Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ (27 Ιουνίου 1850 – 26 Σεπτεμβρίου 1904)

 διάλεξη της Ντίνας Αναστασιάδου*
στο αφιέρωμα για τον Λευκάδιο Χερν στην Πινακοθήκη Αμαρουσίου






Ο Λευκάδιος Χερν αποτελεί μια γέφυρα προσέγγισης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ιαπωνία.  Παρά τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που αντιμετώπισε στην ζωή του, με την αδάμαστη εργατικότητα και θέληση που τον διέκριναν, εκπαίδευσε τον εαυτό του μόνος του και εξελίχθηκε σε ένα συγγραφέα παγκόσμιας αποδοχής και αναγνώρισης. Η ζωή του  ξεκίνησε από την Ελλάδα και μοιράστηκε ανάμεσα  σε Ευρώπη, Αμερική και Ιαπωνία.  Υπήρξε πολίτης του κόσμου με ένα διευρημένο (broadminded) ερευνητικό πνεύμα, χωρίς θρησκευτικές προκαταλήψεις. Ήταν ένας πρωτοπόρος διεθνιστής με ιδιαίτερη αγάπη για τον Ελληνικό και τον Ιαπωνικό πολιτισμό.

ΕΥΡΩΠΗ

Ο Λευκάδιος Χερν γεννήθηκε στη Λευκάδα, τον Ιούνιο του 1850.   Ήταν γιος του Αγγλο-Ιρλανδού στρατιωτικού χειρούργου Τσαρλς Μπους Χερν  (Charles Bush Hearn) και της Ελληνίδας,  Ρόζας Αντωνίου Κασιμάτη από τα Κύθηρα.  Ο πατέρας του υπηρετούσε στη Λευκάδα σαν στρατιωτικός  χειρουργός, κατά τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής των Ιονίων νήσων. Οι γονείς του Χερν παντρεύτηκαν με ελληνορθόδοξο γάμο τον Νοέμβριο του 1849.  Σε μια μικρή  Αγία Γραφή, που δόθηκε στον Χερν από την γιαγιά του,  γράφει: «Patricio, Λευκάδιος, Tessima,  Carlos Hearn.   Αύγουστος  1850  Αγία Μαύρα. (Λευκάδα)

Προς το τέλος του 1851, η Αγγλία συμφώνησε να παραιτηθεί από την στρατιωτική κατοχή της στο μεγαλύτερο μέρος των Ιονίων Νήσων.  Ο Charles Χερν έλαβε διαταγές να αποχωρήσει από την Κέρκυρα και να πάει τις Βρετανικές Δυτικές Ινδίες.  Έτσι ο μικρός Λευκάδιος Χερν βρέθηκε μαζί με την μητέρα του στο Δουβλίνο. Η οικογένεια του πατέρα του δεν ενέκρινε ποτέ αυτόν τον γάμο.  Η Ρόζα δεν μπόρεσε  να προσαρμοστεί στο  διαφορετικό περιβάλλον  ούτε κατάφερε να μάθει την αγγλική γλώσσα.  Μια σειρά παρεξηγήσεων και διενέξεων συνέβαλαν στον χωρισμό τους.  Ακολούθησε ένα διαζύγιο των γονέων του με πρωτοβουλία του πατέρα του και η Ρόζα έφυγε για την Ελλάδα χωρίς να δει ξανά τον γιό της.  Οι γονείς του ξαναπαντρεύτηκαν σχεδόν αμέσως.   Η Ρόζα πέρασε τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής της στο Δημόσιο Ψυχιατρείο στην Κέρκυρας.

Την φροντίδα του Λευκάδιου την ανέλαβε κάποια θεία συγγενής του πατέρα του ονόματι Σάρα Μπρέναν   (Brenane).   Η Nina Kennard που έγραψε την βιογραφία του γράφει:   Είχε καταδικαστεί, από τα πέντε του να κοιμάται μόνος του σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, όπου το τρίξιμο στις σκάλες και οι σκιές πίσω από τις κουρτίνες τον τρόμαζαν.  Εάν φώναζε από τρόμο την νύχτα η δεσποτική θεία τον χτυπούσε.  Παρά την σκληρή αγωγή του σχολείου, ήταν πιο ευτυχισμένος εκεί από ότι στο σπίτι, γιατί  το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του το πέρασε με «ζωντανούς ανθρώπους" και όχι με "φαντάσματα".   Όμως η αυταρχική θεία τού εξασφάλισε μια σοβαρή παιδεία (που συμπεριελάμβανε την εκμάθηση και της γαλλικής γλώσσας).  Στην βιβλιοθήκη των Μπρέναν βρήκε και διάβασε ελληνική λογοτεχνία,  Ιλιάδα, Οδύσσεια και πολύ Μυθολογία.  Πριν πάει ακόμη στο Κολλέγιο είδε φωτογραφίες από γλυπτά των Αρχαίων Ελλήνων Θεών και ημίθεων, των αθλητών και των ηρώων, των νηριίδων και των κενταύρων. Γοητεύτηκε και ενθουσιάστηκε  από την φυσική ομορφιά και την χάρη της αρχαίας ελληνικής ιδέας.  Αρκετά χρόνια αργότερα όταν βρέθηκε στην Ιαπωνία  γοητεύτηκε εξίσου πολύ από το Σίντο και τον Βουδισμό για την  λατρεία της φύσης και την παντελή απουσία τελετουργικής ή δογματικής διδασκαλίας. Η Χριστιανική εκκλησιαστική πειθαρχία τον κούραζε και στα 15 του χρόνια  μέσα στο προπύργιο του καθολικισμού στην Ιρλανδία, δήλωσε ο ίδιος πανθεΐστής.
Στα 16 του χρόνια έχασε σε ένα ατύχημα το αριστερό του μάτι και λίγο αργότερα έχασε και τον πατέρα του. Ο Λευκάδιος Χερν έγινε μόνιμα κηδεμονευόμενος της ηλικιωμένης θείας του Σάρας Μπρέναν και μοίραζε τη διαμονή της μεταξύ του Δουβλίνου τους χειμερινούς μήνες, και του κτήματος του συζύγου της στο Τράμορ στις ακτές της Νότιας Ιρλανδίας. Εκείνοι που την περιέβαλλαν τήν έπεισαν ότι το αγόρι που αγαπούσε σαν γιό της  και τον δήλωνε σαν κληρονόμος της, ότι ήταν ένα «αχαΐρευτος και άπιστος, ακατάλληλος για μια χριστιανική οικογένεια." Έτσι αυτή που μόλις πριν από λίγα χρόνια είχε ζήσει στην ευμάρεια, έχασε το σπίτι της, και ο Λευκάδιος έμεινε πάμφτωχος.
Οι κακουχίες σε συνδυασμό με την μεγάλη του φιλομάθεια ήταν τα κίνητρα μιας δημιουργικής εργασίας που ξεκίνησε από τα πρώτα χρόνια της ζωής του.  "Αυτός που μου κάνει κακό, έμμεσα μου κάνει καλό. Με πιέζει στο να αποσπάσω τον εαυτό μου από τον υλικό κόσμο, και να αφιερώσω τον εαυτό μου σε πράγματα της φαντασίας και του πνεύματος."
Εγκατέλειψε την Ιρλανδία, πήγε στο Λονδίνο, διαμένοντας μέσα σε μια κατάσταση τραγικής ανέχειας για τρία χρόνια.
Τώρα όπως έλεγε ο ίδιος η καλύτερη εκπαίδευση γι αυτόν ήταν τα βρώμικα, άθλια σοκάκια του Λονδίνου. Ένιωθε  γοητευμένος από το μεγάλο  ρεύμα των ανθρώπων της Μητρόπολης  που έμοιαζε με άμπωτη και παλίρροια, ενίσχυση ή αποδυνάμωση, αύξηση ή υποχώρηση, ήταν η λαοθάλασσα του μόχθου.


 Η ιδιοφυΐα του, το εύρος των οραμάτων και συναισθημάτων του, πολλά χρόνια αργότερα, θα του επέτρεπαν να ερμηνεύσει την τελετή και την πειθαρχία, τη συμπάθεια ή την απώθηση, στην «χώρα των φαντασμάτων» με τους πιο μυστηριώδεις ανθρώπους, την τότε άγνωστη Ιαπωνία. Κάθε είδωλο που διαμορφώνεται από την ανθρώπινη πίστη διατηρεί το κέλυφος της αλήθειας αιώνια θείο, και ίσως το ίδιο το κέλυφος να κατέχετε από δυνάμεις φαντασμάτων. Η ήπια γαλήνη, η απαθής τρυφερότητα των Βουδιστικών μορφών που έβλεπε κατά τις συνεχείς επισκέψεις του στο Μουσείο του Λονδίνου μπορεί να προσέφεραν ειρήνη  στην ψυχή του κουρασμένου από τα Δυτικά δόγματα Λευκάδιου.

ΑΜΕΡΙΚΗ
Το 1869 ο  δεκαεννιάχρονος Λευκάδιος  έφυγε με ένα εισιτήριο  χωρίς επιστροφή για την Νέα Υόρκη και από εκεί πήγε στο Σινσινάτι.  Για κάποιο διάστημα ήταν εξαθλιωμένος, ζούσε σε στάβλους ή αποθήκες με αντάλλαγμα κάποιες χαμαλοδουλειές. Εκεί γνώρισε τον Άγγλο τυπογράφο  Χένρι Γουότκιν, (Henry Watkin) που τον απασχόλησε στο τυπογραφείο του, τον βοήθησε να βρει διάφορες δουλειές του ποδαριού και του δάνειζε βιβλία από τη βιβλιοθήκη του.  Αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια βαθιά φιλία και ο Χερν τον ονόμαζε «μπαμπά».  Ο Γουότκιν αποκαλούσε τον Λευκάδιο «Το κοράκι»  για τις κατηφείς απόψεις του, τις νοσηρές σκέψεις του και την αγάπη του για το παράξενο και το αλλόκοτο που του θύμιζαν τον  Έντγκαρ Άλλαν Πόε  (Edgar Allan Poe).
Η αγωνία του να βρει δουλειά σε κάποια εφημερίδα εκπληρώθηκε όταν έγινε δεκτός σαν δημοσιογράφος στο The Cincinnati Enquirer.
 Ο Λευκάδιος επισκέπτονταν συνέχεια  την  Δημόσια Βιβλιοθήκη του Σινσινάτι, και διεξήγαγε σε βάθος μελέτες των διαφόρων εθνοτήτων και μειονοτικών ομάδων. Ιστορικά αυτή ήταν μια πολύ ταραγμένη περίοδος μετά τον Αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, όταν αφέθηκαν ελεύθεροι Αφρικανοί σκλάβοι, και βρέθηκαν στο περιθώριο λόγω της υπερισχύουσας λευκής ρατσιστικής κοινωνίας. Αν και ήταν πολύ νέος η δημοσιογραφία του οδήγησε σε ένα προβληματισμό  και επισήμανε τα κύρια στοιχεία του πολιτισμού που οι σύγχρονοι του αγνοούσαν.
Ο Λευκάδιος προσπάθησε να εκπαιδεύσει τους αναγνώστες του για τα σφάλματα και τα ελαττώματα του δυτικού κόσμου. Συχνά έθεσε στους αναγνώστες του ηθικά διλήμματα που είχαν τις ρίζες τους στην εξερεύνηση που έκανε ο ίδιος στους δρόμους και στα σοκάκια του Σινσινάτι.  Βρισκόταν στο έλεος μιας μη ανεκτικής κοινωνίας λόγω της ιδεαλιστικής του επανάστασης. Στην αλληλογραφία του από Κουμαμότο γράφει «Σε εκείνες τις ημέρες νιώθοντας άλλοτε σαν γάιδαρος κι άλλοτε σαν μύγα, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να ανατρέψω το σύμπαν". Κατά τη διάρκεια της εκατονταετηρίδας από την ίδρυση των  Δημοκρατίων της Αμερικής ο Λευκάδιος εκδίδει το «Μια περίπτωση παραφροσύνης» (A Case of Lunacy).   Γράφει σχετικά για τις αυταπάτες ενός μεθυσμένου μιγά που ονειρεύεται ένα τόπο «όπου οι ξένοι από τα τέσσερα σημεία της γης θα μπορούσαν να ζουν ελεύθερα και τα Δικαιώματα των πολιτών να προστατεύονται».  Σε εκείνη την ιστορική στιγμή μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να έχει ένα τέτοιο όραμα. Ο παράνομος γάμος του Λευκάδιου με μια γυναίκα μιγάδα  (Κρεολή όπως έλεγε η ίδια για τον εαυτό της) έβλαψε την φήμη του, αναγκάζοντας τον να φύγει από το Σινσινάτι το 1877.
Ο Χερν έφυγε από το Σινσινάτι για τη Νέα Ορλεάνη, όπου έζησε περίπου μια δεκαετία, γράφοντας πρώτα για την εφημερίδα Daily City Item, και αργότερα για το Times Democrat. Από το 1882 και μετά, ο πρωτοπόρος  Λευκάδιος έγινε ένας από τους πρώτους και πλέον σεβαστούς μεταφραστές της γαλλικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Την συγκεκριμένη εποχή  η Νέα Ορλεάνη παρείχε τις προϋποθέσεις για τον πνευματικό εμπλουτισμό και την διεύρυνση μιας τέτοιας ιδιοφυΐας όπως αυτής του Χερν, κάτι που θα ήταν πιθανόν ανέφικτο σε οποιαδήποτε άλλη πόλη του κόσμου. Κατόπιν πέρασε 2 χρόνια στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες (στην Καραϊβική). Εκεί ασχολήθηκε με θέματα σχετικά με τους Κρεολούς, γιατί  το ενδιαφέρον του στρεφόταν πάντα προς τις μειονότητες, κι έγραψε το έργο «Δύο Χρόνια στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες».


ΙΑΠΩΝΙΑ
Το 1890 ο ιδιοκτήτης και αρχισυντάκτης του Times Democrat και του έγκυρου μεγάλου αμερικάνικου περιοδικού Harper’s Monthly Magazine του πρότεινε  να πάει ως ανταποκριτής στο γραφείου τους στο Τόκυο.  Έτσι ο Χερν πήγε στην Ιαπωνία. Λίγο μετά την άφιξη του στην Γιοκοχάμα, εγκατέλειψε την εργασία λόγω δυσαρέσκειας με τη σύμβαση.  Με την βοήθεια  του καθηγητή  Basil Chamberlain από το Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο, του προσφέρθηκε μια θέση δασκάλου στο Νομαρχιακό Γυμνάσιο του Σιμάνε έτσι μετακόμισε στο Μάτσουε μια μικρή πόλη στις ακτές της Θάλασσας της Ιαπωνίας.
Λίγο καιρό αργότερα γράφει στον φίλο του Henry Watkin ότι γοητεύτηκε από την νέα του πατρίδα, ότι πέρασε πολλές ώρες στους ναούς, προσπαθώντας να δει την καρδιά των παράξενων ανθρώπων που τον περιέβαλλαν. Εξέφρασε την ελπίδα να μάθει τη γλώσσα,  και να γίνει μέρος της ψυχής του λαού. Ύμνησε την απλή ανθρωπιά της Ιαπωνίας και των Ιαπώνων.  Αγάπησε τους θεούς τους, τα έθιμά τους, τις ενδυμασίες τους, τα τραγούδια τους, τα σπίτια τους, τις προλήψεις τους, τα λάθη τους. Ήταν βέβαιος ότι η τέχνη των Ιαπώνων ήταν πολύ ανώτερη από την τέχνη των Δυτικών, σπουδαία όπως η  Ελληνική τέχνη που ήταν η σημαντικότερη απ΄όλες τις τέχνες του αρχαίου κόσμου.   Με σχεδόν μυστηριακή επισημότητα, κοίταζε τα παράξενα ιδεογράμματα, περιπλανήθηκε στους κήπους των ναών, ανέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στους Βουδιστικούς Ναούς.  Ένιωσε συγκίνηση από την σιωπή των αιώνων που ήταν κάτι πάνω και πέρα ​​από την κοινοτυπία του καθημερινού κόσμου.
Η περίοδος που πέρασε στην παλαιά και  γοητευτική πόλη του Μάτσουε - γενέτειρα των τελετών, των μυστηρίων και της μυθολογίας της αρχαίας θρησκείας του Σίντο - ήταν μία από τις πιο ευτυχισμένες και πιο παραγωγικές περιόδους της καριέρας του Χερν.
Το Μάτσουε ήταν  ο τόπος όπου η αρχαία θρησκεία ήταν ακόμα μια ζωντανή δύναμη, τα παλιά έθιμα εξακολουθούσαν να τηρούνται, και η μνήμη από την δύναμη των σαμουράι ήταν ακόμη ζωντανή.
Η θρησκεία του Σίντο  ήταν η θρησκεία των ανθρώπων που ζούσε ανάμεσα τους και πέρασε μέσα του.  Όλη η ατμόσφαιρα γύρω του τον επηρέασε, σκέψεις και φαντασία συνεργάστηκαν οδηγώντας τον μέσα στην καρδιά και την ψυχή της αρχαίας Ιαπωνίας.


Στο Μάτσουε συνάντησε την Κοϊζούμι Σέτσου, απόγονο οικογένειας σαμουράι και 18 μήνες μετά την άφιξη του στην Ιαπωνία την παντρεύτηκε. Μαζί της απέκτησε 4 παιδιά.  Όταν γεννήθηκε ο πρώτος του γιός  (Kazuo Koizumi) ένιωσε παράξενα: «Η ηχώ στην καρδιά ενός ανθρώπου από όλους τους πατέρες και τις μητέρες της φυλής που συναντώνται σε μια παρόμοια στιγμή στο παρελθόν».

 Το 1891, μετακόμισε στο Κουμαμότο όπου δίδαξε αγγλικά στο  Γυμνάσιο για 3 χρόνια.

Αργότερα πήγε στο Κόμπε όπου ασχολήθηκε  με την διδασκαλία, την συγγραφή και την δημοσιογραφία συνεργαζόμενος με αγγλόφωνες εφημερίδες όπως το Kobe Chronicle. Το 1896  πήρε την ιαπωνική υπηκοότητα και υιοθέτησε το όνομα της γυναίκας του, Κοϊζούμι Yakumo.  Η περίοδος 1896 - 1903 είναι η καλύτερη και πιο δημιουργική στην πορεία του Λευκάδιου Χερν. Το 1896 η Ιαπωνία άνοιξε τις πύλες της προς τη Δύση και το ενδιαφέρον για τον ιαπωνική πολιτισμό ήταν μεγάλο. Ο Λευκάδιος Χερν με γοητευτικό τρόπο εκθειάζει την άγνωστη ηθική των Ιαπώνων και εξηγεί το σημαίνει γι αυτούς έγκλημα και τιμωρία, όπως επίσης εκθειάζει την ιαπωνική μουσική και την χαριτωμένη  σοβαροφάνεια των Ιαπωνών γυναικών, Ο Λευκάδιος Χερν ήταν μοναδικός ερμηνευτής της Ιαπωνικής καρδιάς.   


Τέλος, ο καθηγητής Chamberlain στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκυο του πρότεινε στην έδρα του κι έτσι ο Λευκάδιος αφιέρωσε τα τελευταία επτά χρόνια της ζωής του σε πανεπιστημιακή διδασκαλία στο Τόκυο. Παράλληλα, συνέχισε την συγγραφή βιβλίων και άρθρων σχετικά με την Ιαπωνία τα οποία εκδίδονταν στον Αμερικάνικο τύπο. Τα έργα του διαβάζονταν από πάρα πολύ κόσμο γιατί παρουσίαζε τον πολιτισμό και την ψυχή της Ιαπωνίας. Ο Λευκάδιος Χερν είναι γνωστός κυρίως στην Αγγλία από τις επιστολές και τα δοκίμιά του για την κοινωνική και πολιτική ανάπτυξη της Ιαπωνίας.

΄Οπως έλεγε ο ίδιος, προσπάθησε να ερμηνεύσει την Ανατολή προς τη Δύση, από την συναισθηματική παρά από την υλική της πλευρά. Ήταν μια μεγαλοφυΐα με δυνατή αντίληψη και μας έδωσε την δυνατότητα να δούμε πώς οι Ιάπωνες πήραν εκδηλώσεις της φύσης και τις έπλεξαν σε θρησκευτικά δόγματα, αποδεικνύοντας τη ζωτικότητα της καρδιάς του πρωτόγονου ανθρώπου. « Ένα άγαλμα του Βούδα είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό που φαίνεται. Εμείς οι άνθρωποι είμαστε σαν τους καθρέφτες, αντανακλούμε κάτι από το σύμπαν και την σημασία του εαυτού μας σε αυτό. Οι εικόνες πίστης της αρχαίας Ανατολής είναι όλες οι μορφές που πρέπει να αναμειχθούν με το Άπειρο Ον και το χαμόγελο τους με την Αιώνια Ανάπαυση».


Στις 26 Σεπτεμβρίου 1904 και ενώ ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο  Waseda του Τόκυο  πέθανε από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία 54 ετών. Ο τάφος του είναι στο Νεκροταφείο Ζοσιγκάγια, του Τόκιο. Τον Νοέμβριο του 1904, δύο μήνες μετά τον θανάτου του, η Εφημερίδα Όρεγκον  (The Oregon Journal) έγραψε γι αυτόν ως εξής: «ποιητής της Ιαπωνίας – είχε γίνει Ιάπωνας, προσπάθησε να κρύψει τον εαυτό του από τους ξένους και να κρατηθεί όλο και πιο κοντά στην χώρα που επέλεξε για πατρίδα του».

Ο Χερν θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Άγγλους συγγραφείς, ένας υπέρτατος πεζογράφος του οποίου η επιρροή θα διαρκέσει μέσου των αιώνων.



Στις 4 Ιουλίου του 2014 με την μεγάλη συνεισφορά του κ. Τάκη Ευσταθίου συλλέκτη και dealer έργων τέχνης έγιναν τα εγκαίνια του Ιστορικού Κέντρου Λευκάδιος Χερν στην Λευκάδα. Παρόντες ήταν η οικογένεια Κοϊζούμι, και επώνυμοι από την Ιαπωνία, Ιρλανδία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και άλλα μέρη του κόσμου. Το Ιστορικού Κέντρου Λευκάδιος Χερν είναι το πρώτο μουσείο του Λευκάδιου σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Με ιδέα του δισέγγονου Bon Koizumi  το 2015 στο Τραμόρ της Ιρλανδίας - όπου ο Λευκάδιος Χερν πέρασε αρκετά από τα παιδικά του χρόνια της ζωής του - δημιουργήθηκαν οι Ιαπωνικοί κήποι αφιερωμένοι σε αυτόν (Lafcadio Hearn Japanese Gardens). Είναι ένας κήπος της Βικτωριανής Αγγλίας, ένας Αμερικανικός, ένας Ελληνικός κι ένας Ιαπωνικός. Συμβολίζουν το ταξίδι του μεγάλου συγγραφέα και σύγχρονου Οδυσσέα Λευκάδιου Χερν.





 *Η Ντίνα Αναστασιάδου έχει αποφοιτήσει απο την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές σε Ιαπωνία και Ινδία. 








ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ" — ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ


 γράφει ο Μανώλης Αλιγιζάκης*




Το "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ" είναι το πιο μεγαλόπνοο και βαθυστόχαστο έργο του Οδυσσέα Ελύτη. Θεωρείται δύσκολο ποίημα για τον περίπλοκο τρόπο ανάπτυξής του, για το θέμα με το οποίο ασχολείται και για τη βαθύτητα των νοημάτων του. Παρ’ όλα αυτά όμως το έργο αυτό αποδυκνύει τη μαεστρία του ποιητή που το συνέλαβε και το παρουσίασε στον αναγνώστη τη διάρκεια μιας εποχής που η ελληνική ποίηση πάλευε ανάμεσα στις καθιερωμένες φόρμες και στα νέα στοιχεία που επηρέαζαν τον σύγχρονο ποιητή των δεκαετιών του `30 και του `40. Ιδιαίτερα τα στοιχεία υπερρεαλισμού που είναι εμφανή στο συγκεκριμένο έργο του Ελύτη, στοιχεία που έχουν ως αποτέλεσμα να κάνουν "δύσκολη" τη σύλληψη του πνεύματος του "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ".
Το ποίημα αναπτύσσεται σε τρία μέρη: τη ΓΕΝΕΣΗ, ΤΑ ΠΑΘΗ, και ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ. Η ΓΕΝΕΣΗ και το ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ είναι περιορισμένα σε έκταση, ενώ ΤΑ ΠΑΘΗ είναι το εκτενέστερο τμήμα του ποιήματος. Η ΓΕΝΕΣΗ αποτελείται από επτά ύμνους που κλείνουν με τη φράση, αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας, ενώ το ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ αποτελείται από ομάδες τετραστίχων που παρουσιάζουν το ελληνικό τοπίο στο έμπειρο  μάτι του ποιητή. ΤΑ ΠΑΘΗ είναι το εκτενέστερο τμήμα του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ κι αποτελείται από ένα συνδυασμό  ύμνων, ωδών και αναγνωσμάτων που ταξιδεύουν τον αναγνώστη από τα Ομηρικά χρόνια "Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου" στο Οικόπεδο με τις Τσουκνίδες στην  Κοκκινιά κατά τη διάκρεια της γερμανικής Κατοχής.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Η ΓΕΝΕΣΗ ξεκινά με το πιο βασικό στοιχείο του χώρου-τόπου, το φως,
"Στην αρχή το φως. Και η ώρα η πρώτη"
που καθορίζει τη διαφάνεια του χώρου, ενός χώρου αρχετυπικού, εδεμικού, που όλα τα στοιχεία του είναι στην παρθενική τους μορφή, και παρ’ όλο που ο χώρος καθορίζεται κι αποκτά ιθαγένεια και γίνεται ο ελληνικός χώρος που μόλις σχηματίστηκε, είναι στην πρώτη του μορφή προτού να εισχωρήσει στην εικόνα ο ιστορικός χρόνος, ο ανθρώπινος χρόνος που συνεπάγεται το ιστορικό στοιχείο. Σ’ αυτό το χώρο δημιουργείται κι ο παρατηρητής-ποιητής
"Ήταν ο ήλιος με τον άξονά του μέσα μου
πολυάχτιδος όλος που καλούσε"

κι ο χώρος δημιουργείται

"και στη  μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και
ομοίωσή μου"

κι αυτό τον κόσμο μέλλεται να αποδεχτεί ο ποιητής στην παρθενική, διάφανη μορφή του. Όλα υπάρχουν σε μια ευδαιμονική κατάσταση μέχρι τη στιγμή που
η φωνή του γκιώνη

"κάποιου που είχε σκοτωθεί
το αίμα γυρίζοντας πάνω στον κόσμο"

το τοπίο αμαυρώνεται απ’ το φονικό και παρουσιάζεται το αίμα, μάρτυρας της κηλίδωσης του αρχετυτικού χώρου και χρόνου που στο εξής θα βιώσει το κακό. Η φωνή ‘κάποιου που είχε σκοτωθεί’ θα επιφέρει μια ανεπανάληπτη αλλαγή στη συνείδηση του ποιητή, γιατί αυτός που

είχε αποκρυπτογραφίσει το άσπιλο

θα νιώσει μέσα του το κηλίδωμα του άσπιλου και την εισχώρηση των άλλων στην εικόνα του κόσμου, των άλλων, την εισχώρηση της ιστορίας στον κόσμο που πρέπει να βιώσει ο ποιητής αν του είναι δυνατόν να φτάσει ξανά στο σημείο που η μορφή του είναι

"η μορφή σου αν θέλεις ανεξάληπτη να `ναι
και να μείνει αυτή..."

να ζήσει μια κατάσταση μαρτυρίου και αδικίας που ο ποιητής αναγνωρίζει όπως αναγνωρίζει επίσης και το χρέος του ως δημιουργού να "καθάρει" τον χώρο απ’ το κηλίδωμα και να τον ξανακάνει αγνό κι εδεμικό. Απ’ το σημείο αυτό αρχίζουν ΤΑ ΠΑΘΗ με τον πρώτο ύμνο στον οποίο ο ποιητής καθορίζει την προσωπικότητά του, τα όπλα του. Ο ποιητής γίνεται

"ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών
κι ο μύστης των φύλλων της ελιάς
ο ηλιοπότης"

έτσι διάφανος κι ολόλαμπρος θα διανύσει το στάδιο του πόνου που τον αναμένει κι είναι έτοιμος να σώσει το τοπίο απ’ το κακό καταλήγοντας στον πρώτο ύμνο με τη θέση που παίρνει και με τι όπλα θα πολεμήσει

"Στα στενά φρουρούς του ζέφυρους θα στήσω
Μοίρα των αθώων είσαι η δική μου Μοίρα"

Η καταγωγή του παρουσιάζεται, εν συνεχεία, στις αμμουδιές του Ομήρου, θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδερφοι, θα εμφανιστούν μαζί κι η έγνοια του μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.

Ακολουθεί το πρώτο ανάγνωσμα που είναι καθηλωμένο στο ιστορικό γεγονός του πολέμου του 1940 κι είναι ρεαλιστικό σε σημείο που δεν επιδέχεται καμιά επεξήγηση αφού αναφέρεται σε βιωμένα γεγονότα που στέκονται ωμά από μόνα τους δίχως να δίνουν άλλες προεκτάσεις.

Εδώ αναγνωρίζουμε την πολύχρονη εμπειρία του τόπου που βιώνει ο ποιητής και το άδικο της μοίρας με τον ύμνο να αναφέρεται στον πλούτο και πώς η μοίρα του λαού του στάθηκε άδικη. Εξίσου σημαντικός στο σημείο αυτό είναι ο ρόλος της πέτρας στην ποίηση του "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ" που σε αντίθεση με την πέτρα του σεφερικού κόσμου όπου: "βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες" -εικόνα που αναφέρεται στην ασήκωτη κληρονομιά του σύγχρονου Έλληνα-  η πέτρα στην ποίηση του Ελύτη παίρνει την αποκαλυπτική έννοια που μεταφέρει το θετικό μήνυμα του ποιητή προς τον αναγνώστη του.

"ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ’ ΑΓΆΛΜΑΤΑ"

Η έννοια της γυναίκας μπαίνει στο προσκήνιο που επικυρώνει την μοναξιά που ο ποιητής μέλλεται να βιώσει για να εμβαθύνει ως άτομο

"Αλλά πρώτα θα δεις την ερημιά και θα της δώσεις το δικο σου νόημα, είπε

Τις μέρες μου άθροισα και δεν σε βρήκα
πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το χέρι"

αφού κι η γυναίκα τον έχει εγκαταλείψει βιώνει την τέλεια μοναξιά και  αφήνει τις αισθήσεις του να λειτουργήσουν ώστε να κατορθωσει  να αφουγκρασθεί, για ώρες, τους ήχους του τοπίου

"κάτω απ’ την κληματαριά
ώρες εκεί ρέμβασα
με μικρά-μικρά τιτιβίσματα
κοασμούς, τρυσμούς, το μακρινό κουκούρισμα"

Το δίδαγμα του μεσογειακού τόπου που του δόθηκε ως κληρονομιά φλέγεται από ηλιοφάνεια και λαμπρύνει την αποστολή του ποιητή. Αλλά τώρα που επωμίσθηκε την ευθύνη να "καθαίρει" τον κόσμο απ’ το φονικό, ο ποιητής διάγει τις πιο μαύρες στιγμές της ύπαρξής του κι είναι για πάντα μόνος, αφού η οποιαδήποτε ευθύνη στη ζωή του ανθρώπου συνεπάγεται εγκαρτέρηση, μοναχικότητα και λειτούργημα που θα αναδυθεί απ’ την έννοια της μοναχικότητας. Κι όχι μόνο μόνος απ’την άποψη της γυναίκας αλλά και των σύγχρόνων του, που στην  αρχή της ποιητικής του εμφάνισης τον είδαν σε γενικές γραμμές σαν παρείσαχτο που  δεν μπόρεσαν ούτε να κατανοήσουν.

Αλλά παρ’ όλα αυτά ο ποιητής θα ξαναφέρει την ισορροπία στον κόσμο με την επέμβασή του στον χρόνο, καθώς θα δαγκώσει τον καιρό με "δόντια πέτρινα" και τα όπλα του θα είναι: το φως, το κρύο νερό, η διαφάνεια, το άσπιλο.

"Μόνος εδάγκωσα μες τον καιρό με δόντια πέτρινα"

Στους ΗΜΙΟΝΗΓΟΥΣ θα μιλήσει για την αδικία και για τη διαφορά ανάμεσα στους διαλεχτούς της μοίρας που κοιμούνται στα μεταξωτά τους σεντόνια και στα μαλακά κρεβάτια "που τα στρώνουν μα δεν τα ορίζουν", και στους άλλους "που είναι ταγμένοι για τη ρέγγα και το χαλβά", κι εδώ θα μιλήσει για την πίκρα του άδικου και για τις εξορίες, μοίρα του ελληνισμού απ’ τις "εκατό χρονών φωνές", κι ο ποιητής σ’ αντίθεση με την αρνητική αυτή εικόνα του αναγνώσματος ορθώνεται να διαλαλήσει πόσο δύσκολο είναι νά'ρθει η Άνοιξη όταν υπάρχει μόνο ένα χελιδόνι

"Ένα το χελιδόνι κι η Άνοιξη ακριβή
Για να γυρίσει ο Ήλιος θέλει  δουλειά πολλή"

Στο επόμενο άσμα ο ποιητής λαμβάνει τη μορφή του μυθολογικού ήρωα που πραγματώνει την κλασική μυθική πράξη: Το πέρασμα απ’ το σκοτάδι στο φως, την αρχετυπική αυτή πράξη σωτηρίας που το φως κλείνεται σε συμβολικά κλειστούς χώρους, μήτρα-τάφος, αλλά δεν χάνεται στο βάθος τους. Αντίθετα φωτίζει την Άβυσσο

"Πάρθηκεν από Μάγους το σώμα του Μαγιού
το `χουνε θάψει σ’ ένα μνήμα του πέλαγου
σ’ ένα βαθύ πηγάδι το `χουνε κλειστό
μύρισε το σκοτάδι κι όλη η Άβυσσο"

Έτσι ο κάτω κόσμος φωτίζεται απ’το φως του επάνω κι ο επάνω κόσμος δέχτηκε το φως του κάτω κι έτσι οι δύο κόσμοι γίνονται ένα. Κι έτσι αλλάζει ο χώρος του "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ" και η φυσική του μορφή γίνεται ένα με τη μεταφυσική, (Ηράκλειτος: "Άνω και κάτω οδός μία").
Στη συνέχεια, ο ποιητής θα μιλήσει και για τους ξένους και την επίδραση που από πάντα είχαν κι έχουν στον ελλαδικό χώρο

"Έφτασαν ντυμένοι ‘φίλοι’
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά"

αλλά τα στοιχεία του ελυτικού κόσμου: το φως, το χώμα, η μέλισσα, ο ζέφυρος, δεν έδεσαν με τους ξένους και τότε παρουσιάζεται η έννοια της προδοσίας στο ανάγνωσμα ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΜΕ ΤΙΣ ΤΣΟΥΚΝΙΔΕΣ όπου εκείνος με το ‘Σβυσμένο Πρόσωπο’ σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόϊ των αγγέλων. Κι απ’ το σημείο αυτό μέχρι και το ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ, που ο ποιητής θα παρουσιάσει το καινούργιο κόσμο, έχει να βιώσει τις πιο σκοτεινές στιγμές του, συμπεριλμβανομένης στο πέμπτο ανάγνωσμα, στην ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ, της τραγωδίας του εμφυλίου πολέμου όταν

"και βαδίζαμε καταπάνου στον έναν ο άλλος, μη γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο. Και σημάδευε κατά πατέρα ο γιος και κατ’ αδερφού μικρού ο μεγάλος...Μήνες τριάντα τρεις και πλέον βάσταξε το κακό"

τελικά ο ποιητής παρουσιάζει τον νέο κόσμο στο ΠΡΟΦΗΤΙΚΟ, το τελευταίο ανάγνωσμα, βασισμένο καθαρά στη γραφή, κι ειδικά στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, αλλά εδώ η προφητεία του ποιητή δεν έχει τίποτα να κάνει με τη φωτιά και την τιμωρία της Κόλασης, αντίθετα υπόσχεται

"την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων

και

βλέπω ψηλά το Ερέχθειο των Πουλιών"

και στον νέο αυτόν κόσμο

"ο στερνός των ανθρώπων θα πει, ν’ αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα να βγεί. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς του ετάχθη. Και θα λάβουμε τα όνειρα εκδίκηση και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!"

Αμέσως μετά το ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ ο ποιητής πορεύεται σε νέα γη όπου τον ακολουθούν αιθέρια πλάσματα

"Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι
τώρα μ’ ακολουθούν ανάλαφρα πλάσματα
με τους ιριδισμούς του πόλου στα μαλλιά"

Τώρα ο ποιητής αναγνωρίζει όλα τα σύμβολα του κακού που έχουν μεταμορφωθεί σε θετικά σύμβολα

"Τρίαινα με δελφίνι το σημάδι του Σταυρού
πύλη λευκή το ανόσιο συρματόπλεγμα"

κι είναι αυτό ο μύθος που καταλύει τον θάνατο και δικαιώνει τον χώρο-τόπο που είχε προσβληθεί απ’ το κακό κι ο ασβέστης είναι το υλικό που χρησιμοποιεί ο ποιητής για να ξαναλευκάνει το τοπίο

"Στον ασβέστη τώρα τους αληθινούς μου Νόμους
κλείνω κι εμπιστεύομαι"

κι είναι η κατάσταση της ψυχής του που θα καταγράψει και δημιουργεί έτσι όλες τις λευκές επιφάνειες της ύλης κι είναι ο ίδιος που θα καταλάβει το νόημα του συμβόλου αυτού. Και θα χαράξει στην πέτρα τον νέο νόμο

"Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού
κι αργά στις πέτρες τις πυρές χαράζονται τα γράμματα:
ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Αιέν αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν.
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα."

Ακολουθεί το ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ  που ο χώρος-τόπος ξαναγίνεται εδεμικός, κι είναι ο ελληνικός χώρος, τα νησιά, τα λουλούδια, τα κορίτσια, τα βουνά, τα δέντρα κι ανάμεσά τους το νόημα του άσπιλου που συνέλαβε ο ποιητής. Η υψηλότερη στιγμή του ποιήματος είναι όταν η έννοια του φονικού λαμβάνει υπερβατικό νόημα αφού φτάνει στο σημείο να διδάξει

"Αξιον εστί το χέρι που επιστρέφει
από φόνο φριχτό και τώρα ξέρει
ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει"

Το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ είναι το ποίημα όπου τρία στοιχεία, ο χώρος, ο χρόνος, και η συνείδηση του ποιητή ξεκινούν για μια περιπέτεια στη διάρκεια της οποίας τα τρία αυτά στοιχεία ενεργούν, εξελίσσονται και αλληλοεπηρρεάζονται με τρόπο αδιάσπαστο. Ο χώρος-τόπος από εδεμικός κηλιδώνεται απ’ το φονικό, γίνεται ελλαδικός, βιώνει το κακό κατά τη διάρκεια των ΠΑΘΩΝ και καταλήγει μετά την κάθαρση στον εδεμικό ελλαδικό χώρο-τόπο. Με τον ίδιο τρόπο ο χρόνος από αρχετυπικός, πέραν του ανθρώπου, κηλιδώνεται απ’ το φονικό και γίνεται ιστορικός χρόνος που συνεπάγεται πάντα ένα τέλος αλλά μετά την κάθαρσή του ξαναγίνεται ο αρχετυπικός χρόνος που διέπει το ελληνικό τοπίο. Και η συνείδηση του ποιητή που από αγνή τη στιγμή της ΓΕΝΕΣΗΣ της κηλιδώνεται απ’ το φονικό και την ενοχή της φυλής, την ευθύνη του άλλου, και μετά την κάθαρσή της ξαναγίνεται η παρθενική συνείδηση, κάτασπρη σαν καλοκαίρι, που είχε πει στη ΓΕΝΕΣΗ.


*Μανώλης Αλυγιζάκης


 O Μανώλης Αλυγιζάκης, είναι ένας Ελληνο-Καναδός ποιητής, μεταφραστής και συγγραφέας. Είναι ο πιο πολυγραφέστατος συγγραφέας-ποιητής της ελληνικής διασποράς. Σε ηλικία έντεκα χρονών αντέγραψε το πασίγνωστο επικό-ρομαντικό ποίημα ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ που τελευταία εκδόθηκε σε περιορισμένο αριθμό 100 αριθμημένων αντιτύπων και είναι διαθέσιμο στην τιμή των 5.000 δολαρίων Καναδά για τους εκλεκτικούς συλλέκτες σπανίων βιβλίων. Το πιο ακριβό βιβλίο του είδους του στον κόσμο. Τελευταία έγινε επίτιμος καθηγητής και συνεργάτης τηςInternational Arts Academy και του απονεμήθηκε ο τιμητικός τίτλος Master of theArts in Literature. Ξεχωρίζει για τη δυνατότητά του να κομίζει εικόνες και ιδέες με πλούσιο και συνειρμικό τρόπο που αγγίζουν βαθιά τον αναγνώστη.  Γεννήθηκε στο χωριό Κολυμπάρι δυτικά από τα Χανιά της Κρήτης το 1947. Όταν ήταν σε παιδική ηλικία η οικογένεια του μετακόμισε πρώτα στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Αθήνα όπου σπούδασε παίρνοντας πτυχίο Πολιτικών Επιστημών από το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία για δυο χρόνια κι ύστερα μετανάστευσε στο Βανκούβερ του Καναδά όπου ζει ως τώρα. Παρακολούθησε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Σάιμον Φρέιζερ για ένα χρόνο. Έχει γράψει τρία μυθιστορήματα, ένα μεγάλο αριθμό βιβλίων ποίησης που άρχισαν να εκδίδονται τα τελευταία χρόνια, αρκετά άρθρα, διηγήματα και μελέτες στα αγγλικά και στα ελληνικά που έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ανθολογίες και εφημερίδες στον Καναδά, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, Μεγάλη Βρετανία, στην Αυστραλία, Ρουμανία, Αυστρία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Λίβανο, Σουηδία και στην Ελλάδα. Η ποίησή του έχει μεταφραστεί στη Ρουμανική γλώσσα, στη Σουηδική, στην Ουγγρική, στα Ισπανικά, στα Γαλλικά, στα Γερμανικά, στη Σερβική, στη Ρωσική γλώσσα. Μετά από χρόνια δουλειάς ως βοηθός σιδηρουργού, εργάτης στα τραίνα, ταξιτζής, και χρηματιστής πήρε σύνταξη και τώρα ζει σ’ ένα προάστιο του Βανκούβερ όπου και ασχολείται με το γράψιμο, τον κήπο του και με ταξίδια. Γύρω στο τέλος του 2006 ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Libros Libertad με σκοπό την έκδοση λογοτεχνικών βιβλίων.



Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Συνάντηση Ελλήνων και Κινέζων ζωγράφων στην Dépôt Art gallery



Την Πέμπτη, 19 Μαΐου 2016 και ώρα 19:00 στην Dépôt Art gallery (Νεοφύτου Βάμβα 5, Κολωνάκι, Αθήνα) θα πραγματοποιηθεί συνάντηση Ελλήνων και Κινέζων ζωγράφων.
Θα παρευρεθούν 20 διακεκριμένοι Κινέζοι ζωγράφοι, έργα των οποίων θα εκτεθούν για μία (1) μόνο ημέρα. Τα έργα αυτά δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της επίσκεψής τους στην Ελλάδα και της φιλοξενίας τους σε εργαστήρια της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας στην Αθήνα και στην Ύδρα, στο πλαίσιο σύσφιξης των σχέσεων Ελλάδας και Κίνας, που αποβλέπει στην υλοποίηση καλλιτεχνικών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων με κοινές δράσεις και στην ενθάρρυνση της συνεργασίας και για άλλες μελλοντικές δραστηριότητες σε συνεργασία ΑΣΚΤ – Αθήνας και Πανελλήνιας Ένωσης Κινέζων, με την αιγίδα του Ελληνοκινεζικού Επιμελητηρίου.
Πληροφορίες:  Γωγώ Κολυβήρα ,  e-mail:gogo.kolyvira@gmail.com

Στην συνάντηση προσκαλούνται μόνον Έλληνες εικαστικοί καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι.
Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι:
• Οι Κινέζοι ζωγράφοι είναι όλοι απόφοιτοι της Σχολής Καλών Τεχνών του Πεκίνου, ενώ δύο εξ αυτών, η κα YAN PING και ο κος WANG KEJU είναι από τους γνωστότερους διεθνώς εικαστικούς καλλιτέχνες της Κίνας.
• Παράλληλα λειτουργεί στο χώρο της Dépôt Αrt gallery η επιτυχημένη έκθεση του εικαστικού Νίκου Γιαβρόπουλου με τίτλο «SPHINX Το ακατάλυτο ερώτημα». Από τις πωλήσεις των έργων θα αγοραστούν φάρμακα για το Μητροπολιτικό Κοινωνικό Ιατρείο Ελληνικού.


Νεοφύτου Βάμβα 5,
106 74 Κολωνάκι Αθήνα
Τηλ : 210 3648174
Facebook: depotgallery.gr





"Θαλασσινό, σκληρό τοπίο", ένα σχόλιο στην ποιητική συλλογή της Λίνας Ρόκου


γράφει η Διώνη Δημητριάδου*


«Κάτι να μείνει»
από τις «μικρές εκδόσεις»


«Μια βαλίτσα θάλασσα
την πας, τη φέρνεις
Χριστούγεννα, Πάσχα, διακοπές
Στα βάθη της καταποντισμένα τα βαρίδια σου
Τα συλλαμβάνουν  οι ανιχνευτές μετάλλων
και το δικό τους τίποτε
το πληρώνεις χρυσάφι»

Η θάλασσα, από όλες τις μορφές που μπορεί να πάρει το υγρό στοιχείο, αποτελεί προσφιλέστερο θέμα σε πολλές καλλιτεχνικές δημιουργίες, εικαστικές και λογοτεχνικές. Δεν μας ξαφνιάζει επομένως η επιλογή της ποιήτριας Λίνας Ρόκου να ‘εικονογραφήσει’ τους στίχους της με την πληθωρική παρουσία της θάλασσας. Μόνο που εδώ θα πρέπει να σταθούμε λίγο παραπάνω και να προσέξουμε τον τρόπο που στιχουργεί πάνω σ’ αυτό το υγρό θαλασσινό τοπίο.
Αυτή η θάλασσα άλλοτε είναι ο καμβάς που πάνω του απλώνονται οι λέξεις, δηλωτικές μιας απομόνωσης ηθελημένης:
«Το βράδυ στρώνει μια θάλασσα μοναξιά[…]»

άλλοτε έχει τη μορφή μιας δύναμης που αναζωογονεί με την ορμή της την πτοημένη συνείδηση:
«[…]να πιω νερό
απ’ τις ζωοδότρες της ανοιχτής θάλασσας
αστείρευτες πηγές»

και άλλοτε μεταμορφώνεται σε ένα υδάτινο ετερώνυμο της ίδιας της ποιήτριας:
«Πόσα κατάσαρκα
καρφιά θα βάλεις πια
να με στεριώσεις;
Δεν το ‘ξερες πως είμαι θάλασσα;»

Μέσα σ’ αυτό το υγρό πλαίσιο πώς διασώζονται οι λέξεις; Γιατί όσο ζωοδότρα κι αν είναι η θάλασσα αυτών των ποιημάτων, δεν παύει να είναι όριο, σύνορο, δηλωτικό συχνά ενός αποχωρισμού, ή απωθημένη προβολή ενός ματαιωμένου ταξιδιού. Όλα αυτά τα συναντάμε σε τούτα τα ποιήματα. Νομίζω πως η διάσωση έρχεται με μια γραφή αυθόρμητη, που ξαφνιάζει με την ευστοχία της στην περιγραφή των αισθημάτων. Με συγκρατημένο λυρισμό και εξαιρετική εικονοπλασία. Ολιγόστιχα ποιήματα, όπως πιστεύω αρμόζει στον κατασταλαγμένο, βιωματικό λόγο. Με τον ακροτελεύτιο στίχο άλλοτε να αιφνιδιάζει με τη συμπύκνωση του νοήματος και άλλοτε να παροτρύνει σε νέα σκέψη:
«Κι όταν το πρωί
ξυπνήσεις από ένα ελαφρύ τρόμαγμα
θα είναι γιατί η νύχτα σπάνια μένει άνεργη»



Η εικονοπλασία που χαρακτηρίζει την ποίηση της Λίνας Ρόκου φτάνει σε κάποια ποιήματα να καταστήσει σχεδόν συμπληρωματική τη λεκτική παρέμβαση, όπως εδώ που το σχόλιο για την ανθρώπινη μοίρα μοιάζει απλώς να υπομνηματίζει την εύγλωττη εικόνα:

«Βουβά μες σε μια στοίβα κούτσουρα
που άπληστος ήλος τα στεγνώνει
αλλάζει το ρούχο του το φίδι
Βουβά πάνω απ’ τα κούτσουρα θα τιναχτεί
να σε δαγκώσει
Αλίμονο αν νομίζεις ότι φταίνε τα κούτσουρα
ή αν νομίζεις ότι φταίει το φίδι
Η φύση είναι ανηλεής
αλλά εσύ δεν είσαι μόνο φύση»

Ένας κόσμος όπου η βιωματική μνήμη συναντά τον λιτό στίχο, γιατί είναι σοφή η επιλογή της ποιήτριας να αφήνει τον σχολιασμό στον αναγνώστη. Θα λέγαμε πως έτσι η ποίηση αποβαίνει περισσότερο δημιουργική, καθώς αποζητά τον ενεργό ρόλο του κοινωνού της. Και ο ρόλος του ποιητή; Ας πούμε πως χτίζει ένα γεφύρι ακόμη και πάνω από ορμητικά νερά με τον κίνδυνο να κατακρημνιστεί, συχνά για να κοιμηθεί κάτω απ’ αυτό μέσα στο σκοτάδι, και φτάνει να μονολογεί:
«Το γεφύρι για τον παράδεισο
δεν το έφτιαξα με θεμέλια
δεν έσφαξα κόκορα[…]»
Αυτή η επικοινωνία ανάμεσα στον δημιουργό και τον αποδέκτη της ποιητικής δημιουργίας επιτυγχάνεται και με την αμεσότητα της πρόσληψης κάποιων στίχων στους οποίους υποκρύπτεται η προσωπική συγκίνηση της ποιήτριας, όπως σ’ αυτούς που η εικόνα μεταφέρει αυτούσια τη διάσταση του τότε από το τώρα:
«[…] Ανάμεσα στο τότε και στο τώρα
ένα σμήνος από νέα παιδιά, πηγαίνοντας για το σχολείο,
θα περάσουν το πρωί μπροστά από το σπίτι
Όλα θα έχουν μαζευτεί στην αιώνια ακινησία
Οι γυναίκες, τα σκουπίδια, ο παππούς, οι πέτρες
Μέχρι το βράδυ που θα ξαναβγεί ο παππούς
να τραγουδήσει στην αυλή το “σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία”
κοιτώντας άλλη μια φορά τα άψυχα ντουβάρια»

Στο εξώφυλλο της καλαίσθητης έκδοσης των «μικρών εκδόσεων» μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ηλία Μπέη, σε ρόλο «εισόδου» στις ποιητικές σελίδες της Λίνας Ρόκου. Αν και το υγρό τοπίο κυριαρχεί στους στίχους της, δεν θα ταίριαζε καμιά θαλασσινή σκηνή στη θέση αυτής της απολύτως πέτρινης και σκληρής εκδοχής. Γιατί ακόμη κι αυτή η θάλασσα
«[…]είναι ενίοτε ένα απειλητικό θηρίο»

Διώνη Δημητριάδου




Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»