Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Mαρία, στα τρία



γράφει ο Τάκης Σπετσιώτης*


Μαρία, στα τρία**



ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ΠΡΩΤΗ ( Λιλή Ζωγράφου -1961)

Πολύ με συγκίνησε η πρόσκληση της αγαπητής Χριστίνας Ντουνιά*** να πω κι εγώ δυο λόγια για την Πολυδούρη. ΄Οχι γιατί θα ιδρωκοπήσω να αποδείξω τα αυταπόδεικτα – τα γράφει τόσο διεξοδικά η ίδια η επιμελήτρια στο εκτενές επίμετρό της, στη φροντισμένη έκδοση των ποιητικών απάντων της από την Εστία- όσο γιατί αυτή η μικρή συμμετοχή μου έχει μεγάλη σημασία για την προσωπική και συναισθηματική μου ζωή. Το όνομα και το έργο της Πολυδούρη με πηγαίνουν πολλά χρόνια πίσω, σ’ άλλες εποχές, σ’ άλλους τόπους. Στα έτη του ’60, στη δικτατορία, στο περιγιάλι της ιδιαίτερης πατρίδας μου, όταν πρωτο- διάβασα –μαθητής γυμνασίου ακόμα - τα ποιήματα και το ημερολόγιό της στη θρυλική εκείνη πρώτη μεταθανάτια έκδοση, από την Εστία ξανά το ’61, με την εκτενή εισαγωγή (μισοβιογραφική –μισοκριτική) της Λιλής Ζωγράφου με τίτλο Η Δραπέτις. ΄Ηταν μαζί με μια ανάλογη έκδοση των Ποιημάτων του Λαπαθιώτη από τον Φέξη με εισαγωγή ΄Αρη Δικταίου, την ίδια περίπου εποχή, δυο καθοριστικά για την πορεία μου βιβλία, που με απασχόλησαν ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλα όχι μόνο στην εφηβεία μου αλλά για πολύ καιρό ακόμα. Στην μικρή μου πόλη άκουγα επίσης πολλά για την Πολυδούρη από έναν αλησμόνητο πνευματικό άνθρωπο τον Τάσο Λασκαρίδη, φίλο του πατέρα μου, που την θυμόταν, έφηβος, στη Σωτηρία όπου ήταν γιατρός ο δικός του πατέρας: Mια αδύνατη, άσπρη στο πρόσωπο ήτανε.”
Στο σχολείο διδασκόμασταν τότε πομπώδεις εθνικούς ποιητές κι η εξωσχολική Μαρία τραγουδούσε μέσα από απλές, ζεστές τρίλλιες τη ζωή πούφευγε «σα χνούδι στην παιχνιδιάραν αύρα», αν και άρρωστη, μελλοθάνατη στην Σωτηρία, με ενθουσιώδεις εικόνες οπτικού και μουσικότατου ξεφαντώματος. Εξιστορούσε σε παραλλαγές το ερωτικό πάθος της νέας κοπέλλας για τον νεαρό άντρα μέσα από άφοβες, διονυσιακές εικόνες ενός άπληστου για ζωή, εκστασιασμένου θηλυκού: «Τρελλές, ξελογιασμένες λεύκες- το ωραίο σας γέλιο» απέναντι από πλουτώνεια, αλλά και φαλλικά, σύμβολα του εκλιπόντος άρρενος, του λατρεμένου απόντος: «Ξεχωριστά μες στ’ άλλα- δέντρα, δέντρα ολοίσια,- βουβά τα κυπαρίσσια – στο μεσημέρι ντάλα».
Αυτή η πόλωση ανάμεσα στο άρρεν – θήλυ, που περιείχε ό,τι οι μοντέρνοι θεωρητικοί αποκαλούν έμφυλη αυτοσυνείδηση με δίδαξε πολλά για το πώς κάνει κανείς τέχνη με τρία απαραίτητα στοιχεία, τον νου, την καρδιά και το φύλο. Στην ποίησή της εκφραζόταν ιδιαίτερα ελκυστικά σε ένα ανέλπιδο, αόριστο  παρόν 
(χαρακτηριστικό στοιχείο της τεχνικής του εσωτερικού μονολόγου), τοποθετημένο κατά προτίμηση σε βραδυνές ή ως επί το πλείστον νύχτιες ώρες:
«Καλώς το που ήρθε το άφωτο βραδάκι» και «Ας περάσει πια η μέρα με το φως της – η νύχτα γιατί τόσο αργοπορεί;» Και σε τόπους όπως αυτός των θαλάμων του νοσοκομείου Σωτηρία, ή του άλσους του σανατόριου: «Στων πεύκων τις σκιές μια πολυθρόνα με καρτερεί.» Εκεί, σε μια υποβλητική, κάπως σαν καβαφική σκηνοθεσία, σίμωναν οι ίσκιοι, έρχονταν της αγάπης οι σκιές. Ξεδιπλώνονταν οι μνήμες της μοιραίας ζωής της στην Καλαμάτα, στην Αθήνα και το Παρίσι, εξιστορούνταν ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη, η περιπέτεια της αρρώστειας της, διαγραφόταν ο ηρωικός χαρακτήρας της νοοτροπίας της και το παιγνίδι της γραφής της, μια ενθουσιώδης, εντέλει, εμπειρία θανάτου. Η ζωή ως πεδίο μάχης – μια φοβερή ιδέα που σε σκορπίζει στις πέντε ηπείρους, στις επτά θάλασσες και στους τρεις ωκεανούς-, αλλά και το φλερτ με τον θάνατο που η ίδια τον προκαλούσε ασυνείδητα στο
πρόσωπο των σκοτεινότερων ωθήσεων, οι οποίες μέσα σε όλους μας συγκλίνουν για να δημιουργήσουν πολύ διονυσιακά ένα σύμπλεγμα ζωής και θανάτου πάνω στον κορμό του ίδιου δέντρου.  
΄Ηταν δικτακτορία των συνταγματαρχών όταν πρωτοδιάβασα Πολυδούρη, αρκετοί διώκονταν τότε για τα πολιτικά τους φρονήματα, και στην φιλήσυχη κωμόπολή μου κάποιοι συμπολίτες δίπλωναν με προσοχή κάτω απ’ την μασχάλη τους την εφημερίδα που αγόραζαν απ’ το πρακτορείο για να μην «χαρακτηρισθούν» για τα φρονήματά τους.    
Κι έτσι όπως γλαφυρότατα και παραστατικότατα η Λιλή Ζωγράφου διηγείτο ότι η ενήλικη Μαρία δήλωνε ότι τής άρεσε να παίζει μπουνιές με την κοινωνία αλλά κι ότι η ίδια, ως μαθήτρια, είχε γράψει κάποτε, στη δεκαετία του ’10 στην Καλαμάτα, με παρρησία, επαναστατικές προκηρύξεις για την διάδοση των αρχών της κομμουνιστικής ιδεολογίας, κάποιοι φλογισμένοι στίχοι της από την Ηχώ στο Χάος έπαιρναν από τότε στο μυαλό μου τη διάσταση μιας διαμαρτυρίας χωρίς, ωστόσο, κανένα φανερό, ρητά δηλωμένο καταγγελτικό στοιχείο ή στρατευμένο τόνο, κι ίσως γι αυτό μου ακούγονταν τόσο δυνατοί:

Ζωή, πώς με παράδωσες μ’ ένα φιλί στους δήμιους
και τώρα ακούω το γέλιο σου παντού σαρκαστικό
για μένα, που αποτόλμησα ψευτοευγενείς και τίμιους
μες στη γενιά σου, να τους δω σαν υποστατικό.

Επιφυλακτική στεκόταν η Ζωγράφου απέναντι στην τεχνοτροπία της Πολυδούρη -δέσποζαν τότε, ναι, και για πολλά χρόνια ακόμα, οι υπερβολικές και άκαρδες δοξασίες της γενιάς του ’ 30 για μικρούς, «ελάσσονες» και για «μείζονες» ποιητές κι έπρεπε να μοιράσουμε ρόλους. Η ίδια χαρακτηριστικά μας εκμυστηρευόταν στην εισαγωγή της: «Ρώτησα κάποτε τον κ. Καραντώνη τι πιστεύει γι αυτήν. Κι επειδή η συζήτησή μας ήταν τελείως ανεπίσημη και χωρίς ακροατήριο ξέσπασε μ’ ενθουσιασμό: “A! Μα είναι ποιήτρια! ΄Ιδια η ποίηση!” Αυτό μού είχε κάνει πολλήν εντύπωση. Δηλαδή τι ήταν για τον κύριο Καραντώνη η Μαρία Πολυδούρη; αναρωτιόμουνα, κάποια αμαρτωλή γυναίκα με την οποία πρέπει να τάχεις κρυφά απ’ την κοινωνία; κι όχι ποιήτρια;  Και βέβαια οι επιφυλάξεις της ίδιας της Ζωγράφου απέναντι στην «μη αισθητική τελείωση της ποιήσεώς της», όπως έγραφε, με κρατούσαν, με την σειρά μου, επιφυλακτικό – για χρόνια -απέναντι στην ίδια την Λιλή Ζωγράφου – αλίμονο-! ως αισθητικό.
Mε το προσωπείο του Μέτρου και της Ρίμας, ναι, αναντίρρητα, αλλά η ποίηση εντούτοις είχε προχωρήσει. Είχαν γίνει βήματα σε σχέση ακόμα και με τους πιο κοντινούς παλιούς, του πρόσφατου παρελθόντος της Πολυδούρη. Οι στρογγυλές μουσικές φόρμες ενός Πορφύρα λ.χ. είχαν σπάσει κι αναζητούνταν πιο άτσαλες, πυρακτωμένες διατυπώσεις αμφισβήτησης, εκφράσεις με λόγια πιο κοφτερά που μιλούσαν με κείνο τον σπασμένο ρυθμό, την ρημαγμένη μουσική της σύγχρονης ποίησης που ερχόταν. Και τις οποίες, μετά τον Καρυωτάκη, πληρούσε η Πολυδούρη πλήρως:

(Τρέμει κάτι το αδύναμο
κι όλο μένει
σαν κουτσό...κοντοφτέρουγο...)
Λυπημένη
τη ματιά μας ρουφά
το ανοιξιάτικο απόγευμα
και χλωμαίνει.
Ξαφνικά, κάποιο σκίρτημα       
στη γαλήνη                                            
και σα λυγμός παράφορος.
΄Ενα πιάνο ξεσπά
το δικό μας ενάντιωμα
με κλειστό στόμα.
Τι θέλει πάλιν η ΄Ανοιξη
τι να μας φέρει ακόμα...

Κι ύστερα, δεν ήταν μόνον οι στίχοι, ήταν και τα έντονα κριτικά σχόλια στα σημειώματα του αριστουργηματικού Ημερολογίου της που έδειχναν πλήρη συνέπεια, ταύτιση της κοσμοθεωρίας της με την αισθητική της, μη μαρτυρώντας κανένα διχασμό ανάμεσα σε παλιά ποιητική αισθητική και ζωή. Τουναντίον!
«Επήγα σήμερα στο γραφείο ν’ αναλάβω υπηρεσία. Τι τρομερό κρύο. Είχα ξεπαγιάσει όλη. Μου παρουσίασαν καμπόσους από τους και τας συναδέλφους. Τι έκπληξις! Παρ’ ολίγον θα γελούσα μπρος τους! Κάτι νέοι σκυνθρωποί και ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι. Θεός φυλάξοι μην είναι όλοι οι συνάδελφοι στον ίδιο τύπο!»

ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ( Τάκης Μενδράκος- 1982)
   
Το 1982 – χρονιά πολύ σημαντική για μένα-, είχα ξεκινήσει να βάζω σε εφαρμογή τα εφηβικά μου διαβάσματα επιλέγοντας τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη ως ενδιαφέρουσα εκκεντρική persona της πρόσφατης κοινωνικής μας ιστορίας κυρίως, αλλά και για την ποίησή του, ως θέμα σε ένα ημίωρο τηλεοπτικό επεισόδιο στην σειρά της τότε ΕΡΤ 1 ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΜΑΣ, επεισόδιο που με οδήγησε στο γύρισμα της μεγάλου μήκους ταινίας μου για τον ποιητή αυτόν, τρία χρόνια μετά, του ΜΕΤΕΩΡΟ ΚΑΙ ΣΚΙΑ. Στην ίδια σειρά η αείμνηστη Φρίντα Λιάππα είχε τότε σκηνοθετήσει ένα ημίωρο κομμάτι για την Μαρία Πολυδούρη, με αφορμή την νέα έκδοση των Απάντων της – όχι μόνο της ποίησης και του ημερολογίου – αλλά και μιας άγνωστής μας νουβέλας (μάλλον άτιτλης) που ωστόσο επιγραφόταν ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, από τις εκδόσεις Αστέρι σε σύντομη εισαγωγή του Τάκη Μενδράκου. Θυμάμαι τις ωραίες, όλο ζωή, ποιητικές εικόνες της Λιάππα. Την Γιώτα Φέστα να κολυμπάει, να μαχαιρώνει ένα καρπούζι δίπλα στη θάλασσα, να ποδηλατεί μες σε δενδροστοιχίες απέναντι από τις σέπιες εικόνες της αληθινής Πολυδούρη πάνω στις οποίες ακουγόταν off επαναληπτικά ό στίχος “Ζωή πώς με παράδοσες μ’ ένα φιλί στους δήμιους”από την ηθοποιό ενώ η σκηνοθέτις τής έλεγε “Ξανά’’ – τρεις φορές όλο αυτό.  Σε συνέντευξη off επίσης, συνέχιζε καθησυχασμένος ο Μενδράκος, ότι το τηλεοπτικό κομμάτι θα εστίαζε επιτέλους στην ποίησή της κι όχι στη ζωή της, στους σκανδαλιστικούς έρωτες, στην φυματίωσή της. Μέχρι εδώ καλώς. Αλλά γιατί, με δυο λόγια, πάλι στην εισαγωγή του μας γύριζε πίσω στην Ζωγράφου κι ο Μενδράκος; μιλώντας για «χάσμα ανάμεσα στην προοδευτική και φιλελεύθερη νοοτροπία της Πολυδούρη και στη διαποτισμένη από ηττοπάθεια και πεσσιμισμό ποίησή της;» - ούτε που μπορούσα να καταλάβω. «Αλλά ό,τι δίστασε να πει με την ποίησή της, δε δεσμεύεται να το πει με τον πεζό λόγο», συνέχιζε ο Μενδράκος, αναφερόμενος κυρίως στην άτιτλη νουβέλα της που, όντως, σάρκαζε το κλίμα της εποχής της, τις συμβατικότητές της, τη νοοτροπία που είχε τότε η κοινωνία για τις γυναίκες. Σωστά όλ’ αυτά, αλλά όχι και δίστασε στην ποίησή της η Πολυδούρη! Δηλαδή τι θάπρεπε να την πάρουμε για πεζογράφο; Κι΄αυτή την γεμάτη φωτεινό σκοτάδι, όλο πάθος ασίγαστο, καταστροφικό έρωτα, ανοικονόμητη γραφή προπάντων, να την δούμε μόνο σαν «ποιητική συνταγή του νεορομαντισμού», σε έξη σελίδες μιας εισαγωγής, γαμώτο; - ρωτούσα τον εαυτό μου, κάνοντας σιωπηλά, υπομονή.



ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ΤΡΙΤΗ ΚΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΗ  (Χριστίνα Ντουνιά -2014)

Πενήντα τρία χρόνια μετά την έκδοση του 1961, και 84 μετά τον θάνατο της ποιήτριας, κρατάω στα χέρια μου τον καλαίσθητο τόμο της Εστίας Μαρία Πολυδούρη ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, φιλολογική επιμέλεια – επίμετρο Χριστίνα Ντουνιά. Μεγαλώσαμε. ΄Εχουν μεσολαβήσει τόσα πολλά με τους ποιητές του μεσοπολέμου, που αφορούν όλο και περισσότερους νέους δημιουργούς αλλά και αναγνώστες και μελετητές με τα χρόνια. Μελοποιήσεις, εικαστικές και θεατρικές παρεμβάσεις, ανακοινώσεις. κ.λπ. Προκειμένου για την Πολυδούρη έχουμε δει και την ενδιαφέρουσα τηλεοπτική σειρά μυθοπλασίας του Τάσου Ψαρρά Καρυωτάκης, με την Μαρία Κίτσου να ερμηνεύει ωραία τον ρόλο της ποιήτριας. Στο χώρο της λογοτεχνίας, ωστόσο, κάποια παρατράγουδα της παλιάς φρουράς κριτικής δεν λείπουν. Μέσα σ’ ένα πρόσφατο τόμο του 556 σελίδων για την λογοτεχνία του Μεσοπολέμου, επί παραδείγματι, ο κριτικός Αλέκος Αργυρίου αναφέρει την Πολυδούρη μέσα σε τέσσερις – μόνον αράδες! Κύριε Αργυρίου! Γιατί, καλέ, το αποκλείσατε το κορίτσι; Δεν είχε κι αυτή δικαίωμα, έστω, φτωχή και άρρωστη, και ορφανή και χήρα, για ένα δροσερό περίπατο στις ακρογιαλιές της αθανασίας και του Ελύτη; Αλλά τέρμα τα αστεία. Με την παθιασμένη, εξαντλητική μελέτη της Χριστίνας Ντουνιά έχουμε όχι μόνον το πρώτο ενήλικο ολοκληρωμένο επίμετρο  στην ποίηση της Πολυδούρη, αλλά, με στοργή και τρυφερότητα, και τη στέγαση και αξιοποίηση παράλληλα όλης της διάσπαρτης σε έντυπα φωτισμένης κριτικής της εποχής της για Εκείνην. ΄Αγρας, Παράσχος, Ουράνης, Ζέγγελη, Χονδρογιάννης, Λεοντάρης, Σταματίου και άλλοι ένα σωρό. Καλπάζοντας η Ντουνιά, αναδεικνύει τους βασικούς άξονες του έργου της ποιήτριας σε δέκα έντιτλα και εύστοχα κεφάλαια. Πέρα από τα ανέκδοτα άγνωστά μας ποιήματα της Μαρίας που παραθέτει, πέρα από τα καινούργια στοιχεία βιογραφίας της, σημασία έχει ότι την ξεκολλάει δραστικά από τον περιορισμένο νεοελληνικό μεσοπόλεμο εξετάζοντας την παραγωγή της σε συνάρτηση με την ευρύτερη αμερικάνικη και ευρωπαϊκή παράδοση – τον Πόε και τους γάλλους παρακμίες, τους άγγλους εστέτ και τις θεωρίες του Πέιτερ. Να λοιπόν πώς τεκμηριώνεται το υπόστρωμα αξιών που κουβαλάει ως αποσκευές με τις επιλογές της ζωής της, αλλά και της γραφής της κυρίως, η ποιήτρια, και να γιατί ενδιαφέρει ακόμη. Ανατριχιαστική στις λεπτομέρειές της βέβαια, για την πρόσληψη του φαινομένου Πολυδούρη στους αντιδραστικούς κύκλους του Μεσοπολέμου, η Ντουνιά. ΄Ολα εκείνα που γράφονταν για τη θαυμάσια ύπαρξη, οι χοντράδες του τύπου « Η φθισική Πολυδούρη πεθαίνει τρελλή στη Σωτηρία» - και για τα οποία πόσα αλήθεια δεν θα είχε να πει η Σούζαν Σόνταγκ για την νόσο ως μεταφορά αλλά και τιμωρία! Αλλά δεν μένει εκεί. Μάς αποζημιώνει όμορφα στην σκιαγράφηση της Πολυδούρη από τον Κοσμά Πολίτη ανάμεσα στις άλλες dramatis personae του μυθιστορήματός του Εκάτη, εμπνευστική Μαύρη Περιστέρα της καλής μυθιστορηματικής λογοτεχνίας μας, με εγκιβωτισμένους αυτούσιους ή παραλλαγμένους στίχους της μέσα στις σελίδες του μυθιστορήματος, ως παράλληλο κείμενο, ως διακείμενο. Και το κυριότερο, δείχνει την Πολυδούρη, σωστά, ως national icon, ένα σύμβολο των αγώνων της Ελληνίδας γυναίκας για την χειραφέτηση και ανεξαρτοποίησή της, καθώς και τους δύσκολους και αδιέξοδους πολλές φορές δρόμους από τους οποίους χρειάστηκε να περάσει για τέτοιες κατακτήσεις,  καταγράφοντάς την εντέλει ως σημαντική μορφή της πρόσφατης κοινωνικής μας ιστορίας.
Στα κεφάλαια καθαρής κριτικής κειμένων πέρα απ’ τις ιστορικές πληροφορίες, η μαστοριά κι η διεισδυτικότητα της Χριστίνας Ντουνιά μας είναι πλέον γνωστή και από την μελέτη της για τον Καρυωτάκη. Με αντικειμενικότητα, μεθοδικότητα, ευρεία οπτική και αντιδογματικές εκτιμήσεις συνθέτει ένα πολυδιάστατο πορτραίτο του ποιητικού ύφους της Πολυδούρη, της υπαρξιακής ψυχανάλυσης του ύφους της. Διότι, εφ’ όσον η ιδιοτυπία ενός έργου ανάγεται στο ύφος του συγγραφέα, και από το ύφος αποκαλύπτονται οι βαθύτερες πτυχές της πνευματικής αλλά και της ψυχικής του οντότητας μέσα στην οποία περικλείνονται και η συμπεριφορά του και η κοσμοθεωρία του, το ύφος του συγγραφέα είναι αυτό μόνο που εντέλει ξεκλειδώνει το μυστήριο.
Διαλύοντας τις παρεξηγήσεις για τις δήθεν «αισθητικές ατέλειες» της ποιήσεώς της, την τοποθετεί ευθέως στο μεταίχμιο παράδοσης και ποιητικού μοντερνισμού. Ξεπερνώντας την διχαστική πρόταση της παλιάς κριτικής για φιλελεύθερη προσωπικότητα και αισθηματολογική γραφή τύπου Ρομάντσου και Μπουκέτου, ανιχνεύει επιτυχέστατα τα διανοητικά στοιχεία, κάτω από την εσκεμμένα αντιδιανοητική στιχουργία της, παντρεμένα ωστόσο με το πανούργο και παράξενα ευφυές γυναικείο της ένστικτο, στο έξοχο κεφάλαιό της «Μια διανοούμενη που την κυβερνάει το ένστικτο», αλλά και σ’ όσα μας λέει για ολόκληρο το πλατωνικό φιλοσοφικό της υπόβαθρο και τον λόγο της Διοτίμας. Αξιοποιεί την παλιά κριτική πρόταση του Χονδρογιάννη για την όντως μακρινή σχέση της Πολυδούρη με τον Σολωμό, εμφανή σ’ όλους στα τρυφερά, κοριτσίστικά της νανουρίσματα, ή λόγω του απολύτου ερωτός της «για την εικόνα ενός νεκρού», κοντά στον Κρητικό. Επεκτείνει την σχέση της ως και μέχρι τον Κάλβο του «ανοικτού στόματος του μνήματος»  με τον οποίο μακρυνά συνδέει την ενότητα των άτιτλων ποιημάτων που συγκροτούν την Ηχώ στο Χάος, μια θρηνητική μονωδία, ωδή θανάτου.  Ξαφνιάζει ευχάριστα με την, χωρίς ίχνος δημαγωγίας, χρήση αυτών των δύο μεγάλων μας ποιητών του 19ου αιώνα συσχετίζοντας με τρόπο γόνιμο, κι όχι υπερβάλλοντας για την Πολυδούρη, αλλά απλώς για να μας αποδείξει την ποιήτρια ως δομικό στοιχείο της νεοελληνικής λύρας και όχι συγκυριακό, εξού και η αντοχή της στο χρόνο. Γιατί αντιπερνώντας έξυπνα η Χριστίνα Ντουνιά – και αυτή είναι εντέλει η μεγάλη επιτυχία της κριτικής διάγνωσής της –, την σχέση της Πολυδούρη με τον εθνικό μας Σολωμό, με τη φύση, το δημοτικό τραγούδι και την λυρική εικονοποιία, μας την παραδίδει εντέλει όπως την γνωρίσαμε και την αγαπήσαμε στα νεανικά μας χρόνια: μια σκεπτικίστρια, λίγο ντεκαντάντ δραματική φωνή, μια ποιήτρια της πόλης και του χρόνου, του χρόνου που, όπως η Ντουνιά χαρακτηριστικά γράφει «απ’ όσα λείπουν στην ποίηση της Πολυδούρη (οικογένεια, σπίτι, υγεία, χρήματα ), σημαντικότερο για την ποίησή της είναι ο χρόνος, αφού πρέπει να προλάβει να πει τα λιγοστά της λόγια πριν η ψυχή της κάνει πανιά». Πάνω στην έλλειψη του Χρόνου λοιπόν, δούλεψε η Μαρία, μέσα σ’ αυτό το ανέλπιδο, inderterminate present time, το αόριστο παρόν, για το οποίο σας μίλησα και στην αρχή, και το οποίο πιο παθιασμένα απ’ όλους τους άλλους ποιητές της εποχής της, η Πολυδούρη δεν το κρατάει αποκλειστικά στα στενά θεματολογικά του πλαίσια, αλλά στην Ηχώ στο Χάος της κυρίως, το μετατρέπει σε εσωτερικό μονόλογο προαναγγέλλοντα το «καινούργιο» στην τέχνη, σε τάιμινγκ, σε ρυθμό, σε ύφος, σε ενότητα, σε φόρμα εντέλει ολόκληρης της ώριμης ποίησώς της:

                                       Τίποτα εδώ δε με πλανεύει.
                                       Τίποτα εκεί δε μ’ οδηγάει.
                                       Η σκέψη μου όλο και στενεύει,
                                       ενώ η καρδιά μου όλο λυγάει.


                                                             TAKHΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ
                                   
                                                         




 * ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ


 Ο Δημήτρης (Τάκης) Σπετσιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και γύρισε τις ταινίες "Στην αναπαυτική μεριά" (1981), "Μετέωρο και Σκιά" (1985 - Α΄ Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, κυκλοφορεί και σε DVD από την MKS VIDEO στις ΗΠΑ), "Εις το φως της ημέρας" (1986) και "Κοράκια" (1991). Σκηνοθέτησε επίσης για το θέατρο το έργο "Ψυχολογία Συριανού συζύγου" του Εμμ. Ροΐδη, Θέατρο "Χυτήριο", 1999-2001.
Παράλληλα με τη σκηνοθεσία ασχολείται με τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και τη δοκιμιογραφία, γράφοντας διάφορες κριτικές μελέτες, μερικές από οποίες συγκέντρωσε και κυκλοφόρησε σε δυο τόμους, "Στον Κώστα Ταχτσή, αντί στεφάνου" ("Λογοτεχνικό χρονικό", 1996) και "Χαίρε Ναπολέων" (δοκίμιο για την τέχνη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, εκδόσεις Άγρα, με έργα του Άγγελου Παπαδημητρίου, 1999). 

  ** Το κείμενο διαβάστηκε ως παρουσίαση στην καινούργια έκδοση των ''Ποιημάτων'' της Πολυδούρη, σε επιμέλεια και επίμετρο Χριστίνας Ντουνιά, στο βιβλιοπωλείο ''Πλειάδες'' τον Ιούνιο του 2014.Δημοσιεύτηκε στο ''The books' journal '' τ. 47, Σεπτέμβριος 2014

                                                       
 *** ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΝΤΟΥΝΙΑ


 Η Χριστίνα Ντουνιά είναι Καθηγήτρια Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πτυχιούχος της  Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών,  έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales(Παρίσι), στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόννης και  στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δίδαξε στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών,  και στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. 

Βιβλία της: Λογοτεχνία και Πολιτική στο Μεσοπόλεμο. Τα περιοδικά της Αριστεράς, Καστανιώτης,1996, Βρέχει σ' αυτό το όνειρο, Διηγήματα, Καστανιώτης, 1998, Κ. Γ. Καρυωτάκης, Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, Καστανιώτης, 2000. Πέτρος Πικρός: τα όρια και η υπέρβαση του νατουραλισμού, Γαβριηλίδης, 2006. Ντόρας Ρωζέττη, Η ερωμένη της, (φιλολογική επιμέλεια - επίμετρο), Μεταίχμιο, 2005. Επίσης επιμελήθηκε τρία βιβλία του Πέτρου Πικρού, [Χαμένα κορμιά, Σα θα γίνουμε άνθρωποι, Τουμπεκί] στα οποία έγραψε τις εισαγωγές, Άγρα, 2009 και 2010. Το 2000 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου. Bιβλιοκρισίες και μελέτες της για θέματα Νεοελληνικής Φιλολογίας και Ιστορίας των Ιδεών δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες.











Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝΟΣ


Μαρία Κυρτζάκη


πηγή: http://www.tovima.gr

Kαι τι θα πει δεν πέθανα και πώς
τον θάνατο θάνατο ονομάζεις
πώς να υπάρξει όνομα στον θάνατο πώς
να φθογγούται ο θάνατος και πώς
ο θάνατος να καρπωθεί το «ξέρω του θανάτου»

Ειδέναι Οίδα Οιδίποδας.
Μόνο με ψεύδη βεβαιώνεται η ζωή.


Μαρία Κυρτζάκη



Πέθανε τα ξημερώματα της Πέμπτης 21 Ιανουαρίου στην Αθήνα η ποιήτρια και επιμελήτρια εκδόσεων Μαρία Κυρτζάκη έπειτα από σύντομη μάχη με τον καρκίνο. Ήταν 68 ετών.

Γεννημένη στην Καβάλα το 1948, σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και από το 1973 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εργάστηκε για λίγο στη μέση εκπαίδευση. Από το 1974 εργάστηκε ως ραδιοφωνικός παραγωγός στην ΕΡΑ, κάνοντας εκπομπές με θεματική τη λειτουργία της ποιητικής γλώσσας και δίδαξε ανάλυση κειμένου στη Σχολή Θεάτρου «Εμπρός-Εργαστήριον». 

Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1966, με τη συλλογή ποιημάτων Σιωπηλές κραυγές. Εξέδωσε επίσης τις συλλογές Οι λέξεις (1973), Ο κύκλος (1976), Η γυναίκα με το κοπάδι (1982),Περίληψη για την νύχτα (1986), Ημέρια νύχτα (1989), Σχιστή οδός (1992), Μαύρη θάλασσα(2000), Λιγοστό και να χάνεται (2002). Τα ποιήματά της συγκεντρώθηκαν στην έκδοση Στη μέση της ασφάλτου. Ποιήματα, 1973-2002 (2005). 
Μετέφρασε St. Berkoff ενώ το μονολογικό κείμενό της “Τυφώ” παραστάθηκε το 1996 στο Απλό Θέατρο. Το 2003 τιμήθηκε με το βραβείο Σωτηρίου Ματράγκα της Ακαδημίας Αθηνών.

Ήταν μια από τις καταξιωμένες και σημαντικές φωνές της ποιητικής γενιάς του 1970. Ο Aλέξης Ζήρας, κριτικός αυτής της γενιάς, γράφει για την ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη: «Η ώριμη περίοδος της ποίησής της ουσιαστικά αρχίζει στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν αρχίζει και χρησιμοποιεί σε ευρεία κλίμακα θέματα των της κλασικής τραγωδίας και των επικών μύθων, όπως λ.χ. της ομηρικής “Οδύσσειας”. Αλλά η σύγχρονη προϊστορία της, η παράδοση από την οποία πήρε και μετάπλασε τον ιεροφαντικό, πυκνό και ενίοτε σιβυλλικό λυρικό της λόγο ήταν ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Οδυσσέας Ελύτης και ο απροσδόκητος συνεχιστής τους, ο Γιώργος Χειμωνάς. Ο κόσμος της ποίησής της είναι κόσμος αρχετυπικός, ως προς τη γλώσσα, το φύλο και την υποκειμενική αίσθηση του χρόνου. Κόσμος πέραν της ιστορίας αλλά που διαπλέει την ιστορία, καθώς το σύμπαν που πρόβαλλε στην καμπή της ενορατικής ποιητικής της, από τη “Γυναίκα με το κοπάδι” και έπειτα, είναι ένα όραμα που δεν έχει πάψει να θυσιάζει τις εξατομικεύσεις του, τα αναγνωρίσιμα προσωπικά του, στην πληθυντική του διάσταση». 

Για τον θάνατο της Μαρίας Κυρτζάκη η Εταιρεία Συγγραφέων εξέδωσε ανακοίνωση όπου σημειώνει: «Με μεγάλη θλίψη πληροφορηθήκαμε τον θάνατο ενός ακόμα μέλους της Εταιρείας μας, της ποιήτριας Μαρίας Κυρτζάκη. Μιας ποιήτριας που προσέφερε πολλά στο χώρο του βιβλίου ως επιμελήτρια εκδόσεων, υπήρξε βασική συνεργάτης λογοτεχνικών περιοδικών όπως ο “Χάρτης” και παραγωγός εκπομπών λόγου στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας στο πλευρό του Μάνου Χατζιδάκι. “Ο λόγος της ορθώνεται σαν ρομφαία. Λέει ή θανατώνει. Καρφώνεται με ένταση απαραχάρακτη και τιμωρεί τα αυτονόητα, τα κοινότοπα, είναι άγρια, τρυφερή, χαϊδεύει τις αδυναμίες, αλλά χαϊδεύει με τις ίδιες εκείνες γρατζουνιές που της προκάλεσε η γαμψή αφή των πραγμάτων. Ακούω συχνά το ουρλιαχτό του στίχου της: ‘Πεινάω σαν λύκος’, αλλά δεν ανησυχώ. Ξέρω ότι είναι εκλεκτικός, δεν τρώει παραχωρήσεις”, είχε γράψει για την ποίησή της η Κική Δημουλά. Στους οικείους της εκφράζουμε τη συμπαράστασή μας».


Η ημέρα και ώρα της κηδείας της Μαρίας Κυρτζάκη θα ανακοινωθεί προσεχώς.


H Kική Δημουλά για τη Μαρία Κυρτζάκη





Σκέψεις για τη Μαρία Κυρτζάκη

Βαρύς σκάει κάτω ο υπαινιγμός μιας πτώσης: Στη μέση της ασφάλτου, τίτλος της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων της Μαρίας Κυρτζάκη. Ένας τίτλος-γδούπος. Σώα η πρωτοτυπία, πρόσθετα ανθεκτική με το να μην αποτελεί τίτλο καμιάς από τις περιεχόμενες συλλογές.

Μου επιβάλλεται η αινιγματική ηθική του: μόνος, πεσμένος στη μέση της ασφάλτου, δεν επιδιώκει νε επισύρει περίεργους γύρω του, δε βογκάει, δε ζητάει βοήθεια. Αντίθετα, προσφέρει βοήθεια, μας ψαύει όλους, μας δείχνει πού πονάμε, τι σπάσαμε πέφτοντας, και μας καθησυχάζει ότι είναι άθραυστη εκείνη η μεγάλη ανεξήγητη δύναμη που παράγεται από τα σπασμένα, ανήμπορα, σαστισμένα κομμάτια μας.

Ενας τίτλος καταμετρητής του πόσο όλους μας, λίγο-πολύ, μια βίαιη βουλή μάς αρπάζει από την ανυποψίαστη αγκαλιά της γέννησής μας και μας πετάει στη μέση της ασφάλτου, αφήνοντας να μας αναθρέψει ένας κίνδυνος. Θα μπορέσω άραγε να λεηλατήσω το σθεναρό μήνυμα αυτού του τίτλου;

Γιατί την ποίηση της Κυρτζάκη στο έπακρον την εκμεταλλεύτηκα, ταξιδεύοντας στα βάθη της και πολλά κερδίζοντας με το να πηγαινοέρχομαι δαπάναις της στην ανάγνωσή της. Την εκμεταλλεύτηκα ακόμα κι όταν τα βιβλία της έμεναν καιρό κλειστά τοποθετημένα κατ' αλφαβητικό χρόνο και κατά χρονολογική αφοσίωσή μου στη βιβλιοθήκη, σε ράφι που έρχεται ακριβώς στο ύψος της μνήμης μου, για να τα βρίσκει εύκολα και να μη χάνομαι.
Χρόνια διανύω τις αποστάσεις τού τι πέτυχε από το ένα βήμα στο επόμενο και, παρόλο που η προσληπτικότητά μου δεν είναι τόσο γοργοπόδαρη όσο οι ικανότητες της Κυρτζάκη, ταξιδεύω εντούτοις και ευχερώς μεταφέρομαι με το ταχύ και ασφαλές μέσον της χαρούμενης, έστω αδέξιας, έκπληξης. Εκπληξης για τη νέα καλλιεργημένη έκταση που η κάθε καινούργια συλλογή της προσαρτά στον ποιητικό της χάρτη. Εκταση συναρπαστική, πριν καλά καλά την πλησιάσω, από εκεί που μόλις αρχίζει να προβάλλει θαμπή η καρποφορία της. Κλέβω κάθε φορά τους καρπούς, που έχουν τη σπάνια μεικτή γεύση: της απόλαυσης και της διδαχής. Διδαχή του τι σημαίνει οικονομία, τόλμη, αυθεντικότης, ρυθμός, αυστηρά λογοκρινόμενος λυρισμός και περιρρέουσα ουσία. Ιδιωτική γεύση, κανείς δεν με βλέπει. O,τι συλλαμβάνω το καταβροχθίζω με τα χέρια, χωρίς καλούς τρόπους, χωρίς μαχαίρι και πιρούνι ― το μαχαίρι άλλωστε το κρατούν σφιχτά οι στίχοι της Κυρτζάκη, είτε για να διαπράξουν έναν δίκαιο φόνο είτε για να αποτρέψουν έναν άδικο. Κλέβω, βάζω στην τσέπη μου ό,τι αντιστέκεται στην αντίληψή μου, επειδή ξέρω ότι στην επόμενη ανάγνωσή τους οι χυμοί θα μου έχουν εκμυστηρευτεί μια τουλάχιστον από τις πολλές οδούς τους.

Ξαναδιαβάζοντας τώρα τα ποιήματα της Κυρτζάκη, με κάπως πιο συγκρατημένη βέβαια βουλιμία, αφού αυτό το σημαντικό που μου υποβάλλουν είναι χορτάτο από τη συνεχή επιρροή τους επάνω μου, κρατώ ανοιχτές και τις παλιές συλλογές ―μια μια μόνη της, πεσμένη στη μέση της ασφάλτου―, γεμάτες από τα θαυμαστικά που είχα τοποθετήσει στις σελίδες τους να στέκουν σα φρουροί-προστάτες ποιημάτων, που με δέσμευαν να τα αγαπώ και να τα πιστεύω, θαυμαστικά που και τώρα προθυμοποιούνται να τα μεταφέρω ως φρουρούς και αυτής της εύφορης αναταραχής που μου γεννά η συγκεντρωμένη πια ποίηση της Κυρτζάκη, αυτό το κοινόβιο εντός του οποίου θα συνδημιουργηθούν ενωμένες όλες οι αρμονικές ιδιαιτερότητές της.

Ξαναδιαβάζοντας, αναβιώνει η παλιά προτίμησή μου να κάνω πάλι το ταξίδι σ' αυτές τις ιδιαιτερότητες, μέσα από τους τίτλους των ποιητικών συλλογών της Κυρτζάκη, ελκόμενη ιδιαίτερα από τον ιδιότροπο βυθό της «Μαύρης Θάλασσας», περίεργη να δω τι αναπνέει στον βυθό αυτού του τίτλου που έδωσε η Κυρτζάκη στην προτελευταία της συλλογή, τίτλου που της επεβλήθη άνωθεν και που το αποδέχτηκε, μη ξέροντας γιατί, αλλά σίγουρη πάντως ότι αυτός ο τίτλος δεν παραπέμπει στη συνήθη, ευκολοσυμβολική μαυρίλα της διαθέσεως, τη γεμάτη σκυλόψαρα απελπισίας. Χωρίς να ζητήσω την άδεια της παραθέτω εδώ ποια εξήγηση ανακάλυψε η ίδια, αφού υιοθέτησε τον τίτλο:

Η επιλογή μου από τα ποιήματα που γράφτηκαν αυτά τα χρόνια είχε ως μόνο σημείο αναφοράς την έννοια Μαύρη Θάλασσα. Αφού κυκλοφόρησε το βιβλίο, μού ζήτησαν ένα μικρό κείμενο γι' αυτό. Δεν ήξερα και πάλι τι να γράψω. Ανοιξα την εγκυκλοπαίδεια στη λήμμα «Μαύρη Θάλασσα». Εμεινα έκπληκτη. Νάτος λοιπόν ο τόπος της διαφοράς. Ο βυθός αυτής της θάλασσας, έγραφε, δεν έχει οξυγόνο πέρα από κάποια μέτρα και πάνω, αλλά παραδόξως αναπτύσσονται εκεί οργανισμοί - υπάρχει ζωή. Πιστεύω πολύ στην εσωτερική νομοτέλεια των πραγμάτων και αυτό εγώ ονομάζω φυσικότητα. Έκλεισα την εγκυκλοπαίδεια αναγνωρίζοντας αυτή τη νομοτέλεια. (περ. «Διαβάζω», 2000)

Μέσω λοιπόν αυτής της μυστηριώδους, της αυτοδύναμης ―της χωρίς οξυγόνο― αναπνοής προσεγγίζω, εξερευνώ δειγματοληπτικά και τις άλλες άκρως ευαίσθητες περιοχές όπου έχει αφήσει τα μισόκλειστα όστρακά της η ποίηση της Κυρτζάκη. Συγκρίνω, καταμετρώ, κάτι λείπει εδώ. Μια συλλογή: λείπουν οι «Σιωπηλές κραυγές» (1966), με την πρώτη νεανική τους οξύτητα. Πού τις κατέπνιξε άραγε, σε ποια σκληραγώγησή της, εν τω μεταξύ, η ποιήτρια; Ωστόσο εμένα αυτή η απουσία μού φέγγει να

Συλλογιέμαι τη μέρα
Που θα σφίξεις το μαχαίρι
Και θα καρφώσεις το βλέμμα στην πλάτη...
Διαπλέοντας αυτή την προφητεία που τρεμοσβήνει βγαίνω στις εκφοβίζουσες «Λέξεις»:
Οπως και να 'χει το πράγμα
Οπως και να 'χει
Περικυκλώνει ο φόβος
Οπως και να 'χει
Η επικοινωνία εκτελείται...
Γδέρνεται η έλευσή μου στα τοιχώματα του «Κύκλου»:
Ωραίο που είναι το αυγουστιάτικο φεγγάρι
Ματώνει κάθε χρόνο στον πνιγμό μου.

Γέρνει έτοιμος να μπατάρει ο προορισμός της ισορροπίας. Είναι που κάθεται μόνοπαντα στην πρόθεσή μου η «Γυναίκα με το κοπάδι» ― πράξεων αδειασμένων από τα λόγια τους, κι όμως τι βάρος:

Εσύ πατρίδα μου είσαι μια πόρνη
[...]
καθόλου αθώα ― θύμα των ισχυρών ή
κάτι τέτοιο
την κλίση σου τη διάλεξες προσεχτικά
όπως προσεχτικά την πόρτα μου χτυπάς
και μεταμφιεσμένη σε ταλαίπωρο λαό
μου απαιτείς να παραδώσω την ψυχή
μου

Ανακόπτω πορεία. Στη βιασύνη μου να βγω από τον κύκλο πριν σκοτεινιάσει η εξ ορισμού μοιραία περίμετρός του, προσπέρασα κάτι ομάδες στίχων που επιπλέουν με γρήγορο ρυθμό οργισμένης μουσικής, ακαταπόνητοι και ανθεκτικοί. Οι περισσότεροι είναι πιασμένοι από τον αβύθιστο τίτλο τους: «Εταζέρα». Και παρακάτω δέκα μικροκαμωμένα ποιήματα επί σχεδίας τίτλου φτιαγμένης από το ίδιο το μικροκάμωμά τους και τον συνδετικό αριθμό τους: «Δέκα μικρά ποιήματα».

Ολα τα ποιήματα κρατούν αναμμένες λάμπες θυέλλης. Ναυαγοί; Μάλλον για σπηλαιολόγοι φαίνονται. Επειδή διακρίνω να κείνται επί της «Εταζέρας», δίκην μπιμπελό, σκελετοί αγωνίστριας προϊστορίας και μεταλλάξεώς της σε:

Εκατομμύρια έτη αυτοκινήτων
διανύουν την απόσταση
του κορμιού σου...

Ανιχνευτές σπηλαιώδους λυτρώσεως πρέπει να είναι αυτά τα «Δέκα μικρά ποιήματα», καθώς μεταφέρουν παμπάλαια πλην ζώντα κρανία διασήμων ζωγράφων που διδάσκουν μιαν εξαίσια παρακαμπτήρια μέθοδο όρασης, προσεγγίσεως:

Για να σε κοιτάξω
Ζωγραφίζω τρυπούλες στο τζάμι.

Ρίχνω φωτοβολίδες-σινιάλο. Απαντούν όχι, δεν είναι ναυαγοί. Είναι διορισμένοι από τον Θεό ανιχνευτές της επανορθώσεως των ίδιων των λαθών του.
Τινάζω τη σκόνη της πολύλογης αγάπης μου από την «Περίληψη για τη νύχτα», όπως αυτή η περίληψη αναπτύχθηκε, επεξετάθη, συμπεριέλαβε, πρωτοφόρεσε σώμα και θριάμβευσε ως «Ημέρια νύχτα»:

Ανενδοίαστα και σαν άρρωστη
Τ' όραμά σου τραυλίζω
Με τις λέξεις σου φτιάχνω εικονίσματα
Και μετά στη φωτιά
Ανενδοίαστα εύχαρις σε ζυμώνω στις
στάχτες...

κι όλην αυτή την ευπαθή αντήχηση των αστραπόβροντων να πρέπει να την περάσω με προσοχή μέσα από τη «Σχιστή οδό», που λάξευσε η ποιήτρια κατά μήκος της γης των αισθήσεων, για να περάσουν άθικτες «οι ακτίνες της αλήθειας της».

Πουλάκι είναι και λαλεί πουλάκι είναι
Κι ας λέει
Ερχεται πέρασμα στενό έρχονται αγάπης
Λόγια
Σχιστή τη γλώσσα διασχίζει η οδός
Φάνηκε φόνος.

Προφυλαγμένο, τέλος, στα πιο μέσα σωθικά μου το πολύτιμο καταστάλαγμα της ποιητικής ωριμότητας της Κυρτζάκη, αλλά και καταστάλαγμα όλων των προσδοκιώ μας σε «Λιγοστό και να χάνεται».

Πλαταίνουν τα μάτια μου όταν ανατρέχουν σ' αυτόν τον τίτλο. Σα να καταλήγουν σ' έναν σοφό σταθμό. Εκεί όπου μαζεύονται και κατοικούν «γυμνές οι σημασίες». Καλώντας σε να μυηθείς στην απάρνηση του άφθονου και εύθυμου χρόνου, που γλεντοκοπάει με την αρχή των καταστάσεων, παρασύροντάς σε να χρειάζεσαι εκείνο το χρονοβόρο ενδιάμεσο μεταξύ αρχής και τέλους, που μόνο μισή τελικά ξεσηκώνει μεταξύ αρχής και τέλους και φόνοι διαπράττονται στο όνομα της αναμονής σου. Ναι, αυτός ο τίτλος είναι σα να ασπάζεσαι εκείνη την όλο και πιο αδύνατη γραμμή που αφήνουν οι διάττοντες σαν «λαμπαδίτσα που έκαιγε πριν την δείξει η νύχτα», σαν αυτή να είναι η έννοια του βίου μας. Λιγοστή και να χάνεται, πριν αρχίσει, πριν ακόμα λιγοστέψει και πριν ακόμα χαθεί.

Αχ νύχτα, νύχτα των ερώτων που
Κουβαλούν τα σώματα. Λυγίζουν
Απ' το βάρος του σκληρού φωτός
Και σ' απαρνούνται. Σε λησμονούν,
Καλύτερα.

Προσπάθησα εδώ να βιογραφήσω τη ρητή επιβλητικότητα και υποβλητικότητα των τίτλων που έδωσε η Μαρία Κυρτζάκη στις εννέα ως σήμερα ποιητικές συλλογές της. Ενόχλησα έτσι, ανεπίτρεπτα μάλλον, κάποια ποιήματα αποσπώντας τους στίχους τους οποίους θεώρησα ικανούς να αποδείξουν την άκρατη συνέπεια μεταξύ προανακρούσματος και αντηχήσεως, τη ριγηλή τάξη του ύφους, το ήθος των πνοών και τη σκιερή ατμόσφαιρα που κάτωθέ της ευδαιμονικά αναπαύεται το οδοιπόρο αποτέλεσμα. Ενήργησα έτσι όχι μόνον γιατί μόνο έτσι μπορούσα, αλλά γιατί μέσω αυτού του τρόπου μου ακουγόταν να παιανίζει νικηφόρος ο απόηχος της σκυταλοδρομίας, με πόση εμβέλεια το μαχαίρι που διαισθάνθηκαν οι πρώτες κιόλας νεανικές «Σιωπηλές κραυγές» της Κυρτζάκη περνάει από χέρι σε χέρι της κάθε συλλογής, για να καταλήξει νικηφόρο στη σφαγμένη κραυγή του «Λιγοστού και να χάνεται»

Τι μοναξιά Θεέ μου και πού μας έσπειρες
Και δεν μας ελυπήθης.

Κι ακόμα, ενήργησα έτσι θέλοντας να υπογραμμίσω πόσο πολύκλαδο, πόσο άθικτα πράσινο διατηρείται αυτό το γενεαλογικό δέντρο των παθών και της τιμωρίας τους που κατάστρωσε η Κυρτζάκη με μαθηματική γενναιότητα και εμβάθυνση στα αίτια και τα αιτιατά, εξασφαλίζοντας μελωδικό θρόισμα στο στωικό του φύλλωμα μέσω της έγχορδης γλώσσας της, διότι

Χωρίς τη γλώσσα πώς ν' αρθρωθεί
Η φύση των πραγμάτων συλλογίζεται
Κι η μήτρα που τα γέννησε
Πώς να την ψαύσεις

Ενα γενεαλογικό δέντρο αξιόπιστο, βασισμένο σε πληροφορίες που συνέλεξεη ποιήτρια από έγκυρους επιζώντες θανάτους, πληροφορίες για την καταγωγή τους, για το ποια μακραίωνη τυχαιότης ή σκοπιμότης τους διαιώνισε, γιος ποιας δυσκολίας είναι ο έρωτας και από αυτόν και την έρμαιη ανάγκη να τον νιώθουμε ποιοι αμετανόητοι έρωτες γεννήθηκαν και ποιοι ψυχοπονιάρηδες εν συνεχεία στεναγμοί μάζεψαν από τον δρόμο και περιέθαλψαν όλες τις ορφανές συνέπειες, αφού

Ας μου ήταν γνωστό
Δεν εγνώριζα
Τα ονόματα σαν τα δέντρα
Πως έχουν τη ρίζα τους
Σκοτεινή και υπόγεια

Συλλογή πληροφοριών, που αφού τις βίωσε πρώτα η «σάρκα του αισθήματός» της για να τις μυρώσει με αυθεντικότητα, μας τις παραδίδει για να συμβάλουμε στην επαλήθευσή τους, συγκρίνοντας την αλληλέγγυη ομοιότητά τους με τα πάθη των δικών μας προσωπικών στεναγμών.

Ώστε
Μη γελαστούν και
Πλανηθούν και χάσουνε και δεν το
Δυο αυτοί το μέσα που κυβερνάει
Τις ζωές του κόσμου

Ή, όπως ακόμη πιο παρήγορα συμπτύσσει τους τέσσερις αυτούς στίχους σε έναν:
...και κάθε σώμα τις σημασίες του ανταλλάσσει.
Δωρήθηκε στην ποίηση της Κυρτζάκη να μην άγεται και φέρεται από εκείνη τη σκόρπια ανώνυμη θλίψη που επιδαψιλεύει σε πολλούς ποιητές ένα δακρύβρεχτο εύκολο κέρδος. 

Κλαίει μεν η σοφία της, αλλά
Εχει το χάρισμα και του Θεού
Το δάκρυ. Σαν φυλακτό. Να οδηγεί
Σαν φως αυτή νυκτούρο στα
Σκοτεινά στη νύχτα και το έρεβος...

Καλλιεργεί και ξεκουράζει ότι λόγω της βαθύτατης παιδείας της βρίσκεις συχνά στα θέματά της και στον χειρισμό τους κλωστούλες και χνούδια που φέρνει από μακριά ο αθάνατος αέρας της μυθολογίας και των τραγωδιών που έγραψανοι πρόγονοί μας. Αλλά αυτά δεν είναι ως αποκλειστικό έδαφος για να πατήσει η ποιητική της εκτίναξη. Είναι για να γίνει πιο σφιχτό, πιο αδιαμφισβήτητο το πέρασμά μας από αυτόν τον περιπετειώδη πλανήτη.

Ο λόγος της ορθώνεται σαν ρομφαία. Λέει ή θανατώνει. Καρφώνεται με ένταση απαραχάρακτη και τιμωρεί τα αυτονόητα, τα κοινότοπα, είναι άγρια, τρυφερή, χαϊδεύει τις αδυναμίες, αλλά χαϊδεύει με τις ίδιες εκείνες γρατζουνιές που της προκάλεσε η γαμψή αφή των πραγμάτων. Ακούω συχνά το ουρλιαχτό του στίχου της: «Πεινάω σαν λύκος», αλλά δεν ανησυχώ. Ξέρω ότι είναι εκλεκτικός, δεν τρώει παραχωρήσεις.

Ποτάμι ορμητικό του πόθου
Χύνεται κάποτε η φωνή
Που στα κυλίσματά του θεριεύουν
Οι σκιές και στους χείμαρρους του
Ορμούν τα σύμφωνα αγκομαχητά
Να ξεψυχήσουν
Προς την ακρούλα
Τα φωνήεντα κοιτάζοντας
Όπως σε όχθη ναυαγός.
[...]
Κρυστάλλινη της μοναξιάς η όψη. 

                [«Μαύρη θάλασσα», 2000]

Και ασφαλώς και φυσικά η φωνή της Κυρτζάκη πρωτίστως απευθύνεται στον «Aλλον», τον επιζητά υπόκωφα, γλείφει με τον ρυθμικό παφλασμό της και δροσίζει την ακρογιαλιά του. Αν η ακρογιαλιά αυτή είναι πολύκοσμη, τότε αυτοδύναμη η ποίησή της χτυπάει δυνατά το βέτο της σε εκπτώσεις και εκβιασμένους συγκερασμούς και αποσύρεται στα δικά της ανταριασμένα νερά, περισυλλέγοντας ωστόσο με αγάπη ναυαγούς του ξένου αρνητή κόσμου.

Δεν είναι βέβαια μόνον αυτά η ποίηση της Κυρτζάκη. Είναι και ό,τι αποσιωπήθηκε απ' όσα δεν ειπώθηκαν. Οσα δεν ειπώθηκαν όχι από δική μου παράλειψη, αλλά από την απαίτηση της ίδιας της ποίησης να μη γνωρίζουμε γι' αυτήν παρά μόνον όσα εικάζουμε ή επινοούμε ως «λαμπαδίτσα» που καίει «πριν τη δείξει η νύχτα».

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ



21.01.2016
Γράφει η Χρυσούλα Βακιρτζή
Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ
Η ποίηση και η πεζογραφία της Ελλάδας, ουσιαστικά, γράφτηκε στο δρόμο, στην πράξη. Όμηρος, Λόρδος Μπάυρον, ταξίδεψαν, ενώ ο μύθος ή η αλήθεια θέλει τη Σαπφώ ν’ αυτοκτονεί για το ερωτικό της πάθος / ποιητική έμπνευσή της συνάμα.

«Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά, το ‘να χτύπαε τ’ άλλο χέρι από την απελπισιά», τονίζει σε στίχο του εθνικού μας ύμνου ο Διονύσιος Σολωμός. Αγωνιώδης έλλειψη και αναζήτηση της πράξης –μιας πράξης κι εδώ. Παρόλα αυτά, από τη λογοτεχνική γενιά του 1930, η Ελληνική λογοτεχνία περνά σταδιακά στο στατικό. Κοινώς, στη θεωρία, στον εξατομικισμό.

Πιθανόν οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, Αλώσεις, Χαμένες Πατρίδες, εμφύλιοι κλπ. να υπήρξαν τελικώς η βάση / αφετηρία του «εξειδικευμένου» και της «εκπαίδευσης». Αγνοούμε τον άνθρωπο, τη μοναδικότητά του, δηλαδή και πάμε μαζικώς «σε μια κάποια ασφάλεια». Στην ασφάλεια μιας μονοσήμαντης ζωής, έκφρασης, λογοτεχνίας, με λίγα λόγια.

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ 
Η ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

Με τις σκέψεις αυτές, ως εισαγωγικό πρόλογο, παρουσιάζω στο σημερινό μου σημείωμα τη Διαδικτυακή Ποιητική Ανθολογία – Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα 

(http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=9084.0).

Όντως πολύ δύσκολο το όλο εγχείρημα, που εμπνεύστηκε η φιλόλογος και μεταφράστρια Βίκυ Παπαπροδρόμου, που, ως όραμα ή και πραγματοποίηση, έχουν την επιμέλεια, επιλογή, ποιοτική υπογραφή της ιδίας. Από την ποίηση της Ζωής Καρέλη, του Μανόλη Αναγνωστάκη άρχισε ουσιαστικά η Ανθολογία, αλλά στην πορεία προέκυψε μια πληθώρα από βιβλία ποιητών. Έτσι, σε μια εποχή που η ποίηση τρομάζει, απωθεί τον κόσμο, η Β. Παπαπροδρόμου τονίζει:

«Είναι πολλά τ' αδέρφια μας οι ποιητές: που γεννήθηκαν στη Σαλονίκη, που ήρθαν μικρά παιδιά εδώ, που μεγάλωσαν εδώ, που σπούδασαν εδώ, που φύγανε αποδώ, που ήταν περαστικοί αποδώ, που ξαναγύρισαν εδώ, που δεν έφυγαν ποτέ αποδώ αλλά ταξιδεύουν με το νου και την ψυχή... είναι πολλά τ' αδέρφια μας, οι ποιητές της πόλης. Δεν είμαστε μόνοι..

Τη φοράμε κατάσαρκα όσοι ζήσαμε, έστω και για λίγο καιρό, εδώ. Τραγουδάμε (σ)τα σοκάκια της, ερωτευόμαστε (σ)τις γειτονιές της, ξέρουμε απέξω τις διαδρομές - τις διαδρομές για τα κάστρα, τις διαδρομές για την παραλία, τις διαδρομές για τ' όνειρο, τις διαδρομές για τη ζωή, τις διαδρομές της ποίησης. Όποιος έζησε σε τούτη την πόλη έστω και μια μέρα, δεν μπορεί, δεν γίνεται αλλιώς - νομοτελειακά, θα νιώθει μια ζωή και Σαλονικιός.

Πάντα έτσι συμβαίνει. Όλοι οι Έλληνες της γης είναι και Θεσσαλονικιοί. Αυτό το σταυροδρόμι των Βαλκανίων, η πρωτεύουσα των προσφύγων, κοντά έναν αιώνα πια αποτελεί κομμάτι της ιστορίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους σε κάθε της έκφανση. Να βλέπουμε μέσα από τη δικιά τους ψυχή με άλλο μάτι τη Θεσσαλονίκη και κάθε άλλη πολιτεία αυτής της γης. Τους χρωστάμε πολλά και ήρθε η ώρα να ξεπληρώσουμε τα χρέη μας. Πώς; Διαβάζοντας τα γραπτά τους. Ένα προς ένα. Με προσοχή, με σεβασμό, με αγάπη. Είναι ο μοναδικός τρόπος να τους πούμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» για όλη την ομορφιά που μας δίνουν απλόχερα.»


Συν τω χρόνω, ωστόσο, ήρθε να προστεθεί ακόμη μια ενότητα ή προέκταση της Ανθολογίας. Να προστεθούν ποιητικές φωνές και από την ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Ελλάδας. 

Κι εδώ ο μεστός λόγος της Β. Π. προσθέτει:


Η ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΙΕΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥΣ


«Υπάρχουν συγγραφείς που αλλού γεννήθηκαν, αλλού μεγάλωσαν, αλλού έζησαν και άλλος τόπος χάραξε βαθιά την ψυχή και τη σκέψη τους. Η Θεσσαλονίκη μάλλον υπήρξε και συνεχίζει να είναι τόπος-καταλύτης για πολλούς από τους νεοέλληνες συγγραφείς που κάπου βαθιά μέσα τους νιώθουν και Θεσσαλονικείς. Μια σειρά ονομάτων λογοτεχνών που ήδη έχω συμπεριλάβει στην ανθολογία μου, δεν είναι αμιγώς Θεσσαλονικιοί. Για τον καθέναν τους υπάρχει, κρυφά ή φανερά στο έργο του, μια ιστορία ζωής που τον δένει με τη Θεσσαλονίκη.

Συχνά αφορούν προσωπικές εμπειρίες και στιγμές ανθρώπων, τις οποίες δεν χρειάζεται να δημοσιοποιήσω άσκοπα είτε για να δημιουργήσω εντυπώσεις για να δικαιώσω τις επιλογές μου στην ανθολόγηση. Αρκεί που μου τις εμπιστεύτηκαν ορισμένοι δημιουργοί ή τους τις εκμαίευσα κατά εποχές ή τις έμαθα από παλαιότερους ομοτέχνους τους και/ή φίλους της ποίησης.

Κατά την ταπεινή μου άποψη, είμαστε πολύ μικρή χώρα για να θεσμοθετούμε αυστηρά εσωτερικά γεωγραφικά σύνορα, ιδίως σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό μας και τα πνευματικά μας κειμήλια. Εκλεκτικές συγγένειες στην ποίηση της Θεσσαλονίκης Υπάρχουν…»


ΟΙ ΝΕΕΣ ΦΩΝΕΣ, Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ



Θέλω να ευχηθώ καλή δύναμη και να ευχαριστήσω τη Βίκυ Παπαπροδρόμου, γιατί στις όσες φορές έτυχε να βρεθώ στη Θεσσαλονίκη, ένιωσα πολύ κοντά μου την πόλη και τους κατοίκους της.

Γιατί η γενιά μου, γενιά λίγο προ –και μόλις μετέπειτα Μεταπολίτευσης, γαλουχηθήκαμε με το όραμα η Καβάλα (η γαλάζια πολιτεία και γενέτειρα των Βασίλη Βασιλικού, Μαρίας Κυρτζάκη, Χρόνη Μίσσιου), να είναι η τρίτη πρωτεύουσα της Ελλάδας με δεύτερη τη Θεσσαλονίκη και πρώτη την Αθήνα
Τόσο απλά, σαν μια σκυτάλη πολιτισμού. Μπολιασμένος με νέες πράξεις, φωνές ξανά. Σαν αμπέλι που βλασταίνει πρώτη φορά. Όπως η Διαδικτυακή Ανθολογία Ποιητών της Θεσσαλονίκης του 20ου Αιώνα.

Επισκεφτείτε τους ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα

 (http://www.translatum.gr/forumΓ/index.php?topic=9084.0). Αξίζει!