γράφει ο Τάκης Σπετσιώτης*
Μαρία, στα τρία**
ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ΠΡΩΤΗ (
Λιλή Ζωγράφου -1961)
Πολύ με συγκίνησε η
πρόσκληση της αγαπητής Χριστίνας Ντουνιά*** να πω κι εγώ δυο λόγια για την
Πολυδούρη. ΄Οχι γιατί θα ιδρωκοπήσω να αποδείξω τα αυταπόδεικτα – τα γράφει
τόσο διεξοδικά η ίδια η επιμελήτρια στο εκτενές επίμετρό της, στη φροντισμένη
έκδοση των ποιητικών απάντων της από την Εστία- όσο γιατί αυτή η μικρή
συμμετοχή μου έχει μεγάλη σημασία για την προσωπική και συναισθηματική μου ζωή.
Το όνομα και το έργο της Πολυδούρη με πηγαίνουν πολλά χρόνια πίσω, σ’ άλλες
εποχές, σ’ άλλους τόπους. Στα έτη του ’60, στη δικτατορία, στο περιγιάλι της
ιδιαίτερης πατρίδας μου, όταν πρωτο- διάβασα –μαθητής γυμνασίου ακόμα - τα
ποιήματα και το ημερολόγιό της στη θρυλική εκείνη πρώτη μεταθανάτια έκδοση, από
την Εστία ξανά το ’61, με την εκτενή εισαγωγή (μισοβιογραφική –μισοκριτική) της
Λιλής Ζωγράφου με τίτλο Η Δραπέτις. ΄Ηταν μαζί με μια ανάλογη έκδοση των
Ποιημάτων του Λαπαθιώτη από τον Φέξη με εισαγωγή ΄Αρη Δικταίου, την ίδια
περίπου εποχή, δυο καθοριστικά για την πορεία μου βιβλία, που με απασχόλησαν
ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλα όχι μόνο στην εφηβεία μου αλλά για πολύ
καιρό ακόμα. Στην μικρή μου πόλη άκουγα επίσης πολλά για την Πολυδούρη από έναν
αλησμόνητο πνευματικό άνθρωπο τον Τάσο Λασκαρίδη, φίλο του πατέρα μου, που την
θυμόταν, έφηβος, στη Σωτηρία όπου ήταν γιατρός ο δικός του πατέρας: “Mια αδύνατη, άσπρη στο πρόσωπο ήτανε.”
Στο σχολείο διδασκόμασταν
τότε πομπώδεις εθνικούς ποιητές κι η εξωσχολική Μαρία τραγουδούσε μέσα από
απλές, ζεστές τρίλλιες τη ζωή πούφευγε «σα χνούδι στην παιχνιδιάραν αύρα», αν
και άρρωστη, μελλοθάνατη στην Σωτηρία, με ενθουσιώδεις εικόνες οπτικού και
μουσικότατου ξεφαντώματος. Εξιστορούσε σε παραλλαγές το ερωτικό πάθος της νέας
κοπέλλας για τον νεαρό άντρα μέσα από άφοβες, διονυσιακές εικόνες ενός άπληστου
για ζωή, εκστασιασμένου θηλυκού: «Τρελλές, ξελογιασμένες λεύκες- το ωραίο σας
γέλιο» απέναντι από πλουτώνεια, αλλά και φαλλικά, σύμβολα του εκλιπόντος
άρρενος, του λατρεμένου απόντος: «Ξεχωριστά μες στ’ άλλα- δέντρα, δέντρα
ολοίσια,- βουβά τα κυπαρίσσια – στο μεσημέρι ντάλα».
Αυτή η πόλωση ανάμεσα
στο άρρεν – θήλυ, που περιείχε ό,τι οι μοντέρνοι θεωρητικοί αποκαλούν έμφυλη
αυτοσυνείδηση με δίδαξε πολλά για το πώς κάνει κανείς τέχνη με τρία απαραίτητα
στοιχεία, τον νου, την καρδιά και το φύλο. Στην ποίησή της εκφραζόταν ιδιαίτερα
ελκυστικά σε ένα ανέλπιδο, αόριστο παρόν
(χαρακτηριστικό στοιχείο της τεχνικής του εσωτερικού μονολόγου), τοποθετημένο
κατά προτίμηση σε βραδυνές ή ως επί το πλείστον νύχτιες ώρες:
«Καλώς το που ήρθε
το άφωτο βραδάκι» και «Ας περάσει πια η μέρα με το φως της – η νύχτα γιατί
τόσο αργοπορεί;» Και σε τόπους όπως αυτός των θαλάμων του νοσοκομείου Σωτηρία, ή
του άλσους του σανατόριου: «Στων πεύκων τις σκιές μια πολυθρόνα με καρτερεί.» Εκεί,
σε μια υποβλητική, κάπως σαν καβαφική σκηνοθεσία, σίμωναν οι ίσκιοι, έρχονταν
της αγάπης οι σκιές. Ξεδιπλώνονταν οι μνήμες της μοιραίας ζωής της στην
Καλαμάτα, στην Αθήνα και το Παρίσι, εξιστορούνταν ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη,
η περιπέτεια της αρρώστειας της, διαγραφόταν ο ηρωικός χαρακτήρας της
νοοτροπίας της και το παιγνίδι της γραφής της, μια ενθουσιώδης, εντέλει,
εμπειρία θανάτου. Η ζωή ως πεδίο μάχης – μια φοβερή ιδέα που σε σκορπίζει στις
πέντε ηπείρους, στις επτά θάλασσες και στους τρεις ωκεανούς-, αλλά και το φλερτ με
τον θάνατο που η ίδια τον προκαλούσε ασυνείδητα στο
πρόσωπο των
σκοτεινότερων ωθήσεων, οι οποίες μέσα σε όλους μας συγκλίνουν για να
δημιουργήσουν πολύ διονυσιακά ένα σύμπλεγμα ζωής και θανάτου πάνω στον κορμό
του ίδιου δέντρου.
΄Ηταν δικτακτορία των
συνταγματαρχών όταν πρωτοδιάβασα Πολυδούρη, αρκετοί διώκονταν
τότε για τα πολιτικά τους φρονήματα, και στην φιλήσυχη κωμόπολή μου κάποιοι
συμπολίτες δίπλωναν με προσοχή κάτω απ’ την μασχάλη τους την εφημερίδα που
αγόραζαν απ’ το πρακτορείο για να μην «χαρακτηρισθούν» για τα φρονήματά
τους.
Κι έτσι όπως
γλαφυρότατα και παραστατικότατα η Λιλή Ζωγράφου διηγείτο ότι η ενήλικη Μαρία
δήλωνε ότι τής άρεσε να παίζει μπουνιές με την κοινωνία αλλά κι ότι η ίδια, ως μαθήτρια,
είχε γράψει κάποτε, στη δεκαετία του ’10 στην Καλαμάτα, με παρρησία,
επαναστατικές προκηρύξεις για την διάδοση των αρχών της κομμουνιστικής
ιδεολογίας, κάποιοι φλογισμένοι στίχοι της από την Ηχώ στο Χάος έπαιρναν από τότε
στο μυαλό μου τη διάσταση μιας διαμαρτυρίας χωρίς, ωστόσο, κανένα φανερό, ρητά
δηλωμένο καταγγελτικό στοιχείο ή στρατευμένο τόνο, κι ίσως γι αυτό μου
ακούγονταν τόσο δυνατοί:
Ζωή, πώς με παράδωσες
μ’ ένα φιλί στους δήμιους
και τώρα ακούω το
γέλιο σου παντού σαρκαστικό
για μένα, που
αποτόλμησα ψευτοευγενείς και τίμιους
μες στη γενιά σου, να
τους δω σαν υποστατικό.
Επιφυλακτική στεκόταν
η Ζωγράφου απέναντι στην τεχνοτροπία της Πολυδούρη -δέσποζαν τότε, ναι, και
για πολλά χρόνια ακόμα, οι υπερβολικές και άκαρδες δοξασίες της γενιάς του ’ 30
για μικρούς, «ελάσσονες» και για «μείζονες» ποιητές κι έπρεπε να μοιράσουμε
ρόλους. Η ίδια χαρακτηριστικά μας εκμυστηρευόταν στην εισαγωγή της: «Ρώτησα
κάποτε τον κ. Καραντώνη τι πιστεύει γι αυτήν. Κι επειδή η συζήτησή μας ήταν
τελείως ανεπίσημη και χωρίς ακροατήριο ξέσπασε μ’ ενθουσιασμό: “A! Μα είναι ποιήτρια! ΄Ιδια η ποίηση!” Αυτό μού είχε κάνει πολλήν
εντύπωση. Δηλαδή τι ήταν για τον κύριο Καραντώνη η Μαρία Πολυδούρη;
αναρωτιόμουνα, κάποια αμαρτωλή γυναίκα με την οποία πρέπει να τάχεις κρυφά απ’
την κοινωνία; κι όχι ποιήτρια; Και
βέβαια οι επιφυλάξεις της ίδιας της Ζωγράφου απέναντι στην «μη αισθητική
τελείωση της ποιήσεώς της», όπως έγραφε, με κρατούσαν, με την σειρά μου,
επιφυλακτικό – για χρόνια -απέναντι στην ίδια την Λιλή Ζωγράφου – αλίμονο-! ως
αισθητικό.
Mε το προσωπείο του Μέτρου και της
Ρίμας, ναι, αναντίρρητα, αλλά η ποίηση εντούτοις είχε προχωρήσει. Είχαν γίνει
βήματα σε σχέση ακόμα και με τους πιο κοντινούς παλιούς, του πρόσφατου
παρελθόντος της Πολυδούρη. Οι στρογγυλές μουσικές φόρμες ενός Πορφύρα λ.χ.
είχαν σπάσει κι αναζητούνταν πιο άτσαλες, πυρακτωμένες διατυπώσεις αμφισβήτησης,
εκφράσεις με λόγια πιο κοφτερά που μιλούσαν με κείνο τον σπασμένο ρυθμό, την
ρημαγμένη μουσική της σύγχρονης ποίησης που ερχόταν. Και τις οποίες, μετά τον
Καρυωτάκη, πληρούσε η Πολυδούρη πλήρως:
(Τρέμει κάτι το
αδύναμο
κι όλο μένει
σαν
κουτσό...κοντοφτέρουγο...)
Λυπημένη
τη ματιά μας ρουφά
το ανοιξιάτικο
απόγευμα
και χλωμαίνει.
Ξαφνικά, κάποιο
σκίρτημα
στη γαλήνη
και σα λυγμός
παράφορος.
΄Ενα πιάνο ξεσπά
το δικό μας ενάντιωμα
με κλειστό στόμα.
Τι θέλει πάλιν η
΄Ανοιξη
τι να μας φέρει
ακόμα...
Κι ύστερα, δεν ήταν
μόνον οι στίχοι, ήταν και τα έντονα κριτικά σχόλια στα σημειώματα του
αριστουργηματικού Ημερολογίου της που έδειχναν πλήρη συνέπεια, ταύτιση της
κοσμοθεωρίας της με την αισθητική της, μη μαρτυρώντας κανένα διχασμό ανάμεσα σε
παλιά ποιητική αισθητική και ζωή. Τουναντίον!
«Επήγα σήμερα στο
γραφείο ν’ αναλάβω υπηρεσία. Τι τρομερό κρύο. Είχα ξεπαγιάσει όλη. Μου παρουσίασαν
καμπόσους από τους και τας συναδέλφους. Τι έκπληξις! Παρ’ ολίγον θα γελούσα
μπρος τους! Κάτι νέοι σκυνθρωποί και ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος.
Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι. Θεός φυλάξοι μην είναι όλοι οι
συνάδελφοι στον ίδιο τύπο!»
ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ΔΕΥΤΕΡΗ (
Τάκης Μενδράκος- 1982)
Το 1982 – χρονιά πολύ
σημαντική για μένα-, είχα ξεκινήσει να βάζω σε εφαρμογή τα εφηβικά μου διαβάσματα
επιλέγοντας τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη ως ενδιαφέρουσα εκκεντρική persona της πρόσφατης κοινωνικής μας ιστορίας κυρίως, αλλά και
για την ποίησή του, ως θέμα σε ένα ημίωρο τηλεοπτικό επεισόδιο στην σειρά της
τότε ΕΡΤ 1 ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΜΑΣ, επεισόδιο που με οδήγησε στο γύρισμα της μεγάλου
μήκους ταινίας μου για τον ποιητή αυτόν, τρία χρόνια μετά, του ΜΕΤΕΩΡΟ ΚΑΙ
ΣΚΙΑ. Στην ίδια σειρά η αείμνηστη Φρίντα Λιάππα είχε τότε σκηνοθετήσει ένα
ημίωρο κομμάτι για την Μαρία Πολυδούρη, με αφορμή την νέα έκδοση των Απάντων
της – όχι μόνο της ποίησης και του ημερολογίου – αλλά και μιας άγνωστής μας
νουβέλας (μάλλον άτιτλης) που ωστόσο επιγραφόταν ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, από τις
εκδόσεις Αστέρι σε σύντομη εισαγωγή του Τάκη Μενδράκου. Θυμάμαι τις ωραίες, όλο
ζωή, ποιητικές εικόνες της Λιάππα. Την Γιώτα Φέστα να κολυμπάει, να μαχαιρώνει
ένα καρπούζι δίπλα στη θάλασσα, να ποδηλατεί μες σε δενδροστοιχίες απέναντι από
τις σέπιες εικόνες της αληθινής Πολυδούρη πάνω στις οποίες ακουγόταν off επαναληπτικά ό στίχος “Ζωή πώς με
παράδοσες μ’ ένα φιλί στους δήμιους”από την ηθοποιό ενώ η σκηνοθέτις τής έλεγε “Ξανά’’
– τρεις φορές όλο αυτό. Σε συνέντευξη off επίσης, συνέχιζε καθησυχασμένος ο Μενδράκος, ότι το
τηλεοπτικό κομμάτι θα εστίαζε επιτέλους στην ποίησή της κι όχι στη ζωή της,
στους σκανδαλιστικούς έρωτες, στην φυματίωσή της. Μέχρι εδώ καλώς. Αλλά γιατί,
με δυο λόγια, πάλι στην εισαγωγή του μας γύριζε πίσω στην Ζωγράφου κι ο
Μενδράκος; μιλώντας για «χάσμα ανάμεσα στην προοδευτική και φιλελεύθερη
νοοτροπία της Πολυδούρη και στη διαποτισμένη από ηττοπάθεια και πεσσιμισμό
ποίησή της;» - ούτε που μπορούσα να καταλάβω. «Αλλά ό,τι δίστασε να πει με την
ποίησή της, δε δεσμεύεται να το πει με τον πεζό λόγο», συνέχιζε ο Μενδράκος,
αναφερόμενος κυρίως στην άτιτλη νουβέλα της που, όντως, σάρκαζε το κλίμα της
εποχής της, τις συμβατικότητές της, τη νοοτροπία που είχε τότε η κοινωνία για
τις γυναίκες. Σωστά όλ’ αυτά, αλλά όχι και δίστασε στην ποίησή της η Πολυδούρη!
Δηλαδή τι θάπρεπε να την πάρουμε για πεζογράφο; Κι΄αυτή την γεμάτη φωτεινό
σκοτάδι, όλο πάθος ασίγαστο, καταστροφικό έρωτα, ανοικονόμητη γραφή προπάντων,
να την δούμε μόνο σαν «ποιητική συνταγή του νεορομαντισμού», σε έξη σελίδες μιας
εισαγωγής, γαμώτο; - ρωτούσα τον εαυτό μου, κάνοντας σιωπηλά, υπομονή.
ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ΤΡΙΤΗ ΚΑΙ
ΚΑΛΥΤΕΡΗ (Χριστίνα Ντουνιά -2014)
Πενήντα τρία χρόνια
μετά την έκδοση του 1961, και 84 μετά τον θάνατο της ποιήτριας, κρατάω στα
χέρια μου τον καλαίσθητο τόμο της Εστίας Μαρία Πολυδούρη ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, φιλολογική
επιμέλεια – επίμετρο Χριστίνα Ντουνιά. Μεγαλώσαμε. ΄Εχουν μεσολαβήσει τόσα
πολλά με τους ποιητές του μεσοπολέμου, που αφορούν όλο και περισσότερους νέους
δημιουργούς αλλά και αναγνώστες και μελετητές με τα χρόνια. Μελοποιήσεις,
εικαστικές και θεατρικές παρεμβάσεις, ανακοινώσεις. κ.λπ. Προκειμένου για την
Πολυδούρη έχουμε δει και την ενδιαφέρουσα τηλεοπτική σειρά μυθοπλασίας του
Τάσου Ψαρρά Καρυωτάκης, με την Μαρία Κίτσου να ερμηνεύει ωραία τον ρόλο της
ποιήτριας. Στο χώρο της λογοτεχνίας, ωστόσο, κάποια παρατράγουδα της παλιάς
φρουράς κριτικής δεν λείπουν. Μέσα σ’ ένα πρόσφατο τόμο του 556 σελίδων για την
λογοτεχνία του Μεσοπολέμου, επί παραδείγματι, ο κριτικός Αλέκος Αργυρίου
αναφέρει την Πολυδούρη μέσα σε τέσσερις – μόνον αράδες! Κύριε Αργυρίου! Γιατί,
καλέ, το αποκλείσατε το κορίτσι; Δεν είχε κι αυτή δικαίωμα, έστω, φτωχή και
άρρωστη, και ορφανή και χήρα, για ένα δροσερό περίπατο στις ακρογιαλιές της
αθανασίας και του Ελύτη; Αλλά τέρμα τα αστεία. Με την παθιασμένη, εξαντλητική
μελέτη της Χριστίνας Ντουνιά έχουμε όχι μόνον το πρώτο ενήλικο ολοκληρωμένο
επίμετρο στην ποίηση της Πολυδούρη,
αλλά, με στοργή και τρυφερότητα, και τη στέγαση και αξιοποίηση παράλληλα όλης
της διάσπαρτης σε έντυπα φωτισμένης κριτικής της εποχής της για Εκείνην.
΄Αγρας, Παράσχος, Ουράνης, Ζέγγελη, Χονδρογιάννης, Λεοντάρης, Σταματίου και
άλλοι ένα σωρό. Καλπάζοντας η Ντουνιά, αναδεικνύει τους βασικούς άξονες του
έργου της ποιήτριας σε δέκα έντιτλα και εύστοχα κεφάλαια. Πέρα από τα
ανέκδοτα άγνωστά μας ποιήματα της Μαρίας που παραθέτει, πέρα από τα καινούργια
στοιχεία βιογραφίας της, σημασία έχει ότι την ξεκολλάει δραστικά από τον
περιορισμένο νεοελληνικό μεσοπόλεμο εξετάζοντας την παραγωγή της σε συνάρτηση με
την ευρύτερη αμερικάνικη και ευρωπαϊκή παράδοση – τον Πόε και τους γάλλους
παρακμίες, τους άγγλους εστέτ και τις θεωρίες του Πέιτερ. Να λοιπόν πώς
τεκμηριώνεται το υπόστρωμα αξιών που κουβαλάει ως αποσκευές με τις επιλογές της
ζωής της, αλλά και της γραφής της κυρίως, η ποιήτρια, και να γιατί ενδιαφέρει
ακόμη. Ανατριχιαστική στις λεπτομέρειές της βέβαια, για την πρόσληψη του
φαινομένου Πολυδούρη στους αντιδραστικούς κύκλους του Μεσοπολέμου, η Ντουνιά.
΄Ολα εκείνα που γράφονταν για τη θαυμάσια ύπαρξη, οι χοντράδες του τύπου « Η
φθισική Πολυδούρη πεθαίνει τρελλή στη Σωτηρία» - και για τα οποία πόσα αλήθεια
δεν θα είχε να πει η Σούζαν Σόνταγκ για την νόσο ως μεταφορά αλλά και τιμωρία!
Αλλά δεν μένει εκεί. Μάς αποζημιώνει όμορφα στην σκιαγράφηση της Πολυδούρη από
τον Κοσμά Πολίτη ανάμεσα στις άλλες dramatis personae του μυθιστορήματός του Εκάτη,
εμπνευστική Μαύρη Περιστέρα της καλής μυθιστορηματικής λογοτεχνίας μας, με εγκιβωτισμένους
αυτούσιους ή παραλλαγμένους στίχους της μέσα στις σελίδες του μυθιστορήματος,
ως παράλληλο κείμενο, ως διακείμενο. Και το κυριότερο, δείχνει την Πολυδούρη,
σωστά, ως national icon, ένα σύμβολο των αγώνων της Ελληνίδας γυναίκας για την
χειραφέτηση και ανεξαρτοποίησή της, καθώς και τους δύσκολους και αδιέξοδους
πολλές φορές δρόμους από τους οποίους χρειάστηκε να περάσει για τέτοιες
κατακτήσεις, καταγράφοντάς την εντέλει
ως σημαντική μορφή της πρόσφατης κοινωνικής μας ιστορίας.
Στα κεφάλαια καθαρής
κριτικής κειμένων πέρα απ’ τις ιστορικές πληροφορίες, η μαστοριά κι η διεισδυτικότητα
της Χριστίνας Ντουνιά μας είναι πλέον γνωστή και από την μελέτη της για τον
Καρυωτάκη. Με αντικειμενικότητα, μεθοδικότητα, ευρεία
οπτική και αντιδογματικές εκτιμήσεις συνθέτει ένα πολυδιάστατο πορτραίτο του
ποιητικού ύφους της Πολυδούρη, της υπαρξιακής ψυχανάλυσης του ύφους της. Διότι,
εφ’ όσον η ιδιοτυπία ενός έργου ανάγεται στο ύφος του συγγραφέα, και από το
ύφος αποκαλύπτονται οι βαθύτερες πτυχές της πνευματικής αλλά και της ψυχικής
του οντότητας μέσα στην οποία περικλείνονται και η συμπεριφορά του και η
κοσμοθεωρία του, το ύφος του συγγραφέα είναι αυτό μόνο που εντέλει ξεκλειδώνει
το μυστήριο.
Διαλύοντας τις
παρεξηγήσεις για τις δήθεν «αισθητικές ατέλειες» της ποιήσεώς της, την
τοποθετεί ευθέως στο μεταίχμιο παράδοσης και ποιητικού μοντερνισμού.
Ξεπερνώντας την διχαστική πρόταση της παλιάς κριτικής για φιλελεύθερη
προσωπικότητα και αισθηματολογική γραφή τύπου Ρομάντσου και Μπουκέτου,
ανιχνεύει επιτυχέστατα τα διανοητικά στοιχεία, κάτω από την εσκεμμένα αντιδιανοητική στιχουργία της, παντρεμένα ωστόσο με το πανούργο και παράξενα ευφυές
γυναικείο της ένστικτο, στο έξοχο κεφάλαιό της «Μια διανοούμενη που την
κυβερνάει το ένστικτο», αλλά και σ’ όσα μας λέει για ολόκληρο το πλατωνικό
φιλοσοφικό της υπόβαθρο και τον λόγο της Διοτίμας. Αξιοποιεί την παλιά κριτική
πρόταση του Χονδρογιάννη για την όντως μακρινή σχέση της Πολυδούρη με τον
Σολωμό, εμφανή σ’ όλους στα τρυφερά, κοριτσίστικά της νανουρίσματα, ή λόγω του
απολύτου ερωτός της «για την εικόνα ενός νεκρού», κοντά στον Κρητικό.
Επεκτείνει την σχέση της ως και μέχρι τον Κάλβο του «ανοικτού στόματος του μνήματος» με τον οποίο μακρυνά συνδέει την ενότητα των
άτιτλων ποιημάτων που συγκροτούν την Ηχώ στο Χάος, μια θρηνητική μονωδία, ωδή
θανάτου. Ξαφνιάζει ευχάριστα με την,
χωρίς ίχνος δημαγωγίας, χρήση αυτών των δύο μεγάλων μας ποιητών του 19ου αιώνα συσχετίζοντας με τρόπο γόνιμο, κι όχι υπερβάλλοντας για την Πολυδούρη,
αλλά απλώς για να μας αποδείξει την ποιήτρια ως δομικό στοιχείο της
νεοελληνικής λύρας και όχι συγκυριακό, εξού και η αντοχή της στο χρόνο. Γιατί
αντιπερνώντας έξυπνα η Χριστίνα Ντουνιά – και αυτή είναι εντέλει η μεγάλη
επιτυχία της κριτικής διάγνωσής της –, την σχέση της Πολυδούρη με τον εθνικό
μας Σολωμό, με τη φύση, το δημοτικό τραγούδι και την λυρική εικονοποιία, μας
την παραδίδει εντέλει όπως την γνωρίσαμε και την αγαπήσαμε στα νεανικά μας
χρόνια: μια σκεπτικίστρια, λίγο ντεκαντάντ δραματική φωνή, μια ποιήτρια της
πόλης και του χρόνου, του χρόνου που, όπως η Ντουνιά χαρακτηριστικά γράφει «απ’ όσα λείπουν στην ποίηση της Πολυδούρη (οικογένεια, σπίτι, υγεία, χρήματα
), σημαντικότερο για την ποίησή της είναι ο χρόνος, αφού πρέπει να προλάβει να
πει τα λιγοστά της λόγια πριν η ψυχή της κάνει πανιά». Πάνω στην έλλειψη του Χρόνου
λοιπόν, δούλεψε η Μαρία, μέσα σ’ αυτό το ανέλπιδο, inderterminate present time, το αόριστο παρόν, για το οποίο σας μίλησα και στην αρχή,
και το οποίο πιο παθιασμένα απ’ όλους τους άλλους ποιητές της εποχής της, η
Πολυδούρη δεν το κρατάει αποκλειστικά στα στενά θεματολογικά του πλαίσια, αλλά
στην Ηχώ στο Χάος της κυρίως, το μετατρέπει σε εσωτερικό μονόλογο
προαναγγέλλοντα το «καινούργιο» στην τέχνη, σε τάιμινγκ, σε ρυθμό, σε ύφος, σε
ενότητα, σε φόρμα εντέλει ολόκληρης της ώριμης ποίησώς της:
Τίποτα
εδώ δε με πλανεύει.
Τίποτα εκεί δε
μ’ οδηγάει.
Η σκέψη μου όλο
και στενεύει,
ενώ η καρδιά μου
όλο λυγάει.
TAKHΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ
* ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ
Ο Δημήτρης (Τάκης) Σπετσιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και γύρισε τις ταινίες "Στην αναπαυτική μεριά" (1981), "Μετέωρο και Σκιά" (1985 - Α΄ Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, κυκλοφορεί και σε DVD από την MKS VIDEO στις ΗΠΑ), "Εις το φως της ημέρας" (1986) και "Κοράκια" (1991). Σκηνοθέτησε επίσης για το θέατρο το έργο "Ψυχολογία Συριανού συζύγου" του Εμμ. Ροΐδη, Θέατρο "Χυτήριο", 1999-2001.
Παράλληλα με τη σκηνοθεσία ασχολείται με τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και τη δοκιμιογραφία, γράφοντας διάφορες κριτικές μελέτες, μερικές από οποίες συγκέντρωσε και κυκλοφόρησε σε δυο τόμους, "Στον Κώστα Ταχτσή, αντί στεφάνου" ("Λογοτεχνικό χρονικό", 1996) και "Χαίρε Ναπολέων" (δοκίμιο για την τέχνη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, εκδόσεις Άγρα, με έργα του Άγγελου Παπαδημητρίου, 1999).
** Το κείμενο διαβάστηκε ως παρουσίαση στην καινούργια έκδοση των ''Ποιημάτων'' της Πολυδούρη, σε επιμέλεια και επίμετρο Χριστίνας Ντουνιά, στο βιβλιοπωλείο ''Πλειάδες'' τον Ιούνιο του 2014.Δημοσιεύτηκε στο ''The books' journal '' τ. 47, Σεπτέμβριος 2014
*** ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΝΤΟΥΝΙΑ
Η Χριστίνα Ντουνιά είναι Καθηγήτρια Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales(Παρίσι), στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόννης και στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δίδαξε στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών, και στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.
Βιβλία της: Λογοτεχνία και Πολιτική στο Μεσοπόλεμο. Τα περιοδικά της Αριστεράς, Καστανιώτης,1996, Βρέχει σ' αυτό το όνειρο, Διηγήματα, Καστανιώτης, 1998, Κ. Γ. Καρυωτάκης, Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, Καστανιώτης, 2000. Πέτρος Πικρός: τα όρια και η υπέρβαση του νατουραλισμού, Γαβριηλίδης, 2006. Ντόρας Ρωζέττη, Η ερωμένη της, (φιλολογική επιμέλεια - επίμετρο), Μεταίχμιο, 2005. Επίσης επιμελήθηκε τρία βιβλία του Πέτρου Πικρού, [Χαμένα κορμιά, Σα θα γίνουμε άνθρωποι, Τουμπεκί] στα οποία έγραψε τις εισαγωγές, Άγρα, 2009 και 2010. Το 2000 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου. Bιβλιοκρισίες και μελέτες της για θέματα Νεοελληνικής Φιλολογίας και Ιστορίας των Ιδεών δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες.