επιμέλεια άρθρου Νότα Χρυσίνα
Ο Αυστριακός Thomas Bernhard γεννήθηκε στην Ολλανδία το 1931. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Βαυαρία, στη Βιέννη και στο Σάλτσμπουργκ, όπου σπούδασε τραγούδι, βιολί και μουσικολογία. Ένα μέρος των νεανικών του χρόνων, τα οποία και περιέγραψε σε μια πεντάτομη μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, το ζει στο σανατόριο. Το 1957 δημοσιεύεται η πρώτη ποιητική συλλογή του. Με το πεζογραφικό και το θεατρικό του έργο (άγνωστο, σε μεγάλο βαθμό, στην Ελλάδα), ο Bernhard ασκεί οξύτατη κοινωνική κριτική στην πατρίδα του. Το 1970 τιμάται με το Georg Buchner, το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Δυτικής Γερμανίας. Ο Thomas Bernhard πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου 1989 στο σπίτι του, στην Άνω Αυστρία.
Ο Μπέρνχαρντ συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο διακεκριμένους γερμανόφωνους συγγραφείς του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα.
Ήταν διεθνώς αναγνωρισμένος καθώς τα περισσότερα από τα μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Υπήρξε, επίσης, και ένας παραγωγικός θεατρικός συγγραφέας. Ωστόσο, τα θεατρικά του έργα διαβάζονται ως φιλοσοφικοί στοχασμοί. Οι χαρακτήρες του δουλεύονταν σε ολόκληρη την διάρκεια της ζωής του σε ένα διαρκώς εξελισσόμενο βιβλίο που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ καθώς ασχολήθηκε κατ' επανάληψη με θέματα κυρίαρχα όπως η αυτοκτονία, η τρέλα και η εμμονή και οι ήρωές του είχαν μια σχέση αγάπης-μίσους με την Αυστρία, όπως και ο ίδιος ο Μπέρνχαρντ (Bernhard). Η πεζογραφία του ήταν ταραχώδης αλλά νηφάλια την ίδια στιγμή, με φιλοσοφικές προεκτάσεις στο παρασκήνιο, με μουσικό ρυθμό και άφθονο μπλακ χιούμορ.
Άρχισε να δημοσιεύει το 1963, το πρώτο βιβλίο του είχε τίτλο "Παγωνιά". Το τελευταίο δημοσιευμένο βιβλίο του εμφανίστηκε το 1986, με τν τίτλο «Αφανισμός». Μερικά από τα πιο γνωστά έργα του είναι: "Ο Αποτυχημένος" (όπου μυθιστορηματοποιεί τον Γκλεν Γκουλντ), "Διόρθωση" και "Ξύλευση".
Ο λόγος του είναι παραληρηματικός κοινωνικά καυστικός για την παρακμασμένη δυτική κοινωνία.
Οταν το 1968 του απονεμήθηκε η υψηλότερη λογοτεχνική διάκριση του αυστριακού κράτους (Litteraturstaatspreis), διάλεξε να πει μπροστά στα μέλη της κυβερνήσεως: «Είμαστε Αυστριακοί, είμαστε απαθείς. (...) Δεν έχουμε να πούμε τίποτα πέρα από αυτό: είμαστε άθλιοι και η ίδια μας η εικόνα μας κάνει βορά μιας φιλοσοφικής, οικονομικής, μηχανικής ομοιομορφίας. (...) Κατοικούμε τα τραύματά μας, φοβόμαστε, έχουμε κάθε δικαίωμα να φοβόμαστε, βλέπουμε ήδη, ακόμη και αν είναι από μακριά θολό, το τεράστιο περίγραμμα του φόβου. (...) Δεν αξίζει να ντρεπόμαστε, δεν είμαστε όμως τίποτα και δεν αξίζουμε τίποτα άλλο από το χάος».
Επίσης, ο λόγος του έχει μουσικότητα καθώς δημιούργησε έναν λεκτικό ρυθμό πλάθοντας λέξεις που επανέρχονται με τον τρόπο των λάιτ μοτίβ.
Οι χαρακτήρες του ιδιότυποι και ψυχικά εμμονικοί έως αλλόκοτοι, σχεδόν τρελοί.
Οι πρώτες εμφανίσεις του έργου του Τόμας Μπέρνχαρντ στην Ελλάδα οφείλονται στον Αλέξανδρο Ισαρη, ο οποίος μετέφρασε το μυθιστόρημα «Μπετόν» το 1987 για τις εκδόσεις Αξιός/Β, και στον Δημήτρη Βάρσο, που απέδωσε στα ελληνικά τον «Ανιψιό του Βιτγκενστάιν» για τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας το 1989. Τέσσερα χρόνια μετά οι εκδόσεις Αγρωστις παρουσιάζουν «Το ασβεστοκάμινο» σε μετάφραση Ιακώβου Κοπερτί. Αμέσως μετά τη σκυτάλη παρέλαβε ο Βασίλης Τομανάς, ο οποίος έχει μεταφράσει ως σήμερα τρία σημαντικά έργα του Τόμας Μπέρνχαρντ για τις εκδόσεις Εξάντας. Πρόκειται για την κωμωδία όπως ο ίδιος ο συγγραφέας τη χαρακτηρίζει «Παλιοί Δάσκαλοι», κωμωδία της τέχνης, των καλλιτεχνών, των συγγραφέων, των φιλοσόφων και των συνθετών, που λειτουργεί ως απομυθοποίηση του θαυμασμού απέναντι στους δημιουργούς.