Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

"ΤΟΝ ΕΛΕΓΑΝ ΛΟΥΠΗ" της ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΥΓΑΚΗ



επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου*

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com

                                        

Fred Hatt, drawing with energy




                                                                      
                           ΤΟΝ  ΕΛΕΓΑΝ  ΛΟΥΠΗ
  

 «ΔΗΜΟΤΙΚΟΝ  ΣΧΟΛΕΙΟΝ»… Μισοσβησμένη η επιγραφή ψηλά στον τοίχο του παλιού κτηρίου. Από το μισάνοιχτο παράθυρο φαίνονταν  κάμποσα θρανία, λίγα βιβλία και τετράδια πεταμένα στο πάτωμα, σα ναυάγια που βούλιαζαν κάτω από ένα παχύ στρώμα σκόνης.
 Έρημη, χωρίς παιδικές φωνές, η αγκαλιά της μεγάλης αυλής. Mελαγχολικό το πανύψηλο  πεύκο, που είχαμε φυτέψει μικρό φυντανάκι, μ’ ένα κορμό σαν το δάχτυλο του χεριού μας. «Μαζί θα μεγαλώνετε. Να δούμε ποιος θα ψηλώσει πιο γρήγορα», μας έλεγε γελώντας ο δάσκαλος. Κι εκείνο πήρε όλα τα παιδικά μας όνειρα, τ’ ανέβασε ψηλά, σκαρφαλωμένα πάνω σε κλαδιά τεράστια και τ’ άφησε να λικνίζονται στον άνεμο.
    Πιο πέρα, εκεί που παίζαμε «κρυφτό», «κουτσό», «πινακωτή», «η ζώνη πάει περίπατο», θεριέψανε τ’ αγκάθια και τ’ αγριόχορτα. Μάταια έψαχνα  κάποιο ίχνος από τα περβολάκια, που μας είχε μοιράσει εκείνος  ο φωτισμένος  δάσκαλος. «Να φυτέψετε ό,τι θέλετε», μας είπε. Στο τέλος της χρονιάς θα βραβευτεί το καλύτερο. Το πρώτο ρόδο άνθισε στο δικό μου κήπο. Ένα ρόδο ροζ απαλό, σαν μαγουλάκι μωρού, που μοσχομύριζε. Από τότε, μου φαίνεται πως κάθε ευχάριστη στιγμή της ζωής μου μυρίζει ροδόσταμο.
Όταν γνώρισα τα σχολειά  της πόλης κατάλαβα πόσο τυχερά παιδιά ήμασταν εμείς, που κάναμε το μάθημα της Φυτολογίας έξω στην αυλή, καθισμένα πάνω στο ανθισμένο τριφύλλι.
              Έσπρωξα την κεντρική πόρτα και μπήκα στη μεγάλη αίθουσα . Κάθισα σ’ ένα καλοφτιαγμένο, από χέρι παλιού μάστορα, ξύλινο θρανίο. Από κείνα που είχαν φιλοξενήσει γενιές και γενιές μαθητών. Από τον απέναντι τοίχο με κοίταζε ο Καραϊσκάκης, η Μπουμπουλίνα, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος με μια ματιά γεμάτη πίκρα. Στη γωνιά, κοντά στη στέγη,  μια άδεια χελιδονοφωλιά περίμενε.
Δεν ξέρω για τα χελιδόνια, μα τα τελευταία παιδιά, τρία Αλβανάκια και δυο δικά μας, είχαν μεταναστεύσει oριστικά στη διπλανή κωμόπολη, πριν από πέντε χρόνια. Το σχολείο έκλεισε. Το χωριό γερνούσε.  Ένας  ένας οι παππούδες έφευγαν παίρνοντας μαζί τους σπίτια πετρόχτιστα, ανθισμένες αυλές, πανηγύρια, τραγούδια, παρέες και βεγγέρες στις γειτονιές.     
              Κοίταζα με συγκίνηση και χάϊδευα απαλά την επιφάνεια του θρανίου σαν να χαιρετούσα ένα παλιό, καλό φίλο, που είχα χρόνια να τον δω. Το μάτι μου έπεσε  σ’ ένα όνομα χαραγμένο πάνω στο ξύλο, ίσως με κάποιο κοφτερό μαχαιράκι: «ΚΩΣΤΗΣ- 1971».
Πάγωσα. Όπως και τότε. Όπως εκείνη τη μέρα. Ο Κωστής! Αυτό το όμορφο δωδεκάχρονο αγόρι. Ο καλύτερος μαθητής του σχολείου. Ο απουσιολόγος μας, που τον καμάρωναν μικροί και μεγάλοι στο χωριό.

        Γέλια , πειράγματα, φωνές γέμισαν την αίθουσα.
Σιωπή … άκουσα ξαφνικά την αυστηρή φωνή του δασκάλου. Που είναι ο Κωστής; Γιατί δεν ήρθε σήμερα;  Κανείς μας  δεν ήξερε. Το μάθημα άρχισε και προχωρούσε κανονικά, όπως κάθε μέρα, όταν ακούστηκαν φωνές και κλάματα μαζί με τον ήχο της καμπάνας που χτυπούσε πένθιμα. Ο δάσκαλος ξαφνιασμένος βγήκε έξω να μάθει τι συμβαίνει και μεις βρήκαμε την ευκαιρία να πεταχτούμε  στην αυλή. Από κει βλέπαμε τις γυναίκες να τρέχουν πάνω κάτω, να χειρονομούν απελπισμένα και να φωνάζουν κλαίγοντας.
«Ω  τη  γ-κακομοίρα συφορά».
«Ω  Παναγία μου και γιάντα δεν την ελυπήθηκες».
«Ώφου,  κρίμας το κοπέλι».
Ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό ακούστηκε από τον απέναντι δρόμο και φάνηκαν τρεις χωροφύλακες σέρνοντας το Λούπη δεμένο με χειροπέδες. Στριφογύριζε σαν το ζώο  που πιάστηκε στην παγίδα, προσπαθώντας να ξεφύγει.
«Κρεμάσετέ τονε το γ-κερατά».
«Να τονε γδάρουνε ζωντανό», φώναξε μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Κάποιοι άλλοι άρχισαν να του πετούν πέτρες. Μα οι χωροφύλακες έτρεξαν γρήγορα, τον έβαλαν σ’ ένα αυτοκίνητο κι έφυγαν.
            Ο δάσκαλος μπήκε μέσα κατάχλωμος. Μας μάζεψε στην αυλή και με φωνή που έτρεμε, μας είπε να πάμε στα σπίτια μας να ετοιμαστούμε.  Σε λίγες ώρες θα γινόταν η κηδεία του συμμαθητή  μας, του Κωστή. Έμεινα ακίνητη, άφωνη, σα μαρμαρωμένη.  Ο χρόνος σταμάτησε και μ’ ένα παγωμένο χέρι μ’ έσπρωξε απότομα στο κενό, σε μιαν άλλη πραγματικότητα που αγνοούσα κι ας ήταν τόσο κοντά μου. Εκείνη την αδιανόητη του θανάτου. Τρομακτική η  πτώση. Και η πύλη της Εδέμ,  μια ζεστή ανοιξιάτικη μέρα, έκλεισε οριστικά πίσω μου.
             Μια μέρα στα μέσα του Μάη. Με ρόδα στις αυλές, μπουκέτα στα παιδικά μας χέρια, κι ένα ανθισμένο  μικρό φέρετρο, που ο επιτάφιος θρήνος  της μάνας έραινε, ως δρόσος πρωινή, με σπαραχτικούς δεκαπεντασύλλαβους.
              
             «Υγιέ μου, κανακάρη μου, θάρρος κι απαντοχή μου
               Πως εψυγομαράθηκες ρόδο και γασεμί  μου»

            « Παιδί μου, κανακάρη μου, κολτζέ και καντιφέ μου
              άνοιξε τα ματάκια σου και γλυκομίλησέ μου
             
              «Σαν το ξεπετασάρικο ήφηκες τη φωλιά σου
               Φως μου, μα  δεν επρόλαβες  ν’ ανοίξεις τα φτερά σου».
             
             Ποτέ δε θα ξεχάσω τα μάτια της. Αυτό το βλέμμα μόνο σε μια εικόνα    της Παναγίας  τό ’χα ξαναδεί. Δίπλα στον Εσταυρωμένο Γιο της.
Θυμήθηκα τότε αυτά, που μας είχαν πει στο σχολείο, για το γιο της χήρας της Ναϊν. Δεν μπορεί, έλεγα, θα την ακούσει ο Χριστός και θα περάσει κι απ’ το χωριό μας  να πει στον Κωστή  «νεανίσκε εγείρου».
 Ένα μονάκριβο γιο είχε κι η κερά Κώσταινα, η χήρα. Οι δικοί της την πάντρεψαν στα δεκάξι της, χωρίς τη θέλησή της. Βιάστηκαν, από φόβο μη χάσουν τον πλούσιο γαμπρό. Μα έζησε μαζί  του μόνο τρία χρόνια. Πέθανε από καρδιά, λέγανε, όταν εκείνη ήταν έγκυος. Ο Κωστής πήρε το όνομα του πατέρα του, που δε θα γνώριζε ποτέ. Από τότε, χήρα πια, ντύθηκε στα μαύρα, έβαλε το μαντήλι κατεβασμένο μέχρι τα μάτια και δεν ξαναπαντρεύτηκε. Το μοναχοπαίδι της ήταν ολόκληρη η ζωή της. Και τώρα η ζωή της, που κλείστηκε σε κείνο το λευκό φέρετρο,  όδευε αργά  στο στενό δρομάκι ανάμεσα στις ανθισμένες ελιές, με τη συνοδεία πάνδημης οδύνης και  οργής. Τα μοιρολόγια διακόπτονταν πότε πότε από αγριεμένες φωνές:
«Να μας τον αφήσουνε να τονε σφάξομε απάνω στο μνήμα σαν τ’ αρνί».
            Δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Οι μεγάλοι μιλούσαν χαμηλόφωνα κι όταν πλησιάζαμε εμείς τα μικρά, σταματούσαν απότομα τη συζήτηση κι άλλαζαν θέμα. Μας κοίταζαν προστατευτικά, σαν να ήθελαν να μας κρατήσουν μακριά από κάτι απειλητικό. Σαν να υπήρχε κάτι που προκαλούσε ντροπή, κάτι πιο τρομερό, ακόμη κι από τον ίδιο το θάνατο. 

            Εκείνο το βράδυ καθόμουν ζαρωμένη στην αγκαλιά της γιαγιάς μου και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να πάω για ύπνο. Νόμιζα πως έβλεπα σ’όλες τις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού το αγριεμένο πρόσωπο του Λούπη  κι άκουγα το ηλίθιο γέλιο του.
«Έλα ,παιδί μου να κοιμηθείς . Έλα, νά ’χεις την ευκή μου. Μη φοβάσαι. Και πριχού να κοιμηθείς, κάμε με τη χέρα σου ένα σταυρό στο μαξελάρι . Ύστερα  να πεις
                       « Θέτω κάνω το σταυρό μου
                        άρμα έχω στο πλευρό μου.
                        Δούλος του Θεού λογούμαι
                        και κιανένα δε φοβούμαι ».

Κάθισε δίπλα  στο κρεβάτι και κρατώντας μου το χέρι, άρχισε να μου τραγουδά. Η γλυκιά φωνή της σιγά σιγά με ηρεμούσε. Χωρίς να το θέλω, έκλειναν τα μάτια μου, ενώ άκουγα από δω κι από κει κάποιους σκόρπιους στίχους.

                       «  Κανελλόριζα και άνθη της κανέλλας
                         Φούντα της μηλιάς….

                         Δώδεκα χρονώ κι ο ήλιος δεν την είδε
                         Μόνο η μα … μόνο η μάνα της…»

            Για πολλές νύχτες έβλεπα το ίδιο εφιαλτικό  όνειρο. Ο Κωστής με το αγγελικό πρόσωπο να χαμογελά όρθιος, μπροστά στον πίνακα. Ξαφνικά άρχιζε να παίρνει τη μορφή  μικρού φυτού. Στη θέση του κεφαλιού του άνθιζε ένα όμορφο λουλούδι, που εμείς το λέγαμε ήλιο. Ένα ηλιοτρόπιο. Τότε, μέσα από σκοτεινό σύννεφο ένας  λύκος άγριος,  με το στόμα ανοιχτό, ξεπρόβαλλε  αργά αργά πίσω του. Τα κατακόκκινα  μάτια του και τα σουβλερά του δόντια γυάλιζαν μέσα στο σκοτάδι. Ήθελα να φωνάξω μα δεν μπορούσα. Ήταν τόσο μεγάλη η αγωνία και ο φόβος μου, που ξυπνούσα πάντα σ’ αυτό το σημείο, με γοερό κλάμα.

            Λούπης ήταν το παρανόμι του. Το πραγματικό του όνομα δεν το είχα ακούσει μέχρι τότε. Η γιαγιά μου έλεγε πως τον φώναζαν έτσι, γιατί δε χόρταινε ποτέ και κατάπινε το φαγητό που του έδιναν αμάσητο, «ωσά  ν-το λούπη». Πολύ αργότερα μαθαίνοντας στα Λατινικά το απόφθεγμα  «Homo homini lupus», δεν μπορούσα να πιστέψω τη σύμπτωση. Φαίνεται πως δεν είναι τελικά αθώες οι λέξεις. Ίσως, βάζοντας ανεξίτηλα τη σφραγίδα τους, να προκαλούν τη μοίρα. 
 Ο λύκος, που έγινε lupus, ξαναγύρισε ως Λούπης. Με μια βασική διαφορά. Δε σκότωνε, για να επιβιώσει. Ήταν άνθρωπος.
             Έλεγαν πως γεννήθηκε λειψός στο μυαλό και πως γι’ αυτό έφταιγε ο πατέρας του που ήταν αλκοολικός. Άλλοι πάλι πως του έμεινε από βαριά αρρώστια, όταν ήταν μικρός. Συγγενείς άλλους  δεν είχε. Μετά το θάνατο των γονιών του έμεινε ολομόναχος. Ζούσε με το μεροκάματο που έπαιρνε από κάποιες αγροτικές δουλειές, όταν είχε διάθεση να δουλέψει.
 Γεροδεμένος  και δυνατός σα βουβάλι, μπορούσε να σηκώνει όλη μέρα ολόκληρα τσουβάλια γεμάτα ελιές και να τα φορτώνει στο φορτηγό, μόνο με το ένα χέρι. Μα τις περισσότερες φορές παρατούσε τη δουλειά, χωρίς να πει τίποτα σε κανένα κι έφευγε. Φορούσε τ’ αποφόρια και τα ρούχα όσων είχαν πεθάνει, μέχρι να γίνουν πάνω του λιγδιασμένα κουρέλια. Τ’ άλλαζε μόνο αν βρισκόταν κανείς να του δώσει άλλα.  Ο τρόπος που μιλούσε, προκαλούσε συχνά γέλια και πειράγματα.
«Α πάει Μανόλη χωγιό α πάει (θα πάω στου Μανόλη το χωριό)».
«Τώνε τώνε εμένα ε δίνουνε πάμα οι  μαϊμούνε (τρώνε τρώνε και σε μένα δε δίνουν τίποτα οι μαϊμούδες)».
Όμως , όταν τα πειραχτήρια του χωριού του έκαναν χοντρές πλάκες κι αγρίευε, τότε, κατά ένα περίεργο κι ανεξήγητο τρόπο,  η γλώσσα του λυνόταν και κατέβαζε  καντήλια και Αγίους με τις βρισιές του.  Η απαραίτητη επωδός πάντοτε, σε κάθε βρισιά, ήταν  «πουτάνεεες…».
            Μπορούσε να φάει απίστευτες ποσότητες φαγητού.  ΄Ελεγαν πως μια γειτόνισσα είχε ζυμώσει και δεν του έδωσε ξεφουρνιά, δηλαδή ένα κομμάτι ζεστό ψωμί. Νευριασμένος πήγαινε πάνω κάτω, περιμένοντας να σκοτεινιάσει. Μπήκε τότε μέσα στο φούρνο, που ήταν γεμάτος παξιμάδι και το έφαγε μονομιάς όλο. Δεν άφησε ούτε ψίχουλο. Την άλλη μέρα έλεγε γελώντας.
«Ένα κάτη μεγάλο εμπήκε λέει το φούνο Μαγιόρας (λένε πως ένας μεγάλος γάτος μπήκε στο φούρνο της Μαργιόρας)».
Τις νύχτες τριγυρνούσε στο χωριό σα φάντασμα κι έκλεβε ό,τι έβρισκε, ακόμη και πράγματα που του ήταν εντελώς άχρηστα.  Αν τον καλόπιανες, μπορεί και να σου επέστρεφε τα κλοπιμαία. Εκτός από τα γυναικεία εσώρουχα, που χάνονταν συχνά από τις απλώστρες των σπιτιών.
            Κάποιοι τον φοβέριζαν με την αστυνομία, όταν το παράκανε με τις παλαβομάρες του, μα οι περισσότεροι έδειχναν κατανόηση. Τι περιμένεις, χαζός είναι, λέγανε. Δεν έλειπαν όμως κι εκείνοι που για χάρη της  διασκέδασής τους, τον αποτρέλαιναν με τα πειράγματά τους. Όμως όλοι  τον θεωρούσαν ακίνδυνο. Κανείς δεν πίστευε πως μπορούσε να κάνει  κάτι τόσο φοβερό. Ως εκείνη τη μαύρη μέρα, που τους διέψευσε, με το χειρότερο τρόπο.
            Από τότε ο Λούπης εξαφανίστηκε από το χωριό.  Ξεχάστηκε μαζί με όσα έγιναν, όπως ξεχνιούνται όλα, όσο τραγικά κι αν είναι. Είπαν πως ήταν στη φυλακή ή σε κάποιο ίδρυμα.
            Μετά από πολλά χρόνια κι ενώ πίστευαν πως είχε πεθάνει, τον είδαν  ξαφνικά στο δρόμο να πηγαίνει προς το σπίτι του. Γέρος πια, αγνώριστος βάδιζε με μεγάλη δυσκολία σέρνοντας το πόδι του. Ένα ράκος. Όμως το πρόσωπό του είχε  ακόμα την ίδια έκφραση του κυνηγημένου αγριμιού. Έφτασε στην πόρτα του μισογκρεμισμένου σπιτιού του  και  κάθισε στο κατώφλι. Κανένας δεν του μίλησε. Όλοι έκαναν πως δεν τον έβλεπαν, σα να ήταν αόρατος.
               Η κερά Κώσταινα γύριζε από τα χωράφι, όταν τον είδε απρόσμενα μπροστά της. Έγινε κατάχλωμη, όπως, όταν ξανανοίγει πολύ βαθιά πληγή κι αρχίζει να αιμορραγεί. Στηρίχτηκε στον τοίχο , για να μην πέσει κάτω. Η έκφραση του προσώπου της άλλαζε. Πότε φαινόταν στα μάτια της μια  τρομερή λάμψη θυμού αδικαίωτου, πότε η απελπισμένη αίσθηση του ανεπανόρθωτου και πότε ένα αίσθημα οίκτου γαλήνευε το πρόσωπό της. Λύγιζε, όπως η καλαμιά, που τη δέρνουν αντίθετοι άνεμοι.  Στεκόταν και  τον κοίταζε  ώρα πολλή, αμίλητη. Χωρίς θρήνου κραυγή  ή δάκρυ. Εκείνος  δεν τολμούσε να την κοιτάξει .Είχε ζαρώσει, λες κι ήθελε να εξαφανιστεί. Έτρεμε ολόκληρος.
 Οι γειτόνισσες τους  παρατηρούσαν κάνοντας  κύκλο γύρω τους, σαν βουβός χορός αρχαίας τραγωδίας. Κι ο χρόνος, ως Κορυφαίος, κάνοντας μικρά βήματα πίσω, άφησε χώρο να ξαναπαιχτεί, μες στην απόλυτη σιγή, το ξεχασμένο δράμα. Όλες κρατούσαν τη ανάσα τους προσμένοντας.
 Η κερά Κώσταινα στράφηκε, δίχως να  πει μια λέξη, και γύρισε  στο σπίτι της. Σε λίγο, την είδαν νά ’ρχεται πίσω κρατώντας ένα πιάτο φαγητό.
«Έλα, πάρε να φας» του είπε. Μα βλέποντας το χέρι του παράλυτο, κάθισε στο πλάι  και τον τάισε σαν  το μωρό.
« Άμα πεινάς νά ‘ρχεσαι στο σπίτι  να  σου δίνω ό,τι μου βρίσκεται».
 Κι ύστερα, όλες κατάπληκτες την άκουσαν να λέει φεύγοντας.
«Μάνα τον ήκαμε κι αυτό τον άχαρο. Ήντα να πω κι εγώ. Φταίει που γεννήθηκε ετσά παράορος ;  Δ ε γ-κατέχω. Ας τονε κρίνει ο Θεός».

            Ανάλαφρο φτερούγισμα μ’ έκανε να πεταχτώ  πάνω ξαφνιασμένη. Ένα χελιδονάκι μπήκε μέσα στο σχολείο, από το σπασμένο φεγγίτη. Έκανε δυο γύρους, αναγνώρισε άθικτη τη φωλιά του και κάθισε.
            Ευτυχισμένα χελιδόνια, πάντα μετ’ επιστροφής το μεγάλο σας ταξίδι. Ας ήταν έτσι και η δική μας αποδημία. Ας  ήταν να γύριζε πίσω, έστω για μιαν άνοιξη   και ο δικός μας « βίος ο δραπέτης…».
            Δεν ξέρω πόση ώρα βρισκόμουν εκεί.  Όταν βγήκα έξω αφήνοντας πίσω μου τόσες επώδυνες μνήμες, ο ήλιος άρχισε να γέρνει προς τη δύση. Ήταν η ώρα που μ’ άρεσε  να περπατώ στους εξοχικούς δρόμους του χωριού.                                             
Εκεί τη συνάντησα. Κρατούσε το καλαθάκι της μ’ όλα τα απαραίτητα. Ήταν Σάββατο και πήγαινε ν’ ανάψει το καντήλι. Την άλλη μέρα θα ήταν τα συναπαντήματα του παιδιού της.
Είχε ακόμα, παρά τα χρόνια της, την ίδια ψηλόλιγνη, αρχοντική  κορμοστασιά, το όμορφοκάμωμένο πρόσωπο με το στοχαστικό, καλοσυνάτο βλέμμα. Την έλεγαν Αγγελική, μα μετά το γάμο της με τον Κώστα, όλοι, όπως συνήθιζαν ,τη φώναζαν Κώσταινα.
 Μετά και του γιου της το χαμό έμεινε μόνη της.  Κι ας την ήθελαν οι καλύτεροι νέοι του χωριού. Κι ας την πολιορκούσαν με τα φλογερά τους βλέμματα. Κι ας της έστελναν το ένα μετά το άλλο τα προξενιά. «Τη γνώρισα γω την τύχη  μου» έλεγε. Μα δεν κλείστηκε στον εαυτό της  να θρηνεί τη μοίρα της. Πονετική και γλυκομίλητη έτρεχε πάντα, όπου είχαν ανάγκη  τη βοήθειά της. Όσοι είχαν κάποιο πρόβλημα ήξεραν πως θα εύρισκαν την πόρτα της ανοιχτή και την ίδια μ’ ένα χαμόγελο και μια καλή κουβέντα.  Όλοι οι ανήμποροι, οι ηλικιωμένοι, που δεν είχαν κανένα να τους  συμπαρασταθεί, εύρισκαν καταφύγιο στο σπίτι της. Για ένα συχωρεμό, όπως έλεγε.
             Τώρα προχωρούσε στο στενό δρομάκι μέσα στο  λουλουδισμένο κάμπο. Χρώματα, ευωδιές, συναυλίες φτερωτών κι ένα μυρωμένο αεράκι της δρόσιζε το πρόσωπο. Παλιές, γνώριμες ελιές, βελανιδιές και κυπαρίσσια έσκυβαν να τη χαιρετήσουν. Ένα μικρό, κατακόκκινο σύννεφο έτρεχε ολομόναχο στον καθαρό ουρανό. Πονετικά του δειλινού η ώρα  έσταζε γαλήνη στην καρδιά της. Δεν μπορούσε να φανταστεί διαφορετικό τον Παράδεισο.  Όλα της φαίνονταν  καλά  και με σοφία καμωμένα. Η μόνη παραφωνία μέσα στην τόση ομορφιά, πίστευε πως ήταν  οι άνθρωποι. Αυτά τα αδύναμα  πλάσματα. Η σπορά του κακού. Κι όπως το συνήθιζε τελευταία, μονολογούσε.
  « Θε  μου, και γιάντα μας ήπεψες  εμάς τσ’ αθρώπους. Γιάντα μας ήβαλες  μέσα σε τουτονέ  τον όμορφο  κόσμο να τονε μαγαρίσομε».   

            Πλησιάζοντας στο νεκροταφείο είδε κάποιον να κάθεται πάνω στον τάφο. Ήταν ο Λούπης. Έκλαιγε με λυγμούς. Δίπλα στο σταυρό ήταν αφημένο ένα ματσάκι άγριες μαργαρίτες. Κάθισε σιωπηλά δίπλα του. Τα δάκρυά της, που νόμιζε πως είχαν στερέψει, έσταζαν πάνω στο μάρμαρο κι ενώνονταν με τα δάκρυα του φονιά του παιδιού της.
Ο ήλιος χαμήλωσε. Ένα χελιδόνι σπάθισε τις στιγμές στον αέρα και τις άφησε να πέσουν ακίνητες στα πόδια τους. -
            
  
         

  
                        
    


          Η  Ευαγγελία Πετρουγάκη γεννήθηκε στον  Ευαγγελισμό του Δήμου Μινώα-Πεδιάδος και  κατοικεί  στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι πτυχιούχος του κλασικού τμήματος, της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.       
Η πρώτη της ποιητική συλλογή, με τον τίτλο «Ενθύμιο φως», εκδόθηκε το 2009. Αθήνα, εκδόσεις Ταξιδευτής. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί , κατά καιρούς, σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά ( «Ελλωτία», τ.6, Χανιά 1997,. «Κρητικοί Ορίζοντες», τ. 7, Ηράκλειο 1998,  περ. «Μπιλιέτο», Αθήνα  2008,  «Πνευματικοί Σταλακτίτες», Ηράκλειο 2009,  «Φηγός», Ιωάννινα, 2010,  «Κουκούτσι», τ. 8, Αθήνα, 2013 και στα ηλεκτρονικά περιοδικά «Κεδρισός» και «Ιδεόστατο»).    Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί και έχουν περιληφθεί στην Ανθολογία «Χειραψία» (Έλληνες και Ούγγροι ποιητές των ημερών μας), δίγλωσση έκδοση, Βουδαπέστη,2008, και στην « Ανθολογία Κρητικής Ποίησης», έκδοση του Συμποσίου  Ποίησης και των εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα, 2007. 
      Από το 2011  είναι συντονίστρια της Λέσχης Ανάγνωσης Διηγήματος Ηρακλείου και μέλος της Λέσχης Ποίησης Ηρακλείου. Επίσης είναι μέλος  του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Κρητικής Λογοτεχνίας.
----------------------------


* Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.


  




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου