Σάββατο 7 Μαΐου 2016

"Τα Πορφυρά Πανιά", Αλεξάντρ Γκριν.


γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου*

Μέσα από τα φύκια αναδυόταν ένα καράβι.Αφού βγήκε στην επιφάνεια, σταμάτησε καταμεσής του ορίζοντα. Από αυτή την απόσταση φαινόταν τόσο καθαρά όσο και τα σύννεφα.Σκορπίζοντας χαρά, φλεγόταν σαν κρασί,σαν τριαντάφυλλο,σαν αίμα ή χείλια, σαν πορφυρό βελούδο ή κατακόκκινη φωτιά. Το καράβι κατευθυνόταν ίσια προς την Ασσόλ.


Βιβλίο-κομψοτέχνημα,από εκείνα που χαίρεσαι να τα νιώθεις στα χέρια σου όταν τα διαβάζεις. Συγχαρητήρια στις εκδόσεις Κίχλη για την φροντισμένη (πολυτονική) έκδοση, στην Αλεξάνδρα Ιωαννίδου και στην Γιώτα Κριτσέλη για το επίμετρο και την επιμέλεια και στην Ιοκάστη Καμένου για την καλή, στρωτή μετάφραση από τα ρωσικά˙δεν έχω ιδέα από ρώσικα, αλλά φίλος που μιλάει και γράφει στην γλώσσα των ιερών τεράτων και του έχω εμπιστοσύνη (γιατί ως μεταφραστής ο ίδιος δεν είναι ξερόλας και επηρμένος να καταδικάζει τους πάντες πλην του εαυτού του), εκφράστηκε με πολύ καλά λόγια.

Το τρυφερό ερωτικό περιεχόμενο των Πορφυρών Πανιών είναι πασίγνωστο στους απανταχού βιβλιόφιλους, το ίδιο όπως πασίγνωστη και ποικιλότροπα σχολιασμένη είναι και η ιστορία της ζωής*,του Αλεξάντρ Γκριν,που- αν θεωρήσουμε κι εμείς ως έντεχνο παραμύθι την νουβέλα του, οφείλουμε τότε να πούμε ότι αυτή, η ζωή του με τις πολλαπλές της κακουχίες και ρήξεις δεν πέρασε διόλου σαν να ήταν παραμύθι, το αντίθετο....         
Στην Ρωσία, και όχι μόνο εκεί -αλλά περισσότερο εκεί- υπήρξε από την δεκαετία του΄20, από το 1923 που εκδόθηκε το βιβλίο και υπάρχει ακόμα μια εμμονή, λιγότερη στην αρχή και λιγότερο στρεβλωμένη, πολύ εντονότερη μετά, με την νουβέλα του Γκριν˙ακόμα και χονδροειδώς εκδηλούμενη ως κατανάλωση προϊόντων τέχνης-φεστιβάλ, διαγωνισμοί, ταινίες, σειρές, θεατρικά κτλ αμφίβολης συχνότατα ποιότητας-η λογοτεχνική δικαίωση του συγγραφέα ήρθε από την πρώτη εκείνη φορά που εκδηλώθηκε σαν ακαλούπωτη αγάπη του κόσμου για τα "Πορφυρά Πανιά" του και που εμένα τουλάχιστον δεν με πειράζει καθόλου αν επιπόλαια και ατυχώς αλληγορικά, όπως διατείνονται οι σχολιαστές του έργου του Γκριν, ή και ιδιοτελώς ή και απλώς λόγω... χρώματός τους σχετίστηκαν επίμονα με την  Οκτωβριανή Επανάσταση στον βαθμό που κι αυτή, λέω, η τελευταία, η ταλαίπωρη Οκτωβριανή Επανάσταση, για αλλού, με άλλους στο τιμόνι και αλλιώς ξεκίνησε και το ίδιο ατυχώς ή ιδιοτελώς χρησιμοποιήθηκε από ένα απείρως τρομοκρατημένο και γι αυτό ανασφαλές και επιθετικό καθεστώς που την καρπώθηκε και στο οποίο εκείνη έδωσε άθελά της, πιστεύω, ως πρόσχημα και ως βορά τα πιο καλά και φιλάνθρωπα ιδανικά της. Πόσοι Οκτώβρηδες και Μάηδες και Νοέμβρηδες, επαναστάσεις, αγώνες, ιδέες, κόκκινα πανιά και λάβαρα, γενιές και γενιές άνθρωποι ναυτολογημένοι σε μυθικά σκαριά που ξεκίνησαν να πλέουν σε θάλασσες φωτεινών παραμυθιών ή σαν σε τέτοιες κι ό,τι άλλο όμορφο, κατέληξαν ριγμένα όλα και όλοι στην αλεστική μηχανή της εξουσιολαγνείας και της ανθρώπινης βλακείας...
Τέλος πάντων, δεν με νοιάζει τι έκανε ή δεν έκανε η ύστερη σοβιετική προπαγάνδα στα "Πορφυρά Πανιά", ουσιαστικά τίποτα δεν τους έκανε πιστεύω, δεν μπορούσε να τους κάνει ˙με εκνευρίζει βέβαια η ατεκμηρίωτη, η παρατεταμένη αντικομμουνιστική υστερία διαφόρων, που δεν κοιτάνε τα δήθεν δημοκρατικά μούτρα τους μα λένε για την υστερία των άλλων, αλλά ένα κατάλαβα και το κατάλαβα καλά: τα "Πορφυρά Πανιά" είναι απ΄αυτά τα απείρως γοητευτικά κείμενα, τα τόσο φευγάτα από την μήτρα τους ήδη, που δεν τα αγγίζει στον αιώνα τον άπαντα η ιδιοτέλεια κανενός, ανήκουν στον κόσμο, με την έννοια του απλού λαού και γι αυτό δεν τους πρέπει μιζέρια.

Ο Γκριν σκιαγραφεί περίτεχνα την παιδική ζωή των δυο ερωτευμένων, της Ασσόλ και του Αρθούρου Γκρέυ και μέσα από αυτές δημιουργούμε κι εμείς, "βλέπουμε"  διαβάζοντας, το σκηνικό στο οποίο θα κάνει την είσοδό του το καράβι με τα πορφυρά πανιά.
Η ιστορία τους και ιστορία παρενθετικά και άλλων, που ο Γκριν μας την αφηγείται τριτοπρόσωπα και λέξη λέξη, φωλιάζει πρακτικά σε 138 σελίδες αλλά αυτές μοιάζουν πολύ περισσότερες όταν διαβάζεις! Η φαντασία σου ως αναγνώστη κεντρίζεται γλυκά, εκεί κάπου στην τριακοστή τέταρτη-όταν ο Εγκλ συναντάει την Ασσόλ και με αόρατη βελονιά δένει την μυθοπλασία που θα ακολουθήσει και που την περιμένεις πως και πως-καταλαβαίνεις τι υπέροχο κείμενο, πόσο πλούσιο, βαθύ και πολύπτυχο είναι αυτό που διαβάζεις και στο σημείο αυτό που και η αφήγηση φεύγει, πετάει, ελευθερώνεται, το ίδιο συμβαίνει και σ΄εσένα:φεύγεις, πετάς, ελευθερώνεσαι!
Αν κάποια βιβλία σε γραπώνουν και σε κρατάνε πεισματικά σχεδόν στην ατμόσφαιρα και το περιβάλλον που ο δημιουργός τους επινόησε, τούτο εδώ κάνει ακριβώς το αντίθετο και αυτό είναι το πρωτοφανές και εκπληκτικό, το κυρίαρχο στα πολλά του προτέρημα:σε αφήνει ελεύθερο.

Η Ασσόλ

Η Ασσόλ είναι ορφανή από μάνα και ο Λόνγκρεν, ο πατέρας της, παρατάει την θάλασσα για να την μεγαλώσει  ο ίδιος πολύ αφοσιωμένα, σαν μητέρα και πατέρας μαζί.

Ο Λόνγκρεν, ναύτης στον «Ωρίωνα», ένα μπρίκι τριακοσίων τόνων, στο οποίο είχε υπηρετήσει για δέκα χρόνια και με το οποίο είχε δεθεί στενότερα απ΄ό,τι ένας γιός με την μάνα του, αναγκάστηκε τελικά να εγκαταλείψει τη δουλειά του.
Ζουν στην Καπέρνα, έτσι ονομάζει ο Γκριν το μικρό παραθάλασσιο-τι άλλο θα ήταν;-χωριό και το μοναδικό τους έσοδο προέρχεται από τα θαυμάσια παιχνίδια που φτιάχνει εκείνος, βάρκες, ακάτους, καταδρομικά,ατμόπλοια, μικροσκοπικά μοντέλα δουλεμένα με τέχνη και που μεγαλώνοντας αναλαμβάνει να πουλάει η Ασσόλ στα μαγαζιά της κοντινής, επίσης παραθαλάσσιας, πολιτείας, της Λις.
Ο κοινωνικός περίγυρος είναι ιδιαίτερα σκληρός μαζί τους, έχει παρεξηγήσει κάθε συμπεριφορά του εσωστρεφούς Λόνγκρεν και έχει κόψει τα νήματα κάθε ομαλής επικοινωνίας:

Το κορίτσι μεγάλωνε χωρίς φίλους.Τα περίπου τριάντα παιδιά της ηλικίας της που ζούσαν στην Καπέρνα είχαν εμποτιστεί, όπως ποτίζει το νερό το σφουγγάρι, με τους σκληρούς κανόνες των οικογενειών τους, στη βάση των οποίων βρισκόταν η απόλυτη εξουσία της μητέρας και του πατέρα.Πειθήνια,όπως συμβαίνει με όλα τα παιδιά του κόσμου, είχαν διαγράψει μια για πάντα τη μικρή Ασσόλ από τη σφαίρα της προστασίας και του ενδιαφέροντός τους. Εννοείται πως αυτό έγινε σταδιακά,ενώ μέσα από νουθεσίες και τις κατσάδες των μεγάλων πήρε τη μορφή μιας τρομερής απαγόρευσης,η οποία,σε συνδυασμό με τις φήμες και τα κουτσομπολιά,απέκτησε στο μυαλό των παιδιών διαστάσεις φόβου και τρόμου για το σπίτι του ναυτικού.Επιπλέον η απομονωμένη ζωή του Λόνγκρεν έδωσε τροφή στα υστερικά κουτσομπολιά. Διηγούνταν για τον ναυτικό πως κάπου κάποιον είχε σκοτώσει, γι αυτό δεν τον δέχονταν να υπηρετήσει σε κανένα πλοίο,και πως τώρα ήταν κατσούφης και ακοινώνητος γιατί « βασανίζεται από τις τύψεις της εγκληματικής του συνείδησης».Όταν η Ασσόλ πλησίαζε τα άλλα παιδιά την ώρα που έπαιζαν, αυτά την έσπρωχναν,της πετούσαν λάσπες και την πείραζαν λέγοντάς της πως ο πατέρας της είχε φάει ανθρώπινη σάρκα και πως τώρα φτιάχνει πλαστά χρήματα.Οι αφελείς απόπειρες της να τα προσεγγίσει κατέληγαν,η μία μετά την άλλη, σε πικρά δάκρυα, μελανιές, γρατζουνιές και άλλες εκδηλώσεις της κοινής γνώμης. 
Η Ασσόλ λοιπόν δεν έχει συνομήλικους για να παίξει, να περάσει καλά,να χαρεί,να χτίσει αναμνήσεις και παιδική ηλικία γενικότερα σαν ένα οποιοδήποτε άλλο παιδάκι.Ο πατέρας εκτελεί χρέη μάνας, φίλου, συμμαθητή,ακόμα και δασκάλου, εκείνος είναι που την μαθαίνει γραφή και ανάγνωση, εκείνος είναι ο διασκεδαστής και σύντροφος στα παιχνίδια που κι αυτά δεν μοιάζουν με των άλλων παιδιών, είναι οι ιστορίες που της αφηγείται, κόσμοι ολόκληροι, μακρινοί,μαγικοί, αλλόκοτοι, τρομεροί και φυσικά παράξενα γοητευτικοί.

Η αγαπημένη διασκέδαση της Ασσόλ τα απογεύματα ή τις γιορτές ήταν να σκαρφαλώνει στα γόνατα του πατέρα της, όταν αυτός έβαζε στην άκρη το δοχείο με την κόλλα,τα εργαλεία,τη μισοτελειωμένη δουλειά και, βγάζοντας την ποδιά του, καθόταν να ξεκουραστεί με την πίπα ανάμεσα στα δόντια.Στριφογυρνώντας εκεί, μέσα στον προστατευτικό κλοιό που σχημάτιζαν τα χέρια του,άγγιζε τα διάφορα κομμάτια των παιχνιδιών και ρωτούσε σε τι χρησίμευε το καθένα.Έτσι λοιπόν, ξεκινούσε μια ιδιόμορφη, φανταστική διάλεξη για τη ζωή και τους ανθρώπους ˙μια διάλεξη στην οποία, λόγω της προγενέστερης ζωής του Λόνγκρεν αλλά και ποικίλων τυχαίων περιστατικών ή της τύχης γενικότερα, την κυρίαρχη θέση καταλάμβαναν διάφορα παράξενα, εκπληκτικά και ασυνήθιστα γεγονότα.Ο Λόνγκρεν,απαριθμώντας στη μικρή τα ονόματα των σχοινιών,των πανιών και των ναυτικών εξαρτημάτων,σιγά σιγά παρασυρόταν και περνούσε από τις εξηγήσεις στην αφήγηση διαφόρων επεισοδίων, στα οποία έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο πότε η άγκυρα, πότε το πηδάλιο,πότε το κατάρτι, πότε κάποιο είδος βάρκας κτλ.Κι έτσι, σταδιακά, οι μεμονωμένες περιγραφές γίνονταν εκτεταμένες αφηγήσεις θαλασσινών περιπλανήσεων, συνδυάζοντας τις δεισιδαιμονίες με την πραγματικότητα και την πραγματικότητα με τις εικόνες της φαντασίας του.Και να που εμφανιζόταν η γάτα-τίγρις ως αγγελιαφόρος του ναυαγίου, το ιπτάμενο ψάρι που μιλούσε και που, αν δεν υπάκουγες στις διαταγές του, θα έχανες τη ρότα, κι ο Ιπτάμενος Ολλανδός με το μανιασμένο πλήρωμά του, και άλλα ακόμη οιωνοί,φαντάσματα, νεράιδες, πειρατές-,με δυο λόγια ,όλοι οι μύθοι που κρατούσαν συντροφιά στους ναυτικούς για να περνούν την ώρα της ανάπαυλας σε κάποια ταβέρνα όταν επικρατούσε νηνεμία. 
Και σ΄αυτή την ήδη οξυμένη φαντασία της έφηβης πλέον Ασσόλ βρίσκει, ακριβώς όταν πρέπει, το πιο απάνεμο παρτέρι του μαγικού περιβολιού στο οποίο κι ο τελευταίος σπόρος που φύτεψαν οι διηγήσεις του πατέρα ετοιμάζεται να δώσει καρπούς, ποιος;
Μα ο περιηγητής Έγκλ, ο γνωστός συλλογέας τραγουδιών, μύθων, παραδόσεων και παραμυθιών! Και προφητεύει ο ασπρομάλλης  γέροντας και της λέει :



Ο Γκρέυ




τσι, Γκρέυ ζοσε σ’ ναν δικό του κόσμο. παιζε μόνος του, συνήθως στος πίσω κήπους το πύργου, ο ποοι παλι εχαν στρατηγικ σημασία. Ατς ο χανες ρημες κτάσεις, μ τ πομεινάρια π τ βαθι χαντάκια κα τ μουχλιασμένα πέτρινα κελάρια, ταν γεμάτες μ γριόχορτα, τσουκνίδες, ρείκια, τσαπουρνις κα ζωηρόχρωμα γριολούλουδα. Γκρέυ περνοσε δ ρες τελείωτες, ξερευνώντας τς τρύπες πο νοιγαν ο τυφλοπόντικες, παλεύοντας μ τ γριόχορτα, παραμονεύοντας τς πεταλοδες κα χτίζοντας μ θρύμματα π πλίνθους φρούρια, τ ποα βομβάρδιζε μ βέργες κα χαλίκια.  
ταν δη δώδεκα χρονν, ταν λα τ κινήματα τς ψυχς του, λα τ ξεχωριστ χαρακτηριστικ το πνεύματός του κα ο ποχρώσεις τν μυστικν του παρορμήσεων νώθηκαν σ’ να ρμητικ κύμα καί, ποκτώντας ρμονία, μετατράπηκαν σ μιν δάμαστη πιθυμία. ς τότε ταν σν ν βρισκε μόνο διάσπαρτα σ πολλος λλους κήπους κομμάτια το δικο του κήπου – να ξέφωτο, μι σκιά, να λουλούδι, ναν πλούσιο κα μεγαλοπρεπ κορμό· κα ξαφνικ τ εδε ξεκάθαρα λα, σ μιν ξαίσια κα κπληκτικ συμφωνία.
Ατ συνέβη στ βιβλιοθήκη. ψηλή της πόρτα, μ τ θαμπ γυαλ στ πάνω μέρος, ταν συνήθως κλειδωμένη, μως σύρτης μόλις πο κρατιόταν π τν σοχ το θυρόφυλλου. Πιέζοντας μ τ χέρι, πόρτα ποχωροσε κι νοιγε.ταν, παρακινημένος π τ ρευνητικό του πνεμα, Γκρέυ μπκε στ βιβλιοθήκη,ντυπωσιάστηκε π τ σκονισμένο φς, δύναμη κα διαιτερότητα το ποίου φείλονταν στ χρωματιστ σχέδιο πο πρχε στ πάνω μέρος το τζαμιο τν παραθύρων.

Ο βιβλιοθκες ταν παραφορτωμένες μ βιβλία. μοιαζαν μ τοίχους πο πίσω π τν γκο τους εχαν φυλακίσει τ ζωή. Στν ντανάκλαση το γυαλιο τς βιβλιοθήκης διαγράφονταν λλες βιβλιοθκες, σκεπασμένες μ χρωμες, στραφτερς κηλίδες. Πάνω στ στρογγυλ τραπέζι στεκε μι τεράστια δρόγειος σφαίρα, κλεισμένη στν μπακιρένιο σφαιρικ σταυρ πο σχημάτιζαν σημερινς κα μεσημβρινός.

 Γυρνώντας πρς τν ξοδο, Γκρέυ εδε πάνω π τν πόρτα ναν πελώριο πίνακα, τ περιεχόμενο το ποίου πλημμύρισε μέσως τν καταθλιπτικ σιωπ το δωματίου. πίνακας πεικόνιζε να καράβι σκαρφαλωμένο στν κορυφ νς κύματος. φρο κυλοσαν στ πλευρά του. Τ εχαν ζωγραφίσει μία στιγμ προτο «πετάξει».Τ καράβι πλεε στραμμένο κατευθείαν πρς τν θεατή. πρόβολος, πο εχε σηκωθε ψηλά, ριχνε τ σκιά του στ βάση τν καταρτιν. κορυφ το κύματος, πο σκαγε στν καρίνα το πλοίου, θύμιζε φτερ γιγάντιου πουλιο φρο τινάζονταν στν νεμο.Τ πανιά πο λάχιστα διακρίνονταν πίσω π τν ριστερ πλευρ το καταστρώματος κα πάνω π τν πρόβολο, φουσκωμένα π τ λυσσώδη δύναμη τς καταιγίδας, γερναν πρς τ πίσω μ λο τους τν γκο,τσι στε φτάνοντας στν κορυφ το κύματος εθυγραμμίζονταν κι πειτα, κλίνοντας πρς τν βυσσο, ριχναν τ πλοο σ νέα θηριώδη κύματα.Ράκη π σύννεφα σκιρτοσαν χαμηλ πάνω π τν κεανό. Τ θαμπ φς μάταια πάλευε νάντια στ σκοτάδι τς νύχτας πο πλησίαζε. μως τ πι ντυπωσιακ σ’ ατν τν πίνακα ταν μορφ νς νθρώπου πο στεκόταν ρθιος στ κατάστρωμα τς πλώρης μ τν πλάτη στν θεατή. μορφ ατ ξέφραζε πλήρως τν κατάσταση λλ κα τ στιγμή. στάση το νθρώπου –εχε τ πόδια νοιχτ κα τ χέρια ψηλ τεντωμένα– δν δινε κανένα διαίτερο στοιχεο γι τ τί κανε, μως μποροσε κανες ν ποθέσει πς ταν πολύτως προσηλωμένος σ κάτι πο πρχε στ κατάστρωμα λλ ταν όρατο στν θεατή. Τ κάτω μέρος το πανωφοριο του γυρισμένο νάποδα παράδερνε στν έρα. λευκ κοτσίδα κα τ μαρο ξίφος του παρασύρονταν π τν νεμο. πολυτελς μφίεσή του δειχνε πς ταν καπετάνιος, ν χορευτικ στάση το κορμιο του παρακολουθοσε τν παλ καμπύλη το κύματος.Δν φοροσε καπέλο. Ατ πο συνέβαινε τν κρίσιμη ατ στιγμ τν εχε συνεπάρει κα κάτι φώναζε – τί μως; Εχε ραγε δε κάποιον ν πέφτει π τ κατάστρωμα,διέταζε λλαγ πορείας μήπως, μ πνιγμένη π τν νεμο φωνή, καλοσε τν ναύκληρο; Ο σκις ατν τν σκέψεων, κι χι ο διες ο σκέψεις, φούντωσαν στν ψυχ το Γκρέυ,καθς κοιτοσε τν πίνακα.

Τ φθινόπωρο το δέκατου πέμπτου τους τς ζως του ρθορος Γκρέυ τ σκασε κρυφ π τ σπίτι του κα διάβηκε τς χρυσς πύλες τς θάλασσας.Σύντομα σκούνα «νσελμ» σάλπαρε π τ λιμάνι το Ντομπελτ μ κατεύθυνση τ Μασσαλία,παίρνοντας μαζί της ναν μοτσο με μικροκαμωμένα χέρια κα παρουσιαστικ μεταμφιεσμένου κοριτσιο. Ατς μοτσος ταν Γκρέυ, πο εχε στν κατοχή του ναν κομψ σάκο, λεπτς σν γάντια, βερνικωμένες μπότες κα σπρόρουχα π βατίστα, στολισμένα μ κεντημένα στέμματα.





Ο Γκρέυ θα γίνει ο ιδανικός εκφραστής των ίδιων του των ονείρων, θα ψηθεί στην αρμύρα της θάλασσας και θα ψάξει, θα βρει και θα διεκδικήσει το όνειρό του χωρίς τίποτα να τον έχει διαφθείρει και αλλάξει από αυτό που από την αρχή μας είπε ο Γκριν πως είναι:ερευνητικός, έντιμος, μεγαλόκαρδος, ευφυής, καλόγνωμος. Θα φροντίσει από την στιγμή κιόλας που αγοράζει το άλικο ύφασμα για τα καινούργια πανιά η συνάντησή του με την Ασσόλ να είναι η πρώτη γιορτή από μια σειρά γιορτών, που θα υμνούν ως το άπειρο κι ακόμα παραπέρα την ΖΩΗ! Και η Ασσόλ το ξέρει αυτό, απλά το ξέρει, μέσα από το δικό της κατά Γκριν ανέμελο μέλημα που είναι η εκπροσώπηση της απλότητας, της ομορφιάς που δεν κραυγάζει, της ελπίδας και του φωτός που καμιά αναποδιά δεν μπορεί να τα σβήσει.

Οι δυό τους συναντιούνται πανηγυρικά και δημόσια. Το "Σεκρέτ", τι όνομα για καράβι μικρομέγαλου παραμυθιού, πλέει αργά και μεγαλόπρεπα, κυκλώνοντας τον μικρό κάβο. Το ζηλόφθονο πλήθος που κυνηγούσε την μικρούλα Ασσόλ καταπίνει τώρα την δική του χολή και την γεμάτη δηλητήριο γλώσσα. Η προφητεία του Εγκλ, του απίθανου συλλογέα παραμυθιών παίρνει σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια όλων.
Η Ασσόλ ρίχνεται στο νερό κι ο Γκρέυ την ανασύρει. Ανεβαίνει στο "Σεκρέτ" και εκείνο ανοίγει ξανά τα πορφυρά πανιά του για τα πέλαγα της ευτυχίας. Και θα ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα (λέμε τώρα) και το αίσιο τέλος δεν είναι διόλου τέλος, είναι μονάχα η ποθούμενη αρχή.
Του καθενός και μακάρι να την βρει....


*Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η ζωή του Αλεξάντρ Γκριν (πως έζησε και τι πέρασε πριν γίνει μέχρι και γραμματόσημο) και γι αυτό παραθέτω ατόφιο το χρονολόγιο που υπάρχει στο τέλος του βιβλίου






1880   
Γέννηση τοῦ Ἀλεξὰντρ Στεπάνοβιτς Γκρινέφσκι (Ἀ. Σ. Γκρίν) στὴν πόλη Σλομπόντσκι τοῦ κυβερνείου τῆς Βιάτκα στὶς 11 (23) Αὐγούστου. Πατέρας του ἦταν ὁ Πολωνὸς εὐγενὴς Στεπὰν Γεφσέγεφσκι Γκρινέφσκι, ποὺ ἔλαβε μέρος στὴν ἐθνικοαπελευθερωτικὴ ἐξέγερση τοῦ 1864 καὶ ἐξορίστηκε· μητέρα του ἡ Ρωσίδα Ἄννα Στεπάνοβνα Γκρινέφσκαγια (τὸ γένος Λεπκόβαγια).



1892   
Τὸν ἀποβάλλουν ἀπὸ τὸ σχολεῖο γιὰ ἀσέβεια πρὸς τοὺς καθηγητές του, ἐξαιτίας τῶν σατιρικῶν ποιημάτων ποὺ ἔγραψε γιὰ ὁρισμένους ἀπὸ αὐτούς. Ἀπὸ μικρὸς διάβαζε βιβλία ποὺ ἀναφέρονταν στὴ θάλασσα καὶ τὰ ταξίδια. Τὸ ὄνειρό του ἦταν νὰ γίνει ναυτικός.



1895   
Πεθαίνει ἡ μητέρα του ἀπὸ φυματίωση. Ὁ πατέρας του παντρεύεται τὴ χήρα Λίντια Μπορέφσκαγια.



1896   
Τελειώνει τὸ σχολεῖο στὴ Βιάτκα καὶ ἀναχωρεῖ γιὰ τὴν Ὀδησσό, προκειμένου νὰ φοιτήσει στὴ Ναυτικὴ Ἀκαδημία. Προσλαμβάνεται ὡς μαθητευόμενος ναύτης στὸ ἀτμόπλοιο «Πλάτων», ἀπ’ ὅπου ἀπολύεται σύντομα, καὶ ἀκολούθως στὴ σκούνα «Ἅγιος Νικόλαος».



1897   
Ἀρχίζει νὰ ἐργάζεται ὡς ναύτης σὲ ἀτμόπλοιο καὶ κάνει τὸ πρῶτο καὶ τελευταῖο του ταξίδι στὸ ἐξωτερικό – στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἐπιστρέφει μέσω τῆς Ὀδησσοῦ στὴ Βιάτκα, ὅπου ὑπηρετεῖ στὸ δημαρχεῖο τοῦ κυβερνείου, ἐνῶ συγχρόνως κερδίζει χρήματα ὡς ἀντιγραφέας θεατρικῶν κειμένων. Ἑρμηνεύει ἐπίσης διάφορους μικροὺς ρόλους.



1898   
Φεύγει ἀπὸ τὴ Βιάτκα γιὰ τὸ Μπακού, ὅπου κατὰ διαστήματα δουλεύει ὡς ψαράς, ὑπηρετεῖ στὸ ἀτμόπλοιο «Ἀτριὸκ» ἢ περιφέρεται ἄνεργος.



1899   
Ἐπιστρέφει ἀπὸ τὸ Μπακοὺ στὴ Βιάτκα καὶ ἐργάζεται σὲ σιδηρουργεῖο. Γράφει σατιρικὲς ἱστορίες γιὰ τὴν πόλη.



1900   
Ναύτης σὲ ἀτμόπλοιο.



1901   
Φεύγει μὲ τὰ πόδια γιὰ τὰ Οὐράλια, ὅπου κάνει διάφορες δουλειές. Ἐπιστρέφει στὴ Βιάτκα. Διαπράττει τὸ ὀλίσθημα νὰ πουλήσει, ὕστερα ἀπὸ παράκληση φίλου του, ἕνα κλεμμένο ρολόι. Προφυλακίζεται μὲ τὴν κατηγορία τῆς κλεπταποδοχῆς.



1902   
Ἀθωώνεται. Τὸν καλοῦν στὸ στρατό, ἀλλὰ λιποτακτεῖ. Τὸν συλλαμβάνουν στὸ Καμίσιν. Λιποτακτεῖ καὶ πάλι, μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς μέλους τοῦ κόμματος τῶν Ἐσέρων, καὶ φεύγει γιὰ τὸ Σιμπίρκ. Ἐργάζεται ὡς ξυλοκόπος.



1903   
Γίνεται μέλος τοῦ κόμματος τῶν Ἐσέρων. Ἀρνεῖται ὡστόσο νὰ συμμετάσχει σὲ τρομοκρατικὴ ἐνέργεια. Τὸν στέλνουν στὸ Σαράτοφ ὡς διαφωτιστή. Μετακομίζει στὸ Ἐκατερινοσλὰβ καὶ μετὰ στὸ Κίεβο. Στὴ Σεβαστούπολη, ὅπου στὴ συνέχεια πηγαίνει, ἀναλαμβάνει τὴν πολιτικὴ διαφώτιση τῶν ναυτῶν τοῦ στόλου τῆς Μαύρης Θάλασσας. Συλλαμβάνεται γιὰ ἐπαναστατικὴ δράση καὶ κλείνεται στὴ φυλακή.



1905   
Καταδικάζεται σὲ δέκα χρόνια ἐξορία στὴ Σιβηρία. Ἀπελευθερώνεται ἐπωφελούμενος ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ γενικῆς ἀμνηστίας. Ταξιδεύει στὴν Πετρούπολη.



1906   
Συλλαμβάνεται καὶ φυλακίζεται στὴν Πετρούπολη, λόγω χρήσης πλαστοῦ διαβατηρίου. Γνωρίζει τὴν πρώτη του γυναίκα, τὴ Βέρα Ἀμπράμοβα, ἡ ὁποία, μὲ τὸ πρόσχημα πὼς εἶναι ἀρραβωνιασμένη μαζί του, τὸν ἐπισκέπτεται ὡς πολιτικὸ κρατούμενο. Τὸν στέλνουν ἐξορία στὸ Τομπόλκ, ἀπ’ ὅπου δραπετεύει.
Ὕστερα ἀπὸ σύντομη παραμονὴ στὴ Βιάτκα, πηγαίνει στὴ Μόσχα, ὅπου γράφει τὸ πρῶτο του διήγημα μὲ πολιτικὸ περιεχόμενο, μὲ τὸ ὁποῖο ἀσκεῖ κριτικὴ στὸ στρατό. Ὑπογεγραμμένο μὲ ἄλλο ὄνομα, τὸ διήγημα κατάσχεται στὸ τυπογραφεῖο καὶ καίγεται. Στὸ τέλος τοῦ ἴδιου χρόνου ἀρχίζει νὰ συζεῖ μὲ τὴ Βέρα Ἀμπράμοβα.



1907   
Ὑπογράφει γιὰ πρώτη φορὰ μὲ τὸ ψευδώνυμο «Ἀλεξὰντρ Γκρὶν» τὸ διήγημά του «Ἕνα ἐπεισόδιο».



1908   
Δημοσιεύει τὴν πρώτη του συλλογὴ διηγημάτων Τὸ ἀόρατο καπέλο. Διηγήματα γιὰ ἐπαναστάτες.



1909   
Ἐκδίδει τὴν πρώτη του ρομαντικὴ νουβέλα Τὸ νησὶ Ρενό, μὲ τὴν ὁποία ὁ ἴδιος θεωρεῖ ὅτι ἐγκαινιάζεται ἡ λογοτεχνική του δραστηριότητα.



1910   
Συλλαμβάνεται γιὰ χρήση ξένου διαβατηρίου. Παντρεύεται τὴ Βέρα Ἀμπράμοβα καὶ φεύγει μαζί της γιὰ τὸν τόπο τῆς ἐξορίας του, τὴν πόλη Πίνεγκα τοῦ κυβερνείου τοῦ Ἀρχάγγελου.



1912   
Μεταφέρεται στὸν Ἀρχάγγελο, ὅπου παραμένει μέχρι νὰ λήξει ἡ ἐξορία του. Ἐπιστρέφει στὴν Πετρούπολη. Δημοσιεύει σειρὰ νέων διηγημάτων καὶ γνωρίζεται μὲ τοὺς λογοτέχνες Ἀ. Κουπρὶν καὶ Μ. Κουζμίν.



1913   
Πρώτη συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τῶν διηγημάτων του σὲ τρεῖς τόμους. Παίρνει διαζύγιο ἀπὸ τὴν Ἀμπράμοβα. Ζεῖ μποέμικη ζωή.



1914   
Γίνεται συνεργάτης τοῦ περιοδικοῦ Νέον Σατυρικόν (ἀρχισυντάκτης τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ Ἀ. Ἀβερτσένκο). Νοσηλεύεται σὲ ψυχιατρικὴ κλινική. Πεθαίνει ὁ πατέρας του. Δὲν παρίσταται στὴν κηδεία, λόγω τῆς ἀσθένειάς του.



1915   
Ἐκδίδει μιὰ σειρὰ ἀπὸ καινούργια διηγήματα. Στὸ Περιοδικὸ τῶν περιοδικῶν, ὁ κριτικὸς Μ. Λεβίντοφ τὸν ἀποκαλεῖ «ἀλλοδαπὸ τῆς ρωσικῆς λογοτεχνίας».



1916   
Λόγω ἀσεβοῦς ἀναφορᾶς στὸν τσάρο, ὁ Γκρὶν ἐξορίζεται ἀπὸ τὴν Πετρούπολη.



1917   
Ἐπιστρέφει μὲ τὰ πόδια στὴν Πετρούπολη. Ἐκδίδει σειρὰ διηγημάτων.



1918   
Γνωρίζει τὴ Νίνα Κοροτκόβαγια, μέλλουσα γυναίκα του. Συνεργάζεται μὲ πολλὰ καὶ διάφορα περιοδικά. Γράφει γιὰ τὴν ἐφημερίδα Λόγω Τιμῆς, ὅπου μάλιστα καλεῖ σὲ συνεργασία τὸν Ἀλεξὰντρ Μπλόκ. Παντρεύεται τὴ Μ. Β. Ντολίτζε, ἀπὸ τὴν ὁποία χωρίζει στὸ τέλος τῆς ἴδιας χρονιᾶς.



1919   
Γίνεται μέλος τῆς Ἑταιρείας Λογοτεχνῶν.



1920   
Ὑπηρετεῖ στὸν Κόκκινο Στρατό. Μόλις ἐπιστρέφει στὴν Πετρούπολη, ἀρρωσταίνει ἀπὸ τύφο. Γράφει στὸν Γκόρκι, κάνοντας ἔκκληση γιὰ βοήθεια. Μετὰ τὴν ἀνάρρωσή του ἀκολουθεῖ μιὰ μακρὰ περίοδος περιπλάνησης ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, μέχρις ὅτου ὁ Γκόρκι τοῦ ἐξασφαλίζει στέγη στὸ «Σπίτι τῶν Καλλιτεχνῶν», ὅπου ἀρχίζει νὰ γράφει τὰ Πορφυρὰ πανιά.



1921   
Ξανασυναντᾶ τὴ Νίνα Κοροτκόβαγια καὶ τὴν παντρεύεται στὶς 7 Μαρτίου.
Ἐξαιτίας τῶν διαφωνιῶν του μὲ τὴ διεύθυνση τοῦ «Σπιτιοῦ τῶν Καλλιτεχνῶν», ὁ Γκρὶν καὶ ἡ γυναίκα του μετακομίζουν ἀλλοῦ.



1922  
 Ἐκδίδεται τὸ πρῶτο του βιβλίο μετὰ τὴν ἐπανάσταση, μὲ τὸν τίτλο Ἄσπρη φωτιά.



1923   
Δημοσιεύεται σὲ συνέχειες σὲ περιοδικὸ τὸ μυθιστόρημά του Ὁ ἀστραφτερὸς κόσμος. Ἐκδίδονται τὰ Πορφυρὰ πανιὰ μὲ ἀφιέρωση στὴ Νίνα Γκρίν, καθὼς καὶ ἡ συλλογὴ διηγημάτων Ἡ καρδιὰ τῆς ἐρήμου ἀπὸ τὸν ἐπίσημο, κρατικὸ ἐκδοτικὸ οἶκο, στὴν ὁποία περιλαμβάνεται καὶ ὁ «Κυνηγὸς τῶν ἀρουραίων» (ἑλληνικὴ μετάφραση: Γιῶργος Τσακνιᾶς, Στιγμή, Ἀθήνα 1995).



1924   
Ἀρρωσταίνει ἡ Ν. Γκρίν. Ἀποφασίζουν νὰ μετακομίσουν στὴν Κριμαία. Ἐγκαθίστανται στὴ Θεοδοσία. Ἐκδίδεται τὸ μυθιστόρημά του Ὁ ἀστραφτερὸς κόσμος.
Ἐργάζεται πάνω στὸ μυθιστόρημα Ἡ χρυσὴ ἁλυσίδα.



1925   
Μέσα στὸ ἔτος ἐκδίδονται σὲ διάφορους ἐκδοτικοὺς οἴκους ἑπτὰ βιβλία του. Ἐργάζεται πάνω στὸ μυθιστόρημά του Ἡ δρομέας τῶν κυμάτων. Θετικὴ κριτικὴ τοῦ Γκόρκι γιὰ τὸ βιβλίο του Οἱ μονομάχοι.



1926   
Ἄρνηση τῶν περιοδικῶν νὰ δημοσιεύσουν τὸ μυθιστόρημα Ἡ δρομέας τῶν κυμάτων. Ἐκδίδονται πέντε τόμοι διηγημάτων. Γνωριμία μὲ τὸν Σ. Μπουλγκάκοφ.



1927   
Συμφωνία μὲ τὸν ἐκδότη Βόλφσον γιὰ ἔκδοση τῶν Ἁπάντων του σὲ δεκαπέντε τόμους. Μὲ τὴν προκαταβολὴ ποὺ παίρνει ταξιδεύει στὴ Γιάλτα, στὸ Λένινγκραντ, στὸ Κισλοβόντσκ.



1928   
Ἐκδίδεται τὸ μυθιστόρημα Ἡ δρομέας τῶν κυμάτων, καθὼς καὶ μεμονωμένοι τόμοι τῶν Ἁπάντων. Ἀρχίζει ἡ δικαστικὴ διαμάχη μὲ τὸν ἐκδότη Βόλφσον. Ἀντιμετωπίζει ὀξὺ πρόβλημα ἀλκοολισμοῦ.



1929   
Συνέχιση τῆς δικαστικῆς διαμάχης μὲ τὸν Βόλφσον. Ἀντιμετωπίζει οἰκονομικὰ προβλήματα. Ἔκδοση τοῦ μυθιστορήματος Τζέσυ καὶ Μοργκιάνα.



1930   
Ἔκδοση τοῦ μυθιστορήματος Ὁ δρόμος γιὰ τὸ πουθενά. Αἴσια ἔκβαση τῆς δικαστικῆς διαμάχης μὲ τὸν Βόλφσον. Τοῦ καταβάλλονται ἑπτὰ χιλιάδες ρούβλια.
Ἐγκαθίσταται στὴν Παλαιὰ Κριμαία. Ἐργάζεται πάνω στὸ Αὐτοβιογραφικὸ μυθιστόρημα.



1931   
Ἐκδηλώνεται ἡ ἀσθένεια ποὺ εὐθύνεται γιὰ τὸ θάνατό του.
Οἱ ἐκδότες τῆς Μόσχας καὶ τῆς Πετρούπολης ἀρνοῦνται νὰ δημοσιεύσουν ἔργα του. Ὁ Γκρὶν καὶ ἡ γυναίκα του ζοῦν σὲ συνθῆκες φτώχειας. Τὸ καλοκαίρι ἐπιχειρεῖ τὸ τελευταῖο ταξίδι στὴ Μόσχα, μὲ σκοπὸ τὴν ἐξεύρεση χρημάτων. Ἡ ἀσθένεια ἐπιδεινώνεται. Ἀλλεπάλληλες ἐπιστολὲς τοῦ Γκρὶν πρὸς τὴν «Ἕνωση Σοβιετικῶν Συγγραφέων» γιὰ βοήθεια.



1932   
Αἰφνίδια ἐπιδείνωση τῆς ὑγείας του.  Μετακομίζουν σ’ ἕνα μικρὸ ἰδιόκτητο σπιτάκι. Ὁριστικὴ διάγνωση τοῦ καρκίνου ἀπὸ συμβούλιο γιατρῶν. Ἐκδίδεται τὸ Αὐτοβιογραφικὸ μυθιστόρημα.
Στὶς 8 Ἰουλίου ὁ Ἀλεξὰντρ Γκρὶν πεθαίνει.
Ἡ γυναίκα του λαμβάνει συλλυπητήριο τηλεγράφημα γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Γκρὶν ἀπὸ τὴν «Ἕνωση Σοβιετικῶν Συγγραφέων».



*Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

"Τ' ΑΠΟΚΑΪΔΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ" του ΤΑΚΗ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗ

Detail of Rembrandt's "The Syndics of the Amsterdam Drapers' Guild"

Σούρουπο βροχερό, σκοτεινιασμένο, ο γέρος εστέτ σκαλίζει τ' αποκαΐδια της τέχνης του. Χειρόγραφα, αποκόμματα, δημοσιεύματα τριάντα χρόνων, γιομάτα κόκκινα φεγγάρια, παλάτια μελαγχολικά, μπούκλες μαλλιών νεανικών, καθρέφτες, παραισθήσεις - πόσο του άρεσε να βγαίνει φανταχτερός! Σήμερα άλλοι μιμούνται τους τρόπους του, τα γούστα του, έτσι όπως τα δείχνουνε οι καινούργιοι, τον κάνουνε συχνά να αηδιάζει. Κυρίως με την επίφαση της ''τέχνης της καλής'' και άλλες αηδίες στα χείλη κάποιων - ας τους πούμε κριτικούς-, τού φαίνονται εμπαιγμοί και ειρωνείες της τέχνης του της νεανικής. Και τα δικά του τα γραφτά ακόμη ανασαίνουν, μικρά τετραγωνάκια, στηλίτσες τόσες δα, σε καταφρονεμένα λαϊκά περιοδικά, ανάμεσα σε ''΄Ερωτες μεγάλων μουσουργών'' και στον ''Ταχυδρόμο της Καρδιάς'', που γράφει η κυρία Εριφύλη. Σούρουπο βροχερό, ο γέρος εστέτ άναψε ένα τσιγάρο, κι είπε σε φίλο του καλό που του τηλεφώνησε μετά από καιρό, σχολιάζοντας εκείνα τα γραφτά του -νέα και παλιά, στα λαικά περιοδικά-, με τη φράση : '' Σαν τη μύγα μες στο γάλα, τα δικά σου..." '' Γιώργο μου', τούπε, ''Τ' αποκαίδια της Τέχνης, κι όταν δεν βγάζουν παρά μόνο μια μικρή φωτιά, δεν μπορούν να σβύσουν, μπορούν να συνεχίσουν να υπάρχουν. Δεν είναι αυτό για φόβο, θα εξακολουθήσουν νά'ναι ζωντανά. Κι είν' όμορφο πολύ, γιατί τίποτα δεν περιμένεις, αλλά όλα είναι πιθανά.΄Ετσι είναι Γιώργη, εμείς να είμαστε καλά, και -πού'σαι!- σ΄ευχαριστώ για το τηλεφώνημά σου, τούτη τη βροχερή βραδιά...''.




Ο ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και εργάστηκε σε κινηματογραφικές, τηλεοπτικές και θεατρικές παραγωγές, ενώ κατά καιρούς δίδαξε σενάριο και σκηνοθεσία.
Ανάμεσα στις κυριότερες δουλειές του είναι οι ταινίες Στην αναπαυτική μεριά (1981), Μετέωρο και Σκιά (1985, με θέμα τη ζωή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Α' Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας — από το 2000 κυκλοφορεί και σε DVD από την Water Bearer στις ΗΠΑ), Εις το φως της ημέρας (1986, τηλεταινία ΕΤ1 βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Κ.Π. Καβάφη), Κοράκια ή το παράπονο του νεκροθάφτη (1991, βασισμένη στο διήγημα «Το παράπονο του νεκροθάπτου» του Εμμ. Ροΐδη). Έχει διασκευάσει και σκηνοθετήσει, επί­σης, ύστερα από παραγγελία, για το θέατρο το Ψυχολογία Συριανού συζύγου του Εμμ. Ροΐδη (θέατρο Χυτήριο 1999-2001), το Ο μονόλογος του βασιλιά Λεοπόλδου του Μάρκ Τουέην (Πολιτιστική Ολυμπιάδα 2003), κ.ά.

Με το γράψιμο ασχολείται από τα μαθη­τικά του χρόνια, δημοσιεύοντας κείμενά του σε διάφορα περιοδικά, αλλά βιβλίο του εξέδωσε για πρώτη φορά το 1996, ένα λογοτεχνικό χρονικό για τον Ταχτσή, το Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου (εκδόσεις Οδός Πανός), το οποίο επανεκδόθηκε αναθεωρημένο το 2006 με τίτλο Ταχτσής—Δεν ντρέπομαι από τις εκδόσεις «Πολύχρωμος Πλανήτης». Με τις εκδόσεις «Άγρα» συνεργάζεται από το 1999, έχοντας εκδώσει τα βιβλία Χαίρε Ναπολέων (1999, Δοκίμιο για την τέχνη του Ν. Λαπαθιώτη, 63 πεζά ποιήματά του, εικόνες του Α. Παπαδημητρίου), Δελτίον ταυτότητος — Γενικός αριθμός Θ 307136 (2003, μυθιστόρημα), Τριανδρίες και Σία (2007, Ιστορίες — Κείμενα) και Το άλλο κρεβάτι (2009, έργο σε δύο μέρη και τέσσερις εικό­νες εμπνευσμένο από ομότιτλο κείμενο του Κώστα Ταχτσή).
  



Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

Μία ανάγνωση στο βιβλίο της Πόλυς Χατζημανωλάκη "Οι μέλισσες του Κάλβου τριγυρίζουν στα λιβάδια του Λινκολνσάιρ"

γράφει η Νότα Χρυσίνα*





Η Πόλυ Χατζημανωλάκη στο βιβλίο της «Οι μέλισσες του Κάλβου τριγυρίζουν στα λιβάδια του Λινκολνσάιρ»  έχει φτιάξει μία κυψέλη από μικρές ιστορίες αρμονικά συνδεδεμένες όπως η κυψέλη μιας μέλισσας, την οποία περιγράφει έξοχα.
Με την μέθοδο mise and abyme δηλαδή την εγκιβωτισμένη αφήγηση ή καλύτερα τις αφηγήσεις πλέκει με τη γλώσσα  της την ιστορία του Πέτρου Ασλάνογλου, του δεκαεπτάχρονου έφηβου από την Ελλάδα που πηγαίνει να φοιτήσει στην περιοχή που έζησε και πέθανε ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος, το Λινκολνσάιρ της Βρετανίας.
Το Λινκολνσάιρ χρησιμοποιείται με διπλό τρόπο. Από τη μία γίνεται το φόντο πάνω στο οποίο πλέκεται η ιστορία του Πέτρου και από την άλλη είναι η αφορμή να θυμηθούμε τον Κάλβο  και τα ποιήματά του, αποσπάσματα από τα οποία παραθέτει η συγγραφέας στην αρχή κάθε κεφαλαίου.
 Η Πόλυ Χατζημανωλάκη μας βάζει στην ιστορία με έναν τρόπο μαγικό. Ο αναγνώστης νιώθει σαν να  «βουτάει» μέσα στον πίνακα του Κόνσταμπλ με την αγγλική εξοχή που κοσμεί το εξώφυλλο και ρουφάει κυριολεκτικά τα κεφάλαια του βιβλίου που είναι γεμάτα περιπέτεια. Ο ήρωας της Χατζημανωλάκη έχει κάτι από την σπιρτάδα του Χάρυ Πότερ αν και είναι περισσότερο ρεαλιστικός. Η ίδια η Χατζημανωλάκη δεν υστερεί καθόλου σε σχέση με τη Ρόουλινγκ και θα μπορούσε να γράφει best seller εάν η ελληνική γλώσσα ήταν μία γλώσσα που θα μιλούσαν τα εκατομμύρια που μιλούν την αγγλική. 
Ο ήρωας της συγγραφέα ο Πέτρος Ασλάνογλου γνωρίζει άριστα την αγγλική γλώσσα. Έτσι, όταν έρχεται αναπάντεχα η ευκαιρία, πηγαίνει να σπουδάσει στη Βρετανία φιλοξενούμενος του Ιάκωβου Λογιάδη, ιδιόρρυθμου καθηγητή Μαθηματικών και φίλου του πατέρα του. Χατζημανωλάκη στο επίμετρο μας πληροφορεί πως η ιστορία είναι του Πέτρου και του Ιάκωβου δηλαδή έχει ορίσει δύο βασικούς ήρωες και η πρόθεσή της είναι μάλλον να εξελιχθούν ισότιμα. Ωστόσο, ο Πέτρος κυριαρχεί στο σκηνικό με ένα πνεύμα περιπέτειας που φαίνεται να απηχεί και τον χαρακτήρα της συγγραφέα. Η ιστορία περιλαμβάνει «προσδοκίες που διαψεύδονται, ποδηλατικές εξορμήσεις στη βρετανική εξοχή, χτυποκάρδια και αγωνίες στα θρανία ενός αγγλικού κολεγίου, πρόβες για θεατρικές παραστάσεις, μια Λέσχη φυσιοδιφών και αρχαιοφίλων, κλέφτες του μελιού, ο δαφνοστεφής ποιητής Τέννυσον, ο Σεφέρης, συνομωσίες γηραιών καρμπονάρων, το ημερολόγιο μιας μελισσοκόμου, τα λάθη του κώδικα Ντα Βίντσι, όλα αυτά, σαν φωτεινά σωματίδια σκόνης, αντανακλούν, διασκορπίζουν και παρασύρουν στη δίνη τους όπως ένα σμήνος από μέλισσες θραύσματα από το παρελθόν.
Μέσα από τους ιριδισμούς προβάλλει η αλήθεια της παρουσίας του Έλληνα ποιητή Ανδρέα Κάλβου σε αυτή την πόλη του Λινκολνσάιρ». Η παραπάνω καταιγιστική περιγραφή των γεγονότων που ζει ο ήρωας υπάρχει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Η ιστορία του βιβλίου ξεδιπλώνεται σε πολλά επίπεδα και περιλαμβάνει διαφορετικά είδη αφήγησης: επιστολή, ημερολόγιο, ιστορικό μυθιστόρημα, μυθιστόρημα χαρακτήρων, ταξιδιωτικό μυθιστόρημα κ.λ.π.
Είναι ένα αφήγημα που έχει έντονες αναφορές στον μοντερνισμό ιδιαίτερα όσον αφορά τον χειρισμό του χρόνου.  Ο χρόνος δεν είναι γραμμικός θυμίζει την Βιρτζίνια Γουλφ, την οποία αναφέρει η Χατζημανωλάκη τουλάχιστον τρεις φορές. Συνδυάζει, επίσης, στοιχεία ρομαντισμού  καθώς η περιγραφή του τοπίου θυμίζει βικτωριανό μυθιστόρημα περιγράφοντας κήπους και τοπία του Κόνσταμπλ όπως αυτό που κοσμεί το εξώφυλλο.
Ο Κάλβος είναι πάντοτε στο φόντο λειτουργώντας ως μία πύλη του χρόνου από την οποία μπαίνουμε στο παρελθόν, καθώς θυμόμαστε τη ζωή του ποιητή ακολουθώντας τα χνάρια του στο Λινκολνσάιρ αλλά και μέσα από τα ποιήματά του, στα οδοιπορικά δοκίμια του Σεφέρη για το Λάουθ, που έγιναν η αφορμή για το βιβλίο, όπως γράφει η Χατζημανωλάκη, μέχρι το παρόν της ιστορίας που διαβάζουμε ως αναγνώστες και με αυτόν τον τρόπο ζωντανεύουμε την ιστορία. Επίσης, ταξιδεύουμε στο μέλλον με όχημα την ποίηση του Κάλβου και την φιλοπατρία του αλλά και τις μέλισσες που είναι και εκείνες πρωταγωνίστριες της συγγραφέα η οποία μας βάζει ευφυώς  να διαβάσουμε ένα σχεδόν επιστημονικό άρθρο για τις μέλισσες, τη ζωή τους, το μέλι και ένα πλήθος πληροφοριών για τα τόσο χρήσιμα και εργατικά έντομα, που σε άλλη περίπτωση μόνο επιστήμονες βιολόγοι θα διάβαζαν.
Οι μέλισσες και ο Κάλβος συνδέονται με το μέλι μέσω της γλώσσας. Η σύνδεση αυτή είναι συχνή στη λογοτεχνία. Η ποίηση παρομοιάζεται με μέλι και οι ποιητές με μελισσοκόμους. Ανατρέχοντας στο παρελθόν για παράδειγμα στον Όμηρο ο οποίος  γράφει στην Ιλιάδα για το Νέστορα που «με τη γλυκιά τη γλώσσα», «κι απ’ το μέλι του ‘χυνε φωνή πιο ζαχαρένια».
Υπάρχει επίσης, η αρχαία παροιμιακή έκφραση: «Το Νεστόρειον εύγλωσσον μέλι» (Ευριπίδης) και ο Αριστοφάνης λέει για το Σοφοκλή: «Του μέλιτι κεχριμένου – το στόμα».
Ακόμη στην Παλαιά Διαθήκη διαβάζουμε πάλι: «Ως γλυκέα τω λάρρυγι μου τα λόγια σου, υπέρ μέλι τω στόματι μου».
Ο Κάλβος, λοιπόν,  σαν τον μελισσοκόμο, συνέλεξε το μέλι της γλώσσας μας από την αρχαία ελληνική και έπειτα και έφτιαξε στίχους με τους οποίους ύμνησε την Ελλάδα και τον αγώνα της ανεξαρτησίας της.
Η Χατζημανωλάκη κάνει επίσης αναφορές στην ιστορία της Ελλάδας και στην ελληνική επανάσταση. Αναφέρεται μάλιστα και στον λόρδο Μπάιρον μέσα από την αρραβωνιαστικιά του που ήταν από το Λινκολνσάιρ και έρχεται μέχρι τη σύγχρονη Ελλάδα και τον αντιδικτατορικό αγώνα όπου ο Ιάκωβος με το κωδικό όνομα Ορφέας είχε έντονη δράση. -Ο Ορφέας που έφτιαξε μία γλώσσα επικοινωνίας από ανθρωπάκια που χόρευαν ώστε να ξεγελάσουν την χούντα. - Ο Ιάκωβος ή Ορφέας που ήταν μαθηματικός και που μέσα από αυτόν η Χατζημανωλάκη μας μίλησε για τα μαθηματικά παρομοιάζοντας τους μαθηματικούς «με ψαράδες που κάθονται και περιμένουν υπομονετικά με το καλάμι τους στη λίμνη να τσιμπήσει κάποιος το δόλωμα ώστε να τον ανεβάσουν στην επιφάνια».

Η Χατζημανωλάκη έχει καλύψει σε αυτό το βιβλίο τόσα θέματα, συγγραφείς, ερωτήματα, γνώσεις, περιπάτους που σε κάνει να αναρωτηθείς εάν μπορείς να συμφωνήσεις με αυτό που γράφει σε κάποιο σημείο του βιβλίου της: «η καλύτερα τροφοδοτημένη φαντασία είναι καλύτερη από οποιοδήποτε βιβλίο». Με αυτό το βιβλίο δεν συναγωνίζεται ούτε η πιο ζωηρή φαντασία!

                   -------------------------------------


Η Πόλυ Χατζημανωλάκη γεννήθηκε στην Κάλυμνο το 1958. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετά έκανε το διδακτορικό της στη Στατιστική Φυσική στις Βρυξέλλες, κοντά στον νομπελίστα Ilya Prigogine. Κατόπιν εργάστηκε ερευνητικά στο Κέντρο Στατιστικής Μηχανικής και Θερμοδυναμικής του Πανεπιστημίου του Austin στο Τέξας, δίδαξε Φυσική σε μεταλυκειακό επίπεδο καθώς και στο Διεθνές Απολυτήριο (ΙΒ΄).
Για δέκα χρόνια διηύθυνε το IB΄ στα Εκπαιδευτήρια Κωστέα - Γείτονα. Είναι μέλος του Γραφείου Εκπαιδευτικής Έρευνας των Εκπαιδευτηρίων Γείτονα. Τελευταία ασχολείται συστηματικά με τα προγράμματα Βιωματικής Μάθησης, δημιουργώντας εκπαιδευτικό υλικό και πολυμεσικές παρουσιάσεις για όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης. Συμμετέχει ως συντονίστρια στο Δίκτυο Καινοτόμων Σχολείων και έχει δημιουργήσει το Ιστολόγιο για θέματα μνήμης «Πινακίδες από Κερί». Είναι υπεύθυνη του Πανελλήνιου Διαγωνισμού Ανάγνωσης Παιδικού Βιβλίου «Βιβλιοδρομίες» που τα τελευταία δέκα χρόνια διοργανώνεται από τα Εκπαιδευτήρια Γείτονα και έχει συμβάλει, κατά κοινή ομολογία, στο να μυηθούν οι μικροί μαθητές στην τέχνη της ανάγνωσης. «Οι Μέλισσες του Κάλβου» είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.


Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2014) Το αλφαβητάρι των πουλιών, Εύμαρος
(2010) Τα αινίγματα του Ν’γκόρο, Ροές
(2008) Οι μέλισσες του Κάλβου τριγυρίζουν στα λιβάδια του Λινκολνσάιρ, Ταξιδευτής


* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος.

Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

«Είμαι ο καλύτερος μαθητής των φοιτητών μου»

Πηγή:http://www.tanea.gr/news/nsin/article/5354595/eimai-o-kalyteros-mathhths-twn-foithtwn-moy/



Συναντήσαμε τον διασημότερο κριτικό λογοτεχνίας στο σπίτι του κοντά στην πανεπιστημιούπολη του Γέιλ, και μοιραστήκαμε μαζί του σκέψεις για τον Σαίξπηρ, την αρχαία Ελλάδα, τον Τραμπ και την ποίηση


Η διεύθυνση έμοιαζε σωστή: οδός Λίντεν 179. Αλλά από το μαύρο διώροφο σπίτι, χτισμένο το 1905 σε ρυθμό Shingle, έλειπαν οι αριθμοί. Μόνο το νούμερο 7 είχε μείνει επιχρυσωμένο πάνω στον τοίχο. Σαν απομεινάρι παλιού μεγαλείου που με τα χρόνια γίνεται συνήθεια - ή σαν αναλαμπή μιας αίγλης που γνωρίζει την αξία της. Η τελευταία οδηγία της ηλεκτρονικής μας αλληλογραφίας πάντως ήταν σαφής: «Μην χτυπήσεις το κουδούνι. Απλώς πέρνα μέσα».
Το άνοιγμα της πόρτας θα έριχνε το τελευταίο όριο στη λογοτεχνική επικράτεια του Νιου Χέιβεν. Στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, όπου είχα φτάσει πενήντα λεπτά νωρίτερα, ξεκινά το βιβλίο του Σάλιντζερ «Φράνι και Ζούι» (Καστανιώτης). Τα μπαρ της δεκαετίας του 1950, όπως αυτά στην κεντρική οδό Τσέιπελ, ήταν τα στέκια του Θόρντον Γουάιλντερ. Σε μια από τις πιτσαρίες της κωμόπολης βρίσκουν καταφύγιο ο καθηγητής και ο φοιτητής στο «Ενάντια στη μέρα» του Τόμας Πίντσον (Καστανιώτης). Και οι φτελιές της βρήκαν χώρο στις «Αμερικανικές σημειώσεις» του Κάρολου Ντίκενς κατά την περιοδεία του στις ΗΠΑ το 1842.
Ο «Ζοφερός οίκος» (Gutenberg) του βικτωριανού σταρ βρίσκεται σφηνωμένος στη στοίβα με τα βιβλία αριστερά στο χολ: μια εικόνα που μάλλον δεν έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, αν κρίνει κανείς από την πατίνα της σκόνης. Στο μεγάλο σαλόνι, λουσμένο στο φως, ο πρώτος ήχος είναι κλασική μουσική - Μπραμς, όπως μαθαίνω αργότερα. Οι διασκορπισμένες δεξιά κι αριστερά εκδόσεις μοιάζουν με αυτοσχέδια έκθεση εκλεκτικού γούστου: ακόμη κι αν η φιλοπεριέργειά σου νιώσει κολακευμένη με τους τίτλους του Σαίξπηρ, την «Ιλιάδα», την «Οδύσσεια» ή τον «Μόμπι Ντικ», η σύγχυση είναι αναπόφευκτη όταν το βλέμμα πέσει στους τίτλους των Γνωστικών ή της Καμπάλα, πάνω στον καναπέ του καθιστικού: «The Poetry of Kabbalah» του Πίτερ Κόουλ, «Jewish Cryptotheologies of Late Modernity» της Agata Bielik-Robson και άλλα βιβλία που ανήκουν στο διαχρονικό εργαστήριο του συγγραφέα: Χανς Γιόνας, Γκέρσομ - Σόλεμ, Φρίντριχ Χέλντερλιν.
Οση ώρα διαρκούσε ο ψυχαναγκαστικός ηδονοβλεπτισμός, ο Χάρολντ Μπλουμ προχωρούσε από την αντίθετη κατεύθυνση, με τη βοήθεια ενός πι, προς το καθιστικό. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα στάθηκε εκεί, κάτω από την κάσα: ο καταβεβλημένος «σατανάς της λογοτεχνικής κριτικής», όπως τον ονόμασε ο Ντένις Ντόναχιου, που ως μόνο θεό αναγνωρίζει τον Σαίξπηρ. Ο συγγραφέας εκατοντάδων σημειωμάτων για τις μεγαλύτερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας που διατηρεί ακόμη την αύρα έξι μάχιμων δεκαετιών. Ο τελευταίος «βροντόσαυρος», όπως ονομάζει ο ίδιος τον εαυτό του. Ο ιδιοσυγκρασιακός πολέμιος της αποδόμησης, ο κριτικός που λάτρεψε τον Πίντσον με το πάθος ενός νεανικού έρωτα - όπως εκείνου που εξομολογήθηκε για τη Σοφία Λόρεν. «Το μόνο άτομο που θα ήθελα να είχα γνωρίσει, το οποίο δεν συνάντησα ποτέ. Ημουν ερωτευμένος με τη Σοφία Λόρεν για τουλάχιστον το ένα τρίτο του αιώνα» έλεγε στην εξαντλητική συνέντευξή του στο «Paris Review» την άνοιξη του 1991. Για την ιστορία, η Λόρεν κάλεσε στο Χόλιγουντ τον Μπλουμ και τη σύζυγό του Τζιν Γκουλντ, συνταξιούχο σχολική ψυχολόγο, αλλά ο πρώτος δεν μπορούσε να ταξιδέψει λόγω επέμβασης στο ισχίο.

Καθηγητής επί 61 χρόνια
Πάνω στο οβάλ τραπέζι του καθιστικού, το οποίο μου υποδεικνύει ως χώρο της συνέντευξης με μια κοφτή χειρονομία, βρίσκονται τραπεζικοί λογαριασμοί, κούπες με τσάι - «εδώ προτιμάμε το earl grey» μου επισημαίνει η Τζιν - και οι «New York Τimes» της ημέρας: «Δεν γράφουν με τους κανόνες της γραμματικής πλέον, αλλά και πάλι είναι η καλύτερη εφημερίδα του είδους» λέει ο Μπλουμ. Είναι η ώρα που η προσωπική βοηθός του φεύγει ανανεώνοντας το ραντεβού τους για την επόμενη ημέρα. Ο καθηγητής πιάνει την ίδια καρέκλα όπου κάθεται, όποιος κι αν είναι ο καλεσμένος του. «Είμαι εξαντλημένος σήμερα. Νιώθω να με πλακώνει η ημέρα» μου λέει και προς στιγμήν ανάβει σπίθες ενοχής. «Αλλά ήρθες από την Ελλάδα. Και νομίζω ότι μπορώ να διαθέσω λίγο χρόνο για κάποιον που έκανε αυτό το ταξίδι».
Το Πανεπιστήμιο Γέιλ βρίσκεται σε απόσταση 10 λεπτών, αλλά με τον καθηγητή των Ανθρωπιστικών Επιστημών τούς χωρίζει άβυσσος. Γι' αυτόν, το κορυφαίο ίδρυμα συμβολίζει την ένταση και τη βία του παρελθόντος. Δεν ανέχτηκε ποτέ την ιεροποίηση του Ελιοτ από τους Νέους Κριτικούς και ξέκοψε γρήγορα από την περίφημη σχολή των αποδομιστών ακολουθώντας τον προσωπικό δρόμο που τον οδήγησε στον «Δυτικό κανόνα» (Gutenberg). Ηταν η εποχή που ο φίλος του Πολ ντε Μαν έγραφε στις «Αλληγορίες της ανάγνωσης» ότι η λογοτεχνία συνίσταται από μεταφορές και σχήματα λόγου που δεν επιβιώνουν πουθενά αλλού παρά μόνο μέσα στο κείμενο. Και ο Ζακ Ντεριντά ξεκινούσε τη μεγάλη επίθεση στην ιδέα της ανθρώπινης φωνής μέσα σε ένα βιβλίο στο «Περί γραμματολογίας» (Γνώση).
Στις αρχές του 2000 ένα έλκος και μια καρδιακή ανακοπή - από την οποία σώθηκε με τριπλό μπαϊπάς - τον κράτησαν οριστικά εκτός campus. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αφού δεν πηγαίνει ο πάπας της συγκριτικής λογοτεχνίας στην αίθουσα, έρχεται η αίθουσα σ' αυτόν. «Είμαι στο 86ο έτος της ηλικίας μου και διδάσκω επί 61 χρόνια. Λόγω των προβλημάτων υγείας, ωστόσο, κάθε Τρίτη υποδέχομαι δώδεκα φοιτητές και τους διδάσκω Σαίξπηρ. Τα επόμενα μαθήματα είναι πάνω στο "Αντώνιος και Κλεοπάτρα", ενώ θα ακολουθήσουν η "Χειμωνιάτικη ιστορία" και η "Τρικυμία". Κάθε Πέμπτη υποδέχομαι άλλους δώδεκα για το μάθημα της ποιητικής επίδρασης. Το επόμενο μάθημα - δύο ή τρεις συναντήσεις - αφορά το υπέροχο μυθιστόρημα του Ντ.Χ. Λόρενς "Ουράνιο τόξο" (Κριτική) και τα ποιήματά του για τον θάνατο. Θα διδάξω στη συνέχεια ποίηση του Ρόμπερτ Φροστ, της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ και στο τέλος ένα μάθημα για τον φίλο μου ποιητή Τζον Ασμπερι».
Για την καταβεβλημένη μορφή απέναντί μου, που φοράει ακουστικό στο αφτί, κρατά με διαρκές τρέμουλο το ποτήρι του νερού και τα τελευταία τέσσερα χρόνια αποφεύγει τη μετακίνηση στο διαμέρισμα της Νέας Υόρκης, ελάχιστα πράγματα έχουν μείνει τόσο σταθερά στη ζωή του όσο ο δεσμός με τη σύζυγό του, με την οποία είναι παντρεμένος από το 1959, και η ακατάβλητη πίστη στο μεγαλείο του Σαίξπηρ. Στην «Επινόηση του ανθρώπινου» (του οποίου η μετάφραση αναμένεται από τις εκδόσεις Gutenberg) η θέση του μοιάζει με μια από τις 10 εντολές στη διαθήκη της κριτικής: η ανθρώπινη συνείδηση «ξύπνησε» μέσα στο σαιξπηρικό δράμα. Ειδικά στους μεγάλους μονολόγους του βάρδου, που λειτουργούν σαν αντίλαλος της εσωτερικής μας φωνής. Για τον Μπλουμ, ο Σαίξπηρ είναι στοχαστής ανώτερος του Χιουμ ή του Βίτγκενσταϊν - μία από τις ιδιοσυγκρασιακές του απολυτότητες - μόνο και μόνο επειδή εφηύρε τους χαρακτήρες του Φάλσταφ και του Αμλετ (στη συζήτησή μας, για να αποφύγω την οργισμένη αντίδρασή του, δεν του υπενθύμισα ποτέ την άποψη του Ελιοτ ότι δουλειά του ποιητή δεν είναι να στοχάζεται). «Εχω ακούσει διάφορα στη ζωή μου για την αξία διαφόρων» μου λέει. «Ενα έχω να πω: ποιος άλλος αξίζει αν όχι ο Σαίξπηρ; Είναι η ζωή μας. Οπως έχει σημειώσει ο  Εμερσον, ο Σαίξπηρ έγραψε το βιβλίο της σύγχρονης ζωής. Η ουσία της ποίησης είναι η επινόηση, η ανακάλυψη. Στην περίπτωση του Σαίξπηρ έχουμε έναν ποιητή που δεν ανακαλύπτει κατ' ανάγκην κάτι καινούργιο, αλλά που φωτίζει με τέτοιον τρόπο την περασμένη γνώση, ώστε χωρίς αυτόν δεν θα την είχαμε ποτέ κατανοήσει». Αλήθεια, κύριε Μπλουμ, αν κάποιος ήθελε να δελεάσει την 8χρονη κόρη του να διαβάσει Σαίξπηρ, ποια είναι η καλύτερη αρχή; «Δοκιμάστε τον "Ιούλιο Καίσαρα". Νομίζω πως θα ενθουσιαστεί (απαγγέλλει στίχους του Κάσσιου): "Ούτε πέτρινος πύργος ούτε τοίχοι μπρούντζινοι ούτε πνιγηρό μπουντρούμι ούτε σίδερα βαριά μπορούν να περιορίσουν της ψυχής τη δύναμη. Η ζωή, όταν την τρων αυτές οι κοσμικές αμπάρες, έχει τη δύναμη πάντα να λυτρωθεί. Αν ξέρω τούτο εγώ, ας το ξέρουν κι όλοι οι άνθρωποι, πως όσο μέρος τυρραννίας εγώ 'μαι φορτωμένος, μπορώ όταν θέλω να τ' αποτινάξω"».
Στιγμές στιγμές η φωνή του μοιάζει ξέπνοη, αλλά η διαύγεια της απάντησης δεν προδίδει ποτέ τον συνομιλητή. Το ίδιο και η αγγλική προφορά με τις νεοϋορκέζικες αποχρώσεις. Ο Μπλουμ έχει μάθει τα αγγλικά διαβάζοντάς τα μόνος του, οπότε έχει κατακτήσει και μια προσωπική επιτόνηση. Ακόμη κι αν κάποια στιγμή ξεχαστείς, η αναλαμπή δεν αργεί: ο πολύπειρος καθηγητής απέναντί σου έχει ξεκινήσει ως 10χρονο παιδί που ανακάλυψε τον Γουίλιαμ Μπλέικ και την ποίηση του Χαρτ Κρέιν σε μια γειτονιά του ανατολικού Μπρονξ μιλώντας μέχρι τότε τα γίντις των ομοεθνών του.

Οι πρόγονοι και οι πρίγκιπες
Για τον 86χρονο κριτικό κάθε νέα δημιουργία είναι «παρερμηνεία» των προηγουμένων, όπως έχει ήδη σημειώσει στην «Αγωνία της επίδρασης», το βιβλίο που έγραψε μέσα σε τρεις ημέρες το 1973, όταν αντιμετώπισε την κρίση της μέσης ηλικίας (στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 1989 από την Αγρα, σε μετάφραση Δημήτρη Δημηρούλη). Αντί να αναζητεί κανείς την αυτονομία του ποιητή, είναι προτιμότερο να μελετήσει την ανταγωνιστική σχέση του με τους προδρόμους ή τους συγχρόνους του, καθώς το ποιητικό του εγώ διαμορφώνεται σε διάλογο μαζί τους. Η λογοτεχνία είναι ένας αιματηρός στίβος όπου οι νέοι ταλαντούχοι συγγραφείς κονταροχτυπιούνται με τους καθιερωμένους προγόνους τους. Οι πρίγκιπες πρέπει να αναμετρηθούν με τους ιδρυτικούς πατέρες: ή θα τους ξεπεράσουν ή θα εξαφανιστούν. Οι δαίμονες δημιουργούν καταστρέφοντας, επισημαίνει ο ίδιος στο κομβικό βιβλίο του 1973. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο αναχωρητής του Νιου Χέιβεν ανέχεται οποιαδήποτε διασκευή - του Σαίξπηρ, για παράδειγμα. «Από τις κινηματογραφικές μεταφορές μού άρεσε μόνο ο "Θρόνος του αίματος" και το "Ραν" του Κουροσάβα» έλεγε σε παλιότερη συνέντευξή του στο wwd.com. «Κάποτε ο Φρανκ Κερμόουντ (σ.σ. κορυφαίος σαιξπηρικός μελετητής) μου επεσήμανε σε δημόσια συζήτηση ότι "τα έργα αυτά δεν είναι καν στα αγγλικά". "Αυτό είναι το σπουδαίο, Φρανκ" του απάντησα».
Στα 61 χρόνια που διδάσκει, ερμηνεία του κειμένου σημαίνει προσωπική αναμέτρηση με τον συγγραφέα, χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Ακόμη και σήμερα συνεχίζει να είναι ο υπ' αριθμόν 1 εχθρός της ακαδημαϊκής «Σχολής της Μνησικακίας», στην οποία έχει εντάξει τους νεομαρξιστές και τους νεοϊστορικιστές, τη φεμινιστική κριτική και τους αφροκεντριστές, τους σημειολόγους, τους λακανικούς και τους αποδομιστές. Ο Μπλουμ τρέφεται από τη δυσπιστία των άλλων. Θέλει να (αυτο)διαφημίζεται ως ο τελευταίος φύλακας της ιερής γνώσης που ξεκινάει από τον βάρδο του Στράτφορντ-απόν-Εϊβον και φτάνει ώς τα ιερά τέρατα της αμερικανικής λογοτεχνίας: Ουίτμαν, Φροστ, Ουάλας, Εμιλι Ντίκινσον, Φόκνερ. Οταν σε μια διάλεξή του ένας φοιτητής υπαινίχθηκε ότι ο Ιάγος κρύβει σεξουαλική ζήλεια για τον Οθέλλο, ο καθηγητής του ήταν έτοιμος για πόλεμο: «Οχι, όχι, αγαπητέ μου. Εδώ πρέπει να αντισταθώ». «Η μεγαλύτερη παρανόηση σε σαιξπηρικό κείμενο είναι ο "Αμλετ"» επανέρχεται στη δική μας συζήτηση. «Ούτε ο ίδιος ο Σαίξπηρ δεν γνωρίζει τον ήρωά του απολύτως. Ο Αμλετ συνεχώς διαφεύγει: είναι ο μοναδικός λογοτεχνικός χαρακτήρας - αν τον θεωρήσουμε λογοτεχνικό - που διαθέτει συγγραφική συνείδηση και ξεχωριστή νοημοσύνη. Σαν να γράφει ο ίδιος την ιστορία του σε αντιπαλότητα με τον Σαίξπηρ. Είναι δύο αντίπαλοι και ποτέ δεν ξέρεις ποιος από τους δύο κερδίζει στο τέλος. Κι αυτό φαίνεται στο "θεατρικό μέσα στο θεατρικό" των 1.000 στίχων που γράφει ο Σαίξπηρ για να ξανακερδίσει την προσοχή των θεατών από το τζίνι που απελευθέρωσε. Ο Αμλετ είναι η πληρέστερη μορφή συνείδησης που παρουσιάστηκε ποτέ στην ιστορία της δυτικής λογοτεχνίας. Πάντως σίγουρα δεν πρόκειται για έναν εκδικητή, όπως συνήθως τον περιγράφουν. Από μια έννοια, φτάνει κάπου πιο βαθιά από τον Ομηρο, τον Αισχύλο, τον Πίνδαρο, τον Ευριπίδη, τον Αριστοφάνη και τους υπέροχους χαρακτήρες του Πλάτωνα. Πρώτα απ' όλα, δεν λέει τίποτε απ' όσα εννοεί και δεν εννοεί τίποτε απ' όσα λέει. Αυτό είναι το πρώτο μάθημα για όποιον θέλει να ασχοληθεί με τον ήρωα».
Σε πείσμα των εντυπώσεων, το καθιστικό του Νιου Χέιβεν δεν περιέχει μόνο βιβλία. Δίπλα στους τίτλους για την Καμπάλα υπάρχουν λούτρινα ζωάκια στα οποία έχει δώσει ονόματα λογοτεχνικών ηρώων ή φιλοσόφων: η στρουθοκάμηλος Βαλεντίνα θυμίζει την καταγωγή της από τον αιγύπτιο γνωστικό Βαλεντίνο, συγγραφέα του "Ευαγγελίου της αλήθειας" τον 2ο αι. μ.Χ. Ο Γκορίλα δεν χρειάζεται άλλες συστάσεις, ενώ ο «νονός» του πλατύποδα Οσκαρ δεν είναι άλλος από τον Οσκαρ Ουάιλντ, προσωπικό ήρωα του Μπλουμ. Από τα δωμάτια αυτά έχουν περάσει τα τελευταία εξήντα χρόνια άνθρωποι που έγραψαν ιστορία με χρυσά γράμματα στην παγκόσμια λογοτεχνία. Ο Οντεν είχε έρθει στο σπίτι κάπου στα 1965 για μια διάλεξη στο Γέιλ. Και όπως θυμάται η Τζιν, μπήκε μέσα με ένα παλτό χωρίς κουμπιά - «του είπα ότι μπορώ να τα μαντάρω» - και έναν χαρτοφύλακα στον οποίο έκρυβε ένα μεγάλο μπουκάλι τζιν, ένα μικρότερο με βερμούτ και μερικά ποιήματα. Μία από τις αγαπημένες ποιήτριες του Μπλουμ, η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, έμεινε στο πάνω δωμάτιο για ένα βράδυ.

Αρχαία Ελλάδα και Πούτιν
Κάποια στιγμή η Τζιν, που ελέγχει καθημερινά την ηλεκτρονική του αληλογραφία (αντιλαμβάνομαι ότι εκείνη είδε πρώτη το δικό μου e-mail), με ρωτάει για την κατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα. Γεγονός που ξυπνάει μια από τις αναμνήσεις του συνομιλητή μου. «Πολλά χρόνια πριν, το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο με είχε προσκαλέσει σε μια τιμητική εκδήλωση, όπου θα ανέβαζαν μάλιστα τον θεατρικό "Κάιν"» του Λόρδου Βύρωνα. Δυστυχώς αρρώστησα και το ταξίδι δεν έγινε ποτέ. Και ενώ έχουμε ταξιδέψει σε πολλά μέρη με τη σύζυγό μου, δεν κατάφερα ποτέ να έρθω στην Ελλάδα. Είναι από τις μεγάλες απώλειες της ζωής μου: το να έχω επισκεφτεί τη Ρώμη και την Ιερουσαλήμ, αλλά όχι την Αθήνα. Δεν ξέρω πώς μπορεί να ακούγεται αυτό για έναν τρίτο, αλλά το να μην έχεις ταξιδέψει στην Αθήνα είναι σαν να έχεις χάσει την πιο σημαντική από τις αρχαίες πόλεις - πιο πολύτιμη από τις άλλες δύο, ακόμη κι αν λόγω της εβραϊκής μου προέλευσης νιώθω την Ιερουσαλήμ μέσα μου. Οτιδήποτε χρησιμοποιούμε με όρους γνώσης, αισθητικής κατανόησης, πολιτισμού, ο οποίος παρήγαγε τον δυτικό κανόνα, προέρχεται από την αρχαία Αθήνα: οι τραγικοί και ο Πλάτων κατά κύριο λόγο. Θα έβαζα και τον Πίνδαρο, αν δεν καταγόταν από τη Θήβα. Χωρίς τον Θουκυδίδη δεν θα είχαμε καμία αίσθηση της ιστορικής έρευνας».
Του θυμίζω ότι σε μια παλαιότερη τηλεφωνική μας συνέντευξη μιλούσε για τον Καβάφη με όρους μεγάλης ποίησης. «Ο δεύτερος καημός μου είναι ότι δεν επισκέφτηκα ποτέ την Αλεξάνδρεια εξαιτίας των σχέσεων Αιγύπτου - Ισραήλ. Αν και ποτέ δεν έπαψα να πιστεύω ότι όλοι μας είμαστε Αλεξανδρινοί. Πνευματικά καταγόμαστε από εκείνη την περίοδο: από τον 2ο αιώνα μ.Χ., όταν η Αλεξάνδρεια ήταν η σπουδαιότερη πόλη Ελλήνων, Εβραίων, αιρετικών, χριστιανών. Ενα μεγαλείο που χάθηκε για πάντα - ειδικά όταν ο Νάσερ κατέστρεψε την πόλη. Αλλά η δυτική λογοτεχνία σε μεγάλο βαθμό είναι αλεξανδρινή - και θα συνεχίσει να είναι. Γι' αυτό ο δικός σας Καβάφης έχει μια τόσο ισχυρή φωνή: επειδή ενσωματώνει αυτό το μεγαλείο ακόμη και μετά την παρακμή του».
Ο Χάρολντ Μπλουμ είναι ένας αναγνώστης που θυσίασε τη φθαρτότητα της ανάγνωσης για την αθανασία των κειμένων. Κάποια στιγμή σηκώνεται με κόπο και μετακινείται στο δωμάτιό του αναζητώντας κάποιες σημειώσεις. Επανέρχεται αργά στην καρέκλα χωρίς να κρύβει το αίσθημα της κόπωσης. Εχει σκεφτεί να ολοκληρώσει τις συνεδρίες με τους φοιτητές του; «Οχι, δεν θέλω να μου λείψει η διδασκαλία, παρά μόνο όταν έρθει το τέλος - φαντάζομαι σε 4 ή 5 χρόνια σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού. Μαθαίνω συνεχώς κάθε φορά που ανοίγουν το στόμα τους οι φοιτητές μου. Εκεί καταλήγεις ύστερα από 60 χρόνια διδασκαλίας: γίνεσαι ο καλύτερος μαθητής των μαθητών σου επειδή έχεις μάθει να ακούς».
Η ανάγνωση των «New York Times» είναι μια συνήθεια ζωής. Η αναγκαστική αυτοεξορία του δεν σημαίνει ότι ο παλαιός υπερασπιστής της Αριστεράς σταμάτησε ποτέ να ενημερώνεται για τη δημόσια σφαίρα. Και η συζήτησή μας πραγματοποιείται μία ημέρα μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στις Βρυξέλλες. «Η πολιτική μού προκαλεί απέχθεια αυτή την περίοδο. Το 46% του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος ευνοεί τον Τραμπ που ακούγεται ολοένα και περισσότερο σαν Μουσολίνι - ή Μπερλουσκόνι, αν προτιμάτε. Ενα άλλο 26% στηρίζει τον Τεντ Κρουζ που έχει χιτλερικές ιδέες. Πρόκειται για ένα τέρας. Μιλάμε για ένα 72% που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ευνοεί φιλοφασιστικές θέσεις - μην απορείτε, ο όρος είναι περιγραφικός. Πολύ φοβάμαι ότι αν δεν επιλέξουν τον Τραμπ θα ακολουθήσουν ταραχές - ίσως και αιματηρές. Από τους Δημοκρατικούς υποστηρίζω τον Μπέρνι Σάντερς, έναν αξιοπρεπή και έντιμο πολιτικό, έναν δημοκράτη σοσιαλιστή όπως εγώ. Αλλά δεν έχει καμία τύχη. Θα τον ψηφίσω (σ.σ. οι προκριματικές στο Κονέκτικατ έγιναν την περασμένη Τρίτη), αλλά στο τέλος θα κλείσω τη μύτη μου και θα ψηφίσω την κυρία Κλίντον. Παρότι που θεωρώ ότι είναι απατεώνισσα. Καλύτερα να έχεις κάποια που σκοπό ζωής είχε - μαζί με τον σύζυγό της - να αβγατήσει τον προσωπικό της πλούτο, παρά κάποιον σαν τον Τραμπ ή τον Κρουζ. Ελπίζω να μην έχουμε κάτι αντίστοιχο με το χτύπημα στις Βρυξέλλες, επειδή αυτό θα ευνοούσε τους Ρεπουμπλικανούς. Και σε μια τέτοια περίπτωση την έχουμε βάψει - όχι μόνο εμείς, αλλά κι εσείς. Πρόκειται για μανιακούς. Ανέκαθεν πίστευα ότι το μέλλον της Αμερικής είναι οι ασιάτες Αμερικανοί, οι ισπανόφωνοι και τα νέα κύματα των ευρωπαίων μεταναστών. Μπορεί το πολιτικό σκηνικό μας να είναι απαίσιο, αλλά έχουμε ακόμη ένα καλό Σύνταγμα».
Απ' ό,τι φαίνεται, παράλληλα με την περιήγηση στο Γκραν Κάνιον της λογοτεχνίας ο Μπλουμ κρατούσε σημειώσεις στο περιθώριο - για την πολιτική, τη θρησκεία, τον Χάντιγκτον - σαν «ημερολόγιο εκτός βιβλίων». «Πιστεύω στη σύγκρουση των πολιτισμών, αλλά με μια διαφορετική οπτική. Με την έννοια ότι όλοι συνεισφέρουμε στον πολιτισμό. Είμαστε όλοι υποσημειώσεις στον Πλάτωνα - αν και ο Σαίξπηρ είναι κάτι παραπάνω από υποσημείωση. Αφαιρέστε ό,τι πήραμε από την αρχαία Ελλάδα και θα καταλήξουμε όλοι Πούτιν. Ακόμη και το Ισραήλ με απογοητεύει εξαιτίας της ηγεσίας του. Εχουν τον βασιλιά Μπίμπι, σκληρό και ανόητο σαν τον Κρουζ ή τον Τραμπ».

«Στοιχειωμένος από τη μνήμη»
Η απολογιστική διάθεση είναι εμφανής και στο πιο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο «The daemon knows» («Ο δαίμων γνωρίζει»), το οποίο στέκεται πάνω στον καναπέ. Πέρα από την ανάλυση δώδεκα ιερών μορφών της αμερικανικής λογοτεχνίας, οι σημειώσεις από το περιθώριο διαχέονται σε όλες τις σελίδες. Θυμάται, για παράδειγμα, τον πρώτο παιδικό του έρωτα: «Ημουν επτά ή οκτώ χρονών κι έπαιζα στο χιόνι μαζί με άλλα παιδιά. Δεν μπορώ να ανακαλέσω το όνομα του κοριτσιού, αλλά τρία τέταρτα του αιώνα αργότερα, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου πριν από την αυγή, ξαναβλέπω το πρόσωπό της με εντυπωσιακή καθαρότητα, σαν ένα κάδρο μέσα στην κουκούλα του χειμωνιάτικου μπουφάν της». Εκμυστηρεύεται τις αϋπνίες του: «Μετά τον πρώτο ύπνο, μένω άγρυπνος τα βράδια, μουρμουρίζοντας στον εαυτό μου Κρέιν, Γουίτμαν και Σαίξπηρ, ψάχνοντας παρηγοριά στη διάρκειά τους - σαν να μπορούσαν οι μεγάλες φωνές να αναβάλουν το διαρκές σκοτάδι που απλώνεται». Η ισχυρή μνήμη είναι μια κατάκτηση από την παιδική ηλικία, τη μελέτη της εβραϊκής Τορά και την επίδραση του Νίτσε, σύμφωνα με τον οποίο η γνώση είναι πάντα επίπονη. «Το επόμενο βιβλίο μου - που είναι ακόμη θολό μέσα στο μυαλό μου - θέλω να λέγεται "Στοιχειωμένος από τη μνήμη» (Possessed by memory). Θέλω να περιγράψω το συγγραφικό μεγαλείο και την "κατάκτηση της ανάμνησης" από ποίημα σε ποίημα: κυρίως της αγγλόφωνης λογοτεχνίας, αλλά με ενδιαφέρουν εξίσου για διαφορετικούς λόγους ο Πολ Βαλερί και ο Πίνδαρος».
Η αϋπνία δεν είναι ο πιο δόκιμος τρόπος να κλείσεις μια συνέντευξη, αλλά υπάρχει κάτι ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, όταν ακούς έναν εμμονικό αναγνώστη επτά δεκαετιών να αφηγείται τα τέρατα που γεννά ο ύπνος της λογικής. «Ολοι οι φίλοι μου έχουν προβλήματα με τον ύπνο. Ο τρόπος που έχω ανακαλύψει εγώ να συνεχίσω λίγο ακόμη αυτή τη ζωή είναι να λέω ποιήματα χαμηλόφωνα. Το τελευταίο διάστημα επανέρχεται συνεχώς ως ανάμνηση ένα ποίημα του Εντουιν Αρλινγκτον Ρόμπινσον, φίλου του Ρόμπερτ Φροστ, αλλά μεγαλύτερου στην ηλικία. Δεν νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι στην Αμερική τον διαβάζουν πλέον στις ημέρες μας».
Στο επόμενο δευτερόλεπτο ο Χάρολντ Μπλουμ άρχισε να απαγγέλλει τους 32 στίχους χωρίς να κομπιάσει ούτε μία φορά, σαν 8χρονος μαθητής που τους έχει αποστηθίσει για το σχολείο. Το ποίημα λέγεται «Luke Havergal» και αφηγητής είναι μια φωνή από τον τάφο που καλεί τον Λουκ Χάβεργκαλ να αναζητήσει τη χαμένη του αγάπη. Οι λίγοι στίχοι της αρχής ίσως είναι το καλύτερο κλείσιμο ύστερα από μια συνάντηση με έναν «ανατόμο του λυρισμού», αλλά δεν μπορούν να αποδώσουν με τίποτε τη μαγεία των 90 δευτερολέπτων στα οποία το βλέμμα του 86χρονου κριτικού συντονίστηκε με τον εσωτερικό ρυθμό μιας ολόκληρης ζωής. Ηταν ένας θρύλος ακουμπισμένος σε μια καρέκλα. Αλλά περισσότερο κι απ' αυτό, αποχαιρετούσα έναν μαθητή που φώναζε το ποίημά του σαν να ήταν η πρώτη ημέρα στο σχολείο:

«Πήγαινε στη δυτική πύλη, Λουκ Χάβεργκαλ,
εκεί όπου η κληματαριά σκαρφαλώνει κατακόκκινη στον τοίχο.
Και περίμενε στο λυκόφως γι' αυτό που θα 'ρθει.
Τα φύλλα θα σου ψιθυρίσουν λόγια για εκείνη και κάποια,
καθώς πέφτουν, θα σε χτυπήσουν σαν λέξεις που πετούν.
Αλλά πήγαινε - θα σε καλέσει αν ακούσεις.
Πήγαινε στη δυτική πύλη, Λουκ Χάβεργκαλ.

Ερχομαι μέσα από τον τάφο για να σ' τα πω αυτά.
Μέσα από τον τάφο έρχομαι για να παγώσω το φιλί
που καίει επάνω στο μέτωπό σου σαν λάμψη
και κρύβει τον δρόμο που πρέπει να πάρεις.
Ναι, έχεις ακόμη ένα δρόμο για να τη βρεις.
Δύσβατο, αλλά όποιος πιστεύει δεν μπορεί να ξαστοχήσει».

ΥΓ: Το ηχητικό απόσπασμα μπορείτε να το ακούσετε στo www.tanea.gr
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΜΑΣΤΟΡΩΝ





Είναι πλέον προφανές ότι τα πιο ορεινά, απομακρυσμένα και φτωχά χωριά, ριζωμένα σε βραχοτόπια, υπήρξαν πάντα πατρίδες των κουδαραίων, όχι μόνο στην Ήπειρο και τη δυτική Μακεδονία, αλλά και στην Πελοπόννησο. Ωστόσο και σε άλλες περιοχές υπάρχουν ορεινά χωριά που δεν έδωσαν όμως μαστόρους, δεν υπήρξαν κουδαροχώρια, όπως κατά κανόνα τα βλαχοχώρια της δυτικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, η Κλεισούρα, η Σαμαρίνα, η Σμίξη, το Περιβόλι, η Σαμαρίνα, η Νέβεσκα (Νυμφαίο), το Μέτσοβο και άλλα.  Υπάρχει πάντως και ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη. Τόσο τα χωριά των κουδαραίων, όσο και τα χωριά των βλάχων είναι ορεινά, μόνο που τα βλαχοχώρια[1] δεν βρίσκονται πάντα σε βραχότοπους, αλλά, συνήθως, κοντά σε κατάλληλα βοσκοτόπια. Από τη βυζαντινή εποχή κιόλας, τα χωριά αυτά ήταν διαλεγμένα με προσοχή από τους βλαχοποιμένες, ώστε να τους προσφέρουν ασφάλεια από τις επιδρομές και βοσκή για τα κοπάδια τους. Αργότερα, τα βλαχοχώρια απέκτησαν και χειμαδιά. Γενικά, τα χωριά αυτά δεν πρέπει να είναι παλιότερα από τον 13ο αιώνα, πολλά μάλιστα είναι νεώτερα, γιατί χτίστηκαν αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση. Είναι αντιληπτό πως ο πιο βασικός παράγοντας που παρακινεί τους κουδαραίους να ξενιτεύονται, είναι η έλλειψη μέσων συντήρησης και όχι μόνο το ορεινό τους εδάφους. Είναι γεγονός ότι τα λίγα καλλιεργήσιμα χωράφια, με την ελάχιστη απόδοση, δεν φθάνουν για να θρέψουν συνήθως τους ντόπιους πληθυσμούς. Η ίδια αιτία, η φτώχεια, αναγκάζει τους κατοίκους άλλων επίσης ορεινών χωριών να ξενιτεύονται και να ταξιδεύουν, ορισμένες εποχές του έτους, στις γύρω περιοχές ή και μακρύτερα για να εξασφαλίσουν τους πόρους συντήρησης εκείνων που απόμειναν στις εστίες. Είναι αυτοί που εξασκούν, μεμονωμένα συνήθως, τα επαγγέλματα του ράφτη, του καλαντζή ή του πρακτικού γιατρού.
Οι μαστόροι μιλούσαν τη δική τους γλώσσα, τα κρεκόνικα, κρεκονίστικα, μπολιάρικα ή κουδαρέικα. Επρόκειτο για μία γλώσσα συνθηματική που μόνο τα μέλη της κομπανίας μπορούσαν να την κατανοήσουν. Η γλώσσα αυτή λειτουργούσε πολλές φορές σαν ενοποιητικός παράγοντας, τόνωνε τα χαρακτηριστικά της μικρής και ιδιότυπης κοινότητας των τεχνητών της πέτρας ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους και κατά κάποιο τρόπο εξασφάλιζε τη συνοχή της ομάδας σε εκείνους τους ξένους και μακρινούς τόπους.
Εξάλλου, η κατανόηση των συνθηκών διαβίωσης των μαστόρων και ιδιαίτερα του γεγονότος πως ένα πρόσωπο έπρεπε με την εργασία του, ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, να διαθρέψει την πολυμελή συνήθως οικογένειά του στο χωριό, οδηγεί στη δικαίωση της χρησιμοποίησης από τους μαστόρους μιας κοινής, επαγγελματικής και μυστικής γλώσσας.
Πάντως, στη δημιουργία των μυστικών αυτών γλωσσών, που δεν έχουν μία προφανή σχέση με τις τοπικές διαλέκτους,  πρέπει να προηγήθηκε η ενιαία εξειδίκευση του χωριού, διαφορετικά δεν έχει έννοια η γένεση μιας μυστικής επαγγελματικής γλώσσας, που εξάλλου δεν θα μπορούσε να κρατηθεί μυστική, μια και τα παιδιά τη γνωρίζουν, εφόσον τη μαθαίνουν από πολύ μικρή ηλικία.
Μυστική γλώσσα όμως μεταχειρίζονταν και οι ραφτάδες, οι ελληνοράπται των Σχωρετσάνων της Ηπείρου, οι οποίοι κεντούσαν και κατασκεύαζαν τις κάπες, τα κοντοκάπια, τις φλοκάτες, τα σεγγούνια, τα πισλιά, τα κοντογούνια, τις κοντοσέγγουνες, τις ποδιές και τόσα άλλα στολίδια των τοπικών ενδυμασιών. Η μυστική αυτή γλώσσα ήταν τα μπουκουραίικα. Είναι ενδιαφέρουσα η δικαιολογία που έδωσε σε κάποιον, παλιά, ένας γεροράφτης Σχωρετσανίτης.
«Ιδώ στα Σχουρέτσανα τν έμαθα απ παππούδις μ τη μυστική γλώσσα. Τα μπουκουραίικα τα φκειάξαν οι Σχουρετσανίτες οι ραφτάδες μουναχ  τς για να μη τα καταλαβαιν νε οι γιαλλ! Τς  πιρσσότιρις τς λέξεις τς πήραν απ τα βλαχκα, γιατίς τν τεχν οι παππούδις μας τνι μαθαν π ςα Βλαχς π τα Συρακ κι τα Καλλαρ ιτ ς. Τ γλωσς αυτή τν έχουμι για να μη μας νοιωθ ν οι ν κουκυραίοι π τς ράβουμι». 
Και στα ισνάφια των τεκτόνων, όπως και στα άλλα βιοτεχνικά ισνάφια, υπήρχε μια εσωτερική οργάνωση, ένας εσωτερικός άγραφος αυστηρός κανονισμός και μια ιεραρχία. Οι παραδοσιακοί χτίστες της πέτρας ταξίδευαν σχεδόν πάντα οργανωμένοι σε ομάδες που αλλού ονομάζονταν μπουλούκια κι αλλού κομπανίες ή σινάφια ή τσούρμα ή ναϊφάδες ή κουδαρέικες παρέες. Κάθε ομάδα περιελάμβανε συνήθως όλες τις ειδικότητες: κτιστάδες, σοβατζήδες, μαντεμτζήδες, νταμαρτζήδες, μαρμαράδες, πελεκάνους, μαραγκούς, ξυλογλύπτες  και ζωγράφους.  Επικεφαλείς όμως όλων ήταν οι πρωτομάστορες ή μαγίστορες. Ακολουθούσαν οι μαστόροι, οι βοηθοί των μαστόρων και τα μαστορόπουλα ή μαθητούδια. Τα μαθητούδια γίνονταν τσιράκια και, με ικανότητες, που τις αποχτούσαν με τα χρόνια ιδίως, προάγονταν σε καλφάδες ή αρχικαλφάδες κι αν είχαν τύχη και προκοπή σε μάστορες και σε ισναφλήδες. Οι πρωτομάστορες, αν και δεν ήξεραν πολλά γράμματα, ήταν έξυπνοι και πολύπειροι, και διέθεταν δημιουργικό πνεύμα, μεγάλη εμπειρία και ξεχωριστό ταλέντο και φαντασία. Στη γλώσσα των μαστόρων ο πρωτομάστορας λεγόταν  «μάνα», γιατί ήταν, πράγματι, η «ψυχή» της ομάδας, που φρόντιζε για όλους και για όλα. Αυτός κανόνιζε κάθε χρηματική και εμπορική συναλλαγή του συνεργατισμού. Οι καλοί πρωτομάστορες ήταν περιζήτητοι και όλοι ήθελαν να συμπεριληφθούν στις ομάδες τους. Το παραδοσιακό μπουλούκι των χτιστών της πέτρας λειτουργούσε πάνω σε μια απλή και ξεκάθαρη συνεταιριστική βάση. Ο πρωτομάστορας οργάνωνε το μπουλούκι, το οδηγούσε στους τόπους δουλειάς, έκανε καταμερισμό της εργασίας, αλλά δεν αμειβόταν περισσότερο από τους άλλους. Το αξίωμά του ήταν περισσότερο τιμητικό, ήταν δηλαδή συνεταίρος και όχι εργοδότης.
Ο καταμερισμός της εργασίας γινόταν ανάλογα με την ειδικότητα που είχε το κάθε μέλος της ομάδας. Τα μαστορόπουλα κουβαλούσαν τις πέτρες, το χώμα, το νερό και την άμμο. Οι βοηθοί των μαστόρων έφτιαχναν τη λάσπη και επέβλεπαν την εργασία των μαστορόπουλων. Οι μαστόροι έκαναν το χτίσιμο της πέτρας. Δούλευαν κατά ζεύγη, ένας στην εξωτερική πλευρά του τοίχου και ένας στην εσωτερική. Ο πρώτος, έμπειρος και παλιός χτίστης, ονομαζόταν φατσαδόρος, ο δεύτερος, νέος και άπειρος, μεσομάστορης. Υπήρχε επίσης ένας πελεκάνος κι ένας νταμαρτζής ή λιθαράς. Ο πελεκάνος λάξευε τα αγκωνάρια, τα υπέρθυρα, τις παραστάδες (θυρώματα) κλπ. Στις περιπτώσεις εκείνες που ολόκληροι τοίχοι των δημοτικών σχολείων χτίζονταν με λαξευτή πέτρα, οι πελεκάνοι ήταν περισσότεροι. Ο πρωτομάστορας ή άλλος έμπειρος τεχνίτης έφτιαχνε το σκάρπο (τοίχο με κλίση), τις αποτμήσεις στις γωνίες (φάλτσο, φαλτσογωνιές) και άλλες δύσκολες κατασκευές.
Συνήθως μια πλήρης κομπανία μαστόρων, ικανή να αναλάβει μεγάλα οικοδομικά έργα, όπως την ανέγερση ενός διώροφου δημοτικού σχολείου, περιλάμβανε 10 με 12 μαστόρους και 8 με 10 μαστορόπουλα. Ολόκληρη η ομάδα λειτουργούσε στους ξένους τόπους σαν ένα κοινωνικό υποσύνολο με τους δικούς του τρόπους, τις δικές του νοοτροπίες και κατ’ επέκταση τις δικές του συμπεριφορές.
Τα δρομολόγια των μαστόρων έχουν μία ιδιαίτερη σημασία, γιατί μαρτυρούν την εξάπλωση της ντόπιας τεχνικής και ιδιαίτερα της μορφολογίας, ακόμα και τις ξένες επιρροές και επιδράσεις που πιθανόν να μετέφεραν οι μαστόροι γυρνώντας από τα ξένα.  Φαίνεται όμως πως τα μπουλούκια έχτιζαν σύμφωνα με τις συνήθειες του τόπου που δούλευαν, με τα υλικά που έβρισκαν και βέβαια σύμφωνα με τις οδηγίες ή τις εντολές που έπαιρναν.
Η αναχώρηση, η διαμονή και η επιστροφή των μπουλουκιών συνοδεύονταν από συνήθειες που με τον καιρό πήραν τη μορφή εθίμων. Οι μαστόροι έφευγαν την άνοιξη από τον τόπο τους, λίγο μετά το Πάσχα, και ξαναγύριζαν στα χωριά τους στα τέλη του φθινοπώρου οπότε και ασχολούνταν με τα χωράφια τους. Κάποτε όμως αργούσαν και περισσότερο.  Πριν από τα χαράματα ξεκινούσε αμίλητη και βουβή η παρέα των κουδαραίων, ο πρωτομάστορας, οι μαστόροι, τα ζώα και τα παιδόπουλα. Όλοι οι συγγενείς με τα πιο μικρά παιδιά τους ακολουθούσαν έως το γύρισμα του δρόμου για να τους ξεπροβοδίσουν. όλο και κοντοστέκονταν οι μαστόροι να πούνε κάτι στις γυναίκες τους. Όταν τα βαρυφορτωμένα άλογα χάνονταν στο λογγωμένο ρουμάνι,   η συνοδεία έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού στο χωριό και οι γυναίκες άφηναν κρυφά να τρέχει νερό από το μπαγκράτσι στο δρόμο, κρατώντας το παλιό έθιμο, για ν’ αφήσει αχνάρια και να ξαναβρεί ο αφέντης το δρόμο του γυρισμού.  Στα μαστοροχώρια της Ηπείρου, δηλαδή στην Κόνιτσα και στις κοινότητες των Τζουμέρκων και του Βοΐου, τη στιγμή που ο μάστορας έβγαινε από το σπίτι του, η κυρά του τοποθετούσε στο κατώφλι της εξώπορτας ένα γκιούμι γεμάτο νερό, στολισμένο με κλαδιά κρανιάς, κι ένα φτυάρι με θυμίαμα αναμμένο. Ο μάστορας έδινε μια κλωτσιά στο γκιούμι να χυθεί το νερό «για να τρέχει η δουλειά και να πέφτει ο παράς όπως τρέχει το νερό» και να σταθεί γερός, όσο γερό είναι το ξύλο της κρανιάς. Στη συνέχεια στη θέση «Κλαψόδενδρο» ή «Κλαψότοπο», στην άκρη του χωριού, η μάνα ή η σύζυγος παρέδιδε το καπίστρι του αλόγου στο παιδί της ή στον άντρα της, αποχαιρετώντας τους με μάτια βουρκωμένα. Ακόμα και σήμερα, στο χωριό Γαλατινή, οι κάτοικοι, την τρίτη μέρα του Πάσχα, σέρνουν το «χορό της ρόκας». Ο χορός αυτός συμβολίζει τον αποχαιρετισμό των ανδρών που έφευγαν  για να δουλέψουν ως κτίστες στα ξένα.
Αντίθετα, ο γυρισμός του ισναφιού ήταν όλο χαρές. Η ημερομηνία ήταν γνωστή. Όλο και κάποιο νέο θα είχε μαθευτεί από κάποιον συχωριανό, που θα είχε συναντήσει το μπουλούκι κάπου μακριά και που κάποιος θα του μήνυσε τη μέρα της επιστροφής. Όλο το χωριό περίμενε στη ράχη και χαρά σ’ εκείνον που πρώτος θα διέκρινε το μπουλούκι μακριά στον ορίζοντα. Οι μαστόροι έφερναν μαζί τους δώρα για όλους, τσαρούχια για το γιο, φουστάνι για την κυρά, μαντήλι για τη θυγατέρα. Το μπουλούκι έσερνε μαζί του συνήθως τον γκόρο, το μεγάλο βόδι που το αγόρασαν στα καμποχώρια για να ξεχειμωνιάσουν οι φαμίλιες τους.

[1] Ωστόσο, η ταύτιση των Βλάχων με την κτηνοτροφία και μάλιστα με τις νομαδικές μορφές της ήταν αποτέλεσμα περισσότερο της ιστορικής, οικονομικής και πολιτισμικής τους εξέλιξης, αλλά και της προσαρμογής τους προς το περιβάλλον και τις γενικότερες πολιτικές συνθήκες. Μελετώντας τις περιπτώσεις των βλαχοχωριών τόσο της νότιας, όσο και της Βόρειας Πίνδου, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι οι οικονομικές συνθήκες και η ανάγκη για επιβίωση οδηγούσαν τους Βλάχους στο να αναπτύξουν τη νομαδοκτηνοτροφία περισσότερο από άλλους και να ταυτιστούν τελικά τόσο στενά με αυτή. Έχοντας στην κατοχή τους μεγάλα κοπάδια από φορτηγά ζώα για τις ανάγκες των εποχιακών νομαδικών μετακινήσεών τους, την τροφοδοσία των ορεινών χωριών τους και τη λειτουργία των διαβάσεων, στρέφονται στην επαγγελματική εκμετάλλευση των μεταφορών της βιοτεχνικής παραγωγής των χωριών τους αλλά και άλλων εμπορευμάτων, αγαθών και ανθρώπων μέσα από τα ορεινά περάσματα της Πίνδου. Κάποιοι από αυτούς τους αγωγιάτες δεν άργησαν να εξελιχθούν σε χανιτζήδες ή πανδοχείς στα οικονομικά και διοικητικά κέντρα, αλλά και κατά μήκος των δρόμων των Βαλκανίων μέχρι το Βελιγράδι και το Βουκουρέστι. Όταν κατά τη διάρκεια του 19ουαιώνα το βαμβάκι παρουσιάζεται να κερδίζει το μαλλί σε εμπορικότητα και κέρδος, γίνονται έμποροι βαμβακιού και το εξάγουν στη δύση. Το ίδιο έκαναν και με το εμπόριο καπνού, στα τέλη του 19ου αιώνα.  Όμως, πέρα από την ανάπτυξη των διαφόρων βιοτεχνιών που είχαν ως βάση την κτηνοτροφική παραγωγή, στα βλαχοχώρια επιβιώνουν και αναπτύσσονται και άλλες μορφές βιοτεχνιών, που χάθηκαν ή που αδυνατούσαν να αναπτυχθούν στους πεδινούς οικισμούς και στα περισσότερα από τα αστικά κέντρα. Κάποια βλαχοχώρια γίνονται γνωστά για την ανάπτυξη της αργυροχρυσοχοΐας, της μεταλλοτεχνίας και της ραπτικής, όπως οι Καλαρίτες και το Συρράκο. Τα βλάχικα καραβάνια φορτωμένα με τα πλούσια εμπορεύματά τους  σταθμεύουν στις εμπορικές πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης. Έμποροι από το Μέτσοβο, τους Καλαρίτες, το Συρράκο, και τα μεγάλα κεφαλοχώρια του Ασπροποτάμου έφθασαν μέχρι το Κάδιξ στην Ισπανία, τη Σαρδηνία, τη Γένοβα, το Λιβόρνο, τη Νάπολη, τη Μάλτα, την Αγκώνα, τη Βενετία, την Τεργέστη και το Ντουμπρόβνικ. Ταξιδεύουν και εγκαθίστανται μέχρι τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τη Βιέννη και τη Μόσχα.  Από την ξενιτιά επιστρέφουν στα βλαχοχώρια της Πίνδου μεταφέροντας όχι μόνο οικονομικό πλούτο, αλλά αποτελούν και φορείς μίας πολιτισμικής και πνευματικής αναγέννησης και ανάπτυξης.


Κυριακή 1 Μαΐου 2016

Ζήτω η Άνοιξη! Vive le printemps!

by AKANTHOS



Οδυσσέας Ελύτης, «ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 1 Μ»
“Η Πρωτομαγιά

Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω:
Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη
ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας
οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά
και μαζί πολλά σερνόμενα ή πετούμενα
ζουζούνια, φίδια, σαύρες, κάμπιες και άλλα
τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες
λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες

Θα ‘λεγες, έτοιμα όλα τους να παν
στο χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη.”
(Ο. Ελύτης, Ημερολόγιο ενός αθέατου Απρίλη, Ίκαρος)