«Παραμετρική κριτική» σε «υψηλόν ύφος»
«Αφερέγγυος», κατ' αρχήν, ο θερμόαιμος δοκιμιογράφος με την ακάθιστη σκέψη που διατυμπανίζει ότι «αν υπάρχει κάποια αξία σε ένα έργο τέχνης, αυτή βρίσκεται στη συνεχή αντιπαλότητά του» με τους κώδικες. «Πλάνης» και «αναξιόπιστος», επίσης, ο πυρετώδης συγγραφέας με την εμμονική γραφίδα που δηλώνει εν θερμώ στις συνεντεύξεις του ότι σήμερα «γράφονται μόνο σενάρια» και βάζει τους φρενήρεις ήρωές του να υποστηρίζουν ότι «δεν έχουμε ολοκληρώσει ούτε ένα λογοτεχνικό είδος, με εξαίρεση την ηθογραφία».
Πεζογράφος και θεωρητικός, ο δισυπόστατος Γιώργος Αριστηνός θεραπεύει, χρόνια τώρα, μια ιδιοσυγκρασιακή γραφή που κινείται στις παρυφές του λογοτεχνικού Κανόνα. Με την πρώτη του ιδιότητα παράγει «λείψανα αφηγημάτων».
Με τη δεύτερη, περίτεχνα λογοτεχνικά δοκίμια. Οπως είναι φυσικό, ο στοχασμός του θεωρητικού ελέγχει συνεχώς τις μυθοπλαστικές πραγματώσεις του συγγραφέα, και το αντίστροφο.
«Αφερέγγυοι και πλάνητες», επίσης, οι κρινόμενοι συγγραφείς, σύντροφοι εν όπλοις του συγγραφέα, περιπατητές όλοι τους στα παλιά σοκάκια που εξύμνησαν ο Μποντλέρ και οι flâneurs μιας άλλης εποχής.
Αιρετικά και ανορθόδοξα, τέλος, τα έργα που σχολιάζονται: από τις δαιμονικές ηθογραφίες του Παπαδιαμάντη, τις εσχατολογικές αλληγορίες του Χειμωνά και το «λαϊκό έπος» του Τζόις, στα εύθρυπτα αφηγήματα του Κουφάκη και τις εσωτερικές ψυχογραφίες του Γουδέλη ή τις ποιητικές συνθέσεις του Ιωαννίδη, και από κει στον Μοδινό, τον Πρατικάκη κ.ά. Μοντερνισμός και μεταμοντερνισμός, παράδοση και ελληνοκεντρισμός, το αιώνιο μουρμουρητό της παγκόσμιας βιβλιοθήκης, να και τα μεγαθέματα του Αριστηνού.
Από τον Μπαρτ στον Ντεριντά και από τον Ζιράρ στον Σολέρς ή από τον Κέσλερ και τον Τέιλορ στον Τοντορόφ και τον Μπαρθ, η απόσταση για τον Γιώργο Αριστηνό δεν ήταν ποτέ μεγάλη.
Κινούμενος ανέκαθεν με άνεση στο αρχιπέλαγος της λογοτεχνικής θεωρίας, ο Αριστηνός συνεχίζει με τα δοκίμια της συλλογής αυτής το σχέδιο μιας «παραμετρικής κριτικής» που ευαγγελιζόταν χρόνια πριν (βλ. «Με αφορμή την περίπτωση του Θ. Βαλτινού» στο «Η ακάθιστη σκέψη», 1996).
Τα ανεξίθρησκα άρθρα, οι αιρετικές κριτικές, τα «scripta minima» του τόμου αποτελούν τις απτές αποδείξεις μιας παθιασμένης («ψυχαναγκαστικής» λέει ο ίδιος) αναγνωστικής εμπειρίας της τελευταίας σχεδόν δεκαετίας.
Η συλλογή ενσωματώνει στο δεύτερο μέρος της τα «minima δοκίμια» των «Τοξικών αποβλήτων» (Κέδρος, 2010), αρκετά από τα οποία ανοίγονται στην κριτική του πολιτισμού και, αγκιστρωμένα στον χρονότοπό τους, ψαύουν ποικίλες όψεις της επικαιρότητας (την ελληνική Αριστερά, την εθνικιστική έξαρση ή τον ματωμένο Δεκέμβρη του 2009).
Αν έπρεπε να συνοψίσω τη δεσπόζουσα θεωρητική αντίληψη του Αριστηνού για τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό (grosso modo ισχύει και για το αφηγηματικό του έργο), θα έλεγα ότι η προσέγγισή του, αφού έχει «σβαρνίσει» τη σημειολογία, τον στρουκτουραλισμό, την ψυχανάλυση και τον αποδομισμό, «αρδεύεται» πλέον, όλο και πιο ξεκάθαρα, από τη Βιβλιοθήκη του Μπόρχες και «γεωργείται» από την Εγκυκλοπαίδεια του Ουμπέρτο Εκο, αφού στο μεταξύ έχει «θερίσει» τους καρπούς μιας μακροχρόνιας αναγνωστικής τριβής με τη μυθιστορηματική παράδοση, από τον Ομηρο στον Θερβάντες και τον Ραμπελέ κι από κει στον Τζόις και τον Χειμωνά.
Παρά τις απλωτές της σκέψης του προς τον αποδομισμό και τον μεταμοντερνισμό, δεν φτάνει ποτέ να επιδεχθεί τις έσχατες συνέπειες της θεωρίας τους, αν εξαιρέσει κανείς την υιοθέτηση της «διπλής κωδικοποίησης» των Εκο-Τζενκς (φιλική και προσπελάσιμη κειμενική επιφάνεια, πολύσημο, αλλά όχι δυσερμήνευτο, βάθος), τόσο στην εκλεκτικιστική του θεωρητική παλέτα όσο και στη μυθοπλαστική του ποιητική («Ο δολοφόνος», 2000).
Με τον μοντερνισμό να αποτελεί το φυσικό ενδιαίτημα της σκέψης του, ο Αριστηνός συνεχίζει να αντλεί με συγκριτολογική συνέπεια και συνεπή ανεξιθρησκία επιχειρήματα και μεθόδους από ποικίλες θεωρίες, σ' ένα αμάλγαμα που εντυπωσιάζει τόσο για τη θεωρητική σκευή του όσο και, κυρίως, για την εκφραστική διαύγεια του δικού του χαρακτηριστικού «ύψους-ύφους».
Ολο και συχνότερα επιστρέφει «στις παλιές του αγάπες […] τον Αριστοτέλη και πρωτίστως τον Λογγίνο». Οπως ο ίδιος σημείωνε πριν από λίγα χρόνια, όταν «όλα έχουν ειπωθεί» και ο Μπέκετ έχει βάλει τη ληξιαρχική βούλα του θανάτου τους, σημασία δεν έχει «τι λες» αλλά «πώς το λες», δηλαδή «το στιλ, το ύφος, οι αναφλέξεις του ταμπεραμέντου, οι ελιγμοί και τα πλονζόν, η μαγκιά ενός τοξικομανούς της γραφής…». Ο αναγνώστης θα παραδεχτεί ότι σε όλα αυτά ο Αριστηνός αποδεικνύεται πράγματι μαγκιόρος.
Ο φιλάνθρωπος κυνισμός της λογοτεχνίας
Του Ιάκωβου Ανυφαντάκη
Τα «Τρία δοκίμια για τον Θανάση Βαλτινό», η συλλογή από μελέτες του Γιώργου Αριστηνού που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις της Εστίας, είναι ένα ακόμα στήριγμα στο αυξανόμενο οικοδόμημα της βιβλιογραφίας για τον πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών.
Μελέτες, τεύχη περιοδικών αφιερωμένα στο έργο του Βαλτινού και διδακτορικές διατριβές στην Ελλάδα και το εξωτερικό δημιουργούν ένα σημαντικό σώμα κειμένων που εκκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες προσφέρει νέες αναγνώσεις στο έργο του.
Κοινό στοιχείο όλων των ερευνών είναι ότι η προσέγγιση στον Βαλτινό πατάει σε περισσότερες από μία πειθαρχίες, δεν περιορίζεται στη φιλολογία, αλλά αναζητά ταυτόχρονα εργαλεία από την ιστορία και την ανθρωπολογία για να αναλύσει βιβλία που αποτελούν ήδη τμήμα του Κανόνα της ελληνικής λογοτεχνίας.
Στο πρώτο από τα τρία δοκίμια ο Αριστηνός αναλύει τους τρόπους με τους οποίους η πεζογραφία του Βαλτινού υπήρξε ανατρεπτική στιγμή στην ελληνική πεζογραφία. Εστιάζει στην πολυφωνία και την πολυεπίπεδη γραφή που χαρακτηρίζει τον συγγραφέα, την αμφισβήτηση της ιστορικής ορθοδοξίας, τη ρήξη με την παράδοση με μια γλώσσα ζωντανή, γυμνή από καλολογικά σχήματα, αλλά και τη φυσική λύση της δράσης.
Στο επόμενο κείμενο, «Ενας κλασικός στην αυλή του μεταμοντερνισμού», o Αριστηνός υποστηρίζει ότι ο Βαλτινός είναι ταυτόχρονα νεοκλασικός και μοντερνιστής και κλείνοντας με το τρίτο δοκίμιο της συλλογής εστιάζει στα «Στοιχεία από τη δεκαετία του ’60».
Συμπεραίνει ότι με τον πρωταγωνιστικό ρόλο που κατέχει η γλώσσα αντικαθιστά τον κλασικό μυθιστορηματικό ήρωα που καταλήγει στο τέλος του βιβλίου να επαληθεύσει ή να αναιρέσει την έως τότε δράση του. Αντίθετα, το δεσπόζον στοιχείο της λογοτεχνίας του Βαλτινού είναι η δομή, σύμφωνα με τον Αριστηνό, επιβεβαιώνοντας τις τεχνοτροπικές αναζητήσεις του συγγραφέα.
Οπως έχει επισημανθεί όμως νωρίτερα στο βιβλίο, «τα κείμενα του Βαλτινού τα διαπερνά ένα πνεύμα αγέρωχης απόγνωσης που κι αυτό δεν φυλακίζεται σε οριστικό σχήμα, αλλά υποσκάπτεται από μια σταθερή διάθεση ειρωνείας, φιλάνθρωπου κυνισμού και πικρού μπλαζεδισμού. Ο δόλος της ιστορίας και της γραφής στο απόγειό του».
Μέσα από αυτό το μικρό απόσπασμα ο Αριστηνός καταφέρνει να συνοψίσει έναν από τους κυρίαρχους άξονες της λογοτεχνίας του Θανάση Βαλτινού. Η απόγνωση και η ειρωνεία, η ειρωνεία που καταλήγει να γίνει κυνισμός και ο κυνισμός που μπορεί να εξελιχθεί ακόμα και σε ηρωισμό, έναν ηρωισμό ξεχωριστό, όμως, όχι κινηματογραφικό, αλλά προσωπικό και κρυφό. Ολα αυτά διαμορφώνουν ανάγλυφα τα πρόσωπα που εμφανίζονται στο έργο του Βαλτινού, μαζί και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του.