Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΕΖΑ του ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΔΗΜΟΥ



Edward Hopper



Ο Γυναικείος Ανθρωπολογικός Σου Κύκλος-

Απ' τα ηφαίστεια της ζωής η σκόνη που αιωρείται και κάθεται στον Εαυτό γκρίζα Ανίας στάχτη- τη Βίωση Προσώπου μας με παρρησία αρνείται κάγκελα έξαλα βαριά γδέρνει στο βλέμμα μ' άχτι: πως είχες κλείσει πίστευες τον Κύκλο ως Γυναίκα,- πως κάθε κλίση με μορφή Σώματος και Ονείρων είχε ανήλιαγα ταφεί σ' ωράρια και γρανάζια μιας κοινωνίας και θεσμών που θα υπολογίζει μ' ακρίβεια μαθηματική τα πάθη των ψυχών μας, θα επιτρέπει κάθε τι που την Ανία παράγει, στο μέτρο που τον εαυτό μες σε κελιά θα πνίγει- και κάθε δόλια Τεχνική που θα εξολοθρεύει τον Εαυτό που εφάπτεται στα Άνθη της καρδιάς σου,- σ' αυτό που η Φλόγα σου ζητά τις νύχτες του Χειμώνα,-- πικρά-πικρά με βία ζητά τον Τάφο να ανοίξει, το άφημα του Σώματος και της Ψυχής να σπάσει, την Επιμέλεια-Εαυτού πάλι γλυκά να γλείψει,- Ανθοφορία,-- δεν θάφτηκες, ο σπόρος σου Ανθίζει! Μες στην "κανονικότητα" που η Σιωπή επιβάλλει, μες στη διαμεσολάβηση, στο θάμπος της βιτρίνας, στα "πρέπει" της παραγωγής και στ' αποστειρωμένο άγαλμα πάγου και χλωμό μιας βίαιης ρουτίνας, των σχέσεων "δούναι-λαβείν" που μάταια ορίζουν μια ψευδεπίγραφη ένωση και πήλινη πορεία,- θα σε φιλάω Μυστικά κι ένοχα θ' ανατρέπω όλη τη δέσμη φυλακών που απλώθηκε Εντός σου, τεχνοκρατίας ιαχές που στοίχειωσαν τη Μνήμη,- στο βλέμμα μου θα πυρπολείς κάθε κουφάρι σήψης,-- τ' Απρόσμενο είναι προσευχή και Ευλογία συνάμα, έμπειρος Τέχνη πού 'ρχεται άγνωστος Οδοιπόρος και σαγηνεύει άσπιλα κάθε μας δεδομένο: Τώρα η Στιγμή κι ο Χρόνος μας, Εσώτερος, Δικός μας,- έναν πρωτόγονο παλμό θα σπρώχνω στην Καρδιά σου, Σαμάνος Άγριος,- Ποιητής, που την Α-λήθεια "δείχνω", στην πλάτη δεν φοβήθηκα για να σε κουβαλήσω, γυαλιστερά ποδήματα μ' άγρια χαρά να βρέξω, τι ευτυχία να μπορώ μαζί σου να λερώσω,- σ' άγρια ρέματα-φωλιές, δάση οξιάς και πεύκου-- γυαλιστερά προγράμματα σ' έμπυρη Τέχνη καίμε,- παράλληλα στο Χείμαρρο, φοβάμαι να μη πέσεις:
όχι να σώσω ως Σωτήρ, μα να σωθώ μαζί σου!

(Η Ανθοφορία του Εαυτού δεν κλείνει ποτέ τον Κύκλο της,-- είναι αυθεντική Φωτιά, στάχτη γεμάτη κάρβουνα που καίει τα πιο παγωμένα άγκιστρα...)



____________________________________________________________________

Καμουφλάζ

Έβαλα τα χέρια μου στην έμμηνη σου- και στο πρόσωπό μου Ρήση-Προσωπείο έβαψα- όπως καρναβαλιστές αρχαίοι στα Σατουρνάλια βάφαν πρόσωπά τους μ' αίμα λύκου για να βρουν ξανά τα ένστικτα που απώλεσαν για να βρουν Ελευθερίες για να βρουν τη Δύναμη- που οι καθηκοντολογίες κατέσκαψαν.



_________________________________________________________________________

-Δύσκολη Νύχτα-

Σιωπηλές νύχτες,-- φώτα μεγάπολης, ψυχροί φάροι που αναβοσβήνουν βουβά: παλμοί που πέφτουν σ' αργή αρρυθμία,- απομόνωση λούστρινων Ονείρων,-- η σκέψη και ο πόθος ουρλιάζουν, επιτακτική ανάγκη του Τώρα,- απόδραση,-
ο Φόβος-Αράχνη στους τοίχους καμουφλάρεται: πλάθει ιστούς για να συλλάβει λεπτεπίλεπτους πόθους,- την αέρινη ένσταση, αποδράσεις,-- άγρια πτήση φτερών στην πλατούλα σου,-- ινδιάνικη ονειροπαγίδα στο απεριόριστο του τοίχου:
τη Ζωή κυκλώνει,-- διαμεσολαβήσεις, τη νεκρανάσταση, την "αγία οικογένεια", σύληση του τάφου των Μνημών,-- θα επιβιώσεις,-- μην αρνείσαι την Άρνηση,-
οραματισμοί κι εκτόνωση της Ανίας,- μουδιασμένη,-- εμπεριστατωμένη τριβή της ψυχής στην Τεχνική,- λέξεις θαμμένες σε τσιμεντένια κελιά διαμερισμάτων, φόβοι-αράχνες με ιστούς φωσφορίζοντες, δύσκολη Νύχτα,..
Μποτιλιάρισμα της ψυχής,- μη λυγίσεις,- το βλέμμα στο πευκόδασος του Παιδιού,-- κάπου μακριά κι απόκρυφα,- στη δική μας Νύχτα και καλημέρα,- όπου οι αράχνες είναι ζωηροί σαρανταπόδαροι,-- ποδοπάτησαν του φόβου το καλούπι...



_______________________________________________________________________

Όταν το κλειδί της καθημερινής φυλακής σπάσει στην τσέπη μας, όταν οι δείκτες ρολογιών δεν θα προβάλλουν αριθμούς και ωράρια, αλλά βιώσεις ανθρωπολογικών αβύσσων,- όταν οι φωτογραφίες θά 'χουν αντικατασταθεί από το οξύθυμο άρωμα της βροχής, του χιονιού, της σάρκας και της ανάσας,- όταν ο ορίζοντας γίνει τσουνάμι πάνω στα κτίρια, το μπετό, τις κεραίες και τα συρματοπλέγματα, όταν δεν θα περιμένει κανείς τα καλοκαίρια για να νιώσει τη φωτιά μέσα του, τότε ο χρόνος δεν θα υπάρχει, αλλά θά 'χει ενσωματωθεί στην περατότητά μας... f*

__________________________________________________________________________________

Φωτογραφία και μπιζέλι:

Μού 'δειξες τη θολή φωτογραφία, χρόνια και άχθη φέρει πάνω της-
αγκίστρια-
ακόμη πιο καθάρια από του Τώρα χρόνια:
εσύ,- κοριτσάκι,- παιδί,- κουρεμένα μαλλιά σαν αγόρι: για να δυναμώσουν ρίζες,
για να δυναμώσουν καημοί,-
για να δυναμώσουν δάκρυα- κοντοί καστανόξανθοι ανεμόμυλοι, το χαμόγελο του πατέρα,- το σκυλάκι ανήμερο κοντά σας,- έξω απ' το ηπειρώτικο τοιχίο του σπιτιού:
κι ένιωθα Εσένα, ένιωθα τον πατέρα, άκουγα τον Φίλο να γρυλίζει,- μέχρι και την πέτρα π' αλυχτούσε
Μέσα μου αισθανόμουν- του τοίχου,-- ζεστοί και θολοί σχιστόλιθοι, για να εξάψουν Φαντασία κι Όνειρο:
σαν το μπιζέλι που το νιώθει η κεφαλή 
κάτω από χίλια μαξιλάρια!
Χίλια χρόνια, χίλιες ανακατατάξεις:
επάλξεις-
Ανθοφορίας στη Ροή σου:
μα εγώ αισθάνομαι την πέτρα των μαστόρων,
το παιχνίδι σου με το σκύλο,

το γέλιο του πατέρα!

---------------------------------------------------------------


Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ (Στρατευμένη Τέχνη ή "Τέχνη για την Τέχνη")... f* Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ (Στρατευμένη Τέχνη ή "Τέχνη για την Τέχνη")
Τυχεροί όσοι γνώρισαν, γνωρίζουν ή θα γνωρίσουν τον Έρωτα της Συνοχής και της Αυτάρκειας, της Μοναδικότητας και του Ανεπανάληπτου, όταν ο Έρωτας αυτός -πάντα με έψιλον κεφαλαίο, για να τον διαχωρίσω από τον έρωτα με μικρό έψιλον- αποτελεί Τέχνη από μόνος του («l' art pour art»), με εσωτερική συνοχή και αυτάρκεια' δεν βρίσκεται στην υπηρεσία κανενός σκοπού έξω από τον εαυτό του, δεν υπηρετεί το "αλλότριο", στέκει έξω από Αναγκαιότητα και Εξουσία, δεν αποσκοπεί σε δίκτυο Μέσων όπως η στρατευμένη Τέχνη που αναφέρεται σε πτυχές του κόσμου της διαμεσολάβησης εκτός από τον πυρήνα της ίδιας της δημιουργίας!
Είναι ο Έρωτας στην καθαρή του μορφή, η βίωση της καθαρής Ομορφιάς, δίχως αυτή η θέαση να φέρει το φαντασιακό της Ουτοπίας,- αλλά τον ρεαλισμό μιας Ανθρωπολογίας των Προσώπων και της Αμεσότητας στο Εδώ και Τώρα!
Δεν υπάρχει ιδιοκτησιακή κτητικότητα του Προσώπου κεκαλυμμένη από χαμόγελα, συμβόλαια και ευφημιστικές έννοιες κάλυψης! Δεν υπάρχει σκοπιμότητα πέραν του Έρωτα για τον Έρωτα, πέραν των προσφορών στο μότο «l' art pour art»,- δεν υπάρχει ταξική, συγγενική, φυλετική, ιστορική αναγκαιότητα, αλλά παιδαγωγική τριβή και ερωτική Παιδεία, η ύψιστη των ανθρώπινων κοινωνικών αλληλεπιδράσεων,- δεν υπάρχει Σιωπή και καταρράκτες Απώθησης που δηλητηριάζουν,- δεν υπάρχει αλλότριος "ρόλος" πέρα από τη θαρραλέα και υπαρξιακή ευθύνη του Ήθους που συνειδητά επιλέγεται και δεν διαπραγματεύεται τα δόγματα της μάζας, τις υστεροβουλίες, τις ανταλλαγές και τους φθόνους της, τις διαμεσολαβήσεις και την εμμεσότητά της...
Ο Έρωτας στην ΚΑΘΑΡΗ του μορφή. Στην αυτονομία και Αυτάρκειά του! Σπάνιος όσο ένας Μαύρος κύκνος, αλλά κρύβεται εκεί στις συναντήσεις των Προσώπων και αναπνέει σιωπηλά!
Μακάριος όποιος γέυτηκε αυτόν τον καρπό, γιατί είδε Ακριβώς τι ΕΙΝΑΙ Έρωτας! Γιατί βίωσε τη διαφορά σεξουαλικότητας και Ερωτικής σαρκικότητας, τη διαφορά μεταξύ Συμβολαίων και ΕΞΕΓΕΡΣΙΑΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ!
Αποφάσισα να ξοδέψω το ανθρώπινο κεφάλαιό μου ως σπονδή σε ότι πιο κρυστάλλινο μπορεί να βιωθεί από τις διαβαθμίσεις της Δύναμης του ψυχοφυσικού μου βλέμματος!
Πώς μπορεί λοιπόν αυτός ο κόσμος της ανθρωπολογικής αυτονομίας να συγκριθεί με τους ρηχούς κόσμους των ειδώλων των ανθρώπων;!

______________________________________________________



Η Ελευθερία, η Δύναμη και Αυθεντικότητα είναι πάντα αυτοαναφορικές με την έννοια ότι χτίζουν διαλεκτικά τα δικά τους σχήματα, έξω από την ψευδεπίγραφη κανονικότητα του κυρίαρχου εργαλειακού λόγου. Όταν αποφασίζουμε ως Κόσμος-Μέσα-Στον-Κόσμο να μην αναφερόμαστε σε εξωτερικά σχήματα παρά στην πράξη του Εαυτού μας και στο βάθος της αυτοαναφοράς της κατάστασής μας αυτοκαθορίζόμαστε και δεν ετεροκαθορίζόμαστε! Όταν οι εργαλειακοί άνθρωποι (μάζα) επιχειρούν να δικαιολογήσουν τις πράξεις και τη στάση του αυτοκαθοριζόμενου Άλλου τοποθετώντας απλά χαλάκια, προσωπεία, εργαλειακές δικαιολογήσεις και εργαλειακά παυσίπονα πάνω στην α-λήθεια της Πράξης, τότε διαπιστώνεις ότι δεν διαθέτουν τη Δύναμη να κατακτήσουν το αυτοκαθοριζόμενο βλέμμα ακριβώς γιατί θα τρόμαζαν με την ίδια τους τη ζωή! Οι ψυχολογικοποιήσεις και δικαιολογήσεις είναι η άμυνα απέναντι στον διάχυτο φόβο και κυρίαρχο λόγο που εσωτερίκευσαν! Ποιοι μπορούν πλέον να ζούνε στη λήθη έτσι όπως όλοι οι άνθρωποι βολεύονται στον καθημερινό ζωντανό θάνατο που έχει λάμψη; Πολλοί! Όχι, όμως εμείς! Κοιτάζουμε κατάματα την Ύπαρξή και αγκαλιάζουμε την Α-λήθεια (το ξύπνημα από τη Λήθη) όσο βάρος κι αν έχει: το αγκάλιασμα αυτό θα μετουσιώσει την τραγικότητα σε μια ανώτερης ποιότητας και βαθύτητας Ελευθερία και Δύναμη! Η ιουδαιοχριστιανική ταμπέλα της ενοχής, της καθηκοντολογικής σε εξωτερικότητες "ευθύνης" υπήρξε, όπως ανέλυσε ξεκάθαρα ο Νίτσε, το όχημα των αδυνάτων για να επιβληθούν στους Δυνατούς με ευφημιστικό τρόπο,- για να αλλοτριώσουν τη θέληση για ζωή, για να γίνει η ζωή η αναμονή των τάφων! Πράγματα απλά, αρκεί να έχει κανείς τον Ηρωισμό να τα δει: και αναμένουμε τον Ηρωικό άνθρωπο όχι στη θεωρία, αλλά στην πράξη! Ετοιμάζουμε τις αποσκευές μας για νέες αχαρτογράφητες περιοχές εκεί όπου για τους περισσότερους ένας προβλέψιμος χάρτης είναι η ασπιρίνη και το Ζάναξ τους! Βολευόμαστε σε μια κατάσταση που εξυπηρετεί τους πάντες και περιμένουμε τον θάνατο να έρθει. Αν αυτή είναι η επιλογή σας, λυπάμαι, αλλά αφήνω το νεκρό αυτό κόσμο χάρισμα στις μαριονέτες σας, τραβώντας το δικό μου δρόμο! Και όταν φτάνει η στιγμή για το πως έζησα, πώς υπήρξα, σε αναφορά όχι με ο,τι δεν έχει σημασία, αλλά σε αναφορά με ο,τι μετράει για την Αυθεντική και ουσιαστική Ύπαρξη, για τις επιλογές ζωής, δεν θα πω "μετανιώνω" για όσα μπόρεσα να "ζήσω" αλλά δεν έζησα στην ουσία Αυθεντικά... ΟΛΙΚΗ ΜΕΤΑΣΤΟΙΧΕΙΩΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ, ΟΛΙΚΗ ΜΕΤΑΣΤΟΙΧΕΙΩΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΔΟΜΟΥΜΕ, ΟΛΙΚΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ, ΟΛΙΚΗ ΜΕΤΑΣΤΟΙΧΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ, ΟΛΙΚΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ!



Ο Δημήτρης Δήμου κατάγεται από τα μαστοροχώρια της Κόνιτσας. Μεγάλωσε στην Καστοριά, κρατώντας άμεση επαφή με τον χώρο καταγωγής του. Σπούδασε Φιλοσοφία στη Φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και ταξίδεψε. Κανένα μαζικό σύστημα δεν εκφράζει τη σκέψη και πράξη του ,έτσι και το ερωτικό συναίσθημα που αφιερώνει στα ποιήματά του είναι αντισυστημικό, κριτικό, κοινωνικό και υπαρξιακό. Γράφει για την υπέρβαση του ίδιου του έρωτα προς τον Έρωτα, την υπέρβαση της ίδιας της τέχνης από τη ζωή ως Τέχνη. Η κύρια γραφή του είναι η φιλοσοφική κοινωνική κριτική, ενώ τα ποιήματα δεν εκφράζουν παρά το σταυροδρόμι της πράξης του. Η φύση είναι ο χώρος της αυτονομίας.

Η γνωσιολογία των συλλογικών ταυτοτήτων. Οι νεώτερες προσεγγίσεις και η ελληνική ταυτότητα.

γράφει ο  Γιώργος Κοντογιώργης*



1. Το έθνος ως έννοια α. Η κρατούσα άποψη θεωρεί ότι η έννοια του έθνους «αποτελεί σχετικά σύγχρονο δηµιούργηµα και µια κοινωνική οντότητα µόνο στον βαθµό που παίρνει τη µορφή του σύγχρονου εδαφικά προσδιορισµένου κράτους, δηλαδή του ‘εθνικού κράτους’». «Όλα τα έθνη είναι σχετικά πρόσφατα και σχετικά τεχνητά δηµιουργήµατα. Αυτό ισχύει και για το ελληνικό έθνος που δεν υπήρχε πριν από τον 19ο αιώνα». Η έννοια του «ελληνικού έθνους» δεν αποτελεί σε τελική ανάλυση παρά (τεχνητό) δηµιούργηµα του νεοελληνικού κράτους-έθνους. Εποµένως, τα έθνη που ισχυρίζονται ότι προϋπήρξαν του «κράτους-έθνους έχουν µία ψευδή αντίληψη του ιστορικού παρελθόντος» 1 . Η άποψη αυτή, την οποία συνοψίζει ο Έρικ Χοµπσµπάουµ ανεξαρτήτως των επιµέρους διαφοροποιήσεών της, αποδέχεται ότι το έθνος αποτελεί στις χώρες του “κέντρου” τεχνητή κατασκευή, ή, αναλόγως, επινόηση2 και, υποθέτω, σε ότι αφορά στην «περιφέρεια», φαντασιακή πρόσληψη 3 , που της µετακενώθηκε από το «κέντρο». Μία βελτιωµένη εκδοχή του δόγµατος αυτού, ανάγει το έθνος ως έννοια στις διεργασίες που συνέβησαν, σε ό,τι αφορά στις µεταµορφώσεις του κράτους, από την εποχή του Διαφωτισµού και οι οποίες απέληξαν στη διαµόρφωση του κράτους έθνους. Οπωσδήποτε όµως δεν αφίσταται από τη θεµελιώδη παραδοχή ότι το κράτος συγκροτεί το έθνος. Από το επιχείρηµα της «σχολής» αυτής συνάγουµε ότι το έθνος δεν θεωρείται αυτοφυές και, εποµένως, συµφυές γνώρισµα του κοινωνικού γεγονότος, αλλά «εµφύτευµα» που εγκατέστησε το κράτος στο µυαλό της κοινωνίας, και σκοπόν έχει την άντληση της συναίνεσής της ή, αλλιώς, νοµιµοποίησης στο σύστηµα της πολιτικής κυριαρχίας που διακινεί. Συναρτάται, εποµένως, µε την αντίληψη ότι το κράτος αποτελεί το ταυτολογικό ισοδύναµο της πολιτείας. Ώστε, το κράτος αυτό, στο µέτρο που µονοπωλεί, τελικά, το πολιτικό σύστηµα, αναλαµβάνει εξ ολοκλήρου και την ευθύνη του δηµιουργήµατός του, του έθνους. Το κράτος, εν προκειµένω, αυτοεπενδυόµενο τον φυσικό φορέα του έθνους, αυτοπροσδιορίζεται, επίσης, ως εντολοδόχος της ιδέας αυτής και όχι της κοινωνίας4 . Συµβαίνει, όµως, µε τον τρόπο αυτό, να ακυρώνει το αντιπροσωπευτικό πρόσηµο, που εγγράφει για τον εαυτό του, αφού αναλαµβάνει να ασκήσει αρµοδιότητες που προσιδιάζουν, σε τελική ανάλυση, στις ιδιότητες τόσο του εντολέα (εν προκειµένω του έθνους) όσο και του εντολοδόχου (του έθνους). Υπό το πρίσµα του δόγµατος αυτού, µοιάζει λογική η διαβεβαίωση του Έρικ Χοµπσµπάουµ ότι, εάν το συγκεκριµένο κράτος εκλείψει – και ουσιαστικά εάν το πολιτικό σύστηµα αποσπασθεί από το κράτος –, θα πάψει να συντρέχει και ο λόγος γένεσης της ιδέας και, κατ’ επέκταση, ύπαρξης του έθνους. Δεν διευκρινίζει, όµως, γιατί να εκλείψει το κράτος αυτό και τι θα το υποκαταστήσει, αφού θεωρείται δεδοµένο επίσης πως το σύγχρονο πολιτικό σύστηµα είναι δηµοκρατικό. Θα ήταν λογική, ωστόσο, η άποψη αυτή, εάν θα αποδεικνυόταν ορθή η βασική υπόθεση εργασίας, ότι δηλαδή το έθνος ως συλλογική ταυτότητα αποτελεί «νοητική ή φαντασιακή κατασκευή». Υπενθυµίζεται, τέλος, ότι στο νεώτερο κράτος, το έθνος προσεγγίζεται ως µια έννοια αποκαθαρµένη από οποιαδήποτε εσωτερική πολιτισµική πολυσηµία. Με άλλα λόγια, η κοινωνία γίνεται αντιληπτή ως µια πολιτισµικά οµοιογενής και µονογλωσσική κοινότητα. Η προσέγγιση αυτή του έθνους και, κατ’ επέκταση, της κοινωνίας, αποδίδει ουσιαστικά το γεγονός ότι το ίδιο το κράτος κατέχει κατά τρόπο αδιαίρετο το πολιτικό σύστηµα. Ώστε η έννοια της αδιαίρετης πολιτικής κυριαρχίας έναντι της κοινωνίας δεν είναι συµβατή µε την πολυ-πολιτειακή του συγκρότηση. Το έθνος αυτό ορίζεται πολιτικά από το κράτος, στεγάζεται στην επικράτειά του και ιστορείται από τα πεπραγµένα του. β. Θα επιχειρήσω να καταδείξω, από την πλευρά µου, ότι η προσέγγιση αυτή της έννοιας «έθνος» οφείλεται στο γενικότερο γνωσιολογικό έλλειµµα της νεώτερης κοινωνικής επιστήµης, η οποία, αδυνατώντας να επεξεργασθεί µια καθολική γνωσιολογία, ενδύει το παράδειγµά της µε καθολική αξίωση και το προβάλλει ως µέτρο και, εν πολλοίς, πρότυπο ερµηνευτικής αναφοράς. Το έλλειµµα αυτό, συναντάται, ωστόσο, µε την ανάγκη του κράτους να νοµιµοποιήσει ή, εφεξής, να διατηρήσει ανέπαφο το κεκτηµένο της πολιτικής του κυριαρχίας έναντι της κοινωνίας. Η οποία ανάγκη µετατρέπει εντέλει την επιστήµη σε απολογητή του κράτους/πολιτείας. Θα υποστηρίξω, συγκεκριµένα, ότι τεχνητή κατασκευή δεν είναι το έθνος ως συλλογική ταυτότητα, αλλά η ιδέα ότι το έθνος αποτελεί δηµιούργηµα του νεώτερου κράτους και ανήκει σ'αυτό, αντί της κοινωνίας. Θα φανεί ότι, τελικά, το νέο, που συνθέτει την πρωτοτυπία της εποχής µας, είναι η συνεύρεση του έθνους µε το κράτος, στο πλαίσιο µιας ενιαίας επικράτειας. Θα καταλήξω, περαιτέρω, ότι η ενσάρκωση του έθνους από το κράτος, όπως και η ταυτολογία κράτους και πολιτείας, δεν είναι ούτε δεδοµένη ούτε στατική. Απαντάται στην πρωτο-ανθρωποκεντρική φάση που διέρχεται ο κόσµος της νεοτερικότητας. Όπως θα φανεί στη συνέχεια, το εγχείρηµά µου αυτό δεν αποτελεί εφεύρηµα του νου. Αντλεί το πρωτογενές υλικό του από τα δυο ανθρωποκεντρικά παραδείγµατα, του ελληνικού κοσµοσυστήµατος και του νεώτερου, το οποίο αναδύθηκε ως η προέκταση του πρώτου στη µεγάλη κοσµοσυστηµική κλίµακα. γ. Η πρώτη επισήµανση έγκειται στο ότι το έθνος, ως έννοια, είναι όπως κάθε ταυτοτική αναφορά, άρρηκτα συνδεδεµένη µε το ανθρωποκεντρικό γεγονός και, πιο συγκεκριµένα, µε τη συγκρότηση του κοινωνικού ανθρώπου µε όρους ελευθερίας. Ο άνθρωπος διαλογίζεται για το «είναι» του, για την ύπαρξή του, για την κοινωνική του υπόσταση, για τον «άλλον», µόνον από τη στιγµή που βιώνει ένα καθεστώς ατοµικής κατ’ ελάχιστον ελευθερίας. Το έθνος, η σύνολη συλλογική ταυτότητα, όπως και κάθε άλλη ατοµική ή συλλογική ταυτότητα, αποτελεί συµφυές, δηλαδή συστατικό γνώρισµα της ανθρωποκεντρικής κοινωνίας. Η επισήµανση αυτή δεν υπονοεί ότι στις µη ανθρωποκεντρικές κοινωνίες (π.χ. στις δεσποτικές και, ειδικότερα, στις φεουδαλικές) δεν συντρέχουν πολιτισµικές ή άλλες διαφοροποιήσεις. Δηλώνει απλώς ότι εκεί η έννοια της κοινωνίας συνέχεται ταυτολογικά µε το πεδίο της ιδιοκτησίας του δεσπότη. Κατά τούτο, ο δουλοπάροικος δεν διαθέτει ιδίαν ταυτότητα, το «είναι» του ανάγεται στην ταυτότητα του δεσπότη5 . Η θεµελιώδης αυτή επισήµανση είναι από µόνη της αποδεικτική του γεγονότος ότι το έθνος στη νεώτερη εποχή δεν «επινοήθηκε» από το κράτος, αλλά εκκολάφθηκε στο περιβάλλον των ανθρωποκεντρικών θυλάκων της «αναγεννώµενης» Ευρώπης. Το έθνος, στο πλαίσιο αυτό, χρησιµοποιήθηκε αρχικά ως επιχείρηµα, προκειµένου να αµφισβητηθεί η ιδιοκτησιακή πρόσδεση του κράτους στον απόλυτο µονάρχη6 . Αυτό επικαλέσθηκε, επίσης, το κράτος για να επιβάλλει την ανθρωποκεντρική οµοιογενοποίηση της κοινωνίας, µε µέτρο το δόγµα «ένα κράτος, ένα έθνος, µία γλώσσα, κ.λπ.». 7 Το έθνος, ως συλλογική ταυτότητα, ορίζει ένα πολιτισµικό γεγονός, το οποίο συγκροτεί, εντέλει, µία συνείδηση κοινωνίας. Η ταυτότητα ως πολιτισµικό γεγονός, στο πλαίσιο του ανθρωποκεντρισµού, δεν υπονοεί αναγκαστικά την αναγνώριση στον «άλλον» µιας ουσιαστικά διαφορετικής πολιτισµικής ιδιαιτερότητας. Θα έλεγα µάλιστα ότι η εγγραφή του κόσµου των πολιτισµικών συλλογικοτήτων στην ίδια ανθρωποκεντρική κατηγορία ή φάση, αποµειώνει καθοριστικά τις διαφορές, έτσι ώστε να µην αποτελούν εφεξής τη διακρίνουσα παράµετρο της πολιτικής τους βούλησης8 . Όπως και στην περίπτωση του ελληνικού κόσµου, έτσι και στον νεώτερο εθνοκεντρικό κόσµο, η προϊούσα ανθρωποκεντρική ανάπτυξη των κοινωνιών θα οδηγήσει στην απόσειση των διαφορών που αντλούσαν ύπαρξη από τον ιστορικό τους βίο (ενδυµασία, µουσική, νοοτροπίες, ήθη και έθιµα κ.λπ.) και στην προσχώρησή τους σε πρακτικές του βίου και αξίες µε κοινό υπόβαθρο, συνάδουσες µε το νεώτερο ανθρωποκεντρικό κοσµοσύστηµα. Με άλλα λόγια, η ταυτότητα «σηµαίνει» πρωταρχικά τον «άλλον», ως διαθέτοντα ιδίαν οντότητα, δηλαδή προσωπική ή συλλογική «ατοµικότητα» και, κατ’ επέκταση, αυτονοµία ύπαρξης. Ώστε, από τη στιγµή που η ταυτότητα συγκροτεί συνείδηση κοινωνίας, αξιώνει την αυτονοµία της, δηλαδή τη δυνατότητά της να αυτο-καθορισθεί. Κατά τούτο, η ταυτότητα στον ανθρωποκεντρισµό (ατοµική, κοινωνική, πολιτική κ.α.) συνδέεται άρρηκτα µε την ελευθερία. Από την άποψη αυτή, το πολιτισµικό γεγονός της «εθνότητας» µεταλλάσσεται σε «έθνος», στο µέτρο που συγκροτεί συνείδηση κοινωνίας. Εν προκειµένω, η ταυτότητα αποβαίνει «συνεργός» ελευθερίας που µορφοποιείται σε πολιτικό πρόταγµα. Για ποια ελευθερία όµως πρόκειται; Η νεοτερικότητα συνδέει την πολιτική διάσταση του έθνους µε την ατοµική, οπωσδήποτε, ελευθερία – αφού αποτελεί τον ελάχιστον όρο του ανθρωποκεντρικού γεγονότος – κυρίως δε, στο πλαίσιο αυτό, µε την εθνική ελευθερία (την ελευθερία έναντι του εθνικώς «άλλου»). Δεν είναι νοητό για τον νεώτερο άνθρωπο να καθορίζει κάποιος τρίτος την προσωπική του ζωή ούτε να ακυρώνει την ανεξαρτησία της χώρας (του έθνους) του. Δεν συµβαίνει όµως το ίδιο στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο, καθόσον εκεί όπου τα µέλη της κοινωνίας (δηλαδή οι πολίτες) συµβάλλονται µε κοινωνικά υποσυστήµατα (λ.χ. της οικονοµίας) ή µε το σύνολο πολιτειακό σύστηµα, δεν αυτοκαθορίζονται. Η έννοια του αυτοκαθορισµού ή, ορθότερα, της αυτονοµίας – ειδικότερα, σε ό,τι αφορά εδώ στην πολιτική – υποδηλώνει ότι η κοινωνία επενδύεται το σύστηµα, αντί του κράτους, και αποφασίζει για τη µοίρα της9 . Πράγµα που δεν συµβαίνει στην εποχή µας, αφού, όπως ήδη διαπιστώσαµε, την πολιτεία την ενσαρκώνει το κράτος, µε όρους ταυτολογίας10. Εποµένως, τα πεδία της κοινωνικο-οικονοµικής και πολιτικής ζωής εξέρχονται της προβληµατικής του νεώτερου κόσµου για την ελευθερία. Δεν εγγράφονται καν ως πρόταγµα στην κοινωνία. Διαδηλώνουµε για την παραµονή µας υπό καθεστώς εργασιακής εξάρτησης, όχι για την απελευθέρωσή µας από αυτήν. Για να ασκήσουµε πίεση στους κατόχους του πολιτικού συστήµατος όχι για την απόδοσή του σ’ εµάς. Η διανόηση, από την πλευρά της, θα σπεύσει να δικαιολογήσει την επιλογή αυτή, ορίζοντας την ελευθερία, στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο, όχι ως αυτονοµία, αλλά ως δικαίωµα. Παραθεωρεί, εποµένως, το γεγονός ότι το δικαίωµα δεν καθιστά το άτοµο αυτόνοµο, οριοθετεί απλώς το πεδίο της ελευθερίας εκεί όπου αυτή δεν συντρέχει (λ.χ. της ατοµικής ελευθερίας στην περιοχή της οικονοµικής και της πολιτικής εξουσίας). Το δικαίωµα ευδοκιµεί εκεί όπου απουσιάζει η ελευθερία και εκπίπτει όπου επεκτείνεται η ελευθερία.



Από το βιβλίο του Γιώργου Κοντογιώργη,
"Περί έθνους και ελληνικής συνέχειας",εκδ. Ιανός,Αθήνα 2011




* Γιώργος Κοντογιώργης


Ο Γιώργος Κοντογιώργης γεννήθηκε το 1947 στο Νυδρί Λευκάδας. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών και πολιτική επιστήμη στο Παρίσι, όπου έγινε διδάκτορας. (Doctorat d' Etat). Το 1980 έγινε υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ενώ από το 1976 διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρώτος Γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης (1975-1981), Πρύτανης της Παντείου (1984-1990), μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου και του Συμβουλίου Ερευνών του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας (1985-1994), Γενικός Διευθυντής (1985) και Πρόεδρος - Δ. Σύμβουλος (1989) της ΕΡΤ, Υπηρεσιακός Υφυπουργός Τύπου (1993) κ.α. Η συμμετοχή του σε πρωτοβουλίες όπως -μαζί με τον Ι. Κίννα και τον Γ. Νοταρά- για την επανίδρυση της ΕΕΠΕ, η πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση που οργάνωσε από τη θέση του Πρύτανη της Παντείου και οδήγησε στη μετεξέλιξη των πέντε Ανωτάτων Σχολών της χώρας σε Πανεπιστήμια, η επεξεργασία της ιδέας και η εν συνεχεία συμμετοχή του στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πολιτικής Επιστήμης, αποτελούν ενδεικτικές πτυχές μιας δημόσιας παρουσίας που συνάδει επίσης με το στίγμα της "δημοκρατικής άνοιξης" των Μ.Μ.Ε. που ο ίδιος επιχείρησε σε δυο περιστάσεις, από τη θέση του διευθύνοντος την ΕΡΤ. Ο Γ. Κοντογιώργης έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής σε πολλά ξένα πανεπιστήμια, όπως το ΙΕΡ του Παρισιού, του Μονπελλιέ, της Λουβαίν, των Βρυξελλών, του Κεμπέκ, του Τόκιο, της Σαπιέντζα (Ρώμη), της Φλωρεντίας, του Autonoma της Βαρκελώνης, της Μαδρίτης, του Πεκίνου κ.α.
Βιογραφικό
Ο καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης χρημάτισε Πρύτανης του Παντείου Παν/μίου, Πρόεδρος-Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΡΤ ΑΕ και Υπηρεσιακός Υφυπουργός Τύπου και ΜΜΕ. Docteur d’État του Παν/μίου του Παρισιού ΙΙ, Υφηγητής της Νομικής Σχολής του Παν/μίου Θεσ/κης, υπήρξε ιδρυτικό μέλος (και Γενικός Γραμματέας) της Ελληνικής Εταιρίας Πολιτικής Επιστήμης, ιδρυτικό μέλος (και μέλος του Δ.Σ.) του European Political Science Network (EPSNET), μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου (και του Συμβουλίου Έρευνας) του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας, τιτουλάριος της έδρας Francqui του Ελεύθερου Παν/μίου των Βρυξελλών, Διευθυντής Ερευνών στο CNRS της Γαλλίας κ.ά. Είναι επίσης μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου και καθηγητής του Master in European Studies του Παν/μίου της Σιένας, και στη συντακτική ή στην επιστημονική επιτροπή ελληνικών και διεθνών επιστημονικών περιοδικών. Έχει διδάξει σε πολλά ξένα πανεπιστήμια και, επί σειρά ετών, στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού. Είναι αντεπιστέλλον μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας του Πολιτισμού της Πορτογαλίας.


Le professeur Georges Contogeorgis a exercé les fonctions de Recteur de l’Université Panteion, de Président et directeur de ERT (télévision publique grecque) et de ministre intérimaire de la presse et des mass media. Docteur d’État de l’Université de Paris ΙΙ, il a été maître de conférence de la Faculté de droit de l’Université de Thessalonique, membre fondateur (et Secrétaire Général) de l’Association Hellénique de Science Politique, membre fondateur (et membre du C.A.) du European Political Science Network (EPSNET), membre du Conseil supérieur (et du Conseil de recherche) de l’Institut universitaire européen de Florence, titulaire de la chaire Francqui de l’Université Libre de Bruxelles, Directeur de recherches au CNRS etc.. Il est également membre du conseil scientifique et professeur du Master in European Studies de l’Université de Sienne, et de la commission éditoriale et scientifique de revues scientifiques grecques et internationales. Il a enseigné dans de nombreuses universités étrangères, et pendant des années à l’IEP de Paris. Il est membre de l’Académie Internationale de la Culture du Portugal. 

George CONTOGEORGIS, Docteur d’Etat (University of Paris) is Professor of Political Science at Panteion University of Athens. Rector of Panteion University (1984-1990), Secretary General of the Hellenic Association of Political Science (1975-1981), member of the High Council and Research Council at the European University Institute of Florence (1985-1994), twice President-General Director of the Hellenic Broadcasting Corporation (1985, 1989), Minister, Ministry of the Presidency (State Administration, Communication, Media) and Government Spokesman (1993), writer in Athenian daily newspapers, member of the Athens Bar Association, etc. Member of many scientific associations, both Greek, French, and international, as well as of the scientific committee of the Journal of Political Science ‘Pôle Sud’ (University of Montpellier), Review Southeastern Europe and scientific correspondent of the Revue Internationale de Politique Comparée. Since 1987, responsible for European programs including a European Masters in Political Science, expert on the E.U. Commission for University Issues. Founding member of the European Network of Political Science (EPSNET) and member of the Administrative Committee. Has taught at many universities such as IEP of Paris, Universities of Brussels, Montpellier, Louvain, Quebec, Toulouse, IEP Lille, IEP Bordeaux, Dauphine, La Rochelle, Rome, Tokyo, Florence, Geneva, Barcelona, Madrid, Salamanca, Granada, Beijing, etc. Director of Research of the French CNRS. Professor, Master in European Studies, University of Siena. Correspondent Academician of the International Academy of Portuguese Culture. 

El profesor Georges Contogeorgis cumplió las funciones de Rector de la Universidad Panteion, de Presidente y Director de ERT (Televisión Pública de Grecia) y de ministro en funciones de la Prensa y de los Medios de Comunicación. Doctor de Estado de la Universidad de París II, fue Profesor en la Facultad de Derecho de la Universidad de Salónica, miembro fundador (y Secretario General) de la Asociación Helénica de Ciencia Política, miembro fundador y miembro del C.A.) del European Political Science Network (EPSNET), miembro del Consejo Superior (y del Consejo de Investigaciones) del Instituto Universitario Europeo de Florencia, titular de la catédra Francqui de la Universidad libre de Bruselas, Director de Investigaciones en el CNRS (Francia), etc. También es miembro del Consejo Científico y profesor del Master in European Studies de la Universidad de Siena y de la comisión editorial y científica de revistas científicas griegas e internacionales. Dio clases en varias universidades extranjeras y, durante años, en el IEP de París. Es miembro de la Academia Internacional de la Cultura de Portugal.

Αγαπημένα Βιβλία
La théorie des révolutions chez Aristote (ελλ.μτφ. Νέα Σύνορα 1982) LGDJ Paris 1978. 



Η ελληνική λαϊκή ιδεολογία. Κοινωνικο-πολιτική μελέτη του Δημοτικού Τραγουδιού, Νέα Σύνορα, Αθήνα, 1979. 

Κοινωνική δυναμική και πολιτική αυτοδιοίκηση. Οι ελληνικές κοινότητες της τουρκοκρατίας, Νέα Σύνορα, Αθήνα, 1982. 

Πολιτικό σύστημα και πολιτική, Πολύτυπο, Αθήνα, 1985. 

Histoire de la Grèce, Hatier, Paris, 1992. 

Νεοτερικότητα και πρόοδος, Κάκτος, 2001. 

Το αυταρχικό φαινόμενο, Παπαζήσης, Αθήνα, 2003. 

Πολίτης και πόλις. Έννοια και τυπολογία της πολιτειότητας, Παπαζήσης, Αθήνα, 2003. 


La Grèce du politique, Montpellier, 2003. 



“Democracy and Representation. The Question of Freedom and the Typology of Politcs”, London, 2005. 

“Political Culture in Greece” in Takashi Inogushi Jean Blondel (ed.) Globalization and Political Culture of Democracy, Tokyo, 2003. 


Το ελληνικό κοσμοσύστημα τ. Α. Η κρατοκεντρική περίοδος της πόλης, Σιδέρης, Αθήνα, 2006. 

Έθνος και ‘εκσυγχρονιστική’ νεοτερικότητα, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα, 2006.

“Political Science in Greece” in H.-D. Klingemenn (ed.) The State of the Political Science in Western Europe, Barbara Budrich Publishers, Opladen, 2007.



Ελληνικότητα και διανόηση (ομού με Μίκη Θεοδωράκη), Ιανός, Αθήνα, 2007.

Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, Πατάκης, Αθήνα, 2007
Η ελληνική δημοκρατία του Ρήγα Βελεστινλή, Παρουσία, Αθήνα, 2008. 

12/2008: Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος, Ιανός, Αθήνα, 2009.

Οικονομικά συστήματα και ελευθερία, Σιδέρης, Αθήνα, 2010. 

Περί έθνους και ελληνικής συνέχειας, Ιανός, Αθήνα, 2011.

L'Europe et le Monde L'Harmattan, Paris, 2011.




Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Η Θεσσαλονίκη στο πεζογραφικό έργο των Ν. Γ. Πεντζίκη, Γ. Ιωάννου και Αλ. Ναρ. Η πόλη ως παράγοντας διαμόρφωσης της λογοτεχνικής ταυτότητας των συγγραφέων




Περίληψη ανακοίνωσης στο 

Ε΄ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών


Θα εξετασθεί ο ρόλος της πόλης “Θεσσαλονίκη” στη διαμόρφωση της λογοτεχνικής ταυτότητας των συγγραφέων. Οι Ν. Γ. Πεντζίκης, Γ. Ιωάννου και Αλ. Ναρ, οι οποίοι διαφέρουν μεταξύ τους κατά μία λογοτεχνική γενιά, είναι συγκρίσιμοι, διότι δημιούργησαν όλο (Πεντζίκης, Ναρ) ή το σημαντικότερο μέρος του έργου τους (Ιωάννου) στη γενέθλια πόλη. Ο Ιωάννου γνωρίζει καλά το έργο του Πεντζίκη και έχει, σύμφωνα με τις δημοσιευμένες κριτικές, επηρεαστεί από το έργο του. Ο Ναρ όχι μόνο γνώριζε το έργο του Ιωάννου, αλλά διατηρούσε και προσωπική σχέση μαζί του. Τα βιβλία, στα οποία βασίζεται η παρούσα εργασία, είναι το Μητέρα Θεσσαλονίκη του Πεντζίκη, τα Για ένα φιλότιμο, Η σαρκοφάγος, Η μόνη κληρονομιά, Το δικό μας αίμα και Η πρωτεύουσα των προσφύγων του Ιωάννου, τα Σε αναζήτηση ύφους και Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός του Ναρ.Και για τους τρεις αυτούς συγγραφείς η Θεσσαλονίκη, ως χώρος ιστορικός και βιωματικός, αλλά και ως πνεύμα, συνέβαλε σημαντικά στη δημιουργία του πεζογραφικού τους έργου. Και με τη σειρά τους οι συγγραφείς αυτοί, με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο ο καθένας, συνέβαλαν σημαντικά στη μυθοποίηση της Θεσσαλονίκης. Με δυο λόγια: Οι παραπάνω συγγραφείς αποκτούν τη λογοτεχνική τους ταυτότητα από την πόλη και, ταυτόχρονα, της προσδίδουν μιαν άλλη ιδεατή ταυτότητα μέσα από το έργο τους. Τι εννοούμε, όμως, όταν λέμε ότι οι συγγραφείς αυτοί απόκτησαν τη λογοτεχνική τους ταυτότητα από τη Θεσσαλονίκη; Ενδεικτικά αναφέρω κάποια κοινά στοιχεία στο έργο τους που προσδίδουν την ταυτότητα. Και οι τρεις γράφουν για τη Θεσσαλονίκη: Τοπιογραφία της πόλης (μνημεία, κτίρια, δρόμοι, ρυμοτομία παλαιά και νεότερη). Ιστορία της πόλης (αρχαία, βυζαντινή, πρόσφατη). Ιδιαιτερότητες της πόλης (τοποθεσία, κλίμα, γραφικότητες, παραδόσεις). ΄Ανθρωποι (μυθικά και ιστορικά πρόσωπα, πρόσωπα της εκκλησίας, της πολιτικής, της λογοτεχνίας, του πανεπιστημίου, απλοί άνθρωποι). Εθνοτικές ομάδες πληθυσμού (΄Ελληνες και Ισραηλίτες κυρίως, κάποιες αναφορές σε Φραγκολεβαντίνους, ελάχιστες ή καθόλου σε Τούρκους). Τα κείμενα και των τριών έχουν τη μορφή αφηγήσεων, όπου κυρίαρχο ρόλο έχει η μνήμη των συγγραφέων η οποία βασίζεται άλλοτε σε άμεσο εμπειρικό υλικό (προσωπικά βιώματα) κι άλλοτε σε έμμεσο (συνήθως σε γνώσεις από την ανάγνωση βιβλίων). Βέβαια, η αξιοποίηση του εμπειρικού αυτού υλικού δεν γίνεται τυχαία στους τρεις αυτούς συγγραφείς. Είναι επιλεκτική, για να εξυπηρετήσει τους συγγραφικούς στόχους του καθενός που, φυσικά, στα επιμέρους δεν συμπίπτουν. Στην εργασία μου εξετάζεται αναλυτικά τι από τη Θεσσαλονίκη με τη συνεχή ζωή 23 αιώνων επιλέγει ο κάθε συγγραφέας για να δημιουργήσει τη λογοτεχνική του ταυτότητα. Το τι επιλέγουν έχει άμεση σχέση με το τι επιδιώκει να αναδείξει από την πόλη και το ιστορικό παρελθόν της Θεσσαλονίκης ο καθένας από τους συγγραφείς μέσα στο έργο του. Με άλλα λόγια, τι τον ενδιαφέρει να διαφυλάξει ως πολύτιμη κληρονομιά από τη λήθη που φέρνει ο χρόνος, και μάλιστα σε μια εποχή, αυτή του 20ού αιώνα που χαρακτηρίζεται από πρωτοφανείς αλλαγές.

Η ανακοίνωση (PDF)

"Η Πισίνα" του ΣΠΥΡΟΥ ΓΛΥΚΑ



επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου*

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com


«Pool III», Aleksandra Honko


Η Πισίνα

Είχε πολλή ζέστη μέσα στ’ αποδυτήρια του κολυμβητηρίου. Μια γυναίκα προσπαθούσε να βολέψει τα μακριά μαύρα μαλλιά της μέσα στο κόκκινο σκουφάκι από σιλικόνη. Πάντα την εντυπωσίαζε το γεγονός ότι λίγα λεπτά μετά την είσοδό της στις εγκαταστάσεις, τη στιγμή που ξεκινούσε να βγάζει ένα ένα τα ρούχα της έκαναν την εμφάνισή τους σταγόνες ιδρώτα κι ας είχε μόλις αφήσει πίσω της ένα ακόμα υγρό και παγωμένο απόγευμα. Έκανε την ίδια διαδρομή πεζή τρεις φορές την βδομάδα.

Απ’ το σπίτι της περπατούσε με γρήγορο βήμα για επτά λεπτά μέχρι την είσοδο του αθλητικού κέντρου. Πόσο δύσκολο ήταν το χειμώνα να πείσει τον εαυτό της ύστερα από μια κοπιαστική μέρα στο κομμωτήριο να συνεχίσει για μια ακόμη ώρα κουνώντας χέρια και πόδια, συγχρονισμένη όσο της επέτρεπε η φυσική της κατάσταση, τυλιγμένη στο χλώριο. Μια παιδική μυρωδιά αυτό το τελευταίο, όχι μόνο μυρωδιά αλλά και γεύση. Τότε που τα καλοκαίρια πριν τις διακοπές πήγαινε με τους γονείς της για να συναντήσει τις φίλες της στην πισίνα της γειτονιάς. Κι έκαναν μακροβούτια από τη μια άκρη στην άλλη να δουν ποια θα αντέξει να βγει τελευταία, εκεί ανάμεσα στ’ αγόρια που με τη σειρά τους έκαναν βουτιές από τους ψηλούς βατήρες για να εντυπωσιάσουν.

Το χλώριο, η μικρή λιμνούλα με το παγωμένο νερό μετά τα ντους, λίγο πριν βγει τυλιγμένη με το μπουρνούζι, η κόκκινη σανίδα που τοποθετούσε μπροστά της για να γυμνάσει τα πόδια της. Το λευκό-γαλάζιο σωσιβιάκι που έβαζε ανάμεσα στις γάμπες της για να ακινητοποιεί τα πόδια και να γυμνάζει το πάνω μέρος του κορμού. Το τελετουργικό της εισόδου στο νερό: τώρα, γύριζε με την πλάτη στο υγρό στοιχείο που κυμάτιζε ελαφρά κάτω απ’ τους ξεθυμασμένους προβολείς και ξεκινούσε την κάθοδο αφού πρώτα δοκίμαζε με τα δάκτυλα του αριστερού της ποδιού τη θερμοκρασία για παν ενδεχόμενο. Τα μπλε πλαστικά γυαλάκια που έπιαναν σαν βεντούζες γύρω απ’ τα μάτια της και η έναρξη της προπόνησης. Σαράντα πηγαινέλα.

Από τη στιγμή που έβγαινε απ’ το κομμωτήριο μέχρι να ξεκινήσει τις απλωτές το μυαλό της έσβηνε την ορθοστασία, την φλυαρία των πελατών, τις παρατηρήσεις του αφεντικού της και τις απεικονίσεις του ειδώλου της στον καθρέφτη με τα σύνεργα της δουλειάς ανά χείρας. Την κούραζε αφάνταστα αυτή η εικόνα. Όσο κι  αν ο χρόνος ήταν καλός μαζί της θεωρούσε το παρουσιαστικό της τόσο συνηθισμένο, προβλέψιμο, βαρετό. Απ’ την άλλη δεν μπορούσε εύκολα να ξεφύγει απ’ τη μορφή που έκανε τα ίδια απέναντί της, σαν να την κοροϊδεύει. Είχε πελάτισσες τις οποίες δεν κοιτούσε συνέχεια, είτε γιατί τις ενοχλούσε και της έκαναν παρατήρηση, είτε γιατί η ίδια δε μπορούσε να ασχολείται με τις εκφράσεις απαξίωσης που πολλές φορές ζωγραφίζονταν στο πρόσωπό τους. Κι έτσι έριχνε ματιές στον καθρέφτη, το βλέμμα της έπεφτε πάνω στο δικό της και έπειτα δραπέτευε σε άλλα σημεία του χώρου.  Και πιο πολύ σε μια πρασιά που βρισκόταν πίσω ακριβώς απ’ τη βιτρίνα.  Εκεί που έβγαινε για τσιγάρο ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης.

Κατέβηκε σιγά-σιγά τη σκαλίτσα νοιώθοντας να την αγκαλιάζει το νερό μέχρι το λαιμό, σαν να θέλει να την πνίξει από αγάπη. Έκανε ένα ακόμη έλεγχο στο σκουφάκι της και στα γυαλάκια, κοίταξε μπροστά για να δει αν κάποιος ερχόταν απ’ την αντίθετη πλευρά προς το μέρος της και ξεκίνησε. Ένα ασημί σκουφάκι μπαινόβγαινε λίγο μετά το προσωρινό τέλος των εικοσιπέντε μέτρων, θα το συναντούσε σε λίγο στο μέσον περίπου της διαδρομής. Πρέπει να ήταν άντρας σκέφτηκε γιατί ο κυματισμός που προέκυπτε απ’ την προσπάθειά του  εκατέρωθεν του κορμιού του πρόδιδε μέγεθος και δύναμη. Άπλωσε το αριστερό της χέρι μπροστά, το κορμί της τεντώθηκε, τα δάχτυλα των ποδιών της κόλλησαν μεταξύ τους και το κεφάλι γύρισε στο πλάι με το στόμα να ανοίγει διάπλατα ρουφώντας βιαστικά τον αέρα σαν να φοβόταν μήπως εισέλθει μαζί με την αόρατη μάζα που θα κατέληγε στα πνευμόνια και την κοιλιά, το δυσάρεστο μίγμα χλωρίου-νερού.
Η γυναίκα κοίταξε τα γαλάζια πλακάκια, ακολούθησε για λίγο τη μαύρη γραμμή που την κυνηγούσε απ’ την αρχή και θα την συνόδευε καθ’ όλη τη διάρκεια της προπόνησης και έβγαλε το κεφάλι απ’ τη δεξιά πλευρά αυτή τη φορά για να πάρει ανάσα. Τα πλακάκια ξαναφάνηκαν. Κοίταξε στ’ αριστερά και είδε το ασημί σκουφάκι να βρίσκεται σχεδόν δίπλα της. Σύντομα τα πρώτα εικοσιπέντε μέτρα θα είχαν καλυφθεί και η γυναίκα θα σταθεροποιούσε την ταχύτητά της. Οι μυς στα χέρια και στα πόδια της θα μαλάκωναν και τα ερεθίσματα απ’ το οικείο περιβάλλον της πισίνας δε θα αρκούσαν για να διατηρήσουν την προσοχή της μακριά απ’ τα γεγονότα της ημέρας, κάποιας ημέρας, κάποιας στιγμής. Για το μόνο που έπρεπε να προσέχει ήταν το μέτρημα. Σαράντα πηγαινέλα. Κι αυτό όμως δεν το χρειαζόταν. Γνώριζε ότι μια ώρα κολύμβηση ισοδυναμούσε για τα δικά της δεδομένα μ’ αυτή την απόσταση.

Έκανε τη στροφή και ξεκίνησε για το δεύτερο εικοσιπεντάρι. Καθώς κουνούσε τα χέρια της ένιωθε ένα ψαλίδι να δουλεύει στα δάκτυλά της και να κόβει αφέλιες σε ένα κοκκινομάλλικο κρανίο. Ένα αεράκι ήρθε απ’ την πόρτα και της χτύπησε απαλά το μάγουλο. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στην είσοδο. Ήταν τρεις. Και η τρίτη φιγούρα ήταν καθισμένη. Έτσι γρήγορα όπως έστρεψε το κεφάλι της προς τα κει, τα μάτια της δεν πρόλαβαν να εστιάσουν και ό,τι είδε ήταν θολό. Η καθισμένη μορφή κινούταν σε ένα στρώμα αέρα. Λίγο αργότερα σε ένα αναπηρικό καροτσάκι. Μια ανάσα πριν από εκείνη απέκτησε και φωνή. ‘Θέλω να μου κόψετε τα μαλλιά μου έτσι’ της είπε και της έτεινε μια φωτογραφία. Κιτρινισμένη, σχεδόν τετράγωνη, με χρώματα ξεθωριασμένα. Ήταν εκείνη σε πολύ νεαρότερη ηλικία. Πίσω της, όρθιοι οι δικοί της άνθρωποι περίμεναν να ακούσουν την απάντησή της με ελαφρά κυρτωμένες τις πλάτες τους, σαν να ήταν έτοιμοι να χάσουν την ισορροπία τους σε περίπτωση που θα τους αρνιόταν και να πέσουν επάνω της για να την εκδικηθούν.

Το ασημένιο σκουφάκι πέρασε και πάλι από δίπλα της. Ο άντρας γύρισε και την κοίταξε. Ήταν πολύ αστείος. Τα μάτια του διπλάσια σε μέγεθος πίσω απ’ τα πλαστικά γυαλιά του. Ένα κεφάλι βατράχου σκέφτηκε και γέλασε από μέσα της. Πώς να ήταν ο εαυτός της άραγε κάτω απ’ το νερό; Γέλασε και πάλι. Σταμάτησε και πιάστηκε απ’ τη μεταλλική μπάρα που βρισκόταν κάτω απ’ τον βατήρα. Καθάρισε τα γυαλάκια που είχαν θαμπώσει και μετά τράβηξε απότομα τη μπάρα προς το στήθος της για να δώσει ώθηση στο κορμί της. Για μια στιγμή το κεφάλι της βρέθηκε έξω απ’ το νερό και το βλέμμα της αναζήτησε το ρολόι. Είχε αρκετό χρόνο μπροστά της.

‘Θα σας αναλάβω μόλις τελειώσω με την κυρία’ της είπε. ‘Αν δεν θέλετε να περιμένετε μπορείτε να πάτε σε κάποια άλλη κοπέλα να σας κουρέψει’ συνέχισε. Το πρόσωπο της γυναίκας που καθόταν στο καροτσάκι ήταν φανερά καταβεβλημένο. Τώρα το παρατηρούσε με προσοχή. Το έβλεπε να διαθλάται λίγο πάνω απ’ τον βυθό. Την τραβούσε σαν μαγνήτης που έκρυβε βάσανα. Ξέχασε να πάρει ανάσα γιατί θυμόταν. Δεν ανησυχούσε όταν της συνέβαινε αυτό, το σώμα της ήταν εκεί για να την ειδοποιήσει. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης είχε σπρώξει τη γυναίκα να κυλίσει μέχρι το κομμωτήριο λίγες ώρες πριν; Και πόσες ώρες μετά θα κυλούσε μια για πάντα στο χώμα; Υγρό μπήκε ορμητικά στα ρουθούνια της και χύθηκε στο λαιμό της. Ξαφνιάστηκε. Έβγαλε βιαστικά το κεφάλι της απ’ το νερό και άρχισε να βήχει. Πνιγόταν. Πιάστηκε από τη διαχωριστική αλυσίδα με τις συνθετικές σφαίρες και έβηξε ξανά δύο-τρεις φορές. ‘Είστε καλά;’ Ο άντρας είχε σταματήσει δίπλα της έτοιμος να την πιάσει σε περίπτωση που έχανε τις αισθήσεις της.

‘Μην ανησυχείτε, είμαι εντάξει. Αφαιρέθηκα’.

‘Το φαντάστηκα. Και μένα μου συμβαίνει. Χαλαρώνει κανείς εδώ μέσα, ε;’.

‘Ναι, ναι, κάπως έτσι. Πηγαίνετε, είμαι καλά. Θα συνεχίσω κι εγώ τώρα’. Στάθηκε για λίγο μέχρι να απομακρυνθεί ο άντρας και βάλθηκε αυτή τη φορά να τον ακολουθήσει. Δεν είχε σκοπό να πιέσει τον εαυτό της αν ο ρυθμός του ήταν πολύ πιο γρήγορος απ’ τον δικό της. Ήθελε να είναι κοντά σε μια πηγή που θα της αποσπούσε την προσοχή απ’ το πρωινό συμβάν: την συνάντηση με μια μελλοθάνατη. Κι όμως, σκέφτηκε, μελλοθάνατοι ήμαστε όλοι μας. Κοιτούσε τις πατούσες που χτυπούσαν το νερό κι άφηναν μια αναταραχή από φυσαλίδες. Πολλές φορές είχε αναρωτηθεί τί μουσική θα ταίριαζε τη στιγμή που κολυμπούσε. Τις περισσότερες από αυτές ερχόταν στο μυαλό της ένα impromptu του Schubert. Αυτό που ξεκινούσε με μια κατρακύλα προς τις μπάσες νότες κι έπειτα την επιστροφή στις ψηλές. Και πηγαινοέρχονταν σαν κυματισμός κρύβοντας μέσα του κι ένα έρωτα που το είχε φέρει στ’ αυτιά της. Αλλά αυτόν τον είχε ξεχάσει. Ήταν ασήμαντος, μακρινός, καταβροχθισμένος απ’ τη μοναξιά, για καιρό τώρα ο μοναδικός της έρωτας. Και δεν την ενοχλούσε, είχε παραδοθεί στα θέλγητρά της.

Την ενοχλούσε η επαφή με τη ματαιότητα της ύπαρξής της. Κι η γυναίκα στο μαρτυρικό σκαλοπάτι πριν το χάος, που σκαρφάλωνε με κόπο και αξιοπρέπεια, της θύμιζε αυτό που έσπρωχνε κάθε μέρα στο πίσω μέρος του μυαλού της, σαν παλιό ρούχο σε μια ξέχειλη ντουλάπα. Ο άντρας απομακρυνόταν ολοένα χάνοντας την μορφή του μες το νερό κι εκείνη επέστρεφε με ορμή στη θλίψη του ζευγαριού που συνόδευε τη γυναίκα και μετά στην ίδια που δεν ικέτευε, δεν ζητούσε. Απαιτούσε την ελπίδα μέσα από μια επιθυμία. Να φτιάξει τα μαλλιά της έτσι όπως τα είχε στα νιάτα της, τότε που είχε και το θάνατο φιλαράκι, παρέα με την αταξία της νιότης.

Άκουγε τη φωνή της σαν της είχε μιλήσει πράγματι κάτω απ’ το νερό, σ’ αυτή την πισίνα, λίγο αστεία. Ίσα για να χαμογελάει καθώς έκανε άλλη μια στροφή. Πόσα εικοσιπεντάρια είχε άραγε συμπληρώσει; Μα θα ’βλεπε το ρολόι. ‘Τι ώρα τελειώνετε;’ Την είχε ρωτήσει εκείνη ενώ η κομμώτρια είχε ολοκληρώσει σχεδόν το κούρεμα κι ετοίμαζε να τυλίξει τούφες τούφες τα μαλλιά της για να της τα βάψει κόκκινα όπως της είχε ζητήσει. ‘Σε δύο περίπου ώρες’ της είπε.
‘Με μένα εννοούσα’ της είπε.

‘Σε μια ωρίτσα θα είστε έτοιμη’.

‘Νομίζω πως την έχω. Φαντάζεστε να φύγω για πάντα την ώρα που κάθομαι σ’ αυτή την καρέκλα;’.

‘Δεν έχετε να πάτε πουθενά’ της είπε η κομμώτρια ακούγοντας τον εαυτό της με την ίδια έκπληξη που την είχε ακούσει κι εκείνη.

‘Αχ, ωραία τα λέτε. Αν δεν είχα την κόρη μου και τον γαμπρό μου θα έμενα εδώ μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή. Το μυαλό μου θα ήταν απασχολημένο με ένα καινούριο περιβάλλον. Αλλά ακόμα και μπροστά στο θάνατο πρέπει να παίζουμε θέατρο. Να ακολουθούμε και να πράττουμε αυτά που θεωρούμε ότι δεν πιστεύουμε. Κατά βάθος όμως δεν θέλω να τους αφήσω, να τους ξεβολέψω κι ας χάνονται τα λεπτά κι οι ώρες για πάντα. Πάντως … μην περιμένετε να σας δώσω καμιά συμβουλή επειδή έχω φτάσει στο τέλος. Ή μάλλον θα σας δώσω μια για να με θυμάστε. Αλήθεια, σας έχει έρθει άλλη φορά ετοιμοθάνατη για κούρεμα;’ Την έπιασε κάτι σαν βήχας που προσπαθούσε να γίνει γέλιο και που τελικά κατέληξε πάλι σε βήχα. Η κομμώτρια συνέχιζε να δουλεύει, το πρόσωπο της είχε μουδιάσει, ανήμπορη να αντιδράσει διαφορετικά. Ένα ανδρείκελο που μόλις συνειδητοποιούσε ότι είχε αισθήματα αλλά δεν μπορούσε να επέμβει ακόμα στις μηχανικές κινήσεις του.

‘Δε θα με ρωτήσετε ποια είναι η συμβουλή; Καλύτερα. Αν σας πω ότι την ξέχασα κιόλας; Την σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή και μου ’φυγε όπως είχε έρθει. Στ’ αλήθεια δεν έχω κάτι να πω. Το μόνο που με απασχολεί είναι να ξυπνάω το πρωί, να κερδίζω μια μέρα’.

Η γυναίκα σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. Είχε διανύσει εκατό μέτρα χωρίς να ξεκουραστεί ενδιάμεσα. Συνήθως έκανε μονόλεπτες στάσεις κάτω απ’ τους βατήρες κάθε πενήντα μέτρα. Δεν της άρεσε να πιέζει τον εαυτό της. Το κολύμπι δεν ήταν απόλαυση; Φευγιό; Σε λίγο έφτασε κι ο άντρας με το ασημί σκουφάκι. Μόλις την είδε σταμάτησε, σήκωσε τα γυαλάκια του στο μέτωπο και της μίλησε: ‘Για να το πάτε έτσι γρήγορα πρέπει να είστε καλύτερα’.

‘Ε, δεν είναι έτσι ακριβώς, αλλά αν εννοείτε τη φυσική μου κατάσταση …’.

‘Ναι, οτιδήποτε άλλο δεν μπορώ να εννοήσω αλλά εν πάσει περιπτώσει σκεφτείτε ότι είναι περαστικό’ της είπε χαμογελώντας. Εκείνη δεν απάντησε σαν να σκεφτόταν αυτό που μόλις της είχε πει. ‘Θα κολυμπήσετε κι άλλο;’ Η κομμώτρια κατένευσε και ξεκίνησε για άλλα εικοσιπέντε μέτρα. Σκέφτηκε τον άντρα κι έπλασε μια ιστορία που συνδέονταν με το περιστατικό που την είχε αναστατώσει. Είχε γυρίσει με την πλάτη στο νερό, τα πόδια της χτυπούσαν με ρυθμό τεντωμένα, τα χέρια της περιστρέφονταν μέχρι να σκίσουν το υγρό στοιχείο και έπειτα να το διώξουν σαν να τα εμπόδιζε να ολοκληρώσουν την κίνηση και το κεφάλι της κοιτούσε τα σημαιάκια διαφόρων χωρών που οριοθετούσαν το πλάτος της πισίνας αλλά και το σημείο που θα έπρεπε να κάνει τη στροφή.

Ο άντρας βγήκε από την πισίνα και χάθηκε σε μια μικρή στοά που οδηγούσε στ’ αποδυτήρια. Έβαλε το κεφάλι του κάτω απ’ την ντουζιέρα κι άφησε το κρύο νερό να διώξει το χλώριο απ’ το κορμί του. Σκουπίστηκε, ντύθηκε, πέρασε μια τσάντα ταξιδίου στον ώμο του και κατευθύνθηκε προς την έξοδο του γυμναστηρίου. Λίγο πριν βγει κοίταξε τα μηνύματα στο τηλέφωνό του. ‘Γαμώτο, τώρα βρήκε;’ Μουρμούρισε. ‘Θα χάσω το παιχνίδι’. Με γοργό βήμα επέστρεψε σπίτι του. Άλλαξε τα ρούχα του κι έβαλε ένα απ’ τα δύο κουστούμια που φορούσε τις περισσότερες μέρες του μήνα για να πηγαίνει στο γραφείο. Άφησε τη μια τσάντα στο μπάνιο κι άνοιξε την ντουλάπα για να πάρει μια δεύτερη, πιο μικρή, που είχε μια φόρμα εργασίας και αναλώσιμα υλικά. Έφτασε στο γραφείο του ύστερα από μισή ώρα. Θα μπορούσε να είχε καλέσει απ’ το κινητό αλλά πάντα απέφευγε να δείχνει ότι είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμος.

‘Έλα Τζίμυ, τη φέρατε;’ ‘Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη επιθυμία;’ ‘Καλώς, θα το φροντίσω σήμερα κιόλας. Αύριο θα ήμαστε έτοιμοι’. Αφού άλλαξε κι έβαλε τη φόρμα του, βγήκε στο διάδρομο και κατέβηκε με τα σκαλιά στο υπόγειο. Η υγρασία του τρυπούσε τα κόκκαλα, αισθάνθηκε ένα ρίγος να τον διαπερνά και τα δάχτυλά του έσπρωξαν βιαστικά το τελευταίο κουμπί που έκλεινε τον γιακά γύρω απ’ τον λαιμό του. Σε ένα από τα φορεία που υπήρχαν εκεί, βρισκόταν ένα νεκρό σώμα κουκουλωμένο μέχρι επάνω με ένα λευκό σεντόνι. ‘Αυτή πρέπει να ναι’. Πάντα όταν στεκόταν μπροστά από ένα πτώμα έχωνε τα δάχτυλά του το ένα μέσα στ’ άλλο, τα έσφιγγε μέχρι να πονέσουν τα κόκκαλα τους και έλεγε από μέσα του μια μικρή προσευχή. Πίστευε ότι μ’ αυτό τον τρόπο σεβόταν τους νεκρούς κι έπαιρνε άφεση απ’ το Θεό για αυτά που θα τους έκανε. Τράβηξε με μια προσποιητή βραδύτητα το σεντόνι και είδε μπροστά του μια κόκκινη μάζα από τρίχες να καλύπτουν το πρόσωπο της νεκρής.

‘Κάποιος πρέπει να μου φτιάξει τα μαλλιά, κι αυτός δε θα ναι ο νεκροθάφτης. Θέλω να είμαι περιποιημένη, όπως τότε. Να δες εδώ’. Η γυναίκα ξανάδειξε τη φωτογραφία στην κομμώτρια. ‘Έτσι τα θέλω, στο ξανάπα ξέρω. Και βλέπω ότι τελειώνεις. Αλλά θέλω να βάλεις τα δυνατά σου, μη τυχόν και χαλάσουν πιο πριν’. Η κομμώτρια πιάστηκε απ’ τη μπάρα του βατήρα, την τράβηξε προς το μέρος της για να κοιτάξει και πάλι το ρολόι. Ετοιμαζόταν να συνεχίσει την προπόνησή της όταν ένιωσε ένα χέρι να την ακουμπάει στον ώμο.

Λίγο αργότερα έβγαινε απ’ την πισίνα μαζί με τον κολυμβητή που φορούσε το ασημί σκουφάκι.  Αποφάσιζε να μην επιστρέψει σπίτι και να καθίσει μαζί του σε ένα μικρό μεζεδοπωλείο που βρισκόταν εκεί κοντά. Αλλά το πιο πιθανό είναι ότι μετά το συμπλήρωμα των υπολειπόμενων μέτρων, γύρισε στο διαμέρισμά της επαναλαμβάνοντας στο μυαλό της την ιστορία με τη γυναίκα παρέα με τα impromptus του Schubert, μέχρι να τη βρει ο ήλιος το επόμενο πρωί κοιμισμένη στην πολυθρόνα.


 

Γεννήθηκα στην Αθήνα σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία. Παρόλα αυτά πότε μου δεν είχα σκεφτεί να γίνω συγγραφέας αν και ξεκίνησα να διαβάζω απ' τα μικράτα μου. Κάποια στιγμή και ενώ είχα ήδη ασχοληθεί ερασιτεχνικά πάντα, με άλλες  Καλές Τέχνες - φωτογραφία και μουσική - ήρθε απ’το πίσω μέρος του μυαλού μου η επιθυμία να γράψω. Σιγά-σιγά κατάφερα να ολοκληρώνω τις μικρές ιστορίες που ξεκινούσα στο μυαλό μου και κάποια στιγμή αποφάσισα να στείλω το πρώτο μου διήγημα στον διαγωνισμό που διοργάνωσε το περιοδικό 'Ως3' το φθινόπωρο του 2007 στο Διαδίκτυο. Το 'Κεφάλαιο Εννέα' συμπεριλήφθηκε στη λίστα με τα καλύτερα διηγήματα του διαγωνισμού, γεγονός που μου έδωσε την ώθηση που ίσως κάπου να περίμενα για να ξεκινήσω να γράφω πλέον πιο συστηματικά με απώτερο σκοπό την ολοκλήρωση ενός μυθιστορήματος. Έτσι, το Δεκέμβρη του 2010 κυκλοφορεί απ' τις εκδόσεις Ιβίσκος 'Η Δική μου Εύα' και δυο σχεδόν χρόνια αργότερα η συλλογή διηγημάτων 'Ο Καναπές' που διατίθεται σε ηλεκτρονική μορφή στο Amazon.com και σε έντυπη στο Lulu.com, στα Ελληνικά και στα Ισπανικά. Παράλληλα το Γενάρη του 2012 ξεκινάω το λογοτεχνικό μου μπλογκ 'Οι λέξεις μου, my words, mis palabras' στο οποίο ανεβάζω διηγήματα (13 από τα οποία αποτέλεσαν την συλλογή 'Ο Καναπές'), αναρτώ την αστυνομική νουβέλα 'Διακοπές στο Χωριό' σε συνέχειες και παρουσιάζω βιβλία που έχω διαβάσει. Tον Σεπτέμβρη του 2014 ανεβαίνει το μυθιστόρημα 'Θήτα' στα smashwords, iBooks και Barns and Noble.

* Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκlesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.



ΤΟΜΑΣ ΜΠΕΡΝΧΑΡΤ (Thomas Bernhard 1931-1989)


επιμέλεια άρθρου Νότα Χρυσίνα


 Ο Αυστριακός Thomas Bernhard γεννήθηκε στην Ολλανδία το 1931. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Βαυαρία, στη Βιέννη και στο Σάλτσμπουργκ, όπου σπούδασε τραγούδι, βιολί και μουσικολογία. Ένα μέρος των νεανικών του χρόνων, τα οποία και περιέγραψε σε μια πεντάτομη μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, το ζει στο σανατόριο. Το 1957 δημοσιεύεται η πρώτη ποιητική συλλογή του. Με το πεζογραφικό και το θεατρικό του έργο (άγνωστο, σε μεγάλο βαθμό, στην Ελλάδα), ο Bernhard ασκεί οξύτατη κοινωνική κριτική στην πατρίδα του. Το 1970 τιμάται με το Georg Buchner, το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Δυτικής Γερμανίας. Ο Thomas Bernhard πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου 1989 στο σπίτι του, στην Άνω Αυστρία.

Ο Μπέρνχαρντ συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο διακεκριμένους γερμανόφωνους συγγραφείς του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα.
Ήταν διεθνώς αναγνωρισμένος καθώς τα περισσότερα από τα μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Υπήρξε,  επίσης, και ένας παραγωγικός θεατρικός συγγραφέας. Ωστόσο, τα θεατρικά του έργα διαβάζονται ως φιλοσοφικοί στοχασμοί. Οι χαρακτήρες του δουλεύονταν σε ολόκληρη την διάρκεια της ζωής του σε ένα διαρκώς εξελισσόμενο βιβλίο που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ καθώς ασχολήθηκε κατ' επανάληψη με θέματα κυρίαρχα  όπως η αυτοκτονία, η τρέλα και η εμμονή και οι ήρωές του  είχαν μια σχέση αγάπης-μίσους με την Αυστρία, όπως και ο ίδιος ο Μπέρνχαρντ (Bernhard). Η πεζογραφία του ήταν ταραχώδης αλλά νηφάλια την ίδια στιγμή, με φιλοσοφικές προεκτάσεις στο παρασκήνιο, με μουσικό ρυθμό και άφθονο μπλακ χιούμορ.
Άρχισε να δημοσιεύει το 1963, το πρώτο βιβλίο του είχε τίτλο "Παγωνιά". Το τελευταίο δημοσιευμένο βιβλίο του εμφανίστηκε το 1986, με τν τίτλο «Αφανισμός». Μερικά από τα πιο γνωστά έργα του είναι: "Ο Αποτυχημένος" (όπου μυθιστορηματοποιεί τον Γκλεν Γκουλντ), "Διόρθωση" και "Ξύλευση".
Ο λόγος του είναι παραληρηματικός κοινωνικά καυστικός για την παρακμασμένη δυτική κοινωνία. 
Οταν το 1968 του απονεμήθηκε η υψηλότερη λογοτεχνική διάκριση του αυστριακού κράτους (Litteraturstaatspreis), διάλεξε να πει μπροστά στα μέλη της κυβερνήσεως: «Είμαστε Αυστριακοί, είμαστε απαθείς. (...) Δεν έχουμε να πούμε τίποτα πέρα από αυτό: είμαστε άθλιοι και η ίδια μας η εικόνα μας κάνει βορά μιας φιλοσοφικής, οικονομικής, μηχανικής ομοιομορφίας. (...) Κατοικούμε τα τραύματά μας, φοβόμαστε, έχουμε κάθε δικαίωμα να φοβόμαστε, βλέπουμε ήδη, ακόμη και αν είναι από μακριά θολό, το τεράστιο περίγραμμα του φόβου. (...) Δεν αξίζει να ντρεπόμαστε, δεν είμαστε όμως τίποτα και δεν αξίζουμε τίποτα άλλο από το χάος».
Επίσης, ο λόγος του έχει μουσικότητα καθώς  δημιούργησε έναν λεκτικό ρυθμό πλάθοντας λέξεις που επανέρχονται με τον τρόπο των λάιτ μοτίβ.
Οι χαρακτήρες του ιδιότυποι και ψυχικά εμμονικοί έως αλλόκοτοι, σχεδόν τρελοί.
Οι πρώτες εμφανίσεις του έργου του Τόμας Μπέρνχαρντ στην Ελλάδα οφείλονται στον Αλέξανδρο Ισαρη, ο οποίος μετέφρασε το μυθιστόρημα «Μπετόν» το 1987 για τις εκδόσεις Αξιός/Β, και στον Δημήτρη Βάρσο, που απέδωσε στα ελληνικά τον «Ανιψιό του Βιτγκενστάιν» για τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας το 1989. Τέσσερα χρόνια μετά οι εκδόσεις Αγρωστις παρουσιάζουν «Το ασβεστοκάμινο» σε μετάφραση Ιακώβου Κοπερτί. Αμέσως μετά τη σκυτάλη παρέλαβε ο Βασίλης Τομανάς, ο οποίος έχει μεταφράσει ως σήμερα τρία σημαντικά έργα του Τόμας Μπέρνχαρντ για τις εκδόσεις Εξάντας. Πρόκειται για την κωμωδία ­ όπως ο ίδιος ο συγγραφέας τη χαρακτηρίζει ­ «Παλιοί Δάσκαλοι», κωμωδία της τέχνης, των καλλιτεχνών, των συγγραφέων, των φιλοσόφων και των συνθετών, που λειτουργεί ως απομυθοποίηση του θαυμασμού απέναντι στους δημιουργούς.