Του Ζαχαρία Σώκου*
«ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΕΡΩΤΙΣΜΟΣ ΓΙΑ
ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ
ΠΟΙΗΣΗΣ»
Η
συνομιλία - συνέντευξη με τον ποιητή
Γιάννη Κοντό έγινε στις 20 Απριλίου 2013 για το
ΤΡΙΤΟ πρόγραμμα της ΕΡΑ και μεταδόθηκε στην εκπομπή «Απόστροφος» με παραγωγό τον Ζαχαρία Σώκο.
Η
επικοινωνία με τον Γιάννη Κοντό ήταν πάντα απολαυστική και ημιτελής σαν
μεσημεριανό καφεδάκι που
υπόσχεται το κυρίως
γεύμα. Επαφή με υπονοούμενα, σιωπές, χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Ο Γ.Κ , παρότι σχετικά πληθωρικός, ήταν πάντα ευγενής και διακριτικός, σεβόμενος τα
όρια, που εξ ενστίκτου και εμπειρίας,
αναγνώριζε. Μιλούσε, για τα σημαντικά και τα ασήμαντα, με μια αφοπλιστική
ειλικρίνεια. Στον διάλογό μας είχες την
αίσθηση ότι συνδιαλέγεσαι με ένα παιδί,
πότε μικρό και πότε μεγάλο, αλλά πάντα παιδί. Είχε χαρακτηριστική φωνή, με αργή
εκφορά των λέξεων, που πολλές φορές
κατέληγαν σε δήθεν αφελή ερωτήματα.
Η
συνομιλία μας έγινε με αφορμή την έκδοση του συγκεντρωτικού τόμου, με το
σύνολο των δημοσιευμένων ποιημάτων του, από τις εκδόσεις
«ΤΟΠΟΣ»,
δίνοντας έτσι την ευκαιρία για μια εφ’
όλης της ύλης συζήτηση. Είχε προηγηθεί η παρουσίαση του τόμου στην οποία είχαν
παραστεί γνωστά πρόσωπα της αθηναϊκής κοινωνίας από τους χώρους της γραφής, του
θεάτρου, των τεχνών, της πολιτικής κ.ά.,
επιβεβαιώνοντας την επικοινωνιακή προσωπικότητα του ποιητή.
Η συνέντευξη
Ερώτηση Ζ.Σ. Κύριε Κοντέ, στην πρόσφατη παρουσίαση του συγκεντρωτικού
σας τόμου ο επιμελητής εκδόσεων Άρης Μαραγκόπουλος ανέφερε χαρακτηριστικά. «Ο ποιητής
Γ.Κ αναμφισβήτητα κατέχει
εξέχουσα θέση ανάμεσα στους ώριμους ποιητές μας. Με όπλο έναν – Καρυωτακικής προέλευσης - αυτοσαρκασμό και
χρησιμοποιώντας μια γλώσσα κρυπτική, αιχμηρή, εκ προθέσεως αντιποιητική και
εντυπωσιακά παραστατική, έχει διαμορφώσει μια χαρακτηριστική φωνή. Η ιδιοτυπία και η δύναμη αυτής της
φωνής εντοπίζεται, όπως ορθά επισημαίνει
ο καθηγητής Νάσος Βαγενάς, στον τρόπο με τον οποίο συνδυάζει την
αμεσότητα του προφορικού λόγου με την ευρηματικότητα – γνώρισμα που λειτουργεί
κυρίως στον τρόπο που ο Κοντός
εικονογραφεί αισθήματα και
σκέψεις. Μπορεί κάθε πραγματικότητα να είναι αποκρουστική, (αποστροφή
που θα συνυπέγραφε και ο αγαπημένος του Κοντού, Μ. Σαχτούρης ), αλλά ο ποιητής ξέρει να
δραπετεύει πάντα μέσω μιας ευφυούς μεταφοράς.’’ Το μετέρχεστε αυτό κ .Κοντέ,
δραπετεύετε μ’ αυτό τον τρόπο;
Γ.Κ. Όλα αυτά που ειπώθηκαν βεβαίως και με
καλύπτουν, πάντα καλλιτεχνικά. Και
βεβαίως δραπετεύω μέσω των ευρημάτων. Εξ άλλου, το έχουν αναφέρει πολλοί
κριτικοί αλλά και εγώ το έχω αντιληφθεί πλέον ότι είμαι ιδιαίτερα ευρηματικός
στο κλείσιμο του ποιήματος, στον τίτλο του ποιήματος και στη αρχή του. Δίνω
μεγάλη έμφαση στην αρχή, στην μέση και στο κλείσιμο του ποιήματος, που είναι,
σχεδόν, ένα άλλο ποίημα. Τόσο πολύ το
προσέχω. Βέβαια αυτά έρχονται μόνα τους,
μάλιστα παλιότερα, με τον Νίκο τον
Χουλιαρά, που δεν είναι καλά στην υγεία του σήμερα, κάναμε πολλά πράγματα,
βρίσκαμε τίτλους σε φίλους, σε βιβλία, σε πολλά με μεγάλη ευκολία. Παλιότερα οι
ποιητές όταν έβγαζαν ένα καινούργιο
βιβλίο δίναμε σε φίλους κάποιους ενδεικτικούς τίτλους και αυτοί έλεγαν την
σκέψη τους, την πρότασή τους. Θυμάμαι
όταν ο Σινόπουλος έβγαλε τον «Χάρτη», εγώ το πρότεινα και το δέχτηκε. Είχα
αυτή την ευχέρεια.
Ζ.Σ.
Είχατε δηλαδή τη δυνατότητα συμπύκνωσης του νοηματικού περιεχομένου;
Γ.Κ.
Νομίζω αυτό είναι έμφυτο. Στον «Κέδρο»,
που δούλεψα πολλά χρόνια, κάθε χρόνο έβρισκα πολλούς τίτλους, πάντα σε συνεργασία με τον ενδιαφερόμενο.
Ζ.Σ.
Εμφανιστήκατε στα γράμματα το 1970 με την «Περιμετρική». Βέβαια είχαν
δημοσιευτεί ποιήματά σας από το 1965.
Στον τόμο που εκδόθηκε πρόσφατα, με το σύνολο του ποιητικού σας έργου, το χρώμα
του εξωφύλλου είναι εντελώς μαύρο. Εσείς
έχετε χαρακτηριστεί και ως ποιητής των
χρωμάτων, γιατί μια τόσο μαύρη επιλογή.
Γ.Κ.
Δεν έκανα εγώ την επιλογή. Δεν λέω ότι δεν θα την έκανα, αλλά η επιλογή ήταν
των εκδοτών. Μου το δείξανε και συμφώνησα. Άλλωστε
με τη φαντασία μου, που περισσεύει, την παιδική θα έλεγα φαντασία μου,
εγώ το βλέπω άσπρο ή και πολύχρωμο ακόμα,
κι ας είναι μαύρο. Ξέρετε η νύχτα είναι πολύχρωμη κι αν βγούμε έξω θα σου δείξω
και τα χρώματα.
Ζ.Σ.
Βαθύ μαύρο σκοτάδι δεν υπάρχει;
Γ.Κ. Βαθύ μαύρο σκοτάδι υπάρχει μέσα στον άνθρωπο. Η φύση δεν είναι έτσι. Ο άνθρωπος
είναι έτσι. Ο άνθρωπος μπορεί να κάνει φόνο, να σκοτώσει πολλούς, όχι όπως το
ζώο που σκοτώνει μόνο για να φάει. Έχουμε πολέμους με πολλές χιλιάδες νεκρούς,
για συμφέροντα, για ιδεολογίες. Αυτά τα έχει πει καταπληκτικά ο Σαίξπηρ σε μια
αριστουργηματική ποιητική γλώσσα. Σε όλα του τα έργα οι ήρωές του βιώνουν αυτό το μαύρο σκοτάδι του
ανθρώπου.
Ζ.Σ.
Στην εκπομπή τα μουσικά θέματα τα επιλέγει ο καλεσμένος και οι μουσικές
επιλογές είναι στοιχείο της προσωπικότητας του. Εσείς το πρώτο μουσικό θέμα που
επιλέξατε είναι Μότσαρτ. Γιατί κάνατε
αυτή την επιλογή;
Γ.Κ.
Ο Μότσαρτ είναι πολύχρωμος,
παιχνιδιάρης, ένα παιδί θαύμα κι ακόμα και σήμερα προσπαθούν να
καταλάβουν την ξεχωριστή περίπτωσή του. Όσο
ακούμε την μουσική θα σας διαβάσω το ποίημα μου «Ο Ανατόμος».
Ο
Α Ν Α Τ Ο Μ Ο Σ
<<Δεν φοβάσαι το χρόνο>>
μου
είπε ο χασάπης
κόβοντας
, λιανίζοντας, κρεμώντας.
<<Δεν πρόκειται να μείνω στον ουρανό,
εδώ,
στα χαμηλά θα κατοικώ για πάντα. >>
Με
κοιτούσε σκουπίζοντας
τα
ματωμένα χέρια
στο
άσπρο της ποδιάς.
<<Το
σπίτι μου είναι κοντά στη λίμνη.
Όλη
νύχτα ψαρεύω
χέλια
και φεγγάρι. >>
Τραβάει
μαχαιριά
- ευθεία σαν σιωπή –
και
αδειάζει την κοιλιά του αρνιού.
<<Τα
μεσημέρια , όταν βρέχει,
ζωγραφίζω
το ίδιο τοπίο. >>
Ξεχωρίζει
συκώτια από εντόσθια.
<<Διαβάζω
και ποιήματα.
Μια
φορά διάβασα και Χέλντερλιν. >>
Του
ξέφυγε η καρδιά από τον πάγκο.
Έσκυψε
,την πήρε και την κρέμασε
μαζί
με τα άλλα.
Ζ.Σ. Ο Χέλντερλιν έχει πει το γνωστό «τι ζητούν οι
ποιητές σ’ αυτούς τους μικρόψυχους καιρούς».
Γ.Κ.
Πάντα οι καιροί είναι ίδιοι αγαπητέ μου, πάντα οι ίδιες δυσκολίες. Και τώρα
μικρόψυχος είναι ο κόσμος και η κοινωνία. Πάρα πολύ μεγάλη μικροψυχία και για
να πούμε τη μαύρη αλήθεια πιο πολύ οι πολιτικοί που αποκλείουνε κάθε τι
πνευματικό γιατί, λένε, δεν έχουν χρήματα.
Ζ.Σ.
Ανήκετε στη γενιά του 70. Μια από τις ιδιορρυθμίες αυτής της γενιάς είναι ότι,
πολλοί εκπρόσωποι της γενιάς
σας γοητεύονται, από τις προηγούμενες
λογοτεχνικές γενιές, όχι τόσο από τα κείμενα,
αλλά από τις μορφές και τον μύθο
των ποιητών. Το αποδέχεστε εσείς αυτό;
Γ.Κ. Το συμμερίζομαι και συμμετέχω σ’ αυτό. Πάντα
ονειρεύεσαι τον ήρωά σου, το πρόσωπο και τη μορφή και το μυθοποιείς. Το πρόσωπο
όμως χτίζεται από το έργο. Λίγα πρόσωπα με ενδιαφέρουν που δεν είναι
καλλιτέχνες. Θα σταματήσω να δω έναν ζητιάνο στο δρόμο πώς ζητιανεύει τι κάνει, πώς συμπεριφέρεται, πώς είναι η
κατατομή του. Σ’ αυτόν βλέπω τον άνθρωπο
που ικετεύει. Ασχέτως αν είναι ψεύτης, αν είναι κουτσός που περπατάει, αν είναι
τυφλός που σε λίγο βλέπει. Έχω μια κάμερα μέσα στα μάτια μου. Να σας
εξομολογηθώ ότι εργαλείο της δουλειάς μου είναι η παρατηρητικότητα. Παρατηρώ
τους ανθρώπους στο μετρό και αλλού, βλέπω τα χέρια, το κεφάλι τους, τα μαλλιά
τους, πώς κοιτάνε, πώς μιλάνε στο κινητό που είναι κουραστικό…
Ζ.Σ.
Πίσω από αυτά τα χαρακτηριστικά τι θέλετε να δείτε;
Γ.Κ. Αυτά που με απασχολούν. Βλέπω την μοναξιά, τον
τρόπο και την αδυναμία επικοινωνίας, τη μόδα.
Ζ.Σ. Πώς εννοείτε το θέμα της μόδας γιατί το
αναφέρατε;
Γ.Κ. Με ενδιαφέρει το ντύσιμο ενός ανθρώπου, τα παπούτσια
του, παρατηρώ ότι πολλοί πλέον φοράνε μπλουτζίν.
ΤΑ
ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΑΤΡΙΔΑ
Ζ.Σ. Σας είπα πριν ότι τα πρόσωπα των παλαιότερων
σημαντικών ποιητών τα είχατε μυθοποιήσει. Στο προλογικό σημείωμα του ενιαίου
τόμου σας αναφέρετε ότι στη νεότητα αυτό εκδηλωνότανε σαν τρελός έρωτας. Τα
πρόσωπα, αναφέρετε, που μυθοποιήσατε είναι ο Καβάφης, ο Λόρκα, η Αξιώτη, ο
Χατζιδάκις, ο Πεντζίκης, ο Μαγιακόφσκι, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος,, ο
Ρεμπώ, ο Καρυωτάκης, τα ρεμπέτικα, οι Μπήτλς, η Παξινού, ο Κουν, ο Μπέργκμαν, ο
Τσαρούχης, ο Μακρυγιάννης , ο
Σινόπουλος, ο Αναγνωστάκης, ο Ρίτσος, η Βακαλό, ο Ιωάννου, ο Τσέχωφ, ο Εγγονόπουλος, ο Παπαλουκάς, ο
Παρθένης, ο Θεόφιλος, ο Πάουντ, ο Καραγάτσης, ο Μητρόπουλος, ο Θεοτόκης, ο
Χατζής, ο Ουίλιαμς, ο Κάφκα, ο Καμπανέλης, ο Μπέκετ, ο Μάλλερ, ο Σκλάβος και
άλλα πρόσωπα.
Γιατί νοιώσατε την ανάγκη να αναφέρετε όλα αυτά τα ονόματα;
Γ.Κ. Γιατί όλα αυτά τα πρόσωπα είναι η πατρίδα
μου. Από αυτούς ξεκίνησα, αυτοί είναι οι συγγενείς μου. Τόσο ορθά κοφτά. Κάτι παρόμοιο έκανε και ο Ρίτσος
με το εικονοστάσι των δικών του αγίων.
Για μένα αυτοί είναι η πατρίδα μου. Αυτά τα πρόσωπα μού φέρανε
άνοιξη μέσα μου, ενώ είχα χειμώνα.
Ζ.Σ. Σε μικρή ηλικία τόσο χειμώνα;
Γ.Κ.
Ναι, ενώ είμαι αισιόδοξος άνθρωπος έχω και εγώ την κατάθλιψή μου, κι αυτά τα
πρόσωπα με βοήθησαν πολύ.
Ζ.Σ. Εκείνη την περίοδο ;
Γ.Κ. Στο διηνεκές. Δηλαδή όταν πάω στο θέατρο και
βλέπω τις τρεις αδερφές του Τσέχωφ αισθάνομαι σα να είμαι σπίτι μου. Στο δικό
μου σπίτι. Γίνομαι Ρώσος, γίνομαι μουζίκος, γίνομαι το’ να γίνομαι τ’ άλλο, ότι
θες γίνομαι.
Ζ.Σ. Πατρίδα σας είναι η τέχνη δηλαδή;
Γ.Κ. Ναι, ναι. Αν δεν το πιστεύεις αυτό, όπως το
πιστεύω εγώ, δεν θα σωθείς.
Ζ.Σ. Δηλαδή εσείς έχετε σωθεί ;
Γ.Κ. Δεν
θα σωθείς γιατί η ζωή είναι σκληρότατη.
Απορώ με πολλούς, δεν τους κατηγορώ, εγώ έχω άλλες επιλογές. Απορώ πώς ένας
διευθυντής που όλη μέρα δουλεύει και κάνει και φτιάχνει και την άλλη μέρα
ξαναπηγαίνει και κάνει τα ίδια πράγματα… μου φαίνεται ότι πρέπει να
αυτοκτονήσει.
Ζ.Σ. Ένας
εργαζόμενος ή ένας διευθυντής ειδικά;
Γ.Κ. Όχι ένας εργαζόμενος, γιατί και εγώ
εργαζόμενος ήμουν, ένας διευθυντής. Έχω γράψει ένα ποίημα για τους διευθυντές .
Ζ.Σ. Έχετε γράψει πολλά ποιήματα που αναφέρονται στις επαγγελματικές
ιδιότητες των ανθρώπων, όχι μόνο για
τους διευθυντές.
Γ.Κ. Ναι είναι αλήθεια πολλά. Το φαρμακείο που
έγραψα, από κάτω ενυπάρχουν οι στίχοι του Σεφέρη « έχετε σκεφθεί ποτέ τι
περνάει ένας φαρμακοποιός που διανυκτερεύει» ή κάπως έτσι. Αυτό το στίχο είχα
στη σκέψη μου, βέβαια, το ποίημα το δικό μου λέει άλλα πράγματα. Στην τέχνη υπάρχει συνέχεια και διαδοχή. Δεν
υπάρχει παρθενογένεση .
Ζ.Σ. Ποιο μουσικό θέμα έχετε επιλέξει να ακούσουμε
τώρα;
Γ.Κ. Θα ακούσουμε Μπαχ. Ο Μπαχ σε ταξιδεύει σε
μεγάλα βάθη του εσωτερικού σου κόσμου. Σε ξεγυμνώνει. Μπαχ άκουγε πολύ ο Ρίτσος όταν δούλευε. Αλλά και ο
Μυταράς, ο ζωγράφος, μού έλεγε ότι δουλεύει με Μπαχ. Εγώ όταν ακούω κλασσική
μουσική νοιώθω μια απόλυτη ησυχία μέσα μου. Στο σπίτι μου ακούω πολύ ραδιόφωνο
και κοιμάμαι με το ραδιόφωνο ανοιχτό. Ξυπνάω συνήθως κατά τις τέσσερις το πρωί,
το κλείνω και ξανακοιμάμαι. Ακούγοντας τη μουσική θα σας διαβάσω το ποίημα μου «Ηλικίες και Ηλικίες».
ΗΛΙΚΙΕΣ ΚΑΙ
ΗΛΙΚΙΕΣ
Τι
βράχια – χρόνια ανέβηκα και κατέβηκα
και
τι σκιές με κυνηγήσανε.
Είδα
πολλές φορές το άπειρο.
Έκανα
στάσεις και κοιτούσα πέρα τον ορίζοντα
και
σε περίμενα.
Έτσι
λοιπόν ανέβαινα κατέβαινα τη σκάλα
του
Θεού και των λυγμών.
Άλλες
φορές γινόμουνα μεταλλωρύχος,
γιατί
οι αφέντες ζητούσαν επειγόντως
μέταλλα
και όνειρα για τις ανάγκες
της
αγοράς.
Και
ο κόσμος γύριζε.
Τα
σκοτάδια τρέχανε ποτάμι- έτσι έμαθα
κολύμπι.
Μετά έπεφτα σε κενά, σε απίθανα
υπόγεια,
και ο χρόνος έμοιαζε με άμμο, με
χρυσόσκονη.
Και εκείνα τα πρωινά, που δεν ήξερα πού ήμουνα
και
έψαχνα τους χάρτες για να βρω το στίγμα μου.
Και
όλα πετούσαν γύρω μου.
Και
ο χρόνος γύριζε.
Κάτι
μεσημέρια σε είχα στην αγκαλιά μου
και
έκλαιγες και σου έδειχνα την ηλικία μου.
Μπρούτζινο
αγαλματάκι εφήβου.
Όπως
ανέβαινα, σκεφτόμουνα : σε κατηφόρα
πηγαίνω
ή σε βάραθρο κατεβαίνω;
Με
ακολουθεί μια μουσική, ένα φως,
μπορεί
να είναι η σκουριά των ωρών.
Σε
μαχαίρια βαδίζω, σε καρφιά φακίρη είμαι,
άνθρωπος
είμαι του εικοστού πρώτου αιώνα,
πρωτόγονος
και χαμένος στο απέραντο απόγευμα
το
σιδερένιο.
Και
ο κόσμος γύριζε.
Σε ατέλειωτη ευθεία- δρόμο τον λένε-,
με
κεφάλι γεμάτο ποιήματα βαδίζω,
και
τα βουνά είναι κάτω από την άσφαλτο
και
ο ουρανός είναι κάτω από την άσφαλτο.
Τα
λόγια σου μισά φεγγάρια και Νοέμβριος.
Θα
έρθω, θα σε φτάσω, δεν θα αργήσω.
Μακριά
που είσαι, μια τελίτσα, μια ελίτσα,
μια
πανάδα σε λαιμό. Τώρα σου φιλώ τον
λαιμό.
Και
ο κόσμος γύριζε.
Η
νύχτα είναι πολύ κοντά μας.
Η
νύχτα η μπαμπακένια, που όλο μας κρύβει
το
πρόσωπό της. Τι φίλντισι τα νύχια της,
τι
αίμα στα μαλλιά και στο χώμα τρέχει.
Εκεί
σταματήσαμε να φάμε ψωμί, να πιούμε κρασί.
να
αγαπηθούμε.
(Όσο
για τον χρόνο, δεν υπάρχει,
ένα
παιχνίδι είναι, ένα φιλί).
Και
ο κόσμος γύριζε.
Ζ.Σ. Το 1970, όταν απολυθήκατε από το στρατό,
μαζέψατε τα ποιήματα, σάς βοήθησε σε αυτό και ο Γ. Νεγρεπόντης, έψαξα, λέτε,
γύρω από την Ομόνοια για τυπογραφείο και στο πρώτο υπόγειο μπήκα. Η ταμπέλα
έγραφε Α.Ι Χρυσοχού ο.ε, Γερανίου 7 τηλ .536471
Γ.Κ.
Ναι. Εξαψήφιο.
Ζ.Σ. Παρέδωσα
τα ποιήματα και 5.500 δραχμές που μου έδωσε ο πατέρας μου, έδωσα και ένα σχέδιο
που έκανα ο ίδιος, και έτσι, βγήκε το πρώτο μου βιβλίο. Το 1970 βγήκε η «Περιμετρική» που την πληρώσατε από την τσέπη σας.
Γ.Κ.
Έτσι γίνονταν τότε, δεν έβγαζαν οι εκδότες βιβλίο χωρίς λεφτά. Το δεύτερο
βιβλίο εκδόθηκε από την «Δωδώνη», τον Βαγγέλη Λάζο, και μετά όλα τα βιβλία μου
τα έβγαλα στον «Κέδρο», όπου έγινα και υπάλληλος για 32 χρόνια. Μετά τον «Κέδρο»,
για δυόμιση χρόνια πήγα στο «Μεταίχμιο» και σταμάτησα πρόσφατα.
Ζ.Σ. Με αυτό το τρόπο λέτε πολιτογραφήθηκα
συγγραφέας. Τι κόσμος ήταν αυτός, από
τότε πέρασε μισός αιώνας περίπου.
ΚΑΚΙΕΣ , ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΣΟΥΤΙΕΝ
ΚΑΚΙΕΣ , ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΣΟΥΤΙΕΝ
Γ.Κ. Στην αρχή ήταν ονειρικός κόσμος, μετά καθημερινός και μετά
αποτρεπτικός. Υπάρχουν κακίες, αντιπαλότητες, υπάρχουν πολλά, είναι μια
κοινωνία όπως παντού.
Ζ.Σ. Τι είναι πιο πολλές, οι χαρές ή οι πικρίες ;
Γ.Κ. Οι χαρές. Όπως λέει και ο φίλος μου ποιητής
Γ.Μαρκόπουλος δεν πρέπει να λέμε άσχημα πράγματα. Περάσαμε ωραία και γνωρίσαμε
τους καλύτερους ανθρώπους. Γνωρίσαμε τον Λειβαδίτη, για παράδειγμα, ένα κόσμο
ολόκληρο, βεβαίως με τις παραξενιές του. Ένας κόσμος μαγικός.
Ζ.Σ. Πόσο άλλαξαν τα πράγματα από τότε;
Γ.Κ. Εγώ πρόλαβα την ποίηση βασίλισσα των τεχνών. Όλες
οι εφημερίδες τότε γράφανε για ποίηση. Σήμερα τα βιβλία ποίησης δεν πουλάνε. Το
μυθιστόρημα πουλάει πιο πολύ και κυρίως το μυθιστόρημα σουτιέν. «Φίλησε με δύο
φορές», «άνοιξες την πόρτα και έφυγες», χαζά… Συχνά είναι και αντιγραφές από τηλεοπτικές χαζοϊστορίες. Εγώ παρότι δεν
έγραψα στίχους εκτιμώ αρκετούς από
αυτούς που γράφουνε στίχους γιατί μου
αρέσουν τα τραγούδια. Μου είχε πει ο Μ. Λοΐζος ότι θα έκανε κάτι με τα δικά μου
αλλά δεν πρόλαβε, πέθανε. Στο μεσοπόλεμο,
οι στιχουργοί του ρεμπέτικου ήταν προχωρημένοι ποιητές. Ο Τσιτσάνης ήταν
μεγάλος ποιητής. Το τραγούδι που θα ακούσουμε τώρα το «τι σήμερα τι αύριο τι
τώρα» είναι Έλιοτ.
Ζ.Σ. Και από τον Έλιοτ, μέσω του Τσιτσάνη,
φτάνουμε στον Σεφέρη. Εσείς αυτοχαρακτηρίζεστε
σεφερικός ποιητής.
Γ.Κ. Εγώ δεν έμαθα στο σχολείο γράμματα, αλλά μέσω
του Σεφέρη. Με έμαθε γράμματα. Η φιλολογική του ενατένιση ήταν εξαιρετική. Αυτό
φαίνεται, εκτός των ποιημάτων του, και στα δοκίμιά του που είναι αξεπέραστα.
Φανερώνουν έναν τεράστιο φιλόλογο που ήξερε τι έκανε.
Ζ.Σ. Εκτός του Σεφέρη ποιοι άλλοι ποιητές σας
σημάδεψαν;
Γ.Κ. Πρέπει να πω ότι μια τεράστια καλλιτεχνική
προσωπικότητα, μεταπολεμικά, ήταν ο Μ.Χατζιδάκις που για δύο χρόνια τουλάχιστον
κάναμε παρέα. Ο Σαχτούρης και ο Σινόπουλος με επηρέασαν πολύ άμεσα. Μάλιστα έχω
κατηγορηθεί ως αντιγραφέας του Σαχτούρη.
Ζ.Σ. Μισός αιώνας στο κουρμπέτι της ποίησης, τι
εμπειρία ήταν αυτή;
Γ.Κ.
Επειδή μου αρέσει πολύ η εκπομπή σας θα σας εξομολογηθώ. Έμαθα το παιχνίδι αυτού του σιναφιού πολύ καλά. Είμαι χαμηλών
τόνων άνθρωπος, δεν πέφτω στην παγίδα του τσακωμού. Μάλιστα ένας φίλος μου
υπουργός μου είπε ότι θα έπρεπε να ήμουν στο διπλωματικό σώμα.
Ζ.Σ. Ανήκετε στη γενιά της αμφισβήτησης ή της άρνησης. Αυτή η γενιά σήμερα βρίσκεται
στην εξουσία ελέγχει τα πράγματα…
Γ.Κ. Δεν ελέγχει κανείς τίποτα. Οι λογοτέχνες
ανάλογα με την αξία τους ανήκουν σε κατηγορίες. Οι πολύ καλοί, οι λιγότερο
καλοί και η παραλογοτεχνία. Συνήθως όσοι δεν είναι πολύ καλοί μιλάνε για
κλίκες, για οργανωμένα συμφέροντα. Δεν υπάρχουν αυτά τα πράγματα. Βεβαίως εγώ, αν ερωτηθώ, θα πω για κάποιον που είναι
φίλος μου, που γνωρίζω, αλλά αυτό δεν
είναι κλίκα.
Ζ.Σ. Εκτός από τον χώρο της λογοτεχνίας η ηλικιακή
γενιά που ανήκετε βρίσκεται στην εξουσία; Πριν μου μιλήσατε για φίλο σας
υπουργό.
Γ.Κ. Οι λογοτέχνες δεν ασχολούνται με αυτά τα
πράγματα, αλλιώς θα πολιτεύονταν. Δεν είμαι ταγός και δεν αισθάνομαι καθόλου ένοχος. Εμένα με
ενδιαφέρει ο μπακάλης της γειτονιάς μου και όχι η πολιτική. Αν υπονοείτε την
πολιτική, όλοι ευθυνόμαστε για την κατάντια της χώρας. Είμαστε άνθρωποι και
κάνουμε λάθη, έχω ψηφίσει κόμματα που μετά με απογοήτευσαν και έχω μετανιώσει.
Τι να σας πω τώρα. Βλέπω και την άνοδο της χρυσής αυγής και ανησυχώ πολύ.
Η
ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΑ
ΧΡΩΜΑΤΑ
Ζ.Σ. Να δούμε λίγο τη σχέση της ζωγραφικής με την
ποίησή σας. Είστε φίλος με τον Δ.Μυταρά, τον Γ.Ψυχοπαίδη.
Γ.K. Είμαι και συνεργάτης μ’ αυτούς και πολλούς άλλους. Έχω γράψει, για πολλούς
μεταπολεμικούς ζωγράφους του μοντερνισμού, κείμενα. Πιστεύω ότι η γλώσσα έχει
σχέση με το χρώμα.
Ζ.Σ.
Πώς το εννοείτε αυτό ;
Γ.Κ. Άνευ αποδείξεως, ποιητική αδεία. Γράφω θα
έρθω απόψε, που για μένα είναι κόκκινο. Δεν θα έρθω, είναι κίτρινο. Ο μεγαλύτερος ζωγράφος του εικοστού αιώνα ο Πικάσο
έλεγε ότι το έργο τελειώνει όταν το πατήσω και πετάξει αίμα. Αν δεν τινάξει
αίμα δεν έχει τελειώσει .
Ζ.Σ. Το ποίημα πότε τινάζει αίμα;
Γ.Κ. Όταν πείσει για την πραγματικότητά του.
Απαιτείται και ερωτισμός. Αν δεν είσαι ερωτικός άνθρωπός, ακόμα και με την
χριστιανική έννοια του όρου, δεν μπορείς να κατανοήσεις τον Παπαδιαμάντη. Αν
είσαι παγωμένο κούτσουρο δεν μπορείς να διαβάζεις ποιήματα. Με θέλγει επίσης το
θέατρο. Οι μεταμορφώσεις των σωμάτων, των μορφών, η μουσική, οι απαγγελίες, η
γλώσσα, τα ενδύματα. Από τον
κινηματογράφο έμαθα το μοντάζ. Τα περισσότερα ποιήματά μου έχουν διαβολικό μοντάζ. Διαφωνώ και με τους
πεζογράφους που λένε ότι πρέπει να λιώσεις παντελόνια στην καρέκλα για να
γράψεις μυθιστόρημα. Στη ποίηση η εργασία είναι το ίδιο επώδυνη αφού ξυπνάς και
κοιμάσαι σκεπτόμενος που θα βάλεις την κάθε λέξη.
Ζ.Σ. Τι είναι έρωτας για σας ;
Γ.Κ.
Για αδιευκρίνιστους λόγους δύο άτομα έρχονται σε επαφή με μια ματιά σαν να
γνωρίζονταν πριν γεννηθούν. Είναι μυστήριο, πέφτουμε στη μεταφυσική .
Ζ.Σ. Φθορά, απώλεια , θάνατος.
Γ.Κ. Είναι κάθε μέρα πλάι μας. Ένα πρόσωπο
σκοτεινό με μαύρη μπέρτα που μας νεύει με τη νοηματική, δεν μιλάει με το στόμα.
Σου κάνει νοήματα και σου λέει ότι οδηγείσαι
στο τέλος.
Ο
ποιητής Γιάννης Κοντός έφυγε από τη ζωή στις 21 Ιανουαρίου 2015 στην ηλικία των 71 ετών.
*Ο Ζαχαρίας Σώκος είναι δημοσιογράφος μέλος ΕΣΗΕΑ, π. Διευθυντής Απόδημου Ελληνισμού και Δορυφορικής Τηλεόρασης ΕΡΤ. Αρχισυντάκτης και παρουσιαστής τηλεοπτικών εκπομπών και παραγωγός της ραδιοφωνικής εκπομπής του "Τρίτου" προγράμματος της ΕΡΑ "ΑΠΟΣΤΡΟΦΟΣ". Δ/ντης Σύνταξης του περιοδικού
"ΠΕΡΙΣΤΥΛΟΝ". Εργάστηκε ως αρχισυντάκτης σε εφημερίδες και περιοδικά. Σπούδασε Οικονομία και Σκηνοθεσία. Ζει στην Αγία Παρασκευή από το 1961.
Η ποιητική συλλογή "Άλλα ρούχα" είναι η πρώτη ποιητική του συλλογή και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.