Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

"H Γυναίκα της Zάκυθος" του Διονύσιου Σολωμού


ΚΕΦ. 1

    1. Εγώ, Διονύσιος Ιερομόναχος, εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, για να περιγράψω ό,τι στοχάζουμαι, λέγω:
    2. Ότι εγύριζα από το μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, όπου είχα πάει για να μιλήσω με ένα καλόγερο για κάτι υπόθεσες ψυχικές,
    3. και ήταν η ώρα οπού θολώνουνε τα νερά, και είχα φθάσει στα Τρία Πηγάδια, και ήταν εκεί τριγύρου η γη όλο νερά, γιατί πάνε οι γυναίκες και συχνοβγάνουνε.
    4. Εσταμάτησα σε ένα από τα Τρία Πηγάδια, και απιθώνοντας τα χέρια μου στο φιλιατρό του πηγαδιού, έσκυψα να ιδώ αν ήτουν πολύ νερό·
    5. και το είδα σκεδόν γιομάτο, και είπα: Δόξα σοι ο Θεός·
    6. γλυκιά η δροσιά που στέρνει για τα σπλάχνα του ανθρώπου το καλοκαίρι, μεγάλα τα έργα Του, και μεγάλη η αφχαριστία του ανθρώπου.
    7. Και οι δίκαιοι κατά την Θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό, επέσανε τα μάτια μου στα χέρια μου οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό.
    8. Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δίκαιους, ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλά;
    9. Και αρχίνησα και εσύγκρενα τον αριθμό των δικαίων οπού εγνώριζα, με αυτά τα πέντε δάχτυλα, και βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε, ελιγόστεψα το δάχτυλο το λιανό, κρύβοντάς το ανάμεσα στο φιλιατρό και στην απαλάμη μου·
    10. και έστεκα και εθεωρούσα τα τέσσερα δάχτυλα για πολληώρα, και αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πως ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και κοντά στο λιανό μου δάχτυλο έβαλα το σιμοτινό του στην ίδια θέση.
    11. Εμνέσκανε το λοιπόν αποκάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα εχτυπούσα ανήσυχα απάνου στο φιλιατρό, για να βοηθήσω το νου μου να εύρει κάνε τρεις δίκαιους.
    12. Αλλά επειδή αρχινήσανε τα σωθικά μου να τρέμουνε σαν τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ,
    13. ασήκωσα τα τρία μου έρμα, και έκαμα το σταυρό μου.
    14. Έπειτα, θέλοντας να αριθμήσω τους άδικους, έχωσα το ένα χέρι μες στην τζέπη του ράσου μου, και το άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι μου, γιατί εκατάλαβα, αλίμονον!, πως τα δάχτυλα δεν εχρειαζόντανε ολότελα.
    15. Και [ο] νους μου εζαλίστηκε από το μεγάλον αριθμό· όμως με παρηγορούσε το να βλέπω πως καθένας κάτι καλό είχε απάνου του.
    16. Και μου ήρθε στο νου μου περσότερο από όλους αυτούς η Γυναίκα της Ζάκυθος, η οποία πολεμάει να βλάφτει τους άλλους με τη γλώσσα και με τα έργατα·
    17. και γυρεύοντας να ιδώ εάν μέσα σε αυτή την ψυχή, εις την οποίαν αναβράζει η κακία του Σατανά, αν έπεσε ποτέ η απεθύμια του παραμικρού καλού,
    18. έπειτα που εστάθηκα να συλλογιστώ καλά, ύψωσα το κεφάλι μου και τα χέρια μου στον ουρανό και εφώναξα: Θε' μου, καταλαβαίνω πως γυρεύω ένα κλωνί αλάτι μες στο θερμό.
    19. Και είδα πως ελάμπανε αποπάνου μου όλα τ' άστρα, και εξάνοιξα την Αλετροπόδα οπού με ευφραίνει πολύ.
    20. Και εβιάστηκα να κινήσω για το ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου γιατί είδα πως εχασομέρησα. Και ήθελα να φθάσω για να περιγράψω τη Γυναίκα της Ζάκυθος.
    21. Και ιδού καμία δωδεκαρία ψωρόσκυλα που ηθέλανε να μου εμποδίσουνε το δρόμο.
    22. Και μη θέλοντας εγώ να τα κλωτζοβολήσω, για να μην εγγίξω την ψώρα και τα αίματα πού 'χανε, εστοχαστήκανε πως τα σκιάζουμαι,
    23. και ήρθανε βαβίζοντας σιμότερά μου· όμως εγώ εκαμώθηκα πως σκύφτω να πάρω πέτρα
    24. και έφυγαν όλα και εξεθύμαιναν τα κακορίζικα ψωριασμένα τη λύσσα τους, το ένα δαγκώνοντας το άλλο.
    25. Αλλά ένας οπού εδιαφέντευε κάποια από τα ψωρόσκυλα, επήρε και αυτός μία πέτρα
    26. και βάνοντας ο άθεος για σημάδι το κεφάλι εμέ του Διονύσιου του Ιερομόναχου, δεν το πίτυχε· γιατί από τη βία τη μεγάλη με την οποίαν ετίναξε την πέτρα, εστραβοπάτησε, και έπεσε.
    27. Έτζι εγώ έφθασα στο κελί του Αγίου Λύπιου παρηγορημένος από τες μυρωδίες του κάμπου, από τα γλυκότρεχα νερά, και από τον αστρόβολον ουρανό, ο οποίος εφαινότουνα αποπάνου από το κεφάλι μου μία Ανάσταση.


ΚΕΦ. 2
    1. Το λοιπόν, το κορμί της γυναικός, ήτανε μικρό και παρμένο.
    2. Και το στήθος σκεδόν πάντα σημαδεμένο από τες αβδέλες που έβανε για να ρουφήξουν το τηχτικό, και αποκάτου εκρεμόντανε δυο βυζιά ωσάν καπνοσακούλες.
    3. Και αυτό το μικρό κορμί επερπατούσε γοργότατα, και οι αρμοί της εφαινόντανε ξεκλείδωτοι.
    4. Είχε το μούτρο της τη μορφή του καλαποδιού, και έβλεπες ένα μεγάλο μάκρο, αν εκοίταζες από την άκρη του πηγουνιού ώς την άκρη του κεφαλιού,
    5. εις την οποία ήτανε μία πλεξίδα στρογγυλοδεμένη, και αποπάνου ένα χτένι θεόρατο.
    6. Και όποιος ήθελε σιμώσει την πιθαμή για να μετρήσει τη γυναίκα, ήθελ' έβρει το τέταρτο του κορμιού στο κεφάλι.
    7. Και το μάγουλό της εξερνούσε πάντα σάγριο, πότε ζωντανό και πότε πονιδιασμένο και μαραμένο.
    8. Και άνοιγε κάθε λίγο ένα μεγάλο στόμα για ν' αναγελάσει τους άλλους, και έδειχνε τα κάτου δόντια τα μπροστινά μικρά και σάπια που εσμίγανε με τα απάνου πού 'τανε λευκότατα και μακρία.
    9. Και μ' όλον πού 'τανε νια, οι μηλίγγοι και το μέτωπο, και τα φρύδια, και η κατεβασία της μύτης γεροντίστικα.
    10. Πάντα γεροντίστικα, όμως ξεχωριστά όταν ακουμπούσε το κεφάλι της εις το γρόθο το δεξί μελετώντας την πονηρία.
    11. Και αυτή η θωριά η γεροντίστικη ήτανε ζωντανεμένη από δυο μάτια λαμπρά και ολόμαυρα, και το ένα ήτανε ολίγο αλληθώρικο.
    12. Και εστριφογυρίζανε εδώ και εκεί γυρεύοντας το κακό, και το βρίσκανε και όπου δεν ήτουν.
    13. Και μες στα μάτια της άστραφτε ένα κάποιον τι που σ' έκανε να στοχαστείς, ότι η τρελάδα ή είναι λίγο που την άφησε ή κοντεύει να την τρικυμίσει.
    14. Και τούτη ήταν η κατοικιά της ψυχής της της πονηρής και της αμαρτωλής.
    15. Και εφανέρωνε την πονηρία και μιλώντας και σιωπώντας.
    16. Και όταν εμιλούσε κρυφά για να βλάψει τη φήμη του ανθρώπου, έμοιαζε η φωνή της με το ψιθύρισμα του ψαθιού πατημένο από το πόδι του κλέφτη.
    18. Και όταν εμίλειε δυνατά εφαινότουνα η φωνή της, εκείνη οπού κάνουν οι άνθρωποι για να αναγελάσουν τους άλλους.
    19. Και μ' όλον τούτο, όταν ήτουν μοναχή επήγαινε στον καθρέφτη και κοιτώντας εγέλουνε και έκλαιε.
    20. Και εθάρρειε πως είναι η ωραιότερη απ' όσες είναι στα Εφτάνησα.
    21. Και ήταν για να χωρίζει ανδρόγενα και αδέλφια, επιδέξια σαν το Χάρο.
    22. Και όταν έβλεπε στον ύπνο της το ωραίο κορμί της αδελφής της, εξύπναε τρομασμένη.
    23. Ο φθόνος, το μίσος, η υποψία, η ψευτιά, της ετραβούσανε πάντα τα σωθικά,
    24. σαν τα βρωμόπαιδα της γειτονιάς, τα βλέπεις ξεντερολοϊσμένα και λερωμένα, να σημαίνουν τα σήμαντρα του πανηγυριού, και βουρλίζουν τον κόσμο.


Εδώ σταματάει, κάπως απότομα, το δεύτερο κεφάλαιο, αφήνοντας έξι σελίδες άγραφες.
Το επόμενο κεφάλαιο, ο Σολωμός το είχε αριθμήσει ― συμβατικά, λέει ο Πολίτης ― πρώτα 18ο και αργότερα 20ό. Ένα είναι βέβαιο: αρχικά, το κεφάλαιο που θα διαβάσουμε τώρα, περιλάμβανε 50 παραγράφους, τις οποίες κατόπι ο Σολωμός υποδιαίρεσε σε 11 + 38 παραγράφους, δημιουργώντας έτσι δύο ανισομεγέθη κεφάλαια.


ΚΕΦ. [3]
    1. Και εσυνέβηκε αυτές τες ημέρες, οπού οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μισολόγγι, και σκεδόν ολημέρα και συχνά και τη νύχτα έτρεμε η Ζάκυθο από το κανόνισμα το πολύ·
    2. και πολλές γυναίκες Μισολογγίτισες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τ' αδέλφια τους, που επολεμούσανε.
    3. Στην αρχή εντρεπόντανε νά 'βγουνε και επροσμένανε να βραδιάσει για ν' απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες.
    4. Και είχανε δούλους και γίδια, και πρόβατα και βόιδια πολλά.
    5. Ακολούθως εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψει για νά 'βγουνε.
    6. Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείες, εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερνίς.
    7. Και όταν εκουραζόντανε, εκαθόντανε στ' ακρογιάλι, και συχνά ασηκώνανε το κεφάλι ν' ακούσουνε, γιατί εφοβόντανε μη πέσει το Μισολόγγι.
    8. Και τες έβλεπε ο κόσμος να τρέχουνε τα τρίστρατα, τα σταυροδρόμια, τα σπίτια, τα ανώγεια και τα χαμώγεια, τες εκκλησίες, τα ξωκλήσια, γυρεύοντας.
    9. Και ελαβαίνανε χρήματα, πανιά για τους λαβωμένους,
    10. και δεν τους έλεγε κανένας το όχι, γιατί οι ρώτησες των γυναικών ήτανε τες περσότερες φορές συντροφευμένες από τες κανονιές του Μισολογγιού, και η γη έτρεμε αποκάτου από τα πόδια μας.
    11. Και οι πλέον πάνφτωχοι εβγάνανε το οβολάκι τους και το δίνανε και εκάνανε το σταυρό τους κοιτάζοντας κατά το Μισολόγγι και κλαίοντας.


ΚΕΦ. [4]
    1. Ωστόσο η Γυναίκα της Ζάκυθος είχε στα γόνατα τη θεγατέρα της και επολέμαε να την καλοπιάσει, γιατί ήθελε νά μπει εκεί πού 'τανε το κρεβάτι, και η Γυναίκα δεν ήθελε.
    2. Έβαλε, το λοιπόν, το ζουρλάδι τα μαλλιά της αποπίσω από τ' αυτιά, γιατί η ανησυχία τής τά 'χε πετάξει, και έλεγε φιλώντας τα μάτια της θυγατρός της:
    3. «Μάτια μου, ψυχή μου, να γένεις καλή, να παντρευτείς, και να βγαίνουμε και να μπαίνουμε, και να διαβάζουμε τη Θεία Γραφή και τη Χαλιμά».
    4. Και αφού την εχάιδεψε, και της φίλησε τα μάτια και τα χείλα, την άφησε απάνου στην καθίκλα λέοντάς της: «Να και ένα καθρεφτάκι, και κοιτάξου που εισ' όμορφη και μου μοιάζεις».
    5. Και η κόρη, που δεν ήτανε μαθημένη με τα καλά, ησύχασε, και από τη χαρά της εδάκρυσε.
    6. Και η Γυναίκα εκίνησε για να πάει εκεί που είναι το κρεβάτι, αλλά άκουσε μεγάλη ταραχή ποδιών, οπού πάντοτες αύξαινε.
    7. Και εσταμάτησε κοιτάζοντας κατά την θύρα και φουσκώνοντας τα ρουθούνια της.
    8. Και ιδού παρεσιάζονται ομπρός της οι γυναίκες του Μισολογγιού· εβάλανε το δεξί τους στα στήθια και επροσκυνήσανε· και εμείνανε σιωπηλές και ακίνητες.
    9. «Και έτζι δα, πώς την κάνουμε; Θα παίξουμε; Τι ορίζετε, κυράδες; Εκάμετε ανεβαίνοντας τόση ταραχή με τα συρτοπάπουτζα, που λογιάζω πως ήρθετε να μου δώσετε πρoσταγές».
    10. Και όλες εμείνανε σιωπηλές και ακίνητες· αλλά μία είπε: «Αμ' έχεις δίκιο, είσαι στην πατρίδα σου και στο σπίτι σου, και εμείς είμαστε ξένες και όλο σπρώξιμο θέλουμε».
    11. Και ετότες η Γυναίκα της Ζάκυθος αποκρίθηκε: «Κυρά πολύξερη, όλα τα χάσετε, αλλά από εκείνο που ακούω η γλώσσα σάς έμεινε.
    12. »Είμαι στην πατρίδα μου και στο σπίτι μου; Και η αφεντία σου, δεν ήσουνα στην πατρίδα σου και στο σπίτι σου;
    13. »Και τι σας έλειπε, και τι κακό είδετε από τον Τούρκο;
    14. »Δε σας άφηνε φαϊτά, δούλους, περιβόλια; και, δόξα σοι ο Θεός, είχετε περσότερα από εκείνα που έχω εγώ.
    15. »Σας είπα εγώ ίσως, να χτυπήστε τον Τούρκο, που ερχόστενε τώρα σε με να μου γυρέψετε και να με βρίσετε;
    16. »Ναίσκε! Εβγήκετε όξω να κάμετε παλικαρίες, και κάτι εκάμετε στην αρχή, γιατί επήρετε την Τουρκιά ξάφνου.
    17. »Και ποιος εμπόρειε ποτέ του να υποφτεφτεί τέτοια προδοσία; Το θέλει ο Θεός; Δεν ανακατωνόστενε με δαύτον μέρα και νύχτα;
    18. »Τόσο κάνει κ' εγώ να τρέξω μες στο ξημέρωμα με το μαχαίρι στο λαιμό του αντρός μου (που να τόνε πάρει ο διάολος).
    19. »Και τώρα που βλέπετε πως πάνε τα πράματά σας κατά, θέλτε να πέσει το βάρος απάνου μου.
    20. »Καλή, μα το ναι! Αύριο πέφτει το Μισολόγγι, βάνουνε σε τάξη την Ελλάδα τη ζουρλή οι βασιλιάδες, εις τους οποίους έχω όλες μου τες ελπίδες.
    21. »Και όσοι μένουνε από τον ξελοθρεμό, έρχονται στη Ζάκυθο να τους θρέψουμε, και με την κοιλιά γιομάτη μας βρίζουνε».
    22. Λέοντας, εσώπησε ολίγο, κοιτάζοντας μες στα μάτια τες γυναίκες του Μισολογγιού.
    23. «Και έτζι ξέρω και μιλώ και εγώ, ναι ή όχι; Και τώρα δα, τι ακαρτερείτε; Εβρήκετε ίσως ευχαρίστηση να με ακούτε να μιλώ;
    24. »Εσείς δεν έχετε άλλη δουλειά πάρα να ψωμoζητάτε· και, να πούμε την αλήθεια, στοχάζουμαι πως θε νά 'ναι μία θαράπαψη, για όποιον δεν ντρέπεται.
    25. »Αλλά εγώ έχω δουλειά. Ακούστε; Έχω δουλειά».
    26. Και φωνάζοντας τέτοια, δεν ήτανε πλέον το τριπίθαμο μπουρίκι, αλλά εφάνηκε σωστή.
    27. Γιατί ασηκώθηκε με μεγάλο θυμό στην άκρη των ποδιών, και μόλις άγγισε το πάτωμα· και εγρύλωσε τα μάτια, και το άβλαφτο μάτι εφάνηκε αλληθώρικο, και το αλληθώρικό 'σιαξε.
    28. Και όποιος την έβλεπε να ξανάρθει στην πρώτη της μορφή, έλεγε: Ο διάβολος ίσως την είχε αδράξει, αλλά εμετάνωσε και την άφησε, για το μίσος που έχει του κόσμoυ.
    29. Και η θυγατέρα της κοιτάζοντάς την εφώναξε· και οι δούλοι εξαστοχήσαν την πείνα τους, και οι γυναίκες του Μισολογγιού εκατέβηκαν χώρις να κάμουνε ταραχή.
    30. Ετότες, η Γυναίκα της Ζάκυθος, βάνοντας την απαλάμη απάνου στην καρδιά της, και αναστενάζοντας δυνατά, είπε:
    31. «Θε' μου, πώς μου χτυπάει η καρδιά, που μου έπλασες τόσο καλή!
    32. »Με συγχύσανε αυτές οι πόρνες! Όλες οι γυναίκες του κόσμου είναι πόρνες·
    33. »αλλά εσύ, κόρη μου, δεν θε νά 'σαι πόρνη σαν την αδελφή μου και σαν τες άλλες γυναίκες του τόπου μoυ.
    34. »Κάλλιο θάνατος! Και εσύ, μάτια μου, εσκιάχτηκες; έλα, στάσου ήσυχη, γιατί αν αναδευτείς από αυτή την καθίκλα, κράζω ευτύς οπίσω εκείνες τες στρίγγλες και σε τρώνε».
    35. Και οι δούλοι είχαν πάγει στο μαγερίο, χωρίς να καρτερέσουν την προσταγή της Γυναικός, και εκεί άρχισαν να μιλούν για την πείνα τους.
    36. Και η γυναίκα ετότες εμπήκε εκεί όπου ήτανε το κρεβάτι.
    37. Και σε λίγο άκουσα το κρεβάτι να τρίξει πολύ· και ανάμεσα στο τρίξιμο εβγαίνανε λαχανιάσματα και γογγυσμοί,
    38. καθώς κάνουν οι βαστάζοι, όταν οι κακορίζικοι έχουν βάρος εις την πλάτη τους ανυπόφορτο.
    39. Και έφυγα από την πέτρα του σκανδάλου, εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος, και ότι έβγαινα από τη θύρα του σπιτιού απάντηξα τον άνδρα της Γυναικός, οπού ανέβαινε.

Εδώ ο Σολωμός είχε αφήσει άγραφες δύο σελίδες.
Το επόμενο κεφάλαιο φαίνεται να τον βασάνισε περισσότερο από κάθε άλλο στην πρώτη μορφή. Ουσιαστικά, καθαρογραμμένες είναι μονάχα οι 4 πρώτες παράγραφοι -το υπόλοιπο κείμενο φαίνεται να ανήκει σε λίγο υστερότερη επεξεργασία, η οποία ωστόσο κατέληξε εν μέρει σε μια χωριστή καθαρογραμμένη σελίδα. Η δυσκολία προφανώς οφειλόταν κυρίως στον συμβατικά υπερφυσικό χαρακτήρα αυτού του κεφαλαίου, και πιθανώς στην επιθυμία του Σολωμού να σώσει κάτι από το πρώτο σχεδίασμα των «Ελεύθερων Πολιορκισμένων».


KEΦ. [5]
    1. Και ακλούθησα τες γυναίκες του Μισολογγιού, οι οποίες εστρωθήκανε στ' ακρογιάλι, και εγώ ήμουνα αποπίσω από μία φράχτη και εκοίταζα.
    2. Και κάθε μία έβαλε το χέρι και έβγαλε ό,τι και αν εμάζωξε, και εκάμανε ένα σωρό.
    3. Και μία απ' αυτές, απλώνοντας το χέρι, και ψηλαφίζοντας το γιαλό: «Αδελφάδες», εφώναξε,
    4. »ακούτε, αν έκαμε ποτέ τέτοιο σεισμό σαν και τώρα το Μισολόγγι: ίσως νικάει, ίσως πέφτει».
...........................................................................................................................................
    Και εκίνησα για να φύγω και είδα αποπίσω από την εκκλησία (ιδές πώς τη λένε) μία γριούλα όπου είχε στήσει ανάμεσα στα χόρτα μικρά κεράκια, και έκαιε λιβάνι, και τα κεράκια στην πρασινάδα ελάμπανε και το λιβάνι ανέβαινε ― και ασήκωνε τα ξερόχερα παίρνοντας από το λιβάνι, και κλαίοντας και αναδεύοντας το ξεδοντιασμένο στόμα επαρακάλειε. Και εγώ
...........................................................................................................................................
    Ετότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου, και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω. Και ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει. Ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Μισολόγγι. Αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό. Πολιορκισμένους και πολιορκούμενους [sic] και όλα τα έργα τους και όλα τα πάντα, τα εκατασκέπαζε μαυρίλα και πίσσα γιομάτη λάμψη, βροντή, και αστροπελέκι. Και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση. Και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε και εσβενότουνα. Και με φωνή που εφαινότουνα πως νικάει την ταραχή του πολέμου, άρχισε: 

                Το χάραμα επήρα 
                του ήλιου το δρόμο 
                κρεμώντας τη λύρα 
                τη δίκαιη στον ώμο. 
                Κι απ' όπου χαράζει 
                ώς όπου βυθά κ.τ.λ.
...........................................................................................................................................
    Και ότι είχε αποτελειωμένα τα λόγια της η θεά, οι δικοί μας εκάνανε φοβερές φωνές για τη νίκη που εκάνανε. Και οι δικοί μας και όλα μού εγίναν άφαντα, και τα σωθικά μου πάλι φοβερά εταραχτήκανε, και μου φάνηκε πως εκουφάθηκα και εστραβώθηκα ― Και σε λίγο είδα ομπρός μου τη γριούλα, και τα κεράκια ήταν λιωμένα και εμείνανε τα στερνά λιώματα στα χορτάρια, και το λιβάνι τελειωμένο. Και η γριούλα οπού μου έλεγε: «Δόξα σοι ο Θεός, ιερομόναχε, έλεα πως κάτι σού 'ρθε. Σέ 'κραζα, σε κούνεια, και δεν άκουγες τίποτες, και τα μάτια σου εσταμάτηζαν στον αέρα, ενώ τώρα στα στερνά η γης εσκιρτούσε σαν το χόχλο στο νερό που αναβράζει ― τώρα ότι έπαψε, που ετελειώσανε τα κεράκια και το λιβάνι. Λες οι δικοί μας να εκερδέσανε;». Και εκίνησα με το Χάρο μες στην καρδιά μου να φύγω. Και η γριούλα, έπειτα που [μου] φίλησε το χέρι, κάνοντας μία μετάνοια, είπε: «Και τι παγωμένο πού 'ναι το χέρι σου».


ΚΕΦ. [6]
    1. Και εκοίταξα τριγύρου, και δεν έβλεπα τίποτες, και είπα:
    2. Ο Κύριος δεν θέλει να ιδώ άλλο, και γυρίζοντας το πρόσωπο όπου ήταν οι πλάτες μου εκίνησα για να πάω στον Άι Λύπιο.
    3. Αλλά άκουσα να τρέμει η γη αποκάτου από τα πόδια μου, και πλήθος αστραπές εγιόμοζαν τον αέρα, πάντα αυξαίνοντας τη γοργότητα και τη λάμψη,
    4. τόσο που έσπρωξα ομπρός τα χέρια μου καθώς κάνει ο άνθρωπος οπού δεν έχει το φως του.
    5. Και εβρέθηκα οπίσω από ένα καθρέφτη, ανάμεσα σ' αυτόνε και στον τοίχο· και ο καθρέφτης είχε τον ψήλο της κάμερας.
    6. Και μία φωνή δυνατή και ογλήγορη μου εβάρεσε στο δεξί μου αυτί, λέγοντας:
    7. «Ω Διονύσιε lερομόναχε, τα μέλλοντα θε να γίνει τώρα για σε παρόν· ακαρτέρει και βλέπεις εκδίκησην του Θεού».
    8. Και μία άλλη φωνή, ομοίως λεπτή, μου εμουρμούρισε στο ζερβί μου αυτί τα ίδια λόγια, τραυλίζοντας.
    9. Και αυτήν [η] δεύτερη φωνή ήτανε ενού γέρου που εγνώρισα, όμως εθαύμαξα γιατί ήταν η πρώτη φορά που άκουα την ψυχή του ανθρώπου να τραυλίζει.
    10. Και εκοίταξα ανάερα για να ξανοίξω πούθεν εβγαίνανε αυτές οι φωνές, και δεν είδα παρά τους δυο χοντρούς και μακριούς πέρονους που εβγαίνανε από τον τοίχο, στους οποίους ακουμπούσε ο καθρέφτης δεμένος από τη μέση.
    11. Και μη ξανοίγοντας τίποτες, αναστέναξα βαθιά, και καθώς κάνει ο άνθρωπος οπού βρίσκεται γελασμένος, αγρίκησα μυρωδιά από λείψανο,
    12. και εβγήκα απόκει, και εκοίταξα, τριγύρου και είδα:
    13. Είδα αντίκρυ από τον καθρέφτη, στην άκρη της κάμερας, ένα κρεβάτι· και εφαινότουνα πως δεν ήτουνα μέσα τίποτες, και απάνου πολύ μύγα κουλουμωτή.
    14. Και απάνου στο προσκέφαλο είδα σα μία κεφαλή ακίνητη e mince σαν εκείνες που κάνουνε στα χέρια τους και στα στήθια τους οι πελαγίσοι με το βελόνι.
    15. Και είπα μέσα μου: ο Κύριος μού έστειλε ετούτη τη θέα, για σύμβολο σκοτεινό της θέλησής του.
    16. Για τούτο εγώ, παρακαλώντας θερμά τον Κύριον να καταδεχτεί να με βοηθήσει για να καταλάβω αυτό το σύμβολο, εσίμωσα το κρεβάτι.
    17. Και ανανοήθηκα πως κάτι αναδεύτηκε μες στα σεντόνια που ήτανε λερωμένα, ξεντερολοϊσμένα και αιματωμένα.
    18. Και κοιτάζοντας καλύτερα στην εικόνα του προσκέφαλου, εταραχτήκανε τα σωθικά μου, γιατί από ένα κίνημα που έκαμε με το στόμα εγνώρισα τη Γυναίκα της Ζάκυθος που εκοιμότουνα σκεπασμένη από το σεντόνι ώς το λαιμό, όλη φθαρμένη από το τηχτικό.


ΚΕΦ. [7]
    1. Αλλά εκαλοκοίταξα εκείνον τον ύπνο, και εκατάλαβα που ήθελε βαστάξει λίγο, για να δώσει τόπο του αλλουνού, πού 'ναι χώρις ονείρατα.
    2. Και επειδή εκεί μέσα δεν ήτανε ούτε φίλος, ούτε δικός, ούτε γιατρός, ούτε πνεματικός, εγώ, Διονύσιος Ιερομόναχος, έσκυψα, και με τα καλά τής έλεγα να ξαγορευτεί.
    3. Και αυτή εμισάνοιξε το στόμα της και έδειξε τα δόντια της, ακλουθώντας να κοιμάται.
    4. Και ιδού η πρώτη φωνή, η αγνώριστη, που μού 'πε στο δεξί αυτί: «Η δύστυχη θρέφει πάντα στο νου της φούρκες, φυλακές, και Τούρκους που νικάνε και Γραικούς οπού σφάζονται.
    5. »Τούτη τη στιγμή ένα βλέπει στον ύπνο της, το πράγμα που πάντοτες απεθύμουνε: ήγουν την αδελφή της που διακονεύει και για τούτο την είδες τώρα που εχαμογέλασε».
    6. Και η δεύτερη φωνή, που εγνώριζα, εξαναείπε τα ίδια λόγια τραυλίζοντας, και κάνοντας ένα σωρό όρκους καθώς εσυνηθούσε:
    7. «Αλήθεια μα-μα-μαααα την Παναγία, α-α-α-αλήθεια μ-μ-μ-μα τον Άι Νικόλα, αλ-λ-λ-λήθεια, μααααα τον Άι Σπυρίδωνα, αλήθεια μα τ' αγνάχραρα-χραχρα-γράχναντα μυστήρια του Θεού».
    8. Ξάφνου η Γυναίκα έβγαλε το χέρι από το σεντόνι και εχτύπησε, και οι μύγες ασηκωθήκανε.
    9. Και ανάμεσα στη βουή οπού εκάνανε, άκουσα τη φωνή της Γυναικός, οπού εφώναζε: «Όξω, πόρνη, από 'δω· δε σου δίνω μήτε ένα ψίχαλο!»
    10. Και ετίναξε το χέρι όξω από το κρεβάτι σα για να διώξει μακρία την αδελφή της που της φαινότουνα πως ήλθε να διακονέψει.
    11. Και εξεσκεπάστηκε σκεδόν όλη, και εφάνηκε ένα ψοφογάτζουλο που ήτανε σκεπασμένο από την κροπιά, και έρχεται ένας ανεμοστρούφουλας, και το ξεσκεπάζει.
    12. Αλλά σπρώχνοντας το χέρι της όξω από το κρεβάτι για να διώξει την αδελφή της, εχτύπησε σε μια κάσα πεθαμένου, που εβρέθηκε εκεί ξάφνου, και εκόπηκε το όνειρο της αμαρτωλής.
    13. Και άνοιξε τα μάτια της· και βλέποντας την κάσα ανατρίχιασε, γιατί εσκιάχτηκε μη τη βάλανε εκεί στοχάζοντάς τηνε πεθαμένη.
    14. Και ετοιμαζότουνα να φωνάξει δυνατά για να δείξει πως δεν επέθανε, αλλά ιδού προβαίνει από την κάσα μια κεφαλή γυναίκεια φθαρμένη και αυτή από το τηχτικό, που αγκαλά και πλέον ηλικιωμένη, πολύ της έμοιαζε.
    15. Τραβιέται, πηδάει στη ζερβιά του κρεβατιού, αλλά εχτύπησε τη μούρη της σε μίαν άλλη κάσα και όξω από αυτή ένα κεφάλι γέρου, και ήτανε ο γέρος που εγνώριζα.
    16. Και έτζι εγνώρισα ότι έμελλε της Γυναικός βρεθεί, πριν ξεψυχήσει, ανάμεσα στον πατέρα της και στη μάνα της.
    17. Και έφριξα και έστριψα στην αντίκρυ μερία το πρόσωπό μου, και εξανάσανε το μάτι μου στον καθρέφτη, ο οποίος δεν έδειχνε παρά τη Γυναίκα μοναχή.
    18. Γιατί τα σώματα των άλλων δυο ησυχάσανε στο μνήμα τους, από τα οποία θα πεταχτούν όταν βαρέσει η Σάλπιγγα.
    19. Μαζί μ' εμέ το Διονύσιο τον Ιερομόναχο, μαζί με τη Γυναίκα της Ζάκυθος, μαζί με όλα τα τέκνα του Αδάμ στη μεγάλη κοιλάδα του Ιωσαφάθ.
    20. Και άρχισα να συλλογιστώ απάνου στη δικαιοσύνη του Θεού, που θε νά 'ναι αυτή την ημέρα φανούσιμη· και το μάτι (προσηλωμένο στον καθρέφτη) εσυγχίστηκε από το λογισμό.
    21. Αλλά ακολούθως ο λογισμός εσυγχίστηκε από το μάτι.
    22. Επειδή, στριφογυρίζοντας εγώ έπειτα τα μάτια εδώ και εκεί, καθώς κάνει ο άνθρωπος που συλλογίζεται πράμα δύσκολο που πολεμάει να καταλάβει,
    23. είδα από την κλειδωνότρουπα, που κάτι εμπόδιζε το φως· και εβάστουνε πολληώρα και έπειτα εξαναφαινότουνα,
    24. και ακουότουνα ακολούθως ένα μουρμουρητό στην άλλη κάμερα· και δεν εκαταλάβαινα τίποτες· και εξανακοίταξα στο μέρος della νisiοne.
    25. Και ήτανε μεγάλη σιωπή, και δεν άκουες να βουίζει μήτε μια μύγα από τόσο πλήθος· γιατί ήτανε όλες μαζωμένες εις τον καθρέφτη,
    26. ο οποίος εις πολλά μέρη επαράσταινε το χρώμα del νelο που το βάνουνε όταν λείπει για πάντα κανένας από τη φαμελιά.

Εδώ ακολουθεί άλλο ένα προβληματικό κεφάλαιο. Αρχικά ο Σολωμός είχε καθαρογράψει μονάχα τις δύο πρώτες παραγράφους και είχε αφήσει κενή την υπόλοιπη σελίδα ― ωστόσο, στην επόμενη σελίδα συνεχίζει, μάλλον χωρίς ουσιώδες χάσμα με τα προηγούμενα, αλλά χωρίς να αριθμεί τις παραγράφους. Οπωσδήποτε, τούτο είναι το πιο σύντομο από όλα τα κεφαλαία της πρώτης μoρφής.


ΚEΦ. [8]
    1. Αλλά η μάνα της, χωρίς να κοιτάξει κατά την θύρα, χωρίς να κοιτάξει τη θεγατέρα της, χωρίς να κοιτάξει κανέναν, αρχίνησε:
    2. «Ετούτη τη στιγμή το μάτι και το αυτί του παιδιού σου σε παραμονεύει από την κλειδωνότρουπα, και σε απομακραίνει γιατί σκιάζεται το κακό σου· και έτζι έκαμε[ς] και εσύ μ' εμέ.
...........................................................................................................................................
    [3] «Για τούτο σόδωσα την κατάρα μου εις την πίκρα της ψυχής μου, όταν ασήμαιναν όλες οι εκκλησίες την ημέρα του Πάσχα,
    [4] »σ' την ξανάδωσα μία ώρα πριν ξεψυχήσω, και τώρα σ' την ξαναδίνω, κακό και ανάποδο θηλυκό,
    [5] »και η τρίδιπλη κατάρα θέλει είναι αληθινή και ενεργητική στο κορμί σου και στην ψυχή σου, καθώς είναι αληθινά και ενεργητικά στον φαινούμενο και στον αόρατο κόσμο τα τρία προσώπατα της Αγίας Τριάδας».
    [6] Έτζι λέοντας έβγαλε ένα ζωνάρι που ήτανε του ανδρός της, το χουχούλισε τρεις φορές και το πέταξε μες στα μούτρα της.
    [7] Ετότε ο γέρος ανακατώθηκε μες στην κάσα του, ασήκωσε το δάχτυλο κατά τη θεγατέρα του και ετραύλισε την κατάρα του.

«Kεφάλαιον ύστερον» ονόμασε εξαρχής ο Σολωμός το τελευταίο κεφάλαιο που θα διαβάσουμε εδώ. Αργότερα πρόσθεσε άλλο ένα «Kεφάλαιον ύστερον» και ακόμη αργότερα σχεδίασε ένα περαιτέρω «capitοΙο uItimο». Όμως για μας, τώρα, «Η Γυναίκα της Ζάκυθος» τελειώνει ως εξής:

Kεφάλαιον ύστερον
    1. Και ο πατέρας και η μάνα αναληφτήκανε. Και η Γυναίκα, μονάχα ετότες άκουσε δύναμη να μπορέσει να πεταχτεί,
    2. και εχύθηκε πηδώντας ψηλά, σαν τ' άστρο το καλοκαίρι, που στον αέρα χύνεται δέκα οργιές άστρο.
    3. Και εβρέθηκε στον καθρέφτη, στον οποίον εχτύπησε, και οι μύγες εφύγανε, και εβουίζανε στο πρόσωπό της.
    4. Και αυτή, λογιάζοντας πως ήταν οι γονέοι της, που την αδράχνανε από το μούτρο, έτρεχε εδώ και εκεί
    5. ανοιγοκλειώντας τη φούχτα κάτι νά 'βρει για διαφέντεψη, και ήβρηκε το ζωνάρι, και με κείνο άρχισε να χτυπάει,
    6. και όσο εχτυπούσε, τόσο οι μύγες εβουίζανε, και τόσο αυτή εκατατρόμαζε, όσο που τέλος πάντων έχασε το νου της ολότελα.
    7. Και τρέχοντας με το κοντό πουκάμισο, που είχε κάμει κοντό από τη φιλαργυρία της, έπαιξε το μάτι της στον καθρέφτη
    8. και εσταμάτηξε, και δεν εγνώρισε τον εαυτό της, και άπλωσε το δάχτυλό της και αναγέλασε.
    9. «Ω κορμί! Ω κορμί! Τι πουκάμισο; Ε! Καταλαβαίνω εγώ· και ποιος πονηρός μπορεί να μου κρύψει την πονηρία του; Εκείνο το πουκάμισο με κάνει να καταλάβω πως καμώνεται τρέλα για να 'ν' έτοιμο να κριματίσει.
    10. »Αλλά ποιος νά 'ναι; Μα την αλήθεια, που της μοιάζει ολίγο: αα! εισ' εσύ, μπομπόκορμο, βρωμοπόρνη, μυγόχεσμα του σπιταλιού, τζίμπλα της γουρούνας, γαϊδούρα, κροπολόγα, σκατή!
    11. »Να τέλος πάντων ό,τι σου επροφήτεψα· και οι χίλιοί σου ηγαπημένοι; Δεν σ' έμεινε μήτε δισκάρι να διακονεύεις με δαύτο.
    12. »Είσαι στα χέρια μου· τι θέλεις να σου κάμω, ψυχικό; Τώρα σ' το κάνω. Να ιδώ α' σου μείνει φωνή να πεις πως είμαι μουρλή».
    13. Έτζι λέοντας, έκαμε ένα γύρο και εβάλθηκε με μεγάλη λύσσα να χορεύει, και το πουκάμισο εβρισκότουνα στο πρόσωπό της.
    14. Και στη ζέστα του χορού έκανε με το ζωνάρι μια θηλιά και ο χορός εβάσταξε όσο να κάμει τη θηλιά.
    15. Και αφού την ετέλειωσε, είπε: «Ακλούθα με αποπίσω από τον καθρέφτη, να σου κάμω το ψυχικό.
    16. »Γιατί έρχεται κάπου-κάπου ο γάιδαρος ο γιατρός, οπού θα σ' έχει και εκείνος, και του σκαρφίστηκε πως είμαι άρρωστη».
    17. Και επήγε οπίσω από τον καθρέφτη, και την άκουα να κάνει μεγάλη ταραχή.
    18. Και η ταραχή έπαψε και έκαμε ένα γέλιο μεγάλο που αντιβούισε η κάμερα, και με φωνή πνιμένη από την ευχαρίστηση είπε: «Να, μάτια μου, το ψυχικό».
    19. Τότε έπεσα με τα γόνατα χάμου να κάμω δέηση για να την κάμει ο Κύριος να μην είναι έξω φρενών κάνε για το λίγο ακόμη πόχει να ζήσει.
    20. Και τελειωμένη η δέηση, εκοίταξα χάμου οπίσω από τον καθρέφτη στοχάζοντάς τηνε λιγωμένη. Και δεν ήτον εκεί.
    21. Και αιστάνθηκα το αίμα μου να τραβηχτεί από τα μάγουλά μου,
    22. και έπεσε το κεφάλι απάνου στα στήθια μου, και είπα μέσα μου: 
    23. Ο Θεός ξέρει πού έφυγε η δύστυχη ενώ επαρακάλεια για αυτήν με τη θέρμη της ψυχής μου.
    24. Και επέρασα πέρα, με το κεφάλι σκυφτό και στοχασμένο, να πάω να την εύρω.
    25. Και άκουσα στο μέτωπο κάποιον

    26. και έπεσα ξαφνισμένος τ' ανάσκελα. Και είδα την Γυναίκα της Ζάκυθος που εκρεμότουνα και εκυμάτιζε.

Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Η άλωση του κράτους από την κοινωνία




Γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης*


Η άλωση του κράτους από την κοινωνία Ο Παναγιώτης Κονδύλης αναζητά τις αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας στον τρόπο που συνδέθηκαν οι παραγωγικές τάξεις μεταξύ τους και πως επηρέασαν αυτές την κρατική δομή.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης (Panagiotis Kondylis, Panagiotes Kondyles) (17 Αυγούστου 1943 – 11 Ιουλίου 1998), υπήρξε Έλληνας φιλόσοφος, συγγραφέας και μεταφραστής. Έγραψε κυρίως στα γερμανικά και μετέφραζε ο ίδιος τα βιβλία του στα ελληνικά. Το έργο του τον τοποθετεί στη συνέχεια της παράδοσης των Θουκυδίδη, Νικολό Μακιαβέλι και Μαξ Βέμπερ.


Σωστά ασφαλώς έπραξε ο εκδότης του Θεμέλιου να αποσπάσει από το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη με τον τίτλο Η παρακμή του αστικού πολιτισμού (1991) την εισαγωγή και να την εκδώσει αυτόνομα. Μέρες που είναι οι σοβαρές γνώμες παραμένουν ακριβοθώρητες, κατά συνέπεια ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να δοκιμάσει τον εαυτό του πάνω σ’ ένα δύσκολο ζήτημα και συνάμα ν’ απολαύσει την επιχειρηματολογία ενός άνθρωπου που μπορεί να σταδιοδρόμησε λαμπρά στη Γερμανία, ωστόσο ουδέποτε έκοψε τους δεσμούς του με τα πάτρια.
Το καίριο πρόβλημα για το νεοπαγές βασίλειο της Ελλάδος αφορούσε βέβαια τη συγκρότηση της ντόπιας κοινωνίας, με αιχμή την αστική λεγόμενη τάξη. Υπήρχε αστική τάξη ή δεν υπήρχε; Οι εύποροι πολίτες, οι πλουτοκράτες, οι νοικοκυραίοι, ο παροικιακός ελληνισμός, συγκροτούσαν όντως μια τάξη που θα μπορούσε να αποτελέσει γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη της πτοημένης χώρας; 



Το καίριο πρόβλημα για το νεοπαγές βασίλειο της Ελλάδος αφορούσε βέβαια τη συγκρότηση της ντόπιας κοινωνίας, με αιχμή την αστική λεγόμενη τάξη. Υπήρχε αστική τάξη ή δεν υπήρχε; Οι εύποροι πολίτες, οι πλουτοκράτες, οι νοικοκυραίοι, ο παροικιακός ελληνισμός, συγκροτούσαν όντως μια τάξη που θα μπορούσε να αποτελέσει γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη της πτοημένης χώρας;


Ο Κονδύλης είναι κατηγορηματικός: περνώντας στον εικοστό αιώνα, αποφαίνεται ότι στη χώρα μας η «αστική τάξη» εισήχθη ως έννοια, φέροντας φορτίο αρνητικών παρασημάνσεων. Συγκεκριμένα, η αστική τάξη θεωρήθηκε στα καθ’ ημάς αντίπαλος της ανερχόμενης εργατικής τάξης, ενώ στην Ευρώπη -για μακρό, χρονικό διάστημα- ενσάρκωνε τον κύριο κοινωνικό αντίπαλο της αριστοκρατίας και της κληρικοκρατίας, με άλλα λόγια ήταν φορέας νέας θετικής αντίληψης για την οργάνωση της ζωής και μιας ρωμαλέας νέας κοσμοθεωρίας. Η απορία είναι απλή: θεωρήσαμε, άραγε, την αστική τάξη ως προοδευτικό στοιχείο ή εξ υπαρχής την καταδικάσαμε ιστορικά; Το παράταιρο εν προκειμένω αφορά την εισαγωγή κοινωνικών όρων που δεν αντιστοιχούσαν στα ντόπια δεδομένα. Με έννοιες προωθημένων κοινωνιών, όπως ήταν οι ευρωπαϊκές, πασχίζαμε να αναλύσουμε τη δική μας κοινωνία που απείχε παρασάγγες. 

Συγκεκριμένα, οι δραστηριότητες των καραβοκυραίων και των βιοτεχών αποτελούσαν μάλλον φαινόμενα προκαπιταλιστικά, καθώς οι εργασιακές σχέσεις διέπονταν από άγραφους πατριαρχικούς νόμους του δούναι και λαβείν, καλλιεργώντας με άλλα λόγια τη σχέση υπακοής και προστασίας. Λόγος για αστικό πολιτισμό δεν μπορεί να γίνει, απεναντίας η Ελλάδα εξακολουθούσε να κινείται στο πλαίσιο της βαλκανικής πατριάς. Δύο καίρια χαρακτηριστικά σημειώνει ο Κονδύλης: δεν επετεύχθη «μετακένωση» στο εσωτερικό ούτε της αστικής δραστηριότητας ούτε ενός κάποιου σοβαρού νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ο καπιταλισμός ήταν αρχικά ευρωπαϊκό φαινόμενο, καθότι και ο φεουδαλισμός ευρωπαϊκού τύπου (άγνωστός σε μας) αποτέλεσε την απαραίτητη αρνητική προϋπόθεση για την ανάπτυξη αστικής τάξης. Όπερ σημαίνει ότι οι φορείς της οικονομικής ανόδου δεν απέβαλαν τα πατριαρχικά τους γνωρίσματα. Αν άτομα και ομάδες του παροικιακού Ελληνισμού απέκτησαν αξιόλογη οικονομική ισχύ, αυτό οφειλόταν στην ταύτιση των συμφερόντων τους με συμφέροντα αγγλικών, κυρίως, μεγάλων εταιρειών.
Η εφημερίδα του ΚΚΕ Ριζοσπάστης καλεί τον ελληνικό λαό να ρίξει λευκό στο δημοψήφισμα για την επιστροφή του Γεωργίου Β΄ (φύλλο 1ης Σεπτεμβρίου 1946).

«Εδώ έλειπε μια ουσιώδης διάσταση της αστικής οικονομίας, του αστικού πολιτισμού και της αστικής αυτοσυνείδησης: η διάσταση η προμηθεϊκή, η οποία, ιδίως στο οικονομικό επίπεδο, και ιδίως από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, συνδεόταν πρωταρχικά με τη μορφή του καινοτόμου βιομήχανου ως φορέα και πρακτικού μετουσιωτή του πνεύματος της σύγχρονης επιστήμης και τεχνικής, του πνεύματος της προόδου και της ρήξης με τη στείρα παραδοσιοκρατία του αγροτικού πατριαρχισμού»(σ. 24). Όπου δεν έχουμε ακέραια και μεστή προόδο, μοιραία παρατηρούμε ποικίλες στρεβλώσεις. Η εισαγωγή του βασιλευόμενου κοινοβουλευτισμού, για παράδειγμα, και η καθολική ψηφοφορία δεν ήταν αναπόδραστη απόρροια εγγενών συνθηκών αλλά ξένη πρωτοβουλία, η οποία οδήγησε σε «τερατογενετικά» και «ιλαροτραγικά» μορφώματα. Τι σχέση μπορούσαν να έχουν ο κοινοβουλευτισμός και η καθολική ψηφοφορία με μια κοινωνία που ήταν παγιδευμένη σε πατριαρχικές σχέσεις, νοοτροπίες και αξίες; Ένα αρχιβασικό ζήτημα ήταν ο χωρισμός του κράτους από την κοινωνία που αντι να εμπεδωθεί, μετέτρεψε το κράτος σε εντολοδόχο του γενικού συμφέροντος.

Η κεντρώα εφημερίδα Ελευθερία πανηγυρίζει την τελική νίκη του Εθνικού Στρατού κατά του ΔΣΕ στο φύλλο της 30ης Αυγούστου 1949.

Το καίριο πρόβλημα για το νεοπαγές βασίλειο της Ελλάδος αφορούσε βέβαια τη συγκρότηση της ντόπιας κοινωνίας, με αιχμή την αστική λεγόμενη τάξη. Υπήρχε αστική τάξη ή δεν υπήρχε; Οι εύποροι πολίτες, οι πλουτοκράτες, οι νοικοκυραίοι, ο παροικιακός ελληνισμός, συγκροτούσαν όντως μια τάξη που θα μπορούσε να αποτελέσει γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη της πτοημένης χώρας; 

Το καίριο πρόβλημα για το νεοπαγές βασίλειο της Ελλάδος αφορούσε βέβαια τη συγκρότηση της ντόπιας κοινωνίας, με αιχμή την αστική λεγόμενη τάξη. Υπήρχε αστική τάξη ή δεν υπήρχε; Οι εύποροι πολίτες, οι πλουτοκράτες, οι νοικοκυραίοι, ο παροικιακός ελληνισμός, συγκροτούσαν όντως μια τάξη που θα μπορούσε να αποτελέσει γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη της πτοημένης χώρας;
Τις συνέπειες τις διακρίνουμε σήμερα σε όλο τους το μεγαλείο. Ο κρατικός μηχανισμός διογκώθηκε λόγω του κοινοβουλευτικού συστήματος, επειδή τα κόμματα εξασφάλιζαν ψηφοφόρους, παρέχοντας υπαλληλικές και άλλες θέσεις. Το κράτος μεταμορφώθηκε σε εργοδότη και τα κόμματα σε πιστό νομέα της κρατικής εξουσίας. Ο κομματάρχης εξελίσσεται σε μεσάζοντα που αποκαθιστά κοινωνικά τους οπαδούς του κόμματος. Πρόκειται για το πελατειακό κράτος που ζει και βασιλεύει μέχρι σήμερα. Από τη μιά έχουμε πατριαρχικό κοινοβουλευτισμό και από την άλλη σπάνη θέσεων εργασίας στην ελεύθερη αγορά. Αυτή η στρέβλωση όχι μόνο δεν βοήθησε την αστική τάξη, αλλά αποτέλεσε τροχοπέδη και εμπόδιο για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Τα αστικά τζάκια με την οπισθοδρομική τους νοοτροπία εδραίωσαν μια νοοτροπία προαστική, όπου το πολιτικο-κομματικό παιχνίδι κυριάρχησε. Ο ψηφοφόρος παρείχε και παρέχει υποστήριξη, διεκδικώντας προστασία, ενώ ο πολιτικός εκποιεί το κράτος στους ψηφοφόρους. Διόλου παράδοξο, λοιπόν, το γεγονός ότι τα ντόπια κόμματα ήταν και είναι κόμματα κρατικά, κρατικιστικά και συνάμα «λαϊκά», όπου η συνεπής ταξική πολιτική παρέμεινε απλή προσδοκία, καθώς η αποσύνθεση των πατριαρχικών δομών δημιούργησε μια μάζα μικροαστών και μικροϊδιοκτητών που έλκονταν από δεξιά, φιλελεύθερα ή αριστερά συνθήματα. Το δημοσιοϋπαλληλίκι αναδείχτηκε σε χρυσόμαλλο δέρας του Νεοέλληνα μικροαστού που ανήκε σε πληθυσμιακά στρώματα, καθυστερημένα από πολιτισμική άποψη.
«Ο τρέχων κατόπιν του ισοζυγίου και μη φθόνων ποτέ αυτού». Γελοιογραφία από την εφημερίδα «Νέος Αριστοφάνης», που σατιρίζει την προσπάθεια του Τρικούπη να καλύψει το δημόσιο έλλειμμα. Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων.

Περιττό να τονιστεί ότι η αγραμματοσύνη, η στενοκεφαλιά, η κουτοπονηριά και η ευνόητη ανικανότητα αποτελούσαν τροχοπέδη για τον κρατικό μηχανισμό. Άλλωστε, ο μέσος δημόσιος υπάλληλος δεν μπορούσε να προσανατολιστεί σε απρόσωπες, γενικές και αφηρημένες αρχές. Αντίθετα, ο ορίζοντάς του μόλις που έφτανε στο συγγενολόι, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στους φίλους και στους προστάτες. Το «ρουσφέτι», τουρκικό κατάλοιπο, αναδείχτηκε σε σχολείο παρανομίας, καθοδήγησης και αφανούς παραβατικότητας. Από την άλλη μεριά, η διάσταση έθνους και κράτους αποτελεί μια άλλη σοβαρή διάσταση της ελλιπούς ανάπτυξης του αστικού κράτους. Εφόσον η μεγάλη ιδέα ανέβαλε την εποχή της ισχύος έως να ανακτηθούν τα χαμένα εδάφη, το ασύμπτωτο εθνους και κράτους οδηγησε σε προαστικά και πατριαρχικά σχήματα. Το έθνος παρέμεινε ως μέγεθος ευρύτερο από το κράτος, άρα ανεξάρτητο από την ιδέα της σύγχρονης θεσμικής οργάνωσης, έτσι η εθνική ιδεολογία στράφηκε προς φυλετικούς και πολιτισμικούς παράγοντες (γλωσσικό, θρησκευτικό, χαμένες πατρίδες), αφήνοντας στο περιθώριο την απαραίτητη θεσμική οργάνωση. Το εκκλησιαστικό ζήτημα ο Κονδύλης το επιλύει δίκην γόρδιου δεσμού.

Η Εκκλησία ήταν θεσμός ξένος προς το έθνος, θεσμός πολυεθνικός και επομένως μη εθνικός. Άρα, είναι σφάλμα να λέμε οτι η Εκκλησία πρόδωσε το έθνος. Εκ των υστέρων, η Εκκλησία θα ταυτιστεί με το έθνος και το κράτος – όσο για τον χωρισμό τους, δεν θα τολμήσει να τον απαιτήσει ούτε καν η Αριστερά. Προϊόντος του χρόνου, η Εκκλησία θα ηγηθεί πνευματικά του εθνους, θα γίνει παράγοντας εθνικής συσπείρωσης και μέγας παράγοντας του νεοπαγούς ελληνο-κεντρισμού. Καθώς ο σκιώδης αστισμός αντιπαρατασσόταν στον πατριαρχικό εθνικισμό, δημιουργήθηκε μια ιδεολογία που επικάλυπτε τις βαθύτερες αντιφάσεις. Για παράδειγμα, η αρχαιολατρία συναιρέθηκε ιδεολογικά με τον Χριστιανισμό! Ο ελληνοχριστιανικός ελληνοκεντρισμός πάτησε πόδι επί πάντων – ορατών και αοράτων.

Γράφει ο Κονδύλης: «Οι ραγδαίες κοινωνικές ανακατατάξεις που συνόδευσαν τα χρόνια της κατοχής, του εμφυλίου πολέμου και του εξαμβλωματικού εκσυγχρονισμού των επόμενων δεκαετιών σήμαναν τη μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας από το καθεστώς του πατριαρχικού και του νόθου ή επίπλαστου αστισμού στο καθεστώς μιας εξίσου νόθας μαζικής δημοκρατίας, δηλαδή μιας δημοκρατίας με πολύ μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα απο πριν, αλλά ταυτόχρονα ανίκανης ν’ απαλλαγεί από τις πολιτειακές νοοτροπίες και σχέσεις που της κληροδότησε η προτέρα κατάσταση. Απεναντίας μάλιστα, η αναμφισβήτητη διεύρυνση της δημοκρατίας και του πλουραλισμού, ιδίως στη μεταδικτατορική περίοδο, οδήγησε τελικά στην επίταση των διαρθρωτικών αδυναμιών του συστήματος, εφόσον οι άμεσα ενδιαφερόμενοι «κλάδοι» τη χρησιμοποίησαν για να εμπεδώσουν και να επαυξήσουν όσα τους είχε ήδη αποφέρει η πελατειακή συναλλαγή κομμάτων και ψηφοφόρων. Πρέπει να πούμε ότι οι κατοχικές και μεταπολεμικές ανακατατάξεις επηρέασαν, το ένα μετά το άλλο, όλα τα κοινωνικά στρώματα. Πρώτα-πρώτα, άλλαξαν σημαντικά τη σύνθεση του στρώματος που προπολεμικά ονομαζόταν «αστικό», έτσι ώστε σήμερα ν’ αποτελείται, σε βαθμό καθοριστικό για το ποιόν και τον χαρακτήρα του, από νεόπλουτους, και μάλιστα νεόπλουτους χάρη σε εργολαβικές και μεταπρατικές δραστηριότητες, τις οποίες εξέθρεψαν, μετά τη μαύρη αγορά, η «ανοικοδόμηση» και τα «μεγάλα δημόσια έργα», καθώς και η διοχέτευση όλο και μεγαλύτερου όγκου εισαγωγών στην εσωτερική αγορά. Έτσι, σε γενικές γραμμές εξέλειψε ακόμα και ο προγενέστερος νόθος αστισμός»(σ. 58).

Όσο για τον «λαϊκισμό», που απέβη πλέον μέγα επιχείρημα όλων των παρατάξεων, πέρα από τον διορισμό των ημετέρων, τη δανειοδότηση, τη μεσολάβηση και την έμμεση προστασία, μεταφυτεύτηκε αδρά και στο επίπεδο των μαζών. Μάλιστα, χάρη στην εμφάνιση της τηλοψίας, η λαϊκίστικη δημαγωγία συγχωνεύτηκε με το επιχώριο πελατειακό σύστημα. Η ψήφος μετετράπη σε «γραμμάτιο προς εξόφληση». Έτσι, μια χώρα που εισάγει τα καταναλωτικά της αγαθά κι ελάχιστα παράγει στράφηκε προς τον δανεισμό, «εκχωρώντας έτσι τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειοδότες της». Η ανάπτυξη συνεπάγεται συσσώρευση, εντατική εργασία και προσωρινή στέρηση, ενώ ο δρόμος της βραχυπρόθεσμης ευημερίας οδηγεί ταχύτατα στον παρασιτισμό και στην εκποίηση της χώρας. Έτσι, ενώ οι πλατειές μάζες «λάδωσαν το άντερό τους» για πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου, στρεφόμενες προς την ανεξέλεγκτη κατανάλωση, η χώρα έφτασε στο χείλος του ιστορικού γκρεμού, ζώντας με ξένα λεφτά και με αντίβαρο έναν «μυγιάγγιχτο εθνικισμό» που τελικά καλλιεργεί το μίσος για τους «ξένους». Ο Κονδύλης μιλάει και για την πνευματική ζωή του τόπου, τις διασκεδάσεις, την υπαρκτή ή ανύπαρκτη καλλιέργεια, το πλήθος, τον εξυπναδικισμό, τη μεταμοντέρνα σύμφυρση των πάντων με τα πάντα, ακόμα και για τα κέντρα διασκεδάσεως. Η σκληρή διάθεσή του, πάντως, καταλήγει σε πένθιμα συμπεράσματα: «Η Ελλάδα εντάσσεται σε πολύ χαμηλή θέση στο σύστημα του διεθνούς καταμερισμού της υλικής και πνευματικής εργασίας. Ο δικός της μεταμοντερνισμός συνίσταται στο ότι αποτελεί μια στενή και παράμερη λωρίδα στο ευρύ φάσμα του μεταμοντερνισμού άλλων». Εξού και η διαφαινόμενη παρακμή της.

                                      ___________



 Ο Παναγιώτης Κονδύλης (Panagiotis Kondylis, Panagiotes Kondyles) (17 Αυγούστου 1943 – 11 Ιουλίου 1998), υπήρξε Έλληνας φιλόσοφος, συγγραφέας και μεταφραστής. Έγραψε κυρίως στα γερμανικά και μετέφραζε ο ίδιος τα βιβλία του στα ελληνικά. Το έργο του τον τοποθετεί στη συνέχεια της παράδοσης των Θουκυδίδη, Νικολό Μακιαβέλι και Μαξ Βέμπερ.

ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ





Στράτης Μυριβήλης: Το ευτύχημα της αγραμματοσύνης του ελληνικού λαού

…Αν ύστερα από ένα αιώνα αντεθνικής εκπαίδευσης σώζεται ακόμα ακμαίο και δυνατό στις βιολογικές εκδηλώσεις του το ελληνικό έθνος, το χρωστάμε στο ευτύχημα της αγραμματοσύνης του ελληνικού λαού. Και εννοώ τον γνήσια αγράμματο λαό, που εξακολουθεί να μας απομένει ο μοναδικός θεματοφύλακας του εθνικού πολιτισμού, και να διατηρεί μέσα στη σοφή άγνοιά του όλα τα νήματα της φυλετικής μας συνέχειας. Αν αυτά τα εκατό χρόνια τα κατάφερναν οι δάσκαλοι να περάσουν από το ανθελληνικό τεζάχι τους όλα τα εκατομμύρια των ρωμιών, σήμερα δε θα υπήρχαμε πάνω στη γη σα φυλή με αυτοτελή φυσιογνωμία καταγωγής και πολιτισμού.

Το πανεπιστήμιο στάθηκε ο μεγάλος οχτρός της εθνικής ψυχής. Αυτό χτύπησε κατακέφαλα καθετί που ήταν η γνήσια και ατόφια κληρονομιά του γένους. Γλώσσα, ήθη και έθιμα, μουσική, χορούς, βιοτεχνία, λαϊκές τέχνες, παραδόσεις και θρύλους. Γιατί όλα αυτά τα καταδίωξε το πανεπιστήμιο με φανατισμό, με σύστημα και με πάθος, που ποτές, κανένας καταχτητής δεν τόφτασε, απ’ όσους μας τσαλαπάτησαν μέσα στην αιώνια Ιστορία μας. Από κει βγήκαν και σκόρπισαν σ’ όλες τις πολιτείες, σ’ όλα τα νησιά, στα χωριά και στα βουνά και στ’ ακρογιάλια της Ελλάδας, οι φοιτητές, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι υπουργοί της παιδείας, οι καθηγητές των γυμνασίων και οι δάσκαλοι των δημοτικών σχολειών, όλοι φανατισμένοι καταλυτές της ζωντανής Ελλάδας, όλοι κήρυκες της επιστροφής προς μιαν Αρχαίαν Ελλάδα – Βρυκόλακα, προς μιαν Αρχαίαν Ελλάδα – τάφο, προς μιαν Αρχαίαν Ελλάδα – Νεοελληνοφάγο. Καμιά κοροϊδία δεν ήταν αρκετή για τη γλώσσα, για τα φερσίματα, για τη ντυσιά, για τα τραγούδια, για τις παραδόσεις του αγράμματου γονιού, από μέρους του γιου του που τον έστειλε να σπουδάσει, και γύριζε από τη μια μεριά αρνητής και οχτρός κάθε παράδοσης και κάθε συνέχειας φυλετικής, κι από την άλλη οπλισμένος με το κύρος του σπουδαγμένου και με την επιβεβαίωση του τυπωμένου βιβλίου, που ακόμα πριν από λίγα χρόνια είχε το κύρος της Αγίας Γραφής, γιατί μόνο τα θρησκευτικά βιβλία έβλεπε τυπωμένα και τάκουγε στην εκκλησία ο ελληνικός λαός.


Το αρχαιόπληχτο πανεπιστήμιο όμως στάθηκε στο δρόμο του έθνους μόνο σαν άρνηση της ψυχικής ζωής. Στυλίτεψε, καταράστηκε, αφόρεσε τη γνήσια ελληνική ζωή, χτύπησε με μανιακή λύσσα όλες τις μορφές αυτής της ζωής σα μορφές βάρβαρες, όμως δεν είχε τι να προσφέρει σε αντάλλαγμα για τις αξίες που καταργούσε, έξω από μια παγωμένη γλώσσα, που έπαιζε τραμπάλα ανάμεσα στην αρχαία και τη νέα και παρίστανε την αττική γλώσσα. ..


ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ, απόσπασμα από κείμενό του στο περιοδικόΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 318, 15/3/1940



ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

Πηγή:https://terpandros.wordpress.com/2010/04/21/το-μυθιστορημα-των-τεσσαρων/

Την άνοιξη του 1958 η εφημερίδα Ακρόπολις δημοσίευσε σε συνέχειες, με τεράστια επιτυχία, αυτό που ονομάστηκε ΤοΜυθιστόρημα των Τεσσάρων, η πρώτη ελληνική εκδοχή αφηγηματικής σκυταλοδρομίας (στην Αγγλία είχε προηγηθεί ο Πλωτός ναύαρχος). Τέσσερεις από τους γνωστότερους συγγραφείς της γενιάς του ’30, οΣτρατής Μυριβήλης, ο Μ. Καραγάτσης, οΆγγελος Τερζάκης και ο Ηλίας Βενέζης, έπειτα από έμπνευση του δημοσιογράφου και αστυνομικού συγγραφέα Γιάννη Μαρή, δέχτηκαν να γράψουν μαζί, αλλά εκ περιτροπής, ένα μυθιστόρημα, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συνεννόηση μεταξύ τους, ή να έχει συμφωνηθεί κάποιος σκελετός. Η σειρά με την οποία θα έγραφαν αποφασίστηκε με κλήρωση.
Η ιστορία αρχίζει το 1920 στην Αίγινα, σε έναν ανεμόμυλο, και τελειώνει πάλι στην Αίγινα τρεις δεκαετίες αργότερα, το 1953, στον ίδιο ανεμόμυλο. Κύριος όμως χώρος δράσης των ηρώων της είναι η Αθήνα, όπου ύστερα από έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο οι κάτοικοι προσπαθούν να επουλώσουν τις παντοειδείς πληγές τους. Μολονότι οι πολιτικές αναφορές απουσιάζουν, οι λεπτομέρειες για τα ήθη και τις ασχολίες των ανθρώπων εκείνης της εποχής αφθονούν. Μαθαίνουμε, λοιπόν, ότι οι Αθηναίοι έβλεπαν ιταλικές νεορεαλιστικές ταινίες με την Αννα Μανιάνι, ότι στα νησιά του Αργοσαρωνικού κατέφθαναν ομάδες τουριστών, ότι οι κοσμικοί σύχναζαν στα μπαράκια της πλατείας Συντάγματος πίνοντας ουίσκι μαζί με τους αμερικανούς δημοσιογράφους. Το συλλογικό αυτό μυθιστόρημα έδωσε στους τέσσερις συγγραφείς, που ήταν ενταγμένοι στον κεντροδεξιό πολιτικό χώρο και είχαν συμμετάσχει σε αντιστασιακές δραστηριότητες την περίοδο της Κατοχής,­ τη δυνατότητα να εκφράσουν διάφορες σκέψεις τους σχετικές με εθνικά και κοινωνικά θέματα. Ο Μ. Καραγάτσης (1908-1960) μιλάει για τους προδότες: «Ναι, ανάμεσα στους Έλληνες υπήρχαν μερικοί προδότες, το ελάχιστο εκείνο βιολογικό κατακάθι της κάθε φυλής. Όλοι τους όμως ήταν υποκείμενα ιδιοτελή, που πρόδιναν την πατρίδα τους κινημένοι από υλικό συμφέρον». Λέει ο Ηλίας Βενέζης (1904-1973) για τους προλετάριους: «Η ζωή στο λιμάνι, τόσο πρωί, έπαιρνε με τούτο το πλήθος που φώναζε το σκληρό της νόημα, το πρώτο. Ο αγώνας για το ψωμί, τον άρτον τον επιούσιον, ήταν πάνω απ όλα θεότητα που επόπτευε την κίνηση των ανθρώπων». Σημειώνει ο Αγγελος Τερζάκης (1907-1979) για τις φιλόδοξες νεαρές: «Ο κινηματογράφος τής είχε βάλει φωτιά στο αίμα. Εκείνη μια φορά ήταν ζωή, όπως τη βλέπεις στα κοσμικά φιλμ: δεξιώσεις, γουναρικά, διαδήματα, βίλες, καζίνα, κούρσες, κότερα…». Ο Στράτης Μυριβήλης (1892-1969) διατυπώνει την εξής άποψη για τις εθνοκτόνες συγκρούσεις: «Ο πόλεμος είναι ένα φριχτό γεγονός έξω από τη θέλησή μας. Και μια φορά που θα γίνει κινείται μέσα σε μια δική του νομοτέλεια, μέσα σε μια δική του λογική που είναι έξω από κάθε λογική, μέσα σε μια δική του δικαιοσύνη που είναι η άρνηση της κάθε δικαιοσύνης». Τέλος, από το μυθιστόρημα αναδύονται εικόνες μιας Αθήνας άγνωστης, ειδικά σε εμάς τους νεότερους. Η Κηφισιά αναφέρεται ως εξοχή με πλατάνια, νερά και ένα φαράγγι και το Γαλάτσι παρουσιάζεται με σκονισμένους και άφτιαχτους δρόμους.
Μετά την επιτυχία που σημείωσε Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων, η «Ακρόπολις» προανήγγειλε τη δημοσίευση ενός παρόμοιου μυθιστορήματος ­που το διαφήμιζε επί μέρες ως το «Μυθιστόρημα των 90 ημερών»­ γραμμένου από 30 κορυφαίους πρωταγωνιστές του ελληνικού θεάτρου! Πολλά χρόνια αργότερα, το 1987, το περιοδικό «Το τέταρτο» δημοσίευσε σε συνέχειες την «Αθέατη όψη», μια ιστορία γραμμένη εκ περιτροπής από έξι συγγραφείς: Δ. Νόλλας, Φ. Δρακονταειδής, Α. Κοτζιάς, Χ. Μηλιώνης, Γ. Γιατρομανωλάκης, Τ. Καζαντζής. Παρά το θετικό του πράγματος, το μυθιστόρημα δεν είχε την προσδοκώμενη επιτυχία, με αποτέλεσμα να μην εκδοθεί σε βιβλίο. Έκτοτε το εγχείρημα δεν επαναλήφθηκε ώσπου φθάσαμε στο «Παιχνίδι των τεσσάρων», μυθιστόρημα των Γ. Σκούρτη, Κ. Μουρσελά, Α. Σουρούνη, Π. Τατσόπουλου, που δημοσιεύτηκε στα «Νέα» το 1998 (Φίλιππος Φιλίππου, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 17-05-1998) .
Ο Πέτρος Τατσόπουλος στο βιβλίο του Η καλοσύνη των ξένων. Μία αληθινή ιστορία (εκδόσεις Μεταίχμιο) αποκαλύπτει όλο το «παρασκήνιο» του μυθιστορήματος «Το Παιχνίδι των τεσσάρων» των Γ. Σκούρτη, Κ. Μουρσελά, Α. Σουρούνη και του ιδίου, συγκρίνοντάς το με Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων. Συγκεκριμένα γράφει: «Το Παιχνίδι των Τεσσάρων δεν είναι καλό βιβλίο, όπως δεν ήταν – συγχωρέστε μου τη βλασφημία – και Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων. Επαναλάβαμε τα δικά τους ολισθήματα». Οι δημιουργοί του Μυθιστορήματος των Τεσσάρων είχαν γνώση για τα ολισθήματά τους. Ο Ηλίας Βενέζης που κλείνει και το μυθιστόρημα λέει, δια στόματος ενός από τους χαρακτήρες του έργου, πιθανότατα με χιουμοριστική διάθεση: «Φαντασίες! Φαντασίες! Μπερδέψατε θαρρώ τα πράγματα μες στο κεφάλι σας, σα να είναι Μυθιστόρημα των Τεσσάρων». Παρ’ ότι ο Τατσόπουλος και ο Βενέζης παρουσιάζονται μάλλον ως αυστηροί κριτές του έργου, ο εκδότης του Μυθιστορήματος των Τεσσάρων προτείνει να μην ξεχνάμε διαβάζοντας το μυθιστόρημα τις ιδιότυπες συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε και να σταθούμε περισσότερο στην επινόηση περίπλοκων καταστάσεων και μυστηρίων από μέρους του κάθε συγγραφέα και στο πως ανταποκρίνεται σε αυτά ο συγγραφέας που ακολουθεί.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

Στρατής Μυριβήλης: «…Εμείς οι Έλληνες αγέλη, κύριε λοχαγέ; Είμαστε μόνο ένας φτωχός λαός, φτωχός και περήφανος και τίμιος μέσα σε όλη την ιστορία του, που πολέμησε με τα νύχια και με τα δόντια για την λευτεριά και για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου…» .
«…Ένα βράδυ της είπα: «Μανούλα, άκου τι τριζόνια πολλά που τραγουδούν απόψε!» Κι εκείνη μου απάντησε: «Κόρη μου, είναι η βραδινή προσευχή που κάνουν κι αυτά τα μικρούλια ζουζουνάκια στον Ύψιστο, που τα δημιούργησε»…-Από κείνα τα χρόνια έχω να κάνω την προσευχή μου στο Θεό. Εννοώ αληθινή προσευχή. Δηλαδή να πιστεύω πως ο Θεός μ’ακούει όταν του μιλώ».

Α. Τερζάκης: «…Όμως η νεαρή ηλικία, η ηρωική ηλικία, κάποτε περνάει. Και τότε βλέπουμε πως δεσμέψαμε τη ζωή μας, τηςχαράξαμε την πορεία της σε μια εποχή που έβλεπε τον κόσμο με το δικό της, το ρομαντικό πρίσμα. Αργότερα όλα, ανεπαίσθητα μα σταθερά, αλλάζουν. Και είναι πια αργά να κάνουμε πίσω».
«…Είχε συνηθίσει να ζει μονάχη της, να έχει πρωτοβουλία, δράση, ανεξαρτησία, να κυβερνάει τον εαυτό της ανεξέλεγκτα. Τα αγαθά αυτά δεν τα στερείσαι εύκολα, όταν έχεις καλογνωρίσει τη γλύκα τους. Το κάτω-κάτω, κάθε προνόμιο απαιτεί μιαν αντίστοιχη θυσία…».

Ηλίας Βενέζης: «…Άρχισε ο άνθρωπος: «Ήμουνα κείνη τη χρονιά στο πανηγύρι της Μεγαλόχαρης στην Τήνο.  Άξαφνα ακούστηκε κατά το μουράγιο μεγάλος κρότος. Πήγαν κι ήρθαν τα βουνά της Τήνος, σείστηκε ο γιαλός, τίναξε κύμα θεορατικό. -Βαγγελίστρα μου! είπαμε όσοι ήμαστε στο μουράγιο και πέσαμε κατά γης παρακαλώντας. Σε λίγο να σου άλλος κρότος. -Εδώ είναι η συντέλεια, είπαμε. Χανόμαστε. Α δε βάλεις Μεγαλόχαρη εσύ το χέρι σου, χανόμαστε! Το βασιλικό καράβι μας όξω απ’ το λίμανι βούλιαζε. Την είχε πάρει τη λαβωματιά κατάστηθα, τι θαρρείς, σαν άνθρωπος είναι και τα καράβια, δεν γινόταν πια να σηκωθεί, έγερνε στη μπάντα. Μια άλλη τορπίλα ερχόταν κατά πάνω του. Αυτή δα ήταν και αν ήτανε που, καθώς ξεστράτισε, θα ‘κανε κακό στους προσκυνητές εμάς, που γεμίζαμε φίσκα το μουράγιο. Θα μας σμπαράλιαζε, σου λέω, αν δεν έμπαινε στη μέση η Βαγγελίστρα. Σίγουρα η Βαγγελίστρα καβαλίκεψε σα δελφίνα απάνω στην τορπίλα και την πιλοτάρισε ντρίτα, την έριξε στο μπράτσο του λιμανιού, πάνω στα βράχια, να σπάσει και να χαθεί. Κι ύστερα η Βαγγελίστρα, από δελφίνα έβγαλε φτερό κι έγινε περιστέρα, πέρασε πάνω απ’ το λαό τους προσκυνητές, που είχαμε πέσει στα γόνατα και κλαίγαμε και παρακαλούσαμε. Εγώ μια φορά το είδα. Ήταν περιστέρι, σου λέω, μεγάλο περιστέρι, άσπρο. Το κοιτάζανε τα μάτια μας και λέγαμε: -Δοξασμένο τ’ όνομά σου! Σώσε μας εσύ, Μεγαλόχαρη, που σ’ αγαπούμε και μας αγαπάς «…Πώς δεν έφυγε απ’ το λαό τούτον εκείνη η δύναμη, η φαντασία, που ταράζει τους ανέμους και τα σύννεφα και τις καρδιές των ανθρώπων. Την κράτησε ο λαός μας τη δύναμη αυτή παρθενική, σαν την πρώτη ώρα της δημιουργίας, σαν την δροσιά στα φύλλα. Έτσι μπόρεσε να γίνεται πάντα εδώ το παραμύθι. Με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια ενέργεια που κάποτε έγινε ένα άλλο παραμύθι, για ένα νησί που ταξίδευε έρημο κάτω απ’ τα κύματα του Αρχιπελάγου, ίσαμε που το σήκωσαν τα κύματα και το κράτησαν, για να γεννήσει εκεί, στη νέα γη, μια κυνηγημένη γυναίκα το παιδί της, θεό του φωτός και της ποίησης, λύτρωση του ανθρώπου που βασανίζεται. Με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια μυστική κατεργασία, καμωμένη απ’ την ίδια ουσία, την πολύτιμη και αναντικατάστατη, η Βαγγελίστρα γινόταν τώρα δελφίνα, έπαιρνε απ’ το χέρι τη φωτιά και την ταξίδευε να σπάσει πάνω στα βράχια, γινόταν περιστέρι και φτερούγιζε πάνω απ’ τα χτυπημένα κορμιά των ανθρώπων, δίνοντάςτους ελπίδα και λύτρωση».
«Την άλλη μέρα το πρωί ο ναός της Αφαίας ταξίδευε σε θείο φως. Η γη που έχει πρασινίσει παίρνει το φως και το ταξιδεύειαπάνω της, κύμα. Οι κολόνες του αρχαίου ναού παίρνουν το φως, και στέλνοντάς το αδιάκοπα πίσω, στη γαλάζια ατμόσφαιρα, το κάνουν δόνηση και διάρκεια. Είναι ένας αέναος ρυθμός, μια μυστική λειτουργία, πράξη οργανική, αναπόδραστη, για την τελείωση της ομορφιάς. Μέσα από τις κολόνες κοιταγμένο, χαμηλά, το πέλαγο, χρυσό απ’ το φως, ταξιδεύει την αιωνιότητά του. Πιο πίσω φαίνεται η Σαλαμίνα, τα βουνά της Πελοποννήσου, ύλη πια αποπνευματωμένη, όπως γίνεται το κάθε τι στην Ελλάδα. …-Θέ μου, μέσα σε τόση ομορφιά γιατί ο άνθρωπος ξεστράτισε τόσο;…».
«Ήταν ένα αρχοντόπαιδο, είχε όλα τα καλά του κόσμου. Ερχόταν με τους γονιούς του τα καλοκαίρια στην Αίγινα, το βλέπαμε και λέγαμε έτσι θα ‘ναι οι άγγελοι. Ήταν να φύγει για τα ξένα, να πάει να σπουδάσει. Πριν φύγει, πήγαν με έναν φίλο του στην Αγία-Μαρίνα, στήσαν μια σκηνή στο δάσο, χαίρονταν το δάσο και το νερό, κυνηγούσαν πουλιά. Ένα πρωινό, χωρίς να γίνει τίποτα, χωρίς καμία αφορμή, το παιδί στήριξε την μπούκα του ντουφεκιού του στην καρδιά του, είχε δέσει μ’ ένα σπάγγο το σκαντάλι, σκοτώθηκε. Ήρθε η μάνα του πικρή, αμίλητη, το θάψανε. Σαν έφυγε ο κόσμος κι έμεινε μονάχη η μάνα, έστειλε και φώναξε το άλλο παλικάρι, το σύντροφο του παιδιού της. «Πες μου», τον παρακάλεσε, «πώς έγιναν. Τις τελευταίες στιγμές του γιου μου. Όλα, πως έγιναν». Το παιδί, φοβισμένο μπροστά σ’ αυτό το πικρό πρόσωπο της μάνας, ανιστόρησε το πως έγινε, πώς άκουσε την πιστολιά, πως τον βρήκε τον φίλο του, πως φανήκαν οι πρώτες στάλες το αίμα στα χείλια του. Η μητέρα άκουγε σωπαίνοντας, χωρίς τίποτα να σαλεύει στο πρόσωπό της. Σηκώθηκε. «Θα σε περιμένω αύριο την ίδια ώρα», του είπε. Το παιδί πήγε την άλλη μέρα, την ίδια ώρα. Η μητέρα του φίλου του τον έβαλε στην ίδια θέση, κάθησε αριστερά του, του είπε τον ίδιο λόγο: «Πες μου, πως έγιναν. Την τελευταία σκηνή». Το παιδί τα ξαναείπε όπως την άλλη μέρα. Πάλι σηκώθηκε η μάνα: «Θα σε περιμένω αύριο την ίδια ώρα». Πήγε το παιδί και την αύριο, και την άλλη μέρα. Και πάντα το ίδιο: να πρέπει να ξαναλέει στη μάνα την ίδια σκηνή, το πως έγινε, το πώς σκοτώθηκε ο γιος της. Κι ύστερα να φεύγει. Και να μην μπορεί να πει όχι, αφού η άλλη ήταν μάνα και το ήθελε να βασανίζεται».

http://www.retrodb.gr/wiki/index.php/Το_μυθιστόρημα_των_τεσσάρων








Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Η αποχαιρετιστήρια επιστολή του Giuseppe Montani προς τον φίλο του Διονύσιο Σολωμό!






Η αποχαιρετιστήρια επιστολή που  απευθύνει ο φίλος του Giuseppe Montani από το Lodi στις 22 Αυγούστου 1818 στον Διονύσιο Σολωμό δίνει μια καλή εικόνα για τον εικοσάχρονο Σολωμό που επιστρέφει τώρα, μετά από δέκα χρόνια απουσίας, στο γενέθλιο νησί:

«Στο καλό, λοιπόν, αγαπημένε μου Διονύσιε, στο καλό! Το πνεύμα των θαλασσών, το πνεύμα της αγίας φιλίας και το πνεύμα της ελευθερίας ας σε συντροφεύουν! Εσύ τουλάχιστο θα ξαναδείς μια πατρίδα, που μπορεί κανείς να τη λέει πατρίδα αληθινά. όσο κι αν η ξένη προστασία είναι, πες, ένα σκέπασμα μονάχα της σκλαβιάς. Τέλος πάντων όμως οι νόμοι είναι δικοί σας, δικά σας τα όπλα, και δική σας η κυβέρνηση· έχουν αναγνωριστεί τα δικαιώματά σας, έχουν ξυπνήσει και πάλι οι αρετές. Κάθε Εφτανησιώτης μπορεί να είναι περήφανος για το όνομά του, κι έχει στην καρδιά του τη γλυκιά πεποίθηση πως μπορεί να φανεί ωφέλιμος στην πολιτεία. Η δόξα της και η ευημερία της φαίνεται πως είναι εμπιστευμένες στη νέα γενιά, και ο νέος που επιστρέφει εκεί με άδολη την ψυχή και καλλιεργημένο το πνεύμα θα νιώθει να φλογίζεται από τις πιο ευγενικές ελπίδες. Αν αφιερωθείς έστω και αποκλειστικά στην τέχνη των Μουσών, θα έχεις να εκφράσεις αληθινά και γενναία αισθήματα, να διεγείρεις υψηλά πάθη και να εισάγεις μια καθαρή ευγένεια. Ο πατριωτισμός θα σου δίνει υπέροχες εμπνεύσεις, και όσο πιο καλός ποιητής, τόσο και πιο καλός πολίτης θα μπορείς να πιστεύεις πως είσαι. […] Την τελευταία φορά που σου έγραψα, που δεν είχες φύγει ακόμη, και που εγώ ήθελα και επέμενα να βρω τρόπο να μην φύγεις, μεταχειρίστηκα μερικά επιχειρήματα πιο πολύ για να ευχαριστήσω τον εαυτό μου παρά για να σου κάμουν εσένα καλό. Τώρα η φιλία με υποχρεώνει να σε δυναμώσω στην απόφασή σου και σχεδόν να σου κρύψω τη λύπη μου. Και κατηγορούσα κιόλας τον εαυτό μου που σου είχα εκφράσει επιθυμίες, που αν τις ακολουθούσες, χώρια που μπορούσαν να σου κλείσουν ένα δοξασμένο στάδιο, θα σε έκαναν διπλά απάνθρωπο, και απέναντι στην πατρίδα σου και απέναντι στη μητέρα σου που τόσο αγαπάς […]» (Πολίτης 1991: 457)

"Σκέψεις πάνω στο ‘ανολοκλήρωτο’ της τέχνης" της Διώνης Δημητριάδου




Μπορεί ποτέ να ισχυριστεί κανείς από τους εμπλεκόμενους στην περιπέτεια της τέχνης ότι ολοκλήρωσε, ότι τελείωσε με το αντικείμενο που τον απασχολεί; Αν ναι, τότε μήπως θεωρεί και αυτονόητα απορρέον και το ‘τέλειον’ του έργου του; Άρα και την επίτευξη του σκοπού του, καθόσον το τέλος συμπίπτει με τον σκοπό εννοιολογικά; Κάθε τόσο, πιστεύω, νέες εκδοχές προκύπτουν και θέτουν σε αμφισβήτηση την ‘τελεία’ που έβαλε στο δημιούργημά του. Έχω στο μυαλό μου τα ‘Σχεδιάσματα’ του Σολωμού για παράδειγμα.

Όμως δεν εννοώ μονάχα τους ποικίλους προκαταβολικούς, κατά κάποιον τρόπο, σχεδιασμούς της σκέψης του. Αυτοί, αν ο δημιουργός δεν ανήκει στους υποστηρίζοντες τον αυτοματισμό της καλλιτεχνικής δημιουργίας, θα μπορούσαν να μην έχουν τελειωμό. Φυσικά στην περίπτωση αυτή δεν θα είχαμε ποτέ στη θέα του κοινού κανένα έργο. Αναφέρομαι στην ώθηση -ας επιτραπεί ο άτεχνος όρος- που νιώθει ο ποιητής να ‘επιδιορθώσει’ επεμβαίνοντας και σε δημοσιευμένα έργα του, αλλάζοντας συχνά την ουσία και όχι μόνο βασανιστικές στη σκέψη του λεπτομέρειες.
Ακόμη περισσότερο, ωστόσο, εννοώ τους ανοιχτούς λογαριασμούς που έχει με το έργο του θεωρώντας την ολοκλήρωσή του μόνο κατά σύμβαση δυνατή. Κατά αυτήν την έννοια, οπωσδήποτε, το κάθε έργο τέχνης αποτελεί απλώς μια πρόταση του δημιουργού προς κάθε καλοπροαίρετο αποδέκτη, ο οποίος εν δυνάμει το συνεχίζει, φυσικά με τη δική του εν μέρει οπτική, και αυτονόητα το ‘ολοκληρώνει’ εις το δυνατόν. Έτσι, όμως, πλέον των άλλων ο ίδιος ο δημιουργός του έργου τέχνης δικαιούται να το εκλαμβάνει ως ατελές και να το συνεχίζει με όποιον τρόπο θεωρεί πρόσφορο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι εδώ έγκειται και η γοητεία της τέχνης. Η φύση μπορεί να τείνει προς την τελείωσή της. Η τέχνη, όμως, διατηρεί τη δική της αυτονομία ως προς τα φυσικά πράγματα, και προτείνει διαρκώς νέες εκδοχές των θαυμασίων που εμπνέεται.

Δανείζομαι ως προς το θέμα αυτό ερώτηση και απάντηση από τη συνέντευξη που πήρε η Μαρία Τοπάλη (εφ. Καθημερινή, 21-6-2015) από τον ποιητή Λουκά Κούσουλα:
-Έχετε μεγάλο σεβασμό στο ανολοκλήρωτο, σαν να υπάρχει μια τόλμη στο ανολοκλήρωτο – είναι αυτό που κάνει τον συγγραφέα;
-Το εννοώ σαν κάτι κοντά στο παλιό ρητό: «ο μεν βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρά». Ό,τι και να κάνεις, δηλαδή, ως προς τη βραχύτητα του βίου και το μακρόν της τέχνης, θα μένει πάντα κάτι ανολοκλήρωτο.

Διώνη Δημητριάδου

(στη φωτογραφία μία από τις πολλές εκδοχές της «Κραυγής» του Edvard Munch, 1893, εθνική πινακοθήκη Όσλο)




Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»


ΠΡΟΣΩΠΑ - ΝΙΚΟΣ ΓΙΑΒΡΟΠΟΥΛΟΣ


Ο Νίκος Γιαβρόπουλος εγκαινίασε τη νέα του έκθεση στη γκαλερί  Dépôt Αrt gallery με θέμα «SPHINX, Το ακατάλυτο ερώτημα».  To cantus firmus παρουσιάζει τον δημιουργό, ο οποίος ευφυώς αντιστρέφει την απάντηση του αινίγματος, τη λέξη "άνθρωπος", θέτοντάς την στη θέση του αινίγματος- ερωτήματος.



Κύριε Γιαβρόπουλε η τρέχουσα έκθεσή σας ονομάζεται «SPHINX, Το ακατάλυτο ερώτημα», γιατί επιλέξατε αυτό το θέμα;
Γιατί στην καθημερινότητα μας, όσο καμία άλλη φορά πρέπει να αποκρυπτογραφούμε τον πακτωλό των πληροφοριών που δεχόμαστε και να λύνουμε αινίγματα, γιατί είναι ζωτικής σημασίας.
H απάντηση στο ερώτημα της Σφίγγας ήταν «Ο άνθρωπος». Ποια νέα ερμηνεία θέλετε να δώσετε με την δική σας εικαστική πρόταση;
Η απάντηση παραμένει ο άνθρωπος αλλά ποιος άνθρωπος; Αυτός που συνθέτει μια συμφωνία, αυτός που λύνει αστρονομικά προβλήματα, αυτός που μας προσφέρει αισθητική απόλαυση ή το Κτήνος;;;

Το 2013 το έργο σας Self exile διακρίθηκε με το βραβείο Odysseus Best video art στο Λονδίνο στο πλαίσιο του London Greek film festival. Μιλήστε μας για τη συμμετοχή σας στο festival αυτό.
Το London Greek film festival είναι μια πραγματικά μοναδική και αξιέπαινη προσπάθεια και είμαι πολύ περήφανος που βραβεύτηκα με την πρώτη διάκριση στον τομέα του Video art. Είναι ένας θεσμός που μετράει 9 χρόνια και προωθεί την ελληνική δημιουργία στο εξωτερικό.
 Στο έργο σας συνομιλείτε με δημιουργούς όπως ο Davide, ο Ingres, o Caravaggio. Πιστεύετε στην πρωτοπορία ή οι παραδοσιακές σχολές  κλασικισμός, ρομαντισμός, μπαρόκ, σφράγισαν την Τέχνη με έναν τρόπο που θα μείνει αξεπέραστος;
Η λεγόμενη πρωτοπορία έπεται τον κινημάτων που αναφέρατε που σημαίνει σαφέστατα πως δεν θα υπήρχε, αν δεν προηγούνταν αυτά. Η προσωπική μου γραφή έχει συγγένεια με τα κινήματα του μεσοπολέμου και κυρίως τον ντανταϊσμό. Το έργο μου δεν συνομιλεί με τους δάσκαλους, η διάθεση μου είναι "βανδαλιστική" με τρόπο τέτοιο ώστε το αποτέλεσμα να είναι ένα νέο έργο τέχνης. Αν αφαιρέσουμε την λέξη "βανδαλισμό" από την πρόταση και γράψουμε ότι οι καλλιτέχνες βασίστηκαν στους δασκάλους για να προκύψει ένα νέο έργο, ιδού! Έχουμε ολόκληρη την ιστορία της τέχνης!

Η έκθεση σας αυτή συμπεριλαμβάνεται στις εκδηλώσεις 2016 της Εταιρείας Μελέτης Πολιτισμικής Ετερότητας. Από τις πωλήσεις των έργων θα αγοραστούν φάρμακα για το Μητροπολιτικό Κοινωνικό Ιατρείο Ελληνικού.
Σας ευχαριστώ που το αναφέρετε. Και οι δυο αυτές πρωτοβουλίες πάρθηκαν από την Γωγώ Κολυβήρα, την επιμελήτρια της έκθεσης, βρίσκοντάς με απόλυτα σύμφωνο. Να κάνω μια παρένθεση και να πω για δυο εκδηλώσεις που θα φιλοξενήσει η γκαλερί.Την Παρασκευή 27 Μαΐου θα γίνει παρουσίαση του βιβλίου «Φόνοι στην Κρυστάλλη» του αγαπημένου φίλου Κωνσταντίνου Ιωακειμίδη και στο κλείσιμο της έκθεσης την 1η Ιουνίου και μέρα Τετάρτη θα έχουμε την τιμή να συνομιλήσουμε με τον Αθανάσιο Αλεξανδρίδη, διακεκριμένο ψυχαναλυτή για την έκθεση και τον μύθο της Σφίγγας.

Μπορεί η τέχνη να δώσει λύση σε κοινωνικά προβλήματα και με ποιους τρόπους;
Όχι, δεν είναι άλλωστε ο σκοπός αυτός. Τα κοινωνικά προβλήματα τα λύνουν ή μάλλον τις περισσότερες φορές δεν τα λύνουν οι πολιτικοί. Κοιτάτε τι γίνεται γύρω μας! Δυστυχία, φόβος παντού και όλα αυτά λόγω της απίστευτης πολιτικής ανεπάρκειας. Η τέχνη θέτει ερωτήματα, φτιάχνει μύθους,  λέει την αλήθεια με τα πιο όμορφα ψέματα!!!

Έχετε παρουσιάσει έργα σας στο εξωτερικό. Πόσο εύκολο είναι να παρουσιάσει ένας Έλληνας το έργο του στο εξωτερικό;
Δεν είναι εύκολο κυρίως γιατί οι άλλοι περιμένουν μια φολκλόρ ταυτότητα από τα έργα και βεβαίως απογοητεύονται, αλλά αυτό είναι καλό.

Μελλοντικές εκθέσεις, σχέδια;
Παρουσίαση έργων μου θα γίνει σύντομα στο Back to Athens festival στην ενότητα Be my Art Guest, 15 αναπάντεχες επισκέψεις σε μαγαζιά και καταστήματα και στην Βιέννη στο Flat 1 με τίτλο, "Powerfool", σε επιμέλεια Γιώργου Γεωργακόπουλου. Μετά η εμμονή που θα με βασανίσει περισσότερο θα είναι και η επόμενη μου έκθεση!










ΝΙΚΟΣ ΓΙΑΒΡΟΠΟΥΛΟΣ


Βιογραφικό
Συμμετοχές σε Εκθέσεις:
2010 - Ελλάδα-Αθήνα, Art Αθήνα, Art AZ
2009 - Δανία- Silkeborg, Art center Silkeborg Bad, Exile
2008 - Αυστρία-Βιέννη, Kunstlerhaus, Cheap Art, Art Mart 
2007 - Ιταλία-Finale Ligure, Bludiprussia, guest artist in solo exhibition of Nes Lerpa 
2007 - Ελλάδα- Θεσσαλονίκη, Τελόγλειο, 1st Biennale, Ετεροτοπίες 
2007 - Αυστρία-Βιέννη, Kunstlerhaus, Cheap Art, Art Mart 
2006 - Δανία-Κοπεγχάγη, Charlottenborg, European Reflections
2005 - Η.Π.Α-Detroit, Museum of New Art Mona, 3rd International Film-Video Festival
2004 - Δανία-Κοπεγχάγη, Charlottenborg, European Alliances 

Ατομικές Εκθέσεις: 
2010 - Ελλάδα-Αθήνα, Cheap Art Gallery, Athens 2450 years later
2006 - Ελλάδα-Θεσσαλονίκη, Kalfayan Galleries, MetaOedipous
2006 - Ελλάδα-Αθήνα, Φούρνος Κέντρο Τέχνης & Τεχνολογίας, Αφροδίτη
2005 - Ελλάδα-Αθήνα, Φούρνος Κέντρο Τέχνης & Τεχνολογίας, MetaOedipous
2004 - Ελλάδα-Αθήνα, Φούρνος Κέντρο Τέχνης & Τεχνολογίας, Video Portraits 
2003 - Ελλάδα-Αθήνα, Φούρνος Κέντρο Τέχνης & Τεχνολογίας, Nude





Εγκαίνια: 7 Μαΐου 2016, ώρες 19:00 – 23:00
Διάρκεια: 7 Μαΐου- 1 Ιουνίου 2016


Επιμέλεια έκθεσης: Γωγώ Κολυβήρα, τηλ. 6977 44 89 88, e-mail: gogo.kolyvira@gmail.com
Κείμενα έκθεσης : Αθανάσιος Αλεξανδρίδης Ψυχαναλυτής & Κωνσταντίνος Μπάσιος Ιστορικός Τέχνης

Dépôt Αrt gallery,
Νεοφύτου Βάμβα 5,
106 74 Κολωνάκι Αθήνα
Τηλ :+30 210 3648174
e-mail:info@depotgallery.gr
Facebook:depotgallery.gr