Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

" ΤΕΛΕΙΩΣΕΣ;" του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΟΥΚΟΥΡΑ




 επιμέλεια Νότα Χρυσίνα*        

"The Doctor" by Luke Fildes(1891) 


 Εκείνη την εποχή,  κατά το Μεσοπόλεμο, το να πάει κάποιος νέος από χωριό να σπουδάσει στο Παρίσι ήταν από δύσκολο έως αδύνατο… Και όμως, ο Δημήτρης Αντωνόπουλος, από κάτοικος  εκείνου του χωριού, στις υπώρειες του Παρνασσού, βρέθηκε στο Μονπαρνάς να μοιράζεται ένα φοιτητικό δωμάτιο μαζί με δύο άλλους φερέλπιδες νέους από την Αθήνα.
   Η ιστορία είχε αρχίσει γύρω στα τρία χρόνια πριν, όταν ο καθηγητής συνάντησε μια μέρα στο δρόμο τον κύρη τού Δημητρού:
   -Άκου να σου πω κυρ Πανάγο. Ο Γιός σου είναι ο πρώτος μαθητής στο σχολείο… Θα είναι κρίμα να μην προχωρήσει πιο πέρα… Έχω μιλήσει μαζί του αρκετά πάνω στο θέμα των σπουδών του… Είναι λίγο δύσκολος χαρακτήρας. Κλειστός. Όμως κατάφερα να τού βγάλω με το τσιγκέλι αυτό που -όπως μού είπε- είναι διακαής του πόθος… Θέλει, λέει, να γίνει γιατρός…
   -Γιατρός; Τι είναι αυτά που λες κυρ δάσκαλε; Τι να κάνει εδώ στο χωριό σαν γιατρός; Πενήντα νοματαίοι όλοι κι όλοι… Σα να μου λες δηλαδή, ότι θα πάει να σπουδάξει στην Αθήνα, και μετά, αφού τελέψει, θα μείνει εκεί για να ασκήσει το επάγγελμά του… Τρέχα  γύρευε…
   -Γιατί; Άσχημα θα σου καθίσει να έχεις το γιό σου σπουδασμένο; Αφού ο θεός τον προίκισε με τέτοιο μυαλό, να πάει χαμένη αυτή η θεία χάρη;
   -Μα καλά τώρα… Να μείνει στην πρωτεύουσα; Και ποιος μωρέ θα με βοηθήσει εμένα στα χωράφια; Μηδέ έχω και κάνα άλλο παιδί: Μονάκριβος μού έχει μείνει… Αν πάει στην Αθήνα τον έχασα…
   -Και ποιος σου είπε εσένα ότι θα μείνει στην Αθήνα;
   -Αμ που θα μείνει; Τί γιατριλίκι θα ασκήσει εδώ πέρα; Εδώ τα ζώα είναι  πολύ περισσότερα από τους ανθρώπους… Εκτός κι αν θέλει να γίνει κτηνίατρος...
   -Λοιπόν… Όταν σου είπα ότι αυτό το παιδί είναι ξεχωριστό, το εννοούσα… Ξέρεις μωρέ τι μου είπε; Ότι θέλει να γίνει γιατρός  να γιατρεύει τον κόσμο από την ελονοσία...
   Το χωριό τους ήταν κοντά στην περιοχή της λίμνης της Κωπαΐδας. Κι εκείνες τις εποχές, οι τόποι γύρω από την λίμνη υπέφεραν από την φοβερή αρρώστια… Δεκάδες έφευγαν κάθε χρόνο  μέσα σε φοβερούς πυρετούς.  Η αποξήρανση  που είχε αρχίσει πριν από πολλά χρόνια αργούσε  να ολοκληρωθεί…
   -Κολοκύθια τούμπανα, κυρ δάσκαλε.. Εγώ το παιδί μου το θέλω εδώ, δίπλα μου… Βλέπεις, γερνάω σιγα-σιγά, και η ζωή στα χωράφια θέλει γερά χέρια..
   -Τα γερά χέρια, κυρ Πανάγο, τα βρίσκεις και έξω από το σπίτι σου… Τα γερά μυαλά όμως σπανίζουν. Αυτά τα έχεις μέσα στο σπίτι σου… Αυτά να κοιτάξεις να εκμεταλλευτείς...
   Ο Πανάγος ένοιωθε ότι το επιχείρημα του δάσκαλου -που άλλωστε ήταν και ο ειδικός- ήταν λογικό. Όμως αυτός αντέτεινε το μόνο τρανό επιχείρημα που είχε στη διάθεσή του:
   -Ωραία τα λες εσύ δάσκαλε!... Και από λεφτά τι γίνεται; Ξέρεις πόσα χρειάζονται; Ή θέλεις τώρα να σου θυμίσω την ιστορία του Καλονίκου;
   (Αυτή, η ιστορία του Καλονίκου, κυκλοφορούσε στο χωριό σαν ανέκδοτο… Επρόκειτο για την ιστορία ενός συγχωριανού τους, πλούσιου τσέλιγκα, πλην όμως αγαθού. Αυτός λοιπόν, είχε ένα γιό που φαγώθηκε να πάει στη Γερμανία να σπουδάσει… Έφυγε, πήγε στο καλό, και περνούσαν τα χρόνια και όλο σπούδαζε και όλο σπούδαζε, είχαν ξεχάσει ακόμα και τη φάτσα του. Και κάποτε στο καφενείο του χωριού, κάποιος συγχωριανός ρωτάει τον Καλονίκο με σκωπτική διάθεση:
   -Και τι σπουδάζει, ρε Γιώργη, ο γιός σου στα εξωτερικά;
   -Τι σπουδάζει;  Λύκος… Να τι σπουδάζει…
   -Λύκος; Και τί είναι αυτή η σπουδή ρε Γιώργη; Υπάρχει;
   -Υπάρχει… Αμ πώς δεν υπάρχει… Λύκος… Ξέρετε πόσα πρόβατα μού έχει φάει; Και ακόμα δεν πήρε το χαρτί…)
    -Αν είναι εκεί το πρόβλημα, υπάρχει λύση, αντέτεινε, ο δάσκαλος… Ας το σε μένα…
    Εκεί είχε σταματήσει η κουβέντα εκείνο το απόγευμα, και ο καθένας είχε πάρει το δρόμο του… Ο Πανάγος στο χωράφι, ο δάσκαλος στο σχολειό…
    Η λύση που είχε υπ’ όψιν ο δάσκαλος ήταν η υποτροφία. Ο μαθητής του ήταν ιδιοφυία. Το είχε διαπιστωμένο. Και μη χάνοντας καιρό έκανε τις απαραίτητες ενέργειες στη σχετική επιτροπή του υπουργείου.. Τέλειωσαν τα διαδικαστικά, και ο Δημήτρης του Πανάγου, γράφοντας μιαν εξαιρετική εργασία, κατάφερε και πήρε υποτροφία για το πανεπιστήμιο του Παρισιού, μιας και εδώ στο δικό μας δεν υπήρχε τότες ειδικότητα της παθολογίας για την ελονοσία.
    Ο Πανάγος το έμαθε, και το έφερε βαρέως που ο γιός του θα έφευγε…  Το είχε πάρει κάπως σαν συνομωσία του παιδιού του με τον δάσκαλο εναντίον του. Βρε τί του είπαν οι συγγενείς ότι αυτό «είναι μεγάλη ευκαιρία για το παιδί», ότι «θα έπρεπε να είναι υπερήφανος που ο γιός του θα γύριζε σπουδαγμένος επιστήμονας», αυτός το είχε μεγάλο μαράζι. Ούτε καν στο λεωφορείο δεν συνόδευσε τον Δημήτρη όταν έφτασε η μέρα της αναχώρησης… Παρέμεινε σε κάποιαν απόσταση, και οι χωριανοί τον άκουσαν να μονολογεί, καθώς το αμάξι χανόταν στην στροφή του δρόμου, «Το ένα μου παιδί το έφαγε το ποτάμι και το άλλο μου το τρώνε τώρα οι σπουδές»… Πριν από χρόνια, εκείνη την ημέρα της καταραμένης νεροποντής, η γυναίκα του γλίστρησε και έπεσε μέσα στο αγριεμένο ρέμα έξω από το χωριό.. Ο μεγάλος του γιός, παλληκαράκι δεκατεσσάρων χρονών, έπεσε για να την σώσει, και πνίγηκαν και οι δύο… Από εκείνην την μέρα ο Πανάγος είχε αλλάξει. Με δυσκολία  έσκαγαν τα χείλη του σε χαμόγελο.  Τα λόγια του ήσαν λιγοστά και μετρημένα, ακόμα και στο μικρό Δημήτρη που τον μεγάλωνε με χίλια ζόρια…
     Ο Δημήτρης πέρασε πέντε αλησμόνητα χρόνια σπουδών στο Παρίσι, μέσα σε ένα περιβάλλον και μια ζωή που ούτε καν  την φανταζόταν τότε που ζούσε στο χωριό. Το μυαλό του άνοιξε σε νέες ιδέες, έκανε σπουδαίες φιλίες, εκεί αντρώθηκε. Ούτε μια φορά δεν ήρθε στο χωριό όσο σπούδαζε, και αυτό ελείψει χρημάτων για τα ναύλα. Άλλοι καιροί τότες. Και κάποτε, τέλειωσε, και γύρισε στο χωριό έχοντας στις αποσκευές του το δίπλωμά του ως γιατρού Malariologiste, με άριστα και από κάτω φαρδιές πλατιές τις υπογραφές των πιο διάσημων καθηγητών της εποχής. Ο πατέρας του  δεν τον υποδέχτηκε όταν γύρισε με το λεωφορείο, όπως και δεν τον είχε κατευοδώσει τότες που έφυγε. Όταν έφτασε στο σπίτι ο Δημήτρης έβγαλε από την βαλίτσα και του έδειξε το Δίπλωμά του με περηφάνια… Τότες αυτός δεν έκανε κάνα σχόλιο πάνω σ’ αυτό.  Μόνο είπε:
   -Τέλειωσες; Έκανες το κέφι σου; Σύρε τώρα στα χωράφια… Εγώ δεν πρόκειται να σε βοηθήσω να ανοίξεις ιατρείο… Κράτα τις σπουδές για τον εαυτό σου…
    Ήταν σα να τον χτύπησε κεραυνός…  Η στάση του κύρη του ήταν ακατανόητη… Κάθισε εκεί, σε μια γωνιά, αποσβολωμένος. Και όταν ήρθε η επόμενη μέρα, τότε που ο Πανάγος άρπαξε τα βιβλία του και τα πέταξε έξω από το σπίτι, το μυαλό του τραυματίστηκε θανάσιμα…

    Από εκείνη την μέρα το παιδί έπαθε ψυχικό μαρασμό… Δεν εξάσκησε ποτέ την ιατρική, και όπως ήταν φυσικό ούτε και στα χωράφια ήταν ικανός να δουλέψει… Η μελαγχολία τον έκλεισε στο σπίτι. Και όταν αργότερα, σιγά-σιγά, άρχισε να βγαίνει, σταματούσε στο δρόμο και παραμιλούσε… Και έλεγε: «Ξέρετε… Εγώ είμαι Γιατρός… Γιατρός ελονοσιολόγος… Είμαι Γιατρός»…



Ο Δημήτρης Μπούκουρας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1942. Η ζωή του σημαδεύτηκε από τον άδικο θάνατο της μητέρας του στα Δεκεμβριανά. Τέλειωσε το Γυμνάσιο Παλ. Φαλήρου και ακολούθως φοίτησε στην Δημοσιογραφική Σχολή του Σπύρου Μελά. Εργάστηκε για δύο χρόνια την εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» από το 1964 μέχρι το 1967, όταν η Χούντα σταμάτησε άδοξα την δημοσιογραφική του καριέρα αφού οι εφημερίδες έπεσαν σε χειμερία νάρκη και η λογοκρισία ανέλαβε τον ρόλο του διευθυντή σύνταξης. Ύστερα από πολλές επαγγελματικές περιπέτειες ασχολήθηκε με το εμπόριο. Είναι παντρεμένος με την Αγγελική Μολφέτα. Έχει γράψει μια συλλογή ποιημάτων, μια συλλογή διηγημάτων, δύο παιδικά βιβλία, «Οι Στρατήδες» και το «Γειά σας… Είμαι η Μύρτις», ταξιδιωτικές εντυπώσεις, δύο εργασίες: «Το παραμύθι του οψιδιανού» και «Σύντομη ιστορία του Ελληνικού νομίσματος», και το παρόν βιογραφικό αφήγημα «Διάττοντες» που είναι και η πρώτη του δουλειά που εκδίδεται.



   ---------------------------

* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος.

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

"Προσθήκη στους φίλους " του ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΑΚΑΛΗ




επιμέλεια Νότα Χρυσίνα*



Προσθήκη στους φίλους

Ήταν φίλοι στο facebook. Μιλούσαν αρκετά συχνά μέσω του υπολογιστή. Αυτός της είχε κάνει αίτημα φιλίας. Την είχε δει στους φίλους ενός φίλου του από την πραγματική ζωή και του άρεσε απ’ την πρώτη ματιά. Όσο περνούσε ο καιρός, άρχισε να την ερωτεύεται. Από μακριά. Ήταν τόσο νέα, γύρω στα τριάντα και κάτι. Αυτός είχε πατήσει τα πενήντα για τα καλά. Παντρεμένος με παιδιά αλλά η σχέση με τη γυναίκα του ήταν ανύπαρκτη εδώ και χρόνια.
Ήταν συγγραφέας αρκετά γνωστός και αυτή του η δραστηριότητα ήταν που του έδινε χαρά. Αυτή και τα παιδιά του. Όμως η έλλειψη γυναίκας ήταν κάτι που τον βασάνιζε.
Η κοπέλα ήταν καθηγήτρια φιλόλογος και έδειχνε να ενθουσιάζεται με τα γραπτά του. Μιλούσαν συχνά για τα βιβλία του και διάφορα άλλα θέματα της ζωής. Πάντα μέσωfacebook.
Κάποια στιγμή βρήκε το θάρρος και της ζήτησε να βγούνε έξω για καφέ. Αυτή στην αρχή δίστασε αλλά τελικά δέχτηκε. Συναντήθηκαν μία, δύο, τρεις φορές. Η συζήτησή τους περιστρεφόταν στα γνωστά θέματα. Τίποτα περισσότερο.
Μια μέρα πήρε την απόφασή του να της εξομολογηθεί τον έρωτά του. Συναντήθηκαν σ’ ένα ήσυχο καφέ και εκεί της μίλησε. «Σε θέλω» της είπε. «Μονοπωλείς τη σκέψη μου». Αυτή γέλασε. Από έκπληξη, αμηχανία, της φάνηκε αστείο, ποιος ξέρει;
Του είπε ότι αυτή ψάχνει έναν άντρα χωρίς υποχρεώσεις για να κάνει μαζί του οικογένεια. Εν ολίγοις απέρριψε τον έρωτά του. Του είπε όμως ότι μπορούν να παραμείνουν φίλοι όπως μέχρι τώρα. Αυτός έδειξε κατανόηση, έτσι τουλάχιστον φάνηκε. Ήταν εξάλλου χαμηλών τόνων άνθρωπος. Χαιρετιστήκανε και είπαν ότι θα μιλήσουν στο facebook. Τηλέφωνα δεν είχαν ανταλλάξει, αυτή το θέλησε έτσι.
Την άλλη μέρα μόλις γύρισε από τη δουλειά, έκανε έναν καφέ και κάθισε μπροστά στον υπολογιστή. Μπήκε στοfacebook και την αναζήτησε. Μόλις την βρήκε είδε έκπληκτος την ένδειξη «προσθήκη στους φίλους». «Πάει, τέλειωσε», μουρμούρισε πικραμένος.


Βιογραφικό σημείωμα: Ο Γρηγόρης Σακαλής γεννήθηκε και ζει στο Στενήμαχο Νάουσας. Σπούδασε Νομικά στο ΑΠΘ. Έχει εκδώσει τις συλλογές «Κίβδηλος Καιρός» το 2008 και «Θαμμένος στην Άμμο» το 2010, από τις εκδόσεις Πλανόδιον, και τη συλλογή «Πορεία στη γύμνια», Bookstars2013. Έχει συμμετάσχει σε ανθολογία των εκδόσεων Ενδυμίων το 2012. Επόμενή του δουλειά η συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες ενός παραμυθά» σε μορφή e-book από την Easywriter.gr. Το Δεκέμβριο του 2015 κυκλοφόρησε η ποιητική του συλλογή «Κυτίο Κρυφών Ονείρων», από τις εκδόσεις Ενδυμίων. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά.

--------------------------



 * Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

"Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ…" του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΟΥΚΟΥΡΑ




επιμέλεια Νότα Χρυσίνα*              


Όλη την μέρα στη δουλειά δεν μπόρεσε να συγκεντρωθεί…    Ήταν η προσμονή που έκανε τον χρόνο να κυλάει βασανιστικά αργά.  Εεε δεν ήταν και μικρό πράγμα… Κάθισε και μέτρησε τα χρόνια για μιαν ακόμη φορά. Τα χρόνια που πέρασαν από τότες: Εξήντα  ολόκληρα χρόνια!... Πότε μωρέ ήσαν πιτσιρίκια και έπαιζαν ανέμελα στο ρέμα της Πικροδάφνης, στο Φάληρο, κυνηγώντας πεταλούδες, μαζεύοντας χρυσόμυγες και κλέβοντας αχλάδια από το χτήμα του μπάρμπα Θωμά… Οι απέραντες αλάνες είχαν γίνει τώρα πια απρόσωπες πολυκατοικίες… Και οι κάτοικοι, όλοι άγνωστοι μεταξύ τους… Ποιος ζει; Ποιος πεθαίνει; Προχτές ήταν που κάποιοι συζητούσαν στο μίνι μάρκετ:
  -Ρε σύ; Ξέρεις ποιος πέθανε;
  -Ποιος;
  - Ο Νίκος…
  - Ποιος Νίκος;
  - Ο ψηλός με το μουστακάκι;
  - ……………
  - Αυτός ,ρε, με το κόκκινο Τογιότα…
  - Αααααα………
    Έτσι γνωρίζονταν τώρα οι άνθρωποι: «Αυτός με το κόκκινο Τογιότα… Αυτός με το σκυλί το λαμπραντόρ»…
   Τα ζεστά αυγουστιάτικα απογεύματα, πήγαιναν για μπάνιο στην παραλία, στο Καλαμάκι… Και αργότερα, στο σπίτι, έπαι-ζαν όλα τα παιχνίδια εκείνου του αλησμόνητου παιδικού ρεπερτορίου:  Μπερλίνα, στρατιωτάκια ακούνητα και αμίλητα, «Βασιλιά – Βασιλιά τί δουλειά»… Ερχόταν ο αξάδερφος του από την Αθήνα για να παραθερίσουν  στην εξοχή… Αυτό ήταν το Φάληρο τότες. Εξοχή… Περνούσαν δύο αλησμόνητους μήνες μαζί ζώντας την τρέλα των παιδικών χρόνων… Και κάποτε όλα τελείωναν καθώς θα άρχιζαν τα σχολεία και ερχόταν η στιγμή του αποχωρισμού. «Άντε… Του χρόνου πάλι»… Και το δάκρυ έτρεχε κορόμηλο. Έκλαιγαν οι μικροί, έκλαιγαν και οι μεγάλοι. Ώσπου δεν άργησε να έρθει και ο μεγάλος ο αποχαιρετισμός… Η φτώχεια που μάστιζε τότες μετά τον πόλεμο την χώρα, οδήγησε τους γονείς του Πέτρου να τον στείλουν στην Αμερική, «να έχει καλλίτερη τύχη το παιδί»…
   Με αυτά και με αυτά, πέρασε η ώρα, και -επι τέλους- ήρθε και το πολυπόθητο τηλεφώνημα από την γυναίκα του: «Είναι στο σπίτι και σε περιμένει»… Ταχτοποίησε κάτι τελευταίες εκκρεμότητες, κατέβασε τα ρολά, τα κλείδωσε με το χοντρό λουκέτο. Ύστερα πήρε το δρόμο για το σπίτι… Άρχισε πάλι να σκέφτεται το πρόγραμμα που είχε ετοιμάσει: Θα τον τριγυρνούσε στην παλιά την γειτονιά, εκεί που κάποτε ήσαν οι αλάνες και που τώρα είχαν γεμίσει πολυκατοικίες… Στο παρκάκι που είχε δημιουργηθεί πάνω από το παλιό ρέμα… ίσως και να ακούγανε τις χαρούμενες φωνές των φίλων που είχαν πιά χαθεί… Του Μόλκη… Του Γιάννη του Φουντή… Και ύστερα θα τον πήγαινε εκεί που ήταν η παλιά αμμουδιά που έκαναν μπάνιο εκείνα τα καλοκαίρια.. Θα προσπαθούσε να κάνει για λίγο τον τοπογράφο, ξεχωρίζοντας και οριοθετώντας πού ακριβώς ήταν το μέρος με τις βαρκούλες, και που τώρα πιά το είχαν καταπιεί οι τερατώδεις επιχωματώσεις για να δημιουργηθεί η νέα Μαρίνα… Θα έκανε τα πάντα για να ευχαριστήσει τον  αξάδερφο. Μέχρι και το αγαπημένο του φαγητό  του είχαν ετοιμάσει: Μακαρόνια με κιμά…
   Επιτέλους έφτασε στο σπίτι, άνοιξε, και μπήκε  στο ασανσέρ με ανυπομονησία. Ατελείωτη του φάνηκε η άνοδος… Πρώτος… Δεύτερος… Τρίτος… Τέταρτος…  Και κάποτε έφτασε. Μπήκε με λαχτάρα στο σπίτι… Αλλά ποιός είναι αυτός που κάθεται  εκεί στο μπαλκόνι; Ένας αγνώριστος μαραμένος γέρος… Τα μάτια του σβηστά… Τα χείλη του τρέμουν ελαφρά… Με κόπο σηκώθηκε και έπεσε στην αγκαλιά του. «Ποιος είναι αυτός»; «Πέτρο»; Ψιθύρισε… Ύστερα το βλέμμα του έπεσε στον καθρέ-φτη και αντίκρισε την δική του μορφή . Μιάν ίδια γερασμένη μορφή.. Ένοιωσε δύο καυτά δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά του…
   « Ελάτε… η μακαρονάδα είναι έτοιμη», ακούστηκε η φωνή  από την κουζίνα…

  Δημήτρης Μπούκουρας
    6-3-2015


Ο Δημήτρης Μπούκουρας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1942. Η ζωή του σημαδεύτηκε από τον άδικο θάνατο της μητέρας του στα Δεκεμβριανά. Τέλειωσε το Γυμνάσιο Παλ. Φαλήρου και ακολούθως φοίτησε στην Δημοσιογραφική Σχολή του Σπύρου Μελά. Εργάστηκε για δύο χρόνια την εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» από το 1964 μέχρι το 1967, όταν η Χούντα σταμάτησε άδοξα την δημοσιογραφική του καριέρα αφού οι εφημερίδες έπεσαν σε χειμερία νάρκη και η λογοκρισία ανέλαβε τον ρόλο του διευθυντή σύνταξης. Ύστερα από πολλές επαγγελματικές περιπέτειες ασχολήθηκε με το εμπόριο. Είναι παντρεμένος με την Αγγελική Μολφέτα. Έχει γράψει μια συλλογή ποιημάτων, μια συλλογή διηγημάτων, δύο παιδικά βιβλία, «Οι Στρατήδες» και το «Γειά σας… Είμαι η Μύρτις», ταξιδιωτικές εντυπώσεις, δύο εργασίες: «Το παραμύθι του οψιδιανού» και «Σύντομη ιστορία του Ελληνικού νομίσματος», και το παρόν βιογραφικό αφήγημα «Διάττοντες» που είναι και η πρώτη του δουλειά που εκδίδεται.



   ---------------------------

* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος.

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΝΤΑΙΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗ- Β ΜΕΡΟΣ



Το cantus firmus ξεκίνησε την Παρασκευή 4/03/2016 ένα αφιέρωμα στον Ανταίο Χρυσοστομίδη, τον άριστο, το φίλο, τον πνευματικό άνθρωπο, τον καταδεκτικό συνομιλητή, τον ονειροπόλο και το ρεαλιστή. Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης έβαλε τον πήχυ ψηλά για όλους μας και για εμένα προσωπικά. Κάθε τι ψεύτικο και μικρό μάς αφήνει αδιάφορους. Εκείνος φωτίζει το δρόμο μας κι εμείς τον αισθανόμαστε εδώ γιατί το επέκεινα με το φευγιό του ήρθε εδώ κοντά μας και μάς συμφιλίωσε με το θάνατο, γιατί για εμάς όλους ο Ανταίος Χρυσοστομίδης είναι εδώ. 
Το αφιέρωμα θα ολοκληρωθεί στο τέλος Μαρτίου. 29 Μαρτίου θα παρουσιαστεί το βιβλίο-αφιέρωμα στον Ανταίο Χρυσοστομίδη με κείμενα δικά του και ξένων συγγραφέων, με τίτλο "Ανταίος Χρυσοστομίδης: Να κοιτάζεις κάτι ωραίο" To βιβλίο αποτελεί συνέκδοση των εκδοτικών οίκων Άγρα, Ίκαρος και Καστανιώτη
Την επόμενη Παρασκευή 18/03/2016 το αφιέρωμα θα συνεχιστεί με νέα κείμενα φίλων και συνεργατών του.


Ευχαριστώ όλους όσοι έγραψαν για τον Ανταίο Χρυσοστομίδη.
                                                                               Νότα Χρυσίνα


Μιχάλης Βιρβιδάκης- ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης 
Κατρίν Βελισσάρη- T. Διευθύντρια Εθνικού Κέντρου Βιβλίου
Βιβή Γεωργαντοπούλου - συντονίστρια λεσχών ανάγνωσης, βιβλιοκριτικός
Στάθης Γκότσης -  Κλινικός Φυσικός Ιατρικής, συνθέτης
Τιτίνα Δανέλλη - συγγραφέας, δημοσιογράφος
Λένα Διβάνη - συγγραφέας, πανεπιστημιακός
Δήμητρα Δότση - μεταφράστρια
Ελένη Καπετανάκη- μεταφράστρια 
Σοφία Κατρή- εκπαιδευτικός
Εύα Καραϊτίδη – εκδότρια
Νέλλη Κουρέτα - πολιτισμολόγος
Παρασκευάς Καρασούλος – στιχουργός
Κώστας Κυριακόπουλος -δημοσιογράφος
Γιώτα Λαγουδάκου - μεταφράστρια
Άρης Μαραγκόπουλος-συγγραφέας, μεταφραστής, εκδότης
Γιάννης Μαρκαντωνάκης- εικαστικός καλλιτέχνης, αρθρογράφος
Μαργαρίτα Μπονάτσου - μεταφράστρια
Γιώργος Μπράμος- δημοσιογράφος, κριτικός κινηματογράφου, συγγραφέας
Σταύρος Πετσόπουλος -εκδότης
Maurizio de Rosa - μεταφραστής
Όλγα Σελλά - δημοσιογράφος
Μαρία Φακίνου- συγγραφέας, μεταφράστρια
Φίλιππος Φιλίππου -συγγραφέας, αρθρογράφος
Νότα Χρυσίνα- μεταφράστρια, πολιτισμολόγος
Τηλέμαχος Χυτήρης- πολιτικός, ποιητής







Ανταίος Χρυσοστομίδης © Spiros D. Katopodis/VPA

Ornella Vanoni – L’appuntamento
Αγαπημένα ιταλικά τραγούδια του Ανταίου Χρυσοστομίδη


                                                 Φωτο: Μαργαρίτα Μπονάτσου
η φωτογραφία είναι από το Σπίτι του Τρότσκι στην Πόλη του Μεξικού, Φεβρουάριος 2008.

Β ΜΕΡΟΣ 

Πρώτη συνάντηση ελλήνων και ισραηλινών λογοτεχνών στην Καλαμάτα το 2004
Φωτογραφία:Λένα Διβάνη

Francesco De Gregori – La donna cannone
Αγαπημένα ιταλικά τραγούδια του Ανταίου Χρυσοστομίδη

Η τελευταία φορά



γράφει η Λένα Διβάνη*



Χτύπησα το κουδούνι ξέροντας ότι είναι η τελευταία φορά. Δεν ξέρω πως. Κάτι σε ειδοποιεί φαίνεται, αν θες, αν είσαι έτοιμος να το ακούσεις. Θα τρώγαμε μαζί στη βεράντα. Όπως κάθε φορά- μόνο που αυτή θα ήταν η τελευταία. Θα μιλούσαμε, θα σχολιάζαμε τα πάντα, όπως κάθε φορά. Μόνο που αυτή τη φορά δεν μπορούσες πια να μιλήσεις. Θα μιλούσα εγώ λοιπόν και για τους δυο μας. Μόνη μου θα φτιάξω ένα μονόλογο που να’ ναι διάλογος ικανός να σε συμπεριλάβει. Ένα μονόλογο-διάλογο που θα σε κάνει να γελάσεις, να ξεχάσεις, να ταξιδέψεις, να σε σύρει έξω απ’ το σπίτι, έξω απ’ τα σύνορα της χώρας, έξω απ΄ τη φρίκη της πραγματικότητάς σου, να το ξεγελάσουμε το καταραμένο καρότσι που σε φυλάκισε. Ένα μονόλογο-διάλογο- ταξίδι δηλαδή. Ταξίδι η λέξη-κλειδί μας άλλωστε. Στα ταξίδια χτίστηκε η φιλία μας, σε έβλεπα και σκεφτόμουνα βαλίτσα. Από τη Θεσσαλονίκη μέχρι την έρημο Νεγκέβ, πάντα για δουλειά, πάντα με λίγη τεμπελιά, πάντα με φίλους, να φάμε όλα τα ωραία φαγιά, να δούμε όλα τα ατμοσφαιρικά καφενεία, όλες τις εκθέσεις ζωγραφικής, να πούμε όλες τις λέξεις. Μου έλεγες, σου έλεγα. Τώρα μόνη μου πρέπει να φτιάξω κάτι για να το μοιραστώ μαζί σου. Να σου χαρίσω ένα αποχαιρετιστήριο ταξίδι. Ευτυχώς είχα πρόχειρο ένα -μόλις είχα γυρίσει από τα βάθη της Ανατολής. Αλλιώς θα το’ βγαζα από το κεφάλι μου. Κανένα πρόβλημα. Με τα βιβλία ανατραφήκαμε, ξέρουμε ότι το κατασκευασμένο μπορεί να είναι πιο πραγματικό απ΄ το πραγματικό.
Μπήκα σα σίφουνας στο δωμάτιο όπως πάντα. Χαμογελαστή μέχρι τ’ αυτιά όπως πάντα. Σα να μη συμβαίνει τίποτα. Σα να μη σ΄ έβλεπα στο αναπηρικό καροτσάκι βουβό. Με χαιρέτισαν τα εύγλωττα μάτια σου. Και αυτό ήταν το σύνθημα. Περιμένω, μου είπες. Αρχίζω, σου είπα. Χωρίς λόγια. Κάθισα απέναντι σου κι άρχισα. Παναγίτσα μου, που βρέθηκε όλο αυτό το τρελό κέφι; Οι ιστορίες διαδέχονταν με φρενήρη ρυθμό η μία την άλλη (το προξενιό του τρελού ξεναγού, η προσπάθεια να βρω μία μπύρα σε ολόκληρο το Ερζουρούμ, τα τάματα της αλλήθωρης παρθένου στη Παναγία Σουμελά, ιστορίες αληθινές, μισοαληθινές, μισοψεύτικες. Ιστορίες μόνο για σένα, για να γελάσεις εσύ, να ταξιδέψεις εσύ, να θυμηθείς εσύ τι ωραίο σετ κάναν οι βαλίτσες μας στο διάδρομο του αεροδρομίου. Ιστορίες γελοίες, ναι, αλλά που την κάνανε τη δουλειά. Γιατί γέλαγες. Από το πρώτο λεπτό μέχρι το τελευταίο ξεκαρδιζόσουν σαν παιδί, αδυνατώντας να σχηματίσεις έστω και μια λεξούλα, αλλά δεν πειράζει, δεν πειράζει μιλάω εγώ για σένα, εσύ γέλα. Γέλα μαζί μου.
Όταν έφυγα με κοίταξες. Ξέρω, μου είπες. Ξέρω, είναι η τελευταία φορά. Να με θυμάσαι στα ταξίδια σου.
Θα σε θυμάμαι ρε χαζό. Ξεχνιέσαι εσύ; Τόσο στριμμένος και τόσο γλυκός, τόσο σοβαρός και τόσο αστείος, τόσο μελαγχολικός και τόσο παιγνιώδης, τόσο απλός και τόσο περίπλοκος, τόσο κλειστός και τόσο ανοιχτός; 
Καλό σου ταξίδι τώρα. Έβαλες καμιά φωτογραφία από τη Φραγκφούρτη στην αόρατη βαλίτσα σου;



* Η Λένα Διβάνη είναι συγγραφέας, πανεπιστημιακός.

Fabrizio De Andrè – Dolcenera

Αγαπημένα ιταλικά τραγούδια του Ανταίου Χρυσοστομίδη






Πένθιμο μπλουζ



γράφει η Μαργαρίτα Μπονάτσου*




Στον Ανταίο οφείλω πολλά. Συνεργαστήκαμε σχεδόν ανελλιπώς από το 1999 μέχρι να αρχίσει να τον καταβάλλει η αρρώστια του. Στο μεταξύ η σχέση είχε γίνει και φιλική. Όμως τώρα δεν θα μιλήσω για τις αρετές του Ανταίου ως φίλου και συνεργάτη. Ο Ανταίος ήταν και δημόσιο πρόσωπο και θέλω να αναφερθώ επιγραμματικά σε όλα εκείνα τα προτερήματα που είχε και που μόνο εν ανεπαρκεία απαντώνται γύρω μας. Το ήθος, την παιδεία, την ταπεινότητα, τη μετριοπάθεια, τη νηφαλιότητα, την ευρύτητα, τον κοσμοπολιτισμό, τον ορθολογισμό, την ειλικρινή έννοια για τους αδύνατους, την ψύχραιμη πολιτική σκέψη και ανάλυση, την ευθυκρισία, τον σεβασμό στην αντίθετη άποψη, την κοινή λογική, και φυσικά την αγάπη του για το βιβλίο και το αλάνθαστο λογοτεχνικό του κριτήριο. Γι’ αυτό και η απουσία του αποτυπώνεται βαθιά στον δημόσιο χώρο. 

Ας μου επιτραπεί μια μικρή παράφραση:
Far from the madding crowd's ignoble strife, 
His sober wishes never learn'd to stray; 
Along the cool sequester'd vale of life 
He kept the noiseless tenour of his way.


Μαργαρίτα Μπονάτσου 
Αθήνα, Μάρτιος 2016

*Η Μαργαρίτα Μπονάτσου είναι μεταφράστρια.



Celentano – Il ragazzo della via Gluck
Αγαπημένα ιταλικά τραγούδια του Ανταίου Χρυσοστομίδη


Φωτο: Μικέλα Χαρτουλάρη, Μαργαρίτα Μπονάτσου, Ανταίος Χρυσοστομίδης και, καθιστός, ο Κάρλος Φουέντες, στο σπίτι του τελευταίου στην Πόλη του Μεξικού, 31 Ιανουαρίου 2008.

Κάρλος Φουέντες - Οι κεραίες της εποχής μας




Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης και η Ρόζα 
Φωτογραφία: Μιχάλης Βιρβιδάκης 



Ο Ανταίος και η Ρόζα των αγρών



γράφει ο Μιχάλης Βιρβιδάκης*



Τον Ανταίο τον γνώρισα από την Ιωάννα Κουτσουδάκη, στο σαλόνι του ξενοδοχείου «Δώμα» των Χανίων, την άνοιξη του 2004, μαζί με όλη εκείνη τη λογοτεχνική συντροφιά που για μια ολόκληρη δεκαετία έκτοτε θα έδινε σταθερά κάθε άνοιξη το ραντεβού της εκεί, στο ίδιο σαλόνι με θέα το Κρητικό πέλαγος, κουβεντιάζοντας για τη γραφή, τα βιβλία, τις μεταφράσεις, τις εκδόσεις, τα νέα ρεύματα στον κόσμο της λογοτεχνίας και όλα τούτα ανακατεμένα με τα πρωινά μπάνια στη θάλασσα, τις τοπικές γαστριμαργικές απολαύσεις των ταβερνείων, τις εκδρομές στα βουνά και τα χωριά της Κρητικής υπαίθρου. Να αναφέρω μόνον τους σταθερούς της παρέας: Αντόνιο Ταμπούκι και Ιζέ ντε Λανκάστρ, Ανταίος Χρυσοστομίδης, Σταύρος Πετσόπουλος και φυσικά οι αδερφές Ιωάννα Κουτσουδάκη και Ρένα Βαλυράκη. 
Θυμάμαι πως σε εκείνη την πρώτη μου συνάντηση μαζί τους, με αφορμή ένα δείπνο της Ιωάννας και της Ρένας στην τραπεζαρία του 4ου ορόφου επί τη αφίξει της παρέας στα Χανιά, κανείς δεν καθόταν στο στρωμένο τραπέζι με το κεντημένο λευκό τραπεζομάντηλο, γιατί όλοι περιμέναμε τον Ανταίο που θα κατέφτανε με τη βραδινή πτήση, καθυστερημένα αναγκαστικά, αφού θα έπρεπε να παραστεί λίγο νωρίτερα σε μια τελετή της Ιταλικής Πρεσβείας, στην οποία το Ιταλικό κράτος του απένειμε τον τίτλο του Ιππότη Εργασίας, τιμώντας τον για την προσφορά του στην εξάπλωση του ιταλικού πολιτισμού. Ο Ανταίος ήρθε τελικά, φορώντας ακόμα το κουστούμι της βράβευσης, αγχωμένος που μας είχε καθυστερήσει, ζητώντας μας συγνώμη που μας είχε καθυστερήσει, λες και η τελετή βράβευσής του ήταν ένα ασήμαντο γεγονός, σίγουρα πολύ υποδεέστερο από το δείπνο της Ιωάννας, που μόνον πρόσκαιρη αναστάτωση είχε δημιουργήσει στη ζωή του. Θυμάμαι ακόμα τον διφορούμενο τόνο στη φωνή του και κείνη την σκανδαλώδη λάμψη στο βλέμμα του, καθώς επαναλάμβανε την λέξη Cavaliere του τίτλου, που μόλις του είχαν απονείμει, κάνοντάς μας να σκάμε στα γέλια. Η απλότητα και η χάρη ενός ουσιαστικά ευγενούς πνευματικού ανθρώπου που απέφευγε με χιούμορ κάθε τι που ξεστράτιζε την κουβέντα πάνω σε κείνον, για να την επαναφέρει με τρόπο στα κοινά ενδιαφέροντα της συντροφιάς. Το δείπνο εκείνης της βραδιάς στερέωσε μια φιλία που κράτησε αδιάλειπτα μέχρι το αιφνίδιο και άδικο τέλος της και επέφερε πολύτιμες συνεργασίες, παραστάσεις πρωτοπαρουσιαζόμενων θεατρικών έργων στην Ελλάδα (Τρεις ασήμαντες ιστορίες χωρίς συμπέρασμα, Ζητούν τον κύριο Πιραντέλο στο τηλέφωνο), αξέχαστες εκδρομές, και άκρως ενδιαφέρουσες συζητήσεις στην Αθήνα και στα Χανιά πάνω στην πολιτική και καλλιτεχνική κατάσταση της χώρας. Σε όλες αυτές τις συναντήσεις μου δόθηκε ξανά και ξανά η ευκαιρία να διαπιστώσω το σπάνιο για την εποχή μας ταλέντο του: την απλότητα του χαρακτήρα του σε συνδυασμό με μια βαθειά πνευματικότητα που συντόνιζε και δονούσε όλη του την ύπαρξη και ασφαλώς τις επιλογές του. Θυμάμαι, σε μια επίσκεψη της παρέας στο σπίτι μας, επίσκεψη για καφέ που πολύ γρήγορα μεταβλήθηκε σε επίσκεψη για φαγητό, όταν ο Αντόνιο ανακάλυψε στα παρτέρια του κήπου εν αφθονία ένα είδος αγριομέντας, τόσο εύοσμης και τρυφερής που θέλησε να μας φτιάξει μόνος του στην κουζίνα την καλύτερη αλ πέστο που προσωπικά είχα γευτεί μέχρι τότε στη ζωή μου, θυμάμαι λοιπόν πως εκείνη την ίδια ημέρα και στον ίδιο κήπο ο Ανταίος είχε ανακαλύψει τη Ρόζα. Ένα θηλυκό κουτάβι πέντε έξι μηνών που πριν λίγο καιρό κάποιος το πέταξε στο δάσος κι εκείνο σε κακή κατάσταση, πεινασμένο του θανατά, αφού περιπλανήθηκε ποιος ξέρει πόσες μέρες στους αγρούς και στις εξοχές, είχε έρθει μόνο του κι είχε εγκατασταθεί στον κήπο με την προσδοκία της παντοτινής αφοσίωσης στον ιδιοκτήτη του και το παράπονο μιας ανεπίδοτης μέχρι τότε αγάπης στο βλέμμα του. Το κουταβάκι παρά τα χάδια και το φαγητό με τα οποία το φιλεύαμε καθημερινά είχε την παράδοξη συνήθεια, κάπως σαν παιχνίδι, να μασουλάει και όλα τα τριαντάφυλλα του κήπου μας γι αυτό κι εμείς το είχαμε ονομάσει Ρόζα. Ο Ανταίος, όσην ώρα ετοιμαζόταν το φαγητό, αγκάλιαζε και χάιδευε τη Ρόζα, ενδιαφέρθηκε για την ιστορία της, κι εκείνη ασφαλώς, άλλο δεν ήθελε, είχε γίνει ιδιαίτερα φιλική μαζί του, κουνώντας σαν προπέλα την ουρά της και πηδώντας στα δυο της πόδια πάνω στο παντελόνι του για να τον φτάσει, να τον μυρίσει και να του σκουπίσει τα χέρια με τη ζεστή της γλώσσα. Όταν ο Αντόνιο σήμανε την ώρα του φαγητού και ο Ανταίος θα έπρεπε να καθίσει στο τραπέζι μαζί μας, με παρακάλεσε κάπως βιαστικά και ίσως ντροπαλά να τον τραβήξω μια φωτογραφία με τη Ρόζα. Έφερα πράγματι τη μηχανή, επιλέχθηκε το κατάλληλο σημείο κι η Ρόζα, ίσως για να ανταμείψει τη φιλία τους, έκανε κάτι που μόνον όποιος έχει προσπαθήσει να φωτογραφηθεί με αυτά τα συμπαθή τετράποδα μπορεί να το εκτιμήσει, γύρισε όλο χάρη και κοίταξε κατάματα τον φακό! «Θα ήθελα να μου την στείλεις στο mail μου, σε παρακαλώ» μου είπε.
Δεν μπορώ με βεβαιότητα να θυμηθώ αν πράγματι του την έστειλα τότε, έχουν περάσει άλλωστε τουλάχιστον δέκα χρόνια. Τη στέλνω όμως σήμερα.


Μιχάλης Βιρβιδάκης
Χανιά, Φεβρουάριος 2016




* Ο Μιχάλης Βιρβιδάκης είναι ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης. 




Άλκης Χρυσοστομίδης, Ανταίος Χρυσοστομίδης, Σοφιανός Χρυσοστομίδης 
© Spiros D. Katopodis/VPA


Fiorella Mannoia – Ho imparato a sognare 
Αγαπημένα ιταλικά τραγούδια του Ανταίου Χρυσοστομίδη

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΑΙΟ



γράφει η Σοφία Κατρή*



Τον Ανταίο τον γνώρισα αρχικά ως μεταφραστή το 1997, στον Καστανιώτη, όπου δούλευα στο τμήμα της ξένης λογοτεχνίας. Επιμελητής της σειράς ήταν τότε ο Τάκης Θεοδωρόπουλος ο οποίος του είχε αναθέσει τη μετάφραση ενός βιβλίου του Ίταλο Καλβίνο. Ένα χρόνο αργότερα το 1998 ανέλαβε ο ίδιος την επιμέλεια της σειράς της ξένης λογοτεχνίας και ξεκίνησε μια στενή συνεργασία μεταξύ μας που διήρκησε έως το 2011. 
Ο Ανταίος ήταν ένας άνθρωπος που ξεχείλιζε από πάθος για τη λογοτεχνία. Απίστευτα ταλαντούχος, δημιούργησε όλα αυτά τα χρόνια μια από τις καλύτερες σειρές ξένης λογοτεχνίας στον εκδοτικό χώρο. Τελειομανής, παρακολουθούσε την παραγωγή του κάθε βιβλίου, έως και το εξώφυλλο του, διατηρούσε ιδιαίτερες σχέσεις με συγγραφείς παγκόσμιας εμβέλειας και μάς σύστησε σπουδαίους σύγχρονους αλλά και κλασικούς λογοτέχνες. Ακούραστος έτρεχε σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης με τη Μικέλα Χαρτουλάρη να πάρει συνεντεύξεις για την εκπομπή «Κεραίες της Εποχής μας» που μετέπειτα βγήκαν σε δύο τόμους και μας θύμισαν ξανά τις έννοιες της υψηλής αισθητικής και της ουσίας. 
Για τον Ανταίο το κάθε βιβλίο ήταν ένα ξεχωριστό ταξίδι και κάθε φορά που τον σκέφτομαι μου έρχεται στο μυαλό η χαρά του για το ξεκίνημα και τη συνέχεια του ταξιδιού αυτού. 
Πάντα αεικίνητος και με πολλή ενέργεια μετέφραζε, επέλεγε νέα βιβλία, έγραφε, ταξίδευε. Έκανε τόσα πράγματα ταυτόχρονα που δυσκολεύομαι να συνειδητοποιήσω την απώλειά του. Τον σκέφτομαι σαν να έχει πάει ταξίδι για να πάρει συνέντευξη και όταν πηγαίνω στα βιβλιοπωλεία νομίζω ότι θα δω και πάλι ένα καινούργιο βιβλίο από τη σειρά του.



* Η Σοφία Κατρή είναι εκπαιδευτικός.




Ανταίος Χρυσοστομίδη, ο πατέρας του Σοφιανός Χρυσοστομίδης, ο αδερφός του Άλκης Χρυσοστομίδης και οι αδερφικοί του φίλοι από τα φοιτητικά του χρόνια στην Ιταλία. Δίπλα στον Σοφιανό Χρυσοστομίδη, η επιμελήτρια των βιβλίων του Ανταίου, Ελευθερία Κοψιδά.



Ανταίος, Ιωάννα Καρυστιάνη, Σοφία Κατρή και Μαρία Φακίνου








1999-2007: Ένα παλιό ημερολόγιο


γράφει η Μαρία Φακίνου*




Άνοιγε φουριόζος την πόρτα του γραφείου στις δέκα το πρωί. Καφές και τσιγάρο, οι πρώτες του κινήσεις, κι έπειτα άρχιζε να χτυπά το πληκτρολόγιο του υπολογιστή του λες και έγραφε σε παλιά γραφομηχανή. Ανεβοκατέβαινε τρέχοντας τις σκάλες και όποτε άκουγε μια πρωτότυπη ιδέα ή έβρισκε το κατάλληλο εξώφυλλο, το βλέμμα του έλαμπε σαν παιδί που έχει κάνει σκανταλιά.
Δούλεψα οκτώ χρόνια μαζί με τον Ανταίο στο Τμήμα Ξένης Λογοτεχνίας των Εκδόσεων Καστανιώτη. Οκτώ χρόνια, αμέτρητες ώρες συνύπαρξης, και σήμερα κάποιες φράσεις του -απ' αυτές που όταν τις ακούς δεν αναγνωρίζεις τη σημασία τους- έρχονται και με βρίσκουν τις πιο ανύποπτες στιγμές. Και πάντα ξαφνιάζομαι, και συγκινούμαι, γιατί καταλαβαίνω ότι έτσι παραμένει ο Ανταίος ζωντανός μέσα μου, με τα λόγια που μου είπε κάποτε, με το τολμηρό και προοδευτικό του πνεύμα, με την αμέτρητη αγάπη και το πάθος που εκδήλωνε με ό,τι καταπιανόταν, με την επιτακτικότητά του που ερχόταν σε σύγκρουση με την αναβλητικότητά μου λες και είχε καταλάβει ότι ο χρόνος είναι τώρα, δεν υπάρχει μετά. Θα θυμάμαι και θα εκτιμώ πάντα την τρυφερότητα και την υποστήριξη που μου έδειξε όταν αποφάσισα ότι είχε έρθει ο καιρός να δοκιμάσω έναν άλλο δρόμο που για χρόνια απέφευγα. 
Όταν έγινε η παρουσίαση του πρώτου τόμου για τις Κεραίες της εποχής μας, ο όροφος του βιβλιοπωλείου ήταν γεμάτος κόσμο. Φίλοι, συνεργάτες, εκδότες, συγγραφείς, όλοι είχαν να πουν έναν καλό και ειλικρινή λόγο για τον Ανταίο που καθόταν με το μπαστούνι του στα μπροστινά τραπέζια. Και κατάλαβα πόσο αγαπήθηκε και εκτιμήθηκε γι' αυτό που ήταν και γι' αυτό που έκανε. Και έτσι θέλω να τον θυμάμαι. Χαμογελαστό, έχοντας προλάβει να δει γύρω του όλα όσα κατάφερε. 


Μαρία Φακίνου



*Η Μαρία Φακίνου είναι συγγραφέας, μεταφράστρια.




Αφιέρωμα στον Γιάννη Μαρή και το έργο του. Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, Παρασκευή 8/4/11. Διοργάνωση ΕΛΣΑΛ (Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας) .Στην πρώτη σειρά οι Ανταίος Χρυσοστομίδης, Τιτίνα Δανέλλη, Ντορίνα Παπαλιού και Απόστολος Δοξιάδης. Στη δεύτερη σειρά η κ. Αθηνά Κακούρη. 



O Αριστοκράτης



γράφει η Τιτίνα Δανέλλη*



Ήταν; Όχι, δεν ταιριάζει ο παρατατικός σε έναν άνθρωπο τόσο αεικίνητο.
Η πληθωρική προσωπικότητα του Ανταίου, η εργατικότητα του , η τελειομανία του, η αγάπη του για το ωραίο, και το αληθινό, το πάθος του για την καλή λογοτεχνία, οι σκέψεις του για την πολυπλοκότητα της ζωής, και τις πτυχές της πραγματικότητας, η εντιμότητα, η ζωντάνια , το λεπτό χιούμορ και η αφοσίωση στους φίλους του και τόσα άλλα χαρίσματα συγκεντρωμένα σε ένα μόνο άτομο δε χωράνε ούτε σε λίγες γραμμές αλλά ούτε και σε χιλιάδες λέξεις. Εάν έπρεπε να χαρακτηρίσω με μία φράση τον Ανταίο Χρυσοστομίδη θα έλεγα ότι είναι ένας πραγματικός αριστοκράτης της διανόησης. Ένας από τους τελευταίους του είδους . Επιμένω στον ενεστώτα γιατί δεν δέχομαι την απώλεια. Θέλω να τον φαντάζομαι να είναι σε κάποιο μακρινό ταξίδι και ότι κάποια ημέρα θα επιστρέψει έχοντας στις αποσκευές του μια συνταρακτική συνέντευξη κάποιου λογοτέχνη που μέχρι τώρα αγνοούσαμε . Πόσα του οφείλουμε!


Τιτίνα Δανέλλη.



* Η Τιτίνα Δανέλη είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος.









Οι κεραίες της εποχής μας

«Αφιέρωμα στον Ουμπέρτο Έκο (Α΄ & Β΄ μέρος)»








Ο Ανταίος με τον Περουβιανό συγγραφέα Σαντιάγο Ρονκαλιόλο.


Ουμπέρτο Έκο, Ανταίος Χρυσοστομίδης