Σάββατο 7 Μαΐου 2016

"Η Κρυφή Πόρτα",Αλέξης Πανσέληνος


Πασχίζω και ιδροκοπώ για κάτι που κανένας δεν μου ζήτησε!

 

Ο Αλέξης Πανσέληνος, σπουδαίος λογοτέχνης, εκ των ευαρίθμων σημαντικών των καιρών μας, έχει ήδη στο ενεργητικό του (από την μεταβατική, πιστεύω, για την ελληνική λογοτεχνία) δεκαετία του ΄90 δυο έργα εγγεγραμμένα στην μνήμη κοινού και κριτικής ως αριστουργήματα. Πρόκειται, βεβαίως, για τα μυθιστορήματα  "Μεγάλη Πομπή" του 1985 και "Ζαΐδα ή Η Καμήλα στα Χιόνια" του 1996.
Μείζονα από πολλές απόψεις και τα δυο αυτά έργα δεν εμπόδισαν με το ειδικό τους βάρος, που με το πέρασμα του χρόνου τα κατέστησε σημεία αναφοράς, τον πανάξιο εργάτη των γραμμάτων  Αλέξη Πανσέληνο, να έχει αστείρευτη διαφορετικότητα θεμάτων (στοιχείο που πρέπει να εκληφθεί ως μια μόνον από τις λογοτεχνικές του αρετές) και μαζί να διατηρεί την αισθητική και την τεχνική του σε όλα τα υπόλοιπα έργα του, μηδενός εξαιρουμένου, σε υψηλότατο επίπεδο. Να το πω πολύ πιο απλά; O Πανσέληνος έχει γράψει μόνον εξαιρετικά βιβλία. Δεν ξέρω πολλούς από τους σύγχρονους που να μπορούσα να πω το ίδιο γι αυτούς όσο κι αν θα το ήθελα.

Ανατρέχοντας στην βάση της Βιβλιονέτ πληροφορούμαστε ότι ο Αλέξης Πανσέληνος έχει γράψει τα παρακάτω:



"Η Κρυφή Πόρτα", Μεταίχμιο, 2016 μυθιστόρημα του οποίου το οπισθόφυλλο αναφέρει ότι: 


Ενώ η πόλη παρακμάζει και καταστρέφεται, ένας άντρας πασχίζει να διασώσει κάποια ψήγματα ευτυχίας κλεισμένος στο μικρό του διαμέρισμα, απομακρυσμένος από τους παλιούς του φίλους,  χωρισμένος από τη γυναίκα του, βιοποριζόμενος από μεταφράσεις και φιλοδοξώντας να εκδώσει κάποτε ξανά ένα βιβλίο δικό του. Πολιορκημένος από τις απειλές της καθημερινότητας, με τα λεφτά του να τελειώνουν και την ηλικία του να πλησιάζει τη φθορά, θέλει να εξασφαλίσει  την ύπαρξή του μικραίνοντας τον ορίζοντά της ώστε να μην εκτίθεται σε κίνδυνο.Μετρά τις αμοιβές από τις μεταφράσεις που κάνει,υπολογίζει τα έξοδα που αυξάνουν μέσα στην κρίση του τόπου και  διατηρείται ζωντανός με το ελάχιστο οξυγόνο που του επιτρέπει ένας κύκλος μικρών, ελάχιστων απολαύσεων και μιας μετρημένης ζωής.Όμως η συναισθηματική του απάθεια κινδυνεύει από μια απρόσμενη εισβολή μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Το ξεχασμένο παρελθόν του επιστρέφει σαν απειλή και εκτροχιάζει τη ζωή του.


"Σκοτεινές Επιγραφές",Μεταίχμιο,2012,μυθιστόρημα
"Μία λέξη Χίλιες Εικόνες",εκδ.Πατάκη,2004 
"Τέσσερις Ελληνικοί Φόνοι",Πόλις 2002,διηγήματα 
"Ο Κουτσός Άγγελος",Κέδρος,1999,μυθιστόρημα 
"Η Μεγάλη Πομπή, Κέδρος 1985 και Μεταίχμιο 2013,μυθιστόρημα 
"Ζαΐδα ή Η καμήλα στα Χιόνια",εκδ.Καστανιώτη 1996 και Μεταίχμιο 2012,μυθιστόρημα 
"Betsy Lost",Κέδρος,1995 
"Βραδιές Μπαλέτου", Κέδρος,1993,μυθιστόρημα 
"Δοκιμαστικές Πτήσεις",Κέδρος,1993,δοκίμια 
"Ιστορίες με Σκύλους",Κέδρος,1993,διηγήματα



Στην "Κρυφή Πόρτα", μια απλή φαινομενικά και ολιγοπρόσωπη ιστορία, όπως περιεκτικά περιγράφει και το οπισθόφυλλο, ο Αλέξης Πανσέληνος με αλεύρι και νερό στα έμπειρα χέρια του, σαν τα βασικά υλικά, που μακάρι να τα εκτιμούσαν όλοι και να καταλάβαιναν πόσο πολύτιμα είναι, αλεύρι του το θέμα και νερό το ύφος και την γλώσσα, ζυμώνει αργά και με κινήσεις ακριβείας το τέλειο εκείνο και  χορταστικό αναγνωστικό ψωμί, που χωρίς βελτιωτικά (φανφάρες δηλαδή, γλωσσικά ακκίσματα και μεγάλη έκταση) θα αφήσει στον σημερινό αναγνώστη με τις πολλές, αμφίβολης ποιότητας και συχνά συγκρουόμενες προσλήψεις ποικίλης μυθοπλασίας, την αίσθηση πνευματικού χορτασμού χωρίς να τον έχει αποκόψει από τον προβληματισμό που ξεχειλίζει έντονος και δίχως να έχει καλύψει την αισθητική απόλαυση αυτή καθαυτή που προσφέρει το τεχνικώς άριστα δομημένο, δραματικό και μελαγχολικό κείμενο.

Κεντρικός ήρωας ο Ευγένιος, ένας συνηθισμένος άνδρας που διανύει την πέμπτη δεκαετία της ζωής του και βρίσκεται σε κομβικό της σημείο γιατί δεν είναι ανήμπορος γέρος αλλά ούτε και νέος πια, που πασχίζει να ανταποκριθεί στις πιέσεις  με τον τρόπο του, τρόπο ατομικό, κλειστό και εσωστρεφή. Είναι ένας καταθλιπτικός,απαισιόδοξος κάτοικος της μαραζωμένης Αθήνας των απανωτών μνημονίων, ένας πρόωρος συνταξιούχος του δημοσίου που ζορίζεται οικονομικά γιατί έχει μάθει να ζει με καλύτερους όρους και δεν μπορεί να συνηθίσει, όπως εξάλλου και εκατοντάδες άλλοι  ευρισκόμενοι σε καλύτερη ή χειρότερη* θέση πάντως έρμαια κι αυτοί των επιδεινούμενων συνθηκών ,την διαστρωματωμένη κρίση, που βαθαίνει .
Ο Ευγένιος, πάλι καλά, μένει σε δικό του σπίτι, ένα διπλό διαμέρισμα (δυο μικρά που επικοινωνούν μεταξύ τους με μια πόρτα) στο κέντρο της Αθήνας, κληρονομημένο από την μητέρα του, ωραία και ζωηρή γυναίκα που έζησε επιθετικά την ζωούλα της, με σχέσεις όπως της έκανε κέφι και δυο γάμους και που ακόμα και το ότι ξέπεσε κι από το Κολωνάκι βρέθηκε στο διαμέρισμα της Ιπποκράτους το πλήρωσε μεν με εξοβελισμό από το χλιδάτο κηφηναριό όμως έχοντας χορτάσει  ζωή για την οποία είχε να λέει ως την τελευταία της στιγμή. Ο γιος της στα πενήντα φεύγα του δεν έχει τίποτα, καλό ή κακό θεωρούμενο, για να καμαρώνει ή να θυμάται ότι το έζησε ως το μεδούλι του. Αντίθετα έχει λόγους να νιώθει πάντα ανάμεσα σε ψυχικές μυλόπετρες γιατί τον καταδιώκουν, εκτός από την κοινή γύρω του ανέχεια, η προσωπική μετριότητά του και τα λάθη του του παρελθόντος.
Για έναν μορφωμένο άνθρωπο όπως αυτός, που έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα και συμπληρώνει το εισόδημά του κάνοντας μεταφράσεις και έχει βιώσει καλύτερα χρόνια, τα λάθη αυτά του βίου του αποδεικνύονται κατά γελοίο τρόπο το υλικό της φθοράς, που ναι μεν συνεπάγεται η ηλικία μα, καθώς δεν συνοδεύεται από μια στοιχειώδη οικογενειακή πληρότητα και επαρκή προσωπική σοφία, αυτόν τον αποδυναμώνουν τελείως. Από την άλλη βέβαια ποιος και γιατί είναι ο τέλειος και αλάθητος, ο χαρισματικός που θα κατηγορήσει κάποιον ότι υπήρξε μέτριος και συνηθισμένος;
Ο Ευγένιος δεν είναι ο μοναδικός που δεν είχε τρανταχτά πάθη και δηλωμένες ιδεολογίες, που δεν συμμετείχε  στα τεκταινόμενα αν και παρακολουθούσε, που δεν ανακατεύτηκε σε καλά ή κακά, που δεν ήταν λαμόγιο, ούτε δονκιχώτης, που ήταν πάντα και σκέτα ο άνθρωπος/άτομο της διπλανής έστω μη λαϊκής πόρτας, ένας από τους με καρμπόν κοπιαρισμένους μιας ολόκληρης εποχής, στην εκδοχή εκείνος των αστικών καταβολών, με μια σύζυγο ασήμαντη όπως όλα στην καθημερινότητά του, μια δουλειά χωρίς αξιώσεις σ΄ένα υπουργείο που δεν κατονομάζεται, με μοναδικό αλατοπίπερο στην κενοτυπία του βίου του τις επιπόλαιες εξωσυζυγικές σχέσεις (χούι κι αυτό συνηθισμένο και πολύ κιόλας αν το καλοσκεφτεί κανείς, των συνηθισμένων ανθρώπων, όχι μόνον αποδεκτό κοινωνικά  μα και μέτρο καταξίωσής τους ενίοτε), λίγους φίλους ή συγγενείς στον περίγυρό του και πριν και τώρα, στοιχειωμένος ακόμα ως ένα βαθμό από το οιδιπόδειο με την μάνα του κι ας έχει αυτή πεθάνει κι ένα ακαθόριστο φορτίο στην ψυχή του, ως γιος χωρισμένων γονιών, που ο ίδιος δεν απόκτησε παιδιά.
Ένας μορφωμένος, μαγκούφης, ημιξοφλημένος μοναχικός άνδρας ο οποίος, όπως λιτά και σε μια του φράση συμπυκνώνει την όλη κατάσταση ο συγγραφέας, χάζευε τη ζωή των άλλων και ξεχνούσε τη μιζέρια της δικής του.

Και μέσα σ΄αυτήν την μαυρίλα εμφανίζεται ως ενοικιάστρια η Μαρία. Μια νεαρή,όμορφη γυναίκα που νοικιάζει το ένα από τα διαμερίσματα.Ο Ευγένιος χαίρεται γιατί θα ανακουφιστεί οικονομικά. Η κοπέλα είναι διακριτική, ευγενική, τακτική στις πληρωμές της. Όλα μοιάζουν κανονικά, αναμενόμενα, προβλέψιμα, συνηθισμένα.Τριακόσια ευρώ, μια καλημέρα και δυο κουβέντες στα συναπαντήματα με την όμορφη και λίγο, όσο χρειάζεται, μυστηριώδη νοικάρα μπαίνουν στο πρόγραμμα του Ευγένιου και ρίχνουν λίγο φως και ένα κάποιο ενδιαφέρον όσο κι αν η κρίση σ΄ αυτή την πόλη τον έχει διαλύσει.
Ένα έπιπλο πότε θα μπαίνει πότε θα βγαίνει μπροστά απ΄την πόρτα που αποτελεί το χώρισμα.Οι δυο αυτοί τόσο διαφορετικοί-ένας ημιπαραιτημένος μεσόκοπος άντρας και μια εικοσιπεντάχρονη, ζωηρή κοπέλα- μα και τόσο ίδιοι, αδύναμοι άνθρωποι, παραδομένοι ηθελημένα ή αθέλητα στην ρηχότητα και την ατυχία των εποχών τους, ειδικά εκεί που ενώνονται από την χαιρέκακη Κλωθώ,  θα ανατρέψουν με την αταίριαστη σχέση, που θα έρθει σαν δαίμονας καταπάνω τους και κυρίως εκείνου, όλα αυτά που καλώς ή κακώς ήταν ως τότε η μίζερη ζωή τους σε μια μίζερη πόλη.
Συνηθισμένο κι αυτό; Ένας μεσόκοπος άντρας και μια νεαρή μαζί; Ίσως. Ναι.Και γιατί να απασχολεί τον σύγχρονο συγγραφέα μια τέτοια σχέση, τι επιχειρεί,αφού την αφηγείται και μάλιστα τόσο τέλεια, να διατυπώσει; Κρίση, διαπίστωση, αλληγορία για κάτι; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι.Ας το απαντήσει αυτό ο αναγνώστης. Η ιστορία εξάλλου τον αφορά απολύτως, τον περιέχει σαν μιαν αδιερεύνητη εκδοχή εντός της, στον στρόβιλο της ίδιας κρίσης σ΄ένα διαμέρισμα, στην πόλη, στους δρόμους, στις καταστάσεις, στα νήματα της Κλωθώς, στα νύχια της Λάχεσης και της Ατρόπου.  

Το συμβόλαιο μίσθωσης που υπογράφουν αυτοί οι δυο συνηθισμένοι άνθρωποι θα είναι συμβόλαιο καταδίκης, η δε κρυφή πόρτα των διαμερισμάτων θα γίνει το πέρασμα που τον Ευγένιο, τον υπέροχα και απρόσμενα αντι-μπεστέλερ ήρωα του Αλέξη Πανσέληνου, θα τον οδηγήσει σε αδιέξοδο που δεν έχει να κάνει μόνο με την οικονομική πλευρά της κρίσης που συνταράζει την ελληνική κοινωνία μα με την γενικότερη και προηγηθείσα ανοησία αυτής της κοινωνίας που συντέλεσε στην κρίση και που στην περίπτωσή του δεν φέρνει σε κανένα μέλλον-ποιο μέλλον, αστείο φαντάζει-καμία λύτρωση.
Ο αναγνώστης δεν μαθαίνει ποτέ αν δίνεται τέλος στην απρόσμενη εμπλοκή των προσώπων και ποιο είναι αυτό και δεν έχει σημασία, ίσως, αν είναι το ένα ή το άλλο, ένα happy end ή η νέμεσις και για τι, για ποιον, για τον έναν ή και τους δυο ή και άλλους που παραμένουν στο σκοτάδι του σπαταλημένου, ασήμαντου παρελθόντος, εφόσον εξ αρχής δεν υπήρχε πρόθεση μα και δυνατότητα, τύχη και πρόνοια να αλλάξει, να μην υπάρξει καν ό,τι το προκάλεσε, δεν υπήρχε σύνεση για επιστροφή, δεν χωρούσε σοφία για μετάνοια.

Ο Αλέξης Πανσέληνος με ένα συγκλονιστικό κύριο θέμα που φανερώνεται σιγά σιγά ως κύριο, χωρίς να λέγεται καθαρά τίποτα στον αναγνώστη(ούτε κι εγώ θα πω** περισσότερα μη θεωρηθεί spoil), θέμα δραματικό και παλιό όσο οι άνθρωποι, ευρηματικά τοποθετημένο στο τωρινό μαύρο, αστικό φόντο της Αθήνας των ημερών μας, δοσμένο με καταπληκτικό, μεστό τρόπο συνθέτει μιαν ελεγεία μεγάλης κλάσης και μας προσφέρει αν όχι το τρίτο δικό του καλύτερο βιβλίο, πάντως ένα από τα πιο σπουδαία από όλες τις απόψεις μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα, τουλάχιστον από το 2009 *** ως τώρα.


*Υπάρχουν πολλοί άνεργοι πενηντάρηδες (μεσοαστοί, μορφωμένοι που είχαν ένα μαγαζί, ας πούμε, που έβαλε λουκέτο εξαιτίας της κρίσης και τώρα δεν θεωρούνται -όχι δεν είναι, λόγω ηλικίας δεν θεωρούνται(!)- κατάλληλοι για άλλη δουλειά καθώς μόνο δουλειές του ποδαριού απέμειναν κι αυτές αντικειμενικά  (πρέπει να) τις παίρνουν οι πιτσιρικάδες και επομένως οι καημένοι δεν θα πάρουν σύνταξη στον αιώνα τον άπαντα). Πρόκειται για ρατσισμό και αίσχος ολκής.

**Δεν ψάχνουμε εδώ κανέναν δολοφόνο, δεν διαβάζουμε αστυνομικό! Μυθιστορήματα τέτοιας κλάσης σαν αυτό δεν κινδυνεύουν από spoil και θα ισχυριστώ πώς και λεπτομερώς να γνωρίζει ο αναγνώστης το θέμα, τίποτα, μα τίποτα απολύτως δεν χάνεται από την ομορφιά τους. 

***Στην πύλη δυο δεκαετιών το 2009 είναι, ως επίσημη χρονιά έναρξης της κρίσης, η χρονιά εκείνη που νομίζω μπορούμε να θεωρούμε σαν αρχή περιόδου πολύ σημαντικών ανακατατάξεων και στην λογοτεχνία μας, δίχως ακόμα να είναι συνετό να μιλήσουμε για λογοτεχνία της κρίσης.
Αυτήν θα επιχειρήσουμε να την εντάξουμε σε χρονικά πλαίσια και να την ορίσουμε ως κατηγορία, ίσως, περίοδο και ρεύμα ή οτιδήποτε, αργότερα, όποια κι αν είναι η έκβαση της κρίσης στην πλέον νευραλγική της πτυχή που -μας αρέσει δεν μας αρέσει αυτό-είναι η οικονομική.




*Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.

1 σχόλιο:

  1. There is SHOCKING news in the sports betting world.

    It's been said that every bettor needs to look at this,

    Watch this or quit placing bets on sports...

    Sports Cash System - Robotic Sports Betting Software

    ΑπάντησηΔιαγραφή