Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

«Είμαι ο καλύτερος μαθητής των φοιτητών μου»

Πηγή:http://www.tanea.gr/news/nsin/article/5354595/eimai-o-kalyteros-mathhths-twn-foithtwn-moy/



Συναντήσαμε τον διασημότερο κριτικό λογοτεχνίας στο σπίτι του κοντά στην πανεπιστημιούπολη του Γέιλ, και μοιραστήκαμε μαζί του σκέψεις για τον Σαίξπηρ, την αρχαία Ελλάδα, τον Τραμπ και την ποίηση


Η διεύθυνση έμοιαζε σωστή: οδός Λίντεν 179. Αλλά από το μαύρο διώροφο σπίτι, χτισμένο το 1905 σε ρυθμό Shingle, έλειπαν οι αριθμοί. Μόνο το νούμερο 7 είχε μείνει επιχρυσωμένο πάνω στον τοίχο. Σαν απομεινάρι παλιού μεγαλείου που με τα χρόνια γίνεται συνήθεια - ή σαν αναλαμπή μιας αίγλης που γνωρίζει την αξία της. Η τελευταία οδηγία της ηλεκτρονικής μας αλληλογραφίας πάντως ήταν σαφής: «Μην χτυπήσεις το κουδούνι. Απλώς πέρνα μέσα».
Το άνοιγμα της πόρτας θα έριχνε το τελευταίο όριο στη λογοτεχνική επικράτεια του Νιου Χέιβεν. Στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, όπου είχα φτάσει πενήντα λεπτά νωρίτερα, ξεκινά το βιβλίο του Σάλιντζερ «Φράνι και Ζούι» (Καστανιώτης). Τα μπαρ της δεκαετίας του 1950, όπως αυτά στην κεντρική οδό Τσέιπελ, ήταν τα στέκια του Θόρντον Γουάιλντερ. Σε μια από τις πιτσαρίες της κωμόπολης βρίσκουν καταφύγιο ο καθηγητής και ο φοιτητής στο «Ενάντια στη μέρα» του Τόμας Πίντσον (Καστανιώτης). Και οι φτελιές της βρήκαν χώρο στις «Αμερικανικές σημειώσεις» του Κάρολου Ντίκενς κατά την περιοδεία του στις ΗΠΑ το 1842.
Ο «Ζοφερός οίκος» (Gutenberg) του βικτωριανού σταρ βρίσκεται σφηνωμένος στη στοίβα με τα βιβλία αριστερά στο χολ: μια εικόνα που μάλλον δεν έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, αν κρίνει κανείς από την πατίνα της σκόνης. Στο μεγάλο σαλόνι, λουσμένο στο φως, ο πρώτος ήχος είναι κλασική μουσική - Μπραμς, όπως μαθαίνω αργότερα. Οι διασκορπισμένες δεξιά κι αριστερά εκδόσεις μοιάζουν με αυτοσχέδια έκθεση εκλεκτικού γούστου: ακόμη κι αν η φιλοπεριέργειά σου νιώσει κολακευμένη με τους τίτλους του Σαίξπηρ, την «Ιλιάδα», την «Οδύσσεια» ή τον «Μόμπι Ντικ», η σύγχυση είναι αναπόφευκτη όταν το βλέμμα πέσει στους τίτλους των Γνωστικών ή της Καμπάλα, πάνω στον καναπέ του καθιστικού: «The Poetry of Kabbalah» του Πίτερ Κόουλ, «Jewish Cryptotheologies of Late Modernity» της Agata Bielik-Robson και άλλα βιβλία που ανήκουν στο διαχρονικό εργαστήριο του συγγραφέα: Χανς Γιόνας, Γκέρσομ - Σόλεμ, Φρίντριχ Χέλντερλιν.
Οση ώρα διαρκούσε ο ψυχαναγκαστικός ηδονοβλεπτισμός, ο Χάρολντ Μπλουμ προχωρούσε από την αντίθετη κατεύθυνση, με τη βοήθεια ενός πι, προς το καθιστικό. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα στάθηκε εκεί, κάτω από την κάσα: ο καταβεβλημένος «σατανάς της λογοτεχνικής κριτικής», όπως τον ονόμασε ο Ντένις Ντόναχιου, που ως μόνο θεό αναγνωρίζει τον Σαίξπηρ. Ο συγγραφέας εκατοντάδων σημειωμάτων για τις μεγαλύτερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας που διατηρεί ακόμη την αύρα έξι μάχιμων δεκαετιών. Ο τελευταίος «βροντόσαυρος», όπως ονομάζει ο ίδιος τον εαυτό του. Ο ιδιοσυγκρασιακός πολέμιος της αποδόμησης, ο κριτικός που λάτρεψε τον Πίντσον με το πάθος ενός νεανικού έρωτα - όπως εκείνου που εξομολογήθηκε για τη Σοφία Λόρεν. «Το μόνο άτομο που θα ήθελα να είχα γνωρίσει, το οποίο δεν συνάντησα ποτέ. Ημουν ερωτευμένος με τη Σοφία Λόρεν για τουλάχιστον το ένα τρίτο του αιώνα» έλεγε στην εξαντλητική συνέντευξή του στο «Paris Review» την άνοιξη του 1991. Για την ιστορία, η Λόρεν κάλεσε στο Χόλιγουντ τον Μπλουμ και τη σύζυγό του Τζιν Γκουλντ, συνταξιούχο σχολική ψυχολόγο, αλλά ο πρώτος δεν μπορούσε να ταξιδέψει λόγω επέμβασης στο ισχίο.

Καθηγητής επί 61 χρόνια
Πάνω στο οβάλ τραπέζι του καθιστικού, το οποίο μου υποδεικνύει ως χώρο της συνέντευξης με μια κοφτή χειρονομία, βρίσκονται τραπεζικοί λογαριασμοί, κούπες με τσάι - «εδώ προτιμάμε το earl grey» μου επισημαίνει η Τζιν - και οι «New York Τimes» της ημέρας: «Δεν γράφουν με τους κανόνες της γραμματικής πλέον, αλλά και πάλι είναι η καλύτερη εφημερίδα του είδους» λέει ο Μπλουμ. Είναι η ώρα που η προσωπική βοηθός του φεύγει ανανεώνοντας το ραντεβού τους για την επόμενη ημέρα. Ο καθηγητής πιάνει την ίδια καρέκλα όπου κάθεται, όποιος κι αν είναι ο καλεσμένος του. «Είμαι εξαντλημένος σήμερα. Νιώθω να με πλακώνει η ημέρα» μου λέει και προς στιγμήν ανάβει σπίθες ενοχής. «Αλλά ήρθες από την Ελλάδα. Και νομίζω ότι μπορώ να διαθέσω λίγο χρόνο για κάποιον που έκανε αυτό το ταξίδι».
Το Πανεπιστήμιο Γέιλ βρίσκεται σε απόσταση 10 λεπτών, αλλά με τον καθηγητή των Ανθρωπιστικών Επιστημών τούς χωρίζει άβυσσος. Γι' αυτόν, το κορυφαίο ίδρυμα συμβολίζει την ένταση και τη βία του παρελθόντος. Δεν ανέχτηκε ποτέ την ιεροποίηση του Ελιοτ από τους Νέους Κριτικούς και ξέκοψε γρήγορα από την περίφημη σχολή των αποδομιστών ακολουθώντας τον προσωπικό δρόμο που τον οδήγησε στον «Δυτικό κανόνα» (Gutenberg). Ηταν η εποχή που ο φίλος του Πολ ντε Μαν έγραφε στις «Αλληγορίες της ανάγνωσης» ότι η λογοτεχνία συνίσταται από μεταφορές και σχήματα λόγου που δεν επιβιώνουν πουθενά αλλού παρά μόνο μέσα στο κείμενο. Και ο Ζακ Ντεριντά ξεκινούσε τη μεγάλη επίθεση στην ιδέα της ανθρώπινης φωνής μέσα σε ένα βιβλίο στο «Περί γραμματολογίας» (Γνώση).
Στις αρχές του 2000 ένα έλκος και μια καρδιακή ανακοπή - από την οποία σώθηκε με τριπλό μπαϊπάς - τον κράτησαν οριστικά εκτός campus. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αφού δεν πηγαίνει ο πάπας της συγκριτικής λογοτεχνίας στην αίθουσα, έρχεται η αίθουσα σ' αυτόν. «Είμαι στο 86ο έτος της ηλικίας μου και διδάσκω επί 61 χρόνια. Λόγω των προβλημάτων υγείας, ωστόσο, κάθε Τρίτη υποδέχομαι δώδεκα φοιτητές και τους διδάσκω Σαίξπηρ. Τα επόμενα μαθήματα είναι πάνω στο "Αντώνιος και Κλεοπάτρα", ενώ θα ακολουθήσουν η "Χειμωνιάτικη ιστορία" και η "Τρικυμία". Κάθε Πέμπτη υποδέχομαι άλλους δώδεκα για το μάθημα της ποιητικής επίδρασης. Το επόμενο μάθημα - δύο ή τρεις συναντήσεις - αφορά το υπέροχο μυθιστόρημα του Ντ.Χ. Λόρενς "Ουράνιο τόξο" (Κριτική) και τα ποιήματά του για τον θάνατο. Θα διδάξω στη συνέχεια ποίηση του Ρόμπερτ Φροστ, της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ και στο τέλος ένα μάθημα για τον φίλο μου ποιητή Τζον Ασμπερι».
Για την καταβεβλημένη μορφή απέναντί μου, που φοράει ακουστικό στο αφτί, κρατά με διαρκές τρέμουλο το ποτήρι του νερού και τα τελευταία τέσσερα χρόνια αποφεύγει τη μετακίνηση στο διαμέρισμα της Νέας Υόρκης, ελάχιστα πράγματα έχουν μείνει τόσο σταθερά στη ζωή του όσο ο δεσμός με τη σύζυγό του, με την οποία είναι παντρεμένος από το 1959, και η ακατάβλητη πίστη στο μεγαλείο του Σαίξπηρ. Στην «Επινόηση του ανθρώπινου» (του οποίου η μετάφραση αναμένεται από τις εκδόσεις Gutenberg) η θέση του μοιάζει με μια από τις 10 εντολές στη διαθήκη της κριτικής: η ανθρώπινη συνείδηση «ξύπνησε» μέσα στο σαιξπηρικό δράμα. Ειδικά στους μεγάλους μονολόγους του βάρδου, που λειτουργούν σαν αντίλαλος της εσωτερικής μας φωνής. Για τον Μπλουμ, ο Σαίξπηρ είναι στοχαστής ανώτερος του Χιουμ ή του Βίτγκενσταϊν - μία από τις ιδιοσυγκρασιακές του απολυτότητες - μόνο και μόνο επειδή εφηύρε τους χαρακτήρες του Φάλσταφ και του Αμλετ (στη συζήτησή μας, για να αποφύγω την οργισμένη αντίδρασή του, δεν του υπενθύμισα ποτέ την άποψη του Ελιοτ ότι δουλειά του ποιητή δεν είναι να στοχάζεται). «Εχω ακούσει διάφορα στη ζωή μου για την αξία διαφόρων» μου λέει. «Ενα έχω να πω: ποιος άλλος αξίζει αν όχι ο Σαίξπηρ; Είναι η ζωή μας. Οπως έχει σημειώσει ο  Εμερσον, ο Σαίξπηρ έγραψε το βιβλίο της σύγχρονης ζωής. Η ουσία της ποίησης είναι η επινόηση, η ανακάλυψη. Στην περίπτωση του Σαίξπηρ έχουμε έναν ποιητή που δεν ανακαλύπτει κατ' ανάγκην κάτι καινούργιο, αλλά που φωτίζει με τέτοιον τρόπο την περασμένη γνώση, ώστε χωρίς αυτόν δεν θα την είχαμε ποτέ κατανοήσει». Αλήθεια, κύριε Μπλουμ, αν κάποιος ήθελε να δελεάσει την 8χρονη κόρη του να διαβάσει Σαίξπηρ, ποια είναι η καλύτερη αρχή; «Δοκιμάστε τον "Ιούλιο Καίσαρα". Νομίζω πως θα ενθουσιαστεί (απαγγέλλει στίχους του Κάσσιου): "Ούτε πέτρινος πύργος ούτε τοίχοι μπρούντζινοι ούτε πνιγηρό μπουντρούμι ούτε σίδερα βαριά μπορούν να περιορίσουν της ψυχής τη δύναμη. Η ζωή, όταν την τρων αυτές οι κοσμικές αμπάρες, έχει τη δύναμη πάντα να λυτρωθεί. Αν ξέρω τούτο εγώ, ας το ξέρουν κι όλοι οι άνθρωποι, πως όσο μέρος τυρραννίας εγώ 'μαι φορτωμένος, μπορώ όταν θέλω να τ' αποτινάξω"».
Στιγμές στιγμές η φωνή του μοιάζει ξέπνοη, αλλά η διαύγεια της απάντησης δεν προδίδει ποτέ τον συνομιλητή. Το ίδιο και η αγγλική προφορά με τις νεοϋορκέζικες αποχρώσεις. Ο Μπλουμ έχει μάθει τα αγγλικά διαβάζοντάς τα μόνος του, οπότε έχει κατακτήσει και μια προσωπική επιτόνηση. Ακόμη κι αν κάποια στιγμή ξεχαστείς, η αναλαμπή δεν αργεί: ο πολύπειρος καθηγητής απέναντί σου έχει ξεκινήσει ως 10χρονο παιδί που ανακάλυψε τον Γουίλιαμ Μπλέικ και την ποίηση του Χαρτ Κρέιν σε μια γειτονιά του ανατολικού Μπρονξ μιλώντας μέχρι τότε τα γίντις των ομοεθνών του.

Οι πρόγονοι και οι πρίγκιπες
Για τον 86χρονο κριτικό κάθε νέα δημιουργία είναι «παρερμηνεία» των προηγουμένων, όπως έχει ήδη σημειώσει στην «Αγωνία της επίδρασης», το βιβλίο που έγραψε μέσα σε τρεις ημέρες το 1973, όταν αντιμετώπισε την κρίση της μέσης ηλικίας (στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 1989 από την Αγρα, σε μετάφραση Δημήτρη Δημηρούλη). Αντί να αναζητεί κανείς την αυτονομία του ποιητή, είναι προτιμότερο να μελετήσει την ανταγωνιστική σχέση του με τους προδρόμους ή τους συγχρόνους του, καθώς το ποιητικό του εγώ διαμορφώνεται σε διάλογο μαζί τους. Η λογοτεχνία είναι ένας αιματηρός στίβος όπου οι νέοι ταλαντούχοι συγγραφείς κονταροχτυπιούνται με τους καθιερωμένους προγόνους τους. Οι πρίγκιπες πρέπει να αναμετρηθούν με τους ιδρυτικούς πατέρες: ή θα τους ξεπεράσουν ή θα εξαφανιστούν. Οι δαίμονες δημιουργούν καταστρέφοντας, επισημαίνει ο ίδιος στο κομβικό βιβλίο του 1973. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο αναχωρητής του Νιου Χέιβεν ανέχεται οποιαδήποτε διασκευή - του Σαίξπηρ, για παράδειγμα. «Από τις κινηματογραφικές μεταφορές μού άρεσε μόνο ο "Θρόνος του αίματος" και το "Ραν" του Κουροσάβα» έλεγε σε παλιότερη συνέντευξή του στο wwd.com. «Κάποτε ο Φρανκ Κερμόουντ (σ.σ. κορυφαίος σαιξπηρικός μελετητής) μου επεσήμανε σε δημόσια συζήτηση ότι "τα έργα αυτά δεν είναι καν στα αγγλικά". "Αυτό είναι το σπουδαίο, Φρανκ" του απάντησα».
Στα 61 χρόνια που διδάσκει, ερμηνεία του κειμένου σημαίνει προσωπική αναμέτρηση με τον συγγραφέα, χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Ακόμη και σήμερα συνεχίζει να είναι ο υπ' αριθμόν 1 εχθρός της ακαδημαϊκής «Σχολής της Μνησικακίας», στην οποία έχει εντάξει τους νεομαρξιστές και τους νεοϊστορικιστές, τη φεμινιστική κριτική και τους αφροκεντριστές, τους σημειολόγους, τους λακανικούς και τους αποδομιστές. Ο Μπλουμ τρέφεται από τη δυσπιστία των άλλων. Θέλει να (αυτο)διαφημίζεται ως ο τελευταίος φύλακας της ιερής γνώσης που ξεκινάει από τον βάρδο του Στράτφορντ-απόν-Εϊβον και φτάνει ώς τα ιερά τέρατα της αμερικανικής λογοτεχνίας: Ουίτμαν, Φροστ, Ουάλας, Εμιλι Ντίκινσον, Φόκνερ. Οταν σε μια διάλεξή του ένας φοιτητής υπαινίχθηκε ότι ο Ιάγος κρύβει σεξουαλική ζήλεια για τον Οθέλλο, ο καθηγητής του ήταν έτοιμος για πόλεμο: «Οχι, όχι, αγαπητέ μου. Εδώ πρέπει να αντισταθώ». «Η μεγαλύτερη παρανόηση σε σαιξπηρικό κείμενο είναι ο "Αμλετ"» επανέρχεται στη δική μας συζήτηση. «Ούτε ο ίδιος ο Σαίξπηρ δεν γνωρίζει τον ήρωά του απολύτως. Ο Αμλετ συνεχώς διαφεύγει: είναι ο μοναδικός λογοτεχνικός χαρακτήρας - αν τον θεωρήσουμε λογοτεχνικό - που διαθέτει συγγραφική συνείδηση και ξεχωριστή νοημοσύνη. Σαν να γράφει ο ίδιος την ιστορία του σε αντιπαλότητα με τον Σαίξπηρ. Είναι δύο αντίπαλοι και ποτέ δεν ξέρεις ποιος από τους δύο κερδίζει στο τέλος. Κι αυτό φαίνεται στο "θεατρικό μέσα στο θεατρικό" των 1.000 στίχων που γράφει ο Σαίξπηρ για να ξανακερδίσει την προσοχή των θεατών από το τζίνι που απελευθέρωσε. Ο Αμλετ είναι η πληρέστερη μορφή συνείδησης που παρουσιάστηκε ποτέ στην ιστορία της δυτικής λογοτεχνίας. Πάντως σίγουρα δεν πρόκειται για έναν εκδικητή, όπως συνήθως τον περιγράφουν. Από μια έννοια, φτάνει κάπου πιο βαθιά από τον Ομηρο, τον Αισχύλο, τον Πίνδαρο, τον Ευριπίδη, τον Αριστοφάνη και τους υπέροχους χαρακτήρες του Πλάτωνα. Πρώτα απ' όλα, δεν λέει τίποτε απ' όσα εννοεί και δεν εννοεί τίποτε απ' όσα λέει. Αυτό είναι το πρώτο μάθημα για όποιον θέλει να ασχοληθεί με τον ήρωα».
Σε πείσμα των εντυπώσεων, το καθιστικό του Νιου Χέιβεν δεν περιέχει μόνο βιβλία. Δίπλα στους τίτλους για την Καμπάλα υπάρχουν λούτρινα ζωάκια στα οποία έχει δώσει ονόματα λογοτεχνικών ηρώων ή φιλοσόφων: η στρουθοκάμηλος Βαλεντίνα θυμίζει την καταγωγή της από τον αιγύπτιο γνωστικό Βαλεντίνο, συγγραφέα του "Ευαγγελίου της αλήθειας" τον 2ο αι. μ.Χ. Ο Γκορίλα δεν χρειάζεται άλλες συστάσεις, ενώ ο «νονός» του πλατύποδα Οσκαρ δεν είναι άλλος από τον Οσκαρ Ουάιλντ, προσωπικό ήρωα του Μπλουμ. Από τα δωμάτια αυτά έχουν περάσει τα τελευταία εξήντα χρόνια άνθρωποι που έγραψαν ιστορία με χρυσά γράμματα στην παγκόσμια λογοτεχνία. Ο Οντεν είχε έρθει στο σπίτι κάπου στα 1965 για μια διάλεξη στο Γέιλ. Και όπως θυμάται η Τζιν, μπήκε μέσα με ένα παλτό χωρίς κουμπιά - «του είπα ότι μπορώ να τα μαντάρω» - και έναν χαρτοφύλακα στον οποίο έκρυβε ένα μεγάλο μπουκάλι τζιν, ένα μικρότερο με βερμούτ και μερικά ποιήματα. Μία από τις αγαπημένες ποιήτριες του Μπλουμ, η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, έμεινε στο πάνω δωμάτιο για ένα βράδυ.

Αρχαία Ελλάδα και Πούτιν
Κάποια στιγμή η Τζιν, που ελέγχει καθημερινά την ηλεκτρονική του αληλογραφία (αντιλαμβάνομαι ότι εκείνη είδε πρώτη το δικό μου e-mail), με ρωτάει για την κατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα. Γεγονός που ξυπνάει μια από τις αναμνήσεις του συνομιλητή μου. «Πολλά χρόνια πριν, το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο με είχε προσκαλέσει σε μια τιμητική εκδήλωση, όπου θα ανέβαζαν μάλιστα τον θεατρικό "Κάιν"» του Λόρδου Βύρωνα. Δυστυχώς αρρώστησα και το ταξίδι δεν έγινε ποτέ. Και ενώ έχουμε ταξιδέψει σε πολλά μέρη με τη σύζυγό μου, δεν κατάφερα ποτέ να έρθω στην Ελλάδα. Είναι από τις μεγάλες απώλειες της ζωής μου: το να έχω επισκεφτεί τη Ρώμη και την Ιερουσαλήμ, αλλά όχι την Αθήνα. Δεν ξέρω πώς μπορεί να ακούγεται αυτό για έναν τρίτο, αλλά το να μην έχεις ταξιδέψει στην Αθήνα είναι σαν να έχεις χάσει την πιο σημαντική από τις αρχαίες πόλεις - πιο πολύτιμη από τις άλλες δύο, ακόμη κι αν λόγω της εβραϊκής μου προέλευσης νιώθω την Ιερουσαλήμ μέσα μου. Οτιδήποτε χρησιμοποιούμε με όρους γνώσης, αισθητικής κατανόησης, πολιτισμού, ο οποίος παρήγαγε τον δυτικό κανόνα, προέρχεται από την αρχαία Αθήνα: οι τραγικοί και ο Πλάτων κατά κύριο λόγο. Θα έβαζα και τον Πίνδαρο, αν δεν καταγόταν από τη Θήβα. Χωρίς τον Θουκυδίδη δεν θα είχαμε καμία αίσθηση της ιστορικής έρευνας».
Του θυμίζω ότι σε μια παλαιότερη τηλεφωνική μας συνέντευξη μιλούσε για τον Καβάφη με όρους μεγάλης ποίησης. «Ο δεύτερος καημός μου είναι ότι δεν επισκέφτηκα ποτέ την Αλεξάνδρεια εξαιτίας των σχέσεων Αιγύπτου - Ισραήλ. Αν και ποτέ δεν έπαψα να πιστεύω ότι όλοι μας είμαστε Αλεξανδρινοί. Πνευματικά καταγόμαστε από εκείνη την περίοδο: από τον 2ο αιώνα μ.Χ., όταν η Αλεξάνδρεια ήταν η σπουδαιότερη πόλη Ελλήνων, Εβραίων, αιρετικών, χριστιανών. Ενα μεγαλείο που χάθηκε για πάντα - ειδικά όταν ο Νάσερ κατέστρεψε την πόλη. Αλλά η δυτική λογοτεχνία σε μεγάλο βαθμό είναι αλεξανδρινή - και θα συνεχίσει να είναι. Γι' αυτό ο δικός σας Καβάφης έχει μια τόσο ισχυρή φωνή: επειδή ενσωματώνει αυτό το μεγαλείο ακόμη και μετά την παρακμή του».
Ο Χάρολντ Μπλουμ είναι ένας αναγνώστης που θυσίασε τη φθαρτότητα της ανάγνωσης για την αθανασία των κειμένων. Κάποια στιγμή σηκώνεται με κόπο και μετακινείται στο δωμάτιό του αναζητώντας κάποιες σημειώσεις. Επανέρχεται αργά στην καρέκλα χωρίς να κρύβει το αίσθημα της κόπωσης. Εχει σκεφτεί να ολοκληρώσει τις συνεδρίες με τους φοιτητές του; «Οχι, δεν θέλω να μου λείψει η διδασκαλία, παρά μόνο όταν έρθει το τέλος - φαντάζομαι σε 4 ή 5 χρόνια σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού. Μαθαίνω συνεχώς κάθε φορά που ανοίγουν το στόμα τους οι φοιτητές μου. Εκεί καταλήγεις ύστερα από 60 χρόνια διδασκαλίας: γίνεσαι ο καλύτερος μαθητής των μαθητών σου επειδή έχεις μάθει να ακούς».
Η ανάγνωση των «New York Times» είναι μια συνήθεια ζωής. Η αναγκαστική αυτοεξορία του δεν σημαίνει ότι ο παλαιός υπερασπιστής της Αριστεράς σταμάτησε ποτέ να ενημερώνεται για τη δημόσια σφαίρα. Και η συζήτησή μας πραγματοποιείται μία ημέρα μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στις Βρυξέλλες. «Η πολιτική μού προκαλεί απέχθεια αυτή την περίοδο. Το 46% του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος ευνοεί τον Τραμπ που ακούγεται ολοένα και περισσότερο σαν Μουσολίνι - ή Μπερλουσκόνι, αν προτιμάτε. Ενα άλλο 26% στηρίζει τον Τεντ Κρουζ που έχει χιτλερικές ιδέες. Πρόκειται για ένα τέρας. Μιλάμε για ένα 72% που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ευνοεί φιλοφασιστικές θέσεις - μην απορείτε, ο όρος είναι περιγραφικός. Πολύ φοβάμαι ότι αν δεν επιλέξουν τον Τραμπ θα ακολουθήσουν ταραχές - ίσως και αιματηρές. Από τους Δημοκρατικούς υποστηρίζω τον Μπέρνι Σάντερς, έναν αξιοπρεπή και έντιμο πολιτικό, έναν δημοκράτη σοσιαλιστή όπως εγώ. Αλλά δεν έχει καμία τύχη. Θα τον ψηφίσω (σ.σ. οι προκριματικές στο Κονέκτικατ έγιναν την περασμένη Τρίτη), αλλά στο τέλος θα κλείσω τη μύτη μου και θα ψηφίσω την κυρία Κλίντον. Παρότι που θεωρώ ότι είναι απατεώνισσα. Καλύτερα να έχεις κάποια που σκοπό ζωής είχε - μαζί με τον σύζυγό της - να αβγατήσει τον προσωπικό της πλούτο, παρά κάποιον σαν τον Τραμπ ή τον Κρουζ. Ελπίζω να μην έχουμε κάτι αντίστοιχο με το χτύπημα στις Βρυξέλλες, επειδή αυτό θα ευνοούσε τους Ρεπουμπλικανούς. Και σε μια τέτοια περίπτωση την έχουμε βάψει - όχι μόνο εμείς, αλλά κι εσείς. Πρόκειται για μανιακούς. Ανέκαθεν πίστευα ότι το μέλλον της Αμερικής είναι οι ασιάτες Αμερικανοί, οι ισπανόφωνοι και τα νέα κύματα των ευρωπαίων μεταναστών. Μπορεί το πολιτικό σκηνικό μας να είναι απαίσιο, αλλά έχουμε ακόμη ένα καλό Σύνταγμα».
Απ' ό,τι φαίνεται, παράλληλα με την περιήγηση στο Γκραν Κάνιον της λογοτεχνίας ο Μπλουμ κρατούσε σημειώσεις στο περιθώριο - για την πολιτική, τη θρησκεία, τον Χάντιγκτον - σαν «ημερολόγιο εκτός βιβλίων». «Πιστεύω στη σύγκρουση των πολιτισμών, αλλά με μια διαφορετική οπτική. Με την έννοια ότι όλοι συνεισφέρουμε στον πολιτισμό. Είμαστε όλοι υποσημειώσεις στον Πλάτωνα - αν και ο Σαίξπηρ είναι κάτι παραπάνω από υποσημείωση. Αφαιρέστε ό,τι πήραμε από την αρχαία Ελλάδα και θα καταλήξουμε όλοι Πούτιν. Ακόμη και το Ισραήλ με απογοητεύει εξαιτίας της ηγεσίας του. Εχουν τον βασιλιά Μπίμπι, σκληρό και ανόητο σαν τον Κρουζ ή τον Τραμπ».

«Στοιχειωμένος από τη μνήμη»
Η απολογιστική διάθεση είναι εμφανής και στο πιο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο «The daemon knows» («Ο δαίμων γνωρίζει»), το οποίο στέκεται πάνω στον καναπέ. Πέρα από την ανάλυση δώδεκα ιερών μορφών της αμερικανικής λογοτεχνίας, οι σημειώσεις από το περιθώριο διαχέονται σε όλες τις σελίδες. Θυμάται, για παράδειγμα, τον πρώτο παιδικό του έρωτα: «Ημουν επτά ή οκτώ χρονών κι έπαιζα στο χιόνι μαζί με άλλα παιδιά. Δεν μπορώ να ανακαλέσω το όνομα του κοριτσιού, αλλά τρία τέταρτα του αιώνα αργότερα, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου πριν από την αυγή, ξαναβλέπω το πρόσωπό της με εντυπωσιακή καθαρότητα, σαν ένα κάδρο μέσα στην κουκούλα του χειμωνιάτικου μπουφάν της». Εκμυστηρεύεται τις αϋπνίες του: «Μετά τον πρώτο ύπνο, μένω άγρυπνος τα βράδια, μουρμουρίζοντας στον εαυτό μου Κρέιν, Γουίτμαν και Σαίξπηρ, ψάχνοντας παρηγοριά στη διάρκειά τους - σαν να μπορούσαν οι μεγάλες φωνές να αναβάλουν το διαρκές σκοτάδι που απλώνεται». Η ισχυρή μνήμη είναι μια κατάκτηση από την παιδική ηλικία, τη μελέτη της εβραϊκής Τορά και την επίδραση του Νίτσε, σύμφωνα με τον οποίο η γνώση είναι πάντα επίπονη. «Το επόμενο βιβλίο μου - που είναι ακόμη θολό μέσα στο μυαλό μου - θέλω να λέγεται "Στοιχειωμένος από τη μνήμη» (Possessed by memory). Θέλω να περιγράψω το συγγραφικό μεγαλείο και την "κατάκτηση της ανάμνησης" από ποίημα σε ποίημα: κυρίως της αγγλόφωνης λογοτεχνίας, αλλά με ενδιαφέρουν εξίσου για διαφορετικούς λόγους ο Πολ Βαλερί και ο Πίνδαρος».
Η αϋπνία δεν είναι ο πιο δόκιμος τρόπος να κλείσεις μια συνέντευξη, αλλά υπάρχει κάτι ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, όταν ακούς έναν εμμονικό αναγνώστη επτά δεκαετιών να αφηγείται τα τέρατα που γεννά ο ύπνος της λογικής. «Ολοι οι φίλοι μου έχουν προβλήματα με τον ύπνο. Ο τρόπος που έχω ανακαλύψει εγώ να συνεχίσω λίγο ακόμη αυτή τη ζωή είναι να λέω ποιήματα χαμηλόφωνα. Το τελευταίο διάστημα επανέρχεται συνεχώς ως ανάμνηση ένα ποίημα του Εντουιν Αρλινγκτον Ρόμπινσον, φίλου του Ρόμπερτ Φροστ, αλλά μεγαλύτερου στην ηλικία. Δεν νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι στην Αμερική τον διαβάζουν πλέον στις ημέρες μας».
Στο επόμενο δευτερόλεπτο ο Χάρολντ Μπλουμ άρχισε να απαγγέλλει τους 32 στίχους χωρίς να κομπιάσει ούτε μία φορά, σαν 8χρονος μαθητής που τους έχει αποστηθίσει για το σχολείο. Το ποίημα λέγεται «Luke Havergal» και αφηγητής είναι μια φωνή από τον τάφο που καλεί τον Λουκ Χάβεργκαλ να αναζητήσει τη χαμένη του αγάπη. Οι λίγοι στίχοι της αρχής ίσως είναι το καλύτερο κλείσιμο ύστερα από μια συνάντηση με έναν «ανατόμο του λυρισμού», αλλά δεν μπορούν να αποδώσουν με τίποτε τη μαγεία των 90 δευτερολέπτων στα οποία το βλέμμα του 86χρονου κριτικού συντονίστηκε με τον εσωτερικό ρυθμό μιας ολόκληρης ζωής. Ηταν ένας θρύλος ακουμπισμένος σε μια καρέκλα. Αλλά περισσότερο κι απ' αυτό, αποχαιρετούσα έναν μαθητή που φώναζε το ποίημά του σαν να ήταν η πρώτη ημέρα στο σχολείο:

«Πήγαινε στη δυτική πύλη, Λουκ Χάβεργκαλ,
εκεί όπου η κληματαριά σκαρφαλώνει κατακόκκινη στον τοίχο.
Και περίμενε στο λυκόφως γι' αυτό που θα 'ρθει.
Τα φύλλα θα σου ψιθυρίσουν λόγια για εκείνη και κάποια,
καθώς πέφτουν, θα σε χτυπήσουν σαν λέξεις που πετούν.
Αλλά πήγαινε - θα σε καλέσει αν ακούσεις.
Πήγαινε στη δυτική πύλη, Λουκ Χάβεργκαλ.

Ερχομαι μέσα από τον τάφο για να σ' τα πω αυτά.
Μέσα από τον τάφο έρχομαι για να παγώσω το φιλί
που καίει επάνω στο μέτωπό σου σαν λάμψη
και κρύβει τον δρόμο που πρέπει να πάρεις.
Ναι, έχεις ακόμη ένα δρόμο για να τη βρεις.
Δύσβατο, αλλά όποιος πιστεύει δεν μπορεί να ξαστοχήσει».

ΥΓ: Το ηχητικό απόσπασμα μπορείτε να το ακούσετε στo www.tanea.gr
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου