Αναδημοίευση από : https://dimartblog.com/2015/11/21/ibs15/
Είναι μια πράξη ηρωισμού να γράφει κανείς στη γλώσσα του, εάν αυτή είναι η γίντις
(Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ, συνέντευξη στον Sander Gilman)
—της Ελένης Κοσμά και του Στέργιου Μήτα—
Οι προθήκες των ελληνικών βιβλιοπωλείων προικίστηκαν, μόλις πριν από λίγους μήνες, με ένα ακόμη μυθιστόρημα του εβραιοαμερικανού γίντις συγγραφέα Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ (βραβείο Νόμπελ 1978). Στο μυθιστόρημά του με τίτλο Εχθροί, μια ερωτική ιστορία (μτφ. Βασίλης Αμανατίδης, Καστανιώτης, 2009) ο Σίνγκερ αφηγείται στα γίντις μια ιστορία τριγαμίας, με φόντο την επαύριο του Β Παγκοσμίου Πολέμου, χώρο δράσης την Αμερική και πρωταγωνιστές εβραίους επιζήσαντες των ναζιστικών στρατοπέδων. Με τα μυθιστορήματα, τις νουβέλες και τα διηγήματα του Σίνγκερ, η κάπως παράδοξη και σκοτεινή γίντις κουλτούρα εισδύει στην επικράτεια της δυτικής σκέψης. Αυτήν τη μεσαιωνική λαϊκή λαλιά των Ασκεναζίμ της ανατολικής Ευρώπης, που παρέμενε προφορική μέχρι τον 19ο αιώνα, επιλέγει ο Σίνγκερ, ένας εγνωσμένης πολιτικής στράτευσης πολωνοεβραίος μετανάστης στην Αμερική, για να αφηγηθεί τις ιστορίες του. Ωστόσο, δεν πρόκειται απλώς για έναν αριστερό «γιντισογράφο» (πράγμα σημαντικό από μόνο του), αλλά και για έναν από τους σημαντικότερους αμερικανούς λογοτέχνες του αιώνα.
Ο Σίνγκερ είναι παραμυθάς. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι, όπως όλοι οι γίντις συγγραφείς, πρωτοδημοσίευε τα έργα του σε εφημερίδες: τούτες, όμως, οι εφημερίδες ήσαν περισσότερο έντυπα ερμηνείας και όχι καταγραφής της καθημερινότητας, «καθημερινά περιοδικά», «εφημερίδες με εικοσιτετράωρη καθυστέρηση», όπως εξομολογείται ο ίδιος ο συγγραφέας στον Σάντερ Γκίλμαν (βλ.Diacritics, vol. 4, no 1, Spring 1974). Παραμύθια, εφημερίδες, γίντις –και την ίδια στιγμή η αμερικανική λογοτεχνική βιομηχανία: σε ποιο κοινό τελικά απευθύνεται ο Σίνγκερ; Στη σχετική ερώτηση του Γκίλμαν ο συγγραφέας απαντά πνευματωδώς ότι όποιος θέλει να απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό, πρέπει να γράψει στα αγγλικά ή στα ρωσικά˙ εκείνος, όμως, γράφει στα γίντις και δεν έχει κανένα πρόβλημα που το πρωτότυπό του απευθύνεται σε μόλις τέσσερα εκατομμύρια αναγνώστες. Και συνεχίζει: «Κάποιοι συγγραφείς έχουν την αίσθηση ότι είναι τόσο ‘βαθείς’, τόσο εσωτερικοί, που κανείς δεν θα τους καταλάβει. Ξέρω ότι οι αναγνώστες μου θα με καταλάβουν. Το ερώτημα είναι αν ‘υπάρχει τίποτα να καταλάβει κανείς’.»
Ο Σίνγκερ, ανακατεύοντας καταγωγικές βιβλικές πρώτες ύλες με μια μοντερνιστική διάθεση, κρατά αποστάσεις και από τα δύο βασικά ρεύματα της εβραϊκής (λογοτεχνικής και όχι μόνο) παράδοσης, τόσο από το λόγιο-ορθολογικό όσο και το ορθόδοξο-ηθικοθρησκευτικό. Πολλές φορές ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι ο συγγραφέας επιστρατεύει τη γίντις γραφή ενάντια στη γίντις κουλτούρα: απελευθερώνει έναν κόσμο δαιμόνων, προλήψεων, μαγικών φίλτρων, αφηγείται ιστορίες ανεστραμμένα ηθικοπλαστικές, όπου δεν κυριαρχεί ούτε η ανθρώπινη ορθοπραξία ούτε η θεία δικαιοσύνη. Οι ήρωες του Σίνγκερ υποφέρουν και χάνουν τον δρόμο τους είτε με θεό είτε χωρίς αυτόν.
Η γειτνίαση του βιβλικού με τον μοντέρνο «τρόπο» έγκειται στην απορία διαχείρισης των απαντήσεων γύρω από τα έσχατα ερωτήματα: η βιβλική εικόνα ενός θεού που «κρύβει το πρόσωπό του» εδώ συνδυάζεται με τη σύγχρονη εικόνα ενός κόσμου κενού από «υπερβατικό» νόημα. «Ο Θεός είναι κρυμμένος» και τούτο σημαίνει ότι η πηγή νοήματος, αυτό που μπορεί να δώσει απάντηση στο «γιατί» δεν μπορεί να εντοπιστεί· βρίσκεται σε μια διαρκή, εθελούσια, εξορία. Η θρησκευτική συμβολική τάξη επιτρέπει στον Σίνγκερ να ανατάμει τη συνθετότητα της ανθρώπινης κατάστασης και να αντιμετωπίσει τόσο το αρχέγονο ζήτημα της ελπίδας και της δυσπιστίας όσο και τις τυπικά σύγχρονες ερωτήσεις περί αποξένωσης (που είναι και αυτή «εξορία») και του παράλογου (που δεν είναι παρά «σιωπή»).
Τι, τελικά, κομίζει ο Σίνγκερ στη λύση αυτής της βιβλικής, αλλά και μοντέρνας, εξίσωσης; «Δεν είμαι ένας συγγραφέας μηνυμάτων. Είμαι ικανοποιημένος αν πω μια καλή ιστορία», απαντά στον Γκίλμαν. Και παρακάτω: «από τη στιγμή που δεν είμαι ένας συγγραφέας μηνυμάτων και δεν κάνω προπαγάνδα, δεν επιμένω να θυμίζω στον αναγνώστη ότι ο άνθρωπος είναι μέλος μιας κοινωνίας». Ο Σίνγκερ δεν καταπιάνεται καν με το στερεότυπο ερώτημα «περί ταυτότητας». Οι ήρωές του δεν ψάχνουν για ταυτότητα, διότι η ταυτότητά τους είναι εξαιρετικά καθαρή: «Εφόσον οι ήρωες μου είναι Εβραίοι, μιλούν γίντις και ζουν είτε στην Πολωνία είτε, ως μετανάστες, στην Αμερική, όλοι ξέρουν τι είναι» εξομολογείται στον Γκίλμαν. Η καθαρότητα της ταυτότητας διεκδικείται μέσα από τη διαρκή ενάσκηση της μνήμης: «Εμείς οι Εβραίοι υποφέρουμε από πολλές αρρώστιες: η αμνησία, όμως, δεν είναι μία από αυτές» προειδοποιεί ο Σίνγκερ.
Μια πρώτη μορφή του κειμένου αυτού δημοσιεύτηκε στο Καπνιστήριο του περ.Εντευκτήριο, 2009