γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου*
Μέσα από τα φύκια αναδυόταν ένα καράβι.Αφού βγήκε στην
επιφάνεια, σταμάτησε καταμεσής του ορίζοντα. Από αυτή την απόσταση φαινόταν τόσο
καθαρά όσο και τα σύννεφα.Σκορπίζοντας χαρά, φλεγόταν σαν κρασί,σαν τριαντάφυλλο,σαν
αίμα ή χείλια, σαν πορφυρό βελούδο ή κατακόκκινη φωτιά. Το καράβι κατευθυνόταν
ίσια προς την Ασσόλ.
Βιβλίο-κομψοτέχνημα,από εκείνα που
χαίρεσαι να τα νιώθεις στα χέρια σου όταν τα διαβάζεις. Συγχαρητήρια στις εκδόσεις
Κίχλη για την φροντισμένη (πολυτονική) έκδοση, στην Αλεξάνδρα Ιωαννίδου και
στην Γιώτα Κριτσέλη για το επίμετρο και την επιμέλεια και στην Ιοκάστη Καμένου
για την καλή, στρωτή μετάφραση από τα ρωσικά˙δεν έχω ιδέα από ρώσικα, αλλά
φίλος που μιλάει και γράφει στην γλώσσα των ιερών τεράτων και
του έχω εμπιστοσύνη (γιατί ως μεταφραστής ο ίδιος δεν είναι ξερόλας και
επηρμένος να καταδικάζει τους πάντες πλην του εαυτού του), εκφράστηκε με πολύ
καλά λόγια.
Το τρυφερό ερωτικό περιεχόμενο των
Πορφυρών Πανιών είναι πασίγνωστο στους απανταχού βιβλιόφιλους, το ίδιο όπως
πασίγνωστη και ποικιλότροπα σχολιασμένη είναι και η ιστορία της ζωής*,του
Αλεξάντρ Γκριν,που- αν θεωρήσουμε κι εμείς ως έντεχνο
παραμύθι την νουβέλα του, οφείλουμε τότε να πούμε ότι αυτή, η ζωή
του με τις πολλαπλές της κακουχίες και ρήξεις δεν πέρασε διόλου σαν να ήταν
παραμύθι, το αντίθετο....
Στην Ρωσία, και όχι μόνο εκεί -αλλά
περισσότερο εκεί- υπήρξε από την δεκαετία του΄20, από το 1923 που εκδόθηκε το
βιβλίο και υπάρχει ακόμα μια εμμονή, λιγότερη στην αρχή και λιγότερο στρεβλωμένη,
πολύ εντονότερη μετά, με την νουβέλα του Γκριν˙ακόμα και χονδροειδώς εκδηλούμενη
ως κατανάλωση προϊόντων τέχνης-φεστιβάλ, διαγωνισμοί, ταινίες, σειρές, θεατρικά κτλ
αμφίβολης συχνότατα ποιότητας-η λογοτεχνική δικαίωση του συγγραφέα ήρθε από την
πρώτη εκείνη φορά που εκδηλώθηκε σαν ακαλούπωτη αγάπη του κόσμου για τα
"Πορφυρά Πανιά" του και που εμένα τουλάχιστον δεν με πειράζει καθόλου
αν επιπόλαια και ατυχώς αλληγορικά, όπως διατείνονται οι σχολιαστές του έργου
του Γκριν, ή και ιδιοτελώς ή και απλώς λόγω... χρώματός τους σχετίστηκαν
επίμονα με την Οκτωβριανή Επανάσταση στον βαθμό που κι αυτή, λέω, η
τελευταία, η ταλαίπωρη Οκτωβριανή Επανάσταση, για
αλλού, με άλλους στο τιμόνι και αλλιώς ξεκίνησε και το ίδιο ατυχώς ή ιδιοτελώς
χρησιμοποιήθηκε από ένα απείρως τρομοκρατημένο και γι αυτό ανασφαλές και
επιθετικό καθεστώς που την καρπώθηκε και στο οποίο εκείνη έδωσε άθελά
της, πιστεύω, ως πρόσχημα και ως βορά τα πιο καλά και φιλάνθρωπα ιδανικά της. Πόσοι
Οκτώβρηδες και Μάηδες και Νοέμβρηδες, επαναστάσεις, αγώνες, ιδέες, κόκκινα πανιά
και λάβαρα, γενιές και γενιές άνθρωποι ναυτολογημένοι σε μυθικά σκαριά που
ξεκίνησαν να πλέουν σε θάλασσες φωτεινών παραμυθιών ή σαν σε τέτοιες κι ό,τι
άλλο όμορφο, κατέληξαν ριγμένα όλα και όλοι στην αλεστική μηχανή της εξουσιολαγνείας
και της ανθρώπινης βλακείας...
Τέλος πάντων, δεν με νοιάζει τι έκανε ή δεν
έκανε η ύστερη σοβιετική προπαγάνδα στα "Πορφυρά Πανιά", ουσιαστικά
τίποτα δεν τους έκανε πιστεύω, δεν μπορούσε να τους κάνει ˙με εκνευρίζει βέβαια η ατεκμηρίωτη, η παρατεταμένη
αντικομμουνιστική υστερία διαφόρων, που δεν κοιτάνε τα δήθεν δημοκρατικά μούτρα
τους μα λένε για την υστερία των άλλων, αλλά ένα κατάλαβα και το κατάλαβα καλά:
τα "Πορφυρά Πανιά" είναι απ΄αυτά τα απείρως γοητευτικά κείμενα,
τα τόσο φευγάτα από την μήτρα τους ήδη, που δεν τα αγγίζει στον αιώνα τον
άπαντα η ιδιοτέλεια κανενός, ανήκουν στον κόσμο, με την έννοια του απλού λαού
και γι αυτό δεν τους πρέπει μιζέρια.
Ο Γκριν σκιαγραφεί περίτεχνα την παιδική
ζωή των δυο ερωτευμένων, της Ασσόλ και του Αρθούρου Γκρέυ και μέσα από αυτές δημιουργούμε
κι εμείς, "βλέπουμε" διαβάζοντας,
το σκηνικό στο οποίο θα κάνει την είσοδό του το καράβι
με τα πορφυρά πανιά.
Η ιστορία τους και ιστορία παρενθετικά και
άλλων, που ο Γκριν μας την αφηγείται τριτοπρόσωπα και λέξη λέξη, φωλιάζει πρακτικά
σε 138 σελίδες αλλά αυτές μοιάζουν πολύ περισσότερες όταν διαβάζεις! Η φαντασία
σου ως αναγνώστη κεντρίζεται γλυκά, εκεί κάπου στην τριακοστή τέταρτη-όταν ο
Εγκλ συναντάει την Ασσόλ και με αόρατη βελονιά δένει την μυθοπλασία που θα
ακολουθήσει και που την περιμένεις πως και πως-καταλαβαίνεις τι υπέροχο
κείμενο, πόσο πλούσιο, βαθύ και πολύπτυχο είναι αυτό που διαβάζεις και στο σημείο
αυτό που και η αφήγηση φεύγει, πετάει, ελευθερώνεται, το ίδιο συμβαίνει και
σ΄εσένα:φεύγεις, πετάς, ελευθερώνεσαι!
Αν κάποια βιβλία σε γραπώνουν και σε
κρατάνε πεισματικά σχεδόν στην ατμόσφαιρα και το περιβάλλον που ο δημιουργός
τους επινόησε, τούτο εδώ κάνει ακριβώς το αντίθετο και αυτό είναι το πρωτοφανές
και εκπληκτικό, το κυρίαρχο στα πολλά του προτέρημα:σε αφήνει ελεύθερο.
Η Ασσόλ
Η Ασσόλ είναι ορφανή από μάνα και ο
Λόνγκρεν, ο πατέρας της, παρατάει την θάλασσα για να την μεγαλώσει ο ίδιος
πολύ αφοσιωμένα, σαν μητέρα και πατέρας μαζί.
Ο Λόνγκρεν, ναύτης στον «Ωρίωνα», ένα μπρίκι τριακοσίων
τόνων, στο οποίο είχε υπηρετήσει για δέκα χρόνια και με το οποίο είχε δεθεί
στενότερα απ΄ό,τι ένας γιός με την μάνα του, αναγκάστηκε τελικά να εγκαταλείψει
τη δουλειά του.
Ζουν στην Καπέρνα, έτσι ονομάζει ο Γκριν
το μικρό παραθάλασσιο-τι άλλο θα ήταν;-χωριό και το μοναδικό τους έσοδο προέρχεται
από τα θαυμάσια παιχνίδια που φτιάχνει εκείνος, βάρκες, ακάτους,
καταδρομικά,ατμόπλοια, μικροσκοπικά μοντέλα δουλεμένα με τέχνη και
που μεγαλώνοντας αναλαμβάνει να πουλάει η Ασσόλ στα μαγαζιά της κοντινής, επίσης
παραθαλάσσιας, πολιτείας, της Λις.
Ο κοινωνικός περίγυρος είναι ιδιαίτερα
σκληρός μαζί τους, έχει παρεξηγήσει κάθε συμπεριφορά του εσωστρεφούς Λόνγκρεν
και έχει κόψει τα νήματα κάθε ομαλής επικοινωνίας:
Το κορίτσι μεγάλωνε χωρίς φίλους.Τα περίπου τριάντα
παιδιά της ηλικίας της που ζούσαν στην Καπέρνα είχαν εμποτιστεί, όπως ποτίζει το
νερό το σφουγγάρι, με τους σκληρούς κανόνες των οικογενειών τους, στη βάση των
οποίων βρισκόταν η απόλυτη εξουσία της μητέρας και του πατέρα.Πειθήνια,όπως
συμβαίνει με όλα τα παιδιά του κόσμου, είχαν διαγράψει μια για πάντα τη μικρή
Ασσόλ από τη σφαίρα της προστασίας και του ενδιαφέροντός τους. Εννοείται πως
αυτό έγινε σταδιακά,ενώ μέσα από νουθεσίες και τις κατσάδες των μεγάλων πήρε τη
μορφή μιας τρομερής απαγόρευσης,η οποία,σε συνδυασμό με τις φήμες και τα κουτσομπολιά,απέκτησε
στο μυαλό των παιδιών διαστάσεις φόβου και τρόμου για το σπίτι του
ναυτικού.Επιπλέον η απομονωμένη ζωή του Λόνγκρεν έδωσε τροφή στα υστερικά
κουτσομπολιά. Διηγούνταν για τον ναυτικό πως κάπου κάποιον είχε σκοτώσει, γι
αυτό δεν τον δέχονταν να υπηρετήσει σε κανένα πλοίο,και πως τώρα ήταν κατσούφης
και ακοινώνητος γιατί « βασανίζεται από τις τύψεις της εγκληματικής του
συνείδησης».Όταν η Ασσόλ πλησίαζε τα άλλα παιδιά την ώρα που έπαιζαν, αυτά την
έσπρωχναν,της πετούσαν λάσπες και την πείραζαν λέγοντάς της πως ο πατέρας της
είχε φάει ανθρώπινη σάρκα και πως τώρα φτιάχνει πλαστά χρήματα.Οι αφελείς
απόπειρες της να τα προσεγγίσει κατέληγαν,η μία μετά την άλλη, σε πικρά δάκρυα,
μελανιές, γρατζουνιές και άλλες εκδηλώσεις της κοινής γνώμης.
Η Ασσόλ λοιπόν δεν έχει συνομήλικους για
να παίξει, να περάσει καλά,να χαρεί,να χτίσει αναμνήσεις και παιδική ηλικία
γενικότερα σαν ένα οποιοδήποτε άλλο παιδάκι.Ο πατέρας εκτελεί χρέη μάνας, φίλου,
συμμαθητή,ακόμα και δασκάλου, εκείνος είναι που την μαθαίνει γραφή και ανάγνωση, εκείνος
είναι ο διασκεδαστής και σύντροφος στα παιχνίδια που κι αυτά δεν μοιάζουν με
των άλλων παιδιών, είναι οι ιστορίες που της αφηγείται, κόσμοι
ολόκληροι, μακρινοί,μαγικοί, αλλόκοτοι, τρομεροί και φυσικά παράξενα γοητευτικοί.
Η αγαπημένη διασκέδαση της Ασσόλ τα
απογεύματα ή τις γιορτές ήταν να σκαρφαλώνει στα γόνατα του πατέρα της, όταν
αυτός έβαζε στην άκρη το δοχείο με την κόλλα,τα εργαλεία,τη μισοτελειωμένη
δουλειά και, βγάζοντας την ποδιά του, καθόταν να ξεκουραστεί με την πίπα ανάμεσα
στα δόντια.Στριφογυρνώντας εκεί, μέσα στον προστατευτικό κλοιό που σχημάτιζαν τα
χέρια του,άγγιζε τα διάφορα κομμάτια των παιχνιδιών και ρωτούσε σε τι χρησίμευε
το καθένα.Έτσι λοιπόν, ξεκινούσε μια ιδιόμορφη, φανταστική διάλεξη για τη ζωή και
τους ανθρώπους ˙μια διάλεξη στην οποία, λόγω της προγενέστερης ζωής του
Λόνγκρεν αλλά και ποικίλων τυχαίων περιστατικών ή της τύχης γενικότερα, την
κυρίαρχη θέση καταλάμβαναν διάφορα παράξενα, εκπληκτικά και ασυνήθιστα
γεγονότα.Ο Λόνγκρεν,απαριθμώντας στη μικρή τα ονόματα των σχοινιών,των πανιών
και των ναυτικών εξαρτημάτων,σιγά σιγά παρασυρόταν και περνούσε από τις
εξηγήσεις στην αφήγηση διαφόρων επεισοδίων, στα οποία έπαιζαν πρωταγωνιστικό
ρόλο πότε η άγκυρα, πότε το πηδάλιο,πότε το κατάρτι, πότε κάποιο είδος βάρκας
κτλ.Κι έτσι, σταδιακά, οι μεμονωμένες περιγραφές γίνονταν εκτεταμένες
αφηγήσεις θαλασσινών περιπλανήσεων, συνδυάζοντας τις δεισιδαιμονίες με την
πραγματικότητα και την πραγματικότητα με τις εικόνες της φαντασίας του.Και να
που εμφανιζόταν η γάτα-τίγρις ως αγγελιαφόρος του ναυαγίου, το ιπτάμενο ψάρι που
μιλούσε και που, αν δεν υπάκουγες στις διαταγές του, θα έχανες τη ρότα, κι ο
Ιπτάμενος Ολλανδός με το μανιασμένο πλήρωμά του, και άλλα ακόμη
οιωνοί,φαντάσματα, νεράιδες, πειρατές-,με δυο λόγια ,όλοι οι μύθοι που κρατούσαν
συντροφιά στους ναυτικούς για να περνούν την ώρα της ανάπαυλας σε κάποια
ταβέρνα όταν επικρατούσε νηνεμία.
Και σ΄αυτή την ήδη οξυμένη φαντασία της
έφηβης πλέον Ασσόλ βρίσκει, ακριβώς όταν πρέπει, το πιο απάνεμο παρτέρι του
μαγικού περιβολιού στο οποίο κι ο τελευταίος σπόρος που φύτεψαν οι διηγήσεις
του πατέρα ετοιμάζεται να δώσει καρπούς, ποιος;
Μα ο περιηγητής
Έγκλ, ο γνωστός συλλογέας τραγουδιών, μύθων, παραδόσεων και παραμυθιών! Και προφητεύει ο ασπρομάλλης γέροντας και της
λέει :
Ο Γκρέυ
Ἔτσι, ὁ Γκρέυ ζοῦσε σ’ ἕναν δικό του κόσμο. Ἔπαιζε μόνος του, συνήθως στοὺς
πίσω κήπους τοῦ πύργου, οἱ ὁποῖοι
παλιὰ εἶχαν
στρατηγικὴ σημασία. Αὐτὲς οἱ ἀχανεῖς ἔρημες
ἐκτάσεις, μὲ τὰ ἀπομεινάρια
ἀπὸ τὰ βαθιὰ χαντάκια καὶ τὰ μουχλιασμένα πέτρινα κελάρια, ἦταν γεμάτες μὲ ἀγριόχορτα,
τσουκνίδες, ρείκια, τσαπουρνιὲς καὶ ζωηρόχρωμα ἀγριολούλουδα. Ὁ Γκρέυ περνοῦσε ἐδῶ ὧρες ἀτελείωτες, ἐξερευνώντας τὶς τρύπες ποὺ ἄνοιγαν οἱ τυφλοπόντικες, παλεύοντας μὲ τὰ ἀγριόχορτα, παραμονεύοντας τὶς πεταλοῦδες καὶ χτίζοντας μὲ θρύμματα ἀπὸ πλίνθους φρούρια, τὰ ὁποῖα
βομβάρδιζε μὲ βέργες καὶ χαλίκια.
Ἦταν ἤδη δώδεκα χρονῶν, ὅταν ὅλα τὰ κινήματα τῆς ψυχῆς του, ὅλα τὰ ξεχωριστὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ
πνεύματός του καὶ οἱ ἀποχρώσεις τῶν μυστικῶν του παρορμήσεων ἑνώθηκαν
σ’ ἕνα ὁρμητικὸ κύμα καί, ἀποκτώντας ἁρμονία, μετατράπηκαν σὲ μιὰν ἀδάμαστη
ἐπιθυμία. Ὣς τότε ἦταν σὰν νὰ ἔβρισκε
μόνο διάσπαρτα σὲ πολλοὺς ἄλλους κήπους κομμάτια τοῦ δικοῦ του κήπου – ἕνα ξέφωτο, μιὰ σκιά, ἕνα λουλούδι, ἕναν πλούσιο καὶ μεγαλοπρεπὴ κορμό· καὶ ξαφνικὰ τὰ εἶδε ξεκάθαρα ὅλα, σὲ μιὰν ἐξαίσια καὶ ἐκπληκτικὴ συμφωνία.
Αὐτὸ συνέβη στὴ βιβλιοθήκη. Ἡ ψηλή της πόρτα, μὲ τὸ θαμπὸ γυαλὶ στὸ πάνω μέρος, ἦταν συνήθως κλειδωμένη, ὅμως ὁ σύρτης μόλις ποὺ
κρατιόταν ἀπὸ τὴν ἐσοχὴ τοῦ θυρόφυλλου. Πιέζοντας μὲ τὸ χέρι, ἡ πόρτα ὑποχωροῦσε κι ἄνοιγε.Ὅταν, παρακινημένος ἀπὸ τὸ ἐρευνητικό
του πνεῦμα, ὁ Γκρέυ μπῆκε στὴ βιβλιοθήκη,ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὸ
σκονισμένο φῶς,ἡ
δύναμη καὶ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ ὁποίου ὀφείλονταν στὸ χρωματιστὸ σχέδιο ποὺ ὑπῆρχε
στὸ ἐπάνω
μέρος τοῦ τζαμιοῦ τῶν παραθύρων.
Οἱ
βιβλιοθῆκες ἦταν παραφορτωμένες μὲ
βιβλία. Ἔμοιαζαν μὲ τοίχους ποὺ πίσω ἀπὸ τὸν ὄγκο τους εἶχαν φυλακίσει τὴ ζωή. Στὴν ἀντανάκλαση
τοῦ γυαλιοῦ τῆς βιβλιοθήκης διαγράφονταν ἄλλες βιβλιοθῆκες, σκεπασμένες μὲ ἄχρωμες, ἀστραφτερὲς κηλίδες. Πάνω στὸ στρογγυλὸ τραπέζι ἔστεκε μιὰ τεράστια ὑδρόγειος σφαίρα, κλεισμένη στὸν μπακιρένιο σφαιρικὸ
σταυρὸ ποὺ
σχημάτιζαν ὁ ἰσημερινὸς καὶ ὁ
μεσημβρινός.
Γυρνώντας πρὸς τὴν ἔξοδο, ὁ Γκρέυ εἶδε πάνω ἀπὸ τὴν
πόρτα ἕναν πελώριο πίνακα, τὸ περιεχόμενο τοῦ ὁποίου πλημμύρισε ἀμέσως
τὴν καταθλιπτικὴ σιωπὴ τοῦ
δωματίου. Ὁ πίνακας ἀπεικόνιζε ἕνα καράβι σκαρφαλωμένο στὴν κορυφὴ ἑνὸς κύματος. Ἀφροὶ
κυλοῦσαν στὰ πλευρά του. Τὸ εἶχαν ζωγραφίσει μία στιγμὴ προτοῦ «πετάξει».Τὸ καράβι ἔπλεε στραμμένο κατευθείαν πρὸς τὸν θεατή. Ὁ πρόβολος, ποὺ εἶχε
σηκωθεῖ ψηλά, ἔριχνε τὴ σκιά του στὴ βάση τῶν καταρτιῶν.Ἡ κορυφὴ τοῦ κύματος, ποὺ ἔσκαγε στὴν καρίνα τοῦ πλοίου, θύμιζε φτερὰ γιγάντιου πουλιοῦ.Οἱ ἀφροὶ τινάζονταν στὸν ἄνεμο.Τὰ πανιά ποὺ ἐλάχιστα
διακρίνονταν πίσω ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τοῦ
καταστρώματος καὶ
πάνω ἀπὸ τὸν πρόβολο, φουσκωμένα ἀπὸ τὴ λυσσώδη δύναμη τῆς καταιγίδας, ἔγερναν πρὸς τὰ πίσω μ᾽ ὅλο τους τὸν ὄγκο,ἔτσι ὥστε φτάνοντας στὴν
κορυφὴ τοῦ
κύματος εὐθυγραμμίζονταν κι ἔπειτα, κλίνοντας πρὸς τὴν ἄβυσσο, ἔριχναν τὸ πλοῖο σὲ νέα θηριώδη κύματα.Ράκη ἀπὸ σύννεφα σκιρτοῦσαν χαμηλὰ πάνω ἀπὸ τὸν ὠκεανό. Τὸ θαμπὸ φῶς μάταια πάλευε ἐνάντια στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας ποὺ πλησίαζε. Ὅμως τὸ πιὸ ἐντυπωσιακὸ σ’ αὐτὸν τὸν πίνακα ἦταν ἡ μορφὴ ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ στεκόταν ὄρθιος στὸ κατάστρωμα τῆς πλώρης μὲ τὴν πλάτη στὸν θεατή. Ἡ μορφὴ αὐτὴ ἐξέφραζε πλήρως τὴν
κατάσταση ἀλλὰ καὶ τὴ στιγμή. Ἡ στάση τοῦ ἀνθρώπου
–εἶχε τὰ πόδια ἀνοιχτὰ καὶ τὰ χέρια ψηλὰ
τεντωμένα– δὲν ἔδινε
κανένα ἰδιαίτερο στοιχεῖο γιὰ τὸ τί ἔκανε, ὅμως μποροῦσε κανεὶς νὰ ὑποθέσει πὼς ἦταν ἀπολύτως προσηλωμένος σὲ
κάτι ποὺ ὑπῆρχε στὸ κατάστρωμα ἀλλὰ ἦταν ἀόρατο στὸν θεατή. Τὸ κάτω μέρος τοῦ πανωφοριοῦ του γυρισμένο ἀνάποδα
παράδερνε στὸν ἀέρα.Ἡ λευκὴ κοτσίδα καὶ τὸ μαῦρο
ξίφος του παρασύρονταν ἀπὸ τὸν ἄνεμο.Ἡ πολυτελὴς ἀμφίεσή
του ἔδειχνε πὼς ἦταν ὁ καπετάνιος, ἐνῶ ἡ χορευτικὴ στάση τοῦ κορμιοῦ του παρακολουθοῦσε τὴν ἁπαλὴ καμπύλη τοῦ κύματος.Δὲν φοροῦσε καπέλο. Αὐτὸ ποὺ
συνέβαινε τὴν κρίσιμη αὐτὴ
στιγμὴ τὸν εἶχε συνεπάρει καὶ
κάτι φώναζε – τί ὅμως; Εἶχε ἄραγε δεῖ κάποιον νὰ πέφτει ἀπὸ τὸ
κατάστρωμα,διέταζε ἀλλαγὴ πορείας ἢ μήπως, μὲ πνιγμένη ἀπὸ τὸν ἄνεμο φωνή, καλοῦσε τὸν ναύκληρο; Οἱ σκιὲς αὐτῶν τῶν σκέψεων, κι ὄχι οἱ ἴδιες
οἱ σκέψεις, φούντωσαν στὴν ψυχὴ τοῦ
Γκρέυ,καθὼς κοιτοῦσε τὸν πίνακα.
Τὸ
φθινόπωρο τοῦ δέκατου πέμπτου ἔτους τῆς ζωῆς του ὁ Ἀρθοῦρος Γκρέυ τὸ ἔσκασε
κρυφὰ ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ διάβηκε τὶς χρυσὲς πύλες τῆς θάλασσας.Σύντομα ἡ σκούνα «Ἄνσελμ» σάλπαρε ἀπὸ τὸ λιμάνι τοῦ Ντοῦμπελτ μὲ κατεύθυνση τὴ Μασσαλία,παίρνοντας μαζί της ἕναν
μοῦτσο με μικροκαμωμένα χέρια καὶ
παρουσιαστικὸ μεταμφιεσμένου κοριτσιοῦ. Αὐτὸς ὁ μοῦτσος ἦταν ὁ Γκρέυ, ποὺ εἶχε στὴν κατοχή του ἕναν κομψὸ σάκο, λεπτὲς σὰν
γάντια, βερνικωμένες μπότες καὶ ἀσπρόρουχα ἀπὸ βατίστα, στολισμένα μὲ κεντημένα στέμματα.
Ο Γκρέυ θα γίνει ο ιδανικός εκφραστής των
ίδιων του των ονείρων, θα ψηθεί στην αρμύρα της θάλασσας και θα ψάξει, θα βρει
και θα διεκδικήσει το όνειρό του χωρίς τίποτα να τον έχει διαφθείρει και
αλλάξει από αυτό που από την αρχή μας είπε ο Γκριν πως είναι:ερευνητικός, έντιμος, μεγαλόκαρδος,
ευφυής, καλόγνωμος. Θα φροντίσει από την στιγμή κιόλας που αγοράζει το άλικο
ύφασμα για τα καινούργια πανιά η συνάντησή του με την Ασσόλ να είναι η πρώτη γιορτή
από μια σειρά γιορτών, που θα υμνούν ως το άπειρο κι ακόμα παραπέρα την
ΖΩΗ! Και η Ασσόλ το ξέρει αυτό, απλά το ξέρει, μέσα από το δικό της κατά Γκριν
ανέμελο μέλημα που είναι η εκπροσώπηση της απλότητας, της ομορφιάς που δεν
κραυγάζει, της ελπίδας και του φωτός που καμιά αναποδιά δεν μπορεί να τα
σβήσει.
Οι δυό τους συναντιούνται πανηγυρικά και δημόσια. Το "Σεκρέτ", τι
όνομα για καράβι μικρομέγαλου παραμυθιού, πλέει αργά και
μεγαλόπρεπα, κυκλώνοντας τον μικρό κάβο. Το ζηλόφθονο πλήθος που κυνηγούσε την
μικρούλα Ασσόλ καταπίνει τώρα την δική του χολή και την γεμάτη δηλητήριο γλώσσα. Η προφητεία του Εγκλ, του απίθανου συλλογέα παραμυθιών παίρνει
σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια όλων.
Η Ασσόλ ρίχνεται στο νερό κι ο Γκρέυ την ανασύρει. Ανεβαίνει στο
"Σεκρέτ" και εκείνο ανοίγει ξανά τα πορφυρά πανιά του για τα πέλαγα
της ευτυχίας. Και θα ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα (λέμε τώρα) και το αίσιο
τέλος δεν είναι διόλου τέλος, είναι μονάχα η ποθούμενη αρχή.
Του καθενός και μακάρι να την βρει....
*Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η ζωή του Αλεξάντρ Γκριν (πως έζησε και τι
πέρασε πριν γίνει μέχρι και γραμματόσημο) και γι αυτό παραθέτω ατόφιο το
χρονολόγιο που υπάρχει στο τέλος του βιβλίου
1880
Γέννηση τοῦ Ἀλεξὰντρ
Στεπάνοβιτς Γκρινέφσκι (Ἀ. Σ. Γκρίν) στὴν πόλη Σλομπόντσκι τοῦ
κυβερνείου τῆς Βιάτκα στὶς 11 (23) Αὐγούστου. Πατέρας του ἦταν ὁ Πολωνὸς
εὐγενὴς Στεπὰν Γεφσέγεφσκι Γκρινέφσκι, ποὺ ἔλαβε μέρος στὴν
ἐθνικοαπελευθερωτικὴ ἐξέγερση τοῦ 1864 καὶ ἐξορίστηκε· μητέρα του ἡ Ρωσίδα Ἄννα
Στεπάνοβνα Γκρινέφσκαγια (τὸ γένος Λεπκόβαγια).
1892
Τὸν ἀποβάλλουν ἀπὸ τὸ σχολεῖο γιὰ ἀσέβεια
πρὸς τοὺς καθηγητές του, ἐξαιτίας τῶν σατιρικῶν ποιημάτων ποὺ ἔγραψε γιὰ
ὁρισμένους ἀπὸ αὐτούς. Ἀπὸ μικρὸς διάβαζε βιβλία ποὺ ἀναφέρονταν στὴ θάλασσα
καὶ τὰ ταξίδια. Τὸ ὄνειρό του ἦταν νὰ γίνει ναυτικός.
1895
Πεθαίνει ἡ μητέρα του ἀπὸ φυματίωση. Ὁ πατέρας
του παντρεύεται τὴ χήρα Λίντια Μπορέφσκαγια.
1896
Τελειώνει τὸ σχολεῖο στὴ Βιάτκα καὶ
ἀναχωρεῖ γιὰ τὴν Ὀδησσό, προκειμένου νὰ φοιτήσει στὴ Ναυτικὴ Ἀκαδημία.
Προσλαμβάνεται ὡς μαθητευόμενος ναύτης στὸ ἀτμόπλοιο «Πλάτων», ἀπ’ ὅπου
ἀπολύεται σύντομα, καὶ ἀκολούθως στὴ σκούνα «Ἅγιος Νικόλαος».
1897
Ἀρχίζει νὰ ἐργάζεται ὡς ναύτης σὲ
ἀτμόπλοιο καὶ κάνει τὸ πρῶτο καὶ τελευταῖο του ταξίδι στὸ ἐξωτερικό – στὴν
Ἀλεξάνδρεια. Ἐπιστρέφει μέσω τῆς Ὀδησσοῦ στὴ Βιάτκα, ὅπου ὑπηρετεῖ στὸ
δημαρχεῖο τοῦ κυβερνείου, ἐνῶ συγχρόνως κερδίζει χρήματα ὡς ἀντιγραφέας
θεατρικῶν κειμένων. Ἑρμηνεύει ἐπίσης διάφορους μικροὺς ρόλους.
1898
Φεύγει ἀπὸ τὴ Βιάτκα γιὰ τὸ Μπακού, ὅπου
κατὰ διαστήματα δουλεύει ὡς ψαράς, ὑπηρετεῖ στὸ ἀτμόπλοιο «Ἀτριὸκ» ἢ
περιφέρεται ἄνεργος.
1899
Ἐπιστρέφει ἀπὸ τὸ Μπακοὺ στὴ Βιάτκα καὶ
ἐργάζεται σὲ σιδηρουργεῖο. Γράφει σατιρικὲς ἱστορίες γιὰ τὴν πόλη.
1900
Ναύτης σὲ ἀτμόπλοιο.
1901
Φεύγει μὲ τὰ πόδια γιὰ τὰ Οὐράλια, ὅπου
κάνει διάφορες δουλειές. Ἐπιστρέφει στὴ Βιάτκα. Διαπράττει τὸ ὀλίσθημα νὰ
πουλήσει, ὕστερα ἀπὸ παράκληση φίλου του, ἕνα κλεμμένο ρολόι. Προφυλακίζεται μὲ
τὴν κατηγορία τῆς κλεπταποδοχῆς.
1902
Ἀθωώνεται. Τὸν καλοῦν στὸ στρατό, ἀλλὰ
λιποτακτεῖ. Τὸν συλλαμβάνουν στὸ Καμίσιν. Λιποτακτεῖ καὶ πάλι, μὲ τὴ βοήθεια
ἑνὸς μέλους τοῦ κόμματος τῶν Ἐσέρων, καὶ φεύγει γιὰ τὸ Σιμπίρκ. Ἐργάζεται ὡς
ξυλοκόπος.
1903
Γίνεται μέλος τοῦ κόμματος τῶν Ἐσέρων. Ἀρνεῖται ὡστόσο νὰ συμμετάσχει σὲ
τρομοκρατικὴ ἐνέργεια. Τὸν στέλνουν στὸ Σαράτοφ ὡς διαφωτιστή. Μετακομίζει στὸ
Ἐκατερινοσλὰβ καὶ μετὰ στὸ Κίεβο. Στὴ Σεβαστούπολη, ὅπου στὴ συνέχεια πηγαίνει,
ἀναλαμβάνει τὴν πολιτικὴ διαφώτιση τῶν ναυτῶν τοῦ στόλου τῆς Μαύρης Θάλασσας.
Συλλαμβάνεται γιὰ ἐπαναστατικὴ δράση καὶ κλείνεται στὴ φυλακή.
1905
Καταδικάζεται σὲ δέκα χρόνια ἐξορία στὴ Σιβηρία.
Ἀπελευθερώνεται ἐπωφελούμενος ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ γενικῆς ἀμνηστίας. Ταξιδεύει
στὴν Πετρούπολη.
1906
Συλλαμβάνεται καὶ φυλακίζεται στὴν
Πετρούπολη, λόγω χρήσης πλαστοῦ διαβατηρίου. Γνωρίζει τὴν πρώτη του γυναίκα, τὴ
Βέρα Ἀμπράμοβα, ἡ ὁποία, μὲ τὸ πρόσχημα πὼς εἶναι ἀρραβωνιασμένη μαζί του, τὸν
ἐπισκέπτεται ὡς πολιτικὸ κρατούμενο. Τὸν στέλνουν ἐξορία στὸ Τομπόλκ, ἀπ’ ὅπου
δραπετεύει.
Ὕστερα ἀπὸ σύντομη παραμονὴ στὴ Βιάτκα,
πηγαίνει στὴ Μόσχα, ὅπου γράφει τὸ πρῶτο του διήγημα μὲ πολιτικὸ περιεχόμενο,
μὲ τὸ ὁποῖο ἀσκεῖ κριτικὴ στὸ στρατό. Ὑπογεγραμμένο μὲ ἄλλο ὄνομα, τὸ διήγημα
κατάσχεται στὸ τυπογραφεῖο καὶ καίγεται. Στὸ τέλος τοῦ ἴδιου χρόνου ἀρχίζει νὰ
συζεῖ μὲ τὴ Βέρα Ἀμπράμοβα.
1907
Ὑπογράφει γιὰ πρώτη φορὰ μὲ τὸ ψευδώνυμο
«Ἀλεξὰντρ Γκρὶν» τὸ διήγημά του «Ἕνα ἐπεισόδιο».
1908
Δημοσιεύει τὴν πρώτη του συλλογὴ
διηγημάτων Τὸ ἀόρατο καπέλο. Διηγήματα γιὰ ἐπαναστάτες.
1909
Ἐκδίδει τὴν πρώτη του ρομαντικὴ νουβέλα Τὸ
νησὶ Ρενό, μὲ τὴν ὁποία ὁ ἴδιος θεωρεῖ ὅτι ἐγκαινιάζεται ἡ λογοτεχνική του δραστηριότητα.
1910
Συλλαμβάνεται γιὰ χρήση ξένου διαβατηρίου.
Παντρεύεται τὴ Βέρα Ἀμπράμοβα καὶ φεύγει μαζί της γιὰ τὸν τόπο τῆς ἐξορίας του,
τὴν πόλη Πίνεγκα τοῦ κυβερνείου τοῦ Ἀρχάγγελου.
1912
Μεταφέρεται στὸν Ἀρχάγγελο, ὅπου παραμένει
μέχρι νὰ λήξει ἡ ἐξορία του. Ἐπιστρέφει στὴν Πετρούπολη. Δημοσιεύει σειρὰ νέων
διηγημάτων καὶ γνωρίζεται μὲ τοὺς λογοτέχνες Ἀ. Κουπρὶν καὶ Μ. Κουζμίν.
1913
Πρώτη συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τῶν διηγημάτων
του σὲ τρεῖς τόμους. Παίρνει διαζύγιο ἀπὸ τὴν Ἀμπράμοβα. Ζεῖ μποέμικη ζωή.
1914
Γίνεται συνεργάτης τοῦ περιοδικοῦ Νέον
Σατυρικόν (ἀρχισυντάκτης τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ Ἀ. Ἀβερτσένκο). Νοσηλεύεται
σὲ ψυχιατρικὴ κλινική. Πεθαίνει ὁ πατέρας του. Δὲν παρίσταται στὴν
κηδεία, λόγω τῆς ἀσθένειάς του.
1915
Ἐκδίδει μιὰ σειρὰ ἀπὸ καινούργια
διηγήματα. Στὸ Περιοδικὸ τῶν περιοδικῶν, ὁ κριτικὸς Μ. Λεβίντοφ τὸν ἀποκαλεῖ
«ἀλλοδαπὸ τῆς ρωσικῆς λογοτεχνίας».
1916
Λόγω ἀσεβοῦς ἀναφορᾶς στὸν τσάρο, ὁ Γκρὶν
ἐξορίζεται ἀπὸ τὴν Πετρούπολη.
1917
Ἐπιστρέφει μὲ τὰ πόδια στὴν Πετρούπολη.
Ἐκδίδει σειρὰ διηγημάτων.
1918
Γνωρίζει τὴ Νίνα Κοροτκόβαγια, μέλλουσα
γυναίκα του. Συνεργάζεται μὲ πολλὰ καὶ διάφορα περιοδικά. Γράφει γιὰ τὴν
ἐφημερίδα Λόγω Τιμῆς, ὅπου μάλιστα καλεῖ σὲ συνεργασία τὸν Ἀλεξὰντρ Μπλόκ.
Παντρεύεται τὴ Μ. Β. Ντολίτζε, ἀπὸ τὴν ὁποία χωρίζει στὸ τέλος τῆς ἴδιας
χρονιᾶς.
1919
Γίνεται μέλος τῆς Ἑταιρείας Λογοτεχνῶν.
1920
Ὑπηρετεῖ στὸν Κόκκινο Στρατό. Μόλις ἐπιστρέφει στὴν Πετρούπολη,
ἀρρωσταίνει ἀπὸ τύφο. Γράφει στὸν Γκόρκι, κάνοντας ἔκκληση γιὰ βοήθεια. Μετὰ
τὴν ἀνάρρωσή του ἀκολουθεῖ μιὰ μακρὰ περίοδος περιπλάνησης ἀπὸ σπίτι σὲ
σπίτι, μέχρις ὅτου ὁ Γκόρκι τοῦ ἐξασφαλίζει στέγη στὸ «Σπίτι τῶν
Καλλιτεχνῶν», ὅπου ἀρχίζει νὰ γράφει τὰ Πορφυρὰ πανιά.
1921
Ξανασυναντᾶ τὴ Νίνα Κοροτκόβαγια καὶ τὴν
παντρεύεται στὶς 7 Μαρτίου.
Ἐξαιτίας τῶν διαφωνιῶν του μὲ τὴ διεύθυνση
τοῦ «Σπιτιοῦ τῶν Καλλιτεχνῶν», ὁ Γκρὶν καὶ ἡ γυναίκα του μετακομίζουν ἀλλοῦ.
1922
Ἐκδίδεται τὸ πρῶτο του βιβλίο μετὰ
τὴν ἐπανάσταση, μὲ τὸν τίτλο Ἄσπρη φωτιά.
1923
Δημοσιεύεται σὲ συνέχειες σὲ περιοδικὸ τὸ
μυθιστόρημά του Ὁ ἀστραφτερὸς κόσμος. Ἐκδίδονται τὰ Πορφυρὰ πανιὰ μὲ ἀφιέρωση
στὴ Νίνα Γκρίν, καθὼς καὶ ἡ συλλογὴ διηγημάτων Ἡ καρδιὰ τῆς ἐρήμου ἀπὸ τὸν
ἐπίσημο, κρατικὸ ἐκδοτικὸ οἶκο, στὴν ὁποία περιλαμβάνεται καὶ ὁ «Κυνηγὸς τῶν
ἀρουραίων» (ἑλληνικὴ μετάφραση: Γιῶργος Τσακνιᾶς, Στιγμή, Ἀθήνα 1995).
1924
Ἀρρωσταίνει ἡ Ν. Γκρίν. Ἀποφασίζουν νὰ
μετακομίσουν στὴν Κριμαία. Ἐγκαθίστανται στὴ Θεοδοσία. Ἐκδίδεται τὸ μυθιστόρημά
του Ὁ ἀστραφτερὸς κόσμος.
Ἐργάζεται πάνω στὸ μυθιστόρημα Ἡ χρυσὴ
ἁλυσίδα.
1925
Μέσα στὸ ἔτος ἐκδίδονται σὲ διάφορους
ἐκδοτικοὺς οἴκους ἑπτὰ βιβλία του. Ἐργάζεται πάνω στὸ μυθιστόρημά του Ἡ δρομέας
τῶν κυμάτων. Θετικὴ κριτικὴ τοῦ Γκόρκι γιὰ τὸ βιβλίο του Οἱ
μονομάχοι.
1926
Ἄρνηση τῶν περιοδικῶν νὰ δημοσιεύσουν τὸ
μυθιστόρημα Ἡ δρομέας τῶν κυμάτων. Ἐκδίδονται πέντε τόμοι διηγημάτων. Γνωριμία
μὲ τὸν Σ. Μπουλγκάκοφ.
1927
Συμφωνία μὲ τὸν ἐκδότη Βόλφσον γιὰ ἔκδοση
τῶν Ἁπάντων του σὲ δεκαπέντε τόμους. Μὲ τὴν προκαταβολὴ ποὺ παίρνει ταξιδεύει
στὴ Γιάλτα, στὸ Λένινγκραντ, στὸ Κισλοβόντσκ.
1928
Ἐκδίδεται τὸ μυθιστόρημα Ἡ δρομέας τῶν
κυμάτων, καθὼς καὶ μεμονωμένοι τόμοι τῶν Ἁπάντων. Ἀρχίζει ἡ δικαστικὴ διαμάχη
μὲ τὸν ἐκδότη Βόλφσον. Ἀντιμετωπίζει ὀξὺ πρόβλημα ἀλκοολισμοῦ.
1929
Συνέχιση τῆς δικαστικῆς διαμάχης μὲ τὸν Βόλφσον.
Ἀντιμετωπίζει οἰκονομικὰ προβλήματα. Ἔκδοση τοῦ μυθιστορήματος Τζέσυ καὶ
Μοργκιάνα.
1930
Ἔκδοση τοῦ μυθιστορήματος Ὁ δρόμος γιὰ τὸ
πουθενά. Αἴσια ἔκβαση τῆς δικαστικῆς διαμάχης μὲ τὸν Βόλφσον. Τοῦ καταβάλλονται
ἑπτὰ χιλιάδες ρούβλια.
Ἐγκαθίσταται στὴν Παλαιὰ Κριμαία.
Ἐργάζεται πάνω στὸ Αὐτοβιογραφικὸ μυθιστόρημα.
1931
Ἐκδηλώνεται ἡ ἀσθένεια ποὺ εὐθύνεται γιὰ
τὸ θάνατό του.
Οἱ ἐκδότες τῆς Μόσχας καὶ τῆς Πετρούπολης
ἀρνοῦνται νὰ δημοσιεύσουν ἔργα του. Ὁ Γκρὶν καὶ ἡ γυναίκα του ζοῦν σὲ
συνθῆκες φτώχειας. Τὸ καλοκαίρι ἐπιχειρεῖ τὸ τελευταῖο ταξίδι στὴ
Μόσχα, μὲ σκοπὸ τὴν ἐξεύρεση χρημάτων. Ἡ ἀσθένεια ἐπιδεινώνεται. Ἀλλεπάλληλες
ἐπιστολὲς τοῦ Γκρὶν πρὸς τὴν «Ἕνωση Σοβιετικῶν Συγγραφέων» γιὰ βοήθεια.
1932
Αἰφνίδια ἐπιδείνωση τῆς ὑγείας του.
Μετακομίζουν σ’ ἕνα μικρὸ ἰδιόκτητο σπιτάκι. Ὁριστικὴ διάγνωση τοῦ
καρκίνου ἀπὸ συμβούλιο γιατρῶν. Ἐκδίδεται τὸ Αὐτοβιογραφικὸ μυθιστόρημα.
Στὶς 8 Ἰουλίου ὁ Ἀλεξὰντρ Γκρὶν πεθαίνει.
Ἡ γυναίκα του λαμβάνει συλλυπητήριο
τηλεγράφημα γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Γκρὶν ἀπὸ τὴν «Ἕνωση Σοβιετικῶν Συγγραφέων».
*Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.