Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

ΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΤΟΥ ΚΡΙΤΙΚΟΥ





Του DANIEL MENDELSΟΗN


Μετάφραση, απόδοση: Νότα Χρυσίνα

Στη δεκαετία του ’70, ήμουν έφηβος και φανταζόμουν ότι όταν μεγαλώσω θα γίνω συγγραφέας, ωστόσο δεν ονειρευόμουν να γίνω μυθιστοριογράφος ή ποιητής. Ήθελα να γίνω κριτικός. Πίστευα πως η κριτική είναι συναρπαστική και πως οι ίδιοι οι κριτικοί είναι αξιοθαύμαστοι. Σκεφτόμουν έτσι επειδή μάθαινα από αυτούς. Κάθε εβδομάδα έφτανε  στο σπίτι μας στο Λονγκ Άιλαντ ένα αντίγραφο του New Yorker, τυλιγμένο με ένα καφέ περιτύλιγμα πάνω στο οποίο βρισκόταν τυπωμένη η υποκριτικά μέτρια  (όπως νόμιζα) ετικέτα ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ   και έκλεβα συνήθως  το νέο τεύχος πριν ο μπαμπάς μου επιστρέψει από την δουλειά στο σπίτι,  με σκοπό να συνεχίσω τη μόρφωσή μου,  που τότε ήταν για εμένα πιο σπουδαία από εκείνη του σχολείου. 


Μάθαινα πολλά. Μάθαινα για τη μουσική, ιδιαίτερα για την όπερα, από τις φανταστικά λεπτομερείς κριτικές του κριτικού της μουσικής , Andrew Porter,  
– μικρά δοκίμια για το έργο κάποιου συνθέτη, τόσο εγκυκλοπαιδικά στην σύλληψή τους,  αυτού ή εκείνου του έργου του, τόσο λεπτομερής η περιγραφή του λιμπρέτου και της σύνθεσης τού υπό εξέταση έργου, από τον Μότσαρτ έως (έναν σπουδαίο αγαπημένο του, θυμάμαι ιδιαίτερα) τον Michael Tippett,
τον οποίο ανέφερε στην κριτική του κάθε φορά, αφιερώνοντάς του σχεδόν το μισό άρθρο, πριν ακόμη μιλήσει για το έργο για το οποίο έγραφε την κριτική. 

Αυτό όμως ήταν και το πιο σημαντικό: διότι μέχρι να περιγράψει τι είχε δει στην σκηνή,– ο αναγνώστης- είχε ήδη αποκτήσει το υπόβαθρο να εκτιμήσει- ή να απορρίψει- την εκδοχή του έργου  όπως την είχε περιγράψει. Μάθαινα, επίσης, και για άλλα πράγματα, χάρη στην Helen Vendler
που εκείνον τον καιρό συνέγραφε τακτικά, εκτενή και διερευνητικά δοκίμια για τους σύγχρονους ποιητές και το έργο τους. Άρχισα να σκέφτομαι την ποίηση, τους στόχους της και τις μεθόδους της, κατάλαβα, επίσης, ότι η καλή ποίηση πρέπει να μπορεί να αντισταθεί στην ένταση που αναζωπύρωνε ο διάλογος που γινόταν γι’ αυτήν. ( Στα μαθητικά χρόνια του γυμνασίου, πιστεύαμε πως η ποίηση ήταν κάτι που αναφερόταν περισσότερο σε «συναισθήματα»).
Με γοήτευε,  επίσης, να διαπιστώνω ότι όσες θεωρούσα τότε ως τις λιγότερο εξυψωτικές μορφές ψυχαγωγίας, μπορούσαν επίσης να διέπονται από τις ίδιες εμβριθείς και διεισδυτικές συζητήσεις όπως και οι περισσότερο υψηλές μορφές. Παρόλο που, το 1975, δεν υπήρχε παρά η ελάχιστη πιθανότητα  να περάσω ένα απόγευμα στο Algonquin ή στο Carlyle, διάβαζα πάντοτε  την κριτική του Whitney Balliett
για τις παραστάσεις των καμπαρέ – για ανθρώπους που τραγουδούσαν το είδος της μουσικής που άρεσε στον πατέρα μου και συνήθιζε  να ακούει στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, καθώς με πήγαινε με το αυτοκίνητο στα εβδομαδιαία μου μαθήματα κιθάρας. Η κόκκινη πυξίδα του ραδιόφωνου του αυτοκινήτου  του έμενε αταλάντευτα κολλημένη στο Φράνκ Σινάτρα σόου του   Jonathan Schwartz.  

Η μουσική που άρεσε στον πατέρα μου, το "Great American Songbook," δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα τότε, αλλά προκαλούσαν το ενδιαφέρον μου οι αρκετά ικανοποιητικές αναλύσεις  του Balliett, για παράδειγμα, για μια βραδιά της Julie Wilson στο Algonquin, και σκεφτόμουν λίγο περισσότερο από ό,τι συνήθιζα  πάνω στο τι ήταν αυτό το τραγούδι, πώς φτιάχτηκε, ποια ήταν η διαφορά πάνω σε έναν καλό στίχο και έναν προχειροφτιαγμένο, πώς αυτός ο στίχος θα μπορούσε να  αποδοθεί καλύτερα στην εκτέλεση, και τέλος, τι επίδραση μπορούσε να έχει επάνω σε κάποιον.
Κρατούσα, πάντοτε ,για το τέλος  την Pauline Kael

γιατί μου άρεσε το  ότι έγραφε για τον τρόπο που μιλούν οι περισσότεροι άνθρωποι. Η σημερινή-διάσημη δεύτερη προσωπική διεύθυνση με έβαζε μέσα στα έντονα και μακροσκελή εγκώμια ή διατριβές και με προκαλούσε να θέλω να είμαι τόσο έξυπνος ώστε να αξίζω το ότι συμπεριλαμβανόμουν σε αυτά. 
Και με την Kael, επίσης, ξαφνιάστηκα και χάρηκα όταν διαπίστωσα ότι το είδος των ταινιών που έβλεπα με τους φίλους μου (για παράδειγμα η ταινία “Carrie”) επίσης μπορούσε να είναι  αντικείμενο μιας συνεχούς, στρυφνής και διερευνητικής κριτικής.
Όλα τα χρόνια που διάβαζα αυτούς τους συγγραφείς, καθώς πήγαινα στο γυμνάσιο, μετά κολλέγιο και μετά ως απόφοιτος, ποτέ δεν μου πέρασε από μυαλό ότι προσπαθούσαν να με πείσουν  να δω αυτήν ή εκείνη την παράσταση, να αγοράσω αυτήν  ή εκείνην την ποιητική συλλογή,  ή να δω αυτήν ή εκείνην την ταινία. Ούτε ποτέ φαντάστηκα ότι με τρομοκρατούσαν ή με πατρονάριζαν ή ότι δεν επέτρεπαν να διαφωνήσω μαζί τους. Θεωρούσα αυτούς τους συγγραφείς, πάνω από όλα, δάσκαλους και όπως όλοι οι καλοί δάσκαλοι δίδασκαν με παράδειγμα, το παράδειγμα που έδιναν, εβδομάδα την εβδομάδα, ήταν να αναδημιουργήσεις πάνω στην σελίδα το "δράμα" του πώς αυτοί έφτασαν σε αυτές τις κρίσεις τους. (Η λέξη κριτικός, καθώς έμαθα αρκετά αργότερα, προέρχεται από την ελληνική λέξη «κρίνω»).
Αυτό το δράμα, αυτή η διαδικασία, μού φάνηκε καθώς διάβαζα εκείνους τους κριτικούς (και με τον καιρό και άλλους: την Arlene Croce
σε αυτό το περιοδικό, όταν τελικά άρχισα να εκτιμώ τον χορό, τον Arthur Danto
πάνω στην Τέχνη στο The Nation, και μερικούς ακόμη) ΄ότι επεριείχε δύο σημαντικά στοιχεία. Το πρώτο ήταν η πείρα. Εάν η Vedler έγραφε για την τελευταία ποιητική συλλογή,  για παράδειγμα, τού James Merrill,
ήταν σαφές από τις αναφορές της, ότι είχε διαβάσει και σκεφτεί πάνω σε ό,τι άλλο είχε ποτέ γράψει  ο Merrill. Αυτό που εισέπραττες από την κριτική δεν ήταν απλά μία γνώμη για το υπό εξέταση βιβλίο, αλλά έναν τρόπο να δεις αυτό το βιβλίο σε σχέση με όλα τα προηγούμενα έργα του δημιουργού. Το ίδιο και για τους άλλους. Το να διαβάσεις μια κριτική της Croce για αυτήν ή εκείνην την παράσταση για το μπαλέτο Balanchine σήμαινε να μάθεις μια περιληπτική ιστορία του έργου, ένα μίνι σεμινάριο πάνω στην τεχνική Balanchine, και μια ιστορία "κάψουλα", για χάρη της σύγκρισης, με άλλες σημαντικές παραστάσεις του ίδιου έργου. (Εδώ πάλι, η κριτική δεν έφτιαχνε απλά μια υπόθεση για να οδηγηθεί στην τελική κρίση της Croce, αλλά έδινε στον αναγνώστη, τα εργαλεία να αξιολογήσει την περιγραφή της επικείμενης παράστασης). Οι κρίσεις τους είχαν εγκυρότητα, ακόμη και όταν διαφωνούσες μαζί τους,  επειδή ήταν βασισμένες σε κάτι πιο συγκεκριμένο, πιο προσβάσιμο στους άλλους, από τα «συναισθήματα» ή τις «εντυπώσεις».
Δεν ήταν τα πτυχία PhD των ανθρώπων αυτών, εξαιτίας των οποίων η εμπειρία και η εγκυρότητα ήταν εμφανείς σε κάθε σελίδα των γραφομένων τους, ότι  προέρχονταν από ένα δίπλωμα που κρεμόταν στον τοίχο ενός γραφείου. Δεν γνώριζα, ενώ ακόμη διάβαζα την Kael, εάν είχε πτυχίο Κινηματογραφικών Σπουδών (ακόμη και εάν ήξερα τότε  ότι υπήρχε κάτι τέτοιο), δεν με ένοιαζε. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι  ο Whitney Balliett έπρεπε να διαθέτει ακαδημαϊκά διαπιστευτήρια ώστε να κρίνει τον Bobby Short να τραγουδάει το “Just One of Those Things” στο Café Carlyle. Αν μη τι άλλο, ένιωθες ότι η τεράστια γνώση τους πήγαζε, πάνω από όλα, από την τεράστια αγάπη τους για το αντικείμενο. Μεγάλωσα με έναν επιστήμονα και μια δασκάλα και ήταν σωτήριο για εμένα ότι μού υπενθύμιζαν πως η εγκυρότητα μπορεί να πηγάζει από το πάθος και όχι από τα "χαρτιά".
Η γνώση, τότε - όπως και να την είχες αποκτήσει-  ήταν σαφώς το βασικό θεμέλιο της κρίσης που θα σχηματιστεί αργότερα. Το δεύτερο βασικό συστατικό στο "δράμα" της κριτικής, είναι αυτό που απέκτησες από την γνώση με κρίση, δηλαδή το γούστο, ή η ευαισθησία- οτιδήποτε είναι η ιδιοσυγκρασία του κριτικού  ή η διάνοια ή η προσωπικότητα που, με το εν λόγω έργω, επετεύχθη. Από αυτό, όσο και από οτιδήποτε άλλο, έμαθα πολλά. Από την μια, ήταν σαφές πως το γούστο αυτό καθαυτό ήταν μυστήριο: προσπάθησα χρόνια αλλά απέτυχα  να αγαπήσω τις όπερες του Michael Tippett και δεν θα μπορούσα να ακολουθήσω εντελώς την Kael στον βωμό που έστησε στον Brian De Palma.
Γενικότερα και πιο βασικά, οι ιδέες που μας έδωσαν αυτοί οι συγγραφείς για τα γούστα τους και τα πάθη τους αποκάλυψαν τι υποτίθεται μπορεί να κάνει η τέχνη και η κουλτούρα για έναν άνθρωπο. 
Ακόμη θυμάμαι μία κριτική που έγραψε ο Porter για μια παραγωγή του Μότσαρτ το (“Così fan tutte” «Έτσι κάνουν όλες» )- πρέπει να ήταν στα τέλη του ’70 ή αρχές του ’80 – στην οποία ανέφερε ότι η έκφραση στο πρόσωπο της σοπράνο Elisabeth Söderström,  στη δεύτερη πράξη, κατά τη διάρκεια του συμποσίου, τον έκανε να δακρύσει, διότι υπαινισσόταν, με οικονομία αλλά με τρομακτική δύναμη, το μαύρο που βρίσκεται στην καρδιά της κωμωδίας εκείνης, αλλά και κάθε κωμωδίας. Θυμάμαι ότι σοκαρίστηκα όταν διάβασα το σημείο όπου ένας ώριμος άντρας παραδέχτησε δημόσια ότι συγκινήθηκε μέχρι δακρύων από την παράσταση μιας παλαιάς όπερας.
Θυμάμαι, επίσης, κάτι που έγραψε, χρόνια αργότερα,  η Vendler, σε μια κριτική για το συλλογικό έργο του Merrill που δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή, ο οποίος πέθανε σχετικά νέος σε ηλικία εξήντα οκτώ ετών – σχετικά με το πώς, τώρα που ο Merrill είχε φύγει, δεν θα υπήρχε γύρω να τής δείξει πώς να μεγαλώσει. Το διάβασα αυτό με έκπληξη. Aυτό ήταν, λοιπόν, το γιατί υπήρχε η ποίηση: Να σου δείξει πώς να ζήσεις
Όσο για την Kael, η απόλυτα ακραία έκφραση του ενθουσιασμού της, η πεισματάρικη στιλιστική υπερ- εποχικότητα, οι μεγαλοπρεπείς  επιθετικές διακηρύξεις της, καθιστούσαν σαφές ότι υπήρχε κάτι τεράστιο που διακυβευόταν όταν πήγαινε στον τοπικό κινηματογράφο. Αυτό, επίσης, μου άνοιξε τα μάτια. 
Δραματοποιώντας την σκέψη τους πάνω στη σελίδα, αποκαλύπτοντας τη βάση των κρίσεων τους, και επιτρέποντάς σου να κοιτάξεις τους μηχανισμούς μέσω των οποίων ασκούσαν τα  (ατομικά, προσωπικά, ιδιότροπα) γούστα τους, όλοι αυτοί οι κριτικοί, κατ’ ανάγκη, υπαινίσσονταν ότι μπορούσες να φτάσεις στις δικές σου, εντελώς διαφορετικές κρίσεις – πως ένα συγκεκριμένο έργο θα μπορούσε να λειτουργήσει στην δική σου ευαισθησία με διαφορετικό τρόπο. Αυτό που πραγματικά μάθαινα, κάθε εβδομάδα, από εκείνους τους κριτικούς  ήταν: πώς να σκέφτομαι. Πώς να σκέφτομαι ( χρησιμοποιούμε τον όρο τόσο συχνά που μόλις συνειδητοποιούμε τι λέμε) κριτικά – που σημαίνει, πώς να σκεφτόμαστε σαν κριτικοί, πώς να κρίνω τα πράγματα ο ίδιος. Να σκέφτομαι σημαίνει να κάνω κρίσεις που βασίζονται πάνω στη γνώση: τελεία.  
Γιατί ολόκληρη η κριτική βασίζεται πάνω στην εν λόγω εξίσωση: ΓΝΩΣΗ + ΓΟΥΣΤΟ = ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ. Η λέξη κλειδί είναι ουσιαστική.  Οι άνθρωποι έχουν ζωηρές αντιδράσεις για ένα έργο – και οι περισσότεροι από εμάς έχουν – αλλά δεν διαθέτουν το  εύρος των γνώσεων που μπορεί να δώσει σε μία γνώμη βαρύτητα, επομένως δεν είναι κριτικοί. ( Αυτό εξηγεί γιατί ένας μεγάλος αριθμός κριτικής on line από αναγνώστες δεν είναι η "κατάλληλη "κριτική). Ούτε εκείνοι που έχουν τεράστιο εύρος γνώσεων αλλά δεν έχουν το γούστο ή την κατάλληλη ιδιοσυγκρασία   θα μπορούσαν να δώσουν εγκυρότητα στις κρίσεις  τους ενώπιον των πολλών που δεν είναι ειδικοί. 
( Αυτός είναι ο λόγος που τόσοι πολλοί ακαδημαϊκοί  δεν είναι καθόλου καλοί στην κριτική που απευθύνεται στο ευρύ κοινό). Όπως κάθε άλλο είδος γραφής, έτσι και η κριτική είναι ένα είδος που χρειάζεται να έχει κάποιος ικανότητα, και οι άνθρωποι που έχουν την ικανότητα είναι εκείνοι των οποίων η γνώση τέμνεται, με ενδιαφέροντα και πειστικό τρόπο, με το γούστο τους. Τελικά, ο κριτικός είναι κάποιος που, όταν η γνώση του λειτουργεί μέσα από το γούστο του, με την παρουσία κάποιου νέου παραδείγματος, του είδους που τον ενδιαφέρει – παράδειγμα μια νέα τηλεοπτική σειρά, μια ταινία, μια όπερα ή ένα μπαλέτο ή ένα βιβλίο, λαχταρά να κατανοήσει αυτό το νέο πράγμα, να το αναλύσει, να το ερμηνεύσει, να το κάνει να σημαίνει κάτι.
Και γι’ αυτό ονειρεύτηκα να γίνω κριτικός. Πάντοτε χαμογελώ όταν κάποιος με ρωτά σε συνέντευξη εάν η κριτική είναι κάποιο είδος καθημερινής εργασίας (σε αντίθεση με τα βιβλία μου, που υπαινίσσεται ότι, είναι «πραγματική» γραφή). Για εμένα η κριτική είναι το κύριο γεγονός.
Οι ανωτέρω εκτιμήσεις μου φάνηκαν πως αξίζουν να καταγραφούν διότι έχει γίνει ελάχιστη αναφορά, πάνω στο τι θεωρούμε σημαντικό  ρόλο ενός κριτικού και σημαντική λειτουργία της κριτικής, σε κάποιες έντονες συζητήσεις σχετικά με αυτά τα ερωτήματα που εμφανίστηκαν πρόσφατα σε έντυπα και στο Διαδίκτυο. Η δημοσίευση, πριν από λίγες εβδομάδες, στο Times Book Review (Κριτική Βιβλίου των Times)  δύο επιδεικτικά αρνητικών κριτικών, για έργα με σοβαρές λογοτεχνικές φιλοδοξίες, η μία του William Giraldi

για δύο βιβλία φαντασίας της Alix Ohlin,
και η άλλη του Ron Powers,
για το  πρόσφατο μυθιστόρημα του  Dale Peck
( έναν συγγραφέα που απέκτησε σημαντική φήμη για τις δικές του «τσεκουράτες θέσεις» για το έργο των άλλων) πυροδότησαν θύελλα διαμαρτυριών, συγχαρητηρίων και γενικότερα σχόλια για τη θέση των κριτικών και της κριτικής στη δημοφιλή λογοτεχνική κουλτούρα. Η θύελλα είναι καλό πράγμα: ποτέ, ίσως, μέχρι την εφεύρεση της τυπογραφίας, δεν είχε υπάρξει, τέτοιο συνεχές ρεύμα πάνω στο ερώτημα για τη φύση της λογοτεχνικής κουλτούρας, όσο και για τις δραστηριότητες των θεραπόντων της - συγγραφέων  κριτικών,  εκδοτών,  για όσους από εμάς μεγαλώσαμε στις φθίνουσες μέρες της «παλιάς» λογοτεχνικής κουλτούρας. Το ρεύμα είναι ταυτόχρονα συναρπαστικό και αποσταθεροποιητικό,  και οι αλλαγές που προκύπτουν είναι πιθανό να είναι μόνιμες και εκτεταμένες.  
Δύο φαινόμενα που σχετίζονται με την έλευση του Διαδικτύου έχουν μεταμορφώσει τη σκέψη μας για τις κριτικές και ιδιαίτερα την κριτική. Πρώτον, έγινε η έκρηξη της κριτικής και των κριτικών που γράφονται από απλούς αναγνώστες σε φόρα του Διαδικτύου και που κυμαίνονται από την απλή βαθμολόγηση (μέσω προσθήκης αστεριών ή οτιδήποτε άλλο) βιβλίων σε ιστοσελίδες  όπως το Amazon.com, έως τις σοβαρές εκτεταμένης μορφής κριτικές –δοκίμια από βαθιά αφοσιωμένους  στη λογοτεχνία μπλόγκερ. Για πρώτη φορά, απλοί αναγνώστες (ή φαν του μπαλέτου ή λάτρεις της αρχιτεκτονικής) έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν τη γνώμη τους για βιβλία (ή μπαλέτο ή αρχιτεκτονική) δημοσίως. Αυτή η εξέλιξη, αναπόφευκτα, εγείρει ερωτήματα για το ρόλο του παραδοσιακού κριτικού. («Γιατί πρέπει να ακούσουμε τον Χ, όταν μπορούμε να διατυπώσουμε αυτό που πιστεύουμε;») Δεύτερον, προσφάτως, η έλευση των social mediaγια παράδειγμα, το Facebook- με τη δυνατότητα που προσφέρει του “LIKE” («ΑΡΕΣΕΙ») αλλά όχι του “DISLIKE”  «ΔΕΝ ΑΡΕΣΕΙ». To ΤWITTER, που οδηγεί τόσο εύκολα στην κενή περιεχομένου προώθηση των ανταλλαγών like, συνδέσμων (link) και αγαπημένων (favorites), έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον που  ο δημοσιογράφος  Jacob Silvermanονόμασε,
σε ένα άρθρο του για το Slate «Ενάντια στον ενθουσιασμό» (μία ξαφνική βροχή στην πρόσφατη καταιγίδα)  «επιζήμιο κοινοτισμό», μία ατμόσφαιρα που δεν ευνοεί τη σοβαρή κριτική.
Αλλά τι ακριβώς είναι η «σοβαρή κριτική»; Ένα από τα δύο κύρια σημεία της διαμάχης που προέκυψε από τις δύο κριτικές του Times Book Review  αφορά, πράγματι, τα σχετικά πλεονεκτήματα των θετικών και αρνητικών κριτικών. Ο Silverman, με τον βιβλιοκριτκό των Times,  Dwight Garner
τάχθηκαν υπέρ του ζωτικού ρόλου των αρνητικών κριτικών, οι οποίες, όπως το θέτει ο Silverman, προετοιμάζουν  μια «ζωντανή, χρήσιμη λογοτεχνική κουλτούρα». Εναντίον τους μαίνεται μία σειρά διακεκριμένων δημοσιογράφων και κριτικών. Μία διασκεδαστική απάντηση ήταν εκείνη της Jane Hu,  στην The Awl, η οποία πήρε τη μορφή μιας σύντομης ιστορίας της «κριτικής – που –ήταν- πιο- αυστηρή- και -πιο –διεισδυτική» στον σύγχρονο λογοτεχνικό διάλογο,  μια γραμμή  όπως αυτή αποδεικνύει έξυπνα ότι είναι τόσο παλιά,  τουλάχιστον,  όσο και η χρυσή εποχή» της μαχητικής βιβλιοκριτικής, την οποία νοσταλγούν συγγραφείς όπως ο Silverman και ο Garner. 
Άλλοι αντιτίθενται στην αρνητική κριτική, συμπεριλαμβανομένης της Laura Miller (στενή φίλη μου), στο Salon,
της οποίας το επιχείρημα προκύπτει από την πεποίθησή της ότι οι απλοί αναγνώστες δεν ενδιαφέρονται για τη λογοτεχνική κουλτούρα – καθώς δεν υπάρχει πια ένα πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μια αρνητική κριτική θα μπορούσε να έχει νόημα. «Δεδομένου ότι το μέσο βιβλίο είναι αόρατο στον μέσο αναγνώστη», γράφει «οι κριτικοί που έχουν τη δυνατότητα επιλογής συνήθως προτιμούν να επισύρουν την προσοχή σε βιβλία που θεωρούν αξιέπαινα». Δεν ισχύει ανάλογα  αυτό για μία  κριτική  δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς, η οποία, όπως υποστηρίζει, μπορεί να έχει κάποιο νόημα για το ευρύ κοινό.   Ένα άλλο (και ένας άλλος φίλος) ο  Richard Brody
κριτικός ταινιών του New Yorker και βιογράφος του Jean-Luc Godard, ο οποίος έχει ένα υψηλό ρομαντικό όραμα για τους συγγραφείς και δημιουργούς ως προμηθεϊκούς ήρωες δημιουργικότητας, απέναντι στο οποίο οι κριτικοί θεωρούνται ως απλά «παράσιτα», των οποίων η δουλειά «δεν εξαρτάται μόνο από τη δραστηριότητα των άλλων …αλλά από τη σπουδαία δραστηριότητα των άλλων» (υπογράμμιση δική μου), ως γύπες των οποίων το ροκάνισμα στα σωθικά συμβαίνει « όχι στο  πνεύμα της» αλλά «με κόστος της τέχνης». Ο Lev Grossman
ο βιβλιοκριτικός του περιοδικού Time, είπε περιπαικτικά, ότι μπορείς μόνο να ελπίζεις – στην απροθυμία του να πέσει πάνω σε θύματα κακών κριτικών του στα πάρτι- ως αιτία που αποφεύγει τις αρνητικές κριτικές.
Αυτοί οι κριτικοί υποκινούνται από ζωηρές και σοβαρές ανησυχίες μερικές από αυτές αόριστες, μερικές πρακτικές: όπως επιθυμία του Garner και του Silverman για ζωηρό λογοτεχνικό διάλογο, η δέσμευση της Miller να δημοσιεύει κριτική που οι άνθρωποι πραγματικά θα διαβάσουν, και η γεμάτη πάθος ανησυχία του Brody ότι η αστόχαστη αρνητικότητα μπορεί να έχει καταστροφική επίδραση στην καριέρα σοβαρών καλλιτεχνών. Αλλά μερικές από αυτές τις ανησυχίες – αν μη τι άλλο- το δίλημμα πώς να κατευθυνθούν ανάμεσα από τη Σκύλλα της ανούσιας αρνητικότητας και τη Χάρυβδη της κενής επευφημίας – γίνονται αμφιλεγόμενες, όταν σκέφτεσαι το κίνητρο που κρύβεται πίσω από τη σοβαρή κριτική: το κίνητρο να αναλύσεις, να εξηγήσεις, να διδάξεις, να κρίνεις ουσιαστικά. 
Ο σοβαρός κριτικός δεν μπορεί να είναι ένας μονομανής αμφισβητίας.   Θέσεις τσεκουράτες, ειδικά όταν κατευθύνονται σε προκατειλημμένα και ανάξια αντικείμενα, μπορεί να είναι ταυτόχρονα διασκεδαστικές και χρήσιμες. Ιδιαίτερα σε μια κουλτούρα που είναι κατακλυσμένη από υπερ και προώθηση (τόσο σε επαγγελματικό, όπως επεσήμαναν ο Garner and ο Silverman, όσο και σε ερασιτεχνικό επίπεδο – η κουλτούρα της αυτόβουλης ενίσχυσης), μια ζωτική λειτουργία του κριτικού είναι να αφαιρέσει το υπερ των εκδοτών, την αυτο- επιβράβευση ενός συγγραφέα στο feedback του Twitter και να προσανατολίσει ξανά τη συζήτηση εκεί όπου ανήκει: το έργο, τα πλεονεκτήματα και ελαττώματά του, όπως κρίνεται από τη καθεαυτό γνώση και το ανιδιοτελές γούστο. 
  Τούτου λεχθέντος, εάν οι τσεκουράτες θέσεις είναι όλα όσα γράφεις, το ακροατήριό σου θα αντιληφθεί ότι η γραφή σου είναι κατά κάποιο τρόπο για εσένα – την απόλαυσή σου για εμπαιγμό, ή για άσχημη αυτοεπίδειξη ή  για σαρκασμό – και όχι για το έργο. Υπάρχει συνήθως κάτι αρεστό ακόμη και στο πιο αδύναμο έργο – όπως υπάρχει σχεδόν πάντοτε κάποια αδυναμία και στο πιο δυνατό έργο, οι περισσότερες κριτικές, αν μη τι άλλο, θα πρέπει κάπως να αναμιγνύονται. ( Αυτό μπορεί να είναι ένα σημάδι του πόσο βλαβερή μπορεί να έχει γίνει  η κουλτούρα της αυτόβουλης αρέσκειας “LIKE” του πως αναμεμιγμένες κριτικές έχουν αποδοκιμαστεί σαν να ήταν  κατέβασμα έργου).
 Ο σοβαρός κριτικός, όπως ο  Richard Brody σημείωσε, πρέπει πρώτα από όλα να κάνει αυτοκριτική: θα πρέπει να ξεκινήσει εξετάζοντας τις αντιδράσεις του, όταν είναι αρνητικές, και να αποφανθεί εάν είναι θεμιτές – που σημαίνει ότι, πρέπει να αποφεύγει να γράφει για πράγματα ή καλλιτέχνες για τους οποίους νιώθει αποστροφή η οποία δεν έχει ως κίνητρο αισθητικούς λόγους.
(Ο σοβαρός εκδότης, θα πρέπει να προσθέσω, δεν θα αναθέσει μια κριτική για έναν συγγραφέα όταν υπάρχει υποψία προσωπικής εμπάθειας. Πολλοί αναγνώστες που αγνοούν τους μηχανισμούς της δημοσιογραφίας δεν γνωρίζουν την έκταση για την οποία είναι υπεύθυνοι οι εκδότες για την ανάθεση των κριτικών, αγνοούν, επίσης, ότι οι κριτικοί δεν έχουν λόγο στην ημερομηνία δημοσίευσης. Αυτό που μοιάζει συχνά με υπολογισμένο  «κατέβασμα» δημοφιλών και κριτικά προωθημένων έργων  - οι αρνητικές κριτικές δημοσιευμένες αρκετά αργότερα από τις θετικές δουλεύουν όπως ακριβώς και οι θετικές.  
Ο σοβαρός κριτικός δεν μπορεί να είναι ένας θερμός εισηγητής, ούτε,  ωστόσο,  κάποιος που η λατρεία του για την Τέχνη και τους καλλιτέχνες μπορεί να τον κάνει προβεί σε μια άτονη επευφημία. Η αρνητική κριτική, τέλος πάντων, είναι επίσης μια μορφή ενθουσιασμού, ενθουσιασμός και πάθος για το είδος για το οποίο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο κριτικός νιώθει ότι απογοητεύτηκε από το προς εξέταση  έργο. 
Η έξυπνη αρνητική κριτική, πράγματι, περιποιεί τιμή στους καλλιτέχνες: οι σοβαροί καλλιτέχνες, από την εμπειρία μου, θέλουν αποκλειστικά και μόνο να κριθούν έξυπνα, παρά να πλημμυρίζονται από κενά εγκώμια, αν μη τι άλλο, επειδή οι σοβαροί καλλιτέχνες μαθαίνουν από τις σοβαρές κριτικές. 
(Η καλύτερη συμβουλή που έλαβα ποτέ μου,  ακριβώς πριν από τη δημοσίευση του πρώτου μου βιβλίου, ήταν από έναν εκδότη- μέντορα ο οποίος μού είπε: «Το μόνο που είναι χειρότερο από μια βλακώδη κακή κριτική είναι μια βλακώδης καλή κριτική» και είχε δίκιο).    Για αυτόν τον λόγο, κάθε  έκκληση να μειωθεί η αρνητική κριτική παραβιάζει καταστροφικά το μεγαλύτερο στόχο  της κριτικής: εάν ένας κριτικός πάρει στα σοβαρά την υποχρέωσή του να κάνει κρίσεις, οι οποίες στατιστικά, πρέπει να είναι όσες αρνητικές τόσες και θετικές – το αίσθημα της υπευθυνότητας πρέπει να υπερτερεί όλων των άλλων θεωρήσεων. Οι άνθρωποι που θέλουν να πηγαίνουν σε πολλά πάρτι χωρίς να προκαλούν αμήχανη λογοτεχνική αντίδραση θα πρέπει να γίνουν υπάλληλοι εστίασης και όχι κριτικοί. 
Ο σοβαρός κριτικός  αγαπάει τελικά το θέμα του περισσότερο από όσο αγαπάει τον αναγνώστη του – μια θέση που μάς οδηγεί στο ερώτημα τι θα πρέπει να κρίνεται. Όταν γράφεις κριτική για τη λογοτεχνία ή για κάποιο άλλο θέμα, γράφεις κριτική για τη λογοτεχνία ή για αυτό το θέμα, περισσότερο από ό,τι γράφεις για τον αναγνώστη σου: προσθέτεις στο  σύνολο των  πραγμάτων που έχουν ειπωθεί, με τα χρόνια, για το θέμα σου. Εάν το θέμα είναι ενδιαφέρον, επιτελείς άξιο έργο. 
Επειδή ο σοβαρός κριτικός λογοτεχνίας (ή ο κριτικός χορού,  ή ο κριτικός μουσικής) αγαπά το θέμα του πάνω από όλα, θα κάνει κριτική, θετική ή αρνητική, σε εκείνα τα έργα λογοτεχνίας, του χορού ή της μουσικής – υψηλά ή χαμηλά, ιδιωτικά ή δημοφιλή, βραβευμένα ή παραμελημένα- που βρίσκει ότι αξίζουν εξέτασης, ανάλυσης και ερμηνείας. 
Το να θέσεις ενδιαφέροντα έργα υπόψιν έξυπνων ακροατηρίων τιμά το θέμα. Εάν γράφεις μόνο για όσα νομίζεις ότι ενδιαφέρονται οι άνθρωποι, θα αποτύχει το θέμα σου και θα αποτύχει και ο αναγνώστης σου, επίσης, που στο τέλος θα βρισκόταν στην ευχάριστη θέση να ανακαλύψει  κάτι που δεν θα επέλεγε ο ίδιος. Φοβάμαι να σκεφτώ όσα θα είχα χάσει, όταν ήμουν έφηβος, εάν οι εκδότες συγκεκριμένων περιοδικών και εφημερίδων, πίσω τη δεκαετία των ’70 και ’80, είχαν συμφωνήσει με τις απόψεις της φίλης μου Laura Miller. 
Ο ρόλος του κριτικού, επαναλαμβάνω, είναι να μεσολαβεί έξυπνα και κομψά ανάμεσα στο έργο και το ακροατήριό του, να μορφώνει και να διαπαιδαγωγεί με έναν γοητευτικό και, κατά προτίμηση, διασκεδαστικό τρόπο. (Οι κριτικοί, περισσότερο από κάθε άλλο είδος συγγραφέα, πρέπει να έχουν αίσθηση του χιούμορ). Για αυτόν τον λόγο δεν μπορώ να δεχτώ  τον απαξιωτικό χαρακτηρισμό των κριτικών, του φίλου μου Richard Brody, ως βλαβερά παράσιτα  - χαρακτηρισμός που συμβάλλει δυστυχώς σε μια ευρεία λάθος αντίληψη (με την εξίσου προσχηματική παραλλαγή «εκείνοι που δεν δρουν, διδάσκουν»  ) οι κριτικοί που υποκινούνται από «οργή» και «φθόνο» προς εκείνους τους «σπουδαιότερους» συγγραφείς – ποιητές, μυθιστοριογράφους- των οποίων το έργο λυμαίνονται επειδή αυτοί οι ίδιοι είναι ανίκανοι να παράγουν πραγματικό «δημιουργικό» έργο. Αυτό είναι  ακριβώς όπως (ένας νέος, για να είμαι δίκαιος) ο  Dave Eggers
το είχε θέσει σε μια συνέντευξή του το 2000 στο Harvard Advocate και αναφέρθηκε από τον Dwight Garner στο πρόσφατο άρθρο του των Times υπέρ της αρνητικής κριτικής. Ο Eggers είχε πει: «Μην απορρίψετε ένα βιβλίο μέχρι να γράψετε ένα και μην απορρίψετε μία  ταινία μέχρι να κάνετε μία».
Αυτή την επιφανειακά ελκυστική ιδέα της κριτικής την αντιμετωπίζεις συχνά όταν οι άνθρωποι διαφωνούν με τους επαγγελματίες κριτικούς – σαν η εμπειρία, η εγκυρότητα και το γούστο να έχουν δοθεί μόνο στους θεράποντες αυτών των ειδών. 
Αλλά το να πεις σε έναν κριτικό ότι δεν έχει δικαίωμα να κρίνει έναν μυθιστόρημα, επειδή δεν έχει γράψει ό ίδιος ένα είναι μια επικίνδυνη αντίληψη, επειδή αγγίζει την καρδιά    της ιδέας της εμπειρίας (και της ακαδημαϊκής γνώσης και κρίσης) της ίδιας, είναι σαν να λες σε έναν γιατρό ότι δεν μπορεί να διαγνώσει μία ασθένεια επειδή δεν την είχε ποτέ ο ίδιος, ή στον δικαστή να ορίσει ποινή επειδή δεν σκότωσε κάποιον ο ίδιος. Το γεγονός είναι ότι η κριτική είναι είδος ξεχωριστό, μια θεμιτή και δημιουργική δραστηριότητα, την οποία, πραγματικά, ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν να επιτελέσουν – επειδή πολλοί λίγοι άνθρωποι διαθέτουν τον σπάνιο συνδυασμό ποιοτήτων  που συνιστούν έναν καλό κριτικό, όπως ακριβώς ελάχιστοι άνθρωποι διαθέτουν τον συνδυασμό ποιοτήτων που συνιστούν τον καλό  μυθιστοριογράφο ή ποιητή.
Έτσι, είναι γεγονός ότι (για να επικαλεστώ τη λαϊκή ρήση) δεν κάνει ο καθένας για κριτικός. Αυτό, τελικά, είναι η ουσία του προβλήματος, και μπορεί να βοηθήσει ώστε να δοθεί εξήγηση στον ασυνήθιστο βαθμό βίαιας αντίδρασης στις οξείς αρνητικές κριτικές  που εμφανίστηκαν στους  Times Book Review εκείνο το καλοκαίρι, πυροδοτώντας την έντονη συζήτηση για τους κριτικούς και την κριτική. 
Σε ένα δοκίμιο που έγραψα, λίγα χρόνια πριν, σχετικά με τα κάλπικα απομνημονεύματα, υποστήριξα ότι ο μεγάλος θυμός που εκφράζεται εναντίον συγγραφέων  και εκδοτών όταν παραδοσιακά δημοσιευμένα απομνημονεύματα αποδεικνύονται κάλπικα αφορούσε το ότι έγινε ένα είδος πολιτισμικής μετατόπισης: αυτό που μας έχει κάνει ανησυχήσει όλους σχετικά με την αλήθεια και την ακρίβεια της προσωπικής αφήγησης, δεν είναι τόσο τα δημοσιευμένα απομνημονεύματα που αποδεικνύονται κάλπικα ή υπερβολικά, πράγμα που ιστορικά συμβαίνει συχνά,  αλλά περισσότερο η απρόσμενη έκρηξη της προσωπικής γραφής (όπως και της ανακρίβειας και του ψεύδους) στο Διαδίκτυο, σε ιστοσελίδες και μπλογκ, καθώς  και τα ανώνυμα σχόλια – σε  φόρα  του Διαδικτύου όπου δεν υπάρχουν επιμελητές και ελεγκτές γεγονότων αλλά και εκδότες που να τούς επιπλήξουν γι'αυτά.
Ομοίως, αναρωτιέμαι εάν η πρόσφατη θύελλα συζητήσεων για την κριτική, ο καταιγισμός του άγχους και της συζήτησης  για την κατάλληλη θέση της θετικής και της αρνητικής κριτικής στον κόσμο της λογοτεχνίας, δεν είναι μια δευτερεύουσα αντίδραση στο γεγονός ότι η κριτική, με έναν τρόπο αφάνταστο ακόμη και πριν από 20 χρόνια, έχει αφαιρεθεί από τα χέρια των ανθρώπων που θα έπρεπε να την ασκούν: αληθινοί κριτικοί,    άνθρωποι οι οποίοι, συνολικά, γνωρίζουν ακριβώς πώς να χειριστούν κάτι που προκαλεί  έκπληξη και πώς μπορεί να σχολιαστεί κατάλληλα.
 Όταν, διάβασα κριτικές για το έργο του  Peck και του  Ohlin,  αφού άκουσα γι’ αυτούς, έπρεπε να γελάσω. Ακόμη και οι χειρότερες δυσφημίσεις  χειριζόμενες από τους υπό εξέταση κριτικούς ωχριούν σε σύγκριση με την αβάσιμη κριτική και την κατάχρηση του επιχειρήματος εναντίον ενός ατόμου που αντιμετωπίζει τακτικά στις κριτικές που γίνονται στο Amazon.com ή στα «σχόλια» των δημοσιεύσεων που αφορούν τη λογοτεχνία. Ναι, αυτές τι μέρες, είμαστε όλοι λίγο ευαίσθητοι στην αρνητική κριτική, εάν πρόκειται να κρίνουμε κάποιον δεν θα πρέπει να είναι  ο ίδιος κριτικός.  


Ο Daniel Mendelsohn είναι τακτικός συνεργάτης στο New Yorker. Η δεύτερη συλλογή των κριτικών και δοκιμίων του «Περιμένοντας τους βαρβάρους: δοκίμια από τους κλασικούς έως την ποπ κουλτούρα, θα εκδοθεί τον Οκτώβριο.

Σάββατο 7 Μαΐου 2016

"Η Κρυφή Πόρτα",Αλέξης Πανσέληνος


Πασχίζω και ιδροκοπώ για κάτι που κανένας δεν μου ζήτησε!

 

Ο Αλέξης Πανσέληνος, σπουδαίος λογοτέχνης, εκ των ευαρίθμων σημαντικών των καιρών μας, έχει ήδη στο ενεργητικό του (από την μεταβατική, πιστεύω, για την ελληνική λογοτεχνία) δεκαετία του ΄90 δυο έργα εγγεγραμμένα στην μνήμη κοινού και κριτικής ως αριστουργήματα. Πρόκειται, βεβαίως, για τα μυθιστορήματα  "Μεγάλη Πομπή" του 1985 και "Ζαΐδα ή Η Καμήλα στα Χιόνια" του 1996.
Μείζονα από πολλές απόψεις και τα δυο αυτά έργα δεν εμπόδισαν με το ειδικό τους βάρος, που με το πέρασμα του χρόνου τα κατέστησε σημεία αναφοράς, τον πανάξιο εργάτη των γραμμάτων  Αλέξη Πανσέληνο, να έχει αστείρευτη διαφορετικότητα θεμάτων (στοιχείο που πρέπει να εκληφθεί ως μια μόνον από τις λογοτεχνικές του αρετές) και μαζί να διατηρεί την αισθητική και την τεχνική του σε όλα τα υπόλοιπα έργα του, μηδενός εξαιρουμένου, σε υψηλότατο επίπεδο. Να το πω πολύ πιο απλά; O Πανσέληνος έχει γράψει μόνον εξαιρετικά βιβλία. Δεν ξέρω πολλούς από τους σύγχρονους που να μπορούσα να πω το ίδιο γι αυτούς όσο κι αν θα το ήθελα.

Ανατρέχοντας στην βάση της Βιβλιονέτ πληροφορούμαστε ότι ο Αλέξης Πανσέληνος έχει γράψει τα παρακάτω:



"Η Κρυφή Πόρτα", Μεταίχμιο, 2016 μυθιστόρημα του οποίου το οπισθόφυλλο αναφέρει ότι: 


Ενώ η πόλη παρακμάζει και καταστρέφεται, ένας άντρας πασχίζει να διασώσει κάποια ψήγματα ευτυχίας κλεισμένος στο μικρό του διαμέρισμα, απομακρυσμένος από τους παλιούς του φίλους,  χωρισμένος από τη γυναίκα του, βιοποριζόμενος από μεταφράσεις και φιλοδοξώντας να εκδώσει κάποτε ξανά ένα βιβλίο δικό του. Πολιορκημένος από τις απειλές της καθημερινότητας, με τα λεφτά του να τελειώνουν και την ηλικία του να πλησιάζει τη φθορά, θέλει να εξασφαλίσει  την ύπαρξή του μικραίνοντας τον ορίζοντά της ώστε να μην εκτίθεται σε κίνδυνο.Μετρά τις αμοιβές από τις μεταφράσεις που κάνει,υπολογίζει τα έξοδα που αυξάνουν μέσα στην κρίση του τόπου και  διατηρείται ζωντανός με το ελάχιστο οξυγόνο που του επιτρέπει ένας κύκλος μικρών, ελάχιστων απολαύσεων και μιας μετρημένης ζωής.Όμως η συναισθηματική του απάθεια κινδυνεύει από μια απρόσμενη εισβολή μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Το ξεχασμένο παρελθόν του επιστρέφει σαν απειλή και εκτροχιάζει τη ζωή του.


"Σκοτεινές Επιγραφές",Μεταίχμιο,2012,μυθιστόρημα
"Μία λέξη Χίλιες Εικόνες",εκδ.Πατάκη,2004 
"Τέσσερις Ελληνικοί Φόνοι",Πόλις 2002,διηγήματα 
"Ο Κουτσός Άγγελος",Κέδρος,1999,μυθιστόρημα 
"Η Μεγάλη Πομπή, Κέδρος 1985 και Μεταίχμιο 2013,μυθιστόρημα 
"Ζαΐδα ή Η καμήλα στα Χιόνια",εκδ.Καστανιώτη 1996 και Μεταίχμιο 2012,μυθιστόρημα 
"Betsy Lost",Κέδρος,1995 
"Βραδιές Μπαλέτου", Κέδρος,1993,μυθιστόρημα 
"Δοκιμαστικές Πτήσεις",Κέδρος,1993,δοκίμια 
"Ιστορίες με Σκύλους",Κέδρος,1993,διηγήματα



Στην "Κρυφή Πόρτα", μια απλή φαινομενικά και ολιγοπρόσωπη ιστορία, όπως περιεκτικά περιγράφει και το οπισθόφυλλο, ο Αλέξης Πανσέληνος με αλεύρι και νερό στα έμπειρα χέρια του, σαν τα βασικά υλικά, που μακάρι να τα εκτιμούσαν όλοι και να καταλάβαιναν πόσο πολύτιμα είναι, αλεύρι του το θέμα και νερό το ύφος και την γλώσσα, ζυμώνει αργά και με κινήσεις ακριβείας το τέλειο εκείνο και  χορταστικό αναγνωστικό ψωμί, που χωρίς βελτιωτικά (φανφάρες δηλαδή, γλωσσικά ακκίσματα και μεγάλη έκταση) θα αφήσει στον σημερινό αναγνώστη με τις πολλές, αμφίβολης ποιότητας και συχνά συγκρουόμενες προσλήψεις ποικίλης μυθοπλασίας, την αίσθηση πνευματικού χορτασμού χωρίς να τον έχει αποκόψει από τον προβληματισμό που ξεχειλίζει έντονος και δίχως να έχει καλύψει την αισθητική απόλαυση αυτή καθαυτή που προσφέρει το τεχνικώς άριστα δομημένο, δραματικό και μελαγχολικό κείμενο.

Κεντρικός ήρωας ο Ευγένιος, ένας συνηθισμένος άνδρας που διανύει την πέμπτη δεκαετία της ζωής του και βρίσκεται σε κομβικό της σημείο γιατί δεν είναι ανήμπορος γέρος αλλά ούτε και νέος πια, που πασχίζει να ανταποκριθεί στις πιέσεις  με τον τρόπο του, τρόπο ατομικό, κλειστό και εσωστρεφή. Είναι ένας καταθλιπτικός,απαισιόδοξος κάτοικος της μαραζωμένης Αθήνας των απανωτών μνημονίων, ένας πρόωρος συνταξιούχος του δημοσίου που ζορίζεται οικονομικά γιατί έχει μάθει να ζει με καλύτερους όρους και δεν μπορεί να συνηθίσει, όπως εξάλλου και εκατοντάδες άλλοι  ευρισκόμενοι σε καλύτερη ή χειρότερη* θέση πάντως έρμαια κι αυτοί των επιδεινούμενων συνθηκών ,την διαστρωματωμένη κρίση, που βαθαίνει .
Ο Ευγένιος, πάλι καλά, μένει σε δικό του σπίτι, ένα διπλό διαμέρισμα (δυο μικρά που επικοινωνούν μεταξύ τους με μια πόρτα) στο κέντρο της Αθήνας, κληρονομημένο από την μητέρα του, ωραία και ζωηρή γυναίκα που έζησε επιθετικά την ζωούλα της, με σχέσεις όπως της έκανε κέφι και δυο γάμους και που ακόμα και το ότι ξέπεσε κι από το Κολωνάκι βρέθηκε στο διαμέρισμα της Ιπποκράτους το πλήρωσε μεν με εξοβελισμό από το χλιδάτο κηφηναριό όμως έχοντας χορτάσει  ζωή για την οποία είχε να λέει ως την τελευταία της στιγμή. Ο γιος της στα πενήντα φεύγα του δεν έχει τίποτα, καλό ή κακό θεωρούμενο, για να καμαρώνει ή να θυμάται ότι το έζησε ως το μεδούλι του. Αντίθετα έχει λόγους να νιώθει πάντα ανάμεσα σε ψυχικές μυλόπετρες γιατί τον καταδιώκουν, εκτός από την κοινή γύρω του ανέχεια, η προσωπική μετριότητά του και τα λάθη του του παρελθόντος.
Για έναν μορφωμένο άνθρωπο όπως αυτός, που έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα και συμπληρώνει το εισόδημά του κάνοντας μεταφράσεις και έχει βιώσει καλύτερα χρόνια, τα λάθη αυτά του βίου του αποδεικνύονται κατά γελοίο τρόπο το υλικό της φθοράς, που ναι μεν συνεπάγεται η ηλικία μα, καθώς δεν συνοδεύεται από μια στοιχειώδη οικογενειακή πληρότητα και επαρκή προσωπική σοφία, αυτόν τον αποδυναμώνουν τελείως. Από την άλλη βέβαια ποιος και γιατί είναι ο τέλειος και αλάθητος, ο χαρισματικός που θα κατηγορήσει κάποιον ότι υπήρξε μέτριος και συνηθισμένος;
Ο Ευγένιος δεν είναι ο μοναδικός που δεν είχε τρανταχτά πάθη και δηλωμένες ιδεολογίες, που δεν συμμετείχε  στα τεκταινόμενα αν και παρακολουθούσε, που δεν ανακατεύτηκε σε καλά ή κακά, που δεν ήταν λαμόγιο, ούτε δονκιχώτης, που ήταν πάντα και σκέτα ο άνθρωπος/άτομο της διπλανής έστω μη λαϊκής πόρτας, ένας από τους με καρμπόν κοπιαρισμένους μιας ολόκληρης εποχής, στην εκδοχή εκείνος των αστικών καταβολών, με μια σύζυγο ασήμαντη όπως όλα στην καθημερινότητά του, μια δουλειά χωρίς αξιώσεις σ΄ένα υπουργείο που δεν κατονομάζεται, με μοναδικό αλατοπίπερο στην κενοτυπία του βίου του τις επιπόλαιες εξωσυζυγικές σχέσεις (χούι κι αυτό συνηθισμένο και πολύ κιόλας αν το καλοσκεφτεί κανείς, των συνηθισμένων ανθρώπων, όχι μόνον αποδεκτό κοινωνικά  μα και μέτρο καταξίωσής τους ενίοτε), λίγους φίλους ή συγγενείς στον περίγυρό του και πριν και τώρα, στοιχειωμένος ακόμα ως ένα βαθμό από το οιδιπόδειο με την μάνα του κι ας έχει αυτή πεθάνει κι ένα ακαθόριστο φορτίο στην ψυχή του, ως γιος χωρισμένων γονιών, που ο ίδιος δεν απόκτησε παιδιά.
Ένας μορφωμένος, μαγκούφης, ημιξοφλημένος μοναχικός άνδρας ο οποίος, όπως λιτά και σε μια του φράση συμπυκνώνει την όλη κατάσταση ο συγγραφέας, χάζευε τη ζωή των άλλων και ξεχνούσε τη μιζέρια της δικής του.

Και μέσα σ΄αυτήν την μαυρίλα εμφανίζεται ως ενοικιάστρια η Μαρία. Μια νεαρή,όμορφη γυναίκα που νοικιάζει το ένα από τα διαμερίσματα.Ο Ευγένιος χαίρεται γιατί θα ανακουφιστεί οικονομικά. Η κοπέλα είναι διακριτική, ευγενική, τακτική στις πληρωμές της. Όλα μοιάζουν κανονικά, αναμενόμενα, προβλέψιμα, συνηθισμένα.Τριακόσια ευρώ, μια καλημέρα και δυο κουβέντες στα συναπαντήματα με την όμορφη και λίγο, όσο χρειάζεται, μυστηριώδη νοικάρα μπαίνουν στο πρόγραμμα του Ευγένιου και ρίχνουν λίγο φως και ένα κάποιο ενδιαφέρον όσο κι αν η κρίση σ΄ αυτή την πόλη τον έχει διαλύσει.
Ένα έπιπλο πότε θα μπαίνει πότε θα βγαίνει μπροστά απ΄την πόρτα που αποτελεί το χώρισμα.Οι δυο αυτοί τόσο διαφορετικοί-ένας ημιπαραιτημένος μεσόκοπος άντρας και μια εικοσιπεντάχρονη, ζωηρή κοπέλα- μα και τόσο ίδιοι, αδύναμοι άνθρωποι, παραδομένοι ηθελημένα ή αθέλητα στην ρηχότητα και την ατυχία των εποχών τους, ειδικά εκεί που ενώνονται από την χαιρέκακη Κλωθώ,  θα ανατρέψουν με την αταίριαστη σχέση, που θα έρθει σαν δαίμονας καταπάνω τους και κυρίως εκείνου, όλα αυτά που καλώς ή κακώς ήταν ως τότε η μίζερη ζωή τους σε μια μίζερη πόλη.
Συνηθισμένο κι αυτό; Ένας μεσόκοπος άντρας και μια νεαρή μαζί; Ίσως. Ναι.Και γιατί να απασχολεί τον σύγχρονο συγγραφέα μια τέτοια σχέση, τι επιχειρεί,αφού την αφηγείται και μάλιστα τόσο τέλεια, να διατυπώσει; Κρίση, διαπίστωση, αλληγορία για κάτι; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι.Ας το απαντήσει αυτό ο αναγνώστης. Η ιστορία εξάλλου τον αφορά απολύτως, τον περιέχει σαν μιαν αδιερεύνητη εκδοχή εντός της, στον στρόβιλο της ίδιας κρίσης σ΄ένα διαμέρισμα, στην πόλη, στους δρόμους, στις καταστάσεις, στα νήματα της Κλωθώς, στα νύχια της Λάχεσης και της Ατρόπου.  

Το συμβόλαιο μίσθωσης που υπογράφουν αυτοί οι δυο συνηθισμένοι άνθρωποι θα είναι συμβόλαιο καταδίκης, η δε κρυφή πόρτα των διαμερισμάτων θα γίνει το πέρασμα που τον Ευγένιο, τον υπέροχα και απρόσμενα αντι-μπεστέλερ ήρωα του Αλέξη Πανσέληνου, θα τον οδηγήσει σε αδιέξοδο που δεν έχει να κάνει μόνο με την οικονομική πλευρά της κρίσης που συνταράζει την ελληνική κοινωνία μα με την γενικότερη και προηγηθείσα ανοησία αυτής της κοινωνίας που συντέλεσε στην κρίση και που στην περίπτωσή του δεν φέρνει σε κανένα μέλλον-ποιο μέλλον, αστείο φαντάζει-καμία λύτρωση.
Ο αναγνώστης δεν μαθαίνει ποτέ αν δίνεται τέλος στην απρόσμενη εμπλοκή των προσώπων και ποιο είναι αυτό και δεν έχει σημασία, ίσως, αν είναι το ένα ή το άλλο, ένα happy end ή η νέμεσις και για τι, για ποιον, για τον έναν ή και τους δυο ή και άλλους που παραμένουν στο σκοτάδι του σπαταλημένου, ασήμαντου παρελθόντος, εφόσον εξ αρχής δεν υπήρχε πρόθεση μα και δυνατότητα, τύχη και πρόνοια να αλλάξει, να μην υπάρξει καν ό,τι το προκάλεσε, δεν υπήρχε σύνεση για επιστροφή, δεν χωρούσε σοφία για μετάνοια.

Ο Αλέξης Πανσέληνος με ένα συγκλονιστικό κύριο θέμα που φανερώνεται σιγά σιγά ως κύριο, χωρίς να λέγεται καθαρά τίποτα στον αναγνώστη(ούτε κι εγώ θα πω** περισσότερα μη θεωρηθεί spoil), θέμα δραματικό και παλιό όσο οι άνθρωποι, ευρηματικά τοποθετημένο στο τωρινό μαύρο, αστικό φόντο της Αθήνας των ημερών μας, δοσμένο με καταπληκτικό, μεστό τρόπο συνθέτει μιαν ελεγεία μεγάλης κλάσης και μας προσφέρει αν όχι το τρίτο δικό του καλύτερο βιβλίο, πάντως ένα από τα πιο σπουδαία από όλες τις απόψεις μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα, τουλάχιστον από το 2009 *** ως τώρα.


*Υπάρχουν πολλοί άνεργοι πενηντάρηδες (μεσοαστοί, μορφωμένοι που είχαν ένα μαγαζί, ας πούμε, που έβαλε λουκέτο εξαιτίας της κρίσης και τώρα δεν θεωρούνται -όχι δεν είναι, λόγω ηλικίας δεν θεωρούνται(!)- κατάλληλοι για άλλη δουλειά καθώς μόνο δουλειές του ποδαριού απέμειναν κι αυτές αντικειμενικά  (πρέπει να) τις παίρνουν οι πιτσιρικάδες και επομένως οι καημένοι δεν θα πάρουν σύνταξη στον αιώνα τον άπαντα). Πρόκειται για ρατσισμό και αίσχος ολκής.

**Δεν ψάχνουμε εδώ κανέναν δολοφόνο, δεν διαβάζουμε αστυνομικό! Μυθιστορήματα τέτοιας κλάσης σαν αυτό δεν κινδυνεύουν από spoil και θα ισχυριστώ πώς και λεπτομερώς να γνωρίζει ο αναγνώστης το θέμα, τίποτα, μα τίποτα απολύτως δεν χάνεται από την ομορφιά τους. 

***Στην πύλη δυο δεκαετιών το 2009 είναι, ως επίσημη χρονιά έναρξης της κρίσης, η χρονιά εκείνη που νομίζω μπορούμε να θεωρούμε σαν αρχή περιόδου πολύ σημαντικών ανακατατάξεων και στην λογοτεχνία μας, δίχως ακόμα να είναι συνετό να μιλήσουμε για λογοτεχνία της κρίσης.
Αυτήν θα επιχειρήσουμε να την εντάξουμε σε χρονικά πλαίσια και να την ορίσουμε ως κατηγορία, ίσως, περίοδο και ρεύμα ή οτιδήποτε, αργότερα, όποια κι αν είναι η έκβαση της κρίσης στην πλέον νευραλγική της πτυχή που -μας αρέσει δεν μας αρέσει αυτό-είναι η οικονομική.




*Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.