Σάββατο 2 Απριλίου 2016

Ο Νικολάι Μπερντιάγιεφ και η Πνευματική Ελευθερία



της Maria NemcovaBanerjee

«Η νίκη εναντίον του χρόνου ως φορέα θανάτου στάθηκε το θεμελιώδες ζήτημα της ζωής μου» λέει ο Μπερντιάγιεφ στην εισαγωγή της Πνευματικής του Αυτοβιογραφίας[1]. Γραμμένη κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του, αυτή η αναδρομική αφήγηση είναι, όπως και κάθε τι που έγραψε ο Μπερντιάγιεφ, ένα δοκίμιο φιλοσοφικού στοχασμού. Σύμφωνα με την αντίληψή του, η μνήμη είναι κάτι ευρύτερο από την ικανότητα της παθητικής ανάμνησης. Αντιθέτως, η πράξη της μνήμης καταλαμβάνει την έννοια του ζώντος παρελθόντος σε μια στιγμή δημιουργικής ζωτικότητας, την οποία αξιολογεί ως επείγουσα ανάγκη μιας συνείδησης που βρίσκεται σε επαφή με το αιώνιο.
Γεννημένος σε αριστοκρατική οικογένεια, ο Νικολάι Μπερντιάγιεφ (1874-1948) έζησε μέσα στα κατακλυσμίαια γεγονότα του πρώτου μισού ενόςαιώνα οι μετασεισμοί του οποίου μάς στοιχειώνουν ακόμη. Μάρτυρας δύο παγκοσμίων πολέμων, παρακολούθησε την καταστροφή των υφιστάμενων πολιτισμών κατά την τραυματική γέννηση νέων κόσμων, ενώ έζησε εκ του σύνεγγυς τρεις ρωσικές επαναστάσεις. Συνελήφθη τέσσερις φορές λόγω πολιτικών υποψιών, πρώτα από την αυτοκρατορική αστυνομία και έπειτα από αυτήν των μπολσεβίκων. Πέθανε στην εξορία έπειτα από έντονη πολυετή πνευματική δραστηριότητα, σε μια φιλοσοφική απόσταση από τα γεγονότα. Δεν υπήρξε ποτέ κάτι περισσότερο από γεμάτος περιέργεια αλλά ανεπιθύμητος επισκέπτης της ιστορίας. Ενεπλάκη χωρίς φόβο στο επίπεδο των ιδεών της ενώ παρέμεινε ξένος προς τα μέσα και τους σκοπούς της, προικισμένος από τον ανίατο πόθο της υπερβατικότητας.
Η επίγνωση της ύπαρξης ενός πνευματικού κόσμου πέρα από την εγκόσμια βοή του υπάρχοντος επήλθε νωρίς για τον Μπερντιάγιεφ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σύλληψή του συνέβη σε μια διαλεκτική στιγμή άρνησης, ως πόνος της στέρησης. Όπως ο ίδιος το θέτει: «η αίσθηση πως έχουμε πέσει σε έναν κατώτερο κόσμο σε εμένα ήταν πιο οικεία»[2]. Παραδέχεται ότι δεν ήταν σε θέση να ανατρέξει σε μια εμπειρία θρησκευτικής μεταστροφής, όταν ξάφνου το πνευματικό κενό πληρώθηκε. Αλλά διακρίνει μια εκστατική, ραγδαία στιγμή μεταμόρφωσης, την οποία ο ίδιος σηματοδοτεί ως την μύηση σε μια δια βίου φιλοσοφική αναζήτηση της πνευματικής ελευθερίας: «Θυμούμαι μια στιγμή –ήταν καλοκαίρι– βρέθηκα στον κήπο, την ώρα του λυκόφωτος και η καρδιά μου ήταν βαριά… Κάτω από τα σύννεφα, το σκοτάδι γινόταν πιο πηχτό. Αλλά ξάφνου ένα φως άστραψε μέσα μου. Δεν αποκαλώ αυτή τη στιγμή ως ‘‘μεταστροφή’’, επειδή σε καμία περίπτωση δεν ήμουν προηγουμένως ένας σκεπτικιστής, ούτε υλιστής ή άθεος, ούτε ακόμη αγνωστικιστής – και επειδή, και μετά από αυτό, οι εσωτερικές μου αντιφάσεις επέμεναν∙ η τελειότητα της εσωτερικής ειρήνης δεν ακολούθησε αυτό που συνέβη και η αγωνία που προκαλούσαν τα πολύπλοκα θρησκευτικά προβλήματα δεν έπαψαν. Για να δώσω μια πραγματική εικόνα του πνευματικού μου μονοπατιού, πρέπει να επιμείνω στην ελευθερία, ως την πηγή και τον σκοπό της πνευματικής μου ζωής».[3]
Στη βιογραφική του αναδρομή, η πνευματική πορεία του Μπερντιάγιεφ φαίνεται ότι σηματοδοτείται από ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο της αποχώρησης από έναν καθορισμένο τρόπο ύπαρξης, μια ρήξη που ακολουθείται από μια ραγδαία διόγκωση της δημιουργικότητας. Στην ηλικία των είκοσι ετών η διανοητική του έξοδος από τον αριστοκρατικό κόσμο της οικογενειακής του παράδοσης συνδέθηκε με την πρώτη του συνάντηση με τον μαρξισμό. Ήταν μια φιλοσοφική κοσμοθεώρηση που θα επανεξέταζε κριτικά σε διάφορες στιγμές της πορείας του.
Αλλά ακόμη και μέσα στον νεανικό του ενθουσιασμό δεν ήταν πεπεισμένος από τη συστηματική έκθεση του διαλεκτικού υλισμού ως τέτοιον. Ανταποκρινόταν μάλλον στον αέρα ελευθερίας που αισθανόταν να φυσά από την επαναστατική πνοή των Σοσιαλδημοκρατών που συνάντησε. Ήταν συντονισμένος με την κοσμοπολίτικη θέαση των διανοητικών εκφραστών του, πολλοί από τους οποίους ήσαν Εβραίοι. Και ενστικτωδώς, συμμερίστηκε την αντίθεσή τους στον καπιταλισμό, την οποία συνέδεσε με το απονεκρωμένο βάρος της αστικής κουλτούρας.
Ενώ επέμενε για κοινωνική δικαιοσύνη προς τις καταπιεζόμενες τάξεις, ο Μπερντιάγιεφ παράλληλα υποστήριζε ότι η πολιτική επανάσταση θα μπορούσε στην καλύτερη περίπτωση να επιφέρει μόνον μιαν ανολοκλήρωτη ελευθερία. Πρόωρα αναπτυγμένος πνευματικά και εξαιρετικά διαβασμένος, ο εικοσάχρονος στοχαστής κατάλαβε ότι η ύλη και όλα όσα την αφορούν είναι κατ’ ουσίαν στοιχεία συντηρητικά. Στις συζητήσεις για τις υλιστικές θέσεις του μαρξισμού, κατά τις συναθροίσεις των Σοσιαλδημοκρατών στο Κίεβο, ανέλαβε το ακατόρθωτο καθήκον του ενοφθαλμισμού πνευματικής όρασης στον ακόμη, μοχθούντα, τυφλοπόντικα της ιστορίας.
Η αποχώρηση του Μπερντιάγιεφ από την αρένα της πολιτικής συνέπεσε με την μετακόμισή του στην Αγία Πετρούπολη, το καλοκαίρι του 1904. Εκεί βυθίστηκε στη διονυσιακή δίνη της ρωσικής «Αργυρής Εποχής» και της πλούσιας λογοτεχνίας της. Εξοικειώθηκε με τις ηγετικές προσωπικότητες του ρωσικού Συμβολισμού, τους οραματιστές ποιητέςΑλεξάντερ ΜπλοκΑντρέι Μπέλι και Βιατσεσλάβ Ιβανώφ, που υποστήριξε το δόγμα της θεουργικής τέχνης.  Πιο πολύ απ’ όλους γοητεύθηκε από την αυθεντικότητα και τη λεκτική ισχύ του δοκιμιογράφου Βασίλι Ροζάνωφ. Εντούτοις, η θεωρία του τελευταίου για τον Χριστό ως σεληνιακό ον που έκανε τα φρούτα του κόσμου τούτου πικρότερα, του ήταν ξένη.
Σύντομα ο Μπερντιάγιεφ θα αισθανόταν καταπιεσμένος από τον υπερεξαντλητικό αισθησιασμό του καλλιτεχνικού κύκλου. Κουράστηκε από τις πυρετώδεις συζητήσεις για τον Χριστιανισμό και την επικείμενη αποκάλυψη, που τον πρωτοτράβηξαν στο σαλόνι της Ζιναΐδας Γκίππιους και του Ντμίτρι Μερεζόφσκι. Έχοντας  ξεκινήσει μια σειρά από διαλέξεις στη «Φιλοσοφικο-θρησκευτική Εταιρεία» με θέμα «Ο Χριστός και ο Κόσμος», εγκατέλειψε ως μάταιο το σχέδιο της συμφιλίωσης της καλλιτεχνικής ελίτ με τους πιο ανοιχτόμυαλους εκπροσώπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας.  Από την πλευρά του, συνέχισε να διερευνά τις βαθιές ρίζες του ρωσικού μεσσιανισμού, διατηρώντας συντροφική επαφή με διάφορους αναζητητές του Θεού μεταξύ των απλών ανθρώπων.
Η αποτυχία της επανάστασης του 1905, με το πάθος των εξεγερμένων αλλά υπό κακή ηγεσία μαζών, γρήγορα συγκίνησε τον Μπερντιάγιεφ. Η πανωλεθρία οδήγησε αυτόν και άλλους απογοητευμένους διανοούμενους σε μια συνειδησιακή κρίση που κορυφώθηκε με τη δημοσίευση το 1909 των «Βέχι» (Ορόσημα). Ο Μπερντιάγιεφ και ο φίλος του Σεργκέι Μπουλγκάκωφ, με τον οποίο είχαν συνεργασθεί στην έκδοση των φιλοσοφικών και θρησκευτικών επιθεωρήσεων «Νόβι Πουτ» (Νέος Δρόμος) και «Βοπρόσι Ζίζνι» (Ερωτήματα της Ζωής), υπήρξαν οι πρωτεργάτες της προσπάθειας.
Τα «Βέχι» είναι μια συλλογή δοκιμίων που παρουσιάζουν μια ιδεολογικά συνεπή προσπάθεια να αναλυθούν και να αποκωδικοποιηθούν η νοοτροπία και οι αξίες της ρωσικής επαναστατικής ιντελιγκέντσιας. Η έκδοσή τους προκάλεσε άμεση αναταραχή. Κάποιοι είδαν σε αυτά ένα δείγμα και μια απολογία του φιλελεύθερου πνεύματος του συμβιβασμού στο πεδίο της πολιτικής και του κοινωνικού μετασχηματισμού. Ο Λένιν τα καταδίκασε με τους σκληρότερους χαρακτηρισμούς. 
Το πρώτο δοκίμιο του Μπερντιάγιεφ «Η φιλοσοφική Αλήθεια και η Ηθική Αλήθεια της ιντελιγκέντσιας»[4] εισάγει τη συζήτηση με ένα υψηλό φιλοσοφικό λόγο. Μπορεί να αναγνωσθεί ως το σπερματικό πρώτο σχεδίασμα για όλους τους μελλοντικούς του στοχασμούς σχετικά με το πνεύμα του ρωσικού κομουνισμού. Το 1909, με το μέλλον της Ρωσίας ακόμη να ζυγίζεται στη ζυγαριά της ιστορίας, η διάγνωση του Μπερντιάγιεφ ήχησε περισσότερο προειδοποιητική παρά προφητική.
Με αξιοθαύμαστο σθένος και διαύγεια ο Μπερντιάγιεφ απογυμνώνει την ένδεια και την στενότητα της σκέψης ενσωματωμένη στην κουλτούρα αρκετών γενεών του ρωσικού ριζοσπαστισμού, από τον Μπελίνσκι έως τους Μαρξιστές. Αποκαλύπτει το μολυσματικό κλάδο των ψευδο-θρησκευτικών πεποιθήσεων ελάχιστα καλυμμένων κάτω από τις διακηρύξεις του αθεϊσμού, που ένωσαν τις διάφορες φατρίες αυτής της σχισματικής αίρεσης. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτού είναι η ανύψωση της ηθικής προσταγής για κοινωνική δικαιοσύνη ως την ύψιστη κατηγορία της αλήθειας (Pravda), πάνω και πέρα από τα κριτήρια της πνευματικής ακεραιότητας που συνδέεται με την αλήθεια ως veritas. Αποδίδει το εν λόγω ριζικό φαινόμενο περισσότερο στον «προσανατολισμό της βούλησής τους» παρά σε μια ατέλεια της σκέψης.[5]
Ωστόσο, στο συμπέρασμά του, ο Μπερντιάγιεφ μετριάζει το κατηγορητήριό του προς τους ασύνετους εξεγερμένους ρίχνοντας το φταίξιμο σε αυτούς που κατέχουν ακόμη τα ηνία της εξουσίας στη Ρωσία και κυβέρνησαν στο όνομα μιας απαξιωμένης εκδοχής του Χριστιανισμού. Γράφει: «η ρωσική ιντελιγκέντσια έχει γίνει αυτό που η ρωσική ιστορία την έχει φτιάξει. Οι αμαρτίες της νοσηρής μας ιστορίας, του ιστορικού μας συστήματος διακυβέρνησης, και της αιώνιας αντίδρασης αντανακλώνται στη ψυχική της ιδιοσυστασία».[6]  Πρόκειται για μια εξόχως αυτο-αποκαλυπτική αξιολόγηση, που δείχνει την αμείωτη συμπάθεια του Μπερντιάγιεφ προς την κίνηση προς την ανθρώπινη απελευθέρωση, άσχετα από το πόσο εσφαλμένη είναι. Ανυψώνει επίσης το ερώτημα της ευθύνης για τα δεινά της ρωσικής κοινωνίας από το πεδίο της πολιτικής σε ένα μετα-ιστορικό επίπεδο.
Όπως το είδε ο Μπερντιάγιεφ, η πορεία του ιστορικού Χριστιανισμού, με τα αμαρτήματα της διάπραξης και της παράλειψης μπορεί να αναχθεί στην πτώση από τον Χριστό και του δώρου Του της ελευθερίας στην παγίδα του πρόσκαιρου κόσμου. Η μετατροπή της ελευθερίας σε αναγκαιότητα είναι αέναα επαναλαμβανόμενη στη τραγική μοίρα της δημιουργικότητας στον ανθρώπινο πολιτισμό και φετιχοποιεί κάθε εμπνευσμένη πράξη σε μια αντικειμενική αξία ή, ακόμη χειρότερα, την υποβαθμίζει σε εμπόρευμα. Συγκροτημένη στο χωνευτήρι της προσωπικής του εμπειρίας στο Χριστιανισμό, η τραγική αίσθηση της ζωής είναι θεμελιώδους σημασίας στη φιλοσοφική αντίληψη του Μπερντιάγιεφ. Αλλά σε αντίθεση με τον Νίτσε, ο οποίος συμμεριζόταν την ίδια αίσθηση, δεν είναι μια αισθητική αλλά μια πνευματική αξία.
Στην αντίληψη του Μπερντιάγιεφ η έλευση του Χριστιανισμού δεν ήταν ένα ιστορικό αλλά ένα μεταφυσικό γεγονός. Με την έλευσή Του ο Χριστός έσκισε το παραπέτασμα του ανθρώπινου χρόνου, και από τη ρήξη αυτή, η οποία είναι επίσης ένα άνοιγμα προς το αιώνιο, Καλεί σε δημιουργική απόκριση κάθε άτομο. Έτσι ετέθη και το ζήτημα του Θεανθρώπου ως το κεντρικό αντικείμενο στη φιλοσοφία του Μπερντιάγιεφ. Επιστρέφει σε αυτό ξανά και ξανά με πολλαπλές παραλλαγές σε όλα του τα γραπτά. Είναι το κεντρικό πλέγμα που συνδέει τη ενόρασή του στην πνευματική ελευθερία με τους εσχατολογικούς στοχασμούς για το ανθρώπινο πεπρωμένο στον κόσμο αυτόν.
Η ταύτιση του Χριστού με το μυστήριο της ανθρώπινης ελευθερίας οδήγησε τον Μπερντιάγιεφ σε έναν ιδιαίτερο διάλογο με τον Φ. Ντοστογιέφσκυ, τον οραματιστή συγγραφέα, τον οποίο θεωρεί ως τον μέγιστο των Ρώσων στοχαστών. Πράγματι, εκμυστηρεύτηκε ότι η προσωπική του εικόνα για τον Χριστό διαμορφώθηκε σε αντιστοιχία με την εικόνα του Χριστού που δημιούργησε ο Ντοστογιέφσκυ, καθώς βγαίνει από την αιωνιότητα στην έρημη πλατεία της Σεβίλλης για να σταθεί ενώπιος ενωπίω με τον Μέγα Ιεροεξεταστή.  
Όπως ο Αλιόσα, ο Μπερντιάγιεφ διαβάζει τον «Μύθο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή» από την άποψη της πίστης, ως επαινετικό ποίημα προς τον Χριστό. Και ομοίως, επίσης καταλαβαίνει ότι ο Ιβάν, ο νεαρός συγγραφέας του ποιήματος, είναι από την πλευρά του παλαιού ασκητή με απελπισία στην καρδιά και περιφρόνηση στα χείλη του για το ελεεινό ανθρώπινο είδος. Στο κεφάλαιο για τον Μέγα Ιεροεξεταστή στη λαμπρή του μελέτη «Ντοστογιέφσκυ», γράφει: «Είναι αξιοσημείωτο ότι η απόλυτη δικαίωση του Χριστού [η οποία εκφράζεται με αυτόν τον Μύθο] έπρεπε να βγει από το στόμα του άθεου Ιβάν Καραμάζωφ. Είναι πράγματι ένας γρίφος, και δεν είναι καθαρό απέναντι σε αυτό σε ποια πλευρά βρίσκεται ο ομιλητής και σε ποια ο συγγραφέας∙ αφεθήκαμε ελεύθεροι να ερμηνεύσουμε και να κατανοήσουμε μόνοι μας: ό,τι αναφέρεται στην ελευθερία απευθύνεται σε ό,τι είναι ελεύθερο».[7]
Όπως εξηγεί στην Πνευματική του Αυτοβιογραφία, το βιβλίο για τον Ντοστογιέφσκυ βασίζεται σε διαλέξεις που έδωσε στην «Ένωση Συγγραφέων» στη Μόσχα κατά τον χειμώνα του 1920-21.[8] Ήταν μια εποχή που το σοβιετικό καθεστώς προσπαθούσε ακόμη να εδραιωθεί στην εξουσία και η εφαρμογή του δόγματος των μπολσεβίκων δεν είχε φθάσει στην λογική αυστηρότητα του Σιγκαλιώφ. Θαρραλέες φωνές από το πρόσφατο παρελθόν μπορούσαν ακόμη να ακουστούν συμπτωματικά, σε κρυφές γωνιές πίσω από την επίσημη πρόσοψη της Επανάστασης.
Ο Μπερντιάγιεφ ξεκίνησε τη σειρά των διαλέξεών του με έναν στοχασμό για το «Μύθο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή», που αποκάλεσε «κορυφή του έργου του Ντοστογιέφσκυ και κορωνίδα της διαλεκτικής του».[9] Είναι προφανές ότι τα γεγονότα που ξεδιπλώνονται στην πλοκή της ιστορίας, με την ζοφερή μετατροπή τους από την ελευθερία στην υποδούλωση, και το εμπόριο των ελευθεριών για ψωμί, παρείχαν στην ανάγνωση του Μπερντιάγιεφ σε αυτό το δραματικό ποίημα ένα υπαρξιακό υπόρρητο ανάγνωσμα. Ισχυρίζεται ότι στον Ντοστογιέφσκυ είναι η αντίληψη της ελευθερίας αυτή που προσδίδει τέτοια δύναμη και επίσης τις σκληρές ακρότητες στις μυθιστορηματικές καταστάσεις που ρίχνει τους επαναστατημένους χαρακτήρες του. Σύμφωνα με τα λόγια του Μπερντιάγιεφ: «Ήταν ‘‘σκληρός’’ επειδή δεν θα απάλλασσε τον άνθρωπο από το βάρος της ελευθερίας του, δεν θα τον απελευθέρωνε από τα βάσανα με αντίτιμο μια τέτοια απώλεια, επέμενε ότι ο άνθρωπος πρέπει να αποδεχθεί μια τεράστια ευθύνη ανταποκρινόμενος στην αξιοπρέπειά του ως ανθρώπινο ον».[10] 
Η συζήτηση του ψυχολογικού και του ηθικού διλήμματος που τίθεται από την επιλογή μεταξύ της ελευθερίας και της συμπόνιας στο Κεφάλαιο 3 («Ελευθερία») και στο Κεφάλαιο 4 («Κακό») του «Ντοστογιέφσκυ» είναι κεντρικό στην κατανόηση του πνευματικού σύμπαντος του μυθιστοριογράφου. Αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ένα πνευματικό κλειδί για να ξεκλειδωθεί ο πυρήνας της δικής του φιλοσοφικής αναζήτησης. Σε αυτή τη διπλή αποκάλυψη, η ανάγνωση των κειμένων του Μπερντιάγιεφ για τον Ντοστογιέφσκυ τον παρουσιάζει με τον καλύτερο τρόπο, αποκαλύπτοντας και τον εσωτερικό του εαυτό σε έναν διάλογο για την ελευθερία μέσα στην αύρα για τον εσχατολογικό Χριστό. Ήταν εκείνος ο διάλογος της πίστης που προσέφερε ο Αλιόσα, μόνον για να αποκρουσθεί από τον Ιβάν. 
Ο Μπερντιάγιεφ επιμένει, πρωτίστως, στην αποδέσμευση της ελευθερίας από τα δεσμά της ηθικής, όπως κωδικοποιήθηκε από τους κοινωνικούς νόμους. Ούτε αποδέχεται έναν ορισμό της ελευθερίας που την υποβιβάζει στο ρόλο του κριτή της επιλογής μεταξύ του καλού και του κακού, στην αντικειμενική σφαίρα της λογικής. Για τον Μπερντιάγιεφ αυτή η «ελευθερία της συνείδησης», η οποία ο ευρωπαϊκός ουμανισμός αξίωσε ως ξεχωριστή αξία, είναι απλώς μια «υλική ελευθερία».[11] Αλλά ακόμη και εάν μπορεί να προσφέρει μια μερική απελευθέρωση, αυτή η «πρώτη ελευθερία» θα πρέπει να προασπιστεί στο δικό της επίπεδο. Αντιθέτως, η πνευματική ελευθερία ίσταται υπεράνω και περιβάλλει την αντικειμενική τάξη της ανθρώπινης ηθικής. «Η ελευθερία δεν μπορεί να ταυτιστεί με την καλοσύνη ή την αλήθεια ή τη τελειότητα: από τη φύση της είναι αυτόνομη, είναι ελευθερία, και όχι καλοσύνη».[12]
Αυτός η ριζική διάζευξη μεταξύ ελευθερίας και ηθικής έχει βαθιές ρίζες στην πρώιμη χριστιανική σκέψη. Πολύ πριν από τον Ντοστογιέφσκυ και τον Μπερντιάγιεφ, ο Άγιος Αυγουστίνος είχε διακρίνει δύο τύπους ελευθερίας –την ελευθερία μέσα στον νόμο (libertas minor) και την ελευθερία πέρα απ’ αυτόν (libertas maior). Η πρώτη αναγνωρίζει την πρωτοκαθεδρία της λογικής στη πράξη της επιλογής μεταξύ του καλού και του κακού∙ η δεύτερη εκπορεύεται από τη Θεία Χάρη και, ως εκ τούτου, λειτουργεί πέρα από το πεδίο της ορθολογικότητας.
Όπως το βλέπει ο Μπερντιάγιεφ, η πρωτοτυπία του Ντοστογιέφσκυ έγκειται στο τρόπο που αναδιατυπώνει το αυγουστίνειο πρόβλημα των δύο ελευθεριών προσεγγίζοντάς το από την ανθρώπινη πλευρά περισσότερο και όχι από τη θεϊκή. Στη δική του πνευματική απόδοση, ο αγωνιστικός διάλογος του Ντοστογιέφσκυ μεταξύ του Ανθρώπου και του Θεού αναδύεται με μια μορφή παραδοξότητας «η ελεύθερη καλοσύνη, η οποία είναι η μόνη αληθινή, συνεπάγεται την ελευθερία του κακού».[13]Στον μυθιστορηματικό κόσμο του Ντοστογιέφσκυ, το υπαρξιακό μονοπάτι των ανήθικων χαρακτήρων όπως του Σβιντριγκάιλωφ και του Σταβρόγκιν απεικονίζει την αρνητική πλευρά του γρίφου. Ξεκινώντας από την απεριόριστη ελευθερία, οι χαρακτήρες αυτοί πειραματίζονται με όλες τις μορφές του κακού και καταλήγουν στην καταστροφή της δικής τους ελευθερίας, «τον εκφυλισμό τους σε μια αναγκαιότητα του κακού».[14]   
Ολοκληρώνοντας τον παράδοξο κύκλο του επιχειρήματός του, ο Μπερντιάγιεφ συνεχίζει λέγοντας: «Από τη μια πλευρά, η άρνηση της ελευθερίας του κακού προς όφελος μια αποκλειστικής ελευθερίας του καλού καταλήγει εξίσου σε μια άρνηση της ελευθερίας και στον εκφυλισμό της σε μια καλή αναγκαιότητα. Αλλά η καλή αναγκαιότητα δεν είναι καλή, επειδή η καλοσύνη κατοικεί στην ελευθερία από την αναγκαιότητα».[15]
Η καλή αναγκαιότητα είναι η φαινομενική επιλογή που υποστηρίζεται από τον Μέγα Ιεροεξεταστή. Η λογική αυτής της επιλογής αποκλείει τον ζώντα Χριστό από όλες τις πράξεις της ανθρώπινης ιστορίας, αντικαθιστώντας τον από μια απατηλή αρχή που υπόσχεται θαύματα της συμπόνιας στο όνομά Του. Αντίθετα από τους ομολόγους του στο βάθρο της σοβιετικής πραγματικότητας, ο ηλικιωμένος καρδινάλιος της ρωμαϊκής εκκλησίας αντιλαμβάνεται ότι οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος.  Εντέλει, ο Ιβάν, που συνέγραψε το ποίημα είναι ο κληρονόμος της ψευδο-θεολογικής νοοτροπίας της ρωσικής ριζοσπαστικής ιντελιγκέντσιας. Αυτός είναι ο λόγος που ο Μέγας Ιεροεξεταστής μετατρέπει τη θανατική ποινή στον Χριστό σε μια διφορούμενη μορφή αθώωσης: «Πήγαινε και μην ξαναέλθεις ποτέ πια».[16]
Το δίλημμα της επιλογής μεταξύ της ελευθερίας και της συμπόνιας δεν μπορεί να επιλυθεί μέσα στις παραμέτρους που έχουν τεθεί από το ευκλείδειο μυαλό. Στον πρόλογο του φανταστικού του ποιήματος, ο Ιβάν είχε εξασκήσει την αιχμηρή καθαρή λογική του στο πρόβλημα των αδικαιολόγητων δεινών. Η διατύπωσή του μπορεί να κωδικοποιηθεί στο υπεραπλουστευτικό σχήμα της Ρωσίας του 1860, αλλά το ερώτημα που εγείρει είναι πολύ παλαιό. Αυτό έχει ροκανίσει την καρδιά κάθε προσπάθειας να κατασκευαστεί μια φιλοσοφική θεοδικία. Βεβαίως, ο Ιβάν δεν είναι θεολόγος και ο σκοπός του για επανεξέταση του θέματος είναι αυστηρά αποδομητικός. Υποστηρίζοντας την υπόθεση της εξοργισμένης ανθρωπότητας, εκτελεί μια συμβολική τυραννοκτόνο πράξη ενάντια στον Δημιουργό Θεό, ένα ομοίωμα εξουσίας που έχει εγερθεί ως imago patri(στμ, εικόνα του πατρός). Οι διαδικασίες της εισαγγελικής του λογικής μιμούνται την επαναστατική τρομοκρατία. Ο Θεός στέκεται κατηγορούμενος γιατί επιτρέπει τον πόνο αθώων παιδιών να διατρέχει ανεξέλεγκτα την ανθρώπινη ιστορία. Στο δικαστήριο του Ιβάν, Εκείνος θα καταδικαστεί από τις αντιφατικές μεταξύ τους κατηγορίες της αδυναμίας και της κατάχρησης εξουσίας.
Ο Μπερντιάγιεφ διαβάζει την εργασία του Ντοστογιέφσκυ σε όλη την πολυπλοκότητά της ως μια συνεχή, πνευματική εντατική μάχη να απαντηθούν τα επιχειρήματα του Ιβάν. Η μυθιστορηματική του εκδοχή της θεοδικίας, ακριβώς όπως η φιλοσοφική πράξη του ίδιου του Μπερντιάγιεφ, ξεκινά και τελειώνει με την προσπάθεια να δικαιολογηθεί η ανθρώπινη προσωπικότητα στο φως του μυστήριου δώρου του Χριστού, της ελευθερίας. Ο Μπερντιάγιεφ γράφει: «Θα το συνόψιζα σε μια παράδοξη μορφή, ως εξής: Η ύπαρξη του κακού είναι απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Αν ο κόσμος αποτελείτο εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά από την καλοσύνη και τη δικαιοσύνη δεν θα υπήρχε καμία ανάγκη για το Θεό, γιατί ο κόσμος ο ίδιος θα ήταν ο Θεός. Ο Θεός υπάρχει, επειδή το κακό υπάρχει. Και αυτό σημαίνει ότι ο Θεός υπάρχει επειδή η ελευθερία υπάρχει».[17]
Καθ’ όλην τη ζωή του ο Μπερντιάγιεφ επέμενε και απέρριπτε την ανθρωπομορφική αντίληψη του Ιβάν για το Θεό ως εξουσία. Σταθερά αναιρεί την ιδέα ότι το θεϊκό μπορεί να προέρχεται ή να συνδέεται από όποιας μορφής κοσμική ή κοινωνική αρχή. «Ο Θεός είναι λιγότερο ισχυρός και από έναν αστυνομικό» λέει στην αυτοβιογραφία του.[18] Για τον Μπερντιάγιεφ Θεός Υιός ήταν πάντοτε εγγύτερα στο μυαλό και στην καρδιά του από τον Θεό Πατριάρχη. Μόνον ένας πάσχων Θεός θα μπορούσε να τον συμφιλιώσει με την μαρτυρία των άδικων παθών αυτού του κόσμου. Η σχέση μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου, όπως την κωδικοποιεί ο Μπερντιάγιεφ στο μεταφυσικό του σχόλιο για το μήνυμα σωτηρίας του Χριστού, δεν είναι αυτό της εξουσίας αλλά της αλληλοπάθειας. Μόνον η αγάπη στην αγνή της μορφή ως πνευματική ενέργεια δίνει ένα ανθρώπινο νόημα στην πραγματική διαλεκτική της υψηλότερης ελευθερίας.
Ακόμα και εάν ο Μπερντιάγεφ χαιρετίζει το θάνατο της ρωσικής αυτοκρατορίας, η επανάσταση που γεννήθηκε στον πόλεμο δεν τον χαροποίησε. Ήδη το 1916, σε πολιτικές συζητήσεις με τα μέλη του Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος και τους Αριστερούς Καντέ, είχε μιλήσει σχετικά με την επικείμενη επανάσταση ως μια «σοβαρή ασθένεια»[19], μια έκρηξη που αναπόφευκτα θα αποκάλυπτε την ανεπάρκεια της δημιουργικής ενέργειας της ρωσικής κοινωνίας. Το καλοκαίρι του 1917, αισθάνθηκε την πλημμυρίδα του μπολσεβικισμού ως αμετάκλητο  fatum-πεπρωμένο. Κατά τη διάρκεια των πέντε χρόνων που πέρασε υπό το σοβιετικό καθεστώς, εκτέθηκε στην «ηθική ασκήμια» που εγκαινίασε ο θρίαμβος της μπολσεβίκικης υπόθεσης.[20] Ένας νέος ανθρώπινος τύπος φάνηκε να εμφανίζεται στη Ρωσία, που ελάχιστη ομοιότητα είχε με την παλαιά επαναστατική ιντελιγκέντσια, όπως την είχε γνωρίσει. Αντ’ αυτού, αυτοί οι πρόσφατα αναδυθέντες άνδρες και γυναίκες εκδήλωσαν κάποια από τα πλέον απωθητικά χαρακτηριστικά της φασιστικής επιθετικότητας.
Στην αυτοβιογραφική του αναδρομή ο Μπερντιάγιεφ ερμηνεύει την άνοδο του ευρωπαϊκού φασισμού ως μια αυθόρμητη απάντηση στην άνοδο του Λένιν στην εξουσία. Η αντίθεσή του στον μπολσεβικισμό ήταν περισσότερο πνευματική απ΄ ότι πολιτική, αλλά όχι περισσότερο απόλυτη από την απόρριψή του σε αυτό που θεωρεί ως ψεύδος στον πυρήνα του αστικού καπιταλισμού, με την απαξιωμένη του έννοια του ατομικισμού.
Όταν το 1922 επιδεινώθηκαν οι αντιθρησκευτικές διώξεις, ο Μπερντιάγιεφ συνελήφθη. Κατά τη διάρκεια των οκτώ ημερών της ανάκρισης, ήλθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Τζερζίνσκι, τον ίδιο τον ιδρυτή της Τσεκά. Σε όλη αυτήν τη δοκιμασία παρέμεινε άφοβος και εξήγησε τις πεποιθήσεις του με ειλικρίνεια και χωρίς πονηριές. Η στάση του τον οδήγησε στην εξορία του από τη Σοβιετική Ένωση, ως άτομο που κρίνεται ανεπίδεκτο για την επανάσταση. Αυτή η επιβαλλόμενη έξοδος από τη «τραγική κωμωδία της Ιστορίας» ήλθε ως απελευθέρωση.[21]Την εξέλαβε ως «εκπλήρωση του πεπρωμένου» του.[22] Παρ’ όλα αυτά ο τελικός αποχωρισμός από την πατρίδα του θα τον βαρύνει πολύ για το υπόλοιπο της ζωής του.
Ο Μπερντιάγιεφ πήγε στην εξορία με μια πλήρως διαμορφωμένη φιλοσοφική αντίληψη. Θα έγραφε και θα δημοσίευε νέα μεγάλα έργα και θα τα έβλεπε μεταφρασμένα σε πολλές γλώσσες. Αυτά τα γραπτά τον καθιέρωσαν ως έναν αυθεντικό στοχαστή όχι μόνον στη Γαλλία, όπου ζούσε, αλλά επίσης σε όλη τη Δυτική Ευρώπη και πέρα απ’ αυτήν. Αλλά εάν κάποιος δει τις εργασίες του ως ένα ενιαίο σύνολο θα εντυπωσιαστεί από τη συνοχή της σκέψης του. Πολλά απ’ όσα έγραψε στα τελευταία χρόνια της ζωής του μπορεί να διαβαστούν ως μια σειρά από λαμπρές παραλλαγές των μεγάλων ζητημάτων που έφερε μαζί του από τη Ρωσία. 
«Το Νόημα της Δημιουργικής πράξης», που δημοσιεύθηκε μετά θάνατον στα γαλλικά (Les sens de l’acte créateurEssai dune justification de lhomme, Παρίσι 1955), συνιστά ένα τέτοιο παράδειγμα. Η πρωταρχική του σύνθεση χρονολογείται το χειμώνα του 1916, διάστημα του οποίου ο Μπερντιάγιεφ το πέρασε στην Ιταλία. Γραμμένο από μια μόνον φλόγα της έμπνευσης, αυτό το οραματικό δοκίμιο φωτίζει τη φιλοσοφική του αντίληψη για τη δημιουργική πράξη ως το τόπο της ελεύθερης επαφής του ιδίου του ανθρώπου ως άτομο και του θεϊκού. Το επίγραμμα το αναγράφει με τη τολμηρή σκέψη που διατύπωσε πολύ παλαιότερα ο μεγάλος Γερμανός μυστικός Angelus Silesius: «Γνωρίζω ότι χωρίς εμένα, ο Θεός δεν θα μπορούσε να ζήσει ούτε μια στιγμή». Η απόλυτη ισχύς αυτής της παράδοξης ιδέας μπορεί να συλληφθεί μόνον στον αινιγματικό, ομοιοκατάληκτο λόγο των γερμανικών: «Ich weissdassohne mich Gott nicht ein Nu kann lebenWerd’ ich zu nichter muss vonNoth den Geist aufgeben».[23]
Αυτή η πρώιμη διαίσθηση, η οποία ωθεί τη χριστιανική σκέψη στα όριά της, ζωογονεί όλους τους μετέπειτα στοχασμούς του Μπερντιάγιεφ για το ανθρώπινο πεπρωμένο στη γη. Αιωρούμενος επάνω από τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της υπερβατικότητας και της παράβασης, περιέχει την ουσία της θέωσης, ένα δόγμα της ανθρώπινης θεοποίησης προερχόμενο από τον Ανατολικό Ορθόδοξο μυστικισμό. Ο Μπερντιάγιεφ διάβαζε το αποτύπωμά του στα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκυ και στα απόκρυφα γραπτά του συγχρόνου του Νικολάι Φιοντόρωφ, που ζητούσε οι ζωντανοί να αναστήσουν τους νεκρούς με την εξουσιοδότηση της αγαπητικής πίστης. Από την πλευρά του ο Μπερντιάγιεφ ερμήνευσε τη θεία ανάγκη για ανθρώπινη συνδημιουργία ως επείγουσα πρόσκληση που ο ιστορικός Χριστιανισμός έχει αποτύχει να απαντήσει. Όπως ο Ντοστογιέφσκυ και ο Βλαδίμηρος Σολοβιώφ πριν απ’ αυτόν, και ο ίδιος επίσης έθεσε αυτό το ημιτελές καθήκον για το μέλλον.
Αυτά τα μεταφυσικά θέματα, που συχνά διαπλέκονταν με ερωτήματα που προέκυπταν από την ιστορική πραγματικότητα ή από τη σφαίρα του ρωσικού πολιτισμού, θα επανεμφανίζονταν. Ο Μπερντιάγιεφ ποτέ δεν έπαψε να στοχάζεται επάνω στη σημασία των νεανικών του ιδεών. Αλλά το ανήσυχο μυαλό του, αναζητώντας να ανακτήσει την πλήρως αναπτυγμένη σκέψη του τη στιγμή της ζωτικής κατανόησης, τον ώθησε να το επιδιώξει με μια νέα διάρθρωση. Όλες οι αναθεωρήσεις του είναι ξαναγραμμένες, συχνά σε ένα διευρυμένο πεδίο εφαρμογής και ένα διακριτό νέο πλαίσιο.
Η παρουσία της ιταλικής Αναγέννησης, με τη τέχνη της και την ουμανιστική της κουλτούρα, είναι έντονα αισθητή στο «Νόημα της Δημιουργικής Πράξης». Αλλά το μεγαλείο αυτών των επιτευγμάτων φιλτράρεται από τον Μπερντιάγιεφ μέσα από το πρίσμα μιας πολύ ρωσικής αγωνίας, που εγγίζει τη δυσαρέσκεια. Ο Μπερντιάγιεφ τονίζει ότι η Ρωσία δεν γνώρισε ποτέ Αναγέννηση. Ίσως γι’ αυτό οι Ρώσοι τείνουν να βλέπουν τη σφαίρα της κουλτούρας, και τις αξίες του ευρωπαϊκού ουμανισμού ιδιαίτερα, ως κάτι εγγενώς αντίθετο προς τη σφαίρα της θρησκείας. Η επείγουσα επίκληση σε αυτά που ο Ιβάν Καραμάζωφ αποκάλεσε «καταραμένα ζητήματα» αποκλείει την υπομονετική εργασία που απαιτείται για να οικοδομηθεί ο οίκος μιας βιώσιμης ανθρώπινης κουλτούρας. Η φάση του Πετρούπολης της ρωσικής ιστορίας, η οποία γέννησε μια λογοτεχνία που ακόμη ορίζει τη ρωσική πνευματική ταυτότητα, στοίχειωσε από το αποκαλυπτικό προαίσθημα του δικού της θανάτου.
Ο Μπερντιάγιεφ κατανόησε τη σημασία του ρωσικού πνευματικού μηδενισμού ως μια ανεστραμμένη μορφή της εσχατολογικής ελπίδας. Όσο για τον ίδιο, το εύστροφο, το βαθιά καλλιεργημένο μυαλό του ήταν εξοικειωμένο με τα μεγάλα έργα της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Η στενότερη συγγενική σχέση του ήταν αυτή με τον Ρομαντισμό, ένα κίνημα που το εκτιμούσε για το απελευθερωτικό κύμα της υποκειμενικότητας που εξαπέλυσε. Ο κλασικισμός, με το ιδανικό της συμμετρίας και της ισορροπίας, τον άφησε αδιάφορο. Η ιδιαίτερη ευαισθησία του δεν τον οδήγησε να εορτάσει τη θεραπευτική τέχνη της απολλώνειας ψευδαίσθησης της αντικειμενικότητας.
Ως γνήσιο τέκνο της Ρωσίας, ο Μπερντιάγιεφ είχε μια πινελιά από το πνεύμα του Ηράκλειτου στη ψυχοσύνθεσή του, εχθρικός σε κάθε σκέψη της οντολογικής στάσης. Στο «Πεπρωμένο του Ανθρώπου»(1937) αντιπαραβάλλει τον αγαπημένο του δάσκαλο Ιακώβ Μπαίμε, που τοποθέτησε την πρωταρχική ελευθερία, Ungrund, μέσα στο Θεό. Για τον Μπερντιάγιεφ η ελευθερία είναι αδημιούργητη και δεν μπορεί να πηγάζει από το ον, ούτε ακόμη και από το Θείο Ον του Παντοκράτορα. Γράφει: «Από το θεϊκό τίποτα, το Gottheit ή το Ungrund, την Αγία Τριάδα, γεννήθηκε ο Θεός της Δημιουργίας. Η δημιουργία του κόσμου από τον Δημιουργό Θεό είναι μια δευτερεύουσα πράξη. Από αυτή την άποψη μπορεί να ειπωθεί ότι η ελευθερία δεν δημιουργείται από το Θεό: ριζώνεται στο Τίποτε, στο Ungrund για όλη την αιωνιότητα. Η ελευθερία δεν καθορίζεται από το Θεό∙ είναι μέρος του τίποτε από το οποίο ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο». Στην αντίληψη του Μπερντιάγιεφ «ο Άνθρωπος είναι το παιδί της ελευθερίας –του τίποτα, της μη ύπαρξης, του μείον».[24] Αρνείται να εξορθολογήσει αυτό το οντολογικό μυστήριο.                 
Τα χρόνια που βρέθηκε ο Μπερντιάγιεφ στη Γαλλία, όπου πέρασε και το μεγαλύτερο μέρος της εξορίας του, βάθυναν μόνον τον «ρωσικότητά» του. Απολάμβανε τα πνευματικά ερεθίσματα των επαφών του με τους Γάλλους στοχαστές και συμμετείχε ενεργά στις συναντήσεις στο Pontigny(στμ. από το 1910 έως το 1939 στο Αβαείο του Ποντινί διοργανώνονταν κάθε χρόνο από τον φιλόσοφο Paul Desjardins δεκαήμερες συναντήσεις Ευρωπαίων διανοουμένων).[25] Εκεί σε ένα προνομιακό άδυτο της ελεύθερης σκέψης, συνδέθηκε με τον Γάλλο υπαρξιστή Γκάμπριελ Μαρσέλ, όπως επίσης και με άλλες προσωπικότητες από τον λογοτεχνικό και ακαδημαϊκό κόσμο. Οι συζητήσεις σε αυτές τις συναντήσεις κάλυπταν ζητήματα λογοτεχνικού και φιλοσοφικού ενδιαφέροντος έως προβλήματα που φώτιζαν τρέχοντα γεγονότα και πολιτικά ρεύματα. Ο Μπερντιάγιεφ ήταν γοητευμένος από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της πολιτισμένης έλλειψης των τύπων, αλλά είχε πάντοτε υπ’ όψιν του το χάσμα που τον χώριζε με τους συνομιλητές του. Οι Ρώσοι στοχαστές, συλλογιζόταν, πάνε στην ουσία των προβλημάτων, ενώ οι Γάλλοι προτιμούν να τα αναλύουν στην αντανακλαστική τους μορφή, όπως εμφανίζονται στον καμβά του πολιτισμού.[26]
Καθ’ όλη την παραμονή του στη Γαλλία, ο Μπερντιάγιεφ συμμετείχε ενεργά στην πνευματική ζωή της κοινότητας των Ρώσων εμιγκρέδων, που έδρευε στο Παρίσι. Αυτές οι σχέσεις ήσαν πιο οικείες αλλά και περισσότερο επώδυνες από τις συναντήσεις του με τους Γάλλους διανοούμενους. Ως εκδότης της φιλοσοφικής και θρησκευτικής Επιθεώρησης «Πουτ» (αναβίωση του συνώνυμου περιοδικού που είχε συνιδρύσει με τον Σεργκέι Μπουλγκάκωφ το 1916 στη Ρωσία) είχε επιρροή στο κίνημα της χριστιανικής νεολαίας. Άνοιξε τις σελίδες του περιοδικού του σε όλες τις απόψεις και συγκρούστηκε, συχνά με οξύ τρόπο, με τον εδραιωμένο συντηρητισμό του εξόριστου ορθόδοξου κλήρου.
Τη δεκαετία του 1930, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία και τον τρόμο της κολεκτιβοποίησης στη Σοβιετική Ένωση, ήταν η ώρα των σκοτεινών προαισθημάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, αισθάνθηκε το φιλοσοφικό καταφύγιο στο Ποντινί σαν ένα εύθραυστο πλοιάριο μέσα στην καταιγίδα. Με επίγνωση αυτών των απόμακρων απειλών που επηρεάζουν τη συνείδησή του, ο Μπερντιάγιεφ έγραψε την ανάλυσή του για τον σύγχρονο πολιτισμό στο «Πεπρωμένο του Ανθρώπου». Η εργασία αυτή, ευρέως αναγνωρισμένη στην Ευρώπη από τη στιγμή που εμφανίστηκε, θεωρείται σήμερα ως ο ακρογωνιαίος λίθος στη σύγχρονη φιλοσοφική ανθρωπολογία, ισοδύναμη των πρωτοποριακών γραπτών τουΜαξ Σέλερ και του Έρνστ Κασσίρερ.
Από τα πρώιμα χρόνια του, η φιλοσοφική άποψη του Μπερντιάγιεφ απηχούσε την αίσθηση του επικείμενου τέλους. Αλλά ποτέ πριν αυτό το εσχατολογικό όραμα δεν έριχνε τόσο σκοτεινή χροιά στις ιστορικές προοπτικές της ανθρωπότητας. Στο δεύτερο μέρος του Πεπρωμένου του Ανθρώπου («Η Ηθική σε αυτή την πλευρά του Καλού και του Κακού»), διαβάζει τα σημάδια μιας τελικής κρίσης του Χριστιανισμού στην εξήγησή του για τη θανάσιμη μάχη μεταξύ του φασισμού και του κομουνισμού ως εκδοχές της ίδιας πνευματικής ασθένειας. Δηλώνει ότι «η απελευθέρωση της εργασίας είναι η απελευθέρωση της προσωπικότητας από τα καταπιεστικά φαντάσματα του αστικού καπιταλιστικού κόσμου».[27]Αλλά σύντομα θα προσθέσει ότι εάν η εξουσία του κομουνιστικού κράτους αναλάβει από την αστική τάξη το απόλυτο δικαίωμα επί της ιδιοκτησίας, αυτό «μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερους περιορισμούς στην ελευθερία».[28] Ιδωμένο με τους πνευματικούς του φακούς, αυτή είναι η ώρα που η ανθρώπινη προσωπικότητα έχει αδειάσει από το θείο. Εγκαταλελειμμένος από τον Θεό στο fatum μιας δύναμης της αναγκαιότητας που δεν έχει ρίζες στον Θεό, η ανθρωπότητα έχει καταστεί το εργαλείο μιας κινητήριας ισχύος που δεν γνωρίζει κανένα νόημα πέρα από αυτήν την ίδια.   
Το έργο «Οι πηγές του Ρωσικού Κομουνισμού»(1937) που επιβεβαίωσε το κύρος του Μπερντιάγιεφ ως πολιτισμικό ιστορικό, εμφανίστηκε στο ίδιο χρονικό πλαίσιο. Αλλά σε αυτό φαίνεται στον αναγνώστη πιο ήπια η μεταχείριση που κάνει στη σύγχρονη ανθρώπινη κατάσταση. Είναι σαν η αναδρομική ανάλυση των διαδρομών της ρωσικής ιντελιγκέντσιας να του ξανάφερε τη συμπάθεια με τις ελπίδες της απελευθέρωσης που κάποτε μοιραζόταν μαζί της. Παραδόξως, ο Μπερντιάγιεφ, που δίδασκε Ντοστογιέφσκυ κάτω από το σοβιετικό καθεστώς, τώρα δίνει την προσοχή του στην πνευματική ώθηση εντός του μπολσεβικισμού. 
Ο Μπερντιάγιεφ επέζησε του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και συνέχισε να γράφει στην Clamart, όπου αποσύρθηκε μετά το Παρίσι. Η φήμη του είχε φθάσει στο αποκορύφωμά της όταν πέθανε στις αρχές του ψυχρού πολέμου. Τα έργα του, πολλά από τα οποία κυκλοφόρησαν μεταθανάτια στα αγγλικά, διέδωσαν την ευρωπαϊκή του φήμη και στην Αμερική.[29]Παραμένει στην ανάμνησή μας ως ένας υπαρξιστής φιλόσοφος και ένας γνήσιος ερμηνευτής της ρωσικής σκέψης. Αλλά μετά από την πτώση του κομουνισμού με τη θρησκεία να αναδύεται εκ νέου σε όλες τις κοινωνίες, είναι το όραμά του τού θεανθρωπισμού που μιλά πιο άμεσα σε ό,τι μας προβληματίζει. Πολύ συχνά, η θρησκευτική έκφραση κοιτά προς τα πίσω, αποκτώντας κύρος από τελετουργίες που εξυμνούν τη διχαστική επιθετικότητα της εθνικότητας. Ο Μπερντιάγιεφ μας λέει ότι η αποτυχημένη αποθέωση του κοσμικού ανθρώπου μάς καλεί σε μια κατεξοχήν δημιουργική επιχείρηση της θέωσης, μια μυστική διαδικασία μέσω της οποίας το ανθρώπινο  εγώ συναντά το θείο χωρίς να εξαφανίζεται μέσα σε αυτό.         

Η Maria Nemcova Banerjee είναι καθηγήτρια Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Smith College
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Modern Age, καλοκαίρι 2004





[1] «Samopoznanie, Opyt filosofskoi avtobiografii» (Paris, 1949).Από εισαγωγή γραμμένη το 1940, σελ. 8. Η μετάφραση είναι δική μου (στμ. της συγγραφέως του άρθρου). Η αυτοβιογραφία στα αγγλικά κυκλοφορεί με τον τίτλο «Nikolai BerdiaevDream and Reality», N.Y., 1951.
[2] «Samopoznanie...»ό.π.σελ. 13.
[3] Ό.π.σελ. 218.
[4] «Landmarks, A Collection of Essays on the Russian Intelligentsia, 1909 (Berdyaev, Bulgakov, Gershenzon, Izgoev, Kistiakovsky, Struve, Frank)», N.Y., 1977. «Philosophic Truth and the Moral Truth of the Intelligentsia»,άρθρο του Μπερντιάγιεφσελ. 3-22.
[5] Ό.π.σελ. 4.
[6] Ό.π.σελ. 22.
[7] «Dostoevsky»κεφ. VIII, «The Grand Inquisitor. Christ and Antichrist», Ν.Υ. 1956, σελ. 188.
[8] «Samopoznanie...»ό.π.κεφ. IX, σελ. 253-258
[9] «Dostoevsky»ό.π.κεφ. VIII, σελ. 188.
[10] Ό.π., σελ. 67.
[11] Ό.π.σελ. 71.
[12] Ό.π.σελ. 69.
[13] Ό.π.σελ. 70.
[14] Ό.π.
[15] Ό.π.
[16] «The Brothers Karamazov», N.Y., 1976 σελ. 243.
[17] «Dostoevsky», ό.π., σελ. 87.
[18] «Samopoznanie», ό.πσελ. 190.
[19] Ό.π.σελ. 245.
[20] Ό.π., σελ. 248.
[21] Ό.π.σελ. 267.
[22] Ό.π.σελ. 264.
[23] «Smysl tvorchestva, Opyt opravdaniia cheloveka», 2η εκδ., Παρίσι 1985, Τ. 2 Άπαντα Ν.Μπερντιάγιεφ.
[24] «The Destiny of Man», Λονδίνο 1937, σελ. 25.
[25] «Samopoznanie...»ό.πσελ. 268-309.
[26] Ό.π.σελ. 275.
[27] «The Destiny of Man», ό.π., σελ.216.
[28] Ό.π.σελ. 218.
[29] NOLossky, «History of Russian Philosophy», κεφάλαιο για «NBerdyaev», όπου υπάρχει αρκετά ενημερωμένη βιβλιογραφία των φιλοσοφικών έργων του Μπερντιάγιεφ.

Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

" Η Έρημη Χώρα" του Τ. Σ. Έλιοτ

Πηγή:http://www.sansimera.gr/
Τ. Σ. Έλιοτ 

αμερικανός ποιητής και δοκιμιογράφος. Βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1948. («Έρημη Χώρα»)

Nam Sibyllam quidem Cumis ego ipse oculis meis
      vidi in ampulla pendere, et cum illi pueri dicerent:
      Σίβυλλα, τι θέλεις; Respondebat illa: αποθανείν θέλω. 
                          Στον Ezra Pound
                          Il miglior fabbro 

           
                    Α΄  Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ

Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.
Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας
Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας
Λίγη ζωή μ’ απόξερους βολβούς.
Το καλοκαίρι μας ξάφνισε καθώς ήρθε πάνω απ’
           το Σταρνμπέργκερζε
Με μια μπόρα• σταματήσαμε στις κολόνες, 
Και προχωρήσαμε στη λιακάδα, ως το Χόφγκαρτεν, 
Κι ήπιαμε καφέ, και κουβεντιάσαμε καμιάν ώρα.
Bin gar keine Russin, stamm’ aus Litauen,
         echt deutsch.
Και σαν ήμασταν παιδιά, μέναμε στου αρχιδούκα,
Του ξαδέρφου μου, με πήρε με το έλκηθρο,
Και τρόμαξα. Κι έλεγε, Μαρία,
Μαρία, κρατήσου δυνατά. Και πήραμε τhν κατηφόρα.
Εκεί νιώθεις ελευθερία, στa βουνά.
Διαβάζω, σχεδόν όλη νύχτα, και πηγαίνω το
        χειμώνα στο νότο. 

     Ποιές ρίζες απλώνονται γρυπές, ποιοι κλώνοι
          δυναμώνουν
Μέσα στα πέτρινα τούτα σαρίδια; Γιε του ανθρώπου,
Να πεις ή να μαντέψεις, δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις μόνο
Μια στοίβα σπασμένες εικόνες, όπου χτυπάει ο
         ήλιος,
Και δε σου δίνει σκέπη το πεθαμένο δέντρο, κι ο
       γρύλος ανακούφιση, 
Κι η στεγνή πέτρα ήχο νερού. Μόνο
Έχει σκιά στον κόκκινο τούτο βράχο,
(Έλα κάτω απ’ τον ίσκιο του κόκκινου βράχου),
Και θα σου δείξω κάτι διαφορετικό
Κι από τον ίσκιο σου το πρωί που δρασκελάει
        ξοπίσω σου
Κι από τον ίσκιο σου το βράδυ που ορθώνεται
         να σ’ ανταμώσει
Μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο. 

             Frisch weht der Wind
             Der Heimat zu,
             Mein Irisch Kind,
             Wo weilest du? 
«Μου χάρισες γυάκινθους πρώτη φορά πριν ένα
        χρόνο•
Μ’ έλεγαν η γυακίνθινη κοπέλα». 

—Όμως όταν γυρίσαμε απ’ τον κήπο των Γυακίνθων,
Ήταν αργά, γεμάτη η αγκάλη σου, και τα μαλλιά
          σου υγρά, δεν μπορούσα
Να μιλήσω, θολώσανε τα μάτια μου, δεν ήμουν
Ζωντανός μήτε πεθαμένος, και δεν ήξερα τίποτε,
Κοιτάζοντας στην καρδιά του φωτός, τη σιωπή.
Oed’und leer das Meer. 

Η κυρία Σόζοστρις, διάσημη χαρτομάντισσα, 
Ήταν πολύ κρυολογημένη, μολαταύτα
Λένε πως είναι η πιο σοφή γυναίκα της Ευρώπης, 
Με μια διαβολεμένη τράπουλα. Εδώ, είπε, 
Είν’ το χαρτί σας, ο πνιγμένος Φοίνικας 
        Θαλασσινός, 
(Να, τα μαργαριτάρια, τα μάτια του. Κοιτάχτε!) 
Εδώ ’ναι η Μπελλαντόνα, η Δέσποινα των Βράχων, 
Η δέσποινα των καταστάσεων. 
Εδώ ’ναι ο άνθρωπος με τα τρία μπαστούνια, κι 
      εδώ ο Τροχός, 
Κι εδώ ο μονόφταλμος έμπορας, και τούτο το 
       χαρτί, 
Τ’ αδειανό, κάτι που σηκώνει στον ώμο, 
Που ’ναι απαγορεμένο να το δω. Δε βρίσκω 


Τον Κρεμασμένο. Να φοβάστε τον πνιγμό.
Βλέπω πλήθος λαό, να περπατά ένα γύρο.
Ευκαριστώ. Α δείτε την αγαπητή μου Κυρίαν
       Ισοψάλτου,
Πείτε της πως θα φέρνω τ’ ωροσκόπιο μοναχή
       μου:
Πρέπει να φυλαγόμαστε πολύ στον καιρό μας. 
   Ανύπαρχτη Πολιτεία,
Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης
      αυγής,
Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος,
       τόσοι πολλοί,
Δεν το ’χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει
       τόσους πολλούς.
Μικροί και σπάνιοι στεναγμοί αναδινόντουσαν,
Και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια του τα
       μάτια.
Χύνουνταν πέρα στο ύψωμα και κάτω στο Κίνγκ
       Ουίλλιαμ Στρήτ,
Εκεί που η Παναγία Γούλνοθ μέτραε τις ώρες
Με ήχο νεκρό στο στερνό χτύπημα των εννιά.
Εκεί είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα,
       φωνάζοντας: «Στέτσον! 
Συ που ήσουνα μαζί μου στις Μύλες με τα καράβια ! 
Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον
      άλλο χρόνο, 
Άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ’ ανθίσει εφέτο; 
Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά 
      του; 
Ω κράτα μακριά το Σκυλί τον αγαπάει. τον 
      άνθρωπο, 
Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι ! 
Συ! hypocrite lecteur ! – mon semblable,
      - mon frère!» 



  Β΄  ΜΙΑ ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ

Το Κάθισμα όπου κάθονταν, σα στιλβωμένος θρόνος,
Έλαμπε στο μάρμαρο, όπου ο καθρέφτης
Που βάσταζαν κοντάρια πλουμισμένα με κλήματα
Όθε ξεμύτιζε ένας χρυσός Ερωτιδέας
(Με τη φτερούγα σκέπαζε τα μάτια του άλλος ένας)
Ζευγάρωνε φλόγες από εφτάκλωνους κεροστάτες
Αντιφεγγίζοντας το φως επάνω στο τραπέζι ένώ
Των κοσμημάτων της η λάμψη ορμούσε να το
      συναντήσει,
Πλούσια ξεχειλίζοντας σε θήκες μεταξωτές.
Σε φιάλες από φίλντισι και χρωματιστό γυαλί
Ξεβούλωτες, ενέδρευαν τ’ αλλόκοτα συνθετικά
      μυρωδικά της,
Υγρά, σε σκόνη, ή σ’ αλοιφή – σκοτίζανε,
      συγχύζανε
Και πνίγανε την αίσθηση με αρώματα• ερεθισμένα
       απ’ τον αγέρα
Που έμπαινε δροσερός απ’ το παράθυρο, τούτα
       ανεβαίναν
Παχαίνοντας τις τεντωμένες φλόγες των κεριών,
Ρίχνανε τον καπνό τους στα λακουεάρια,
Ξυπνώντας τα στολίσματα στο φατνωτό ταβάνι.
Πελώρια ξύλα πελαγίσια ταγισμένα μπακίρι
Έκαιγαν πράσινα και πορτοκαλιά, με πέτρα 
 πολύχρωμη πλαισιωμένα, 
Και στο θλιμμένο τούτο φως ένα δελφίνι 
       σκαλισμένο κολυμπούσε. 
Πάνω απ’ τ’ αρχαίο το τζάκι παρουσιάζονταν
Λες κι άνοιγε παράθυρο σε μιαν υλαία σκηνή
Η μεταμόρφωση της Φιλομήλας, της χαλασμένης 
       τόσο βάναυσα
Από το βάρβαρο βασιλέα• κι όμως εκεί τα’ αηδόνι 
Την έρημο όλη γέμιζε μ’ απαραβίαστη φωνή
Κι ακόμη φώναζε κι ακόμη ο κόσμος κυνηγάει, 
«Γιακ, γιακ» σε βρώμικα αυτιά. 
Κι άλλες ακόμη ρίζες μαραμένες των καιρών
Ήταν στον τοίχο ιστορισμένες• προσηλωμένα 
       σχήματα
Σκύβαν, δηλώνοντας τη σιωπή στην περίκλειστη 
       κάμαρα. 
Πατήματα σερνόντουσαν στα σκαλοπάτια. 
Κάτω απ’ το φέγγος της φωτιάς, κάτω απ’ τη 
       βούρτσα, η κόμη της
Άπλωνε πύρινες ακίδες
Έλαμπε με λόγια, Κι ύστερα έπεφτε σε μιαν άγρια 
       γαλήνη.
 «Τα νεύρα μου είναι άσχημα σήμερα βράδυ.
        Ναι, άσκημα. Μείνε μαζί μου.
Μίλησέ μου. Λοιπόν ποτέ σου δε μιλάς; Μίλησε.
Τι συλλογίζεσαι τώρα; Τι συλλογιέσαι; Τι;
Ποτές δεν ξέρω τι συλλογίζεσαι. Συλλογίσου». 
    Συλλογίζομαι πως είμαστε στων ποντικών
         το μονοπάτι
Εκεί που οι πεθαμένοι χάσανε τα κόκαλά τους. 
     «Τι είναι αυτός ο θόρυβος;»
                            Ο αγέρας κάτω απ’ την πόρτα.
«Τι είναι αυτός ο θόρυβος τώρα; Τι κάνει ο αγέρας;»
                            Τίποτε πάλι τίποτε.
                                                                            «Δεν
Ξέρεις τίποτε; Δε βλέπεις τίποτε; Δε θυμάσαι
Τίποτε ;» 
       Θυμάμαι
Να, τα μαργαριτάρια τα μάτια του.
«Είσαι ή δεν είσαι ζωντανός; Δεν έχεις τίποτε
       μες στο κεφάλι σου;»
                                                                           Αλλά
Χο χο χο χο το Σαιξπηχήρειο τούτο φοξ –
Είναι κομψότατο
Είναι ξυπνότατο
«Τι θα κάνω τώρα; Τι θα κάνω;»
«Θα ξεπορτίσω όπως είμαι, και θα γυρνώ στους
        δρόμους
Με τα μαλλιά μου ξέπλεκα, έτσι. Τι θα κάνουμε
        αύριο;
Τι θα κάνουμε πάντα;»
                                                      Ζεστό νερό στις δέκα.
Κι αν βρέχει, το κλεισμένο αμάξι στις τέσσερεις.
Και θα παίξουμε μια παρτίδα σκάκι,
Πιέζοντας μάτια δίχως βλέφαρα και περιμένοντας
         ένα χτύπημα στην πόρτα. 
    Όταν ο άντρας της Λιλ αποστρατεύτηκε, της λέω,
Δεν τα μασούσα τα λόγια μου, τής λέω
      αυτηνής ’γω που με βλέπεις,
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Τώρα πού γυρίζει ό Γιάννης, κοίταξε να
      σουλουπιαστείς λιγάκι.
Θα γυρέψει να μάθει τι τα ’κανες κείνα τα λεφτά
      που σου ’δωσε
Να ξαναβάλεις καν ’να δόντι. Σ’ τα ’δωσε, ήμουν 
      εκεί. 
Άει να τα βγάλεις, Λιλ, και βάλε μια καλή μασέλα, 
Μα το Θεό, σου ’πε, σιχαίνουμαι που σε βλέπω. 
Κι εγώ το ίδιο, της λέω, σκέψου τον κακόμερο 
       το Γιάννη, 
Τέσσερα χρόνια στρατιώτης, θα θέλει καλοπέραση, 
Κι α δεν του τη δώσεις, άλλες θα του τη δώσουν, 
       της λέω. 
Α έτσι, μου λέει. Κάτι σαν τέτοιο, της λέω. 
Τότες θα ξέρω ποιανού χρωστάω χάρη, μου λέει 

και με καρφώνει με τα μάτια. 
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Κι α δε σ’ αρέσει τράβα τον κατήφορο, της λέω, 
Άλλοι διαλέγουνε και παίρνουνε σαν εσύ δεν τα
       καταφέρνεις. 
Μ’ α σου το στρίψει ο Γιάννης, δε θα πει πως δε 
      βρέθηκε άνθρωπος να σου κουβεντιάσει. 
Είναι να ντρέπεσαι, της λέω, που μοιάζεις τέτοια 
      αρχαιολογία. 
(Κι αυτή μονάχα τριάντα ενός.) 
Μα τι να κάνω, μου λέει, και στραβομουτσούνιασε, 
Φταίνε κείνα τα χάπια, μου λέει, που πήρα για 
      να το ρίξω. 
(Έκανε κιόλας πέντε, και πήγε να πεθάνει απ’ το μικρό της το Γιωργή.) 
Ο φαρμακοποιός είπε θα ’ναι εν τάξει, μα ποτές 
      δεν ξανάγινα όπως ήμουν. 
Είσαι ντιπ άμυαλη, της λέω. 
Το λοιπόν, αν ο Γιάννης δε σ’ αφήνει ήσυχη, εδώ 
      ’ναι ό κόμπος, τής λέω, 
Τι πας και μου παντρεύεσαι σα δεν τα θέλεις τα 
       παιδιά; 
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Λοιπόν, κείνη την Κεριακή ήταν ο Γιάννης σπίτι,
       κι είχανε ζεστό χοιρομέρι, 
Και με καλέσανε το βράδυ, να τ’ απολάψω ζεστό – 
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Καλ'νύχτα Μπιλλ. Καλ'νύχτα Λου. Καλ'νύχτα
        Μαίη. Καληνύχτα.
Γεια γεια. Καλ'νύχτα. Καλ'νύχτα.
Καληνύχτα, κυρίες, καληνύχτα, γλυκιές μου
      κυρίες, καληνύχτα, καληνύχτα. 

                 Γ΄ ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Του ποταμού η σκεπή σωριάστηκε• τα στερνά
       δάχτυλα των φύλλων
Γαντζώνουν και βουλιάζουνε στην όχθη την υγρή.
       Ο αγέρας
Στην καστανόχρωμη τη γης διαβαίνει, ανάκουστος.
       Φύγανε οι νύμφες.
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου
       για να πω.
Ο ποταμός δεν κατεβάζει άδειες μποτίλιες,
       χαρτιά από σάντουιτς,
Μεταξωτά μαντίλια, χαρτονένια κουτιά,
        αποτσίγαρα
Κι άλλα τεκμήρια θερινών νυχτών. Φύγανε οι
        νύμφες. 
Κι οι φίλοι τους, οι χασομέρηδες κληρονόμοι των
        διευθυντών του Σίτυ•
Φύγανε, δεν άφησαν διεύθυνση.
Επί των υδάτων Λεμάν κάθισα κι έκλαψα...
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου
      για να πω,
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, ’τι δε φωνάζω
      ούτε φλυαρώ.
Αλλά πίσω απ’ τη ράχη μου ακούω σε μια
       παγωμένη ριπή
Το κροτάλισμα των κοκάλων, και το πνιγμένο
       γέλιο ν’ απλώνεται. στην ακοή. 
Ένα ποντίκι γλίστρησε απαλά μέσα στη βλάστηση
Τη λασπερή του σέρνοντας κοιλιά στην όχθη
Εκεί που ψάρευα στο μουντό κανάλι
Ένα χειμωνιάτικο δειλινό πίσω απ’ το Γκάζι
Ρεμβάζοντας πάνω στου βασιλιά αδελφού μου το 
  ναυάγιο,
Πάνω στου βασιλιά πατέρα μου το θάνατο, πριν
        από εκείνον.
Λευκά κορμιά γυμνά στο έδαφος το χαμηλό το
        νοτισμένο
Ριγμένα κόκαλα σε χαμηλή μικρή ξερή
        σοφίτα,
Κροταλισμένα από του ποντικού το πόδι μόνο,
       χρόνο με χρόνο.
Αλλά πίσω απ’ τη ράχη μου φορές-φορές ακούω
Ήχους σαλπίγγων κι αυτοκινήτων, που θα
       φέρουν
Τον Σουήνη στην Κυρία Πόρτερ την άνοιξη.
Ω φεγγαράκι μου λαμπρό φέξε της Κυρα-Πόρτερ
Φέξε της κόρης της
Νίβουν τα πόδια τους σε νερό με σόδα
Et O ces voix d’ enfants, chantant dans la coupole ! 
Tιοτ τιοτ τιοτ
Γιακ γιακ γιακ γιακ γιακ γιακ
Τόσο βάναυσα χαλασμένη.
Τηρεό
Ανύπαρχτη Πολιτεία
Μέσα στην καστανή καταχνιά ενός χειμωνιάτικου
     μεσημεριού
Ο Σμυρνιός έμπορας, κύριος Ευγενίδης
Αξούριστος, με την τσέπη γεμάτη σταφίδες
Τσιφ Λόντρα: φορτωτικές εν όψει,
Με κάλεσε με τα πρόστυχά του γαλλικά
Για πρόγευμα στο Κάννον Στρήτ Ότέλ
Κι έπειτα το Σαββατοκύριακο στο Μετροπόλ. 
   Την ώρα τη μενεξεδιά, που τα μάτια κι η ράχη
Ανασηκώνουνται απ’ το γραφείο, που η μηχανή
       του ανθρώπου περιμένει
Σαν το ταξί που σφύζει περιμένοντας,
Εγώ ο Τειρεσίας, μολονότι τυφλός, σφύζοντας
       ανάμεσα σε δυο ζωές,
Γέροντας με γυναίκειο στήθος ρυτιδωμένο,
       μπορώ να ιδώ,
Την ώρα τη μενεξεδιά, την ώρα τη δειλινή που
       μάχεται
Κατά το γυρισμό, και φέρνει το ναύτη στο λιμάνι
      από το πέλαγο, 
Σπίτι της τη δακτυλογράφο την ώρα του τσαγιού• 
       μαζεύει τ’ απομεινάρια του πρωινού της
Ανάβει τη θερμάστρα, κι αραδιάζει τρόφιμα από 
       κονσέρβες. 
Έξω από το παράθυρο απλωμένα ριψοκίνδυνα 
Στεγνώνουνε τα σώρουχά της στου ήλιου τις 
       τελευταίες αχτίνες, 
Στοιβαγμένα στο ντιβάνι (τη νύχτα κρεβάτι της) 
Κάλτσες, παντούφλες, μεσοφόρια, κορσέδες. 
Εγώ ο Τειρεσίας, γέροντας με ρυτιδωμένα βυζιά
Διάκρινα τη σκηνή, και προφήτεψα τα επίλοιπα – 
Κι εγώ περίμενα τον αναμενόμενο ξένο. 
Εκείνος, νέος όλο σπυριά, καταφτάνει, 
Υπάλληλος πρακτορείου μικροεταιρίας, 
Με βλέμμα θαρραλέο, κάποιος απ’ τους μικρούς
Όπου η αυτοπεποίθηση είναι καθισμένη
Σαν το ψηλό μπραντφορδιανού ’κατομμυριούχου. 
Τώρα η στιγμή είναι πρόσφορη, καθώς εικάζει, 
Απόφαγε, βαριέται κι είναι κουρασμένη, 
Κάνει μια απόπειρα να την μπλέξει σε χάδια
Που εκείνη δεν ποθεί, μήτε αποδοκιμάζει. 
Πυρός κι αποφασιστικός, ρίχνεται αμέσως• 
Χέρια ερευνητικά δε συναντούν αντίσταση•
Η ματαιοδοξία του δεν απαιτεί ανταπόκριση,
Και παίρνει για παραδοχή την αδιαφορία.
(Κι εγώ ο Τειρεσίας υπόφερα απ’ τα πριν όλα
Που εγίναν στο ίδιο τούτο ντιβάνι είτε κρεβάτι•
Εγώ που κάθισα στη Θήβα κάτω απ’ τα τείχη
Και περπάτησα ανάμεσα στους χαμηλότερους
        νεκρούς.)
Δίνει ένα στερνό προστατευτικό φιλί,
Και βγαίνει ψάχνοντας τη σκάλα τη σβηστή...
Eκείνη ρίχνει στον καθρέφτη μια ματιά,
Πως o εραστής της έφυγε το νιώθει μόλις•
Από το νου της μια άμορφη σκέψη περνά:
«Λοιπόν έγινε ό,τι έγινε: καλά που έχει τελειώσει»
Όταν στην τρέλα αφήνεται η ομορφονιά
Και πάλι, μόνη, βηματίζει απάνω-κάτω,
Μ’ αυτόματο χέρι διορθώνει τα μαλλιά
Κι έπειτα βάζει μια πλάκα στο φωνογράφο. 
   «Σύρθηκε προς εμένα πάνω στα νερά τούτη η
        μουσική»
Και στο μάκρος του Στραν ως το Κουήν Βικτώρια
        Στρητ.
Ω Πολιτεία Πολιτεία, μπορώ κάποτε κι ακούω
Πίσω από ένα μπαρ στο Λόουερ Ταίμς Στρητ,
Το απαλό γκρίνιασμα ενός μαντολίνου
Και τη βουή και τους θορύβους εκεί μέσα
Που τεμπελεύουν οι ψαράδες το μεσημέρι:
Εκεί που οι τοίχοι του Μάγνου του Μάρτυρα κρατούν
Μια ανεξήγητη λαμπράδα Ιωνικού λευκού και χρυσαφιού. 
       Ο ποταμός ιδρώνει
       Πετρέλαιο και κατράμι
       Τις μαούνες τις παίρνει
       Το ρέμα που αλλάζει
       Κόκκινα πανιά
       Σταβέντο ανοιγμένα
       Παίζουνε στη βαριά τους αντένα.
       Οι μαούνες σπρώχνουν
       Ξύλα στον αφρό
       Στου Γκρήνιδζ τον κάβο
       Πέρα απ’ το Σκυλονήσι.
                            Βεγιαλαλά λεγιά
                            Βάλλαλα λεγιαλαλά
       Ο Λέστερ κι η Ελισάβετ
       Χτυπώντας τα κουπιά
       Η πρύμη σμιλεμένη
       Κοχύλι χρυσωμένο
       Κόκκινο και χρυσό
       Το ρέμα φουσκωμένο
 Κυμάτιζε στις άκρες
       Φυσώντας ο γαρμπής
       Έφερνε με το ρέμα
       Ήχους από καμπάνες
        Άσπροι πύργοι
                              Βεγιαλαλά λεγιά
                              Βάλλαλα λεγιαλαλά
«Τραμ και δέντρα σκονισμένα.
Το Χάιμπουρυ μ’ έθρεψε. Το Ρίτσμονδ και το Κιου
Με ξέκαναν. Στο Ρίτσμονδ σήκωσα τα γόνατά μου
Ανάσκελα σ’ ένα στενό βαρκάκι». 
«Τα πόδια μου είναι στο Μουργκαίητ, κι η
            καρδιά μου
Kάτω απ’ τα πόδια μου. Σαν έγινε
Δάκρυσε. Μου ’ταξε “μια καινούργια ζωή”.
Δεν είπα τίποτε. Τι θες να με πειράξει;» 
«Στο Μαργκαίητ στους Άμμους.
Μπορώ να σχετίσω
Το τίποτε με τίποτε.
Τα σπασμένα νύχια στα βρώμικα χέρια.
Ανθρώποι μου φτωχοί μου ανθρώποι που δεν
            περιμένετε
Τίποτε».
           λα λα
Στην Καρχηδόνα τότες ήρθα
Καίγοντας καίγοντας καίγοντας καίγοντας
Κύριε εξέσπασάς με
Κύριε εξέσπασας
καίγοντας

                   Δ΄  ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΠΟ ΠΝΙΓΜΟ

[
Φληβάς ο Φοίνικας, δεκαπέντε μέρες πεθαμένος,
Λησμόνησε την κραυγή των γλάρων, και το
          φούσκωμα του βαθιού πελάγου
Και το κέρδος και τη ζημιά.
                                       Κάτω απ’ τη Θάλασσα ένα ρέμα
Έγλειψε τα κόκαλά του ψιθυρίζοντας. Μ’
           ανεβοκατεβάσματα
Πέρασε τα στάδια των γερατειών του και της 
 νιότης του
Μπαίνοντας μέσα στη ρουφήχτρα.
                                                         Εθνικέ ή Εβραίε
Ω εσύ που γυρίζεις το τιμόνι κοιτάζοντας προς τον
          αγέρα,
Στοχάσου το Φληβά, που ήταν κάποτες όμορφος
          κι αψηλός σαν εσένα.
                        Ε΄  ΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ
Ύστερα από το φως του πυρσού κόκκινο σε
         ιδρωμένα πρόσωπα
Ύστερα από την παγερή σιωπή μέσα στους κήπους
Ύστερα από την αγωνία σε τόπους πετρωτούς
Τις κραυγές και τους αλαλαγμούς
Τη φυλακή το παλάτι και τ’ αντιφέγγισμα
Του ανοιξιάτικου κεραυνού πάνω από μακρινά
         βουνά
Εκείνος που ήταν ζωντανός είναι τώρα
        πεθαμένος
Εμείς που ζούσαμε τώρα πεθαίνουμε
Με λίγη υπομονή
  Δεν έχει εδώ νερό παρά μονάχα βράχια
Βράχια χωρίς νερό κι ο άμμος του δρόμου
Του δρόμου που ξετυλίγεται στα βουνά
Που είναι βραχόβουνα χωρίς νερό
Αν είχε νερό εδώ-πέρα θα στεκόμασταν να πιούμε
Μέσα στα βράχια πώς να σταθούμε πώς να 
     στοχαστούμε
Ξερός ο ιδρώς και τα πόδια μες στον άμμο 
Αν είχε τουλάχιστο νερό στο βράχο
Στόμα νεκρό του βουνού με σάπια δόντια που 
    δεν μπορεί να φτύσει
Εδώ κανείς δεν μπορεί να σταθεί ούτε να 
     πλαγιάσει ούτε να καθίσει
Δεν έχει μηδέ σιωπή μέσα στα βουνά
Μόνο ο ξερός κεραυνός στείρος χωρίς βροχή
Δεν έχει μηδέ μοναξιά μέσα στα βουνά
Μόνο κόκκινα πρόσωπα βλοσυρά σαρκάζουν και 
      γρυλίζουν
Μέσα απ’ τις πόρτες ξεροσκασμένων λασποκαλυβιών
                      Αν είχε νερό
     Χωρίς τα βράχια 
      Αν ήταν τα βράχια   
      Μαζί με νερό 
Και νερό
      Μια πηγή
      Μια γούρνα μες στα βράχια
      Αν ήταν ήχος μοναχά νερού
      Όχι ο τζίτζικας
      Και το ξερό χορτάρι τραγουδώντας
      Μα ήχος νερού πάνω από βράχο
      Εκεί που η τσίχλα κελαηδεί μέσα στα πεύκα
      Βριξ βροξ βριξ βροξ βροξ βροξ βροξ
      Αλλά δεν έχει νερό
      Ποιος είναι ο τρίτος που περπατεί πάντα
           στό πλάι σου;
Όταν μετρώ, είμαι μονάχα εγώ και συ μαζί μου
Μα όταν κοιτάζω εμπρός τον άσπρο δρόμο
Υπάρχει πάντα κάποιος που περπατεί στο πλάι
         σου
Γλιστρώντας τυλιγμένος σε καστανό μανδύα,
         κουκουλωμένος
Αν είναι άντρας αν είναι γυναίκα δεν το ξέρω
– Μ’ αυτός εκεί ποιος είναι απ’ τ’ άλλο πλάι σου; 
  Ποιος είναι αυτός ο ήχος ψηλά στον αέρα 
Μουρμούρισμα μητρικού ολολυγμού
Ποιες είναι αυτές οι κουκουλωμένες ορδές που 
     μερμηγκιάζουν
Πάνω σ’ ατέλειωτους κάμπους, σκοντάφτοντας 
      στη σκασμένη γης
Ζωσμένες από τον ορίζοντα το χαμηλό μονάχα
Ποια είναι η πολιτεία πέρα απ’ τα βουνά
Σκάζει, ξαναγεννιέται, θρουβαλιάζεται μες στο 
      μενεξεδένιο αέρα
Πύργοι πέφτουν
Ιερουσαλήμ Αθήνα Αλεξάντρεια
Βιέννη Λόντρα
Ανύπαρχτες
 
    Μια γυναίκα έσυρε τη μακριά μαύρη της κόμη 
       τεντωμένη
Κι έπαιξε ψίθυρο μουσικής πάνω σ’ αυτή τη χορδή 
Και νυχτερίδες με πρόσωπα μωρών μέσα στο φως 
       το μενεξεδένιο
Σφύριξαν και πετάρισαν μια στιγμή
Και σύρθηκαν με τo κεφάλι κάτω στη ρίζα ενός 
      καψαλιασμένου τοίχου
Κι ήτανε πύργοι ανάστροφοι κι ανάεροι
Που σήμαιναν τις ώρες χτυπώντας καμπάνες
      θυμητικές
Και φωνές τραγουδούσαν μέσα από ξεροπήγαδα
       και στέρνες αδειανές. 
    Στη ρημαγμένη τούτη γούβα μέσα στα βουνά
Κάτω απ’ τα’ αχνό φεγγαρόφωτο, τραγουδάει το
     χορτάρι
Πάνω σ’ αφανισμένους τάφους, γύρω στην εκκλησιά
Εκεί είναι η αδειανή εκκλησία, του αγέρα μόνο
      κατοικία.
Χωρίς παράθυρα, κι πόρτα παίζει,
Τα ξερά κόκαλα κανένα δεν πειράζουν.
Μόνο ένας κόκορας στάθηκε στο μεσοδόκι
Κου κου ρικου κου κου ρικου
Μέσα στο φέγγος αστραπής Τότες μια νοτερή πνοή
Φέρνοντας τη βροχή
    Φύρανε ο Γάγγης, τα πλαδαρά τα φύλλα
Προσμέναν τη βροχή, ενώ τα μαύρα σύννεφα
Συνάχτηκαν μακριά, πάνω απ’ το Χίμαβαντ.
Η ζούγκλα ζάρωσε, κουβαριασμένη σιωπηλά.
Μίλησε τότε ό κεραυνός
ΝΤΑ
Ντάττα: τι έχουμε δώσει; 
Φίλε μου, τραντάζει το αίμα την καρδιά μου
Η φοβερή τόλμη μιaς στιγμής παραδομού
Που η εποχή της φρόνησης πότες δε θ’ αναιρέσει
Μ’ αυτή, μόνο μ’ αυτήν, έχουμε υπάρξει
Που κανείς δε θα βρει μες στις νεκρολογίες μας
Μήτε σε θύμησες από την ελεητικήν αράχνη σκεπασμένες
Η κάτω από σφραγίδες που έσπασε ο στεγνός δικηγόρος
Στις άδειες κάμαρές μας
ΝΤΑ
Ντάγιαντβαμ: Άκουσα το κλειδί
Στην πόρτα να γυρίζει μια φορά μια φορά μόνο
Σκεπτόμαστε το κλειδί, καθένας μες στη φυλακή 
     του
Με τη σκέψη του κλειδιού, καθένας βεβαιώνει τη 
     φυλακή του
Μονάχα όταν βραδιάζει, αιθέρια ψιθυρίσματα
Για μια στιγμή ξαναζωντανεύουν έναν τσακισμένο 
     Κοριολανό
ΝΤΑ
Ντάμυατα: Το πλοίο ανταποκρίθηκε
Χαρούμενα, στο χέρι το δεξιό και στο πανί και στο 
      κουπί
Η θάλασσα ήταν ήσυχη, θα ’χε ανταποκριθεί η 
     καρδιά σου
Χαρούμενα, στην πρόσκληση, πάλλοντας υπάκουη 
Σε κυρίαρχα χέρια
    Κάθισα στην όχθη
Ψαρεύοντας, και πίσω μου o ξερός κάμπος
Τάχα θα βάλω πια τις χώρες μου σε τάξη;
Της Λόντρας το γιοφύρι πέφτει παει και πέφτει πάει και πέφτει
Poi s’ ascose nel foco che gli affina
Quando fiam uti chelidon – Ω χελιδόνι χελιδόνι
Le Prince d’ Aquitaine à la rour abolie
Με τα συντρίμμια αυτά στύλωσα τα ερείπια μου
Ωραία, θα σας κανονίσω. Πάλι τρελός ο Ιερώνυμος.
Ντάττα. Ντάγιαντβαμ. Ντάμυατα. 
                    Σάντι σάντι σάντι



  Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης











ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΝΑΚΗ | Έρως, Βαρύς Θεός |


Οι Εικαστικές Αναζητήσεις, ο χώρος που δημιούργησε ο κος Μελέτης Φικιώρης και προσφέρεται αφιλοκερδώς σε νέους εικαστικούς, εγκαινιάζουν την Τετάρτη 6 Απριλίου 2016, ώρα 20:00, την έκθεση ζωγραφικής της εικαστικού Αναστασίας Γκινάκη , με τίτλο "Έρως, Βαρύς θεός".

Οὐ τό ἐρᾶν νόσος, ἀλλά τό μή ἐρᾶν.
Εἰ γάρ ἀπό τοῦ ὁρᾶν τό ἐρᾶν, τυφλοί οἱ μή ἐρῶντες.
Νῦν ἔγνων τόν Ἔρωτα.
Βαρύς Θεός.
                                                                Φιλόστρατος

Η ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια της έκθεσης Μαρία Μελέντη σημειώνει:
Την μαγική ιστορία με τις πολλές παραλλαγές, το πανανθρώπινο βίωμα του έρωτα, μας διηγείται με την σειρά των τελευταίων έργων της η Αναστασία Γκινάκη. Ένας ζωγραφικός κόσμος με τον χαρακτήρα της ερωτικής φωτιάς, ενός αόρατου πύρινου κόκκινου που κρύβεται συνεχώς και αισθανόμαστε να μας περιτριγυρίζει, του φιλόπονου, φιλόκαλου έρωτα της δημιουργού, παρουσιάζεται εμπρός μας να μεταπλάθεται εν τέλει με αξιοσημείωτη μαεστρία σε μία δροσερή αύρα.  Ο κόσμος αυτός μας αγγίζει βαθειά και μας μαγεύει, μας προσκαλεί να ονειρευτούμε όπως κάθε αληθινός έρωτας. Μας γεμίζει ελπίδα και αισιοδοξία οδηγώντας μας στην  πολύτιμη ανάταση ψυχής που μεταδίδει η Τέχνη και τα έργα της, προϊόντα ενός έντιμου και γενναίου αγώνα, σε κάθε <<καλή της ώρα>>.    
  
Εικαστικές Αναζητήσεις

Σπευσίππου 21, Κολωνάκι, Αθήνα

Τηλ. 210 / 7221556

Εγκαίνια: Τετάρτη 6 Απριλίου 2016, στις 19.00
Διάρκεια: 6 Απριλίου έως 6 Μαΐου 2016
Ώρες λειτουργίας: Τετάρτη και Σάββατο: 11.00 - 15.00
                                  Τρίτη έως Παρασκευή: 18.00 - 21.00


                                  28/4 έως 02/5: ΚΛΕΙΣΤΑ






Γιώργος Θεοτοκάς







Αργεντίνοι Ποιητές





[…]Θα μπορούσα να είμαι τόσο ευτυχισμένη αυτήν τη νύχτα!
Ακόμη μένουν όνειρα ανεκπλήρωτα.
Και τόσα βιβλία! Και τόσα φώτα!
Και τα λίγα μου χρόνια! Γιατί όχι;
Ο θάνατος είναι μακριά. Δε με κοιτά.
Τόση ζωή Κύριε!
Για ποιο λόγο τόση ζωή;