Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Κοπή της Πίτας 2016




ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ (1922-2016)


γράφει η Μαριλένα Κασιμάτη*



Πέθανε τη νύχτα προς τις 16 Ιανουαρίου ένας σπουδαίος γλύπτης που, παρόλο που στα στερνά του είχε μια έστω στοιχειώδη παρουσία στη χώρα καταγωγής του, δεν αφομοιώθηκε το έργο του στον βαθμό που θα έπρεπε, άφησε τους περισσότερους ομότεχνους αμήχανους και ξένους. Ξένος έμεινε και ο ίδιος στην Αυστρία όπου βρέθηκε ως αιχμάλωτος και δούλεψε σε καταναγκασμό από τους Ναζί αλλά παρέμεινε στη Βιέννη και σπούδασε γλυπτική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών ύστερα από την επίδειξη ενός κεφαλιού. Δέκα χρόνια μετά την αποφοίτησή του, εκλέγεται καθηγητής γλυπτικής και διδάσκει για 25 χρόνια.

Το 1962 συμμετέχει στη Biennale της Βενετίας, το 1964 στην Documena του Kassel. Εδώ ουδεμία σημασία δόθηκε. Τα 90 του, πριν από 3 χρόνια, γιορτάστηκαν με έκθεση στο τεράστιο Kunsthistorisches. Πάλι ουδεμία σημασία εδώ.
Το 1997 ήρθε πρώτη φορά με έργα του για έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη (τα έργα του σε ελάχιστους "άρεσαν"). Τα εγκαίνια προγραμματίστηκαν για τα μέσα Ιουλίου (τρελός ο καύσων), επομένως παρέστησαν οι 3 κι ο κούκος. Δώρισε ωστόσο το σύνολο των εκθεμάτων στην Πινακοθήκη. Μου έλεγε πόσο ξένη τού ήταν η Ελλάδα και πόσο ξένη τού ήταν η Αυστρία. Είχε γεννηθεί στο Μπακού. Λογικό. Λίγο αργότερα την έκθεση είδαν στην Πολιτιστική Θεσσαλονίκης (όπου είχε βγει και ένας κατάλογος με ένα σωρό δικές μου μτφρ. μα δεν τον είδα ποτέ!).


* Το έργο του Polis βρίσκεται εδώ και χρόνια τοποθετημένο στο προαύλιο της Neue Nationalgalerie στο Βερολίνο, κτήριο του Mies van der Rohe με γειτονικό ένα γλυπτό του Alexander Calder. Beat that! Ένας σοβαρός, γλυκύτατος και ασυνήθιστα ευγενικός και απόμακρος άρχοντας με μεγάλο έργο που παρακολούθησε με ενδιαφέρον ο γερμανόφωνος χώρος. Εδώ σχεδόν καθόλου.





*Η Μαριλένα Κασιμάτη είναι ιστορικός τέχνης

Οι Λίστες των Τεχνών κάθε Κυριακή Zωντανά 12-2
www.amagi.gr

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

"ΤΟΝ ΕΛΕΓΑΝ ΛΟΥΠΗ" της ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΥΓΑΚΗ



επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου*

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com

                                        

Fred Hatt, drawing with energy




                                                                      
                           ΤΟΝ  ΕΛΕΓΑΝ  ΛΟΥΠΗ
  

 «ΔΗΜΟΤΙΚΟΝ  ΣΧΟΛΕΙΟΝ»… Μισοσβησμένη η επιγραφή ψηλά στον τοίχο του παλιού κτηρίου. Από το μισάνοιχτο παράθυρο φαίνονταν  κάμποσα θρανία, λίγα βιβλία και τετράδια πεταμένα στο πάτωμα, σα ναυάγια που βούλιαζαν κάτω από ένα παχύ στρώμα σκόνης.
 Έρημη, χωρίς παιδικές φωνές, η αγκαλιά της μεγάλης αυλής. Mελαγχολικό το πανύψηλο  πεύκο, που είχαμε φυτέψει μικρό φυντανάκι, μ’ ένα κορμό σαν το δάχτυλο του χεριού μας. «Μαζί θα μεγαλώνετε. Να δούμε ποιος θα ψηλώσει πιο γρήγορα», μας έλεγε γελώντας ο δάσκαλος. Κι εκείνο πήρε όλα τα παιδικά μας όνειρα, τ’ ανέβασε ψηλά, σκαρφαλωμένα πάνω σε κλαδιά τεράστια και τ’ άφησε να λικνίζονται στον άνεμο.
    Πιο πέρα, εκεί που παίζαμε «κρυφτό», «κουτσό», «πινακωτή», «η ζώνη πάει περίπατο», θεριέψανε τ’ αγκάθια και τ’ αγριόχορτα. Μάταια έψαχνα  κάποιο ίχνος από τα περβολάκια, που μας είχε μοιράσει εκείνος  ο φωτισμένος  δάσκαλος. «Να φυτέψετε ό,τι θέλετε», μας είπε. Στο τέλος της χρονιάς θα βραβευτεί το καλύτερο. Το πρώτο ρόδο άνθισε στο δικό μου κήπο. Ένα ρόδο ροζ απαλό, σαν μαγουλάκι μωρού, που μοσχομύριζε. Από τότε, μου φαίνεται πως κάθε ευχάριστη στιγμή της ζωής μου μυρίζει ροδόσταμο.
Όταν γνώρισα τα σχολειά  της πόλης κατάλαβα πόσο τυχερά παιδιά ήμασταν εμείς, που κάναμε το μάθημα της Φυτολογίας έξω στην αυλή, καθισμένα πάνω στο ανθισμένο τριφύλλι.
              Έσπρωξα την κεντρική πόρτα και μπήκα στη μεγάλη αίθουσα . Κάθισα σ’ ένα καλοφτιαγμένο, από χέρι παλιού μάστορα, ξύλινο θρανίο. Από κείνα που είχαν φιλοξενήσει γενιές και γενιές μαθητών. Από τον απέναντι τοίχο με κοίταζε ο Καραϊσκάκης, η Μπουμπουλίνα, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος με μια ματιά γεμάτη πίκρα. Στη γωνιά, κοντά στη στέγη,  μια άδεια χελιδονοφωλιά περίμενε.
Δεν ξέρω για τα χελιδόνια, μα τα τελευταία παιδιά, τρία Αλβανάκια και δυο δικά μας, είχαν μεταναστεύσει oριστικά στη διπλανή κωμόπολη, πριν από πέντε χρόνια. Το σχολείο έκλεισε. Το χωριό γερνούσε.  Ένας  ένας οι παππούδες έφευγαν παίρνοντας μαζί τους σπίτια πετρόχτιστα, ανθισμένες αυλές, πανηγύρια, τραγούδια, παρέες και βεγγέρες στις γειτονιές.     
              Κοίταζα με συγκίνηση και χάϊδευα απαλά την επιφάνεια του θρανίου σαν να χαιρετούσα ένα παλιό, καλό φίλο, που είχα χρόνια να τον δω. Το μάτι μου έπεσε  σ’ ένα όνομα χαραγμένο πάνω στο ξύλο, ίσως με κάποιο κοφτερό μαχαιράκι: «ΚΩΣΤΗΣ- 1971».
Πάγωσα. Όπως και τότε. Όπως εκείνη τη μέρα. Ο Κωστής! Αυτό το όμορφο δωδεκάχρονο αγόρι. Ο καλύτερος μαθητής του σχολείου. Ο απουσιολόγος μας, που τον καμάρωναν μικροί και μεγάλοι στο χωριό.

        Γέλια , πειράγματα, φωνές γέμισαν την αίθουσα.
Σιωπή … άκουσα ξαφνικά την αυστηρή φωνή του δασκάλου. Που είναι ο Κωστής; Γιατί δεν ήρθε σήμερα;  Κανείς μας  δεν ήξερε. Το μάθημα άρχισε και προχωρούσε κανονικά, όπως κάθε μέρα, όταν ακούστηκαν φωνές και κλάματα μαζί με τον ήχο της καμπάνας που χτυπούσε πένθιμα. Ο δάσκαλος ξαφνιασμένος βγήκε έξω να μάθει τι συμβαίνει και μεις βρήκαμε την ευκαιρία να πεταχτούμε  στην αυλή. Από κει βλέπαμε τις γυναίκες να τρέχουν πάνω κάτω, να χειρονομούν απελπισμένα και να φωνάζουν κλαίγοντας.
«Ω  τη  γ-κακομοίρα συφορά».
«Ω  Παναγία μου και γιάντα δεν την ελυπήθηκες».
«Ώφου,  κρίμας το κοπέλι».
Ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό ακούστηκε από τον απέναντι δρόμο και φάνηκαν τρεις χωροφύλακες σέρνοντας το Λούπη δεμένο με χειροπέδες. Στριφογύριζε σαν το ζώο  που πιάστηκε στην παγίδα, προσπαθώντας να ξεφύγει.
«Κρεμάσετέ τονε το γ-κερατά».
«Να τονε γδάρουνε ζωντανό», φώναξε μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Κάποιοι άλλοι άρχισαν να του πετούν πέτρες. Μα οι χωροφύλακες έτρεξαν γρήγορα, τον έβαλαν σ’ ένα αυτοκίνητο κι έφυγαν.
            Ο δάσκαλος μπήκε μέσα κατάχλωμος. Μας μάζεψε στην αυλή και με φωνή που έτρεμε, μας είπε να πάμε στα σπίτια μας να ετοιμαστούμε.  Σε λίγες ώρες θα γινόταν η κηδεία του συμμαθητή  μας, του Κωστή. Έμεινα ακίνητη, άφωνη, σα μαρμαρωμένη.  Ο χρόνος σταμάτησε και μ’ ένα παγωμένο χέρι μ’ έσπρωξε απότομα στο κενό, σε μιαν άλλη πραγματικότητα που αγνοούσα κι ας ήταν τόσο κοντά μου. Εκείνη την αδιανόητη του θανάτου. Τρομακτική η  πτώση. Και η πύλη της Εδέμ,  μια ζεστή ανοιξιάτικη μέρα, έκλεισε οριστικά πίσω μου.
             Μια μέρα στα μέσα του Μάη. Με ρόδα στις αυλές, μπουκέτα στα παιδικά μας χέρια, κι ένα ανθισμένο  μικρό φέρετρο, που ο επιτάφιος θρήνος  της μάνας έραινε, ως δρόσος πρωινή, με σπαραχτικούς δεκαπεντασύλλαβους.
              
             «Υγιέ μου, κανακάρη μου, θάρρος κι απαντοχή μου
               Πως εψυγομαράθηκες ρόδο και γασεμί  μου»

            « Παιδί μου, κανακάρη μου, κολτζέ και καντιφέ μου
              άνοιξε τα ματάκια σου και γλυκομίλησέ μου
             
              «Σαν το ξεπετασάρικο ήφηκες τη φωλιά σου
               Φως μου, μα  δεν επρόλαβες  ν’ ανοίξεις τα φτερά σου».
             
             Ποτέ δε θα ξεχάσω τα μάτια της. Αυτό το βλέμμα μόνο σε μια εικόνα    της Παναγίας  τό ’χα ξαναδεί. Δίπλα στον Εσταυρωμένο Γιο της.
Θυμήθηκα τότε αυτά, που μας είχαν πει στο σχολείο, για το γιο της χήρας της Ναϊν. Δεν μπορεί, έλεγα, θα την ακούσει ο Χριστός και θα περάσει κι απ’ το χωριό μας  να πει στον Κωστή  «νεανίσκε εγείρου».
 Ένα μονάκριβο γιο είχε κι η κερά Κώσταινα, η χήρα. Οι δικοί της την πάντρεψαν στα δεκάξι της, χωρίς τη θέλησή της. Βιάστηκαν, από φόβο μη χάσουν τον πλούσιο γαμπρό. Μα έζησε μαζί  του μόνο τρία χρόνια. Πέθανε από καρδιά, λέγανε, όταν εκείνη ήταν έγκυος. Ο Κωστής πήρε το όνομα του πατέρα του, που δε θα γνώριζε ποτέ. Από τότε, χήρα πια, ντύθηκε στα μαύρα, έβαλε το μαντήλι κατεβασμένο μέχρι τα μάτια και δεν ξαναπαντρεύτηκε. Το μοναχοπαίδι της ήταν ολόκληρη η ζωή της. Και τώρα η ζωή της, που κλείστηκε σε κείνο το λευκό φέρετρο,  όδευε αργά  στο στενό δρομάκι ανάμεσα στις ανθισμένες ελιές, με τη συνοδεία πάνδημης οδύνης και  οργής. Τα μοιρολόγια διακόπτονταν πότε πότε από αγριεμένες φωνές:
«Να μας τον αφήσουνε να τονε σφάξομε απάνω στο μνήμα σαν τ’ αρνί».
            Δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Οι μεγάλοι μιλούσαν χαμηλόφωνα κι όταν πλησιάζαμε εμείς τα μικρά, σταματούσαν απότομα τη συζήτηση κι άλλαζαν θέμα. Μας κοίταζαν προστατευτικά, σαν να ήθελαν να μας κρατήσουν μακριά από κάτι απειλητικό. Σαν να υπήρχε κάτι που προκαλούσε ντροπή, κάτι πιο τρομερό, ακόμη κι από τον ίδιο το θάνατο. 

            Εκείνο το βράδυ καθόμουν ζαρωμένη στην αγκαλιά της γιαγιάς μου και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να πάω για ύπνο. Νόμιζα πως έβλεπα σ’όλες τις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού το αγριεμένο πρόσωπο του Λούπη  κι άκουγα το ηλίθιο γέλιο του.
«Έλα ,παιδί μου να κοιμηθείς . Έλα, νά ’χεις την ευκή μου. Μη φοβάσαι. Και πριχού να κοιμηθείς, κάμε με τη χέρα σου ένα σταυρό στο μαξελάρι . Ύστερα  να πεις
                       « Θέτω κάνω το σταυρό μου
                        άρμα έχω στο πλευρό μου.
                        Δούλος του Θεού λογούμαι
                        και κιανένα δε φοβούμαι ».

Κάθισε δίπλα  στο κρεβάτι και κρατώντας μου το χέρι, άρχισε να μου τραγουδά. Η γλυκιά φωνή της σιγά σιγά με ηρεμούσε. Χωρίς να το θέλω, έκλειναν τα μάτια μου, ενώ άκουγα από δω κι από κει κάποιους σκόρπιους στίχους.

                       «  Κανελλόριζα και άνθη της κανέλλας
                         Φούντα της μηλιάς….

                         Δώδεκα χρονώ κι ο ήλιος δεν την είδε
                         Μόνο η μα … μόνο η μάνα της…»

            Για πολλές νύχτες έβλεπα το ίδιο εφιαλτικό  όνειρο. Ο Κωστής με το αγγελικό πρόσωπο να χαμογελά όρθιος, μπροστά στον πίνακα. Ξαφνικά άρχιζε να παίρνει τη μορφή  μικρού φυτού. Στη θέση του κεφαλιού του άνθιζε ένα όμορφο λουλούδι, που εμείς το λέγαμε ήλιο. Ένα ηλιοτρόπιο. Τότε, μέσα από σκοτεινό σύννεφο ένας  λύκος άγριος,  με το στόμα ανοιχτό, ξεπρόβαλλε  αργά αργά πίσω του. Τα κατακόκκινα  μάτια του και τα σουβλερά του δόντια γυάλιζαν μέσα στο σκοτάδι. Ήθελα να φωνάξω μα δεν μπορούσα. Ήταν τόσο μεγάλη η αγωνία και ο φόβος μου, που ξυπνούσα πάντα σ’ αυτό το σημείο, με γοερό κλάμα.

            Λούπης ήταν το παρανόμι του. Το πραγματικό του όνομα δεν το είχα ακούσει μέχρι τότε. Η γιαγιά μου έλεγε πως τον φώναζαν έτσι, γιατί δε χόρταινε ποτέ και κατάπινε το φαγητό που του έδιναν αμάσητο, «ωσά  ν-το λούπη». Πολύ αργότερα μαθαίνοντας στα Λατινικά το απόφθεγμα  «Homo homini lupus», δεν μπορούσα να πιστέψω τη σύμπτωση. Φαίνεται πως δεν είναι τελικά αθώες οι λέξεις. Ίσως, βάζοντας ανεξίτηλα τη σφραγίδα τους, να προκαλούν τη μοίρα. 
 Ο λύκος, που έγινε lupus, ξαναγύρισε ως Λούπης. Με μια βασική διαφορά. Δε σκότωνε, για να επιβιώσει. Ήταν άνθρωπος.
             Έλεγαν πως γεννήθηκε λειψός στο μυαλό και πως γι’ αυτό έφταιγε ο πατέρας του που ήταν αλκοολικός. Άλλοι πάλι πως του έμεινε από βαριά αρρώστια, όταν ήταν μικρός. Συγγενείς άλλους  δεν είχε. Μετά το θάνατο των γονιών του έμεινε ολομόναχος. Ζούσε με το μεροκάματο που έπαιρνε από κάποιες αγροτικές δουλειές, όταν είχε διάθεση να δουλέψει.
 Γεροδεμένος  και δυνατός σα βουβάλι, μπορούσε να σηκώνει όλη μέρα ολόκληρα τσουβάλια γεμάτα ελιές και να τα φορτώνει στο φορτηγό, μόνο με το ένα χέρι. Μα τις περισσότερες φορές παρατούσε τη δουλειά, χωρίς να πει τίποτα σε κανένα κι έφευγε. Φορούσε τ’ αποφόρια και τα ρούχα όσων είχαν πεθάνει, μέχρι να γίνουν πάνω του λιγδιασμένα κουρέλια. Τ’ άλλαζε μόνο αν βρισκόταν κανείς να του δώσει άλλα.  Ο τρόπος που μιλούσε, προκαλούσε συχνά γέλια και πειράγματα.
«Α πάει Μανόλη χωγιό α πάει (θα πάω στου Μανόλη το χωριό)».
«Τώνε τώνε εμένα ε δίνουνε πάμα οι  μαϊμούνε (τρώνε τρώνε και σε μένα δε δίνουν τίποτα οι μαϊμούδες)».
Όμως , όταν τα πειραχτήρια του χωριού του έκαναν χοντρές πλάκες κι αγρίευε, τότε, κατά ένα περίεργο κι ανεξήγητο τρόπο,  η γλώσσα του λυνόταν και κατέβαζε  καντήλια και Αγίους με τις βρισιές του.  Η απαραίτητη επωδός πάντοτε, σε κάθε βρισιά, ήταν  «πουτάνεεες…».
            Μπορούσε να φάει απίστευτες ποσότητες φαγητού.  ΄Ελεγαν πως μια γειτόνισσα είχε ζυμώσει και δεν του έδωσε ξεφουρνιά, δηλαδή ένα κομμάτι ζεστό ψωμί. Νευριασμένος πήγαινε πάνω κάτω, περιμένοντας να σκοτεινιάσει. Μπήκε τότε μέσα στο φούρνο, που ήταν γεμάτος παξιμάδι και το έφαγε μονομιάς όλο. Δεν άφησε ούτε ψίχουλο. Την άλλη μέρα έλεγε γελώντας.
«Ένα κάτη μεγάλο εμπήκε λέει το φούνο Μαγιόρας (λένε πως ένας μεγάλος γάτος μπήκε στο φούρνο της Μαργιόρας)».
Τις νύχτες τριγυρνούσε στο χωριό σα φάντασμα κι έκλεβε ό,τι έβρισκε, ακόμη και πράγματα που του ήταν εντελώς άχρηστα.  Αν τον καλόπιανες, μπορεί και να σου επέστρεφε τα κλοπιμαία. Εκτός από τα γυναικεία εσώρουχα, που χάνονταν συχνά από τις απλώστρες των σπιτιών.
            Κάποιοι τον φοβέριζαν με την αστυνομία, όταν το παράκανε με τις παλαβομάρες του, μα οι περισσότεροι έδειχναν κατανόηση. Τι περιμένεις, χαζός είναι, λέγανε. Δεν έλειπαν όμως κι εκείνοι που για χάρη της  διασκέδασής τους, τον αποτρέλαιναν με τα πειράγματά τους. Όμως όλοι  τον θεωρούσαν ακίνδυνο. Κανείς δεν πίστευε πως μπορούσε να κάνει  κάτι τόσο φοβερό. Ως εκείνη τη μαύρη μέρα, που τους διέψευσε, με το χειρότερο τρόπο.
            Από τότε ο Λούπης εξαφανίστηκε από το χωριό.  Ξεχάστηκε μαζί με όσα έγιναν, όπως ξεχνιούνται όλα, όσο τραγικά κι αν είναι. Είπαν πως ήταν στη φυλακή ή σε κάποιο ίδρυμα.
            Μετά από πολλά χρόνια κι ενώ πίστευαν πως είχε πεθάνει, τον είδαν  ξαφνικά στο δρόμο να πηγαίνει προς το σπίτι του. Γέρος πια, αγνώριστος βάδιζε με μεγάλη δυσκολία σέρνοντας το πόδι του. Ένα ράκος. Όμως το πρόσωπό του είχε  ακόμα την ίδια έκφραση του κυνηγημένου αγριμιού. Έφτασε στην πόρτα του μισογκρεμισμένου σπιτιού του  και  κάθισε στο κατώφλι. Κανένας δεν του μίλησε. Όλοι έκαναν πως δεν τον έβλεπαν, σα να ήταν αόρατος.
               Η κερά Κώσταινα γύριζε από τα χωράφι, όταν τον είδε απρόσμενα μπροστά της. Έγινε κατάχλωμη, όπως, όταν ξανανοίγει πολύ βαθιά πληγή κι αρχίζει να αιμορραγεί. Στηρίχτηκε στον τοίχο , για να μην πέσει κάτω. Η έκφραση του προσώπου της άλλαζε. Πότε φαινόταν στα μάτια της μια  τρομερή λάμψη θυμού αδικαίωτου, πότε η απελπισμένη αίσθηση του ανεπανόρθωτου και πότε ένα αίσθημα οίκτου γαλήνευε το πρόσωπό της. Λύγιζε, όπως η καλαμιά, που τη δέρνουν αντίθετοι άνεμοι.  Στεκόταν και  τον κοίταζε  ώρα πολλή, αμίλητη. Χωρίς θρήνου κραυγή  ή δάκρυ. Εκείνος  δεν τολμούσε να την κοιτάξει .Είχε ζαρώσει, λες κι ήθελε να εξαφανιστεί. Έτρεμε ολόκληρος.
 Οι γειτόνισσες τους  παρατηρούσαν κάνοντας  κύκλο γύρω τους, σαν βουβός χορός αρχαίας τραγωδίας. Κι ο χρόνος, ως Κορυφαίος, κάνοντας μικρά βήματα πίσω, άφησε χώρο να ξαναπαιχτεί, μες στην απόλυτη σιγή, το ξεχασμένο δράμα. Όλες κρατούσαν τη ανάσα τους προσμένοντας.
 Η κερά Κώσταινα στράφηκε, δίχως να  πει μια λέξη, και γύρισε  στο σπίτι της. Σε λίγο, την είδαν νά ’ρχεται πίσω κρατώντας ένα πιάτο φαγητό.
«Έλα, πάρε να φας» του είπε. Μα βλέποντας το χέρι του παράλυτο, κάθισε στο πλάι  και τον τάισε σαν  το μωρό.
« Άμα πεινάς νά ‘ρχεσαι στο σπίτι  να  σου δίνω ό,τι μου βρίσκεται».
 Κι ύστερα, όλες κατάπληκτες την άκουσαν να λέει φεύγοντας.
«Μάνα τον ήκαμε κι αυτό τον άχαρο. Ήντα να πω κι εγώ. Φταίει που γεννήθηκε ετσά παράορος ;  Δ ε γ-κατέχω. Ας τονε κρίνει ο Θεός».

            Ανάλαφρο φτερούγισμα μ’ έκανε να πεταχτώ  πάνω ξαφνιασμένη. Ένα χελιδονάκι μπήκε μέσα στο σχολείο, από το σπασμένο φεγγίτη. Έκανε δυο γύρους, αναγνώρισε άθικτη τη φωλιά του και κάθισε.
            Ευτυχισμένα χελιδόνια, πάντα μετ’ επιστροφής το μεγάλο σας ταξίδι. Ας ήταν έτσι και η δική μας αποδημία. Ας  ήταν να γύριζε πίσω, έστω για μιαν άνοιξη   και ο δικός μας « βίος ο δραπέτης…».
            Δεν ξέρω πόση ώρα βρισκόμουν εκεί.  Όταν βγήκα έξω αφήνοντας πίσω μου τόσες επώδυνες μνήμες, ο ήλιος άρχισε να γέρνει προς τη δύση. Ήταν η ώρα που μ’ άρεσε  να περπατώ στους εξοχικούς δρόμους του χωριού.                                             
Εκεί τη συνάντησα. Κρατούσε το καλαθάκι της μ’ όλα τα απαραίτητα. Ήταν Σάββατο και πήγαινε ν’ ανάψει το καντήλι. Την άλλη μέρα θα ήταν τα συναπαντήματα του παιδιού της.
Είχε ακόμα, παρά τα χρόνια της, την ίδια ψηλόλιγνη, αρχοντική  κορμοστασιά, το όμορφοκάμωμένο πρόσωπο με το στοχαστικό, καλοσυνάτο βλέμμα. Την έλεγαν Αγγελική, μα μετά το γάμο της με τον Κώστα, όλοι, όπως συνήθιζαν ,τη φώναζαν Κώσταινα.
 Μετά και του γιου της το χαμό έμεινε μόνη της.  Κι ας την ήθελαν οι καλύτεροι νέοι του χωριού. Κι ας την πολιορκούσαν με τα φλογερά τους βλέμματα. Κι ας της έστελναν το ένα μετά το άλλο τα προξενιά. «Τη γνώρισα γω την τύχη  μου» έλεγε. Μα δεν κλείστηκε στον εαυτό της  να θρηνεί τη μοίρα της. Πονετική και γλυκομίλητη έτρεχε πάντα, όπου είχαν ανάγκη  τη βοήθειά της. Όσοι είχαν κάποιο πρόβλημα ήξεραν πως θα εύρισκαν την πόρτα της ανοιχτή και την ίδια μ’ ένα χαμόγελο και μια καλή κουβέντα.  Όλοι οι ανήμποροι, οι ηλικιωμένοι, που δεν είχαν κανένα να τους  συμπαρασταθεί, εύρισκαν καταφύγιο στο σπίτι της. Για ένα συχωρεμό, όπως έλεγε.
             Τώρα προχωρούσε στο στενό δρομάκι μέσα στο  λουλουδισμένο κάμπο. Χρώματα, ευωδιές, συναυλίες φτερωτών κι ένα μυρωμένο αεράκι της δρόσιζε το πρόσωπο. Παλιές, γνώριμες ελιές, βελανιδιές και κυπαρίσσια έσκυβαν να τη χαιρετήσουν. Ένα μικρό, κατακόκκινο σύννεφο έτρεχε ολομόναχο στον καθαρό ουρανό. Πονετικά του δειλινού η ώρα  έσταζε γαλήνη στην καρδιά της. Δεν μπορούσε να φανταστεί διαφορετικό τον Παράδεισο.  Όλα της φαίνονταν  καλά  και με σοφία καμωμένα. Η μόνη παραφωνία μέσα στην τόση ομορφιά, πίστευε πως ήταν  οι άνθρωποι. Αυτά τα αδύναμα  πλάσματα. Η σπορά του κακού. Κι όπως το συνήθιζε τελευταία, μονολογούσε.
  « Θε  μου, και γιάντα μας ήπεψες  εμάς τσ’ αθρώπους. Γιάντα μας ήβαλες  μέσα σε τουτονέ  τον όμορφο  κόσμο να τονε μαγαρίσομε».   

            Πλησιάζοντας στο νεκροταφείο είδε κάποιον να κάθεται πάνω στον τάφο. Ήταν ο Λούπης. Έκλαιγε με λυγμούς. Δίπλα στο σταυρό ήταν αφημένο ένα ματσάκι άγριες μαργαρίτες. Κάθισε σιωπηλά δίπλα του. Τα δάκρυά της, που νόμιζε πως είχαν στερέψει, έσταζαν πάνω στο μάρμαρο κι ενώνονταν με τα δάκρυα του φονιά του παιδιού της.
Ο ήλιος χαμήλωσε. Ένα χελιδόνι σπάθισε τις στιγμές στον αέρα και τις άφησε να πέσουν ακίνητες στα πόδια τους. -
            
  
         

  
                        
    


          Η  Ευαγγελία Πετρουγάκη γεννήθηκε στον  Ευαγγελισμό του Δήμου Μινώα-Πεδιάδος και  κατοικεί  στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι πτυχιούχος του κλασικού τμήματος, της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.       
Η πρώτη της ποιητική συλλογή, με τον τίτλο «Ενθύμιο φως», εκδόθηκε το 2009. Αθήνα, εκδόσεις Ταξιδευτής. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί , κατά καιρούς, σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά ( «Ελλωτία», τ.6, Χανιά 1997,. «Κρητικοί Ορίζοντες», τ. 7, Ηράκλειο 1998,  περ. «Μπιλιέτο», Αθήνα  2008,  «Πνευματικοί Σταλακτίτες», Ηράκλειο 2009,  «Φηγός», Ιωάννινα, 2010,  «Κουκούτσι», τ. 8, Αθήνα, 2013 και στα ηλεκτρονικά περιοδικά «Κεδρισός» και «Ιδεόστατο»).    Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί και έχουν περιληφθεί στην Ανθολογία «Χειραψία» (Έλληνες και Ούγγροι ποιητές των ημερών μας), δίγλωσση έκδοση, Βουδαπέστη,2008, και στην « Ανθολογία Κρητικής Ποίησης», έκδοση του Συμποσίου  Ποίησης και των εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα, 2007. 
      Από το 2011  είναι συντονίστρια της Λέσχης Ανάγνωσης Διηγήματος Ηρακλείου και μέλος της Λέσχης Ποίησης Ηρακλείου. Επίσης είναι μέλος  του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Κρητικής Λογοτεχνίας.
----------------------------


* Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.


  




Γύρω από τον ιστορικό Καβάφη


Μια ανάγνωση του δοκιμίου του Σπύρου Βρεττού για τον ποιητή
Φρύνη Κωσταρά




Μια εξαιρετική μελέτη για το καβαφικό έργο κυκλοφόρησε μέσα στο καλοκαίρι (Ιούνιος 2015) (.poema..) εκδόσεις, σε μια καλαίσθητη, άρτια επιμελημένη έκδοση. Πρόκειται για το βιβλίο του Σπύρου Βρεττού με τον τίτλο Μια κάποια λύσις (3+1 δοκίμια για τον Κ. Π. Καβάφη). Αποτελείται από τέσσερα σύντομα δοκίμια για το καβαφικό έργο, τρία γραμμένα προσφάτως και ένα παλαιότερο, στα οποία ο συγγραφέας καταθέτει τις σκέψεις του και επιχειρεί να δώσει «μια κάποια λύση» σε διάφορα θέματα που αναδύονται από το καβαφικό έργο. Και τα τέσσερα κείμενα, στα οποία καταγράφονται ποικίλοι προβληματισμοί του συγγραφέα με εστίαση σε διαφορετικές πτυχές της καβαφικής ποιητικής, παρουσιάζουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και πραγματικά αποτελούν αφορμή για εμβάθυνση στο έργο του ποιητή, τόσο για τον μυημένο στο καβαφικό έργο μελετητή όσο και για τον απλό αναγνώστη της καβαφικής ποίησης.

Ξεκινώ από το τελευταίο στην παρούσα έκδοση κείμενο, το οποίο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε αρκετά νωρίτερα από τα υπόλοιπα τρία, το 2002. Στο δοκίμιο αυτό, που τιτλοφορείται «Μια ''βαρβαρική'' περιδιάβαση στην ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα με αφορμή το ποίημα ''Περιμένοντας τους βαρβάρους''» (1898/1904), ο Βρεττός προβάλλει πτυχές του πολυπρισματικού διαλόγου που έχει αναπτυχθεί στη νεοελληνική λογοτεχνία ανάμεσα σε έργα νεότερων ποιητών και το συγκεκριμένο καβαφικό ποίημα. Ο Βρεττός παρουσιάζει την εξέλιξη του συμβόλου των βαρβάρων στη νεοελληνική ποίηση. Ενός συμβόλου, που έχει δεχθεί πληθώρα ερμηνειών από τους μελετητές. Στο καβαφικό ποίημα ο ερχομός τους αναμένεται ως λύτρωση από την παρακμή που έχει πλήξει την κοινωνία, η οποία βρίσκεται σε αδιέξοδο. Σεφέρης, Καρυωτάκης, Σικελιανός, Σινόπουλος, Αναγνωστάκης, Κατσαρός, Μαρκόπουλος, Καρούζος, Παπαδίτσας, Εγγονόπουλος, Σαχτούρης, Λεοντάρης, Δημουλά, Ρίτσος και Αγγελάκη-Ρουκ παρουσιάζονται στο συγκεκριμένο δοκίμιο να συνδιαλέγονται με τον Καβάφη με άξονα τις ποιητικές τους αναφορές στο θέμα των «βαρβάρων» και της «βαρβαρότητας», ιδωμένο από ποικίλες οπτικές. Ο Βρεττός προβάλλει ακροθιγώς διάφορες πτυχές αυτού του διαλόγου, δίνοντας το ερέθισμα στον αναγνώστη για περαιτέρω διερεύνηση των μεταξύ τους σχέσεων και εμβάθυνση. Ενας πραγματικά ενδιαφέρων διάλογος, ο οποίος εξακολουθεί να παραμένει ανοιχτός έως τις μέρες μας, καταδεικνύοντας την αντοχή του συγκεκριμένου ποιήματος στον χρόνο, αφού για πάνω από έναν αιώνα εξακολουθεί να παράγει καινούργιες σημασίες και να είναι επίκαιρο.
Και μιας και αναφερόμαστε στη διακειμενικότητα της καβαφικής ποίησης περνώ στο πολύ ενδιαφέρον δοκίμιο του βιβλίου με τον τίτλο «Σεφέρης - Καβάφης: εφαπτόμενοι (μεταξύ χρησμού και ερμηνείας)». Για τη σχέση, βεβαίως, των δύο ποιητών, του μεταξύ τους διαλόγου και των παραπληρωματικών αντιστοιχιών του έργου τους, έχει χυθεί πολύ μελάνι. Οπως έχει επισημάνει ο Μαρωνίτης, «και οι δύο ποιητές αποδείχτηκαν, επιλεκτικά και στοχαστικά, αρχαιόμυθοι και μυθολογικοί, εγγράφοντας συγχρόνως τις ποιητικές και ηθικές αντιδράσεις τους στον ευρύτερο κύκλο της ιστορίας» (Δ. Ν. Μαρωνίτης, Το Βήμα, 22-09-1996). Μια από τις πτυχές προβολής των γεγονότων στα ιστορικά ποιήματά τους αποτελεί η χρήση σ' αυτά των χρησμών και της μαντικής, στην οποία εστιάζει εδώ ο Σπύρος Βρεττός. Μέσα από την παράθεση συγκεκριμένων παραδειγμάτων προβάλλει τη διαφοροποίηση των δύο ποιητών στον τρόπο χρήσης της συγκεκριμένης θεματικής αλλά και της κατάληξής της στο έργο τους: πρόκειται για τον «χρησμικό» Σεφέρη και τον «ερμηνευτικό» Καβάφη, όπως τους χαρακτηρίζει.
Δεν θα επεκταθώ στο τεράστιο βιβλιογραφικά θέμα της χρήσης και προβολής των χρησμών στο έργο των δύο ποιητών. Θα μείνω στο βασικό συμπέρασμα του συγκεκριμένου δοκιμίου ότι ενώ ο υπαινικτικός έως κρυπτικός Σεφέρης «χρησμοδοτεί» γύρω από την ιστορία, ο Καβάφης επιχειρεί να την ερμηνεύσει. Με τη χρήση της ειρωνείας στην ουσία καταργεί την έννοια του «μάντη», μετατρέποντάς τον σε «ιστορικό» πρόσωπο που γνωρίζει και δεν χρησμοδοτεί. Ο Καβάφης, δηλαδή, αντί της σεφερικής «χρησμοδοσίας» επιδιώκει την ερμηνεία των γινομένων, τη βασιζόμενη στην ιστορική γνώση. Έτσι, όπως επισημαίνει ο Βρεττός, όταν στην καβαφική ποίηση εκφέρεται ένας χρησμός (π.χ. «Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάσαι», Η Διορία του Νέρωνος), αυτός λειτουργεί ως ιστορικό συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγει όποιος γνωρίζει την ιστορία της εξουσίας και της αλαζονείας των ηγετών. Η απάντηση, δηλαδή, που αναζητά ο Νέρων από το μαντείο δεν απαιτεί για τον Καβάφη χρησμό, αλλά ιστορική γνώση. Στην περίπτωση του ποιήματος «Μάρτιαι ειδοί» ο Βρεττός εστιάζει στο γεγονός ότι ο Καβάφης δεν χρησιμοποιεί τον μάντη Σπουρίννα, ο οποίος είχε ειδοποιήσει τον Καίσαρα «να φοβάται τις ειδούς του Μαρτίου» (τη μέρα που δολοφονήθηκε από τον Κάσιο και τον Βρούτο), αλλά τον Ελληνα σοφιστή Αρτεμίδωρο, ο οποίος δεν χρησμοδοτεί, αλλά γνωρίζει ακριβώς τι πρόκειται να συμβεί. Οδηγείται, μάλιστα, στην υπόθεση ότι αν ο Σεφέρης έγραφε το «Μάρτιαι ειδοί» θα κινιόταν αντίθετα με τον Καβάφη και θα στεκόταν στον μάντη Σπουρίννα κι όχι στο σοφιστή Αρτεμίδωρο. Και στο ποίημα «Εν πορεία προς την Σινώπην» ο Καβάφης χρησιμοποιεί έναν μάντη, τον οποίο στη συνέχεια με τρόπο ειρωνικό καταργεί. Ο μάντης στο εν λόγω ποίημα αποσύρεται στο μυστικό δωμάτιο, προκειμένου να χρησμοδοτήσει για το μέλλον του Μιθριδάτη, ωστόσο δεν μπορεί να διευκρινίσει ικανοποιητικά τα μελλούμενα (Κατάλληλη δεν είν' η μέρα σήμερα/ Κάτι σκιώδη πράγματα είδα. Δεν κατάλαβα καλά) και δια στόματός του συνεχίζει να μιλάει ο ίδιος ο ποιητής βάσει της ιστορικής του γνώσης. Ετσι, η φράση Φεύγε Μιθριδάτα στο τέλος του ποιήματος δεν είναι αποτέλεσμα της μαντικής τέχνης, αλλά μια αλήθεια που ως σώφρων άνθρωπος συμπεραίνει από τα μέχρι τώρα πεπραγμένα. Στη θέση αυτή του Βρεττού για τον «ερμηνευτικό» Καβάφη θα πρόσθετα την οπτική της τραγικής σοφίας του ποιητή, της σοφίας με τραγική διάσταση, αποκτηθείσας μέσα από μια σειρά επίπονων εμπειριών κι ενός έντονα βιωμένου ιστορικού χρόνου. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Καβάφης είναι πρώτα σοφός και έπειτα ποιητής. Η ποίησή του δεν είναι προϊόν οίστρου αλλά σοφίας. Ο Καβάφης υπογραμμίζει στο έργο του τη σημασία της σοφίας: «Ετσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα/ ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν» θα πει στη γνωστή «Ιθάκη» του. Η καβαφική βιοθεωρία ως προς το θέμα της σοφίας συμπυκνώνεται περίφημα στο ποίημα «Σοφοί δε προσιόντων»:
Θεοί μεν γαρ μελλόντων, άνθρωποι δε γιγνομένων,
σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται.
(Φιλόστρατος, Τα ες τον Τυανέα Aπολλώνιον, VΙΙΙ, 7.
«Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα.
Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί,
πλήρεις και μόνοι κάτοχοι πάντων των φώτων.
Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα
αντιλαμβάνονται. Η ακοή

αυτών κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδών
ταράττεται. Η μυστική βοή
τους έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων.
Και την προσέχουν ευλαβείς. Ενώ εις την οδόν
Έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί».
Για τον Καβάφη, επομένως, ο σοφός ως ιδιαίτερος ανθρώπινος τύπος, δεν συνταράσσεται από οίστρους μαντικούς και προφητικούς, αλλά εμμένει στη γνωστική σύλληψη της ιστορικής αλήθειας.
Και περνώ στα δύο τελευταία δοκίμια του βιβλίου, τα οποία αναφέρονται ευρύτερα στη σχέση του Καβάφη με την ιστορία. Το πρώτο με τον τίτλο «Για τον ιστορικό και πολιτικό Καβάφη» χωρίζεται σε τρία μικρότερα κείμενα, στα οποία θίγονται διάφορες πτυχές των ιστορικών έργων του ποιητή. Αρχικά ο συγγραφέας αναφέρεται στον τρόπο παραγωγής συγκίνησης των ιστορικών ποιημάτων του Καβάφη, παρά το γεγονός ότι τους λείπει η συγκινησιακή χρήση της γλώσσας, καθώς ο ποιητής χρησιμοποιεί συνειδητά πεζά και αντιποιητικά μέσα. Οπως επισημαίνει ο Βρετττός, το συναίσθημα στο καβαφικό ποίημα παράγεται εκ των υστέρων από το συνολικό ποίημα με κυρίαρχο συστατικό την ειρωνεία, την ξεχωριστή καβαφική ειρωνεία, που διατρέχει ολόκληρο το έργο του ποιητή και έχει οριστεί από τον Βαγενά ως ο μοναδικός τρόπος συνδυασμού λεκτικής και δραματικής ειρωνείας. Με τη χρήση της ο Καβάφης καταφέρνει να συγκολλήσει μοναδικά το εκάστοτε στεγνό αφηγούμενο ιστορικό περιστατικό, οδηγώντας στην ποιητική κάθαρση, η οποία παράγεται από τη διανοητική και συναισθηματική εμπλοκή του αναγνώστη στην αποσυμπύκνωση της φειδωλά διατυπωμένης σε μια σύντομη έκφραση σκέψης. Το ποίημα, έτσι, όπως αναφέρει ο Βρεττός, μοιάζει να μην τελειώνει από τον ποιητή, αλλά από το ίδιο το ποίημα, που «αισθηματικοποιείται» γι' αυτόν και τον αναγνώστη, παράγοντας τη συγκίνηση με την ολοκλήρωσή του.
Ακολούθως ο συγγραφέας εστιάζει στη φιλοσοφική διάθεση του ποιητή απέναντι στην ιστορία, προβάλλοντας τη σκόπιμη προσπάθειά του να καταδείξει εαυτόν ως «ανιστόρητο». Συχνά, δηλαδή, ο Καβάφης, μολονότι φαίνεται προσκολλημένος στις ιστορικές πηγές, καταφέρνει να ελίσσεται ανάμεσά τους ως δήθεν «ανιστόρητος», επιχειρώντας να ανατρέψει κατά κάποιο τρόπο τη σοβαρότητα της ιστορίας, ισχυροποιώντας μ' αυτό τον τρόπο το ποίημά του μέσα σ' ένα ματαιωμένο γενικότερο πλαίσιο. Θα πρέπει, άλλωστε, να έχουμε γενικότερα υπόψη μας ότι ο Καβάφης μέσα από τις αναφορές του σε ιστορικά γεγονότα φιλοσοφεί, δεν προβάλλει ως αυτοσκοπό αυτό καθαυτό το γεγονός.
Στο τελευταίο μέρος του εν λόγω δοκιμίου ο Βρεττός αναφέρεται στον τρόπο που ο ιστορικός Καβάφης καταφέρνει να γίνεται και πολιτικός. Αν και στην καβαφική ποίηση δεν συναντούμε κατά τρόπο φανερό το ιστορικό παρόν, το σύγχρονο ιστορικό γεγονός, ωστόσο ο ποιητής πετυχαίνει μοναδικά, μιλώντας για το μακρινό παρελθόν, να κάνει πολιτική και να είναι επίκαιρος. Την πολιτική διάσταση της καβαφικής ποίησης έχει προβάλει ο Τσίρκας στο βιβλίο του «Ο πολιτικός Καβάφης» με συγκεκριμένες αναφορές σε σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα της εποχής του ποιητή και αναλύει το έργο του υπό αυτό το πρίσμα. Στο βιβλίο του, επίσης, «Ο Καβάφης και η εποχή του» (1958) -παρά τις αντιρρήσεις που μπορεί να έχει κανείς σε πολλά σημεία του- παρουσιάζει τεκμηριωμένα πόσο η καβαφική ποίηση δένεται με συγκεκριμένα σύγχρονα περιστατικά, προβεβλημένα κάτω από το μανδύα ενός μακρινού ιστορικού συμβάντος. Και ο Σαββίδης έχει σταθεί στο θέμα της πολιτικής αίσθησης στον Καβάφη, αναφέροντας ότι «από το 1919 έως το 1933, ο Καβάφης δημοσιεύει 69 ποιήματα, από τα οποία τουλάχιστον τα μισά μας μεταδίδουν την πολιτική αίσθηση του ποιητή» (Γ. Π. Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά Α5, 1985, σ. 107). Η ιστορία, εν ολίγοις, στην ποίηση του Καβάφη δεν είναι μια άγονη επιστροφή στο παρελθόν ή ένας απλός σκηνοθετικός διάκοσμος· είναι η προέκταση και αντικειμενικοποίηση του συναισθήματος του Καβάφη, το οποίο είναι σύγχρονο. Τα ιστορικά πρόσωπα του Καβάφη είναι ζωντανά, έχουν οργανικό δεσμό με τον ποιητή, με την εμπειρία του, με την εμπειρία της γενιάς του.
Και θα κλείσω την περιήγηση αυτή στο καβαφικό έργο μέσα από τα δοκίμια του Βρεττού με το κείμενο που έχει τον τίτλο «Ο Καβάφης και η κίνηση της Ιστορίας». Σ' αυτό ο συγγραφέας υποστηρίζει την πίστη του ποιητή όχι στην ευθύγραμμη πορεία της Ιστορίας και το τέλος της, αλλά στην αέναη κίνηση και την κυκλική επαναφορά της, η οποία είναι αισθητή τόσο στα ιστορικά όσο και στα ερωτικά ποιήματά του. Μέσω της κυκλικής αυτής, επαναλαμβανόμενης ιστορικής πορείας ο ποιητής μπορεί να φιλοσοφεί και να γίνεται παραινετικός. Ο Βρεττός χαρακτηρίζει το καβαφικό έργο ως «ενιαίο κυκλικό αφήγημα». Προσθέτει, θα λέγαμε, στη γνωστή θέση του Σεφέρη περί της ενότητας του καβαφικού έργου, το οποίο «πρέπει να διαβάζεται και να κρίνεται όχι σαν μια σειρά από χωριστά ποιήματα, αλλά σαν ένα μόνο ποίημα εν προόδω -ένα work in progress» (Γ. Σεφέρης, Δοκιμές Α', 1984, σ. 328), την έννοια της κυκλικής επαναφοράς στο ενιαίο αυτό αφήγημα. Με έναυσμα τρία ποιήματα, το «Στα 200 π.Χ.», το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» και τους «Νέους της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», ο Βρεττός παρουσιάζει μέσα από μια πολύ ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία την έννοια της αέναης κυκλικής ιστορικής κίνησης.
Εν ολίγοις, ο Βρεττός, επιχειρώντας μια βαθύτερη και σε αρκετά σημεία ανατρεπτική ανάγνωση του καβαφικού έργου, επιτυγχάνει να μας παρασύρει μαζί του σ' ένα γοητευτικό ταξίδι στον καβαφικό κόσμο και να μας κάνει να ξαναθυμηθούμε ότι το καβαφικό έργο έχει πάντα κάτι καινούριο να αποκαλύψει στον προσεκτικό αναγνώστη του. Ενα καλογραμμένο, σύντομο βιβλίο, που διαβάζεται κυριολεκτικά απνευστί, αλλά και που σε κάνει να ξαναγυρίσεις αρκετές φορές πίσω στις σελίδες του, να ξαναδιαβάσεις κομμάτια του, να ξανασκεφτείς, να προβληματιστείς μαζί με τον συγγραφέα και σίγουρα να ανατρέξεις με δίψα στην πηγή του, στην αφετηρία του: το αστείρευτο καβαφικό έργο.

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

Η Ψυχανάλυση συναντά την Τέχνη





Οι Εκδόσεις «Πορφύρα» σας καλούν στον Β΄κύκλο συνομιλιών της Ψυχανάλυσης με την Τέχνη. Σημαντικοί εικαστικοί και επιστήμονες από τον χώρο της ψυχικής υγείας συνομιλούν και ανοίγουν τον εσωτερικό τους κόσμο σε μια προσπάθεια να εντοπίσουν το «γιατί» της προσωπικής τους δημιουργίας.

Οι εικαστικοι:
Γιώργος Ρόρρης, 6/2/16, 18.00-20.00
Γιάννης Αδαμάκος, 13/2/16, 18.00-20.00
Άγγελος Αντωνόπουλος, 20/2/16, 18.00-20.00
Αγγελος Παπαδημητρίου, 27/2/16, 17.00-19.00
Αλέξης Βερούκας, 19/3/16, 18.00-20.00

Συνομιλούν με τους:
Γρηγόρη Βασλαματζή, 6/2/16
Καθηγήτη Ψυχιατρικής Παν. Αθηνών και Ψυχαναλυτή
Νιζέτα Αναγνωστοπούλου, 20/2/16
Ψυχολόγο Ψυχαναλύτρια, Εικαστική Ψυχοθεραπεύτρια, Δευθύντρια του Κέντρου Τέχνης και Ψυχοθεραπείας
Μαρία Χατζηανδρέου, Ψυχολόγο Ψυχαναλύτρια, 27/2/16
Γρηγόρη Μανιαδάκη, Ψυχίατρο Ψυχαναλυτή, 13/2/16
Δημήτρη Κυριαζή, Ψυχίατρο Ψυχαναλυτή, 20/2/16 και 19/3/16

ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ:
Δημήτρης Κυριαζής, Ψυχίατρος Ψυχαναλυτής
Ίρις Κρητικού, Ιστορικός Τέχνης
π. Σταμάτης Σκλήρης, Ζωγράφος

Για πληροφορίες μπορείτε να καλείτε στο 2130291224, καθημερινά από τις 9.00 έως τις 15.00

Για να παρακολουθήσετε τις ομιλίες μπορείτε να έρθετε και να αγοράσετε το εισιτήριο σας στην είσοδο. Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητος. Για να έχετε εξασφαλισμένη την θέση σας θα πρέπει να προαγοράσετε το εισητήριό σας ακολουθώντας τις παρακάτω οδηγίες:

ΚΡΑΤΗΣΗ ΘΕΣΕΩΝ
Η κράτηση θέσεων γίνεται μόνο με προαγορά εισιτηρίων. Για να προαγοράσετε το εισιτήριό σας μπορείτε να καταθέσετε το αντίστοιχο αντίτιμο σε έναν απο τους λογαριασμούς μας δηλώνοντας το όνομα σας:

Τράπεζα Πειραιώς- Piraeus Bank:
5049 076093 374
Iban GR94 0172 0490 0050 4907 6093 374
BIC PIRBGRAA

Τράπεζα Alpha Bank
106 00 2002 013238
Iban GR85 0140 1060 1060 0200 2013 238
BIC GRBAGRAAXXX

Επέιτα, θα πρέπει να μας αποστείλετε στο email: marketing@porphyrabooks.gr το καταθετήριο μαζί με την ένδειξη των συναντήσεων για τις οποίες κρατάτε θέση και τα στοιχεία σας (Όνομα, τηλέφωνο, email).

Σε περίπτωση που δικαιούστε μειωμένο εισιτήριο (AMEA, άνεργοι ή φοιτητές, απόφοιτοι ΑΣΚΤ) παρακαλούμε στείλτε μας ή έχετε κατά την είσοδό σας το αντίστοιχο αποδεικτικό έγγραφο (κάρτα ανεργίας, ταυτοτητα ή πάσο).

Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητος.

Μνήμη Γεράσιμου Σκλάβου


γράφει ο Χρήστος Μαρκίδης*





28/01/1967, Μνήμη Γεράσιμου Σκλάβου. 


"Ο Γιώργος Λάππας, είναι μεγάλη απώλεια για τη τέχνη. Kατά τη γνώμη μου, μετά το Γιαννούλη Χαλεπά στο Γιώργο πάμε, αν μιλάμε για γλυπτική" έγραψε προχθές στο φβ η τεχνοκριτικός Μ. Μαραγκού. Κάποιον λησμόνησες στην αναδρομή, Μαρία.



ΑΒΥΘΟΣ Ή ΓΑΛΑΖΙΟ ΦΩΣ (Από το βιβλίο Χ. Μαρκίδης, "Κατάματα", εκδ. Γαβριηλίδης 2014)


Πρωτοείδα μέρος της δουλειάς του Σκλάβου το 1981 στην έκθεση-αφιέρωμα της γκαλερί Ζουμπουλάκη, δεκατέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του, έχω ακόμη τη μνήμη του πορφυρίτη στα δάχτυλα. Παραδόξως, και ενώ το συμβολικό του όνομα αιωρούνταν σαν μύθος στα ουτοπικά νεανικά μας στέκια, από το επίσημο τότε καλλιτεχνικό κατεστημένο δεν γινόταν καμιά αναφορά και συζήτηση, ο μεγάλος γλύπτης δεν ανήκε στην καθιερωμένη γενιά της ελληνικότητας, ούτε στην αμέσως επόμενη, φορμαλιστική γενιά της αφαίρεσης• έφυγε άλλωστε νωρίς. Συντετριμμένος κυριολεκτικά και μεταφορικά από το βάρος του έργου του, είχε τη μοίρα του μοναδικού. Μια μοναδικότητα σκληρή και ακριβά σμιλεμένη, όπως οι πέτρες που διάλεξε για να μετρήσει εντός τους τη φοβερή άβυσσο του φωτός. 

Αναρωτιέται συχνά κανείς, πού πήγε μια τόσο μεγάλη τέχνη όπως η γλυπτική στην πέτρα. Ταυτισμένη με το απόλυτο, φαίνεται να μην έχει θέση σε εποχές σαν τη δική μας. Και θα ήταν ίσως υπερβολή γι’ αυτήν, που έφτασε σε πλήρη ακμή πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια, να ζητούμε ν’ ανθίζει στους μεταμοντέρνους καιρούς, όταν σύμπασα η κοσμική φαντασίωση ενδιαφέρεται μόνο για οικονομικά και τεχνολογικά μεγέθη. Ένας λόγος που η ζωγραφική εξαδέλφη της εξακολουθεί να αντιστέκεται, παρότι πλήττεται από μύρια υποκατάστατα, είναι θαρρώ και το παιχνίδι που κάνει στα ιδιωτικά παζάρια. Διακοσμητική κι αυτή, βέβαια, και μακριά από τον ιερό της στόχο, αλλά πάντως ακόμη ζωντανή. Η γλυπτική χρειάζεται πνευματική και υλική υποστήριξη, μα πάνω απ’ όλα συλλογικά ακέραιο όραμα, η γλυπτική φαντάζει άρρηκτα δεμένη με τον πολιτισμό. Και κάθε μεγάλος πολιτισμός, πασχίζοντας να θεραπεύσει την ύπαρξη, υπέταξε σταδιακά το μερικό στην ολότητα, το σκοτεινό στο αρχέτυπο, το μυθικό υπόλοιπο στο ανεξίτηλο εννοιακό ισοκράτημα - από τον πρόγονο του Φειδία ως τον Μιχαήλ Άγγελο και τον Μπρανκούζι, ο άλλος λόγος έτσι ορίστηκε. Αυτού του λόγου έσχατος ποιητής ήταν ο Σκλάβος. Ο καλλιτέχνης που αναλώθηκε στην αναζήτηση του νοήματος της μορφής σε ένα από τα πιο σκληρά υλικά της φύσης. Την αρχέγονη πέτρα.
Θυμάμαι το "Δελφικό φως" και τον κλονισμό που ένιωσα κάτω από τον πρωινό ήλιο, όταν μου αποκαλυπτόταν συμπυκνωμένη ολάκερη η μεταφυσική ενέργεια του υπαίθριου τόπου. Σαν καμπάνα ηχούσε η σμίλη του μανικού εργάτη μέρα και νύχτα, καθώς έλεγαν οι παλαιοί, φτερώνοντας τη φλόγα στο εργαστήριο της Απολλώνειας αντίστασης.

Την εποχή που ο Σκλάβος δούλευε το μνημειώδες έργο του από πεντελικό μάρμαρο, διαστάσεων 6 x 5 x 4 μέτρα και βάρους τριάντα τόνων, χωρίς καμιά αμοιβή επί έντεκα μήνες, έφευγε ο Αλμπέρτο Τζακομέτι, ο σημαντικότερος γλύπτης του εικοστού αιώνα. Ακριβώς ένα χρόνο μετά ακολούθησε και ο ίδιος, καταπλακωμένος από τον μοιραίο μονόλιθο• ο Τζακομέτι ολοκλήρωνε τον κύκλο του, ο Σκλάβος είχε μόλις αρχίσει. Όπως είχε αρχίσει να εδραιώνεται ύπουλα και το άνυδρο εσωτερικό τοπίο. 

Μπορεί κάποτε ο άνθρωπος να αναζητήσει και πάλι το φως μέσα στην αρχέγονη ύλη; Όλα είναι λιγότερα...




* Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ γεννήθηκε στη Δράμα το 1954.

Σπούδασε Ζωγραφική, Νωπογραφία, Ιστορία Τέχνης, Ρυθμολογία και Παιδαγωγική Ψυχολογία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1974-1979). Στη συνέχεια έζησε και εργάστηκε για ένα διάστημα στο Παρίσι. Την περίοδο 1985-1988 ήταν υπότροφος του Ι.Κ.Υ. για την εκπόνηση συγκεκριμένου καλλιτεχνικού έργου στην Ελλάδα. 
Παρουσίασε ως τώρα τη δουλειά του σε δεκατρείς ατομικές εκθέσεις (Γκαλερί Νέες Μορφές, Αθήνα 1984, 1987, 1990, Γκαλερί Ζαλοκώστα 7, Αθήνα 1987, Αίθουσα Τέχνης Αγκάθι, Αθήνα 1992, Αίθουσα Τέχνης Αθηνών 1995, 2001, Χώρος Τέχνης 24, Αθήνα 1995, Ζ. Αθανασιάδου Art Gallery, Θεσσαλονίκη 1996, Πολύεδρο, Πάτρα 1997, Γκαλερί Titanium, Αθήνα 1997, Αίθουσα Τέχνης Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2002, Thanassis Frissiras Gallery, Αθήνα 2007), ενώ συμμετείχε σε περισσότερες από εξήντα ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. 

Φιλοτέχνησε χαλκογραφίες στο Κέντρο Χαρακτικής Αθηνών, λιθογραφίες στο Περιτεχνών και την Artigraf, εξώφυλλα, προμετωπίδες και corpus βιβλίων, CD, εξώφυλλα περιοδικών, θεατρικά προγράμματα, διακριτικά σήματα εταιρειών, ετικέτες οίνων.

Από το 1987 έως το 2013 δίδαξε Σχέδιο και Χρώμα στη Σχολή Βακαλό. 
Από το 1992 έως το 2004, κείμενά του δημοσιεύθηκαν στα περιοδικά Οδός Πανός, Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, Αντί, Ιστός, Χορός, Σύναξη, Βιβλιοαμφιάστηs, Νέο Επίπεδο, Τεχνοπαίγνιον, Highlights.

Παράλληλα κυκλοφόρησαν τα ποιητικά του βιβλία Μονόζυγο - Τέσσερα Σχεδιάσματα, Διάττων 1999 εκτός εμπορίου, Έως, Διάττων 2001 εκτός εμπορίου, Άτια στο σκοτεινό νερό, Εκδόσεις του Φοίνικα 2003 εκτός εμπορίου, Αμώεν, Εριφύλη 2004 εκτός εμπορίου,Κιννάβαρι, Άγρα 2009, Δράκων κατήλθες, Τυπωθήτω - Λάλον Ύδωρ, 2013 και τα δοκίμιά του Επτά κείμενα περί Τέχνης, Εκδόσεις του Φοίνικα 2002, Κατάματα, Γαβριηλίδης 2005, 2014. 

Έργα του υπάρχουν σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές.




© Χρήστος Μαρκίδης 


Θέατρο ή θέατρα;

γράφει η Νότα Χρυσίνα



Το θέατρο διδάσκει ήθος. Άλλωστε αυτός ήταν ο κυριότερος στόχος των αγώνων τραγωδίας που τελούνταν κατά τα Μεγάλα Διονύσια. Ένας δευτερεύων ρόλος(!) ήταν η επίδειξη ισχύος προς τους γείτονες ή τους "υποτελείς" λαούς. Η παρουσία του έργου του Ξηρού στο εθνικό θέατρο τι ακριβώς διδάσκει σε εμένα που αδυνατώ να κατανοήσω το μήνυμα; Υποψιάζομαι πως θα μιλήσετε για εκδημοκρατισμό για επανένταξη και όλα τα σχετικά. Αδιαφορώ για αυτήν την δημοκρατία που δίνει ευκαιρίες σε τρομοκράτες και στέλνει την νεολαία σε υποχρεωτική μετανάστευση. Αδιαφορώ για όσα έγραψε ο Ξηρός όταν ο κόσμος δεν είδε στο θέατρο ένα έργο του Ξενόπουλου, του Παλαμά ( που τον καιρό του απορρίφθηκε) αλλά και τόσους άλλους που παρακαλούν σήμερα για ακρόαση. Αδυνατώ να κατανοήσω την δεύτερη ευκαιρία όταν η τρομοκρατία καθόρισε την πολιτική κατάσταση στην χώρα αλλάζοντας σε κάποια εποχή και το πολιτικό της σκηνικό. Μια δημοκρατία που αποκλείει τους τρομοκρατούμενους και ευνοεί τους τρομοκράτες χρειάζεται επειγόντως θεραπεία.
(από το Χρονολόγιο 28/1/2016)