Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

"Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου" Τάσος Λειβαδίτης



(απόσπασμα του έργου του)

Παγωνιά

φυσάει στους έρημους δρόμους της πολιτείας

ο άνεμος στροβιλίζει τη σκόνη

παρασέρνει τ' αποτσίγαρα τα σύννεφα τα χαρτιά

λίγοι μοναχικοί διαβάτες περνάνε βιαστικοί στους δρόμους

φυσάει

φυσάει στις καμινάδες στις στέγες κάτω απ' τις γέφυρες

φυσάει μες απ' τ' αχαμνά σκέλια των κατάδικων που σουλα-

          τσάρουν στα προαύλια των φυλακών

φυσάει στις ματωμένες κοιλιές των γυναικών που γεννάνε 

          έξω απ' τις κλειστές πόρτες των νοσοκομείων

φυσάει στις παράγκες στα παραπήγματα στα καπηλειά

φυσάει κάτω απ' τα παλιά ανάχτορα

Μνημόσυνο για τους πεσόντες

Εξέδρες

τα ψηλά καπέλα των υπουργών

μονύελα

γάντια

ακριβές γούνες

οι φαντάροι στη γραμμή παρουσιάζουν όπλα

πίσω απ' τις ξιφολόγχες που γυαλίζουν

στριμώχνεται ο λαός

Φάτσες τετράγωνες ρυτιδωμένες

φάτσες μελανιασμένες απ' το κρύο μελανιασμένες απ' τις

          καπνιές

χοντρά δυνατά σαγώνια σαπισμένα δόντια

μάτια κάτω απ' τα  τσαλακωμένα κασκέτα

κόκκινα και βλοσυρά

Ανάπαυσον ο Θεός τους δούλους σου

αλληλούια

φυσάει

Ένας γέρος μισοκοιμάται 

ένας σοβατζής με τη φόρμα του χιονισμένη απ' ασβέστη

δεν υπάρχει διέξοδος

οι Σλάβοι μας απειλούν

ο πόλεμος

ησυχία ησυχία μιλάει ο κύριος υπουργός

ο πόλεμος

αλληλούια

φυσάει μες απ' τα δεκανίκια των σακάτηδων που χτυπάνε 

           τις πόρτες των πολιτειών

φυσάει μες στις κιθάρες των τυφλών που παίζουν στις γωνιές

           των δρόμων

φυσάει ανάμεσα στα κόκκαλα των νεκρών


Μια γυναίκα σφίγγει τρομαγμένη το παιδί της
εκείνο πονάει και μπήγει τις φωνές
….
Οι νεκροί
                  προχωράνε
                                           αμίλητοι
αναποδογυρίζουν τα καμιόνια αναποδογυρίζουν τα τάνκς
πατάνε πάνω στις ξιφολόγχες και τις σάλπιγγες

Επιτεθήτε
Οι χωριάτες αρπάζουν τα δικράνια τους και προχωράνε
ο άνεμος βουίζει μες στα στάχια βελάζουν τα μοσκάρια στις
           αυλές
ξύλα κι αξίνες ανεμίζουν στον αέρα
οι  δρόμοι αυτά τα πελώρια λαρύγγια του κόσμου
σφυροκοπάνε από κραυγές
ερχόμαστε
παραμερίστε
κατεβαίνουμε σαν μια χιονοστιβάδα που όσο κατηφορίζει με-
           γαλώνει


Μια απέραντη θέρμη απο χιλιάδες χνώτα
τα κεριά λυώνουν μονομιάς στο βάθος των εκκλησιών
τραντάζεται ο θόλος τ' ουρανού απ' τα μεγάλα καρδιοχτύπια
ερχόμαστε από πολύ μακριά
πηγαίνουμε πολύ μακριά
βαδίσαμε μες στη λάσπη και το αίμα
βαδίσαμε πάνω στα κόκκαλα των παιδιών μας
βαδίσαμε χιλιάδες χρόνια για νάρθουμε
φάτσες σημαδεμένες απ' τα οξέα και τις μπαλνταδιές του μέλ-
           λοντος
χέρια που παίζουνε σαν παιχνιδάκια τις βαρειές και την τύχη
           του κόσμου
ειρήνη


Σφυρίζουν τα τραίνα
μια μεγάλη βουή απ' όλα τα σημεία του ορίζοντα
χιλιάδες χέρια αδράχνουν και χτυπάνε τις καμπάνες
οι κουλοχέρηδες αρπάζουν με τα δόντια τους και τραβάνε τα
           σκοινιά
οι γυναίκες αρπάζουν τα μωρά τους και τα σηκώνουν ψηλά
           σαν λάβαρα
ο άνεμος φυσάει τα μαλλιά τους
ο άνεμος φυσάει και ξεδιπλώνει σαν σημαίες τα μαλλιά τους
θέλουμε να σπείρουμε
θέλουμε να υφάνουμε
θέλουμε να γεννήσουμε
ειρήνη
ειρήνη


Ο άνεμος σκίζει τα σύννεφα
και πάνω σ' αυτά τα κουρελιασμένα πλήθη
πέφτει ξαφνικά ένας καταράχτης φως
είμαστε εμείς που ζυμώνουμε και δεν έχουμε ψωμί
εμείς που βγάζουμε το κάρβουνο και κρυώνουμε
είμαστε εμείς που δεν έχουμε τίποτα
κι ερχόμαστε να πάρουμε τον κόσμο
ειρήνη
ειρήνη
είμαστε οι προλετάριοι


Σαν μια αστράπη το αύριο αυλακώνει τις πρωτεύουσες
οι πολιτείες φαρδαίνουνε σπρωγμένες απ' τους αγκώνες του
           πλήθους
οι περαστικές σκιές πέφτουν τραχειές πάνω στα μέγαρα σαν
           αξίνες
αυτός ο θόρυβος είναι ο σφυγμός ενός πελώριου πυρετού
- θάλεγες πως το ίδιο το μέλλον βαδίζει σήμερα


Οι τυφλοί πίσω απ' το σκοτάδι τους με τρεμέμενα ρουθούνια
μυρίζονται αυτόν τον ήλιο που πάει ν' ανατείλει
είμαστε εμείς που γκρεμιζόμαστε απ' τις σκαλωσιές
εμείς που μας θάβουν οι στοές των ορυχείων
εμείς που πέφτουμε ουρλιάζοντας μες τα λυωμένα μέταλλα
ειρήνη
ειρήνη
ο άνεμος που σας παρασέρνει απόψε
έρχεται απ' τα χνώτα μας και τα φυσερά μας


Χιλιάδες άνθρωποι προχωράνε
βλοσυροί
χοντροκομμένοι
βρώμικοι
μην πιστεύοντας στο Θεό
κουβαλώντας σαν ένα καινούργιο πελώριο Θεό
τη δύναμη τους
είμαστε εμείς που κλαίμε σ' όλες τις γωνιές του κόσμου
εμείς που βλαστημάμε όλα τα ιερά του κόσμου
είμαστε εμείς που τραγουδάμε σ' όλες τις γλώσσες του
           κόσμου
ειρήνη
ειρήνη


Προχωράνε απ' όλα τα σημεία της γης
με τις χοντρές πατούσες τους γκρεμίζοντας τα σύνορα
με τα σκληρά ροζασμένα χέρια τους σχεδιάζοντας πάνω στο
           κόκκινον ορίζοντα
τις φαρδειές χειρονομίες ενός καινούργιου πεπρωμένου


Και πίσω έρχεται ο άνεμος
πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος
πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος βουίζοντας
ειρήνη
ειρήνη




ε  ι  ρ  ή  ν  η


"ΚΑΠΟΥΤ" Κούρτσιο Μαλαπάρτε ( Curzio Malaparte)




"Το σφαγείο της ανθρώπινης συνείδησης"

Ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε (ψευδώνυμο του Κουρτ Έριχ Σούκερτ) γεννήθηκε το 1898 στο Πράτο της Τοσκάνης από Λομβαρδή μητέρα και Γερμανό πατέρα. Υπηρέτησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά το τέλος του οποίου άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος, ενώ υπήρξε ενεργό μέλος του Φασιστικού Κόμματος από το 1922. Αποστασιοποιήθηκε από το φασισμό στις αρχές της δεκαετίας του 1930, εξορίστηκε από το καθεστώς Μουσολίνι στο ιταλικό νησί Λίπαρι (1933-38) και φυλακίστηκε ξανά το 1938, 1939, 1941 και 1943.  Κάλυψε το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως ανταποκριτής της Corriera della Sera στο Ανατολικό Μέτωπο. Μετά το τέλος του πολέμου έγινε μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος, ενώ μετά την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (1949), έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μαοϊσμό. Πέθανε από καρκίνο των πνευμόνων το 1957.  Κέρδισε τη διεθνή αναγνώριση με τα μυθιστορήματά του «Καπούτ» (1944) και «Το δέρμα» (1949).

Στο «Καπούτ» (Κaputt, που σημαίνει ολοσχερώς κατεστραμμένος, κομματιασμένος), ο Μαλαπάρτε διατρέχει, με τη στολή του Ιταλού αξιωματικού, τα μέτωπα της Ρωσίας, την Ουκρανία, τη Βεσσαραβία, τη Μολδαβία, τη Ρουμανία (1941-43). Παρευρίσκεται σε συνάξεις και συμπόσια ναζιστών, πληρεξουσίων υπουργών και κυβερνητικών αξιωματούχων στη Σουηδία, στην Πολωνία, στη Φινλανδία και στην Ιταλία. Είναι στη διάρκεια αυτών ακριβώς των συναντήσεων, στα διαλείμματα πλουσιοπάροχων γευμάτων και της κατανάλωσης μεγάλων ποσοτήτων ακριβού κρασιού, στο ενδιάμεσο λιγότερο ή περισσότερο ανάλαφρων συζητήσεων για την έκβαση του πολέμου, που διηγείται τις πιο φρικιαστικές ιστορίες: των αλόγων που έπεσαν στα παγωμένα νερά της λίμνης Λάντονγκα για να γλιτώσουν από τη φωτιά, των «ποντικιών» που σκάβουν τη ρίζα του τοίχου στο γκέτο της Βαρσοβίας, των σκυλιών με το σακίδιο τα εκρηκτικά στη ράχη που εξαπέλυαν οι Ρώσοι για να χωθούν κάτω από τα εχθρικά τεθωρακισμένα, των «πουλιών» που βομβαρδίζουν τις πόλεις, των γυμνών ανδρών-στρατιωτών με τα μάτια ταράνδου στη Λαπωνία. Το πογκρόμ των Εβραίων στο Ιάσιο, την εκτέλεση των Ρώσων αιχμαλώτων στην Ουκρανία, είκοσι κιλά ανθρώπινα μάτια που χάρισαν οι Κροάτες ουστάσι στον αρχηγό τους  Άντε Πάβελιτς.  Δεν είναι τυχαίο που τα έξι μέρη στα οποία χωρίζεται το βιβλίο φέρουν ονόματα ζώων, τρωκτικών, πτηνών ή εντόμων (Τα άλογα, τα ποντίκια, τα σκυλιά, τα πουλιά, οι τάρανδοι, οι μύγες), σαν μόνο αυτά να παραμένουν αγνά σε αυτό το αιματοκύλισμα, στην πλήρη ηθική κατάπτωση των ανθρώπων, όχι μόνο στα μέτωπα του πολέμου αλλά και στα μετόπισθεν. Μοιάζει σαν ο Μαλαπάρτε να παίρνει το λόγο σ΄ αυτά τα ανούσια και εκνευριστικά συμπόσια για να πει ό,τι οι στρογγυλεμένες κουβέντες και η πεποίθηση για την υποτιθέμενη ανωτερότητα κάποιων φυλών έναντι των άλλων κρύβουν επιμελώς – και να καταγγείλει, χωρίς καμία ψευδαίσθηση ότι θα εισακουσθεί, την επικράτηση της βαρβαρότητας.
Το ύφος του συγγραφέα είναι περιγραφικό: κοφτό και κυνικό στην αφήγηση των ιστοριών, λυρικό και ποιητικό στις περιγραφές της φύσης. Στο βιβλίο υπάρχουν πολλοί διάλογοι: στα γαλλικά κυρίως, αλλά και στα αγγλικά, τα γερμανικά, τα ρουμανικά, τα φινλανδικά, που μεταφράζονται σε υποσημειώσεις στο κάτω μέρος της σελίδας, ώστε να είναι κατανοητοί  από τους αναγνώστες. Υπάρχουν ορισμένοι δευτερεύοντες ήρωες, πρόσωπα που παρίστανται σε περισσότερες από μία συνάξεις και για τα οποία ο συγγραφέας τρέφει κάποια συμπάθεια, όπως ο πληρεξούσιος υπουργός της Ισπανίας του Φράνκο στο Ελσίνκι, κόμης Αγκουστίν ντε Φοξά, που, όπως διαβάζουμε στο πρώτο κείμενο των «Αυτοβιογραφικών τεκμηρίων» που δημοσιεύονται μετά το τέλος του μυθιστορήματος, καταφέρνει να σώσει τελικά, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του, κάποιον Ισπανό «κόκκινο», αιχμάλωτο πολέμου. Το τελευταίο κεφάλαιο συνοψίζει, ίσως, αυτά που έζησε ο Μαλαπάρτε ή θα ήθελε να διηγηθεί: μετά την αποφυλάκισή του, στις 7 Αυγούστου 1943, και περνώντας από τη Νάπολη, καθ΄οδόν προς το σπίτι του στο Κάπρι, ενώνεται με ένα πλήθος αναξιοπαθούντων, «μπουλούκια ξεγοφιασμένων, σακάτηδων, κουτσών, καμπούρηδων, κουλών» (σελ. 605), ακρωτηριασμένων και στα δύο πόδια, που κατευθύνεται σε μια σπηλιά για να προστατευθεί από τους βομβαρδισμούς. Κι εκεί, σαν κάτι μαγικό να συμβαίνει ξαφνικά, ξαναβρίσκει τη ζωντάνια (και την ανθρωπιά) της πόλης που γνώριζε κι ακούει μια λέξη, «γαίμα», που ηχεί πολύ ευλαβικά στα αυτιά του παρά το τρομερό της περιεχόμενο. Είναι ο κόσμος που, έπειτα από τέσσερα χρόνια πολέμου, έπειτα από τόσες κακουχίες και θάνατο, τρέχει στον Καθεδρικό γιατί έχει κυκλοφορήσει η φήμη ότι μια βόμβα γκρέμισε την κρύπτη όπου φυλάσσονται  οι δύο θήκες με το θαυματουργό αίμα του Αγίου Ιανουαρίου. Τελικά, λέει ένας άνδρας στο καφενείο όπου καταφεύγει ο Μαλαπάρτε για να πιει λίγο νερό, «τον πόλεμο τον κέρδισαν οι μύγες».
Κατατοπιστικός ο πρόλογος του Αναστάση Βιστωνίτη και πολύ καλή η μετάφραση του Παναγιώτη Σκόνδρα που είχε να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, μεταξύ των οποίων και η απόδοση των ονομάτων και των τοπωνυμίων, αλλά και η τοποθέτηση των γεγονότων στο ιστορικό τους πλαίσιο. 

Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ: ένας βιβλικός ήρωας, ένας σύγχρονος παραμυθάς


Αναδημοίευση από : https://dimartblog.com/2015/11/21/ibs15/

Είναι μια πράξη ηρωισμού να γράφει κανείς στη γλώσσα του, εάν αυτή είναι η γίντις

(Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ, συνέντευξη στον Sander Gilman)


—της Ελένης Κοσμά και του Στέργιου Μήτα—
Οι προθήκες των ελληνικών βιβλιοπωλείων προικίστηκαν, μόλις πριν από λίγους μήνες, με ένα ακόμη μυθιστόρημα του εβραιοαμερικανού γίντις συγγραφέα Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ (βραβείο Νόμπελ 1978). Στο μυθιστόρημά του με τίτλο Εχθροί, μια ερωτική ιστορία (μτφ. Βασίλης Αμανατίδης, Καστανιώτης, 2009) ο Σίνγκερ αφηγείται στα γίντις μια ιστορία τριγαμίας, με φόντο την επαύριο του Β Παγκοσμίου Πολέμου, χώρο δράσης την Αμερική και πρωταγωνιστές εβραίους επιζήσαντες των ναζιστικών στρατοπέδων. Με τα μυθιστορήματα, τις νουβέλες και τα διηγήματα του Σίνγκερ, η κάπως παράδοξη και σκοτεινή γίντις κουλτούρα εισδύει στην επικράτεια της δυτικής σκέψης. Αυτήν τη μεσαιωνική λαϊκή λαλιά των Ασκεναζίμ της ανατολικής Ευρώπης, που παρέμενε προφορική μέχρι τον 19ο αιώνα, επιλέγει ο Σίνγκερ, ένας εγνωσμένης πολιτικής στράτευσης πολωνοεβραίος μετανάστης στην Αμερική, για να αφηγηθεί τις ιστορίες του. Ωστόσο, δεν πρόκειται απλώς για έναν αριστερό «γιντισογράφο» (πράγμα σημαντικό από μόνο του), αλλά και για έναν από τους σημαντικότερους αμερικανούς λογοτέχνες του αιώνα.
Ο Σίνγκερ είναι παραμυθάς. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι, όπως όλοι οι γίντις συγγραφείς, πρωτοδημοσίευε τα έργα του σε εφημερίδες: τούτες, όμως, οι εφημερίδες ήσαν περισσότερο έντυπα ερμηνείας και όχι καταγραφής της καθημερινότητας, «καθημερινά περιοδικά», «εφημερίδες με εικοσιτετράωρη καθυστέρηση», όπως εξομολογείται ο ίδιος ο συγγραφέας στον Σάντερ Γκίλμαν (βλ.Diacritics, vol. 4, no 1, Spring 1974). Παραμύθια, εφημερίδες, γίντις –και την ίδια στιγμή η αμερικανική λογοτεχνική βιομηχανία: σε ποιο κοινό τελικά απευθύνεται ο Σίνγκερ; Στη σχετική ερώτηση του Γκίλμαν ο συγγραφέας απαντά πνευματωδώς ότι όποιος θέλει να απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό, πρέπει να γράψει στα αγγλικά ή στα ρωσικά˙ εκείνος, όμως, γράφει στα γίντις και δεν έχει κανένα πρόβλημα που το πρωτότυπό του απευθύνεται σε μόλις τέσσερα εκατομμύρια αναγνώστες. Και συνεχίζει: «Κάποιοι συγγραφείς έχουν την αίσθηση ότι είναι τόσο ‘βαθείς’, τόσο εσωτερικοί, που κανείς δεν θα τους καταλάβει. Ξέρω ότι οι αναγνώστες μου θα με καταλάβουν. Το ερώτημα είναι αν ‘υπάρχει τίποτα να καταλάβει κανείς’.»
Ο Σίνγκερ, ανακατεύοντας καταγωγικές βιβλικές πρώτες ύλες με μια μοντερνιστική διάθεση, κρατά αποστάσεις και από τα δύο βασικά ρεύματα της εβραϊκής (λογοτεχνικής και όχι μόνο) παράδοσης, τόσο από το λόγιο-ορθολογικό όσο και το ορθόδοξο-ηθικοθρησκευτικό. Πολλές φορές ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι ο συγγραφέας επιστρατεύει τη γίντις γραφή ενάντια στη γίντις κουλτούρα: απελευθερώνει έναν κόσμο δαιμόνων, προλήψεων, μαγικών φίλτρων, αφηγείται ιστορίες ανεστραμμένα ηθικοπλαστικές, όπου δεν κυριαρχεί ούτε η ανθρώπινη ορθοπραξία ούτε η θεία δικαιοσύνη. Οι ήρωες του Σίνγκερ υποφέρουν και χάνουν τον δρόμο τους είτε με θεό είτε χωρίς αυτόν.
Η γειτνίαση του βιβλικού με τον μοντέρνο «τρόπο» έγκειται στην απορία διαχείρισης των απαντήσεων γύρω από τα έσχατα ερωτήματα: η βιβλική εικόνα ενός θεού που «κρύβει το πρόσωπό του» εδώ συνδυάζεται με τη σύγχρονη εικόνα ενός κόσμου κενού από «υπερβατικό» νόημα. «Ο Θεός είναι κρυμμένος» και τούτο σημαίνει ότι η πηγή νοήματος, αυτό που μπορεί να δώσει απάντηση στο «γιατί» δεν μπορεί να εντοπιστεί· βρίσκεται σε μια διαρκή, εθελούσια, εξορία. Η θρησκευτική συμβολική τάξη επιτρέπει στον Σίνγκερ να ανατάμει τη συνθετότητα της ανθρώπινης κατάστασης και να αντιμετωπίσει τόσο το αρχέγονο ζήτημα της ελπίδας και της δυσπιστίας όσο και τις τυπικά σύγχρονες ερωτήσεις περί αποξένωσης (που είναι και αυτή «εξορία») και του παράλογου (που δεν είναι παρά «σιωπή»).
Τι, τελικά, κομίζει ο Σίνγκερ στη λύση αυτής της βιβλικής, αλλά και μοντέρνας, εξίσωσης; «Δεν είμαι ένας συγγραφέας μηνυμάτων. Είμαι ικανοποιημένος αν πω μια καλή ιστορία», απαντά στον Γκίλμαν. Και παρακάτω: «από τη στιγμή που δεν είμαι ένας συγγραφέας μηνυμάτων και δεν κάνω προπαγάνδα, δεν επιμένω να θυμίζω στον αναγνώστη ότι ο άνθρωπος είναι μέλος μιας κοινωνίας». Ο Σίνγκερ δεν καταπιάνεται καν με το στερεότυπο ερώτημα «περί ταυτότητας». Οι ήρωές του δεν ψάχνουν για ταυτότητα, διότι η ταυτότητά τους είναι εξαιρετικά καθαρή: «Εφόσον οι ήρωες μου είναι Εβραίοι, μιλούν γίντις και ζουν είτε στην Πολωνία είτε, ως μετανάστες, στην Αμερική, όλοι ξέρουν τι είναι» εξομολογείται στον Γκίλμαν. Η καθαρότητα της ταυτότητας διεκδικείται μέσα από τη διαρκή ενάσκηση της μνήμης: «Εμείς οι Εβραίοι υποφέρουμε από πολλές αρρώστιες: η αμνησία, όμως, δεν είναι μία από αυτές» προειδοποιεί ο Σίνγκερ.
Μια πρώτη μορφή του κειμένου αυτού δημοσιεύτηκε στο Καπνιστήριο του περ.Εντευκτήριο, 2009

"ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ" στο DAILYTVRADIO.GR

Η ΓΕΝΙΑ του '30
ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΕΦΕΡΗΣ, ΡΙΤΣΟΣ, ΕΛΥΤΗΣ


ΑΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ

https://www.mixcloud.com/nota-chryssina/tetradio-politismou-kalo-kalokairi-by-nota-chryssina/

"ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ" στο DAILYTVRADIO.GR

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ 




ΑΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ

https://www.mixcloud.com/nota-chryssina/tetradio-politismou-δημητρησ-μαρωνιτησ/

"ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ" στο DAILYTVRADIO.GR


"Κείμενα για την ποίηση" του Βύρωνα Λεοντάρη 


ΑΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ

https://www.mixcloud.com/nota-chryssina/βυρων-λεονταρησ-κειμενα-για-την-ποιηση/

"ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ" στο DAILYTVRADIO.GR

"Η εποχή του μυθιστορήματος" του 
Θανάση Αγάθου




ΑΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ

https://www.mixcloud.com/nota-chryssina/tetradio-politismou-η-εποχή-του-μυθιστορήματος-by-nota-chryssina/