Μιχαλιός
Ο Μιχαλιός εφόρεσε σαρίκι
στραβά κοιτάει βήχει ξεβήχει
ένα για εκείνον μετράει
βλέπει στο πιλοτήριο τον Καρυωτάκη
ανάβει το μηχανισμό Γειά σου πατριωτάκι;
στραβά κοιτάει βήχει ξεβήχει
κι όλα τα στέλνει στο χαμό
*
Στον Καρυωτάκη, συμβαίνει η ποιητική του με
μετρονόμο, τον χαϊδεύει με το μάτι του. Γιατί αν
Αν η ζωή πέρναγε τον άξονα ισορροπίας θα τα
ανέτρεπε όλα και ποιητικώς. Και οι αρχαίοι μάς έλεγαν: Το θάνατο δεν τον φοβάμαι,
φοβάμαι την αρρώστια, την ασθένεια, τη φθορά, την ανημπόρια, τα γηρατειά.
Βίος και ποίηση, πεισιθάνατα, θέλησαν να
βαδίσουν του ποιητή της Πρέβεζας, τόσο που Πρέβεζα άρχισε να είναι το κακό
προμάντεμα. Όμως σε μας, θα έπρεπε να είμαστε διανοητικά ανάπηροι να μην
διαγνώσουμε την ποιητική συνθήκη. Σάτιρες, όπου τα Ελεγεία μάς σαρκάζουν όπως
δόντια νεκροκεφαλής. Για κείνον φαρμάκι για μάς φάρμακο.
Μπορεί στον άνθρωπο που του χαρίστηκε το
καλλίτερο, να πίνεται σαν δηλητήριο; Ποίηση σε ανεπίτρεπτη δόση σκοτώνει; Αντέταξε
τη σάτιρα ως αμυντικό λόγο, όμως και τα καλλίτερα φάρμακα, όπως νηπενθή όπια
μαγικά φίλτρα, δεν είναι να περνάς το μέτρο, αλλά καμιά φορά η ζωή πίνεται
μονορούφι!
Απαλοί κόκκινοι σπινθήρες, ταφογράφος, με κάθε
ποίημα έσκαβε πιο βαθύ τάφο, όσο που Πρέβεζα να σημαίνει φέρετρο για τον ποιητή
υγρό, κάτω από το θρόισμα των ευκαλύπτων, το νέο έμβλημα θανάτου. Μαζί με τον
ποιητή γέρνει και ο ρομαντισμός στον τάφο του.
*.
Προχωρημένη στιχουργική με κριτήρια
παριζιάνικης σχολής ( μα αφού ποίηση Μπωντλαίρ περιέλαβε αυτούσια σε συλλογή του χωρίς να αναφέρει τον ποιητή. Τα
αφομοίωσε τόσο ώστε έγιναν δικά του η μάλλον έπαθε ταυτοπροσωπία), αλλά δεν παύει να είναι ένα παιδί, δεν προβαίνει αγέρωχος και αυτεξούσιος, τον
ρίχνουν φρονήματα αλλότρια σε συμπόρευση ξένης, η δύναμη στίχου των παιδιών της
πόλης των φώτων, υπήρξε καθηλωτική, επιρροή που θα τον συντρίψει. Πρώτα τον
άρπαξε στην ψυχή, μετά σωματικώς η ασθένεια,(ήταν κάτι σαν μόδα, τόσο πολλούς
είχε ξεκάνει η σύφιλη εκείνα τα χρόνια δημιουργούς, εξέχουσες μορφές της
μεσευρώπης), μισώντας την ενδοχώρα, όχι χωρίς αιτία, αλλά και από πνευματικό
αλληθώρισμα έως πτωχαλαζονεία, χώρα σε διαρκή κατάρρευση, και με τους ανθρώπους
των γραμμάτων να αρμέγουν πράγματα μιας Ευρώπης που παρήκμαζε, η ελληνική
παρακμή να ακολουθεί. Τότε τα μοτίβα θα ταιριάξουν και τις σωματικές αρρώστιες
που θ’ αρπάξουν εκεί, με τρόπο που ζωή και στίχος συναπαρτίζουν το μαύρο
λεύκωμα ποιητικής αβύσσου που στον τυφλό της πάτο ζητούν να καθρεφτιστούν, ο
παρακμίας της επαρχιακής Ευρώπης υπερακοντίζει και λυγάει, γίνεται θύμα ενός
μαύρου ρομαντισμού όσο οι προσήλυτοι στις ακραίες ιδεολογίες στα καθ’ ημάς
ερωτεύονται τα ξερονήσια.
Μ’ αυτό η Ελλάδα διέτρεξε πενήντα χρόνια ήττες
του έξω ελληνισμού αλλά και καθίζηση του έσω τοπίου, δεν άντεξαν οι πνευματικές
πλάτες ενός λαού που έχανε τις ρίζες του με ραγδαίο ρυθμό και δεν κατόρθωνε να
αποτινάξει το μεσαιωνικό του λήθαργο. Πολιτισμικά οικονομικά κοινωνικά
αποδείχτηκε άθυρμα στις περιπέτειες των καιρών.
*
Έπρεπε να είσαι εστέτ να είσαι δανδής για να
ηχήσει έτσι η πένα ν’ αγγίσει το κάτω πάτωμα όσο η φτέρνα κι όσο η βακτηρία
πένθιμα τέχνης κουφά χτυπήματα. Μια ζωή που δεν έσωσε να σοδέψει να δρέψει.
Αιρετικός ερωτικός. Όλη η τής ποιήσεως
πνευματική φορά συνέκλινε με την ακραία πάθηση κι έδεσε στίχο θανατηφόρο, η
μελαγχολία ήπιε τον πικρό καφέ της κι όλα τα δηλητήρια της ζωής κι αν ήταν πόζα
κατέληξε θέση που μόνο φέρετρο της ταίριαξε.
Πικρό τριαντάφυλλο η ζωή τού χαριζόταν, το
τίναξε ως το τέλος ανελέητα, πίεσε το συναίσθημα κι άφησε πίσω την πικρή του
εσάνς, ο εραστής της ντεκαντάνς. Έτσι
που ποίηση και ζωή οπλίστηκαν για θάνατο. Ο ποιητής νίκησε αλλά η σκανδάλη ήταν
του θανάτου. Τώρα πράγματι η αθανασία του είναι στα ύψη γύψου, κατακορύφως
ύφος.
Το τριαντάφυλλο σύμβολο ζωής καθόσον
ξεφυλλίζεται
της ηλικίας του το ταξίδι με ισάριθμα φύλλα
μόλις που πρόλαβε ν’ ανθίσει
φυσάει στο ποίημα καταιγίδα μα δεν το κλονίζει
αλλά όπως φλόγες στα αδιάβατα δάση, αναρριπίζει
*
Με φίλησε σύφιλη κέρασμα καθώς με αγκάλιασε
στο σκοτεινό πέρασμα. Έτεινε η αρρώστια από το κοινωνικό σώμα να περάσει μέσα
του. Ήταν ακριβώς η συφιλιδική Ελλάδα που κερνούσε ωχρά σπειροχαίτη.
Ήπιε την κούπα του με δυνατό κοκταίηλ από
εδώδιμα αποικιακά. Μέσα σε μια ηττημένη χώρα, πνευματικής υστέρησης, σε μια
αυτάρεσκη πρωτεύουσα με τους αστούς της σε μεταπρατική τροχιά, με ένα
ανταλλάξιμο πληθυσμό στις παράγκες, με βαθύ ταξικό μίσος ,πολύ δεν ήθελε να
αναζητήσουν οι πρωτοπόροι πιο δυνατά δηλητήρια να ταλαιπωρήσουν το σώμα τους να
ναρκώσουν την ψυχή τους. Για να αντιληφθούμε με τι πλοκάμους έστηνε την αγχόνη
του αρκεί να ρίξουμε μια ματιά ή ένα ρώτημα στα πεζογραφικά δρώμενα των συνομήλικών
του, και επίσης να δούμε το πέρασμα όσων ποιητικά επέμειναν το δρόμο μετά. Αλλά
ποια θα ήταν η πρόζα παράλληλων οδών και ιδεών, πώς θα ισοφάριζε την “πιστολιά”
η καθαρή πρόζα;
Τη μαύρη του απελπισία μπόρεσε και την έδωσε
σε στίχους δάνεια παρισινά, έτσι κατέφυγε κει απ’ όπου πήρε τα ισοδύναμα των
παθών του ιατρικά, μια γλώσσα κι ένα τόνο που ελευθέρωσαν το αίσθημά του το
πάθημά του. Μ’ αυτά έσπασε την τροχιά της επαρχιακής Αθήνας και τίναξε
πραγματικά βέλη απ’ τη φαρέτρα του βουτηγμένα σε δηλητήρια ιδιοσκευής του, ώστε
κάρφωσε ζωντανό στόχο.
Η επιτυχία του γυρνά μέσα στο νόμο της αιώνιας
επιστροφής. Κύδος του ότι αποστράφηκε τη φενάκη κι ότι δεν εκχώρησε την
πνευματική του ελευθερία. Στο αδιέξοδο αυτό, οδήγησε το χέρι του στη μόνη
έξοδο.
Και έτσι ποιητής του κανόνα κι αυτός στηρίζει
της χώρας τον πνευματικό σκελετό. Καμμιά χώρα δεν μπορεί να πορευτεί να
κυβερνηθεί ψυχικά χωρίς.
*
Αγκαθοστάλες δροσιά στα
μάτια κι ύστερα τα καυτά δάκρυα ,στο βάθος καίει ένα κερί.
Δεν οροδώ δεν κοντοστέκω θα γίνω ρόδο των Αζτέκων,
(η θανάσιμη εξόρυξη καρδιάς), ένιωθες μες στο μέλλον τις τυραννίες που σε
τυλίγαν εδώ ειρωνείες ροδοσταλίδες
σαν αποξημερωθείς και πριν ναρθεί το γιόμα ,βαμμένο στόμα.
Πριν στην ζωή να μπούμε, για θάνατο κινήσαμε,
μάς δίπλωνε ύπαρξη με την ανυπαρξία ολόγυρα να την σφίγγει σαν βρόχος γύρω απ’
το λαιμό όπως αγορητή στη συνέλευση των Οπουντίων Λοκρών
άχ, τί είσαι ζωή ένα τρεμουλιαστό μερμήγκι
σφαίρα στο μελίγκι.
Ο στίχος λυσίπονος κατεβαίνει στην ψυχή όπως
αναβράζον δισκίο στον πάτο του ποτηριού, κάνει για λίγο να μην νιώθετε η φθορά
κι η σφαίρα πάει βαθύτερη παρηγοριά λυσίζωη θανατηφόρα
φως και θεός
έληξε ο χρόνος, το αμόνι από το ολοήμερο
σφυροκόπημα κι αν καίει, καίει που με τον ήχο αυτό βγαίνουν ανδριάντες, η μεταφυσική
αρχίζει με το θάνατο, μπροστά σε μια νεκροκεφαλή γινόμαστε όλοι Άμλετ. Στείρος
πόνος, στάδια απόσβεσης της ουσίας του ποιητή μέσα στο ποίημα του ζωντανού
αδερφού, ο πόνος πήρε τη ζωή μου και κάθε πόνος παίρνει κι άλλο, τον πλημμύρισε
όλο και οξύτερος πόνος. Ο ποιητής αναλαμβάνει με τα ίδια του τα μέσα να
ομολογήσει την ασφυκτική συνθήκη, αρχίζοντας από τον εαυτό του δεν μπορεί παρά
να αφανιστεί.
*
Ο μαύρος ρομαντισμός πικετοφορεί
Η αρρώστια του γίνεται η έσχατη ποιητική του
όσο του κλέβει ζωή, βίο. Μια λεπτή γραμμή χωρίζει το κατά γράμμα απ’ την
ιατρική γνωμάτευση που του στερεί βίο
ερωτικό, κι ύστερα τον λωλαίνει. Η τέχνη είναι φονιάς στα χρόνια του Κεφαλαίου;
Εκείνο το αρνητικό επί τω έργω, δεν ρίχνει
ρίζες βαθιές στη ζωή ως κάτου στην άβυσσο, ο θάνατος ως το απώτερο άνθος κακού
στον Κ. Στην Ελλάδα βιώθηκε ακραία η αισθητική συνθήκη, πήρε κατά γράμμα το
στοίχημα της λέξης, θυσιάστηκε.
με δίχως δέντρο φύλλωμα
με δίχως στόμα φίλημα
Το έαρ ως φρέαρ ευφορικό, εαρινά μου νεκτάρεα
με τα ζουζούνια Στα μισά της ζωής μισεύω φυγάς ζωής. Χωρίς να έχεις πού να πας,
με το θάνατο, εντούτοις αυτοκτονείς.
Ο ποιητής και η αρρώστια του, που του
υποβάλλει διάγραμμα ποιητικής καθώς τον εξάγει εκτός βίου ,άφραστον το
απαγορευμένο στον ποιητή, κι αν το’ χε εκφράσει πάλι άφραστος πόνος θα ήταν, στο
μαύρο ρομαντισμό τα ρόδα είναι της ταφόπλακας.
*
Η ποίηση θέλει κάθε φορά ένα ειδικό κρότο μέσα
στη σιωπή της, έτσι δείχνεται η σιωπή. Είναι ο χαρακτηριστικός ήχος από τις
αμπάρες που πέφτουν του νου.
Τα ποιητικά κεφάλαια είναι για ξόδεμα παρά για
επένδυση, σε ώρες κεφαλαίου ο ποιητής δείχνεται αξόδευτος, παρότι τα σπαταλάει
όλα μεμιάς είναι αρχέγονο νάμα, το απόθεμα ανεξάντλητο, σπάταλη φτώχεια το
πάθος. Εξ ου και το επίρρημα στον Καρυωτάκη και στον Κάλβο είναι ένα μέρος του
λόγου κοντά στην κραυγή.
Ποιήματα ασκεπή τάφοι ανοιχτοί, ανοιχτά
μνήματα όπου ετοιμοθάνατες οι λέξεις, επίγραμμα, γραμμένη πλάκα να μάς μιλά, τρεμανοίγουν
στόματα χείλη, σαν από ψάρια έξω απ’ το νερό.
Αλλάργα εμείς καράβι μου πηγαίνουμε και δεν
φυσάει εδώ ο λίβας των ανθρώπων, μήτε ανάσα τους, κοιτάζω γύρω σαν στη χώρα των
ονείρων
Η φωτιά του στίχου δεν φτάνει μεμιάς σε όλη τη
γη της γλώσσας του. Ο Κ. Κ. δείχτηκε σ’ αυτό βιαστικός, γιατί τον έβιαζε αιτία
υπαρξική. Ο αποκαλυπτικός τρόπος της ποίησης που καθώς πραγματώνεται συντρίβει
τον ποιητή, -η ενασχόληση με το έργο σε περίτεχνα ύψη φθείρει τον δημιουργό
του-, ο Κ. λοιπόν είναι του κανόνα επειδή έτεινε στα άκρα αυτή τη διαρκή
ανεπάρκεια.
Τ’ αξήγητα έπη ωχρά σπειροχαίτη
Μας παραδίδει την καρδιά του από θάνατο και οι
στίχοι όλοι αποσύρονται.
Η στροφή της προσοχής από το έργο στον
συγγραφέα ή καλλιτέχνη, είναι μια πράξη πέρα από την πράξη. Είναι περιέργεια, αλλά
και στροφή στο βαθύ αίνιγμα που εκφράζει η στάση του δημιουργού, η βύθισή του
στο βαθύ της αβύσσου με ταχύτητα κομήτη.
Η πολιτική σκευή των δρώντων περί τα
λογοτεχνικά, εμπλέκεται δυναμικά κι εμπλέκει τον κανόνα. Πέραν της
επιδραστικότητάς του Κ. , που τούς υπερβαίνει όλους κατά πολύ, εκείνο που δεν μπορεί
να τον αγνοήσει, είναι η ενεργός ανάμιξη και μη καταχώρηση πολιτικώς. Η Ελλάδα
παραγκωνισμένη και παραγνωρισμένη πνευματικά χώρα, είναι υπόγειο θέμα στην
ποιητική χώρα. Όπως τα μεταπρατικά κόμματα, έτσι κι οι πνευματικοί ταγοί, αλληθωρίζουν
στις πρωτεύουσες δανεικά μυαλά, δάνειο τέχνη, καθώς ποτίζει η αμφιβολία τα
δόγματα, δεν υπάρχουν σύνορα στη γλώσσα, αν προσέξει κανείς εκεί όπου
συνορεύουν οι λαοί είναι δίγλωσσοι και διγενείς.
*
Milenium
Ο Μιχαλιός ν εφόρεσε σαρίκι
Στο μπόινγκ μπαίνοντας βήχει ξεβήχει
Βλέπει στο πιλοτήριο τον Καρυωτάκη
Τα twin του δείχνει Και πάρτα κάτω/στο φτερό
Ντεγκρέ ζερό
Μηδενισμός κοντέρ/και να
Μυριάδες τα μηδενικά.