Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

"Η Πισίνα" του ΣΠΥΡΟΥ ΓΛΥΚΑ



επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου*

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com


«Pool III», Aleksandra Honko


Η Πισίνα

Είχε πολλή ζέστη μέσα στ’ αποδυτήρια του κολυμβητηρίου. Μια γυναίκα προσπαθούσε να βολέψει τα μακριά μαύρα μαλλιά της μέσα στο κόκκινο σκουφάκι από σιλικόνη. Πάντα την εντυπωσίαζε το γεγονός ότι λίγα λεπτά μετά την είσοδό της στις εγκαταστάσεις, τη στιγμή που ξεκινούσε να βγάζει ένα ένα τα ρούχα της έκαναν την εμφάνισή τους σταγόνες ιδρώτα κι ας είχε μόλις αφήσει πίσω της ένα ακόμα υγρό και παγωμένο απόγευμα. Έκανε την ίδια διαδρομή πεζή τρεις φορές την βδομάδα.

Απ’ το σπίτι της περπατούσε με γρήγορο βήμα για επτά λεπτά μέχρι την είσοδο του αθλητικού κέντρου. Πόσο δύσκολο ήταν το χειμώνα να πείσει τον εαυτό της ύστερα από μια κοπιαστική μέρα στο κομμωτήριο να συνεχίσει για μια ακόμη ώρα κουνώντας χέρια και πόδια, συγχρονισμένη όσο της επέτρεπε η φυσική της κατάσταση, τυλιγμένη στο χλώριο. Μια παιδική μυρωδιά αυτό το τελευταίο, όχι μόνο μυρωδιά αλλά και γεύση. Τότε που τα καλοκαίρια πριν τις διακοπές πήγαινε με τους γονείς της για να συναντήσει τις φίλες της στην πισίνα της γειτονιάς. Κι έκαναν μακροβούτια από τη μια άκρη στην άλλη να δουν ποια θα αντέξει να βγει τελευταία, εκεί ανάμεσα στ’ αγόρια που με τη σειρά τους έκαναν βουτιές από τους ψηλούς βατήρες για να εντυπωσιάσουν.

Το χλώριο, η μικρή λιμνούλα με το παγωμένο νερό μετά τα ντους, λίγο πριν βγει τυλιγμένη με το μπουρνούζι, η κόκκινη σανίδα που τοποθετούσε μπροστά της για να γυμνάσει τα πόδια της. Το λευκό-γαλάζιο σωσιβιάκι που έβαζε ανάμεσα στις γάμπες της για να ακινητοποιεί τα πόδια και να γυμνάζει το πάνω μέρος του κορμού. Το τελετουργικό της εισόδου στο νερό: τώρα, γύριζε με την πλάτη στο υγρό στοιχείο που κυμάτιζε ελαφρά κάτω απ’ τους ξεθυμασμένους προβολείς και ξεκινούσε την κάθοδο αφού πρώτα δοκίμαζε με τα δάκτυλα του αριστερού της ποδιού τη θερμοκρασία για παν ενδεχόμενο. Τα μπλε πλαστικά γυαλάκια που έπιαναν σαν βεντούζες γύρω απ’ τα μάτια της και η έναρξη της προπόνησης. Σαράντα πηγαινέλα.

Από τη στιγμή που έβγαινε απ’ το κομμωτήριο μέχρι να ξεκινήσει τις απλωτές το μυαλό της έσβηνε την ορθοστασία, την φλυαρία των πελατών, τις παρατηρήσεις του αφεντικού της και τις απεικονίσεις του ειδώλου της στον καθρέφτη με τα σύνεργα της δουλειάς ανά χείρας. Την κούραζε αφάνταστα αυτή η εικόνα. Όσο κι  αν ο χρόνος ήταν καλός μαζί της θεωρούσε το παρουσιαστικό της τόσο συνηθισμένο, προβλέψιμο, βαρετό. Απ’ την άλλη δεν μπορούσε εύκολα να ξεφύγει απ’ τη μορφή που έκανε τα ίδια απέναντί της, σαν να την κοροϊδεύει. Είχε πελάτισσες τις οποίες δεν κοιτούσε συνέχεια, είτε γιατί τις ενοχλούσε και της έκαναν παρατήρηση, είτε γιατί η ίδια δε μπορούσε να ασχολείται με τις εκφράσεις απαξίωσης που πολλές φορές ζωγραφίζονταν στο πρόσωπό τους. Κι έτσι έριχνε ματιές στον καθρέφτη, το βλέμμα της έπεφτε πάνω στο δικό της και έπειτα δραπέτευε σε άλλα σημεία του χώρου.  Και πιο πολύ σε μια πρασιά που βρισκόταν πίσω ακριβώς απ’ τη βιτρίνα.  Εκεί που έβγαινε για τσιγάρο ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης.

Κατέβηκε σιγά-σιγά τη σκαλίτσα νοιώθοντας να την αγκαλιάζει το νερό μέχρι το λαιμό, σαν να θέλει να την πνίξει από αγάπη. Έκανε ένα ακόμη έλεγχο στο σκουφάκι της και στα γυαλάκια, κοίταξε μπροστά για να δει αν κάποιος ερχόταν απ’ την αντίθετη πλευρά προς το μέρος της και ξεκίνησε. Ένα ασημί σκουφάκι μπαινόβγαινε λίγο μετά το προσωρινό τέλος των εικοσιπέντε μέτρων, θα το συναντούσε σε λίγο στο μέσον περίπου της διαδρομής. Πρέπει να ήταν άντρας σκέφτηκε γιατί ο κυματισμός που προέκυπτε απ’ την προσπάθειά του  εκατέρωθεν του κορμιού του πρόδιδε μέγεθος και δύναμη. Άπλωσε το αριστερό της χέρι μπροστά, το κορμί της τεντώθηκε, τα δάχτυλα των ποδιών της κόλλησαν μεταξύ τους και το κεφάλι γύρισε στο πλάι με το στόμα να ανοίγει διάπλατα ρουφώντας βιαστικά τον αέρα σαν να φοβόταν μήπως εισέλθει μαζί με την αόρατη μάζα που θα κατέληγε στα πνευμόνια και την κοιλιά, το δυσάρεστο μίγμα χλωρίου-νερού.
Η γυναίκα κοίταξε τα γαλάζια πλακάκια, ακολούθησε για λίγο τη μαύρη γραμμή που την κυνηγούσε απ’ την αρχή και θα την συνόδευε καθ’ όλη τη διάρκεια της προπόνησης και έβγαλε το κεφάλι απ’ τη δεξιά πλευρά αυτή τη φορά για να πάρει ανάσα. Τα πλακάκια ξαναφάνηκαν. Κοίταξε στ’ αριστερά και είδε το ασημί σκουφάκι να βρίσκεται σχεδόν δίπλα της. Σύντομα τα πρώτα εικοσιπέντε μέτρα θα είχαν καλυφθεί και η γυναίκα θα σταθεροποιούσε την ταχύτητά της. Οι μυς στα χέρια και στα πόδια της θα μαλάκωναν και τα ερεθίσματα απ’ το οικείο περιβάλλον της πισίνας δε θα αρκούσαν για να διατηρήσουν την προσοχή της μακριά απ’ τα γεγονότα της ημέρας, κάποιας ημέρας, κάποιας στιγμής. Για το μόνο που έπρεπε να προσέχει ήταν το μέτρημα. Σαράντα πηγαινέλα. Κι αυτό όμως δεν το χρειαζόταν. Γνώριζε ότι μια ώρα κολύμβηση ισοδυναμούσε για τα δικά της δεδομένα μ’ αυτή την απόσταση.

Έκανε τη στροφή και ξεκίνησε για το δεύτερο εικοσιπεντάρι. Καθώς κουνούσε τα χέρια της ένιωθε ένα ψαλίδι να δουλεύει στα δάκτυλά της και να κόβει αφέλιες σε ένα κοκκινομάλλικο κρανίο. Ένα αεράκι ήρθε απ’ την πόρτα και της χτύπησε απαλά το μάγουλο. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στην είσοδο. Ήταν τρεις. Και η τρίτη φιγούρα ήταν καθισμένη. Έτσι γρήγορα όπως έστρεψε το κεφάλι της προς τα κει, τα μάτια της δεν πρόλαβαν να εστιάσουν και ό,τι είδε ήταν θολό. Η καθισμένη μορφή κινούταν σε ένα στρώμα αέρα. Λίγο αργότερα σε ένα αναπηρικό καροτσάκι. Μια ανάσα πριν από εκείνη απέκτησε και φωνή. ‘Θέλω να μου κόψετε τα μαλλιά μου έτσι’ της είπε και της έτεινε μια φωτογραφία. Κιτρινισμένη, σχεδόν τετράγωνη, με χρώματα ξεθωριασμένα. Ήταν εκείνη σε πολύ νεαρότερη ηλικία. Πίσω της, όρθιοι οι δικοί της άνθρωποι περίμεναν να ακούσουν την απάντησή της με ελαφρά κυρτωμένες τις πλάτες τους, σαν να ήταν έτοιμοι να χάσουν την ισορροπία τους σε περίπτωση που θα τους αρνιόταν και να πέσουν επάνω της για να την εκδικηθούν.

Το ασημένιο σκουφάκι πέρασε και πάλι από δίπλα της. Ο άντρας γύρισε και την κοίταξε. Ήταν πολύ αστείος. Τα μάτια του διπλάσια σε μέγεθος πίσω απ’ τα πλαστικά γυαλιά του. Ένα κεφάλι βατράχου σκέφτηκε και γέλασε από μέσα της. Πώς να ήταν ο εαυτός της άραγε κάτω απ’ το νερό; Γέλασε και πάλι. Σταμάτησε και πιάστηκε απ’ τη μεταλλική μπάρα που βρισκόταν κάτω απ’ τον βατήρα. Καθάρισε τα γυαλάκια που είχαν θαμπώσει και μετά τράβηξε απότομα τη μπάρα προς το στήθος της για να δώσει ώθηση στο κορμί της. Για μια στιγμή το κεφάλι της βρέθηκε έξω απ’ το νερό και το βλέμμα της αναζήτησε το ρολόι. Είχε αρκετό χρόνο μπροστά της.

‘Θα σας αναλάβω μόλις τελειώσω με την κυρία’ της είπε. ‘Αν δεν θέλετε να περιμένετε μπορείτε να πάτε σε κάποια άλλη κοπέλα να σας κουρέψει’ συνέχισε. Το πρόσωπο της γυναίκας που καθόταν στο καροτσάκι ήταν φανερά καταβεβλημένο. Τώρα το παρατηρούσε με προσοχή. Το έβλεπε να διαθλάται λίγο πάνω απ’ τον βυθό. Την τραβούσε σαν μαγνήτης που έκρυβε βάσανα. Ξέχασε να πάρει ανάσα γιατί θυμόταν. Δεν ανησυχούσε όταν της συνέβαινε αυτό, το σώμα της ήταν εκεί για να την ειδοποιήσει. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης είχε σπρώξει τη γυναίκα να κυλίσει μέχρι το κομμωτήριο λίγες ώρες πριν; Και πόσες ώρες μετά θα κυλούσε μια για πάντα στο χώμα; Υγρό μπήκε ορμητικά στα ρουθούνια της και χύθηκε στο λαιμό της. Ξαφνιάστηκε. Έβγαλε βιαστικά το κεφάλι της απ’ το νερό και άρχισε να βήχει. Πνιγόταν. Πιάστηκε από τη διαχωριστική αλυσίδα με τις συνθετικές σφαίρες και έβηξε ξανά δύο-τρεις φορές. ‘Είστε καλά;’ Ο άντρας είχε σταματήσει δίπλα της έτοιμος να την πιάσει σε περίπτωση που έχανε τις αισθήσεις της.

‘Μην ανησυχείτε, είμαι εντάξει. Αφαιρέθηκα’.

‘Το φαντάστηκα. Και μένα μου συμβαίνει. Χαλαρώνει κανείς εδώ μέσα, ε;’.

‘Ναι, ναι, κάπως έτσι. Πηγαίνετε, είμαι καλά. Θα συνεχίσω κι εγώ τώρα’. Στάθηκε για λίγο μέχρι να απομακρυνθεί ο άντρας και βάλθηκε αυτή τη φορά να τον ακολουθήσει. Δεν είχε σκοπό να πιέσει τον εαυτό της αν ο ρυθμός του ήταν πολύ πιο γρήγορος απ’ τον δικό της. Ήθελε να είναι κοντά σε μια πηγή που θα της αποσπούσε την προσοχή απ’ το πρωινό συμβάν: την συνάντηση με μια μελλοθάνατη. Κι όμως, σκέφτηκε, μελλοθάνατοι ήμαστε όλοι μας. Κοιτούσε τις πατούσες που χτυπούσαν το νερό κι άφηναν μια αναταραχή από φυσαλίδες. Πολλές φορές είχε αναρωτηθεί τί μουσική θα ταίριαζε τη στιγμή που κολυμπούσε. Τις περισσότερες από αυτές ερχόταν στο μυαλό της ένα impromptu του Schubert. Αυτό που ξεκινούσε με μια κατρακύλα προς τις μπάσες νότες κι έπειτα την επιστροφή στις ψηλές. Και πηγαινοέρχονταν σαν κυματισμός κρύβοντας μέσα του κι ένα έρωτα που το είχε φέρει στ’ αυτιά της. Αλλά αυτόν τον είχε ξεχάσει. Ήταν ασήμαντος, μακρινός, καταβροχθισμένος απ’ τη μοναξιά, για καιρό τώρα ο μοναδικός της έρωτας. Και δεν την ενοχλούσε, είχε παραδοθεί στα θέλγητρά της.

Την ενοχλούσε η επαφή με τη ματαιότητα της ύπαρξής της. Κι η γυναίκα στο μαρτυρικό σκαλοπάτι πριν το χάος, που σκαρφάλωνε με κόπο και αξιοπρέπεια, της θύμιζε αυτό που έσπρωχνε κάθε μέρα στο πίσω μέρος του μυαλού της, σαν παλιό ρούχο σε μια ξέχειλη ντουλάπα. Ο άντρας απομακρυνόταν ολοένα χάνοντας την μορφή του μες το νερό κι εκείνη επέστρεφε με ορμή στη θλίψη του ζευγαριού που συνόδευε τη γυναίκα και μετά στην ίδια που δεν ικέτευε, δεν ζητούσε. Απαιτούσε την ελπίδα μέσα από μια επιθυμία. Να φτιάξει τα μαλλιά της έτσι όπως τα είχε στα νιάτα της, τότε που είχε και το θάνατο φιλαράκι, παρέα με την αταξία της νιότης.

Άκουγε τη φωνή της σαν της είχε μιλήσει πράγματι κάτω απ’ το νερό, σ’ αυτή την πισίνα, λίγο αστεία. Ίσα για να χαμογελάει καθώς έκανε άλλη μια στροφή. Πόσα εικοσιπεντάρια είχε άραγε συμπληρώσει; Μα θα ’βλεπε το ρολόι. ‘Τι ώρα τελειώνετε;’ Την είχε ρωτήσει εκείνη ενώ η κομμώτρια είχε ολοκληρώσει σχεδόν το κούρεμα κι ετοίμαζε να τυλίξει τούφες τούφες τα μαλλιά της για να της τα βάψει κόκκινα όπως της είχε ζητήσει. ‘Σε δύο περίπου ώρες’ της είπε.
‘Με μένα εννοούσα’ της είπε.

‘Σε μια ωρίτσα θα είστε έτοιμη’.

‘Νομίζω πως την έχω. Φαντάζεστε να φύγω για πάντα την ώρα που κάθομαι σ’ αυτή την καρέκλα;’.

‘Δεν έχετε να πάτε πουθενά’ της είπε η κομμώτρια ακούγοντας τον εαυτό της με την ίδια έκπληξη που την είχε ακούσει κι εκείνη.

‘Αχ, ωραία τα λέτε. Αν δεν είχα την κόρη μου και τον γαμπρό μου θα έμενα εδώ μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή. Το μυαλό μου θα ήταν απασχολημένο με ένα καινούριο περιβάλλον. Αλλά ακόμα και μπροστά στο θάνατο πρέπει να παίζουμε θέατρο. Να ακολουθούμε και να πράττουμε αυτά που θεωρούμε ότι δεν πιστεύουμε. Κατά βάθος όμως δεν θέλω να τους αφήσω, να τους ξεβολέψω κι ας χάνονται τα λεπτά κι οι ώρες για πάντα. Πάντως … μην περιμένετε να σας δώσω καμιά συμβουλή επειδή έχω φτάσει στο τέλος. Ή μάλλον θα σας δώσω μια για να με θυμάστε. Αλήθεια, σας έχει έρθει άλλη φορά ετοιμοθάνατη για κούρεμα;’ Την έπιασε κάτι σαν βήχας που προσπαθούσε να γίνει γέλιο και που τελικά κατέληξε πάλι σε βήχα. Η κομμώτρια συνέχιζε να δουλεύει, το πρόσωπο της είχε μουδιάσει, ανήμπορη να αντιδράσει διαφορετικά. Ένα ανδρείκελο που μόλις συνειδητοποιούσε ότι είχε αισθήματα αλλά δεν μπορούσε να επέμβει ακόμα στις μηχανικές κινήσεις του.

‘Δε θα με ρωτήσετε ποια είναι η συμβουλή; Καλύτερα. Αν σας πω ότι την ξέχασα κιόλας; Την σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή και μου ’φυγε όπως είχε έρθει. Στ’ αλήθεια δεν έχω κάτι να πω. Το μόνο που με απασχολεί είναι να ξυπνάω το πρωί, να κερδίζω μια μέρα’.

Η γυναίκα σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. Είχε διανύσει εκατό μέτρα χωρίς να ξεκουραστεί ενδιάμεσα. Συνήθως έκανε μονόλεπτες στάσεις κάτω απ’ τους βατήρες κάθε πενήντα μέτρα. Δεν της άρεσε να πιέζει τον εαυτό της. Το κολύμπι δεν ήταν απόλαυση; Φευγιό; Σε λίγο έφτασε κι ο άντρας με το ασημί σκουφάκι. Μόλις την είδε σταμάτησε, σήκωσε τα γυαλάκια του στο μέτωπο και της μίλησε: ‘Για να το πάτε έτσι γρήγορα πρέπει να είστε καλύτερα’.

‘Ε, δεν είναι έτσι ακριβώς, αλλά αν εννοείτε τη φυσική μου κατάσταση …’.

‘Ναι, οτιδήποτε άλλο δεν μπορώ να εννοήσω αλλά εν πάσει περιπτώσει σκεφτείτε ότι είναι περαστικό’ της είπε χαμογελώντας. Εκείνη δεν απάντησε σαν να σκεφτόταν αυτό που μόλις της είχε πει. ‘Θα κολυμπήσετε κι άλλο;’ Η κομμώτρια κατένευσε και ξεκίνησε για άλλα εικοσιπέντε μέτρα. Σκέφτηκε τον άντρα κι έπλασε μια ιστορία που συνδέονταν με το περιστατικό που την είχε αναστατώσει. Είχε γυρίσει με την πλάτη στο νερό, τα πόδια της χτυπούσαν με ρυθμό τεντωμένα, τα χέρια της περιστρέφονταν μέχρι να σκίσουν το υγρό στοιχείο και έπειτα να το διώξουν σαν να τα εμπόδιζε να ολοκληρώσουν την κίνηση και το κεφάλι της κοιτούσε τα σημαιάκια διαφόρων χωρών που οριοθετούσαν το πλάτος της πισίνας αλλά και το σημείο που θα έπρεπε να κάνει τη στροφή.

Ο άντρας βγήκε από την πισίνα και χάθηκε σε μια μικρή στοά που οδηγούσε στ’ αποδυτήρια. Έβαλε το κεφάλι του κάτω απ’ την ντουζιέρα κι άφησε το κρύο νερό να διώξει το χλώριο απ’ το κορμί του. Σκουπίστηκε, ντύθηκε, πέρασε μια τσάντα ταξιδίου στον ώμο του και κατευθύνθηκε προς την έξοδο του γυμναστηρίου. Λίγο πριν βγει κοίταξε τα μηνύματα στο τηλέφωνό του. ‘Γαμώτο, τώρα βρήκε;’ Μουρμούρισε. ‘Θα χάσω το παιχνίδι’. Με γοργό βήμα επέστρεψε σπίτι του. Άλλαξε τα ρούχα του κι έβαλε ένα απ’ τα δύο κουστούμια που φορούσε τις περισσότερες μέρες του μήνα για να πηγαίνει στο γραφείο. Άφησε τη μια τσάντα στο μπάνιο κι άνοιξε την ντουλάπα για να πάρει μια δεύτερη, πιο μικρή, που είχε μια φόρμα εργασίας και αναλώσιμα υλικά. Έφτασε στο γραφείο του ύστερα από μισή ώρα. Θα μπορούσε να είχε καλέσει απ’ το κινητό αλλά πάντα απέφευγε να δείχνει ότι είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμος.

‘Έλα Τζίμυ, τη φέρατε;’ ‘Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη επιθυμία;’ ‘Καλώς, θα το φροντίσω σήμερα κιόλας. Αύριο θα ήμαστε έτοιμοι’. Αφού άλλαξε κι έβαλε τη φόρμα του, βγήκε στο διάδρομο και κατέβηκε με τα σκαλιά στο υπόγειο. Η υγρασία του τρυπούσε τα κόκκαλα, αισθάνθηκε ένα ρίγος να τον διαπερνά και τα δάχτυλά του έσπρωξαν βιαστικά το τελευταίο κουμπί που έκλεινε τον γιακά γύρω απ’ τον λαιμό του. Σε ένα από τα φορεία που υπήρχαν εκεί, βρισκόταν ένα νεκρό σώμα κουκουλωμένο μέχρι επάνω με ένα λευκό σεντόνι. ‘Αυτή πρέπει να ναι’. Πάντα όταν στεκόταν μπροστά από ένα πτώμα έχωνε τα δάχτυλά του το ένα μέσα στ’ άλλο, τα έσφιγγε μέχρι να πονέσουν τα κόκκαλα τους και έλεγε από μέσα του μια μικρή προσευχή. Πίστευε ότι μ’ αυτό τον τρόπο σεβόταν τους νεκρούς κι έπαιρνε άφεση απ’ το Θεό για αυτά που θα τους έκανε. Τράβηξε με μια προσποιητή βραδύτητα το σεντόνι και είδε μπροστά του μια κόκκινη μάζα από τρίχες να καλύπτουν το πρόσωπο της νεκρής.

‘Κάποιος πρέπει να μου φτιάξει τα μαλλιά, κι αυτός δε θα ναι ο νεκροθάφτης. Θέλω να είμαι περιποιημένη, όπως τότε. Να δες εδώ’. Η γυναίκα ξανάδειξε τη φωτογραφία στην κομμώτρια. ‘Έτσι τα θέλω, στο ξανάπα ξέρω. Και βλέπω ότι τελειώνεις. Αλλά θέλω να βάλεις τα δυνατά σου, μη τυχόν και χαλάσουν πιο πριν’. Η κομμώτρια πιάστηκε απ’ τη μπάρα του βατήρα, την τράβηξε προς το μέρος της για να κοιτάξει και πάλι το ρολόι. Ετοιμαζόταν να συνεχίσει την προπόνησή της όταν ένιωσε ένα χέρι να την ακουμπάει στον ώμο.

Λίγο αργότερα έβγαινε απ’ την πισίνα μαζί με τον κολυμβητή που φορούσε το ασημί σκουφάκι.  Αποφάσιζε να μην επιστρέψει σπίτι και να καθίσει μαζί του σε ένα μικρό μεζεδοπωλείο που βρισκόταν εκεί κοντά. Αλλά το πιο πιθανό είναι ότι μετά το συμπλήρωμα των υπολειπόμενων μέτρων, γύρισε στο διαμέρισμά της επαναλαμβάνοντας στο μυαλό της την ιστορία με τη γυναίκα παρέα με τα impromptus του Schubert, μέχρι να τη βρει ο ήλιος το επόμενο πρωί κοιμισμένη στην πολυθρόνα.


 

Γεννήθηκα στην Αθήνα σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία. Παρόλα αυτά πότε μου δεν είχα σκεφτεί να γίνω συγγραφέας αν και ξεκίνησα να διαβάζω απ' τα μικράτα μου. Κάποια στιγμή και ενώ είχα ήδη ασχοληθεί ερασιτεχνικά πάντα, με άλλες  Καλές Τέχνες - φωτογραφία και μουσική - ήρθε απ’το πίσω μέρος του μυαλού μου η επιθυμία να γράψω. Σιγά-σιγά κατάφερα να ολοκληρώνω τις μικρές ιστορίες που ξεκινούσα στο μυαλό μου και κάποια στιγμή αποφάσισα να στείλω το πρώτο μου διήγημα στον διαγωνισμό που διοργάνωσε το περιοδικό 'Ως3' το φθινόπωρο του 2007 στο Διαδίκτυο. Το 'Κεφάλαιο Εννέα' συμπεριλήφθηκε στη λίστα με τα καλύτερα διηγήματα του διαγωνισμού, γεγονός που μου έδωσε την ώθηση που ίσως κάπου να περίμενα για να ξεκινήσω να γράφω πλέον πιο συστηματικά με απώτερο σκοπό την ολοκλήρωση ενός μυθιστορήματος. Έτσι, το Δεκέμβρη του 2010 κυκλοφορεί απ' τις εκδόσεις Ιβίσκος 'Η Δική μου Εύα' και δυο σχεδόν χρόνια αργότερα η συλλογή διηγημάτων 'Ο Καναπές' που διατίθεται σε ηλεκτρονική μορφή στο Amazon.com και σε έντυπη στο Lulu.com, στα Ελληνικά και στα Ισπανικά. Παράλληλα το Γενάρη του 2012 ξεκινάω το λογοτεχνικό μου μπλογκ 'Οι λέξεις μου, my words, mis palabras' στο οποίο ανεβάζω διηγήματα (13 από τα οποία αποτέλεσαν την συλλογή 'Ο Καναπές'), αναρτώ την αστυνομική νουβέλα 'Διακοπές στο Χωριό' σε συνέχειες και παρουσιάζω βιβλία που έχω διαβάσει. Tον Σεπτέμβρη του 2014 ανεβαίνει το μυθιστόρημα 'Θήτα' στα smashwords, iBooks και Barns and Noble.

* Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκlesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.



ΤΟΜΑΣ ΜΠΕΡΝΧΑΡΤ (Thomas Bernhard 1931-1989)


επιμέλεια άρθρου Νότα Χρυσίνα


 Ο Αυστριακός Thomas Bernhard γεννήθηκε στην Ολλανδία το 1931. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Βαυαρία, στη Βιέννη και στο Σάλτσμπουργκ, όπου σπούδασε τραγούδι, βιολί και μουσικολογία. Ένα μέρος των νεανικών του χρόνων, τα οποία και περιέγραψε σε μια πεντάτομη μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, το ζει στο σανατόριο. Το 1957 δημοσιεύεται η πρώτη ποιητική συλλογή του. Με το πεζογραφικό και το θεατρικό του έργο (άγνωστο, σε μεγάλο βαθμό, στην Ελλάδα), ο Bernhard ασκεί οξύτατη κοινωνική κριτική στην πατρίδα του. Το 1970 τιμάται με το Georg Buchner, το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Δυτικής Γερμανίας. Ο Thomas Bernhard πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου 1989 στο σπίτι του, στην Άνω Αυστρία.

Ο Μπέρνχαρντ συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο διακεκριμένους γερμανόφωνους συγγραφείς του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα.
Ήταν διεθνώς αναγνωρισμένος καθώς τα περισσότερα από τα μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Υπήρξε,  επίσης, και ένας παραγωγικός θεατρικός συγγραφέας. Ωστόσο, τα θεατρικά του έργα διαβάζονται ως φιλοσοφικοί στοχασμοί. Οι χαρακτήρες του δουλεύονταν σε ολόκληρη την διάρκεια της ζωής του σε ένα διαρκώς εξελισσόμενο βιβλίο που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ καθώς ασχολήθηκε κατ' επανάληψη με θέματα κυρίαρχα  όπως η αυτοκτονία, η τρέλα και η εμμονή και οι ήρωές του  είχαν μια σχέση αγάπης-μίσους με την Αυστρία, όπως και ο ίδιος ο Μπέρνχαρντ (Bernhard). Η πεζογραφία του ήταν ταραχώδης αλλά νηφάλια την ίδια στιγμή, με φιλοσοφικές προεκτάσεις στο παρασκήνιο, με μουσικό ρυθμό και άφθονο μπλακ χιούμορ.
Άρχισε να δημοσιεύει το 1963, το πρώτο βιβλίο του είχε τίτλο "Παγωνιά". Το τελευταίο δημοσιευμένο βιβλίο του εμφανίστηκε το 1986, με τν τίτλο «Αφανισμός». Μερικά από τα πιο γνωστά έργα του είναι: "Ο Αποτυχημένος" (όπου μυθιστορηματοποιεί τον Γκλεν Γκουλντ), "Διόρθωση" και "Ξύλευση".
Ο λόγος του είναι παραληρηματικός κοινωνικά καυστικός για την παρακμασμένη δυτική κοινωνία. 
Οταν το 1968 του απονεμήθηκε η υψηλότερη λογοτεχνική διάκριση του αυστριακού κράτους (Litteraturstaatspreis), διάλεξε να πει μπροστά στα μέλη της κυβερνήσεως: «Είμαστε Αυστριακοί, είμαστε απαθείς. (...) Δεν έχουμε να πούμε τίποτα πέρα από αυτό: είμαστε άθλιοι και η ίδια μας η εικόνα μας κάνει βορά μιας φιλοσοφικής, οικονομικής, μηχανικής ομοιομορφίας. (...) Κατοικούμε τα τραύματά μας, φοβόμαστε, έχουμε κάθε δικαίωμα να φοβόμαστε, βλέπουμε ήδη, ακόμη και αν είναι από μακριά θολό, το τεράστιο περίγραμμα του φόβου. (...) Δεν αξίζει να ντρεπόμαστε, δεν είμαστε όμως τίποτα και δεν αξίζουμε τίποτα άλλο από το χάος».
Επίσης, ο λόγος του έχει μουσικότητα καθώς  δημιούργησε έναν λεκτικό ρυθμό πλάθοντας λέξεις που επανέρχονται με τον τρόπο των λάιτ μοτίβ.
Οι χαρακτήρες του ιδιότυποι και ψυχικά εμμονικοί έως αλλόκοτοι, σχεδόν τρελοί.
Οι πρώτες εμφανίσεις του έργου του Τόμας Μπέρνχαρντ στην Ελλάδα οφείλονται στον Αλέξανδρο Ισαρη, ο οποίος μετέφρασε το μυθιστόρημα «Μπετόν» το 1987 για τις εκδόσεις Αξιός/Β, και στον Δημήτρη Βάρσο, που απέδωσε στα ελληνικά τον «Ανιψιό του Βιτγκενστάιν» για τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας το 1989. Τέσσερα χρόνια μετά οι εκδόσεις Αγρωστις παρουσιάζουν «Το ασβεστοκάμινο» σε μετάφραση Ιακώβου Κοπερτί. Αμέσως μετά τη σκυτάλη παρέλαβε ο Βασίλης Τομανάς, ο οποίος έχει μεταφράσει ως σήμερα τρία σημαντικά έργα του Τόμας Μπέρνχαρντ για τις εκδόσεις Εξάντας. Πρόκειται για την κωμωδία ­ όπως ο ίδιος ο συγγραφέας τη χαρακτηρίζει ­ «Παλιοί Δάσκαλοι», κωμωδία της τέχνης, των καλλιτεχνών, των συγγραφέων, των φιλοσόφων και των συνθετών, που λειτουργεί ως απομυθοποίηση του θαυμασμού απέναντι στους δημιουργούς.


















Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

ΛΙΓΗ ΦΛΟΓΑ ΠΟΛΛΗ ΣΤΑΧΤΗ του Γιάννη Ατζακά στον ΙΑΝΟ Αθήνας


ΜΟΥΣΙΚΗ + ΠΟΙΗΣΗ




=



















"ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑΣ" του Αλέξανδρου Αραμπατζή




 Καραβάτζιο

1.-Κυκλοφορεί μια λέξη δαιμονική στον σύγχρονο κόσμο, και αυτή είναι η φιλοσοφία. Η λέξη είναι δαιμονική γιατί αφενός αντλεί από την πνευματικότητα μιας σκοτεινής περιοχής της ύπαρξης των πραγμάτων κι αφετέρου γιατί ο ρόλος της είναι καθαρά πειραστικός: εκτρέπει τον ρόλο των φαινομένων προς την άλφα ή την βήτα κατεύθυνση και ταυτόχρονα φορμάρει τα πνευματικά περιεχόμενα σε δοχεία αποθήκευσης αντενεργών δυνάμεων. Η φιλοσοφία, στον βαθμό που κατέχει σήμερα μια θέση στην κουλτούρα, είναι η θέση του έξυπνου παρατηρητή, αυτού δηλαδή που θα εποπτεύσει την επιφάνεια των γεγονότων και των πραγμάτων, κι ενδεχομένως θα τα ψαύσει, ενώ η θέση του σκαπανέα του βάθους έχει διαφυλαχθεί για τον ρόλο της επιστήμης. Η φιλοσοφία δεν θα είχε κανένα λόγο ύπαρξης αν δεν είχε εισχωρήσει στην κοινωνικοπολιτική σφαίρα για να παίξει τον ρόλο του κοινωνικοπολιτικού ή ακόμη και του πολιτικού σχολιαστή. Ωστόσο της απομένουν τρία πεδία δράσης ακόμη αξιόλογα για την ανθρώπινη σκέψη . Η αγωνία της ύπαρξης, η αγωνία του θανάτου και η αγωνία της τύχης του κόσμου. Στα ερωτήματα αυτά η φιλοσοφία πρέπει ν΄ανακαλύψει λύσεις επικές και πολυσήμαντες. Οι απαντήσεις της θρησκείας είναι πράγματι επικές, αλλά είναι μονοσήμαντες, το δογματικό τους περικάλυμμα είναι άτρωτο και ατσάλινο. Η φιλοσοφία παραμένει ένας διαλογικός τόπος, ένας τόπος όπου οι ιδέες ασκούνται σκληρά για να μονομαχήσουν σκληρά. Και δεν θέτω ποτέ την φιλοσοφία στο επίπεδο της αλήθειας, η αλήθεια σήμερα είναι ένα πρόβλημα άλλης τάξης, της τάξης ενός πραγματικού πιστοποιημένου από αυθεντικούς αξιολογητές εγκυρότητας. Η φιλοσοφία και σήμερα προσεταιρίζεται τη λογοτεχνία, απλώνει το δίχτυ της στο φαντασιακό, κι εντός του φαντασιακού ενεργεί κυρίως σαν πυροκροτητής νοημάτων. Η λογοτεχνία από την άλλη μεριά εντός του φαντασιακού ενεργεί κυρίως σαν πυροκροτητής αισθημάτων.

Franz Von Stuck, Sensuality, 1891

2.- Ναι, είναι γεγονός ότι κάποιες φορές εγκλωβίζομαι στον κλοιό της γλωσσοπαθολογικής ηδυπάθειας και λικνίζομαι μ΄αυτήν στα ηλιοβασιλέματα μιας καθημερινότητας που μ΄έχει συρρικνώσει σε ματάκι εξώπορτας. Τα σημεία της πραγματικότητας που μπορώ να διακρίνω από μέσα είναι τα αταλάντευτα σκότη. Κι αν κάπου στον πλατύ γιαλό του ασυνειδήτου μου κρύβω μια ποιητική φωνή, αυτή δεν χρησιμεύει καθόλου στο να εμβολιάζω την ύπαρξή μου με μεταφυσικές χάρες. Αντίθετα, με αγκιστρώνει στην επιδερμίδα ενός παραχαραγμένου μέλλοντος που έχει ενθυλακώσει στον μαυρισμένο αφαλό του κάθε σχιζοφρενική ψείρα και κάθε σχιζοφρενικό σκώρο. Η φωνή που διαθέτω τελικά γλωσσοτσουρομαδιέται στο μεγάλο της νύχτας παζάρι.


3.- Διάβασα τα διηγήματα του BREECE PANCAKE με τον τίτλο ΤΡΙΛΟΒΙΤΕΣ. Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του βιβλίου, κατά τη γνώμη μου, είναι η άρνηση και η απουσία κάθε συμφιλίωσης, συνειδητής ή ασυνείδητης: του ατόμου με τον εαυτό του, του ατόμου με τον τραχύ τόπο, του άνδρα με τη γυναίκα, σύζυγο ή ερωμένη, των μελών της οικογενείας μεταξύ τους, των μελών μιας τοπικής κοινότητας μεταξύ τους, ακόμη και των υποτιθέμενων φίλων μεταξύ τους  κ.λ.π. Η απουσία αυτής της συμφιλίωσης δεν οδηγεί μόνο στην μοναξιά, στην αποξένωση και στον μαρασμό κάθε ονείρου, αλλά και σε κάτι ουσιαστικότερο: στην φριχτή βασιλεία των σκοτεινών ενστίκτων.


4.- Το γεγονός ότι υπάρχουν τόσοι μορφωμένοι ηλίθιοι πολίτες-έλληνες, ευρωπαίοι, αμερικάνοι κλ.π.-  που μισούν και φοβούνται τους πάντες και τα πάντα, όλους όσους δηλαδή κινούνται  έξω από την μισοβολεμένη συμπλεγματική ζωούλα τους, σημαίνει ότι η ευρωπαική κ.λ.π. – μεταπτυχιακοδιδακτορική - παιδεία σήμερα δεν καλλιεργεί τον στοχασμό και τον αναστοχασμό, αλλά παραχώνει στο κεφάλι των διδασκομένων ένα σωρό παράσιτα, που επενεργούν έτσι ώστε και τα άτομα να ζουν παρασιτικά.
Το μίσος και ο φόβος νικιούνται μόνον με την γενναιότητα, και η γενναιότητα γεννιέται με την ελεύθερη σκέψη, αλλά δυστυχώς καμιά παιδεία σήμερα δεν καλλιεργεί τη γενναιότητα των ανθρώπων, αντίθετα,  τεχνηέντως και εσκεμμένα καλλιεργεί την δουλοπρέπεια. Η πλήρης δουλοκτητική κοινωνία είναι πολύ κοντά μας. Και η απλή ψυχολογία μας λέει  πως οι σκλάβοι  μισούν θανάσιμα τους άλλους σκλάβους και γι΄ αυτό προτιμούν μαζικά την αγκαλιά του πατέρα - αφέντη τους.
Συνεπώς  το κομουνιστικό τσιτάτο… / Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν τίποτα εκτός από τις αλυσίδες του …/ δεν μπορεί να λειτουργήσει, γιατί οι αλυσίδες είναι το πιο πολύτιμο στοιχείο για όλους εκείνους που τους έχουν ήδη πείσει πως μόνο οι αλυσίδες τους δένουν αδιατάρακτα με το ασφαλές και ατσαλάκωτο, έστω και υποτελές, πεπρωμένο τους.

*Αλέξανδρος Αραμπατζής


 Ο Αλέξανρος Αραμπατζής γεννήθηκε στη Δράμα το 1961. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στη Δράμα. Λογοτεχνικά και κριτικά κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε πολλά περιοδικά ("Διαβάζω", "Μανδραγόρας", "Λέξη", "Παρέμβαση", κτλ) ενώ συγκαταλέγεται στους τακτικούς εισηγητές του Συμποσίου Ποίησης στην Πάτρα. Είναι πατέρας δύο παιδιών.




"Μουσική και Αρχαίος Ελληνικός Λόγος" του Αντώνιου Κ. Λάβδα


Περίληψη της μελέτης του Αντώνιου Κ. Λάβδα*

επιμέλεια: Αλέξανδρος Α. Λάβδας**

















Πρώτη δημοσίευση περιοδικό  "Αρχαιολογία" Φεβρουάριος 1985



----------------------------------------------




**Αλέξανδρος Α. Λάβδας, MSc, PhD (UCL)

a_lavdas@yahoo.com

Ναπολέοντας Λαπαθιώτης "Πώς γράφω"


Και πρώτα-πρώτα, μπορώ απόλυτα να βεβαιώσω, πως δεν εργάστηκα ποτέ μου δίχως κέφι. Λέγοντας «κέφι» εννοώ την ειδική κατάσταση εκείνη, που οι παλιοί ρομαντικοί αποκαλούσαν «έμπνευση», «οίστρον», «εμπνοή» και «θείαν Έξαρση»,— και που δεν εί­ναι, παρά μια συναισθηματική υπερδιέγερση (κάτι αναμεταξύ ενθουσιασμού και νοσταλγίας), εκείνο, ίσα ίσα, που ο λαός αποκαλεί, ίσως επιτυχέστερα, «μεράκι». Χωρίς αυτό δεν έπιασα την πένα, μέχρι σήμερα, —ούτε καν γι’ απλήν αντιγραφή, ούτε και στις δύσκολες σημερινές συνθήκες. Ποτέ δεν έγραψα,— δεν το μπορούσα δηλαδή, ακόμα και να το ’θελα, και πολλές φορές το θέλησα πολύ —ούτε «κατά παραγγελίαν», ούτε «υπό την πίεσιν ανάγκης»… Πρόχειρα, «στο γό­νατο», δεν έγραψα ποτέ μου.
Πρωί, απόγεμα ή βράδυ, μου ήταν αδιάφορο. Αυτό το κέφι, δε λογάριαζε την ώρα. Άλλες φορές, για να το προκαλέσω τεχνητά, προσέφευγα στη μουσική, παίζοντας πιάνο. Και κάποτε αργότερα, και στα ναρκωτικά. Αλλ’ αυτό,— μιλώ για «τότε», πάντα— κατά πολύ μεγάλα διαστήματα. Εργάζομαι αργά, προσεχτικά, ζυγίζοντας τες λέξεις, και δεν προχωρώ, ποτέ, στην παρακάτω φράση, αν, αυτή που έγρα­ψα, δε με ικανοποιεί, με κάποιον τρό­πο. Πολλές φορές, ωστόσο, αφήνω κε­νούς χώρους, για να τους συμπληρώ­σω υστερότερα, όταν θα βρω την πιο καλή μου διατύπωση. Κι όταν την πετύχω μια φορά, έτσι καθώς τη θέ­λω, χαίρομαι σαν το Σκοπευτή, που πετυχαίνει στη σκοποβολή του. Άλ­λοτε, όταν ήμουνα παιδάκι, έκανα τρέλες, σφύριζα, πηδούσα, τραγου­δούσα. Δυστυχώς τώρα, δεν μπορώ να τα κάνω… δεν προσχεδιάζω ποτέ τίποτε: Ό,τι φέρ’ ή ώρα κι η στιγμή. Πολλές Φορές, για μια φράση, που μου άρεσε, είτε για ένα στίχο, —της αρχής, της μέσης ή του τέλους— έ­γραψα ολόκληρο διήγημα, ή ποίημα. Τώρα τελευταία, συνήθιζα πολύ να γράφω όρθιος: έχω φκιάσει ένα όρ­θιο γραφείο, σαν τ’ αναλόγια τα εκκλησιαστικά, ειδικά γι’ αυτή την εργασία. Και τούτο, γιατί βηματίζω πολύ, γράφοντας, και με κουράζει το να σηκωνοκάθομαι, στο συνηθισμένο μου γραφείο.
Ό,τι γράφω, μ’ ενθουσιάζει, μια στιγμή, —αλλά σέ λίγο, γρήγορα (και κάπως πολύ γρήγορα, αλίμονο!) μου φαίνεται ασήμαντο, μηδαμινό, γελοίο… Κι η εντύπωση αυτή μού μένει για καιρό. Πέρασαν χρόνια, κά­ποτε, για να μπορέσω να το δω με μάτια αμερόληπτα, — κι ίσως ποτέ, αυτό το τελευταίο, να μην το κατόρθωσα απόλυτα! Είν’ ένα δυστύχημα για μένα, το να μην εκτιμώ τα όσα γράφω… Αλλά και δε σκίζω ποτέ τί­ποτε : τ’ αφήνω,— και γιατί τ’ αφήνω, τάχα;…
Έχω φυλάξει, έτσι, ένα πλήθος παιδικά χειρόγραφά μου, μόνο και μόνον επειδή λυπήθηκα, από τότε, να τα καταστρέψω… και για τον ίδιο λόγο, κι εξακολουθώ να τα κρατώ. Τίποτε δεν εκτιμώ, — κι ωστόσο, τ’ αγαπώ…
Άλλη μου συνήθεια, για χρόνια, ήταν να σημειώνω σε χαρτάκια, τις νύχτες, που γυρνούσα, —ήμουν, καθώς είναι γνωστό, ο θρυλικός ξενύ­χτης!— ό,τι μου κατέβαινε, —στίχους, σκέψεις, φράσεις— στα συνοικιακά καφενεδάκια, και στα εστιατόρια, όπου μ’ οδηγούσαν κάθε βράδι, τ’ ά­σκοπα, τα πλάνα βήματά μου… Κι απ’ αυτά, ελάχιστα χρησίμεψαν κα­τόπι.
Πρωτόγραψα πολύ μικρός, σε ηλικία εφτά-οχτώ χρονών: είν’ ένα ποί­ημα, —ας το πούμε «ποίημα»!— με πατριωτικό περιεχόμενο, γραμμένο σ’ ένα λεύκωμα μεγάλο, μαζί με ζω­γραφιές, χαλκομανίες, και με διάφορα χρωματιστά μολύβια και κραγιόνια… Κι από τότε… δε σταμάτησα να γράφω! Κι ως τη στιγμήν αυτή, που χαράζω τις γραμμές μου τούτες, εξα­κολουθώ πιστά να γράφω…
Όσοι διαβάζουν, ας με συγχωρή­σουν! Εγώ, ωστόσο, όπως συμβαίνει στις μεγάλες τις αγάπες, που δε μας είναι δυνατόν να ζήσουμε, μήτε μ’ αυτές, μήτε χωρίς αυτές, — δεν το συγχώρησα, ποτέ, στον εαυτό μου! Κι ας ήταν απ’ τις λίγες μου χαρές, μέσ’ στη ζωή…
(23.12.43) ΝΑΠΟΛ. ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ


Δυστυχώς η φωτογραφία κόβει το κάτω κάτω μέρος της σελίδας.
Αν ενδιαφέρεστε να δείτε το τελικό έντυπο αποτέλεσμα, το ποίημα δημοσιεύτηκε στις 15 Μαΐου 1930 στη Νέα Εστία, και αργότερα στην επιλογή του 1939, με αλλαγμένον ή μάλλον μεταφρασμένο τον τίτλο (Εκ βαθέων αντί για De profundis) ως εξής:
Λυπήσου με, Θε μου, στο δρόμο που πήρα,
χωρίς, ως το τέλος, να ξέρω το πώς
-χωρίς να ’χω μάθει, με μια τέτοια μοίρα,
ποιο κρίμα με δένει, και ποιος ο σκοπός!

Λυπήσου τα χρόνια που πάνε χαμένα,
προτού η νύχτα πάλι βαριά ν’ απλωθεί,
ζητώντας τους άλλους, ζητώντας και μένα,
ζητώντας εκείνο που δε θα βρεθεί!

Λυπήσου όλα κείνα που πάνε του κάκου,
γιατί έτσι τους είπαν πως είναι γραφτό,
και γίνουνται χώμα, στα βάθη ενός λάκκου,
χωρίς να γυρέψουν το λόγο γι’ αυτό!

Λυπήσου κι εκείνα, λυπήσου και μένα,
-και μένα, που πάω με καρδιά στοργική,
ζητώντας μια λύση, σε πράματα ξένα,
που δεν έχουν, Θε μου, καμιά λογική…

Λιγάκι να κάνω πως κάτι με σέρνει,
λιγάκι να φέξει, μες στα σκοτεινά,
κι αμέσως η μοίρα μού το ξαναπαίρνει,
κι αμέσως η μοίρα γυρίζει ξανά…

Λυπήσου με, Θε μου, στην απόγνωσή μου,
λυπήσου τη φλόγα που μάταια σκορπώ,
-λυπήσου με μες στην αγανάκτησή μου,
να ζω δίχως λόγο και δίχως σκοπό…