να παραμείνει σε όλη της τη ζωή σε  νηπιακή πνευματική κατάσταση παρά την κοινωνικότητά της, την αγάπη προς τους γύρω και την λεπτότητα με την οποία αρνείται να μεταφέρει στους άλλους τα προσωπικά της βάρη, το άχθος και τον πόνο...  


Η έννοια της προαναγγελίας έρχεται επανηλειμμένα στο βιβλίο ως ένα είδος προφητείας, ως πρόδρομη έκφραση της μοίρας – αυτού που θα 'ρθει έτσι κι αλλιώς αν και δεν είμαστε σε θέση να το αποκωδικοποιήσουμε εγκαίρως. Ίσως μάλιστα να πρόκειται για το κεντρικό θέμα του βιβλίου, ταυτόχρονα με την ολισθηρότητα της έννοιας του χρόνου, το γεγονός δηλαδή ότι όσο περνούν τα χρόνια, παρελθόν, παρόν και μέλλον συντήκονται. Με την έννοια αυτή η προδρομικότητα μπορεί να μεταβληθεί σε αναχρονισμό, ένα αναδρομικό ξανακοίταγμα του παρελθόντος με τους όρους και τα εργαλεία του παρόντος. Και αυτό πράγματι γίνεται στο βιβλίο καθώς οι πρωταγωνιστές διερωτώνται τι πράγματι γνώριζαν και τι αγνοούσαν, ποια ακριβώς χρονική στιγμή, και τι θα συνέβαινε αν η στερνή γνώση ερχόταν πρώτη.
  
      Η αφηγήτρια, η Έλεανορ δεν μας αποκαλύπτει το όνομά της παρά προς το τέλος ενώ αποκρύπτει τα γεγονότα της ζωής της σαν να είναι ασήμαντα: ένας σύζυγος, παιδιά, μια καριέρα σε φιλανθρωπικές και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις για την οποία δεν μαθαίνουμε πολλά πέρα από τις οξυδερκέστατες παρατηρήσεις της για την κερδοφορία όσων πουλάνε φιλανθρωπία με το κιλό. Καταλαβαίνουμε όμως όσα χρειάζονται: πρόκειται για νεανική φίλη της Τζες, μια γυναίκα με οξύτατη παρατηρητικότητα, εξαίσιο χιούμορ και ενσυναίσθηση, που αναλαμβάνει να ανασυστήσει την ιστορία της Τζες και της κόρης  της Άννας, του χρυσαφένιου μωρού.  Η ιστορία είναι λοιπόν μακροπερίοδη και καλύπτει τον τελευταίο μισό αιώνα μαζί με τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που συμβαίνουν στην Αγγλία και αλλού. Η παρέα των νεαρών κοριτσιών που πρωτοβρίσκονται σε μια γειτονιά του βόρειου Λονδίνου εξακολουθούν να είναι φίλες και σήμερα, όμως το κύριο ενδιαφέρον της αφήγησης επικεντρώνεται στην σχεδόν ηρωική αφοσίωση με την οποία η Τζες προσκολλάται στην καθυστερημένη κόρη της απαρνούμενη τις πολλές ερωτικές δραστηριότητες και την καριέρα. Τρυφερότητα, πίστη και αφοσίωση αναδεικνύονται σε ακρογωνιαίους λίθους της ηθικής επιλογής της Τζες αλλά και της αφηγήτριας.
       Διάφορα επεισόδια της ερωτικής και οικογενειακής ζωής της Τζες και των λοιπών της παρέας περιγράφονται (συχνά σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο) παράλληλα με τις κοινωνικές, θεσμικές  και τεχνολογικές εξελίξεις του τελευταίου μισού αιώνα, και ταυτόχρονα  με εύστοχους δοκιμιακούς θύλακες για την ανθρωπολογία, την εκπαίδευση, την ιατρική και την  τέχνη (έξοχες στοχασμός για τα γερατειά και όχι μόνο οι σελίδες που αφορούν τον Ωγκύστ Ροντέν και την Καμίλ Κλωντέλ). Η Ντραμπλ κάνει όμως κάτι παραπάνω από την ανάπτυξη μιας εσωτερικής πλοκής και πέραν της όποιας δράσης που έτσι κι αλλιώς είναι ελάχιστη. Καταγράφει με αγγλοσαξωνική ακρίβεια και επάρκεια την εξέλιξη των απόψεών μας για τις ψυχικές ασθένειες, μέχρι την σύγχρονη πολιτική ορθότητα, την γενετική  και τις νευροεπιστήμες, για να αμφισβητήσει από επιστημολογική άποψη την  πρόοδο στις ουσιώδεις γνώσεις μας και τις προσφερόμενες αγωγές. Στο πλαίσιο αυτό, ένας αριθμός από τους δευτερεύοντες ήρωές της είναι είτε άτομα με ειδικές ανάγκες όπως θα λέγαμε σήμερα, είτε επιστήμονες, δάσκαλοι και επαγγελματίες που ασχολούνται με τα ζητήματα αυτά. Η Τζες, φέροντας το φορτίο και την μέριμνα για την Άννα έχει εξελιχθεί έτσι κι αλλιώς σε άτυπη ειδικό για την ψυχική υγεία  και τις δυσλειτουργίες του νευρικού συστήματος και του εγκεφάλου. Επισκέπτεται ιδρύματα και πρώην άσυλα, πάει σε συνέδρια και σεμινάρια, κάνει φιλίες και ερωτικές σχέσεις με ομοιοπαθείς γονείς – και με ένα πάσχοντα, Σουδανό που την επανασυνδέει με την Αφρική- παρακολουθεί διά μέσου των δεκαετιών άτομα που βίωσαν εξαιρετική πρόοδο έτσι ώστε σήμερα να διάγουν «μια φυσιολογική ζωή» έως και περιπτώσεις όπως η Άννα όπου οποιαδήποτε πρόοδος είναι ανέφικτη. Στην πορεία αυτή η συγγραφέας δεν φείδεται κόπων προκειμένου να αποδώσει με λεπτομέρεια την αρχιτεκτονική και την χωρική οργάνωση παλαιών αρχοντικών κατοικιών και πύργων που έχουν μετατραπεί σε ιδρύματα, και με την ευκαιρία μας δίνει εξαιρετικές πινελιές της αγγλικής υπαίθρου αλλά και της υποχώρησής της υπέρ των αυτοκινητοδρόμων και των εμπορικών κέντρων. Αυτή η  «ενεργός πολεοδομία» ζωντανεύει το βιβλίο και μας διδάσκει πολλά.
       Εντέλει  η Τζες θα ξαναεπισκεφθεί την Αφρική με την Άννα και τον επ’ ολίγον σύζυγό της -τώρα καλό της φίλο και θαυμάσιο θετό πατέρα για το παιδί-, για να ζήσει άλλη μία προδρομική αποκάλυψη. Η Άννα που έχει μόλις αναρρώσει από επώδυνη ασθένεια θα εισπράξει θετικά τα έλη και τους βάλτους, τον φαλαινοκέφαλο πελαργό και τις αμφίβιες αντιλόπες, τα ντροπαλά μαυράκια και τα νέφη των κουνουπιών. Οι δυο γυναίκες θα συνεχίσουν τη ζωή τους. Η Έλεανορ τις περιμένει έτσι κι αλλιώς στο Λονδίνο για να ακούσει την αφήγησή τους. Και η αφηγήτριά μας θα μονολογήσει πως ίσως δεν είχε δικαίωμα να γράψει αυτή την ιστορία. Έμμεσα δηλαδή μας λέει, τέρμα οι θεωρίες για τον θάνατο του συγγραφέα και την αυτονομία του κειμένου, παιδιά. Ό,τι διαβάσατε τώρα μόλις υπάρχει στο χαρτί επειδή εγώ και μόνο εγώ το αποφάσισα, πέραν των ηθικών αμφιβολιών μου και παρά τον μόχθο μου.
       Είναι για αυτό το λόγο που η Μάργκαρετ Ντραμπλ παραμένει εξαιρετικά σύγχρονη, και πολύ πέραν του μοντερνισμού. Επιπλέον καταφέρνει να ξορκίσει για τα καλά ένα από τη φύση του δύσκολο και απωθητικό θέμα, θυμίζοντάς μας ότι κεντρικός ρόλος της λογοτεχνίας είναι η παγίδευση του κακού και η μετατροπή του σε λέξη.  Δηλαδή η μαγεία.
      Θαυμάσια μεταφρασμένο και υπομνηματισμένο το βιβλίο σε υποχρεώνει, ταυτόχρονα με τις οφειλές στην κα Ντραμπλ, να καταθέσεις τις αντίστοιχες στην μεταφράστρια Κατερίνα Σχινά. 


Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 


Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.

To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Θέατρο Από Κοινού




Το θέατρο Από Κοινού δημιουργήθηκε από την ανάγκη να πάμε κόντρα στην απογοήτευση, κόντρα στη μοιρολατρία, συνεχίζοντας τον αγώνα για όσα ομορφαίνουν τη ζωή μας.
Οι δραστηριότητές μας, πολλές και ποικίλες. Αρχής γενομένης από το χειροποίητο – στην κυριολεξία – θέατρό μας. Ένας χώρος κοντά στο σταθμό του μετρό Κεραμεικός, στην Ευπατριδών 4, που από συνεργείο μετατρέψαμε  – με όλες τις νόμιμες και ασφαλείς προδιαγραφές – σε θέατρο και πολυχώρο τέχνης.
Εκτός από θεατρικές παραστάσεις, θα φιλοξενεί εικαστικές εκθέσεις, μουσικές εκδηλώσεις, παρουσιάσεις βιβλίων και κινηματογραφικές βραδιές στον αυλή του Από Κοινού, με χαμηλό εισιτήριο. Επίσης Θέατρο Σκιών για μικρούς και μεγάλους από άξιους συνεχιστές του είδους.
Στις άμεσες δραστηριότητές μας είναι το θεατρικό εργαστήρι.

                     Το θεατρικό εργαστήρι
                     στο Θέατρο Από Κοινού                           
Οι κύκλοι μαθημάτων  του θεατρικού εργαστηριού στο θέατρο Από Κοινού, ασχολούνται με μια σφαιρική αντιμετώπιση της θεατρικής τέχνης με Υποκριτική, Φωνητική, Κινησιολογικό Αυτοσχεδιασμό, Απαγγελία και Ιστορία Θεάτρου και Λογοτεχνίας.       
Το θεατρικό εργαστήρι απευθύνεται  σε όλους εκείνους που θα ήθελαν να ζήσουν την μαγεία της ανακάλυψης μιας σειράς από κώδικες έκφρασης και επικοινωνίας.        
Απευθύνεται σε τελειόφοιτους που θα ήθελαν να συνεχίσουν την επαφή τους με τη θεατρική γνώση προσεγγίζοντας περισσότερο τους καλλιτεχνικούς στόχους τους.
Το θεατρικό εργαστήρι του Από Κοινού προτείνει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα βασικών γνώσεων και εμπειριών έτσι ώστε κάθε ενδιαφερόμενος να καλύψει μια, όσο γίνεται, πολύπλευρη  άποψη για την λειτουργία της θεατρικής τέχνης. Έτσι κι αλλιώς η ενασχόληση με τη θεατρική πράξη είναι μία μαγική πλατφόρμα για να ανακαλύψει κανείς τις δυνατότητές του, τις προσωπικές του αλήθειες κι όχι αυτές που του επιβάλλονται, να βρει τον εσώτερο εαυτό του, να επικοινωνήσει άφοβα τα συναισθήματά του με τους γύρω του.
Ειδικά για παιδιά που έχουν αποφασίσει να ακολουθήσουν σπουδές θεάτρου και χρειάζονται προετοιμασία από 1ης Αυγούστου έως τέλος Σεπτεμβρίου το θεατρικό εργαστήρι προσαρμόζει το πρόγραμμά του έτσι ώστε να τα βοηθήσει να συνθέτουν ρόλους μέσα από την Υποκριτική και την Κίνηση, με μαθήματα Φωνητικής και Απαγγελίας, για να αποδώσουν το μέγιστο στις εισαγωγικές εξετάσεις του Υπουργείου Πολιτισμού.
                                                                                                        
Οι ώρες των μαθημάτων είναι 4 ώρες ημερησίως, κάθε μέρα, εκτός Σαββάτου και Κυριακής. 
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ
ΔΕΥΤΕΡΑ
6μμ-8μμ : Φωνητική  με τη Νένη Ζάππα
8μμ-10μμ : Υποκριτική με τον Κοραή Δαμάτη
ΤΡΙΤΗ
6μμ-8μμ : Ιστορία Θεάτρου- Λογοτεχνίας με την Αλεξάνδρα Μπούκα
8μμ-9μμ : Κινησιολογικός Αυτοσχεδιασμός με την Αγγελική Ξένου
9μμ-10μμ : Απαγγελία με τον Αντώνη Ξένο
ΤΕΤΑΡΤΗ
6μμ-8μμ : Φωνητική (Νένη Ζάππα)
8μμ-10μμ : Υποκριτική με την Ελένη Γερασιμίδου
ΠΕΜΠΤΗ
6μμ-8μμ : Υποκριτική (Κοραής Δαμάτης)
8μμ-10μμ : Απαγγελία (Αντώνης Ξένος)
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
6μμ-8μμ : Κινησιολογικός Αυτοσχεδιασμός (Αγγελική Ξένου)
8μμ-10μμ : Υποκριτική (Ελένη Γερασιμίδου)


Θέατρο Από Κοινού:
Ευπατριδών 4, Γκάζι (κοντά στο σταθμό του μετρό Κεραμεικός)

Τηλ επικοινωνίας:  210 6033676 & 6977987271             

Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

ΤΟ ΠΙΘΑΡΙ ΤΗΣ ΜΥΚΟΝΟΥ, Η ΓΚΕΡΝΙΚΑ ΤΟΥ 670 π.Χ.


της Μαριλένας Κασιμάτη*





Όπως μας αποκαλύπτει ο σπουδαίος καθηγητής της Κρήτης Νίκος Σταμπολίδης, γύρω από τον πιθαμφορέα από τηνιακό εργαστήριο με τις πλούσιες ανάγλυφες παραστάσεις του από τον Τρωϊκό Πόλεμο, πρόκειται να στηθεί μια πρωτοποριακή ψηφιακή έκθεση στο Μουσείο της Μυκόνου που θα βασιστεί στην τρισδιάστατη σάρωση των αναγλύφων και θα ακολουθήσουν οπτικοακουστικές προβολές. 

Όπως θα έχετε ήδη αντιληφθεί, η χρονολόγηση του πιθαριού συμπίπτει με την περίοδο στην οποία τοποθετείται η συγγραφή των ομηρικών επών και η εικονογραφία του ταυτίζεται με τις δραματικές σκηνές από την Άλωση της Τροίας: Ο Δούρειος Ίππος, 14 Αχαιοί πολεμιστές, ο αφανισμός των παιδιών των Τρώων, η αρπαγή των γυναικών ως λάφυρα πολέμου, το ξεκλήρισμα των Τρώων, νάτες οι "Τρωάδες" του Ευριπίδη. 

Για την πρώτη Γκερνίκα της ιστορίας μας κάνουν λόγο οι εμπνευσμένοι αρχαιολόγοι της Εφορίας Κυκλάδων που θα παρουσιάσουν όλα αυτά με αναγνώσεις από τα Έπη και τον Ευριπίδη την Παρασκευή 22.7. στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκόνου. 
Ωραία νέα.

*Η Μαριλένα Κασιμάτη είναι ιστορικός τέχνης

KREUZ «cosmos unbaptized»


Η Dépôt Art Gallery, Νεοφύτου Βάμβα 5 , Αθήνα, σας προσκαλεί τη Δευτέρα 18 Ιουλίου και ώρες 20:00 – 23:00 στα εγκαίνια της έκθεσης του εικαστικού καλλιτέχνη KREUZ με τίτλο: «cosmos unbaptized».
O εικαστικός καλλιτέχνης KREUZ (Σταύρος Ζώτος), μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στην Αθήνα και τη γενέτειρά του τη Θεσσαλονίκη. Ασχολείται από πολύ μικρή ηλικία με τη ζωγραφική, ενώ γλυπτά του μεγάλων διαστάσεων και εικαστικές συνθέσεις του, εκτίθενται μόνιμα σε χώρους στη Βόρεια Ελλάδα. Παράλληλα έχει ασχοληθεί ενεργά με το θέατρο, ως σκηνοθέτης, σκηνογράφος και perfomer, συνεργαζόμενος με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, και γνωστές θεατρικές σκηνές στην Αθήνα.
Επιμέλεια έκθεσης: Γωγώ Κολυβήρα.
  • Ο ποιητής και κριτικός  Κωνσταντίνος Μπούρας στο κείμενο του «Κρυπτογράφος Kreuz ενός μηνύματος που δεν έχει επινοηθεί ακόμα» αναφέρει:
«Kreuz, κατά κόσμον Σταύρος Ζώτος, εικαστικός καλλιτέχνης και «κρύπτης» (ας μου συγχωρεθεί ο νεολογισμός για τον κωδικοποιητή υψηλών ή απόκρυφων νοημάτων). Ο κεντροευρωπαϊκός Μεσαίωνας, το «Μαύρο Θέατρο» της Πράγας, ο εφιαλτικός κόσμος του Κάφκα, του Όργουελ, του Ιονέσκο, το “chiaro scuro” των ζωγράφων από τις Κάτω Χώρες έγινε ασπρόμαυρη σκακιέρα κι άλλοτε κύβος του Ρούμπικ, άλλοτε δε ένα παζλ για υψηλής νοημοσύνης θεατές… Μανιχαϊστικός ο κόσμος του, το Καλό αντιπαλεύει με το Κακό. Ο δομημένος κόσμος των αστών ενάντια στον «φυσικό άνθρωπο» του Ρουσώ. Λογική εναντίον Ά-λογου. Αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου εναντίον δεξιού. Διαίσθηση και παρα-μύθι εναντίον της φαντασιακής δύναμης μιας Λογικής που μόνον μυθική είναι, με τις υπέρ-εξουσίες που έχει ενδυθεί.
                Είναι σημαντική η “formation professionelle” ενός καλλιτέχνη  που έχει σπουδάσει και τοπογράφος μηχανικός. Ξέρει καλά το «γραμμικό σχέδιο» και τα σημεία φυγής, ακόμα κι όταν τα παραβαίνει. Γνωρίζει καλώς τα ασπρόμαυρα κουτάκια. Κατέχει την τέχνη της εκλογικεύσεως του αχανούς και του άναρχου. Επιθυμεί να βάλει τάξη στο χάος και να επιβάλλει δομή στο άχωρον, το άρρητον, το αυτονόητον, που καθίσταται ενίοτε α-νόητον και παράλογα πασιφανές.
                Θέλει τέχνη και τόλμη για να ζωγραφίσεις σαν τον Kreuz. Με γνώση και την αθωότητα του αφελούς, του α-Νοϊκού, του προγλωσσικού, χωρίς να καταφεύγει πάντα στο παρά-γλωσσικό. Ενώ τo παρά-φυσικό συναντιέται συχνά με το μετά-φυσικό στο κοσμικό τεραίν όπου κονταροχτυπιούνται υπέρ-ανθρώπινες δυνάμεις. Φουτουριστικός σουρεαλισμός και διαγνωσμένη τριπολικότητα του είναι, σχασμένο ανάμεσα στο «είναι» στο «φαίνεσθαι» και στο «φαντασιώνεσθαι» [δική μου φιλοσοφική απόκλισις – γιατί αυτό ακριβώς προξενεί η ζωγραφική του Kreuz στον εγκέφαλο του επαρκούς θεατή: «να ιδώ τον κόσμο ανάποδα, τον αδελφό μου ξένο και τον οχτρό αδέλφι μου αδικοσκοτωμένο», όπως λέει ο Βάρναλης – εξ αυτού και μόνον διαφαίνεται η επαναστατική δύναμις της Τέχνης, αφού διαφοροποιεί το κοσμοείδωλο στη Συλλογική Πανανθρώπινη συνειδητότητα – ένα μικρό τούβλο αρκεί για να προκαλέσει ντόμινο και να αποδομήσει το σύμπαν…]. Επανέρχομαι στην ιδιοφυή δουλειά ενός εικαστικού που παραβαίνει τα θέσμια και υπερβαίνει τα εσκαμμένα. Παραδείγματος χάριν, θα μπορούσε αυτά τα εφιαλτικώς νοσταλγικά σύνολα και υποσύνολα να τα φιλοτεχνήσει ευκολότερα με τα “layers” των σχεδιαστικών ηλεκτρονικών προγραμμάτων. Όμως αυτός επιμένει να καταφεύγει στον παραδοσιακό τρόπο (με μουσαμάδες, πινέλα, μπογιές – μόνο τα λούστρα αποφεύγει, τα φοβάται ίσως, ή δεν ταιριάζουν με την αισθητική του: άγριο κι ανεπεξέργαστο το ένστικτο ξεπηδάει ορμητικό κι ακαταμάχητο μέσα από το κατασταλαγμένο θυμικό του – το τραγί παραπέμπει στον Πάνα κι εκείνος με τη σειρά του στον Διόνυσο, ενώ ο Απόλλωνας καταλαμβάνει ισόθεη θέση στο προσωπικό του πάνθεον, στην ατομική ψυχολογία του, όπου όλα είναι ένα, όμως ο Έρωτας είναι κάτι παραπάνω από το Έν, αφού αυτός ζωοποιεί και δημιουργεί τις μορφές καταστρέφοντάς τες. Οξύμωρα κι αντιθέσεις υποκρύπτονται κάτω από τους αλληλο-αναιρούμενους κώδικες ενός καλλιτέχνη σαν τον Kreuz. Κοιτάξτε τον με προσοχή. Μέσα από το έργο του. Επανειλημμένως. Κάθε φορά ένα καινούργιο κοσμο-είδωλο θα αναγεννάται στη συνείδησή σας. «Τα πάντα ρει». Ο Σταύρος Ζώτος είναι Έλληνας. Κι ως προσωκρατικός παρατηρεί τον τεχνητό δυϊσμό και τη σχάση τών φαινομένων βοηθώντας μας να ψυχανεμιστούμε το Κοσμικόν Ωόν των Ορφικών και εις αυτό να επιστρέψουμε κατακουρασμένοι, κατάκοποι από το ταξίδι μας στην Ύλη. Αυτή την ύλη που μοιάζει να την καταφρονεί αλλά και να την λατρεύει ο μυστηριώδης, δυσεξιχνίαστος και κρυπτογράφος Kreuz.»

  • Η θεωρητικός Τέχνης και Αρχιτεκτονικής Μερόπη Ζαβλάρη στο κείμενο της με τίτλο
              «Τα δίπολα του KREUZ» αναφέρει:
Ο αστερισμός του Αιγόκερου φέρει τον πλέον παράδοξο συμβολισμό: ένα αντιφατικό πλάσμα, μισό κατσίκι και μισό ψάρι, το οποίο δεν μπορεί υπό ουδεμία λογική να νοηθεί. Το κατσίκι αγαπά τα ύψη και σκαρφαλώνει σε απότομες βραχώδεις πλαγιές, ενώ το ψάρι προτιμά τα βάθη και γλιστρά ομαλά μέσα στο νερό. Κι όμως, το κατσικόψαρο, ο γνωστός μας Αιγόκερος, διατυμπανίζει εδώ και αιώνες την αστρική και θυμική του παρουσία, δίχως ποτέ κανείς να μπορεί να την αμφισβητήσει.
Τα έργα του Kreuz βρίθουν συμβολισμών. Τα σύμβολα του, όμως, δεν μένουν ποτέ ακέραια, αλλά πολλαπλασιάζονται και τροποποιούνται και, με τον τρόπο αυτό, εντείνουν τη σημασία τους, σε σημείο να την διανοίγουν σε μια πληθώρα νέων ερμηνειών. Αυτοεπιβεβαιώνονται δηλαδή με τέτοια ένταση, ώστε στο τέλος αναιρούνται, παύουν να λειτουργούν σαν σύμβολα άλλων πραγμάτων και δρουν ως αυτοτελείς εικόνες, ικανές να συνδέονται ελεύθερα με όλες τις πιθανές νοηματικές διαστάσεις τους. Η ζωγραφική του Kreuz, επομένως, φαίνεται να εξασκεί τη λεγόμενη “Ιδεογραμμική Μέθοδο” του ΈζραΠάουντ, δηλαδή τη σύνθεση και αντιπαράθεση στέρεων εικόνων, διατυπωμένων με ακρίβεια, προκειμένου να εκφραστούν αφηρημένες έννοιες και ιδέες. Μια τέτοια εικονοποιία δεν είναι συμβολιστική, αλλά φέρει τις αρχές ενός εικαστικού εικονισμού (imagism) ή ενός είδους κυβισμού: συνθέτει πολλαπλές προοπτικές και διαστάσεις σε μια ενιαία εικόνα, αποφεύγει τις αοριστολογίες και ακολουθεί έναν εσωτερικό ρυθμό, κι όχι μια εξωγενή μετρονομία.
Αυτό που χαρακτηρίζει εν γένει τη ζωγραφική του Kreuz, τόσο σε επίπεδο περιεχομένου όσο και τεχνικής, είναι η νοηματική αντίθεση και η εμμονή της μορφής. Το μαύρο χρώμα, καθαρό κι απόλυτο, μορφώνεται πάνω στο λευκό καμβά, αφήνοντας τον απείραχτο. Σε αντίθεση όμως με πίνακες όπως του Ματίς, οι οποίοι δημιουργούν μια φωτεινή κι εξωστρεφή ατμόσφαιρα μέσα από τα καθαρά χρώματα και τον εκτιθέμενο καμβά τους, οι πίνακες του Kreuz κλείνονται στον εαυτό τους, καταβυθίζονται στην εσωτερική τους πυκνότητα και δημιουργούν ένα αίσθημα αρμονίας, παρά τις ενδογενείς συγκρούσεις και διασπάσεις των μορφών που τους συγκροτούν. Επιπλέον, ο λευκός καμβάς συμμετέχει ισοδύναμα στο σχηματισμό αυτών των μορφών, με το να μετατρέπεται, ακριβώς όπως και το μαύρο χρώμα, πότε σε επιφάνεια και πότε σε γραμμή, καθαρή επιφάνεια και καθαρή γραμμή. Κι αν οι χρωματικοί τόνοι απουσιάζουν από τα έργα του, είναι οι ίδιες οι μορφές που, μέσα από το συνθετικό και αντιθετικό εσωτερικό παιχνίδι τους, προκαλούν νοηματικές και συναισθηματικές αποχρώσεις.
Η έννοια του δίπολου, των δύο ακραίων και απόλυτα αντιθετικών δυνάμεων, λαμβάνει, στη δουλειά του Kreuz, μια ιδιάζουσα συνθετική δυναμική, η οποία αποκλείει την όποια εξασθένιση των δύο αντιμαχόμενων δυνάμεων. Το άσπρο και το μαύρο χρώμα, η φόρμα και το περιεχόμενο, το αίσθημα και η έννοια, παραμένει το καθένα τους απόλυτα και αμείωτα αυτοτελές, μα και συνάμα αδιαχώριστο από το αντίθετό του. Ακόμα και το σύμβολο, που φαίνεται να ακυρώνεται από την ενέργεια της εικόνας, βρίσκει, στη σειρά "2_ _ _", την κυριολεκτική του επιβεβαίωση: γίνεται σημείο αναγνώρισης, αντικείμενο που έχει χωριστεί σε δύο μέρη. Όταν αυτά τα μέρη –εν προκειμένω, το ψάρι και το κατσίκι– συναντηθούν, αρκεί να “συμβληθούν” ώστε να ξαναβρούν την αρχική ενιαία τους μορφή.»
  • Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Ζαχαρίας Ρόχας στο κείμενό του «Ρυθμοί Α ή Α-ρυθμοί» αναφέρει:
«Η γραμματική μας, πλούσια σε πάθη  φωνηέντων, συναιρέσεις, συνθλίψεις, κράσεις, ορίζει τον  Άνθρωπο και τις περιπέτειές του. Ο Kreuz μας καταθέτει τους αριθμούς, ορίζοντας το πρώτο  γράμμα της δικής του αλφαβήτου. Κι ο Kreuz, μας ταξιδεύει σε λειτουργικά ένδον τοπία , οπτικά αινίγματα, σημειολογικούς προσδιορισμούς και συναισθηματικές ταυτίσεις. Ένα fresco ζωγραφισμένο ξανά και ξανά, που προσπαθεί να ορίσει την Α-ρυθμία ενός αβάπτιστου κόσμου.».

Πληροφορίες για την έκθεση:
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: Έως 6 Αυγούστου
Ώρες λειτουργίας:  Τρίτη έως Παρασκευή 12:00 – 9:00,
                                   Σάββατο 12:00 - 5:00
                                   Κυριακή και Δευτέρα κλειστά   

Dépôt Art Gallery
Τηλ: 210 36 48 174 
e-mail: info@depotgallery.gr 

Facebook: depotgallery.gr

Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

ΠΡΟΣΩΠΑ - ΜΑΝΙΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

Το Cantus firmus παρουσιάζει μία συγγραφέα που θα μάς απασχολήσει θετικά με την γραφή της. Μία μηχανικό που γνωρίζει άριστα να κατασκευάζει γέφυρες και τώρα μάς εκπλήσσει ευχάριστα καθώς αποφάσισε να κατασκευάσει φράσεις και προτάσεις με λέξεις που πλέκονται τόσο καλά μεταξύ τους ώστε να γίνονται γέφυρες νοημάτων και ήχων. Η Μάνια Διαμαντή μάς μίλησε για το πρώτο της μυθιστόρημα "Η κοιλιά της Πέτρας".


Γράφετε στην προμετωπίδα του βιβλίου σας ένα απόφθεγμα του Αντόνιο Πόρτσια « Όλα είναι κίνηση, και όλα είναι όπως εγώ, ένα σταθερό σημείο». Πιστεύετε στο καβαφικό  «Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά' βρεις άλλες θάλασσες»; O άνθρωπος γυρίζει πάντοτε στον τόπο που μεγάλωσε και στη συνήθεια;
Δεσμοί-δεσμεύσεις-δεσμά, νομίζω ότι από τη στιγμή που ερχόμαστε στη ζωή, αυτή η  τριάδα  με τη δυναμική της  ασκεί πάντα πάνω μας εξουσία  και  καταφέρνει με εργαλείο  τα χαλαρά αλλά πανίσχυρα  νήματά της να μας έχει δεμένους σαν μαριονέτες κι έτσι να πορευόμαστε.   Θα είμαι πιο συγκεκριμένη:
Στις πολύ τρυφερές ηλικίες η έμφυτη ανάγκη για  προστασία, για παράδειγμα η αγκαλιά της μάνας, το πατρικό χάδι, η οικογένεια,  ή αλλιώς οι στενά διαπροσωπικές σχέσεις, με τον χρόνο  γίνονται αυτό  που λέμε «δεσμοί», ή όπως εγώ το εννοώ, καταστάσεις προσκόλλησης στο ασφαλές.
Στη συνέχεια και όσο  στο μεταξύ  ωριμάζουμε και δεν χρειαζόμαστε δεκανίκι για να σταθούμε στα πόδια μας, οι «δεσμοί» θα γίνουν  «δεσμεύσεις» που κατά τη γνώμη μου είναι η  ασύνειδη προσήλωσή και η εμμονική αγάπη μας στο γνώριμο  και στο οικείο, πράγμα που μάλλον είναι  άμυνα   ή καταφύγιο απέναντι στον φόβο που προκαλεί το άγνωστο και  το καινούργιο.
Και όσο εξελισσόμαστε, οι «δεσμεύσεις» θα μεταλλαχθούν σ’ αυτό που λέμε   «δεσμά» και που εγώ το εννοώ σαν την άνευ λογικής  έλξη   από το γνωστό, το οποίο  με τη μορφή  του τόπου, των προσώπων ,της συνήθειας και της μνήμης μας οδηγεί  σε κυκλωτικές πορείες γύρω από ένα σταθερό σημείο που είναι ο εαυτός μας και ό, τι έχει  συμβάλλει για να διαμορφωθεί  αυτός ο  εαυτός μας.

Ποιος ο ρόλος της πατρίδας μέσα στο μυθιστόρημά  σας;      
 Για μένα πατρίδα δεν είναι μόνο ο τόπος.  Με την ευρύτερη έννοια, θα έλεγα ότι «πατρίδα» είναι  οτιδήποτε    υλικό ή άυλο έχεις δεθεί μαζί του  και δυσανασχετείς όταν το αποχωρίζεσαι. Σύμφωνα λοιπόν με αυτήν την οπτική  γράφτηκε η  Κοιλιά της πέτρας  όπου εκτός των τριών ηρώων, κύριο και σημαντικό  ρόλο επίσης  διαδραματίζει το γνώριμο, το αγαπημένο και το  οικείο   κι αφήνεται  στην κρίση του αναγνώστη να αποφασίσει πόσο, πού και πότε   αυτή η «πατρίδα»  είναι αδύνατη ή δυνατή.

 Στο μυθιστόρημά σας αναφέρεστε στο ιστορικό γεγονός της κατάρρευσης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης αλλά και το προσφυγικό, όπως και την ελληνική ομογένεια. Μπορεί ένα μυθιστόρημα να μεταφέρει καλύτερα το κλίμα της εποχής ή το ιστορικό γεγονός μπορεί να παραποιείται προς χάριν της μυθοπλασίας;
 Πριν  διηγηθώ τις ιστορίες μου συλλέγω σχολαστικά όλα τα πραγματολογικά στοιχεία που μου είναι απαραίτητα. Έχω εμμονή να αποδίδω όσο πιο πιστά μπορώ  το περιβάλλον  και το κλίμα  μιας εποχής και μου φαίνεται αδιανόητη οποιαδήποτε παραποίηση της  ιστορίας χάριν της μυθοπλασίας. 

Πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς γράφουν ιστορικό μυθιστόρημα, όπως σε κάθε εποχή παρακμής, θα θέλατε να γράψετε ένα ιστορικό μυθιστόρημα και εάν Ναι, ποια εποχή σάς είναι περισσότερο ενδιαφέρουσα και γιατί;
Η αλήθεια είναι ότι μέχρις στιγμής   δεν έχω σκεφτεί να γράψω ένα ιστορικό μυθιστόρημα ίσως διότι  δεν έτυχε να με έχει αγγίξει  τόσο  πολύ ένα θέμα  σύγχρονο το οποίο βεβαίως  συνομιλεί  δυνατά με ένα αντίστοιχο του παρελθόντος. Και γιατί αυτό; Επειδή  η ιστορία επαναλαμβάνεται, πεποίθησή μου  είναι ότι   η συγγραφή ιστορικού μυθιστορήματος δεν είναι απλά και μόνο   η εξιστόρηση μιας ιστορίας σε παρελθόντα χρόνο  αλλά  επίσης   και η αναγωγή  με υπαινικτικό τρόπο  στο σήμερα όλων των ζητημάτων που θα πραγματευθείς, χρησιμοποιώντας σαν εργαλείο τις αντανακλάσεις  τους στο παρόν.

Έχετε σπουδάσει μουσική. Το βιβλίο σας είναι χωρισμένο σε κεφάλαια στα οποία έχετε δώσει ονόματα χορών. Πώς σχετίζονται αυτά με το μυθιστόρημα και την πλοκή του;
Με άξονα την επιθυμία μου να περιγράψω τον επαναπροσδιορισμό τριών ανθρώπων μέσω  της φυγής η οποία τελικά δεν ήταν παρά μια ουτοπία και επειδή για μένα ουτοπία σημαίνει να κυνηγάς κάτι κι αυτό όλο να σου ξεφεύγει κι εσύ να μην σταματάς, δηλαδή να είσαι σε  διαρκή κίνηση, και επειδή ο χορός είναι  κίνηση, επέλεξα τα τέσσερα κεφάλαια   της ιστορίας μου να έχουν τα ονόματα τεσσάρων χορών  δουλεύοντας  τις φράσεις μου πάνω στην αντίστοιχη μουσική.
Το  πρώτο   πήρε το όνομα πόλκα, χορός δυαδικός, χαρούμενος  κι ανάλαφρος  όπου  συστήνονται  οι   ήρωες  μου   καθώς αφήνουν πίσω τους παλιά και   ξεκινούν την μεγάλη αλλαγή δίπλα σε νέα  πρόσωπα.
Στο δεύτερο κεφάλαιο έχει δοθεί ο τίτλος «ροκ» διότι στο σημείο αυτό της ιστορίας μου επικρατούν καταστάσεις χάους, αναρχίας και καταρρίπτονται οι νόρμες.
Στη συνέχεια, τις γραμμές του τρίτου κεφαλαίου τις διατρέχει ο ρυθμός της ταραντέλας, όπου οι ήρωες δέχονται «τσιμπήματα» από πρόσωπα και καταστάσεις και προσπαθούν με κυκλωτικές κινήσεις να αποτινάξουν από πάνω τους τα διάφορα δηλητήρια.
Τέλος, το βιβλίο κλείνει με τον χορό μπλουζ, επίσης χορό δυαδικό πλην όμως  αργό και μελαγχολικό, όπου οι ήρωες έχοντας διατρέξει έναν πολύ μακρύ δρόμο, πλην όμως όμοιο με το δρόμο που μπορεί να διανύσει ένα σαλιγκάρι,  επιστρέφουν στο σημείο μηδέν από όπου ξεκίνησαν.

Ποιοι συγγραφείς σάς επηρέασαν ή για να το θέσω καλύτερα ποιους αγαπήσατε περισσότερο και γιατί;
Σελίν, Ναμπόκοφ, Μόρισον, Μπάνβιλ. Θα ήθελα πολύ να συνομιλούσα με το έργο τους γιατί τους αγαπώ  πολύ. Αγαπώ τον Σελίν για την ιδιότυπη γλώσσα και την οικονομία του λόγου του,  τον Ναμπόκοφ για τον καταπληκτικό τρόπο  με τον οποίο οι εικόνες του διεγείρουν τις αισθήσεις του αναγνώστη, την Μόρισον για την ποιητικότητα και την μελωδία των φράσεων της και τέλος τον Μπάνβιλ γι αυτό το εξαιρετικό στυλ που έχει η γραφή του .

Οι ήρωές σας γυρίζουν γύρω από την αγάπη και τον έρωτα χωρίς όμως να δοθούν στην αγάπη ή στον έρωτα. Δείχνουν να αγκιστρώνονται από συναισθήματα και να αποδέχονται την Μοίρα και όχι να βιώνουν πάθη. Συγκεκριμένα η Εύα, η ηρωίδα σας, λέει «Πότε είναι έρωτας και πότε αγάπη; Ή μήπως ο αληθινός έρωτας είναι απ’ την αρχή αγάπη;» Σχολιάστε παρακαλώ.
Η αίσθηση ότι αγαπάς  ή είσαι τρελά ερωτευμένος  μπορεί τελικά  να είναι πλάνη. Προσωπικά πιστεύω και στον κεραυνοβόλο έρωτα με την πρώτη ματιά, αυτό το θεϊκό  και υπέροχο συναίσθημα όπου  κάθε έννοια λογικής χάνει την αξία της και μπορούν   να πυροδοτηθούν ακόμη και μηχανισμοί υπερβατικής συμπεριφοράς, όπως επίσης πιστεύω στην  αγάπη, αυτήν την ταύτιση  του εαυτού σου με έναν  «άλλο»  και την άδολη  προσφορά σ’ αυτόν τον  τυχερό «άλλο» που τον αγαπάς σαν τον εαυτό σου.
Εκείνο όμως που πιστεύω  είναι ότι αυτά  τα συναισθήματα δεν μπορούν να προκληθούν επειδή έχουμε βαθιά επιθυμία να  μας συμβούν  ή επειδή έχουμε την ανάγκη να υπεκφύγουμε από καταστάσεις, πρόσωπα  ή πράγματα που μας πιέζουν. Το ραντεβού με τον έρωτα ή την  αγάπη  είναι θέμα τύχης.

 Ο Δαρβίνος, ο Auguste Comte και ο Hippolyte Taine  τόνιζαν τη σημασία των κληρονομικών χαρακτηριστικών και των επιρροών του περιβάλλοντος για τον άνθρωπο. Με αφορμή αυτές τις θεωρίες δημιουργήθηκε το κίνημα του νατουραλισμού, τη θεωρία του οποίου εφάρμοσε και ο Εμιλ  Ζολά στην πεζογραφία του.Ποιος είναι ο ρόλος της γεωγραφίας στην διαμόρφωση ενός χαρακτήρα; Παίζει ρόλο το περιβάλλον;
Ναι, πιστεύω ότι εκτός από τα γονίδια, το περιβάλλον παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και νομίζω ότι γι αυτό το θέμα υπάρχει έρευνα και στατιστική. Οι Βαλκάνιοι διαφέρουν  από τους Κεντρικοευρωπαίους και τους Άραβες.   Εκτός από τον στενό κύκλο, οικογένεια- φίλους,  νομίζω ότι η φύση  δηλαδή το τοπίο με όλες τις εκφάνσεις του και το κλίμα  όπου μεγαλώνει ένας άνθρωπος θα συμβάλλουν σημαντικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του.

Ο ήρωάς σας ο Βιτάλι παιδί Ελλήνων, που μεγάλωσε στην Ρωσία, θυμάται τον παππού του και αναρωτιέται «Να μιλάω ή να μη μιλάω ελληνικά τώρα εδώ στην Ελλάδα;». Μπορεί η ελληνική γλώσσα να είναι η πατρίδα; Μπορεί ένας άνθρωπος να επιστρέψει στη χώρα του και να βρει τις ρίζες του ή η γλώσσα δεν αρκεί για να σε δέσει με έναν τόπο;
Φοβάμαι πως  «η πατρίδα»  τελικά δεν έχει να κάνει ούτε με τη γλώσσα των προγόνων σου ούτε με  τον τόπο  των γονιών και των παππούδων σου, πατρίδα για μένα είναι το οικείο και το γνώριμο, εκεί που μεγάλωσες και έζησες. Γι αυτό βλέπουμε μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς να γυρνούν πίσω στην πατρίδα των προγόνων τους  και μην μπορώντας να ενταχθούν στο καινούργιο γι αυτούς περιβάλλον  να νιώθουν ξένοι στον ίδιο τους τον «τόπο».

O τίτλος του βιβλίου «Η κοιλιά της πέτρας» παραπέμπει στη δουλειά του ήρωα στο λατομείο που κληρονόμησε από τον πατέρα του, ο οποίος πνίγηκε αφού γλίστρησε σε μία πέτρα. Το όνειρο του Ζώη ήταν το ταξίδι αλλά δεν το πραγματοποίησε ποτέ. Ο Ζώης είναι και η το δίδαγμα της ζωής εννοώ η συμφιλίωση με την πραγματικότητα που ζούμε;
Η κοιλιά της πέτρας είναι το σκληρό κέλυφος όπου εγκλωβίστηκαν τα όνειρα και οι επιθυμίες τριών νέων ανθρώπων που αγαπούσαν την ζωή, εξ ου και τα ονόματα τους, Ζώης – Εύα- Βιτάλι, ονόματα που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τη λέξη ζωή. Τρείς λοιπόν νέοι που είναι σε διαρκή κίνηση σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται, πλην όμως το αίσθημα της μοναξιάς  που βιώνουν και η πραγματική ακινησία τους παρόλη την κινητικότητά  τους τελικά  τους εμποδίζει  να κάνουν την μεγάλη αλλαγή. Όχι, δεν νομίζω  πως  είναι κανόνας ότι όλα τα μεγάλα ταξίδια δεν έχουν αίσιο τέλος, απλώς η ουτοπία της φυγής και η δυσκολία να σπάσουν τα πάσης φύσης «δεσμά» ήταν ένα θέμα που πάντα με απασχολούσε  και γι αυτό γράφτηκε αυτό το βιβλίο.






Η Μάνια Διαμαντή-Κουναλάκη γεννήθηκε στην Κομοτηνή και είναι τοπογράφος μηχανικός. Η "Κοιλιά της πέτρας" είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.

Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

«Σε μια χώρα νέα και ευημερούσα»

 γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ


Τζον Τσίβερ, Ο Κολυμβητής – και άλλες ιστορίες, 
Μετάφραση – εισαγωγή Κωστής Καλογρούλης,
 σελ.223, Καστανιώτης 2013


Blake Bailey, “Cheever: A Life”, 
770 p., Knopf 2009

Ηθογράφος της μεσοαστικής Αμερικής, ο Τζων Τσίβερ (1912- 1982) πρωτοπαρουσιάζεται στην Ελλάδα τριάντα ένα χρόνια μετά τον θάνατό του με μερικά από τα κορυφαία του διηγήματα που σκάβουν κάτω από την απαστράπτουσα επιφάνεια της ευημερίας και της αέναης ανάπτυξης.



«Η Κριστίνα είναι το είδος της γυναίκας που (......) ζαλίζεται και μόνο στη σκέψη της ποικιλίας των δραστηριοτήτων και ενδιαφερόντων της. Και τι κάνει συνήθως σε μια συνηθισμένη μέρα; Με πηγαίνει με τ’ αμάξι μέχρι το σταθμό του τρένου. Επισκευάζει τα πέδιλα του σκι. Κλείνει γήπεδο τένις. Αγοράζει το κρασί και τα απαραίτητα ψώνια για το μηνιαίο δείπνο της Societέ Gastronomique du Westchester Nord. Τσεκάρει μερικά λήμματα στην εγκυκλοπαίδεια Larousse. Παρίσταται σε ένα συμπόσιο της Ένωσης Γυναικών Ψηφοφόρων. Πηγαίνει σε γεύμα προς τιμήν της θείας του Μπόμπσι Νιλ. Ξεριζώνει τα αγριόχορτα από τον κήπο. Σιδερώνει μια στολή για την υπηρέτρια μερικής απασχόλησης. Τυπώνει δυόμισι σελίδες για την εργασία της πάνω στα μυθιστορήματα του Χένρι Τζέημς. Αδειάζει τους σκουπιδοτενεκέδες. Βοηθάει την Ταμπίθα να ετοιμάσει το βραδινό των παιδιών. Βοηθάει τον Ρόνι στην προπόνησή του μπέιζμπολ. Πιάνει τα μαλλιά της σε μπούκλες. Συνεννοείται με το μάγειρα. Προλαβαίνει το τρένο. Κάνει μπάνιο. Ντύνεται. Υποδέχεται τους καλεσμένους της στις επτά και μισή μιλώντας γαλλικά. Λέει bon soir στις έντεκα. Ξαπλώνει στην αγκαλιά μου μέχρι τις δώδεκα. Εύρηκα! Εσείς μπορεί να πείτε ότι είναι ματαιόδοξη αλλά εγώ νομίζω ότι είναι μια γυναίκα που απολαμβάνει τη ζωή σε μια χώρα νέα και ευημερούσα».
Η παράγραφος αυτή από το διήγημα Ο διαρρήκτης του Σέιντι Χιλλ είναι ενδεικτική της θεματογραφίας του Τζων Τσίβερ. Ταυτόχρονα όμως αναδεικνύει επαρκώς από τη μια μεριά την κριτική / σαρκαστική ματιά του και από την άλλη την κατανόηση / συμπόνια / δικαιολόγηση της καταναλωτικής φρεσκάδας, της προαστιοποίησης, της αυτονόητα καλής ζωής σε μια κοινωνία που δίνει τον τόνο στα πράγματα. Γιατί βεβαίως έχουμε να κάνουμε με μια χώρα ευημερούσα, σταθερά αναπτυσσόμενη μετά τα χρόνια του Μεγάλου Κραχ, νικήτρια δύο παγκοσμίων πολέμων, με την ιδέα του Καλού να βρίσκεται αυτονοήτως στη μεριά της, με τις τεχνολογικές εξελίξεις και τα πολιτισμικά πρότυπα να καθορίζονται εν πολλοίς από αυτήν. Η μεταπολεμική Αμερική στην οποία αναδεικνύεται ο Τσίβερ εξακολουθεί να είναι μια νεαρή χώρα, απενοχοποιημένη και πολύ μακριά από την Ευρώπη και τα ιστορικά βαρίδια της. Η Άγρια Δύση έχει κατακτηθεί οριστικά, οι απέραντες ακατοίκητες εκτάσεις ή αλλιώς wilderness (δυσμετάφραστος όρος) έχουν υποταχθεί, η πολυεθνοτικότητα, η ανεξιθρησκεία και η κοινωνική κινητικότητα έχουν εγκαθιδρυθεί οριστικά, ενώ η καλπάζουσα τεχνολογία υπόσχεται ένα διαρκώς καλύτερο μέλλον για τους πολλούς σε καθεστώς ελευθερίας. Ακόμη και τα νέα κοινωνικά κινήματα βρίσκουν σταθερό έδαφος να αναπτυχθούν διεκδικώντας την επονομασθείσα «Τρίτη Γενιά» ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Με το αυτοκίνητο να έχει οριστικά εκτοπίσει το άλογο και την ταχυδρομική άμαξα, η προαστιοποίηση υλοποιείται σταθερά επί του εδάφους και μεγάλο μέρος του έργου του Τσίβερ εντάσσεται σε αυτήν. Ο αγροτικός χώρος αστικοποιείται, το οδικό δίκτυο πυκνώνει με ραγδαίους ρυθμούς, οι χρήσεις γης διαφοροποιούνται. Το τυπικό αμερικανικό σπίτι διαθέτει κήπο και γκαράζ, πισίνα και κατοικίδια, είναι πανταχόθεν ελεύθερο και έχει διαχωρισθεί από άλλες χρήσεις γης. Οι βιομηχανικές ζώνες βρίσκονται πολύ μακριά, τα δημόσια κτίρια, τα σούπερ μάρκετ, ακόμη και τα σχολεία απαιτούν αυτοκίνητο. Οι τόποι κατοικίας είναι αποκλειστικά τόποι κατοικίας, μέρη για να τρως και να κοιμάσαι, να παίζεις τέννις και να κάνεις μπάρμπεκιου, να οργανώνεις παιδικά πάρτι και φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. Ο χώρος συρρικνώνεται και «ζωνοποιείται». Κι αν η συσσώρευση ουρανοξυστών σηματοδοτεί στα κέντρα όλων των αμερικανικών πόλεων τις αστικές διοικητικές συγκεντρώσεις του προηγμένου τριτογενούς τομέα, είναι η προαστιοποιημένη ύπαιθρος που χαρακτηρίζει πλέον το απέραντο αμερικανικό τοπίο.
Αναφέρθηκα στα πιο πάνω γιατί είναι σ’ αυτό το σχήμα που εντάσσονται οι μεγάλες και μικρές αφηγήσεις του Τσίβερ. Ο Τζων Απντάικ, ο Ρίτσαρντ Γέιτς, ο Ρέημοντ Κάρβερ, παλιότερα o Φ. Σ. Φιτζέραλντ και πολλοί άλλοι, ασχολήθηκαν επιμελώς με την χάραξη επί του εδάφους του αμερικανικού ονείρου που έμελλε να καθορίσει τα πολεοδομικά πρότυπα και στον υπόλοιπο κόσμο – της Ελλάδας μη εξαιρουμένης, ανεξάρτητα από τις τοπικές παθογένειες της αυθαιρεσίας, της έλλειψης σχεδιασμού και της ανυπαρξίας υποδομών. Μόνο που η αμερικανική μυθολογία των προαστίων διαθέτει πιστοποιητικό γνησιότητας και επομένως δικαιούται και να κατεδαφίζει κριτικά εαυτήν. Όταν λέμε ότι ο Τσίβερ γράφει εν πολλοίς για τα προάστια εννοούμε ότι γράφει για την Αμερική. Πρόκειται ουσιαστικά για ταυτολογία. Ακόμη και από αέρος είναι εμφανείς σε όλη την Αμερική οι προαστιακές γειτονιές με τους άψογα σχεδιασμένους δρόμους, τις πρασιές, την βλάστηση, τις πισίνες, και πολύ σπάνια ένα μεγαλύτερο οίκημα που υποθέτεις πως δεν μπορεί να είναι παρά εκκλησία ή κάποιος χώρος κοινοτικών, πολιτισμικού τύπου δραστηριοτήτων.
Βέβαια, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όταν ο Τσίβερ γράφει τα καλύτερα διηγήματά του, δεν έχει παγιωθεί ολοσχερώς η ζωή στα προάστια. Η ηρωίδα που περιγράφηκε στην αρχή ανήκει σ’ ένα νέο είδος που απολαμβάνει ένα αναβαθμισμένο περιβάλλον και την πολυτέλεια του υπερμεγέθους, πλήρως εξοπλισμένου σπιτιού της. Τα καλά του αγροτικού χώρου συντήκονται με εκείνα της αστικής ζωής μόνο που η κοινωνική ένταξη πάσχει, η έννοια της γειτονιάς και της κοινότητας οφείλει να επανεφευρεθεί, η αναμονή του συζύγου που εργάζεται στην πόλη -μιας και κατοικία και εργασία έχουν πάρει διαζύγιο- γίνεται συχνά αβάσταχτη. Οι αμερικανοί συγγραφείς επιχειρούν να ερευνήσουν αυτό το νέο ανθρώπινο είδος που η παραδείσια πλήξη το κάνει να αναζητεί διαρκώς νέες ενασχολήσεις και η εφεύρεση της έννοιας του ελευθέρου χρόνου το οδηγεί σε διαρκή πάρτι, γεύματα, χορούς και τον προγραμματισμό διακοπών στην Καραϊβική. Στις προαστιοποιημένες περιοχές όπως το επινοημένο Σέιντι Χιλλ του Τσίβερ κάπου στα βόρεια της Νέας Υόρκης, η ανθρώπινη τραγωδία παίζεται αδιάλειπτα χωρίς η ουσία της να αλλάζει. Κάτω από την επιφάνεια της ευμάρειας και του καταναλωτισμού, βρίσκονται μισοθαμμένα τα άγχη της οικονομικής ανασφάλειας, της διατήρησης του υψηλού επιπέδου διαβίωσης της οικογένειας, της καταναλωτικής επίδειξης, των χρεών και των υποθηκών. Όταν κάτι πάει στραβά οι άνθρωποι πιάνονται απροετοίμαστοι καθώς έχουν γαλουχηθεί με την πεποίθηση ότι τα πάντα γύρω τους μόνο καλύτερα μπορούν να γίνουν – ποτέ χειρότερα. Επιπλέον οι δεσμεύσεις τους, κοινωνικές και προσωπικές, μοιάζουν να τους έχουν παγιδεύσει. Κάπως έτσι στο Ο Διαρρήκτης του Σέιντι Χιλλ, ο προσφάτως απολυθείς από την δουλειά του πρωταγωνιστής θα φτάσει να γίνει κλεφτρόνι, μπαίνοντας νύχτα στο σπίτι του γείτονά του, σε μια κοινότητα όπου οι πόρτες παραμένουν ανοιχτές για όλους. Οι ακάλυπτες επιταγές και τα ελλείποντα χρήματα δεν απειλούν απλώς με ένα ταπεινότερο επίπεδο διαβίωσης αλλά με κατάρρευση ολόκληρου του οικογενειακού οικοδομήματος και των υποθέσεων εργασίας στις οποίες αυτό βασίστηκε.
Οι άνθρωποι παραμένουν άνθρωποι όπου κι αν τους εμφυτεύσεις, μοιάζει να μας λέει ο Τσίβερ. Νοσταλγούν τα αθώα παιγνίδια των παιδικών τους χρόνων, τα άγρια δάση και τα κελαρυστά ρυάκια, τον ύπνο κάτω από τα αστέρια. Ονειρεύονται περιπέτειες και ξένους τόπους ακόμη και όταν έχουν υλοποιήσει όλα τα όνειρά τους, ακόμη και όταν τα παιδικά τραύματα έχουν ξεπεραστεί (και ο Τσίβερ είχε κάμποσα). Μισούν την ανία. Ερωτεύονται. Κάποτε μισούν την τακτοποιημένη ζωή τους και επανεφευρίσκουν τα πράγματα του κόσμου τούτου. Γι αυτό το δράμα καραδοκεί. Γι αυτό λ, χ. ο ήρωας του διηγήματος Ο Κολυμβητής που δίνει τον τίτλο του σ’ αυτή τη συλλογή –ίσως το πιο ευφάνταστο του Τσίβερ- μοιάζει να αναπροσδιορίζει εξ αρχής τα πάντα όταν μια ωραία πρωία αποφασίζει να ανασυγκροτήσει τον τεμαχισμένο κόσμο του κολυμπώντας διαδοχικά σε όλες τις πισίνες της πόλης. Σαν σύγχρονος εξερευνητής μιας απολύτως οικείας και εκπολιτισμένης περιοχής, διασχίζει κήπους, καλημερίζει φίλους και την πρώην ερωμένη του, κολυμπάει για λίγο, πίνει ένα ποτό εδώ κι εκεί, περνάει από χωράφια και δρόμους βλέποντας τα πράγματα και τους παραξενεμένους γείτονες υπό μια νέα οπτική γωνία. ΄Ωσπου, έχοντας πια ολοκληρώσει αυτό που επιθυμούσε, έχοντας τρόπον τινά ενοποιήσει τον κοινωνικό του χώρο μέσω του υγρού στοιχείου, φτάνει το βραδάκι με τα πολλά εξαντλημένος σπίτι του και το βρίσκει άδειο κι εγκαταλειμμένο από την οικογένειά του.
Το φυσικό στοιχείο παίζει έτσι κι αλλιώς σημαντικό ρόλο στα αφηγήματα του Τσίβερ. Η λύτρωση λ.χ. στον Διαρρήκτη του Σέιντι Χιλλ έρχεται αιφνιδιαστικά για τον αφηγητή μέσα από μια καθαρτήρια βροχή:
«Ενώ περπατούσα προς το σπίτι των Πιούτερ άκουσα ένα δυνατό θρόισμα στα δέντρα και στους κήπους, και αναρωτήθηκα τι ήταν, μέχρι που ένοιωσα τη βροχή στα χέρια και στο πρόσωπό μου, κι έπειτα άρχισα να γελάω. Εύχομαι να μπορούσα να πω ότι ήταν ένα αθώο παιδί που με επανέφερε στο σωστό δρόμο ή η απόμακρη μουσική από μια εκκλησία ή κάποιο καλό ξωτικό, αλλά δεν ήταν παρά η βροχή στο κεφάλι μου. Δεν ήμουν παγιδευμένος. Βρισκόμουν εδώ στη γη επειδή το είχα επιλέξει. Και δεν είχε τόση σημασία που είχα λάβει τα δώρα της ζωής αλλά ότι τα κατείχα». 
Η φύση λοιπόν γίνεται εφαλτήριο απελευθέρωσης και εξαγνισμού που, όπως στην παλιά υπερβατική μυθολογία των Έμερσον και Θορώ, ταυτίζεται με την υπαρξιακή ελευθερία της επιλογής ή απλούστερα με την σκέτη λυτρωτική ελευθερία. Αλλά η φύση βρίσκεται διακριτικά παντού στο έργο του Τσίβερ, ακόμη και σε μια μεγαλούπολη σαν τη Νέα Υόρκη. Τα εύπλαστα σύννεφα, η βροχή, η μυρωδιά της ασφάλτου, οι ανεμπόδιστες θέες της ενδοχώρας και του υδατικού δικτύου, πάνω απ’ όλα όμως το φως, παίζουν ένα φιλόδοξο ρόλο, συχνά καθοριστικό για τη ροή της αφήγησης. Και η πάλη των φυσικών στοιχείων αντανακλά με ιμπρεσιονιστικό θα λέγαμε τρόπο την περίπλοκη εσωτερική ζωή των ηρώων του, καθώς η μάχη καλού και κακού να απειλεί να συντρίψει την τακτοποιημένη ζωή τους. Δεν πρόκειται πια εδώ για την φύση διαφθορέα των Πουριτανών, αλλά για ένα λυτρωτικό καταλύτη που αφηγείται συναρπαστικές ιστορίες, πέρα από (και δίπλα στα) ανθρώπινα.
Ο Τζων Τσίβερ έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στη Νέα Υόρκη πριν προαστιοποιηθεί στο Γουέτσεστερ και παρακολούθησε στενά, ήδη από τη δεκαετία του ’30, την δημιουργία της νέας μεγάλης μητρόπολης του κόσμου, με τους πρώην αγρότες να φτάνουν κατά κύματα και τις φιλόδοξες νεαρές του Νότου και του Μίντγουεστ να προσπαθούν με κάθε τρόπο να πιάσουν την καλή. Η αστική αποξένωση, οι καταρρέουσες ελπίδες και η κοινωνική κινητικότητα απεικονίζονται λοιπόν κυρίως στα πρώιμα διηγήματά του όπου η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι παρόντα εν μέσω μιας απαστράπτουσας ευημερίας. Η ζοφερή και απειλητική ατμόσφαιρα της μεγαλούπολης είναι παρούσα λ.χ. στα πρώτα τρία διηγήματα της συλλογής, κυρίως στο Καψουροτράγουδο, πιθανότατα εμπνευσμένο από τον μύθο της Εκάτης, όπου η ηρωίδα, με διαψευσμένα τα όνειρά της για μια μεγάλη καριέρα, τρέφεται από τις ατυχίες και τα θανατικά που συμβαίνουν γύρω της μέσω των διαδοχικών εραστών της. Αλλά το χαρακτηριστικότερο ίσως αφήγημα αυτής της περιόδου του Τσίβερ και έργο πρόδρομο του μαγικού ρεαλισμού είναι Το τεράστιο ραδιόφωνο όπου οι ζωές των άλλων εισβάλλουν στο ενδιαίτημα του πρωταγωνιστικού ζεύγους μέσω των ερτζιανών και όπου αίφνης οι ήρωες γίνονται εθισμένοι ωτακουστές των πιο ανεπάντεχων ιστοριών οικογενειακής βίας, μέχρι να αποκαλυφθούν και οι δικές τους αμαρτίες. Στο Ω! πόλη των τσακισμένων ονείρων και στο Τα Χριστούγεννα είναι μια μελαγχολική περίοδος για τους φτωχούς, μοιάζει σαν ο Κάρολος Ντίκενς να μετακόμισε ετεροχρονισμένα στη Νέα Υόρκη διεισδύοντας στα λημέρια των ηθελημένα ξεριζωμένων από τον τόπο τους επαρχιωτών που ψάχνουν το όνειρό τους στη μεγαλούπολη. 
Αλλά οι ήρωες του Τσίβερ δεν παύουν να ονειρεύονται και να νοσταλγούν ένα προ πολλού χαμένο παρελθόν. Η γραμματέας που έγινε αντικείμενο σεξουαλικής εκμετάλλευσης και στη συνέχεια απολύθηκε από το αφεντικό της, του λέει χώνοντάς του ένα πιστόλι στα πλευρά, στο Τρένο των Πέντε και Σαράντα Οκτώ που τον μεταφέρει στον οικογενειακό παράδεισο:
«Νοιώθω ο εαυτός μου όταν αρχίζει να νυχτώνει. Αλλά παραμένω καλύτερη από σένα. Ακόμα έχω καλά όνειρα πού και πού. Ονειρεύομαι πικνίκ και τον παράδεισο και την αδελφότητα των ανθρώπων, αλλά και κάστρα στο σεληνόφως και ένα ποτάμι με ιτιές γύρω από τις όχθες του και ξένες πόλεις, και, τέλος πάντων, γνωρίζω περισσότερα για την αγάπη από ό,τι εσύ».
Τι γνώριζε ο ίδιος ο Τσίβερ για την αγάπη; Οι βιογράφοι και η οικογένειά του μάλλον συμφωνούν ότι ήταν ανυπόφορος σαν χαρακτήρας. Ο Μπλέηκ Μπέιλυ(1963- ), βιογράφος επίσης του Ρίτσαρντ Γέητς, ο οποίος συνέγραψε την ογκωδέστερη και πληρέστερη βιογραφία του Τσίβερ αποκτώντας πλήρη πρόσβαση στα αρχεία της οικογένειας, περιγράφει τα ημερολόγια του συγγραφέα ως τον «θρίαμβο του τραγικωμικού σολιψισμού». Ο Τσίβερ βίωσε τραυματικά μια οικογενειακή οικονομική καταστροφή όχι και τόσο ασυνήθιστη για τη γενιά του, βρέθηκε στη Νέα Υόρκη όπως τόσοι και τόσοι άλλοι αναζητώντας την τύχη του, και κατάφερε να υλοποιήσει επί του εδάφους μια απαστράπτουσα ζωή που όμως «πολύ λίγη ευτυχία του προσέφερε», όπως έχει γράψει στον New Yorker ο στενός του φίλος Τζων Απντάικ. Συγγραφέας πέντε μυθιστορημάτων και εκατόν είκοσι από τα πιο αξιοπρόσεκτα διηγήματα που έχουν γραφεί στην από κει όχθη του Ατλαντικού, ο Τζων Τσίβερ απήλαυσε άφθονη λογοτεχνική δόξα στη διάρκεια της ζωής του και ακόμη περισσότερη μετά το θάνατό του σε ηλικία εβδομήντα χρόνων. Έζησε ακόμη μια άνετη ζωή, κυρίως μετά την δημοσίευση, το 1956 του TheWapshot Chronicle. Όμως μοιάζει σαν να μην αγάπησε ποτέ τον εαυτό του, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ένας εραστής του, σύντροφός της ύστερης ομοφυλοφιλικής του περιόδου που ο ίδιος ο συγγραφέας δυσκολεύτηκε πολύ να παραδεχτεί. Η δόξα του φυσικού κόσμου και ο θρίαμβος της ανόδου του από τη θέση του φτωχού και άνεργου νέου στα ύψη του Βραβείου Πούλιτζερ, μόνο πρόσκαιρη ικανοποίηση μοιάζουν να του προσέφεραν. Ίσως αυτή η δυσαρμονία με τον εαυτό του και οι διαρκείς περιπλοκές με την κοινωνική πραγματικότητα να είναι βέβαια η μοίρα των καλών και λιγότερο καλών συγγραφέων, σε κάθε περίπτωση πάντως ο αλκοολισμός και η βία δεν είναι κοινή σε όλους. Εν μέσω των καλά ζυγισμένων φράσεών του και του λαμπερού γάμου του με την Μαίρη Γουίντερνιτζ, ο Τσίβερ, σαν άλλος Κίρκεγκωρ ή ίσως Κάφκα, μοιάζει να αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του σαν ένα είδος λάθους, σαν προϊόν του προπατορικού αμαρτήματος. Ριζωμένοι στα προάστια ή ξεριζωμένοι στη μεγαλούπολη, οι ήρωές του είναι, πιθανότατα όπως και ο ίδιος, έρμαια της ζωής, σκοτεινοί, μοναχικοί, ενίοτε διεφθαρμένοι, αγχώδεις και σε πλήρη σύγχυση. Και όμως ο Τσίβερ δεν είναι στωικός. Πιστεύει στην προσωπική λύτρωση, πιστεύει στα ανοιχτά ενδεχόμενα της ζωής ή αν το θέλουμε στα διχαλωτά μονοπάτια της ύπαρξης που θα ‘λεγε αργότερα ο ομότεχνός του νομπελίστας Τζ. Μ. Κουτσί. Η πραγματικότητά δίνεται ιμπρεσιονιστικά και η τελευταία παράγραφος στα αφηγήματά του αντανακλά σχεδόν πάντα μια διονυσιακού τύπου υπέρβαση. 

Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 


Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.