Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Θρῆνοι τῆς Ἁλώσεως (29 Μαΐου 1453)

Πηγή:http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tradition/lamentations-constantinople.htm



Τῆς Ἁγιά-Σοφιᾶς

(Δημοτικό)
Τὸ δημοτικὸ αὐτὸ τραγούδι εἶναι ὁ παλαιότερος θρῆνος γιὰ τὴν κατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης. Πιθανὸν νὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν Κρήτη. Βρέθηκε σὲ χειρόγραφό του 15ου αἰῶνα· ὁ τίτλος ἦταν: «Ἀνακάλημα τῆς Κωνσταντινούπολης». Ἀνήκει στὴ δεύτερη περίοδο (1453-1821) τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας καὶ στὸ ἱστορικὸ εἶδος. Στὴν παρακάτω μορφὴ τοῦ δημοσιεύτηκε τὸ 1914 ἀπὸ τὸ Ν. Πολίτη στὴν συλλογή του «Ἐκλογαὶ ἀπὸ τὰ τραγούδια τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ». Γιὰ τὴν σύνθεσή του ὁ Ν. Πολίτης χρησιμοποίησε τὴν παραλλαγὴ ποὺ δημοσίευσε ὁ Φωρὲλ καὶ ἄλλοι εἴκοσι τέσσερις. Ὅμως, μόνο ὁ 4ος καὶ 18ος στίχος ἔχουν παρθεῖ αὐτούσιοι ἀπὸ τὴν ἐργασία τοῦ Φωριέλ
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆς, σημαίνουν τὰ ἐπουράνια, 
σημαίνει κι ἡ Ἁγιά-Σοφιά, τὸ μέγα μοναστήρι, 
μὲ τετρακόσια σήμαντρα κι ἑξήντα δυὸ καμπάνες, 
κάθε καμπάνα καὶ παπᾶς, κάθε παπᾶς καὶ διάκος.

Ψάλλει ζερβὰ ὁ βασιλιάς, δεξιὰ ὁ πατριάρχης, 
κι ἀπ᾿ τὴν πολλὴ τὴν ψαλμουδιὰ ἐσειόντανε οἱ κολόνες. 
Νὰ μποῦνε στὸ χερουβικὸ καὶ νά ῾βγει ὁ βασιλέας, 
φωνὴ τοὺς ἦρθε ἐξ οὐρανοῦ κι ἀπ᾿ ἀρχαγγέλου στόμα: 
«Πάψετε τὸ χερουβικὸ κι ἂς χαμηλώσουν τ᾿ Ἅγια, 
παπάδες πᾶρτε τὰ ἱερὰ καὶ σεῖς κεριὰ σβηστῆτε, 
γιατί ῾ναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ τουρκέψει.

Μόν᾿ στεῖλτε λόγο στὴ Φραγκιά, νὰ ῾ρθοῦν τρία καράβια, 
τό ῾να νὰ πάρει τὸ σταυρὸ καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ βαγγέλιο, 
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο, τὴν ἅγια Τράπεζά μας, 
μὴ μᾶς τὴν πάρουν τὰ σκυλιὰ καὶ μᾶς τὴ μαγαρίσουν».

Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καὶ δάκρυσαν οἱ εἰκόνες. 
«Σώπασε κυρὰ Δέσποινα, καὶ μὴ πολυδακρύζῃς, 
πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ῾ναι».




Ἅλωσις Κωνσταντινουπόλεως

Ἔνι τοῦ κόσμου χαλασμὸς καὶ συντελειὰ μεγάλη,
συντελεσμὸς τῶν Χριστιανῶν, τῶν ταπεινῶν Ρωμαίων·
ὅμως ἂς τὸ θλίβουν πολλὰ καὶ τὰ γένη Λατίνων
διὰ τοῦτο ποὺ συνέβηκε βασιλείαν Ρωμαίων,
διότ᾿ ἦτον σπίτιν ὀλωνῶν, Ρωμαίων καὶ Λατίνων
ἡ πόλις ἡ κακότυχος καὶ ὁ βασιλεὺς ὁμάδιν.
Ποὖναι λοιπὸν τὰ λείψανα, ποῦ οἱ ἁγίαι εἰκόνες,
ἡ ὁδηγήτρια ἡ κυρά, ἡ δέσποινα τοῦ κόσμου;
Λέγουσιν ἀναλήφθησαν στὸν οὐρανὸ ἀπάνω
τὰ λείψανα τὰ ἅγια καὶ τοῦ Χριστοῦ τὰ πάθη,
οἱ ἄγγελοι τὰ πήρασιν ἐμπρὸς εἰς τὸν δεσπότην...
Ποῦ εἶν᾿ τὰ μοναστήρια, ποῦ ἡ ὀρθοδοξία;
ἀφῆκες, ἐξαπόλυκες, πανύμνητε, τὸν κόσμον;

Τίς εἶδεν ἢ τίς ἤκουσεν ποτέ του τέτοιον πρᾶμα,
οἱ ἀσεβεῖς νὰ πάρουσι τὸ σπίτι τῶν ἁγίων,
νὰ σὲ δοξάζουν, Κύριε, οἱ Τοῦρκοι σοδομῖτες;
Θεέ μου, πῶς ἀπόμεινες τὴν τόσην ἀνομίαν
καὶ πῶς τὸ καταδέχθηκες, δύναμις τῶν ἀγγέλων;
Ἐχάθησαν οἱ χριστιανοί· Θεὲ πῶς τὸ ἀπομένεις;
Μηδὲ κατηγορήσετε τὸν βασιλέαν, αὐθέντες,
οὐδὲ τοὺς ἄρχοντας αὐτοῦ, οὐδὲ τοὺς στρατιώτας,
μικροὺς μεγάλους ἢ πτωχούς, πλουσίους, ἀνδρειωμένους.
Τὸ θάρρος ὁποῦ ἤλπιζαν οἱ χριστιανοὶ στὴν πόλιν
ἦτον στὸν ἁγιώτατον πάπαν τε τῆς Ρώμης
καὶ εἰς τοὺς ῥηγάδες τῆς φραγκιᾶς τῶν αὐθεντῶν τῶν ὅλων,
δουκᾶδες, κούντους, πρίγκιπες καὶ τὰ κουμούνια ὅλα
μετὰ τοῦ βασιλέως τε τοῦ τῆς Ἀλαμανίας...

Ἐκείν᾿ ἡ μέρα σκοτεινή, ἀστραποκαϊμένη,
τῆς Τρίτης της ἀσβολερῆς, τῆς μαυρογελασμένης,
τῆς θεοκαρβουνόκαυτης, πουμπαρδοχαλασμένης,
ἔχασε ἡ μάννα τὸ παιδὶν καὶ τὸ παιδὶν τὴν μάνναν,
καὶ τῶν κυρούδων τὰ παιδιὰ ὑπᾶν ἀσβολωμένα,
δεμέν᾿ ἀπὸ τὸν τράχηλον καὶ τὸ οὐαὶ φωνάζουν
μὲ τὴν τρομάραν τὴν πολλήν, μὲ θρήνισμον καρδίας.
Τρέμουν ὡς φυλλοκάλαμον ἐξετραχηλισμένα,
γυμνά, χωρὶς πουκάμισον, ἐξάγκωνα δεμένα,
βλέπουν ἐπρὸς καὶ πίσω των, μὴ νὰ δοῦν τοὺς γονεῖς των,
καὶ βλέπουν τοὺς πατέρες των ἐξάγκωνα δεμένους.
Ὁ κύρης βλέπει τὸ παιδὶν καὶ τὸ παιδὶν τὸν κύρην,
ἄφωνοι, δίχως ὁμιλίαν, διαβαίνουν τὸ μαγκούριν.
Οἱ μάνες οἱ ταλαίπωρες ὑπᾶν ξεγυμνωμένες,
τῆς πόλης οἱ πολίτισσες ἐξανασκεπασμένες,
πλούσιες πτωχὲς ἀνάκατα, μὲ τὸ σκοινὶ δεμένες,
τῆς πόλης οἱ εὐγενικές, οἱ ἀστραποκαϊμένες.
Ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸν βλέπει σιδηρωμένον,
θωροῦν καὶ τὸν πατέρα των μὲ ἅλυσον δεμένον,
καὶ δυ᾿ ἀδερφάδες εὔμορφες, πολλὰ ὡραιωμένες,
ἐντροπιασμένα ἐπήγαιναν μὲ τὸ σχοινὶν δεμένες.

Προέλευση: ΓΙΟΒΑΝΗ, Μεγάλη ἐγκυκλοπαίδεια, ἔκδ. 1982, τόμ. 13ος,  σελ. 67


Πάρθεν ἡ Ρωμανία

(Δημοτικὸ τοῦ Πόντου)
Ἕναν πουλίν, καλὸν πουλὶν ἐβγαίν᾿ ἀπὸ τὴν Πόλιν, 
οὐδὲ στ᾿ ἀμπέλια κόνεψεν οὐδὲ στὰ περιβόλιαν, 
ἐπῆγεν καί-ν ἐκόνεψεν ἅ σου Ἠλί᾿ τὸν κάστρον. 
Ἐσεῖξεν τ᾿ ἕναν τὸ φτερὸν σὸ αἷμα βουτεμένον, 
ἐσεῖξεν τ᾿ ἄλλο τὸ φτερόν, χαρτὶν ἔχει γραμμένον, 
Ἀτὸ κανεὶς κι ἀνέγνωσεν, οὐδ᾿ ὁ μητροπολίτης 
ἕναν παιδίν, καλὸν παιδίν, ἔρχεται κι ἀναγνώθει. 
Σίτ᾿ ἀναγνῶθ᾿ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει τὴν καρδίαν. 
«Ἀλὶ ἐμᾶς καὶ βάι ἐμᾶς, πάρθεν ἡ Ρωμανία!»
Μοιρολογοῦν τὰ ἐκκλησιάς, κλαῖγνε τὰ μοναστήρια 
κι ὁ Γιάννες ὁ Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται, 
-Μὴ κλαῖς, μὴ κλαῖς Ἅϊ-Γιάννε μου, καὶ δερνοκοπισκᾶσαι 
-Ἡ Ρωμανία πέρασε, ἡ Ρωμανία ῾πάρθεν. 
-Ἡ Ρωμανία κι ἂν πέρασεν, ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλον.


Τὸ ἀνακάλημα τῆς Κωνσταντινουπόλεως

(Δημοτικό, ἀπόσπασμα)
Θρῆνος κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς καὶ στεναγμὸς καὶ λύπη, 
Θλῖψις ἀπαραμύθητος ἔπεσεν τοῖς Ρωμαίοις. 
Ἐχάσασιν τὸ σπίτιν τους, τὴν Πόλιν τὴν ἁγία, 
τὸ θάρρος καὶ τὸ καύχημα καὶ τὴν ἀπαντοχήν τους. 
Τὶς τό ῾πεν; Τὶς τὸ μήνυσε; Πότε ῾λθεν τὸ μαντάτο; 
Καράβιν ἐκατέβαινε στὰ μέρη τῆς Τενέδου 
καὶ κάτεργον τὸ ὑπάντησε, στέκει καὶ ἀναρωτᾶ το: 
- Καράβιν, πόθεν ἔρκεσαι καὶ πόθεν κατεβαίνεις; 
- Ἔρκομαι ἂκ τὰ᾿ ἀνάθεμα κι ἐκ τὸ βαρὺν τὸ σκότος, 
ἂκ τὴν ἀστραποχάλαζην, ἂκ τὴν ἀνεμοζάλην· 
ἀπὲ τὴν Πόλην ἔρχομαι τὴν ἀστραποκαμένην. 
Ἐγὼ γομάριν δὲ βαστῶ, ἀμὲ μαντάτα φέρνω 
κακὰ διὰ τοὺς χριστιανούς, πικρὰ καὶ δολωμένα.

[καὶ σὲ ἔκδοση: Ἐμμ. Κριαρᾶς, Θεσσαλονίκη 1965, σ. 31]
...
- Καράβιν πόθεν ἔρκεσαι καὶ πόθεν κατεβαίνεις;
- Ἔρκομαι ἂκ τ᾿ ἀνάθεμα κ᾿ ἐκ τὸ βαρὺν τὸ σκότος,
ἂκ τὴν ἀστραποχάλαζην, ἂκ τὴν ἀνεμοζάλην·
ἀπὸ τὴν Πόλην ἔρχομαι τὴν ἀστραποκαμένην.
Ἐγὼ γομάρι δὲ βαστῶ, ἀμὲ μαντάτα φέρνω
κακὰ διὰ τοὺς χριστιανούς, πικρὰ καὶ δολωμένα:
Οἱ Τοῦρκοι ὅτε ἤρθασιν, ἐπήρασιν τὴν Πόλην
ἀπώλεσαν τοὺς χριστιανοὺς ἐκεῖ καὶ πανταχόθεν.


Γεώργιος Βιζυηνός - Ὁ τελευταῖος Παλαιολόγος (1882)

Στοὺς συμβολισμοὺς τῆς παραδόσεως, γιαγιὰ εἶναι οἱ παλαιὲς γενεὲς
καὶ ἐγγονὸς ἡ νέα γενιά, ἡ ὁποία πρέπει νὰ κάνει τὸ καθῆκον της.
- Τὸν εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, γιαγιὰ τὸν Βασιλέα
ἢ μήπως καὶ σοῦ φάνηκε, σὰν ὄνειρο νὰ ποῦμε,
σὰν παραμύθι τάχα;
- Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰν καὶ σένα νέα,
Πὰ νὰ γενῶ ἑκατὸ χρονῶν, κι ἀκόμα τὸ θυμοῦμαι
σὰν νἄταν χθὲς μονάχα.
- Ἀπέθανε, γιαγιά;
- Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμᾶται.
- Καὶ τώρα πιὰ δὲν ἠμπορεῖ
γιαγιάκα νὰ ξυπνήση;
- Ὤ, βέβαια! Καιροὺς καιρούς,
σηκώνει τὸ κεφάλι,
καὶ βλεπ᾿ ἂν ἦρθεν ἡ στιγμή,
πὄχει ὁ Θεὸς ὁρίσει.
- Πότε, γιαγιά μου, πότε;
- Ὅταν τρανέψῃς, γιόκα μου,
νὰ ἀρματωθῇς, καὶ κάμῃς,
τὸν ὅρκο στὴν Ἐλευθεριά,
σὺ κι ὅλη ἡ νεολαία,
θὰ σώσετε τὴν χώρα.
Κι ὁ βασιλιὰς θὰ σηκωθεῖ
τὸν Τοῦρκο νὰ χτυπήσῃ.
Καὶ χτύπα-χτύπα, θὰ τὸν πά
πίσω στὴν κόκκινη μηλιά,
καὶ πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο,
ποὺ πιὰ νὰ μὴ γυρίσῃ!


Κωνσταντῖνος Π. Καβάφης - Θεόφιλος Παλαιολόγος

Ὁ τελευταῖος χρόνος εἶν᾿ αὐτός. Ὁ τελευταῖος τῶν Γραικῶν
αὐτοκρατόρων εἶν᾿ αὐτός. Κι᾿ ἀλλοίμονον
τί θλιβερὰ ποὺ ὁμιλοῦν πλησίον του.
Ἐν τῇ ἀπογνώσει του, ἐν τῇ ὀδύνῃ
ὁ Κὺρ Θεόφιλος Παλαιολόγος
λέγει «Θέλω θανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν».
Ἂ Κὺρ Θεόφιλε Παλαιολόγο
πόσον καϋμὸ τοῦ γένους μας, καὶ πόση ἐξάντλησι
(πόσην ἀπηύδησιν ἀπὸ ἀδικίες καὶ κατατρεγμό)
ἡ τραγικές σου πέντε λέξεις περιεῖχαν.
Πάρθεν
Αὐτὲς τὲς μέρες διάβαζα δημοτικὰ τραγούδια,
γιὰ τ᾿ ἄθλα τῶν κλεφτῶν καὶ τοὺς πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα καὶ τὰ πένθιμα γιὰ τὸν χαμὸ τῆς Πόλης
«Πῆραν τὴν Πόλη, πῆραν την· πῆραν τὴν Σαλονίκη».
Καὶ τὴν Φωνὴ ποὺ ἐκεῖ ποὺ οἱ δυὸ ἐψέλναν,
«ζερβὰ ὁ βασιληᾶς, δεξιὰ ὁ πατριάρχης»,
ἀκούσθηκε κ᾿ εἶπε νὰ πάψουν πιὰ
«πάψτε παπάδες τὰ χαρτιὰ καὶ κλεῖστε τὰ βαγγέλια»
πῆραν τὴν Πόλη, πῆραν την· πῆραν τὴν Σαλονίκη.
Ὅμως ἀπ᾿ τ᾿ ἄλλα πιὸ πολὺ μὲ ἄγγιξε τὸ ᾄσμα
τὸ Τραπεζούντιον μὲ τὴν παράξενή του γλώσσα
καὶ μὲ τὴν λύπη τῶν Γραικῶν τῶν μακρυνῶν ἐκείνων
ποὺ ἴσως ὅλο πίστευαν ποὺ θὰ σωθοῦμε ἀκόμη.
Μὰ ἀλοίμονον μοιραῖον πουλὶ «ἀπαὶ τὴν Πόλην ἔρται»
μὲ στὸ «φτερούλιν ἀθε χαρτὶν περιγραμμένον
κι οὐδὲ στὴν ἄμπελον κονεύ᾿ μηδὲ στὸ περιβόλι
ἐπῆγεν καὶ ἐκόνεψεν στοῦ κυπαρίσ᾿ τὴν ρίζαν».
Οἱ ἀρχιερεῖς δὲν δύνανται (ἢ δὲν θέλουν) νὰ διαβάσουν
«Χέρας υἱὸς Γιανίκας ἕν» αὐτὸς τὸ παίρνει τὸ χαρτί,
καὶ τὸ διαβάζει κι ὀλοφύρεται.
«Σίτ᾿ ἀναγνῶθ᾿ σίτ᾿ ἀνακλαῖγ᾿ σίτ᾿ ἀνακροῦγ᾿ τὴν κάρδιαν.
Ν᾿ ἀοιλλὴ ἐμᾶς νὰ βάϊ ἐμᾶς ἡ Ρωμανία πάρθεν».


Κωνσταντῖνος Καρυωτάκης - Μαρμαρωμένε Βασιλιᾶ

Καὶ ρίχτηκε μὲ τ᾿ ἄτι του μὲς στῶν ἐχθρῶν τὰ πλήθια,
τὸ πύρινο τὸ βλέμμα του σκορποῦσε τὴν τρομάρα,
καὶ τὸ σπαθί του τὴ θανή. Στὰ χάλκινά του στήθια,
ἐξέσπασε ἡ ὄργητα σὲ βροντερὴ κατάρα.
Ἐθόλωσαν τὰ μάτια του. Τ᾿ ἁγνὸ τὸ μέτωπό του,
θαρρεῖς ὁ φωτοστέφανος τῆς Δόξας τ᾿ ἀγκαλιάζει.
Κι ἔπεσε χάμου ὁ Τρανός! Θρηνῆστε τὸ χαμό του.
Μά, μή! Σὲ τέτοιο θάνατο ὁ θρῆνος δὲν ταιριάζει.
Κι ἔπεσε χάμου ὁ Τρανός! Κυλίστηκε στὸ χῶμα,
ἕνας Τιτᾶν π᾿ ἀκόμα χτὲς ἐστόλιζ᾿ ἕνα θρόνο,
κι ἐσφάλισε - ὀϊμένανε! - γιὰ πάντ᾿ αὐτὸ τὸ στόμα,
ποὺ κάθε πίκρα ρούφαγε κι ἔχυν᾿ ἐλπίδες μόνο,
Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολὺ δὲ θὰ προσμένεις.
Ἕνα πρωὶ ἀπ᾿ τὰ νερὰ τοῦ Βόσπορου κεῖ πέρα
θὲ νὰ προβάλει λαμπερός, μιᾶς Λευτεριᾶς χαμένης,
ὁ ἀσημένιος ἥλιος. Ὤ, δοξασμένη μέρα!


Ὀδυσσέας Ἐλύτης - Θάνατος καὶ Ἀνάστασις τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (1969)

Ι
Ἔτσι καθὼς ἐστέκονταν  ὀρθὸς μπροστὰ στὴν Πύλη κι ἄπαρτος μὲς
στὴ λύπη του
Μακριὰ τοῦ κόσμου ποὺ ἡ ψυχή του γύρευε νὰ λογαριάσει στὸ φάρ-
δος Παραδείσου   Καὶ σκληρὸς πιὸ κι ἀπ᾿ τὴν πέτρα ποὺ δὲν τὸν
εἴχανε κοιτάξει τρυφερὰ ποτὲ - κάποτε τὰ στραβὰ δόντια του ἄσπρι-
ζαν παράξενα
Κι ὅπως περνοῦσε μὲ τὸ βλέμμα του λίγο πιὸ πάνω ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώ-
πους    κι ἔβγανε ἀπ᾿ ὅλους    Ἔναν     ποὺ τοῦ χαμογελούσε    τὸν
Ἀληθινόν    ποὺ ὁ χάρος δὲν τὸν ἔπιανε
Πρόσεχε νὰ προφέρει καθαρὰ τὴ λέξη θάλασσα ἔτσι ποὺ νὰ γυαλί-
σοῦν μέσα της ὅλα τὰ δελφίνια    Κι ἡ ἐρημιὰ πολλὴ ποὺ νὰ χωρᾶ ὁ
Θεός    κι ἡ κάθε μιὰ σταγόνα σταθερὴ στὸν ἥλιο ν᾿ ἀνεβαίνει
Νέος ἀκόμα εἶχε δεῖ στοὺς ὤμους τῶν μεγάλων τὰ χρυσὰ νὰ λάμπουν
καὶ νὰ φεύγουν    Καὶ μιὰ νύχτα    θυμᾶται    σ᾿ ὥρα μεγάλης τρικυ-
μῖας βόγκηξε ὁ λαιμός του πόντου τόσο ποὺ θολώθη    μὰ δὲν ἔστερ-
ξὲ νὰ τοῦ σταθεῖ
Βαρὺς ὁ κόσμος νὰ τὸν ζήσεις ὅμως γιὰ λίγη περηφάνια τὸ ἄξιζε.
II
Θεέ μου καὶ τώρα τι    Πού ῾χε μὲ χίλιους νὰ παλέψει    χώρια μὲ τὴ
μοναξιά του    ποιός    αὐτὸς πού ῾ξερε μ᾿ ἕνα λόγο του νὰ δώσει ὁλά-
κερης τῆς γῆς νὰ ξεδιψάσει    τί
Ποὺ ὅλα του τά ῾χαν πάρει    Καὶ τὰ πέδιλά του τὰ σταυροδετὰ καὶ τὸ
τρικράνι του τὸ μυτερὸ καὶ τὸ τοιχίο ποὺ καβαλοῦσε κάθε ἀπομεσή-
μερο νὰ κρατάει τὰ γκέμια ἐνάντια στὸν καιρὸ σὰν ζόρικο καὶ πηδη-
χτὸ βαρκάκι
Καὶ μία φούχτα λουίζα    ποὺ τὴν εἶχε τρίψει στὰ μάγουλα ἑνὸς κορι-
τσιοῦ    μεσάνυχτα    νὰ τὸ φιλήσει (πῶς κουρναλίζαν τὰ νερά τοῦ
φεγγαριοῦ στὰ πέτρινα τὰ σκαλοπάτια τρεῖς γκρεμοὺς πάνω ἀπ᾿ τὴ
θάλασσα...)
Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα    Καὶ μήτ᾿ ἕνας πλάι του    Μονάχα οἱ λέξεις
του οἱ πιστὲς πού ῾σμιγαν ὅλα τους τὰ χρώματα ν᾿ ἀφήσουν μὲς στὸ
χέρι του μιὰ λόγχη ἀπὸ ἄσπρο φῶς
Καὶ ἀντίκρυ    σ᾿ ὅλο τῶν τειχῶν τὸ μάκρος    μυρμηκιὰ οἱ χυμένες
μὲς στὸ γύψο κεφαλὲς ὅσο ἔπαιρνε τὸ μάτι του
«Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα - ὅλ᾿ ἡ ζωὴ μία λάμψη!»    φώναξε κι ὅρμησε
μὲς στὸ σωρό    σύρνοντας πίσω του χρυσὴ γραμμὴ ἀτελεύτητη
Καὶ ἀμέσως ἔνιωσε    ξεκινημένη ἀπὸ μακριά    ἡ στερνὴ χλωμάδα
νὰ τὸν κυριεύει.
III
Τώρα    καθὼς τοῦ ἥλιου ἡ φτερωτὴ ὁλοένα γυρνοῦσε καὶ πιὸ γρήγο-
ρα    οἱ αὐλὲς βουτοῦσαν μέσα στὸ χειμώνα κι ἔβγαιναν πάλι κατά-
κόκκινες ἀπ᾿ τὰ γεράνια
Κι οἱ μικροὶ δροσεροὶ τροῦλοι ὅμοια μέδουσες γαλάζιες ἔφταναν κά-
θε φορὰ καὶ πιὸ ψηλὰ στ᾿ ἀσήμια ποὺ τὰ ψιλοδούλευε ὁ ἀγέρας
γι᾿ ἄλλων καιρών    πιὸ μακρινῶν    τὸ εἰκόνισμα
Κόρες παρθένες    φέγγοντας ἡ ἀγκαλιὰ τοὺς ἕνα θερινὸ ξημέρωμα
φρέσκα βαγιόφυλλα καὶ τῆς μυρσίνης τῆς ξεριζωμένης τῶν βυθῶν
σταλάζοντας ἰώδιο    τὰ κλωνάρια
Τοῦ ῾φερναν    Ἐνῶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια του ἄκουγε    στὴ μεγάλη κά-
ταβόθρα νὰ καταποντίζονται    πλῶρες μαύρων καραβιών    τ᾿ ἀρχαῖα
καὶ καπνισμένα ξύλα    ὄθε    μὲ στυλωμένο μάτι ὀρθὲς ἀκόμη Θεό-
μήτορες ἐπιτιμούσανε
Ἀναποδογυρισμένα στὶς χωματερὲς ἀλόγατα    σωρὸς τὰ χτίσματα
μικρὰ μεγάλα    θρουβαλιασμὸς καὶ σκόνης ἄναμμα μὲς στὸν ἀέρα
Πάντοτε μὲ μιὰ λέξη μὲς στὰ δόντια του    ἄσπαστη    κειτάμενος
                                                                      Αὐτὸς
                                                        ὁ τελευταῖος Ἕλληνας!

H «ξενιτεμένη» Παναγιά του Χάνδακα !


«Πλιό παρακάλια δε γροικώ κʼ εσφάγηκʼ η καρδιά μου
κʼ εμίσεψες, Παρθένα μου, Μεσοπαντίτισσά  μου»
                                                          Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής

13 Ιανουαρίου, μια μεγάλη γιορτή για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς , αυτή της Παναγιάς της Μεσοπαντίτισσας, που λατρεύτηκε στην Candia ή στον Χάνδακα για πολλούς αιώνες μέχρι και την περίοδο της Τουρκοκρατίας και ας είχε ξενιτευτεί η εικόνα της μακριά από την πόλη που τιμήθηκε όσο πουθενά μέχρι τότε… Λένε πως πήρε τ΄όνομα της επειδή τη γιόρταζαν στο μεσοδιάστημα από τις γιορτές των Χριστουγέννων ως την Υπαπαντή.
Μια παράδοση θέλει τούτη την εικόνα την «ξενιτεμένη»  της Παναγιάς της Μεσοπαντίτισσας να ήρθε στην Κρήτη τον καιρό της εικονομαχίας  από τους πιστούς για να την σώσουν από το μένος των εικονομάχων. Την έφτιαξαν λένε αγιογράφοι, ίσως ο ίδιος ο Ευαγγελιστής Λουκάς ,  και στη συνέχεια βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όμως κάνεις δεν είναι σίγουρος για τούτη δω την καταγωγή της. Μια άλλη ιστορία λέει πως ήταν κειμήλιο του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Τίτου της Γόρτυνας και πως την έσωσαν οι κάτοικοι μαζί με την κάρα του Αγίου Τίτου πάνω στις κορυφές της Ίδης όταν ήρθαν στο νησί οι Σαρακηνοί στα 825μ.Χ. Η πιο τεκμηριωμένη απόδειξη είναι πως ήταν στην Κρήτη στο β΄ μισό του 14ου αιώνα που οι Κρήτες ορκίστηκαν πίστη και αφοσίωση στη Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας  μπροστά στην εικόνα της. Από τότε κοσμούσε τον ιερό Ναό του Αγίου Τίτου του Χάνδακα κι εκεί έμεινε ως τον Αύγουστο  περίπου του 1669 που φυγαδεύτηκε μαζί με την κάρα και άλλα κειμήλια της πόλης από τους Ενετούς στην Βενετία για να σωθούν από τα χέρια των Τούρκων.  Ο Francisco Morossini  την φόρτωσε μαζί με χίλιους δυο « θησαυρούς» στα πέντε πλοία που ξεκίνησαν ένα πρωί από το λιμάνι του Χάνδακα  για να καταφέρουν να φτάσουν μόνο τα τρία στον προορισμό τους έχοντας μέσα την πολύτιμη εικόνα της Παναγιάς , της αιώνιας Μάνας που κρατά αγκαλιά τον Γιό της. Από τότε αν και τοποθετήθηκε αρχικά στον Ναό του Αγίου Μάρκου  με ειδικό διάταγμα της Γερουσίας μεταφέρθηκε και βρίσκεται  οριστικά στο Ναό της Santa Maria Della Salute στο Μεγάλο Κανάλι της Βενετιάς.
Για το χτίσιμο της εκκλησίας που είναι αφιερωμένη στην Παναγία της Υγείας  λένε πως ευθύνεται η μεγάλη επιδημία της πανούκλας ,  το καλοκαίρι του 1630, που κράτησε  μέχρι το 1631 και που σκότωσε σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού. Στην πόλη 46.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους , ενώ στην λιμνοθάλασσα ο αριθμός ήταν πολύ μεγαλύτερος περίπου 94.000. Άρχισαν οι προσευχές και οι λατανίες  και πίστεψαν πως μόνο η Παναγία κατάφερε να ανακόψει το θανατικό. Η  Ενετική Γερουσία στις 22 Οκτωβρίου 1630, αποφάσισε ότι μια νέα εκκλησία θα κατασκευαστεί  στην Παναγία που θεωρήθηκε  προστάτης της Βενετίας .Αποφασίστηκε, επίσης, ότι η Γερουσία θα επισκέπτεται  την εκκλησία κάθε χρόνο στις 21 Νοεμβρίου αφού θα ήταν αφιερωμένη στη γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου  και η ονομασία της θα ήταν  Festa della Madonna della Salute . Αυτό περιελάμβανε διέλευση από το Μεγάλο Κανάλι σε μια ειδικά κατασκευασμένη πλωτή γέφυρα και εξακολουθεί να είναι ένα σημαντικό γεγονός στη Βενετία  ακόμα και ως τις μέρες μας. Σ αυτόν τον ναό σε περίοπτη θέση τοποθετήθηκε η εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας ανάμεσα σε εικόνες μεγάλων ζωγράφων.
Η ιστορία της εικόνας στα χρόνια των Ενετών στην Candia είναι λίγο πολύ γνωστή. Μια άλλη παράδοση θέλει την Παναγία  να μεσολαβεί σε σύναψη ειρήνης ανάμεσα στους δύο λαούς και εξαιτίας αυτού του γεγονότος να παίρνει την προσωνυμία Μεσοπαντίτισσα. Λατρευόταν από τους Χριστιανούς σχεδόν καθημερινά από το 1379 και κάθε Τρίτη σύμφωνα με μια παλιά συνήθεια γινόταν λιτανεία  στις γειτονιές και τα σοκάκια της πόλης για να ευλογήσει τα σπίτια και τις εργασίες των ανθρώπων . Ήταν επικαλυμμένη με χρυσά και ασημένια φύλλα και στολισμένη με πολύτιμα πετράδια και κατά την  περιφορά της την ακολουθούσαν πάρα πολλές γυναίκες ξυπόλητες εκπληρώνοντας έτσι τάματα. Οι πιστοί προσέφεραν ελεημοσύνες.
Ο Γερμανός περιηγητής Wolfgand Stockman, όταν είχε επισκεφτεί την Κρήτη στα 1606, γράφει στα ταξιδιωτικά του κείμενα του πως χάρη στις θαυματουργικές ιδιότητες της εικόνας όταν στο νησί υπήρχε μεγάλο πρόβλημα λειψυδρίας με δεήσεις και προσευχές σ αυτήν πάντα ερχόταν η πολυπόθητη βροχή. Οι καθολικοί πάλι, γράφει, πίστευαν και λάτρευαν την εικόνα όπως φαίνεται και από  μια επιστολή του Δούκα της Κρήτης στα τέλη του 16ου αιώνα, που  ο ανώτατος διοικητικός αξιωματούχος της Κρήτης ενημέρωνε τον Δόγη της Βενετίας πως η Παναγιά είχε κάνει το θαύμα της και είχε θεραπεύσει έναν ανάπηρο στρατιώτη από το Μιλάνο.
Ο περίφημος κρητικός ποιητής Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής γράφει στον έμμετρο κρητικό του πόλεμο :
«Και τη Μεσοπαντίτισσαν όλοι παρακαλούσα,
την Τρίτη που τη βγάνασι μʼ ευλάβεια ʼκλουθούσα,
κʼ ελέγασι: “Παρθένα μου, τώρα βοήθησέ μας,
κι άγωμε ομπρός εις το Χριστό, συχώρεση έπαρέ μας”.»

Λιτανεία γινόταν επίσης κατά την ημέρα κάποιας μεγάλης γιορτής. Η Εικόνα ήταν ένα σύμβολο ομόνοιας και συμφιλίωσηw ανάμεσα  σε Λατίνους και Κρητικούς για αυτό και  σ΄αυτές τις λιτανείες ήταν  ακολουθούμενη και από Ορθόδοξους αλλά και από Καθολικούς. Η περιφορά της συνεχίστηκε και στη διάρκεια της πολιορκίας. Σʼ αυτήν προσεύχονταν οι κάτοικοι του Χάνδακα για να τους βοηθήσει νʼ αντέξουν, όπως περιγράφει χαρακτηριστικά ο Μπουνιαλής.
 «Δέομαι με τα δάκρυα, Θεέ, απάκουσέ με,
κι από τα τόσα βάσανα οπού ʼχω λύτρωσέ με
εις τʼ άδικο που μʼ εύρηκε τόσους καιρούς και χρόνους
 κʼ έχω πληγές εις την καρδιά αμέτρητες και πόνους.
Κʼ εσύ, ω υπερθαύμαστη κυρία Μαριάμ μου,
 ξελύτρωσέ με τη φτωχή, Μεσοπαντίτισσά μου∙

 Η Χρύσα Μαλτέζου σε έρευνα και κείμενό της, γράφει πως την περίοδο του Κρητικού Πολέμου η περιφορά της εικόνας γινόταν δύο φορές την εβδομάδα κάθε Τρίτη και Σάββατο. Επίσης με απόφαση της Τοπικής Διοίκησης του νησιού στα 1539 είχε παραχωρηθεί, χωρίς να διευκρινίζονται οι λόγοι στους κατοίκους του χωριού Αμπρούσα που βρισκόταν στα περίχωρα του Χάνδακα να έχουν μόνο αυτοί το προνόμιο και δικαίωμα να σηκώνουν την εικόνα της για την περιφορά της. Στο διάστημα της θητείας τους οι οκτώ χωρικοί που επιλέγονταν είχαν απαλλαχθεί από κάθε είδους αγγαρεία.                   Μάλιστα , αναφέρει, πως υπάρχουν ακόμα και ονόματα στα αρχεία που διασώθηκαν αυτών που μετέφεραν την θαυματουργή εικόνα  και πως πολλοί από αυτούς παραμονές της Τούρκικης ολοκληρωτικής κατάκτησης του Χάνδακα λόγω τρομερού πανικού αλλαξοπίστησαν, πέρασαν στο άλλο στρατόπεδο κι ας ήταν εκλεγμένοι χωρικοί που υποβάσταζαν την εικόνα.
Από τις ελεημοσύνες κατά τη διάρκεια της λιτανείας μαζεύονταν αρκετά μεγάλα χρηματικά ποσά και χαρακτηριστική είναι  η αναφορά σε ένα γεγονός του 1659 που ο θησαυροφύλακας του ναού του Αγίου Τίτου που διαχειριζόταν όλα τα χρήματα , έδωσε κατόπιν εντολή του αρχιεπισκόπου Giovanni Querini , 100 ρεάλια  σαν δάνειο στον  Γενικό προνοητή  Barbaro.
Η σύνδεση του Αγίου Τίτου με την εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας  φαίνεται από το λάβαρο του Francisco Morossini  με τις παραστάσεις που εικονίζονται πάνω του και που σήμερα φυλάσσεται στο Μουσείο Correr της Βενετίας.
Τις παραμονές του μισεμού της εικόνας και λίγο πριν την οριστική παραδοση του Χάνδακα στους Τούρκους  ο Μπουνιαλής γράφει:
«Άδειασαν την Τριμάρτυρο και τʼ άλλα όλα εκείνα
και το Χριστό του Κεφαλά, κι Αγιάν Αικατερίνα.
Το Άγιον Αίμα πιάνουσι τότες και κασελιάζου,
και τη Μεσοπαντίτισσα και λείψανα φυλάσσου∙
τους Άγιους Δέκα να χαλούν, κι όσες εικόνες ήτο
τρίγυρα εκεί στην εκκλησά που λέγαν Άγιο Τίτο».

Σήμερα πια στην πόλη μας το Ηράκλειο η εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας υπάρχει μόνο σε αντίγραφα. Δύο βρίσκονται στην εκκλησίατου Αγίου Τίτου και ένα στο μικρό του  παρεκκλήσι που είναι αφιερωμένο στη μνήμη της. Βρίσκεται στην οδό Κόσμων και Θησέως και κτίστηκε το 2006 με δαπάνη των Χαρίτωνος και Μαλβίνας Παπαδάκη.
Γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 13 Ιανουαρίου… !

ΠΗΓΕΣ :
 “Περί την χρονολόγησιν της εικόνος Παναγίας της Μεσοπαντιτίσσης”,Μαρία Θεοχάρη, Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών
 Ιστορία της Κρήτης, Θεοχάρη Δετοράκη, 1990
Η τελευταία περίοδος της πολιορκίας του Μ. Κάστρου, Ν.Στυαρινίδη,1979
Ο Κρητικός Πόλεμος 1645-1669, Χρυσούλα Τζομπανάκη, 2008
Ενοριακό Δελτίο Ιερά Αρχιεπισκοπής Κρήτης – Ενορία Αγίου Τίτου, 2007
«Κι εμίσεψες Παρθένα μου», Χρύσα Μαλτέζου, εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή του Ρεθυμναίου, “Ο Κρητικός Πόλεμος 1645-1669”, επιμέλεια Στυλιανός Αλεξίου – Μάρθα Αποσκίτη, εκδόσεις Στιγμή, 1995,
Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ 
Χάνδακας, η πόλη και τα τείχη, Χρυσούλα Τζομπανάκη, ΕΚΙΜ 1996

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

Η Έρη Σταυροπούλου για το βιβλίο του Γιάννη Μπεράτη "Ο μαύρος Φάκελος"


Μια προσέγγιση στη νουβέλα του Miguel de Unamuno


γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου



«Το μυθιστόρημα του δον Σανδάλιο, σκακιστή»,
σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη,
από τις εκδόσεις Άγρα



«Το αντίτιμο της γέννησης του αναγνώστη είναι ο θάνατος του συγγραφέα», κατά την αντίληψη του Ρολάν Μπαρτ. Και μπορούμε να ξεκινήσουμε από αυτή τη ρήση θέλοντας να επιχειρήσουμε μια ανάγνωση στη νουβέλα αυτή, που ωστόσο τιτλοφορείται «μυθιστόρημα». Αλλά θα έρθουμε και σ’ αυτό.
Ποια είναι η σχέση του έργου με τον φυσικό του αποδέκτη, δηλαδή τον αναγνώστη; Σαν να μην του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να θεωρεί το βιβλίο που διαβάζει δικό του, όχι βέβαια με την έννοια της ιδιοκτησίας αλλά με αυτήν της ιδιαίτερης σχέσης που αναπτύσσει με το περιεχόμενό του. Σχέση δύσκολη στην απόκτησή της, περίεργη στις απαιτήσεις της και εύκολα αμφισβητούμενη από τους άλλους, κυρίως από τον ίδιο τον δημιουργό. Είναι πρωτίστως αυτός που δεν δέχεται τον παρείσακτο, όπως τον θεωρεί, στα δικά του μονοπάτια, είναι αυτός που δεν αντιλαμβάνεται την εξάρτηση που έχει απ’ αυτόν, του οποίου την παρουσία αρνείται, την ώρα που δημιουργεί. Τουλάχιστον αυτή την εντύπωση έχουν οι περισσότεροι.
Ο Miguel de Unamuno θα θέσει σε άλλη βάση τη σχέση αυτή. Θα γράψει μια νουβέλα που αποτελείται από 23 επιστολές, μέσα από τις οποίες διαγράφεται η προσωπικότητα του δον Σανδάλιο, ενός αποσυνάγωγου ανθρώπου που μοιάζει να δομεί όλη τη ζωή του γύρω από μια παρτίδα σκάκι, από εκεί και η προσωνυμία σκακιστής. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτές οι επιστολές φτάσαν στα χέρια του συγγραφέα μας, με σκοπό να γράψει ένα μυθιστόρημα. Και το γράφει αυτό το μυθιστόρημα ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, γράφει γι’ αυτό. Όπως ο ίδιος μας κατατοπίζει στον Επίλογο:
«προτίμησα να γράψω το μυθιστόρημα ενός μυθιστορήματος, -που είναι κάτι σαν τη σκιά μιας σκιάς- όχι το μυθιστόρημα ενός μυθιστοριογράφου, όχι, αλλά το μυθιστόρημα ενός μυθιστορήματος, και να το γράψω για τους αναγνώστες μου, τους αναγνώστες που έπλασα για μένα ενώ την ίδια ώρα μ’ έπλαθαν κι εκείνοι».

Έτσι παραθέτει το υλικό (πολύτιμο για έναν συγγραφέα) ατόφιο και ανεπεξέργαστο στην ευχέρεια του αναγνώστη να το διαχειριστεί όπως γνωρίζει και μπορεί. Και έτσι γίνεται. Η ανάγνωση αυτής της σύντομης νουβέλας γεννά στο μυαλό του νοήμονος αναγνώστη μια σειρά από σκέψεις, που αλυσιδωτά οδηγούν, όπως διαβάζει τη μια επιστολή μετά την άλλη,  από τον προβληματισμό για τη προσωπικότητα του παράξενου αυτού σκακιστή στη φιγούρα του συμπαίκτη (το κλειδί για την ερμηνεία της σχέσης τους) και από εκεί στη συνολική θεώρηση πια όχι μόνον της νουβέλας αλλά της λογοτεχνικής γραφής στο σύνολό της. Θα μπορούσε, κατά μια έννοια, να θεωρηθεί όλο αυτό ένα δοκίμιο για τη συγγραφή; Ας μην λησμονούμε πως ο Miguel de Unamuno κατ’ εξοχήν φιλοσοφεί στα έργα του.

Τα δύο κύρια πρόσωπα, ο δον Σανδάλιο και ο συμπαίκτης του. Εμείς ακούμε τη σκέψη του συμπαίκτη, αυτού του ανθρώπου που πλησιάζει πολύ τη μισανθρωπία, που προσπαθεί να ξεφύγει από τη χειρότερη ιδιότητα των συνανθρώπων του, τη βλακεία. Γι’ αυτό και ιδιωτεύει, επιλέγοντας την ιδιόμορφη παρέα του αινιγματικού σκακιστή που έχει ενσωματωθεί στη σκακιέρα και τα πιόνια που κινεί είναι όχι μόνο προέκταση του χεριού του αλλά και απεικόνιση της σκέψης του, ένα ομοίωμα του εαυτού του.
«…σαν να εκτελεί κάποιο ιερό λειτούργημα ή, μάλλον, σαν να συνθέτει μια σιωπηλή θρησκευτική μουσική».
 Θα μπορούσε να θεωρηθεί όλο αυτό μια μελέτη γύρω από το ευφυές αυτό παιχνίδι; Δεν θα είναι οπωσδήποτε ο πρώτος συγγραφέας που θα έχει αναδείξει το σκάκι σε πρωταγωνιστή.

Ο ίδιος πάντως, πάλι στον Επίλογο (αξιοσημείωτο ότι δεν μας προδιαθέτει στον Πρόλογό του αλλά προτιμά την αποτίμηση επιλογικά) θα μας δείξει τον δικό του προβληματισμό για τον πραγματικό συντάκτη των επιστολών, οδηγώντας μας έτσι στο θέμα των ειδώλων: «Ο επιστολογράφος! Ο Φελίπε! Ο δον Σανδάλιο, ο σκακιστής! Όλοι τους, μορφές μιας αίθουσας με θαμπούς καθρέφτες». Θα μπορούσε, κάτω από αυτό το πρίσμα των πολλαπλών ειδώλων, να θεωρηθεί όλο αυτό μια σκέψη γύρω από τον άνθρωπο και τον διάλογο με τον εαυτό του, μια μελέτη γύρω από τη γνώση του εαυτού μας; Θαμπή προσπάθεια, όπως και οι καθρέφτες, που συνιστούν «κάτι τι τρομαχτικό σ’ αυτόν τον οπτικό διπλασιασμό της πραγματικότητας», κατά τον Μπόρχες. Πόσο περισσότερο τρόμο προκαλεί μια αίθουσα με καθρέφτες γύρω γύρω, με το είδωλο να πολλαπλασιάζει τη μορφή του και να μην μπορείς να ξεφύγεις από το δικό σου πρόσωπο που σε περικυκλώνει.

«…βρες στην πόλη σου ένα απόμερο καφενείο –καλύτερα στις φτωχογειτονιές-, αλλά να ‘ναι καφενείο με καθρέφτες, θαμπούς κι αντικριστούς, στάσου ανάμεσά τους κι άσε το νου σου να ταξιδέψει. Και κουβέντιασε με τον εαυτό σου. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι, στο τέλος, θα βρεις και τον δον Σανδάλιο σου. Κι αν δεν είναι ο δικός μου, τι πειράζει; Κι αν δεν είναι σκακιστής; Ε, θα ‘ναι μπιλιαδόρος ή ποδοσφαιριστής ή οτιδήποτε. Μπορεί και μυθιστοριογράφος. Κι ενόσω θα τον ονειρεύεσαι και θα διαλογίζεσαι μαζί του, θα γίνεις κι εσύ μυθιστοριογράφος».


Δεν πρόκειται, λοιπόν, για μια μονοσήμαντη ανάγνωση. Ανοίγονται για τον αναγνώστη πολύ ενδιαφέρουσες ερμηνείες αυτής της σύντομης επιστολικής νουβέλας. Γράφοντας ο Unamuno το μυθιστόρημα του μυθιστορήματος, τη σκιά μιας σκιάς, επιτρέπει στον αναγνώστη του την επινόηση της υπόθεσης, μια που κατ’ εξοχήν το μυθιστόρημα στηρίζεται στο ανεδαφικό του επινοημένου μύθου, και μοιάζει να παίζει μια παρτίδα σκάκι με τον αποδέκτη της ιστορίας του, αυτόν τον ευφυή που αναλίσκεται στην ανάγνωση μύθων. Ας σκεφτούμε πως η ερμηνεία που δίνει ο κάθε αναγνώστης συνιστά και τη δική του κίνηση στη σκακιέρα με ικανό στόχο τον εγκλωβισμό της κυρίαρχης φιγούρας στο αδιέξοδο του ρουά ματ. Όπως εδώ, ο πρώτος αναγνώστης του μυθιστορήματος του δον Σανδάλιο είναι αυτός ο συμπαίκτης που καταγράφει την προσωπικότητα του σκακιστή -που καθορίζει τη ζωή του στο εξής- πλάθοντας στην ουσία αυτός την εικόνα του όπως την επινοεί, εν είδει συγγραφέα-μυθιστοριογράφου. Γι’ αυτό και το κλειδί για μια νοηματική προσπέλαση του κειμένου είναι στην ουσία αυτός και όχι ο δον Σανδάλιο.
Ο Miguel de Unamuno θέλησε με τη νουβέλα αυτή (nivola) να διαχωρίσει τη θέση του από τους συγγραφείς ρεαλιστικών μυθιστορημάτων (novelas). Πράγματι, είναι περισσότερο μια μελέτη της επινόησης μιας πραγματικότητας παρά μια απεικόνιση της πραγματικότητας. Γι’ αυτό και το κείμενο προσφέρεται σε ερμηνείες και πάλι παραμένει ανοιχτό, σε κάθε νέα ανάγνωση-επινόηση.
Και μια επισήμανση πολύ θετική για τον χώρο των εκδόσεων: ο μεταφραστής του βιβλίου Αχιλλέας Κυριακίδης, εκτός από την προσεκτική μετάφραση (όπως φαίνεται από τις σημειώσεις που παραθέτει) μας εφοδιάζει και με μια πολύπλευρη εκτίμηση του κειμένου στο Επίμετρο. Σκέφτομαι πόσο εποικοδομητική θα ήταν μια ανάλογη προσφορά και από άλλους εκδοτικούς οίκους. Κυρίως για έργα, όπως αυτό, που αποδεικνύονται πολύ απαιτητικά.
Νιώθεις διαβάζοντάς το ότι δεν έχεις τελειώσει μαζί του. Μάλλον αυτό είναι και το σημαντικότερο στην υπόθεση της λογοτεχνίας: να αφήνει ανοιχτούς λογαριασμούς με τον αναγνώστη της.



Διώνη Δημητριάδου

Γεώργιος Χούμνος, Κοσμογέννησις (15ος αι.) /

Πηγή:http://e-homoreligiosus.blogspot.gr/2012/04/15-georgios-chumnos-kosmogennesis-15th.html

Georgios Chumnos, 
Kosmogennesis (15th cent.)



Η Κρητική Λογοτεχνία κατά τη Βενετοκρατία- Περίοδος ωριμότητας




Η ώριμη φάση της κρητικής λογοτεχνίας αρχίζει στα τέλη του 16ου αι., χαρακτηρίζεται τώρα από έντονα αναγεννησιακά στοιχεία και ανήκει στην πρώτη φάση της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Οι άλλες δύο φάσεις είναι η επτανησιακή και η αθηναϊκή.



Μετά το 14ο αι., η Κρήτη ησυχάζει. Οι δύο εξεγέρσεις του 16ου αι., είναι περιορισμένου χαρακτήρα. Το φεουδαρχικό σύστημα και οι φεουδάρχες απώλεσαν την κυριαρχία τους από νέες οικονομικές δυνάμεις, τους αστούς και οι πόλεις γνωρίζουν αξιόλογη ακμή. Η κοινωνία της πόλης ομοιογενοποιείται αφού αποτελείται από Έλληνες και εξελληνισμένους Ενετούς. Οι Ενετοί της Κρήτης αυτοπροσδιορίζονται ως Γραικοί (homo graecus) αφού είναι Έλληνες με βενετικά επίθετα, καθολική θρησκεία και τίτλους ευγενείας κατοχυρωμένους από το μητροπολιτικό κέντρο που απλώς τους εξασφαλίζουν μεγάλα κοινωνικά προνόμια. Οι κάτοικοι των πόλεων, στην πλειοψηφία τους ελληνόφωνοι και ορθόδοξοι, πλουτίζουν με τη ναυτιλία, το εμπόριο, τις εξαγωγές κρητικών προϊόντων και τη βιοτεχνία. Φορολογούνται ελαφρά και είναι απαλλαγμένοι από βαριές υποχρεώσεις, όπως οι αγγαρείες και η κωπηλασία στις γαλέρες. Τα μεγάλα οχυρωματικά έργα δίνουν δουλειά σε αρκετούς τεχνίτες. Έτσι, διαμορφώνεται μια προηγμένη κοινωνία που έχει άμεση σχέση με τη Δύση, και σπουδάζει σε δυτικά κέντρα. Το 1600 περίπου εμφανίζεται η κρητική ποίηση που χαρακτηρίζεται από έντονες αναγεννησιακές επιρροές. Το 1562 έχει προηγηθεί ο κύκλος της Ακαδημίας των Vivi (Ζωντανών) που μεταφράζουν και μιμούνται ιταλικά θεατρικά έργα. Είναι πιθανό εδώ να ξεκίνησαν να συνθέσουν αναγεννησιακούς τύπους με το κρητικό ιδίωμα. Πριν τους «Ζωντανούς» παραστάσεις είχαν δώσει ο Molino και ο Calmo(1512-1515). Το 1578 τυπώθηκε η τργωδία “Fedra” ,στα ιταλικά από ενετοκρητικό φοιτητή του Πανεπιστημίου της Πάδοβας Francesco Bozza Candiotto, που αφορά τον έρωτα της κόρης του Μίνωα, Φαίδρα για τον Ιππόλυτο. Η περίοδος μέχρι την εμφάνιση του Χορτάτση χαρακτηρίζεται ως προπαρασκευαστική φάση. Από αυτή την φάση δεν υπάρχει κανένα δείγμα αφού το θέατρο, είδος κατ’ εξοχήν ζωντανό, προφορικό και αυτοσχεδιασμού, αν δεν χειρίζεται σημαντική υπόθεση ως θέμα του, δεν διατηρείται. Μόλις όμως εμφανίζονται σημαντικά έργα, με το συχνό τους παίξιμο, την αντιγραφή και το διάβασμά τους μπορούν να σωθούν.



Οι παραστάσεις δίνονταν στα αρχοντικά, σε στενούς κύκλους και στις πλατείες με λαϊκότερο χαρακτήρα, κυρίως πριν το δείπνο και πριν το βράδυ. Παραστάσεις κωμωδιών γίνονταν στις Απόκριες. Θέατρο έβλεπαν άνθρωποι όλων των τάξεων, γυναίκες και άντρες, ενώ οι ηθοποιοί ήταν ερασιτέχνες. Τα έξοδα της παράστασης τα έκανε κάποιος πλούσιος, φιλότεχνος, όπως π.χ. τα έξοδα της «Πανώριας» του Χορτάτση ανάλαβε ο Βενετοκρητικός από τα Χανιά Μαρκαντώνιος Βιάρος. Ο Χορτάτσης, που πρώτος στρέφεται συνειδητά και συστηματικά προς το γλωσσικό ιδίωμα της Κρήτης, όπως αυτό είχα διαμορφωθεί τέλη του 16ου αι. , ασχολείται και με τα τρία είδη αναγεννησιακού θεάτρου: τραγωδία, ποιμενική κωμωδία και αστική κωμωδία. Μεταξύ 1595-1601 γράφτηκε η αστική κωμωδία «Κατζούρμπος», έργο που διαδραματίζεται στο Κάστρο και αφορά τον έρωτα του Νικολού για την Κασσάνδρα, που η θετή μητέρα της θέλει να την εκδώσει σ’ ένα γέρο Αρμένη. Τελικά η Κασσάνδρα αποδεικνύεται ότι είναι κόρη του Αρμένη, οπότε τελικά η Κασσάνδρα παντρεύεται το νέο που αγαπά. Τα κωμικά πρόσωπα του έργου βασίζονται στις λατινικές κωμωδίες του Τερεντίου και του Πλαύτου: ο σχολαστικός δάσκαλος, ο ψευτοπαλληκαράς και δειλός στρατιωτικός, οι πεινασμένοι και λαίμαργοι υπηρέτες, οι υπηρέτριες και οι προξενήτρες.



Η «Πανώρια» του Χορτάτση έχει ως πρότυπο την «Callisto» του Groto, που εκδόθηκε το 1583. Δυο βοσκοί ο Γύπαρης και ο Αλέξης αγαπούν δυο βοσκοπούλες, οι οποίες όμως δεν ανταποκρίνονται στον έρωτά τους. Οι δύο νέοι προσφέρουν θυσία στο βωμό της Αφροδίτης και ο γιος της ο Έρωτας τοξεύει τις βοσκοπούλες, που δέχονται τελικά να τους παντρευτούν. Έχουμε εδώ επίδραση της ποιμενικής λογοτεχνίας που έχει αναπτυχθεί στην Ιταλία και η οποία μιμείται αρχαία ειδυλλιακά τοπία. Ο Χορτάτσης συνδυάζει την πραγματική ποιμενική ζωή της Κρήτης με την αρχαία ελληνική μυθολογία.



Λίγο μετά την «Πανώρια» ο Χορτάτσης ολοκληρώνει την τραγωδία «Ερωφίλη», επηρεασμένη από την τραγωδία “Orbecche” του Giraldi. Η κόρη του Φιλόγονου Ερωφίλη παντρεύεται κρυφά ένα νέο στρατιωτικό, τον Πανάρετο. Ο Φιλόγονος αποφασίζει να την παντρέψει με ένα βασιλιά της Ανατολής, αντίπαλό του, για να συμφιλιωθεί μαζί του. Αναθέτει λοιπόν στον Πανάρετο να την πείσει. Η δραματική αυτή αντινομία οδηγεί στην αποκάλυψη της σχέσης των δύο νέων. Ο Φιλόγονος εκτελεί τον Πανάρετο και στέλνει στην κόρη του το κεφάλι, την καρδιά και τα χέρια του. Η Ερωφίλη αυτοκτονεί και οι κοπέλες της ακολουθίας της σκοτώνουν τον απάνθρωπο πατέρα. Περίπου την ίδια εποχή μεταφράζεται, ίσως από τον Χορτάτση, το ποιμενικό δράμα του Guarini “Pastor Fido” (πιστικός βοσκός), ενώ και η κωμωδία «Στάθης» αποδίδεται με επιφυλάξεις στον Χορτάτση.



Το έργο του Χορτάτση συνέχισε ο Βιτσέντζος Κορνάρος(1553-1613). Ανήκε στην εξελληνισμένη βενετοκρητική αρχοντική οικογένεια των Κορνάρων και ήταν αδερφός του φεουδάρχη Ανδρέα Κορνάρου. Γεννήθηκε στην Τραπεζόντα της Σητείας. Η «Θυσία του Αβραάμ» πρέπει να είναι συγγραφικό έργο του Vicenzo Cornaro εξαιτίας του ανάλογου λογοτεχνικού ύφους με τον «Ερωτόκριτο», το αντιπροσωπευτικότερο έργο του Κορνάρου. Υπάρχουν επίσης ανάλογοι αρχαϊκοί τύποι (ομοιώθη, ποίσω, φθαρτά), ανάλογη χρήση των μεσαιωνικών τύπων της αναφορικής αντωνυμίας (τα αντί που κ.λπ.), καθώς και στο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παιδική ηλικία. Η «Θυσία» είναι ελεύθερη μίμηση της ιταλικής τραγωδίας “Isach” του Groto. Ο Αβραάμ «απαγορεύεται» να εξερευνήσει τη διαταγή του Θεού. Υποχρεούται να υπακούσει χωρίς δεύτερη συζήτηση και στην υπακοή αυτή αντιπαρατίθεται διαδοχικά ο βαθύς πατρικός πόνος, ο σπαραγμός της μάνας, η δοκιμασία της λογικής και ο θρήνος του παιδιού. Συγκρούονται δηλαδή η τυφλή υπακοή στην υπερφυσική εντολή και η χάρη και η αθωότητα της παιδικής ηλικίας.



Στον «Ερωτόκριτο», ο γιος ενός συμβούλου του βασιλιά της Αθήνας ο Ρωτόκριτος ερωτεύεται τη βασιλοπούλα Αρετούσα, η οποία επίσης τον αγαπά. Ο πατέρας του Ερωτόκριτου αποτολμά να ζητήσει για το γιο του, την πριγκίπισσα από το βασιλιά Ηράκλη. Ως απάντηση, ο νέος καταδικάζεται σε εξορία. Η Αρετούσα αρνείται πρόταση γάμου από το γιο του ρήγα του Βυζαντίου και γι΄ αυτό φυλακίζεται. Αργότερα στην επικράτεια της Αθήνας εισβάλλουν οι Βλάχοι. Παρουσιάζεται τότε ένας άγνωστος μαύρος πολεμιστής, που είναι ο μαγικά μεταμορφωμένος Ερωτόκριτος. Ο απροσδόκητος σύμμαχος ανακουφίζει τα διαλυμένα στρατεύματα των Αθηναίων και σκοτώνει σε μονομαχία τον Άριστο, εκλεκτό πολεμιστή των αντιπάλων. Τελικά ο Ρωτόκριτος παντρεύεται την Αρετούσα αφού πρώτα αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Ο Κορνάρος επηρεάζεται σ’ αυτό το έργο από το πεζό «Πάρις και Βιέννα» και από το επικό ποίημα “Orlando Furioso” του Ariosto(1532). Χαρακτηρίζεται από το αναγεννησιακό αίτημα για μεγαλύτερη ελευθερία στην ερωτική ζωή και για υπέρβαση των διαφορών στα φύλα και στις τάξεις, αν και ο ισχυρογνώμων βασιλιάς Ηράκλης, λειτουργεί ως θετικό στοιχείο στο ποίημα και όχι ως αντικείμενο καταγγελίας. Η καταδίκη της εξουσίας είναι εδώ λιγότερο έντονη απ’ ό,τι είναι στην «Ερωφίλη».



Στις αρχές του 17ου αι. ανήκει άλλο ένα αξιόλογο έργο, άγνωστου ποιητή, η «Βοσκοπούλα». Ένας βοσκός συναντά μια πολύ όμορφη βοσκοπούλα, στο βουνό. Περνούν ευτυχισμένες μέρες στο σπήλιο της βοσκοπούλας. Πριν γυρίσει ο πατέρας της, ο νέος φεύγει με την υπόσχεση να γυρίσει σ’ ένα μήνα. Μια σοβαρή ασθένεια όμως τον εμποδίζει να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του. Η νέα πεθαίνει από τη λύπη της γιατί νομίζει ότι την απαρνήθηκε. Όταν τελικά αισθάνεται καλύτερα, ο νέος γυρίζει στη σπηλιά, όπου συναντά το μαυροφορεμένο πατέρα της νέας, που του αναγγέλλει το θλιβερό γεγονός. Η τραγωδία ολοκληρώνεται με το θρήνο του βοσκού πάνω από τον τάφο της αγαπημένης του. Εδώ το συμβατικό ποιμενικό στοιχείο των ιταλικών ειδυλλίων της εποχής εξουδετερώνεται από το κρητικό ιδίωμα αλλά και από την πραγματική ποιμενική ζωή των βουνών της Κρήτης. Το ποίημα τυπώθηκε με έξοδα κάποιου Δρυμητινού Αποκορωνίτη, ο οποίος όμως δεν μας πληροφορεί για το δημιουργό του. Από τις αρχές του 17ου αι., η κρητική λογοτεχνία αρχίζει να λειτουργεί στις λαϊκές τάξεις ως ανώνυμη και απρόσωπη δημιουργία. Στα χειρόγραφα με τα οποία κυκλοφορούσαν τα έργα, αντιγραφόμενα είτε από γραφείς είτε επί παραγγελία είτε και από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, τα ονόματα των συγγραφέων παραλείπονται.



Από αστική οικογένεια του Ρεθύμνου ήταν ο ποιητής Ιωάννης Ανδρέας Τρώιλος, που έγραψε την τραγωδία «Βασιλεύς Ροδολίνος». Πρότυπο του «Ροδολίνου» είναι το έργο «Il Re Torrismondo» του Torquato Tasso. Στην υπόθεση του έργου, ο βασιλιάς της Περσίας Τρωσίλος ερωτεύεται την κόρη του βασιλιά της Καρχηδόνας Αρετούσα. Ο πατέρας της αρνείται την πρόταση και ο Τρωσίλος αναθέτει στο φίλο του Ροδολίνο, βασιλιά της Αιγύπτου, να τη ζητήσει με σκοπό τελικά να την οδηγήσει στην Περσία για να την παντρευτεί ο ίδιος. Ο Ροδολίνος παίρνει την Αρετούσα από την Καρχηδόνα με έγκριση του πατέρα της, αλλά στο δρόμο προς την Αίγυπτο οι δύο νέοι ερωτεύονται και τελικά η Αρετούσα αρνείται να εγκαταλέιψει το Ροδολίνο για χάρη του Τρωσίλου και αυτοκτονεί. Στη συνέχεια αυτοκτονούν και ο Ροδολίνος και ο Τρωσίλος. Τα χορικά εκφράζουν την απαισιοδοξία και την ψυχική διάθεση των χρόνων της Αντιμεταρρύθμισης, υπογραμμίζοντας τον παροδικό χαρακτήρα και τη ματαιότητα του πλούτου, της εξουσίας και της ζωής γενικά.
Στα τελευταία χρόνια της ειρήνης πιστεύεται ότι γράφτηκαν και ο «Ζήνων», αγνώστου ποιητή και το μακροσκελές ποίημα «Παλαιά και Νέα Διαθήκη». Το 1655, στη διάρκεια του αποκλεισμού του Ηρακλείου από τους Τούρκους, γράφτηκε η κωμωδία «Φορτουνάτος» του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου. Ο Μάρκος Αντώνιος είχε πολλές φορές εκλεγεί πρόεδρος του Συμβουλίου των Φεουδαρχών της Κρήτης. Είχε κτήματα στο Καινούργιο Χωριό Πεδιάδας, όπου βρέθηκαν ερείπια πύργου με επιγραφή που μνημονεύει τον «Ανδρέα Φόσκολο», πατέρα του Μάρκου-Αντώνιου. Στη διαθήκη του δίδει εντολή όταν ελευθερωθεί η Κρήτη από τους Τούρκους να μεταφερθεί το σώμα του από το μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου του Χάνδακα, όπου θα είναι αποτεθειμένο, στο Καινούργιο Χωριό. Στον κύκλο του ανήκαν ο γνωστός λόγιος μοναχός Παντόγαλος και ο ποιητής Πάντιμος (έγραψε την τραγωδία “Amorosa Fede”). Στο «Φορτουνάτο» πειρατές κλέβουν το παιδί του Κεφαλλονίτη γιατρού Λούρα. Ένα πλοίο Ιωαννιτών ιπποτών κυριεύει το κουρσάρικο καράβι και το πουλά σ’ ένα έμπορο από το Κάστρο, τον μισέρ Γιαννούτσο, που βρίσκει στο σκάφος το εγκαταλελειμμένο παιδί και το υιοθετεί, ονομάζοντάς το Φορτουνάτο. Έπειτα από χρόνια έρχεται ο Λούρος να εγκατασταθεί στο Κάστρο. Ο Φορτουνάτος έχει μεγαλώσει και συνδέεται αισθηματικά με μια νέα την Πετρονέλα που την ερωτεύεται και ο γερο-Λούρας. Από διήγηση του Γιαννούτσου για το καράβι και το χαμένο παιδί ο Λούρας διαπιστώνει ότι ο Φορτουνάτος είναι γιος του. Έτσι παντρεύει την Πετρονέλα με το Φορτουνάτο και το έργο τελειώνει σε γενική χαρά. Από το έργο δεν λείπουν οι γνωστοί τύποι, ο δάσκαλος, ο καυχησιάρης στρατιωτικός (που απειλεί να εξολοθρεύσει τους Τούρκους που έχουν στρατοπεδεύσει έξω από το Χάνδακα), οι λαίμαργοι δούλοι και οι ζωηρές υπηρέτριες. Το έργο είναι ανώτερο από τον «Κατζούρμπο» του Χορτάτση, με λιγότερα πρόσωπα και νευρώδη γλώσσα.



Στο 17ο αι. ανήκει και η κρητική κωμωδία « η λησμονημένη μνηστή» που αναφέρεται και ως «Φιορεντίνος και Ντολτσέτα» που βασίζεται σε γνωστό παραμύθι. Ο σουλτάνος του Καΐρου είναι άρρωστος και η μόνη θεραπεία του είναι να τον αλείψουν με το αίμα ενός πρίγκιπα. Οι κουρσάροι του αρπάζουν τον πρίγκιπα Φιορεντίνο και τον κλείνουν σ’ ένα πύργο. Η κόρη του σουλτάνου τον ερωτεύεται και τον βοηθά να αποδράσει. Ο σουλτάνος θυμωμένος καταριέται το Φιορεντίνο να ξεχάσει τη Ντολτσέτα όταν τον φιλήσει η μάνα του και να την ξαναθυμηθεί όταν τον χαστουκίσει. Όταν ο πρίγκιπας επιστρέφει στο παλάτι, τον παίρνει ο ύπνος και η μάνα του τον φιλά με αποτέλεσμα όταν ξυπνά να μη θυμάται πλέον τη Ντολτσέτα. Ξέγνοιαστος, πάει στο κυνήγι με δυο φίλους του όπου συναντούν τη Ντολτσέτα και προσπαθούν να την αποπλανήσουν προσφέροντάς της χρήματα. Αυτή παίρνει τα χρήματα αλλά δεν ενδίδει. Την καταγγέλλουν τότε στο βασιλιά απαιτώντας τα χρήματα πίσω. Εκεί η Ντολτσέτα αποκαλύπτει όλη την ιστορία και την κατάρα του πατέρα της. Η μάνα χαστουκίζει το Φιορεντίνο, αυτός ξαναθυμάται και όλα τελειώνουν καλά.
Στη λαϊκή σάτιρα ανήκει και ένα ανώνυμο ποίημα με τον τίτλο «Θρήνος του Φαλλίδου», δηλαδή του χρεοκοπημένου. Δίνει μια ζωηρή εικόνα της εύθυμης νεολαίας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Τα ανδρικά είδη ενδυμασίας, τα πλούσια υφάσματα, τα γενοβέζικα καπέλα, τα αρώματα, τα κρασιά, τα ιταλικά φαγητά, τα μουσικά όργανα, ζωντανεύουν σε αυτό το ποίημα που έχει και διδακτικό σκοπό, να δείξει που καταντά ο άμυαλος νέος.



Οι Τούρκοι αποβιβάζονται στο νησί το 1645. ο Χάνδακας μετά από ηρωική αντίσταση συνθηκολογεί το 1669 οπότε και τελειώνει η γαλήνια και ξέγνοιαστη ζωή. Έτσι και η λογοτεχνία εισέρχεται σε ρεαλιστικότερη αντιμετώπιση της φοβερής πλέον πραγματικότητας. Οι τούρκοι εμφανίζονται στις αρχές του 17ου αι. στην Κρητική λογοτεχνία μέχρι που καταλαμβάνουν κυρίαρχη θέση στη «Διήγησις δια στίχων του δεινού Κρητικού Πολέμου» του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή. Ο Τζάνες ήταν από το Ρέθυμνο και είχε δυο αδερφούς τον Εμμανουήλ και τον Κωνσταντίνο. Ο Μαρίνος ζούσε στο Ρέθυμνο μέχρι το 1646, οπότε το κατέλαβαν οι Τούρκοι. Πήγε πρόσφυγας στο Κάστρο και αργότερα στα Επτάνησα, στην Κέρκυρα, μέχρι που κατέληξε στην Βενετία όπου και πέθανε. Άρχισε να γράφει τον «Κρητικό Πόλεμο» το 1669 στο Κάστρο, τη χρονιά δηλαδή που το Κάστρο έπεσε στους Τούρκους. Πηγές του Τζάνε ήταν οι προσωπικές του εμπειρίες και οι μαρτυρίες των προσφύγων που κατέφταναν στο Κάστρο από κάθε γωνιά της τουρκοκρατούμενης Κρήτης. Σε ορισμένα σημεία διακρίνονται επιρροές από ανάλογο έργο του Κεφαλλονίτη Άνθιμου Διακρούση(1667). Μέσα στο έργο του Τζάνε είναι ολοφάνερη η αγάπη που τρέφει στην πατρική του πόλη, το Ρέθυμνο. Εξαίρεται η ανεπιφύλακτη και ανιδιοτελής συμμαχία μεταξύ των ενετοκρητικών και του ελληνορθόδοξου αστικού στοιχείου κατά των εισβολέων. Ο Τζάνες οδεύοντας από Ρέθυμνο προς Ηράκλειο είχε συνειδητοποιήσει από κοντά τη στάση των χωρικών, οι οποίοι είχαν δει τον πόλεμο εντελώς ταξικά, αδιαφορούσαν για το ποιος τους «καταδυναστεύει» και δεν πολέμησαν εναντίον των Τούρκων. Ο Τζάνες γράφει χρησιμοποιώντας κρητικούς ιδιωματισμούς αλλά δεν έχει την επιμέλεια ενός Χορτάτση ή ενός Κορνάρου. Εξάλλου οι επιρροές και οι κοινωνικές συνθήκες στο περιβάλλον του Τζάνε είναι εντελώς διαφορετικές. Ο Τζάνες περιγράφει γεγονότα που έζησε ο ίδιος ή του περιέγραψαν αυτόπτες μάρτυρες και όχι γεγονότα της φαντασίας του γι’ αυτό κάποτε θυμίζει την καθημερινή συνομιλία ή τον ψίθυρο με τον οποίο διαδίδεται μια θλιβερή είδηση. Μερικές φορές μάλιστα θυμίζει πρόχειρες σημειώσεις πολεμικού ημερολογίου με στρατιωτικούς όρους. Συχνά δίνονται αριστουργηματικές εικόνες από στρατόπεδα, μάχες, βομβαρδισμούς, ανατινάξεις, ναυμαχίες, τρικυμίες και ναυάγια. Εξίσου καλά περιγράφεται η τύχη των αμάχων, η ταλαιπωρία και οι κίνδυνοι των προσφύγων στο νησί Δία, όπου πρωτομεταφέρθηκαν, το πολυήμερο ταξίδι στα Επτάνησα και η νοσταλγία της παλιάς ειρηνικής ζωής των παραθεριστών στα κτήματά τους και στα χωριά της Κρήτης. Ο Ν.Β. Τωμαδάκης παρατηρεί ότι το έργο χαρακτηρίζεται από μεγάλη διαύγεια, περιγραφική συγκίνηση, θέληση για αποπεράτωση και επική πνοή. Ο Γιώργος Σεφέρης αποκαλεί τον Τζάνε «μια από τις πιο αξιαγάπητες φυσιογνωμίες της Κρήτης της εποχής εκείνης».
Το 1684 τυπώθηκε ένα άλλο αξιόλογο έργο του Μπουνιαλή με τίτλο «Ψυχωφελής κατάνυξις». Στην Κρήτη κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Φυλλάδα της ψυχής». Το έργο αρχίζει με την επίκληση ενός νεκρού προς την ψυχή του, που την καλεί να ενωθούν ξανά, για να δουν την ευφρόσυνη πληρότητα της ύπαρξης, σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Χριστιανισμού. Πρόκειται για μια συνειδητή συνέχεια της πένθιμης μεσαιωνικής λογοτεχνίας, στην αναβίωση της οποίας συντελεί η βαθιά απογοήτευση από την υποδούλωση και καταστροφή της Κρήτης.



Την καταστροφή της Κρήτης θρήνησε και ο λόγιος Κρητικός πατριάρχης Αλεξανδρείας Γεράσιμος Β’ ο Παλλαδάς, που πέθανε το 1714. Έγραψε διακόσιους περίπου στίχους σε απλή γλώσσα με αρκετά κρητικά ιδιωματικά στοιχεία, το «Θρήνο της Κρήτης».
Τα έργα της κρητικής λογοτεχνίας αποτέλεσαν την πνευματική τροφή του ελληνικού λαού για πάρα πολλά χρόνια. Η «Ερωφίλη» παίζονταν σε λαϊκές παραστάσεις ενώ στην Αθήνα οι στήλες του Ολυμπίου Διός ονομάστηκαν «παλάτι του Ηράκλη» και μια σπηλιά εκεί κοντά «φυλακή της Αρετούσας». Στην Κρήτη τα ονόματα της Αρετούσας, του Ρωτόκριτου, του Πολύδωρου και του Χαρίδημου έγιναν βαπτιστικά.



Συγχρόνως με την παράδοση στους Τούρκους του Χάνδακα, το 1669, αρχίζει να αναπτύσσεται στην Κωνσταντινούπολη, η τάξη των Φαναριωτών. Με την αρχαϊστική τους παράδοση, κληρονομημένη από το Βυζάντιο, παίρνουν τα σκήπτρα της παιδείας, με κατεύθυνση όμως τελείως διαφορετικής του κρητικού πολιτισμού. Στον κύκλο τους η κρητική γλώσσα και λογοτεχνία περιφρονούνται. Η μεγάλη δύναμη που απέκτησαν οι Φαναριώτες μέσα στον τουρκικό διοικητικό μηχανισμό, η ανάπτυξη αστικών κέντρων στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (επηρεασμένες όλο και περισσότερο από το γαλλικό διαφωτισμό) και η ίδρυση σχολείων από τις αρχές του 19ου αι., περιόρισαν τη διάδοση των κρητικών έργων, εκτός βέβαια της Κρήτης και των Επτανήσων, όπου η επίδρασή τους εξακολούθησε να υφίσταται για μεγαλύτερο διάστημα, με ακραία περίπτωση τον Διονύσιο Σολωμό, συνειδητό συνεχιστή από μία άποψη του Κορνάρου. Η καθιέρωση της καθαρεύουσας μετά την Επανάσταση, στις εφημερίδες, στις μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων, ως επίσημης γλώσσας του κράτους και η διαμόρφωση νέων λογοτεχνικών τάσεων, συντέλεσαν στην ακόμα μεγαλύτερη λήθη της κρητικής ποίησης, που θεωρούνταν πλέον «λαϊκή». Ο λαός τη διάβαζε ακόμη στην Κρήτη, αλλά χωρίς επίγνωση. Από τα τέλη του 19ου αι. αρχίζει και πάλι, η κρητική λογοτεχνία, να κερδίζει τη συμπάθεια και την προσοχή, λίγων μορφωμένων. Μέσα από ποικίλες παρανοήσεις και δυσκολίες εδραιώνεται σιγά σιγά η σωστή φιλολογική μέθοδος για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της, την αποκατάσταση και τη γραμματολογική τοποθέτησή της. Αυτή τη φορά η κρητική λογοτεχνία καταξιώνεται όχι μόνο ως τοπική και νεοελληνική, αλλά ως μια από τις σημαντικότερες δημιουργίες της Αναγέννησης σε ευρωπαϊκή κλίμακα.