Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

"Η Λάσπη", Χρήστος Αρμάντο Γκέζος




 γράφει και επιμελείται η  Βιβή Γεωργαντοπούλου

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com





Κλείνω συγκινημένη το καλαίσθητο και φροντισμένο βιβλίο των εκδόσεων Μελάνι με τίτλο «Η Λάσπη» και σκέφτομαι ότι ο συγγραφέας του, ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, για τον οποίο διαβάζω λίγα λόγια στο εσώφυλλο όταν το έγραψε ήταν μόλις 26 χρόνων, μοναχά 26,26 χρόνων,αιφνιδιάζομαι ευχάριστα,τόσο νέος και ήδη ξεχωριστός. Ενθουσιάζομαι και απ΄αυτό.
Ο Γκέζος είχε κάνει αίσθηση με την καλημέρα που είπε ή μάλλον έγραψε, με  μια ποιητική συλλογή για την οποία ειπώθηκαν από τους σωστούς ανθρώπους στις σωστές στιγμές, στις σωστές φάσεις και στους σωστούς τόπους τα καλύτερα  -τα άφτιαχτα εκείνα,τα αληθινά και τα από καρδιάς ειπωμένα- και να που τώρα έφτιαξε, έπλασε κυριολεκτικά σαν εικαστικός και όχι γραφιάς αυτήν την  υπέροχη, παραληρηματική νουβέλα, με τις λίγες σχετικά σελίδες που δεν μπαίνουν, δεν χωράνε,δραπετεύουν εύκολα και αμέσως από το ανατομικό φιλολογικό τραπέζι γιατί είναι κάτι άλλο, πολύ περισσότερο από ένα ακόμη ελπιδοφόρο κείμενο, είναι από αυτά τα λιγοστά,τα ανέλπιστα, είναι κόσμοι ολόκληροι λέξεων που ενώνονται και σε βρίσκουν απροετοίμαστο, δυσκολεύεσαι να πιστέψεις αμέσως ότι έγιναν λογοτεχνία αυτής της κλάσης από έναν νεαρό άνθρωπο-γιατί ποιες είναι,λες, οι εμπειρίες του πια, πού τα ξέρει όλα αυτά,πότε τα έζησε. Μα φυσικά πολλά θα τα έζησε,ναι, το καταλαβαίνεις αυτό, άλλα θα του τα αφηγήθηκαν και προφανώς ήταν η ψυχή του ανοιχτή και κατάλαβε τον πόνο των ανθρώπων και κουβάλησε με σεβασμό τα φορτία τους μα και πάλι,πως στο καλό,τι τον πυροδότησε πέρα από το ολοφάνερο ταλέντο να τα καταγράψει με τόση αγάπη, πίκρα, θυμό, οργή, αμεσότητα και να τα μοιραστεί με σεμνότητα, νομίζω, μαζί και τέλεια γνώση της γλώσσας και του ιερού της μυστηρίου;
Λάτρεψα την νουβέλα του Γκέζου και δεν με ενδιέφεραν οι τεχνικές -αν έχει, μπορεί να έχει,εγώ αυτήν την φορά δεν ασχολήθηκα- μικροατέλειές της. Μιλούσα με γνωστό μου, άνθρωπο με κοφτερό μάτι, αυστηρό κριτή και πολύ φειδωλό στους επαίνους του ειδικά για την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και μου έλεγε ότι στο δεύτερο μέρος της "Λάσπης" ο συγγραφέας σαν να  πλατιάζει κάπως βάζοντας τον ήρωά του να εστιάζει υπέρ του δέοντος στην συνάντηση με την πρώην κοπέλα του. Έτσι του φάνηκε και επιπλέον, μού είπε, δεν έβγαινε σαφής άκρη τι έγινε με τον πατέρα τού ήρωα, έγινε ή δεν έγινε το τρομερό που αφήνει ο Γκέζος να εννοηθεί και κάμποσα ακόμα και κοντολογίς αναρωτιόταν για ψιλολολόγια  ο φίλος μου λέγοντας όμως όλη την ώρα είναι αναμφίβολα μεγάλο ταλέντο.
Κι αν αναρωτιέστε τι έκανα εγώ, θα σας πω:υπονόμευα αθελά μου, δίχως να το΄χω σκοπό την συζήτηση με σφήνες τύπου ποιος νοιάστηκε για την τεχνική αρτιότητα όταν επείγει να διαβάζουμε με ανοιχτό μυαλό τα ουσιαστικά κι ανθρώπινα ενός κειμένου και να παίρνουμε από τα πολύτιμα εντός του και τι θες κι εσύ πια όταν η «Λάσπη»ανήκει σίγουρα στην κατηγορία αυτή, τι καθόμαστε τώρα και ψάχνουμε σαν γεροντοκόρες να γκρινιάξουμεΑς διαβάζουμε και με τα μάτια της ψυχής μας καμιά φορά!
Κλέβω -γιατί βαριέμαι αφόρητα να σκαρώσω μια - την περίληψη από την βάση της βιβλιονέτ, που τα λέει όλα όσα χρειάζεται και μαζί  δεν λέει τίποτα, δεν μπορεί να πει  γιατί μόνον αν διαβάσει κανείς την νουβέλα του Γκέζου θα καταλάβει, θα νιώσει:
Ο 28χρονος Αλέξανδρος, ή Σάντο, επιστρέφει στην Αθήνα έπειτα από έναν χρόνο στο εξωτερικό αποφασισμένος να αυτοκτονήσει. Καθώς προσπαθεί να υλοποιήσει τις τελευταίες λεπτομέρειες του σχεδίου του, περιπλανάται στους δρόμους της πόλης παρα-παίοντας αδιάκοπα ανάμεσα στο παρελθόν και το αποπνικτικό παρόν, αναμετράται με τις προσωπικές του αδυναμίες και το σκληρό ανθρωπογενές περιβάλλον, παλεύοντας με τους ασθματικούς του μονόλογους να ορίσει τη θέση του στον κόσμο.
Καθώς δε παραμένω,και με βολεύει αυτό,στην φάση του with a little help from my friends, παίρνω κι από το εργαστήρι του συγγραφέα στο περιοδικό Fractal  το κομμάτι στο οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας μιλά, προσέξτε πώς και τι λέει,για το βιβλίο του/μας (η χρήση τής ξεχασμένης, καθέτου φυσικά από εκείνον ξεσηκωμένη ):
Ο Άμος Οζ λέει κάπου στην Ιστορία Αγάπης και Σκότους ότι για να γραφτεί ένα μυθιστόρημα 80.000 λέξεων πρέπει σταδιακά να πάρεις 1.000.000 αποφάσεις. Η Λάσπη αποτελείται από περίπου 50.000 λέξεις, όμως οι αποφάσεις που χρειάστηκε να ληφθούν κατά τη συγγραφή της δεν ήταν και πολύ λιγότερες. Στην αρχή τα βασικά: ο σκελετός, η οπτική, τα πρόσωπα.Τα σημαντικότερα όμως στη συνέχεια: η μορφή των διαλόγων στο παροντικό επίπεδο αφήγησης, χωρίς παύλες και με τη διχαστική παρείσφρηση του εσωτερικού λόγου του Σάντο, στο παρελθοντικό επίπεδο η ενσωμάτωσή τους στον μονόλογο, η πυρετική γλώσσα και το λαχάνιασμα, η χρήση καθέτων σε ορισμένες λέξεις παραπλήσιου ή και ίδιου νοήματος, όλα προέκυψαν αυθόρμητα καθώς γραφόταν το βιβλίο και ήταν επιλογές που γεννήθηκαν από το πνεύμα και την ουσία του σχηματιζόμενου ήρωα, τον οποίο με τη σειρά τους είχαν σκοπό να οικοδομήσουν και να θρέψουν.
Τα πρώτα προσχέδια, κάποιες προχειρογραμμένες προτάσεις με άτσαλα γράμματα, μουντζαλιές και ασύμμετρα βελάκια, έγιναν κατά τη διάρκεια ενός κύκλου σεμιναρίων εργασιακής επιμόρφωσης. Αυτή είναι και μια από τις ελάχιστες φορές που έχω χρησιμοποιήσει χαρτί μέχρι τώρα για οτιδήποτε έχει να κάνει με τη συγγραφική μου δραστηριότητα: γράφω πάντα στον υπολογιστή και σημειώσεις ή σπινθήρες ποιημάτων τα κρατώ στο κινητό, καταφεύγοντας στο χαρτί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις για προσωρινές καταγραφές.
Η συγγραφή της Λάσπης όμως ήταν για μένα ξεχωριστή κυρίως στη διάσταση του χρόνου: συνήθως, δεν μπορώ να σταθώ μπροστά από το λευκό ηλεκτρονικό χαρτί του υπολογιστή για πάνω από μια-δυο ώρες, κι ακόμα και μέσα σε αυτό το διάστημα μπορεί στο τέλος να έχω καταφέρει να γράψω μόνο μερικές δεκάδες λέξεις. Στην πεζογραφία, όπως και στην ποίηση, η αναζήτηση της μίας και μοναδικής λέξης, της κατάλληλης λέξης, θυμίζει πολλές φορές τη μεταφυσική αναζήτηση του άλλου μισού στα παραμύθια· η λάθος λέξη, ή ακόμα και η σωστή λέξη λάθος τοποθετημένη, μπορεί να είναι το ένα επιπλέον απειροστό μικρογραμμάριο που επικάθεται σε μια λεπτή κατασκευή με αποτέλεσμα την παταγώδη της κατάρρευση. Για μια και μόνο λέξη, ή για ένα μικρό σύνολο με κέντρο αυτήν τη λέξη, μπορεί να χρειαστούν ώρες ανάγνωσης της πρότασης, ρυθμικών δοκιμών και νοηματικών πειραμάτων.Γι’ αυτόν κυρίως τον λόγο, όταν γράφω διηγήματα ή ποιήματα εξουθενώνομαι πολύ γρήγορα και αφήνω στην άκρη το κείμενο ή κάνω πολύ συχνά διαλείμματα. Στη Λάσπη όμως έφτασα κάποιες φορές να γράφω 7-8 ώρες τη μέρα. Άλλες μέρες γέμιζα δυο σελίδες, άλλες μερικές γραμμές. Η πρώτη γραφή μου πήρε περίπου 8 μήνες και η μετέπειτα ολοκλήρωσή της στη μορφή που εκδόθηκε ήταν λυτρωτική για μένα αλλά πλέον, για να επανέλθω στους κανονικούς μου συγγραφικούς ρυθμούς, τους τελευταίους μήνες γράφω πολύ αραιά, κυρίως ποιήματα.Ο τίτλος εμφανίστηκε ως έκλαμψη, πιθανώς πυροδοτημένη από υποσυνείδητες σκέψεις και συνδέσεις, όταν το βιβλίο είχε πάρει σε μεγάλο βαθμό την τελική του μορφή. Πρώτα τον υιοθέτησα και μετά τον ερμήνευσα: είναι η λάσπη που εκτοξεύεται προς όλες τις κατευθύνσεις, εντός και εκτός σαρκίου,για να μεταθέσει ή να δημιουργήσει ευθύνες· η λάσπη στην οποία κυλιέται ο πρωταγωνιστής και την οποία βλέπει να καλύπτει τους ανθρώπους και τα κτήρια γύρω του, φτάνοντας μέχρι τα σωθικά του με τη μορφή της αλεσμένης τροφής που δεν μπορεί να την κάνει κτήμα του και την αποβάλλει θεαματικά· η λάσπη του χρόνου στην οποία επιπλέουν όλες οι γλωσσικές εκφορές του ανακατεμένες, μέσω των οποίων αποκλειστικά δομείται.


Η "Λάσπη"του Γκέζου είναι, και κλείνω μ΄αυτό,ένα από εκείνα τα βιβλία που ένιωσα ότι ανήκουν σε μένα και σένα, ανώνυμε αναγνώστη, εμένα κι εσένα  που επιμένουμε να διαβάζουμε χωρίς να δίνουμε σημασία στις σειρήνες του εκδοτικού μας matrix, που καλά κρατεί τάζοντας λαγούς με πετραχείλια όμως παράγει μετριότητες που θα ξεχαστούν πριν καλά καλά περάσει λίγος καιρός από την κυκλοφορία τους.Η "Λάσπη" όμως θα παραμείνει κι όσο περνάει αυτός ο κακός και μισάνθρωπος καιρός θα αγγίζει ολοένα και περισσότερο και πιο πολλούς αναγνώστες . Είμαι δε βέβαιη ότι ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος θα έχει σπουδαία συνέχεια και το στερεότυπο το περί του ιδαιτέρως νεαρού της ηλικίας του που μας κίνησε κι αυτό το ενδιαφέρον θα πάψει να μας εντυπωσιάζει διότι το ταλέντο, για να πούμε τα σύκα σύκα και την σκάφη σκάφη δεν έχει ηλικία. Ή υπάρχει και το καλλιεργείς ή χαιρέτα μας τον πλάτανο. 


/Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος γεννήθηκε το 1988 στη Χιμάρα και είναι απόφοιτος της Σχολής Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών του Ε.Μ.Π. Η πρώτη του ποιητική συλλογή «Ανεκπλήρωτοι Φόβοι» (Πολύτροπον, 2012) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα.



 Το διήγημά του Χρήστου Αρμάντου Γκέζου  "Καρδιές για φάγωμα" θα γυριστεί σε ταινία μικρού μήκους, σε σενάριο και σκηνοθεσία Ειρήνης Κούτουλα (Renee Koutoula). Ανυπομονούμε!

Περιοδικό Πάλι πενήντα χρόνια μετά



1964: η αστική διανόηση εμπεδώνει κοινωνικά και καθεστωτικά μερικές από τις δυνατότητες του μοντερνισμού, με φιλολογικό σημείο αναφοράς της το περιοδικό Εποχές. Η αριστερή διανόηση επιχειρεί να καλύψει το χαμένο έδαφος, αναδεχόμενη τις μοντερνιστικές κατακτήσεις και δοκιμάζοντας να αρθρώσει τον δικό της λόγο μέσα από την Επιθεώρηση Τέχνης.
Μια ανήσυχη παρέα της εποχής εκδίδει το περιοδικό Πάλι, που θα επιχειρήσει να διευρύνει τη συζήτηση αλλά και να υποδεχθεί τα νέα ρεύματα που ήδη έχουν αρχίσει να ανθίζουν. Μια πρωτοποριακή προσπάθεια.
Τώρα, ένας φόρος τιμής, αλλά και μια αφορμή για σκέψεις - όχι και τόσο ευχάριστες σκέψεις για το λογοτεχνικό μας παρόν...
Κ.Β.

Μικρό ιστορικό του ΠΑΛΙ

Το ΠΑΛΙ εκδόθηκε στα χρόνια της κρίσιμης και νευραλγικής τετραετίας που προηγήθηκε στην τραγική επταετία. Στο διάστημα αυτό ήταν φανερό ότι πηγαίναμε για κάτι δυσάρεστο. Το πολιτικό κλίμα και το πνευματικό δε διαφέρανε τόσο ριζικά. Οι προκλήσεις, οι παρεξηγήσεις, οι φανατισμοί, το εκδικητικό πνεύμα, η έλλειψη συνεργασίας, ο εγωισμός, και ο διάλογος των κουφών, κυριαρχούσαν στο πνευματικό επίπεδο και στο πολιτικό. Του πολιτικού τα δράματα είναι πασίγνωστα. Πολύ λιγότερο γνωστά είναι τα επεισόδια ανάμεσα στους συγγραφείς και στις διάφορες τάσεις. Με κάποια μελαγχολία ξανασυλλογίζουμαι τα διαδραματισθέντα...
Από καιρό, αφότου είχα επιστρέψει στην Ελλάδα το 1960 απ' τη Γαλλία, ήθελα να βγάλω ένα περιοδικό που να δικαίωνε το ρόλο του υπερρεαλισμού και άλλων πρωτοποριακών κινημάτων στην πνευματική ζωή της Ελλάδας. Έβρισκα όμως ανάμεσα στους φίλους μου ένα τείχος δισταγμών και άρνησης. Όλοι φοβόντουσαν και αυτό που φοβόντουσαν θαρρώ περισσότερο από οτιδήποτε ήταν τον εαυτό τους, ή τους άλλους. Ποιοι ήταν αυτοί οι μυθικοί άλλοι; Όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων δεν ήτανε "κανένας"... Ήταν ένα πνεύμα εποχής, όπως οι συνωμότες στο στρατό και στα παρασκήνια της πολιτικής. Κάτι εντελώς αόριστο και γιαυτό πολύ δύσκολο να κατανικηθεί. Έτσι πέρασαν δυο χρόνια με στείρες απόπειρες και κουβέντες... Το φθινόπωρο όμως του 1962 γνώρισα μιαν ομάδα νέων ποιητών, που είχαν πολύ ζωντάνια... Ήταν τότε ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Πάνος Κουτρουμπούσης, ο Τάσος Δενέγρης, η Εύα Μυλωνά και ο Νίκος Στάγκος... Τη χρονιά αυτή, η Μαντώ Αραβαντινού είχε βγάλει πρόσφατα τη Γραφή Α', και ο Κώστας Ταχτσής είχε ξαναγυρίσει από ταξίδι στην Αμερική... Αυτά όλα ενεργήσανε σα καταλυτικά σημάδια και μου δώσανε θάρρος. Τους μάζεψα όλους και το Γιώργο Μακρή που έγραψε την εισαγωγή στο πρώτο τεύχος, και ύστερα από συχνά θυελλώδεις συζητήσεις, στα τέλη του Γενάρη 1964 βγήκε αχρονολόγητο (κατά λάθος) το "Πάλι ένα". Είχε μικρή υποδοχή. Όσοι δεν ήταν μέσα παραπονέθηκαν ή το κρίνανε αυστηρά. Άλλοι όπως ο Σεφέρης με συγχαρήκανε μ' επιφυλάξεις. Ο Σεφέρης μάλιστα μια βραδιά στο Αμερικάνικο Ινστιτούτο, μου 'πε, "καλό το 'Πάλι', πολύ καλό, μα γιατί να κάνεις τόση υπερρεαλιστική ακαδημία; γιατί είναι Ακαδημία" τόνισε, "ο υπερρεαλισμός σήμερα...". Του απάντησα πως υπήρχαν φυσικά λογής-λογής ακαδημίες κι ανάμεσα σ' αυτές εννοούσα φυσικά του μοντερνισμού γενικά κι ειδικότερα του Πάουντ και του Έλιοτ.


Η ανταλλαγή αυτή δείχνει την αιχμηρότητα των σχέσεων ανθρώπων που κανονικά έπρεπε να συνεργάζονται. Τέτοιες κατ' επέκταση ήταν και οι σχέσεις μας με το πιο προχωρημένο περιοδικό της εποχής εκείνης, τις ΕΠΟΧΕΣ. Οι "Εποχές" κάτω από την αιγίδα του Σεφέρη είχαν μια υπερσυντηρητική στάση. Από τους ποιητές φτάσανε να δημοσιεύουν τον Ελύτη αργά το Μάιο του '67 θαρρώ. Δοκιμάζοντας να κρατηθούν σε υψηλό επίπεδο φτάσαν στο άλλο άκρο: τον αποκλεισμό, των νέων ποιητών, μια συντηρητική πολιτική για την πεζογραφία. Το "Πάλι" αντίθετα θαρραλέα άνοιξε τις πόρτες του στους νέους, και στην αναζήτηση γενικά. Έφερε το κλίμα του Μπητνικισμού για πρώτη φορά στην Ελλάδα, με μεταφράσεις του Γκίνσμπεργκ, του Λαμαντία, και άλλων και ξαναεδραίωσε την προσφορά της γενιάς των πρώτων υπερρεαλιστών, με μόνη την απουσία του Ελύτη, γεγονός που σήμερα το αποδίδω μάλλον σε παρεξήγηση που ήταν μέρος του κλίματος τότε. Λάθη φυσικά γίνανε πολλά. Πολλοί ποιητές δεν πρόλαβαν να μπουν. Ιδιαίτερα λυπάμαι για την απουσία του Μιχάλη Κατσαρού, που δε θα το ξεχάσω ποτέ, μ' έπιασε μια μέρα στο Σύνταγμα και με ρώτησε έντονα αν θα λάβαινα μέρος στον αδερφοκτόνο πόλεμο που θα ξεσπούσε σε λίγο ανάμεσα στον Ετεοκλή και στον Πολυνίκη. Του απάντησα "φυσικά, δε φοβάμαι...". Δεν είναι ζήτημα θάρρους, μου είπε κοφτερά, "αλλά θράσους...". Η θρασύτητα της επταετίας δίνει ένα ιδιαίτερα ζοφερό φως στην κεραυνοβόλα αυτή προφητεία του '65-'66. Μένει η περιπέτεια της ζωής και του θανάτου του Γιώργου Μακρή, που δε δέχτηκε να υπογράψει την εισαγωγή μου, όμως υπέγραψε στο ίδιο τεύχος, τη μετάφρασή του της "ΠΕΤΡΑΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ" του Οκτάβιο Παζ. Οι καταστροφές εκείνου του καιρού ήταν σα προμηνύματα εκείνων που θα ερχόντουσαν. Η καταβύθιση του Φέρρυ Μπωτ "Ηράκλειου", με την ομηρική περιγραφή των σκηνών του ναυαγίου στις εφημερίδες, προαναγγέλλανε το γενικότερο ναυάγιο της ελληνικής κοινωνίας και την πτώση της στο φασισμό. Εγώ ο ίδιος, είχα προβλέψει τη στρατιωτική δικτατορία απ' το '59, σε συζητήσεις με φίλους που ποτέ δε συμφωνούσαν, κι ας λέει ο Δημήτρης Φωτιάδης στην "Ερατώ" ότι δεν προέβλεψα το μέλλον στο κομμάτι που αναδημοσιεύει ολόκληρο, όπου περιγράφω την Ελλάδα της εποχής αυτής. Βρίσκεται στο "Πάλι 4" σελ. 77. Δυστυχώς, σαν το Μιχάλη Κατσαρό την προέβλεψα, αλλά δεν ήθελα να το γράψω δημόσια μη τυχόν κι από γρουσουζιά συμβεί. Δε μ' αρέσει ποτέ ο ρόλος της Κασσάνδρας, κι ούτε σήμερα μ' αρέσει...
Να κι ένα μικρό επεισόδιο το '67, με το φίλο του Ώντεν, Τσέστερ Κάλμαν, λίγες εβδομάδες πριν απ' το κίνημα, που με ρώτησε τι θα συμβεί μετά τις εκλογές... του είπα δίχως δισταγμό Στρατιωτική Δικτατορία. Δεν ήξερα ούτε κι εγώ φυσικά τι έλεγα, κι ούτε έβαζα με το νου μου το κλίμα των διωγμών και βασανιστηρίων ίσαμε την τελική σφαγή του Νοέμβρη '73...
Ο Κάλμαν ξαναγύρισε την Αθήνα μετά την καφκική '21 Απριλίου, και με σταμάτησε στο δρόμο για να μου πει: ξέρεις έχεις αποκτήσει τ' όνομα προφήτη στη Βιέννη, όπου είχε πάει να επισκεφτεί τον Ώντεν. Του απάντησα κι εγώ κοφτερά: "Στη Βιέννη ναι, στην Αθήνα ποτέ...".
Έτσι το "Πάλι" από τη θετική του πλευρά κι απ' την αρνητική, μένει ένα ντοκουμέντο εποχής, που προετοιμάζει δίχως άλλο την εμφάνιση μιας νέας γενιάς ποιητών στο διάστημα της δεύτερης κατοχής, και ενός πνεύματος ανάμεσα στους πνευματικούς ανθρώπους, με τις γενναίες πράξεις των ΚΕΙΜΕΝΩΝ και της ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ '73. Ελπίζω πως αυτό το πνεύμα το θεμελιωμένο στην αυτοθυσία εκείνων που δώσανε τη ζωή τους για να 'μαστε σήμερα ελεύθεροι και άνθρωποι, θα συνεχιστεί και δε θα ξεχαστεί ποτέ, και φυσικά προσθέτω, το πνεύμα όλων αυτών που εργάστηκαν ακούραστα μέσ' την Ελλάδα, που φυλακίστηκαν, που δεν το βάλανε κάτω, κι όσων από την εξορία συντέλεσαν να φύγει το κακό, και να μείνει για πάντα μακριά από τον τόπο μας.
Ώκλαντ - Σαν Φρανσίσκο, 1975

Νώε Παρλαβάντζας "Απαγορευμένη ποίηση"


Coffee table

«Φιγούρες του Τζιακομέτι», οι Κόρες των Παναθηναίων·
λεπτές αισθήσεις, μιας αδιόρατης χορογραφίας,
που συντελείται στο Coffee Table
της Οδού Φειδίου.
Κινήσεις ανάερες·
λιτές προσφωνήσεις
μιας ξεχασμένης λογοτεχνίας
που επανέρχεται,
μέσα από το θάμβος του ημίγυμνου σώματος
της λαϊκής αριστοκρατίας!
«Της Aριμνας και της Ειρήνης»,
ως υποσχέσεις του αρχαϊκού κάλλους,
τα στεφανωμένα τους μέτωπα·
εκεί, όπου πλέκονται
οι βόστρυχες μιας ανέμελης κόμμωσης
και διαγράφονται τα τοξωτά φρύδια
και τα τρυφερά ματοτσίνορα
μιας βελούδινης όρασης.
«Ο τραγικός υμέναιος της Ευρυδίκης»
και η δόξα των ημίγυμνων ώμων τους,
ως ένδοξα αντίγραφα μιας αγγειογραφίας,
που ζωντανεύει,
μέσα από την άρπα ενός καυτού μεσημεριού,
στο κλεινόν άστυ
που υπολανθάνει
και τελετουργεί
σε μια αιώνια σιέστα
από μουσικές του Κόσμου
«Η Κλωθώ, η Λάχεσις και η Aτροπος»,
ως Κόρες των Παναθηναίων,
που υφαίνουν αδιόρατα
τα αδέσποτα της ανθρώπινης ψυχής,
τον ανεκλάλητο ερωτισμό μας
και
την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι.

Δήμητρα
«Η Θεά» είπα, «Η Θεά Δήμητρα»,...
εξακόντιζε μόνιμα
την τρυφερή υπερβολή του,
ο Μόσχοβας,
για να πλήξει καίρια, υποτίθεται
τη σεβάσμια Κόρη,
που κρατούσε ως ασπίδα της την αιδώ!
Μορφή χιμαιρική, politically correct,
βαθύσκιωτη και φωτεινή συνάμα·
τα χείλη της -αντεστραμμένες βαρκούλες-
φτιαγμένες από χρυσό κάστανο,
και λίγο πιο πάνω η χαμένη νοσταλγία της Αρτεμης
το ακριβό δάνειο των ματιών της.
Οικεία άλλοτε- «ημέρα»,
όταν ταξιδεύει στους άλλους
και ξεκουράζεται·
«αγροτέρα», όταν αφήνεται στον οίστρο
και το βελούδινο κοχύλι
της κοιλιάς της,
γίνεται τόξο της κολχίδας και μυστικό πέρασμα
στα λάγνα ενδιαιτήματα
της Ιππολύτης και της Μολπαδίας.
Αμαζονικές συγχορδίες
ακούσματα
από τη ραψωδία
του αργυρού μισοφέγγαρου
που υψώνει το κύπελλο
με την πικρή χρυσόσκονη
του Γαλαξία
και απονέμει τη Δικαιοσύνη·
ως κόρη του Μίνωα
και του Αιακού,
ως παντοτινή σύντροφος
του Ροδάμανθη
ταγμένη για πάντα στη θαλασσινή αρμονία
των Ηφαιστείων.
Της ψυχής μου, η δεύτερη χορδή·
της φαντασίας μου
ο μόνιμος διάλογος·
στο χρώμα
από σκούρο μπλε κοβάλτιο
και αργυρό υδράργυρο!

Αρχάνες
...τ' άγιο δοξάρι του,
του παντοτινού μου θρύλου
λυγμός δοξαστικός
στους λόφους της Κρήτης
κατεβαίνοντας σιωπηλός
το ισοκράτημα μόλις Δωρικό
τώρα εισέρχεται
στου Ροδάμανθη το χειμερινό ηλιοστάσιο.
Εγχορδα
Θαλασσινές νυχτωδίες,
μυρισμένοι καρποί.
λυγμοί, λυγμοί, λυγμοί
του Κρηταγενούς Διός
Αχ ψυχή μου, ξημέρωσε Ανατολή
Μ' ένα λαούτο, ένα βιολί
Ο ταμπουράς αστράφτει,
μίσχος λουλουδιού
Οι κρυσταλλικές
βασκανίες του
ήχων Καβειρικών
αποστάγματα!

Απαγορευμένη ποίηση
Ο φωτεινός ανεμοστρόβιλος
κραυγή του Ορφέα, εαρινή θα ήταν!
Το ακραίο άγγιγμα
και της ψυχής της
η επανεμφάνιση
με μουσικές αλλόκοτες!
Στο γύρισμα
της απαγορευμένης Ανοιξης
ωρίμαζαν
οι καρποί της!
Σιωπηλή,
σε ανερμάτιστους διαλόγους,
μέσα από γράμματα τελεσίδικα
και επιστολές
που δε
στάλθηκαν ποτέ!
Οι εαρινές συγχορδίες της,
σώματα ακρωτηριασμένα που χόρευαν,
μέσα από το χαμένο «Μήλον της Εριδος»,
που κρατούσε το αριστερό χέρι της Αφροδίτης!
Και ύστερα, πάλι και πάλι,
εκείνοι οι κρυσταλλικοί σπασμοί
του Αιδοίου της,
που εγκυμονούσαν
τη συμφιλίωση της Ευρυδίκης.
στο σκάμμα του πάνω κόσμου που άστραφτε,

πάνω στο σμαλεμένο σώμα της ψυχής της!

Κρίτσλεϋ: Το βιβλίο των νεκρών φιλοσόφων



Ανοίγοντας το Βιβλίο των νεκρών Φιλοσόφων, περίμενα ότι το περιεχόμενό του θα συμβάδιζε με τον –φαινομενικά μόνο– μακάβριο τίτλο που φέρει. Αντ’ αυτού διαπίστωσα ότι το βιβλίο είναι ουσιαστικά αφιερωμένο στη ζωή και τη στάση που ιδανικά πρέπει να τηρείται απέναντι στο αναπόφευκτο. Ένα γοητευτικό ανθολόγιο, όπως το ονομάζει ο ίδιος ο συγγραφέας, που αφηγείται συνοπτικά τη ζωή, τις πεποιθήσεις και τον τρόπο θανάτου 190 γνωστών, αλλά και κάποιων λιγότερο γνωστών, φιλοσόφων – αντρών και γυναικών.
Το βιβλίο είναι άριστα δομημένο· περιλαμβάνει εισαγωγή με τρία κεφάλαια και κατόπιν σκιαγραφεί χρονολογικά τον βίο επιφανών φιλοσόφων από την Ελλάδα, την Άπω Ανατολή, την Γερμανία, τα χριστιανικά χρόνια, τον Μεσαίωνα, την Αναγέννηση, τον 20ό αιώνα, αλλά και εκπροσώπων των γνωστότερων σχολών σκέψης (ορθολογιστών, εμπειριστών, υλιστών, σεντιμενταλιστών κ.ά.). Τέλος, το βιβλίο διαθέτει εκτενή πολυσέλιδη βιβλιογραφία.
Κάποιες από τις αφηγήσεις είναι μικρές, ενώ άλλες πιο εκτενείς, όταν ο συγγραφέας κρίνει ότι υπάρχει υλικό προς ανάλυση. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς, αλλά και να συγκρίνει τον βίο, τις σκέψεις και τη δράση των περίπλοκων αυτών προσωπικοτήτων που έζησαν σε διαφορετικούς τόπους και σε διαφορετικές εποχές. Οι Έλληνες εξαιρετικά εκκεντρικοί, πρωτοποριακοί, εφευρετικοί, άμεσοι, οξυδερκείς, φιλάρεσκοι, οι Ασιάτες μειλίχιοι, απόμακροι, σε μόνιμη κατάσταση «ζεν», οι Ευρωπαίοι σκληροί, λιγότερο ευέλικτοι, με περισσότερες εμμονές. Ο καθένας με τις δικές του απόψεις, τις δικές του φοβίες και τη δική του θέση απέναντι στον θάνατο. Κατά τον Κρίτσλεϋ, που βαδίζει πάνω στο αξίωμα του Κικέρωνα ότι «το να φιλοσοφείς σημαίνει να μαθαίνεις πώς να πεθαίνεις», υποστηρίζει ότι από τον τρόπο με τον οποίο πεθαίνει κανείς μπορούμε να καταλάβουμε τις ατραπούς των σκέψεών του, αλλά και τον τρόπο ζωής του. Ο Διογένης αυτοκτόνησε κρατώντας την ανάσα του, ο Βολταίρος, που αποποιούνταν την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, ζήτησε να πεθάνει ως Καθολικός, ο Ηράκλειτος πέθανε από ασφυξία, καλυμμένος από κοπριά αγελάδων, ο Εμπεδοκλής όρμησε στον κρατήρα της Αίτνας, ο Πλάτων –κατά μια εκδοχή– πέθανε μαστιζόμενος από ψείρες, ο Κομφούκιος είδε το τέλος του στον ύπνο του, ο Χάιντεγκερ πέθανε στον ύπνο του, ο Λα Μετρί δηλητηριάστηκε από πατέ τρούφας, ο Νίτσε από σύφιλη, ο Φουκό από AIDS κ.λπ.
Φαίνεται ότι οι άνθρωποι είμαστε “προγραμματισμένοι” να φοβόμαστε τον θάνατο και σύμφωνα με τον Κρίτσλεϋ οι αρχαίοι προσέφεραν έναν τρόπο διαφυγής από αυτό το κλισέ. Θεωρώ πως το βιβλίο του εμπίπτει μάλλον στην κατηγορία του δημοφιλούς φιλολογικού είδους Ars Moriendi, που πρωτοεμφανίστηκε το 1415 με το Tractatus Artis Bene Moriendi (Η τέχνη του να πεθαίνεις καλά) ενός ανώνυμου Δομηνικανού μοναχού, το οποίο δεν ήταν αμιγώς φιλοσοφικό, αλλά περισσότερο διδακτικό, προετοιμάζοντας τον αναγνώστη-πιστό για έναν χριστιανικό θάνατο. Ο Κρίτσλεϋ ενδεχομένως είναι περισσότερο προκλητικός παρά διδακτικός, αλλά πάντα με στόχο και πυξίδα την αυτο-πραγμάτωση, χρησιμοποιώντας τη ρήση του Μονταίν «Εκείνος που έχει μάθει πώς να πεθαίνει, έχει ξεμάθει (sic) πώς να είναι σκλάβος». Σκλάβος ποιού όμως; Του Μοιραίου; Του Θανάτου; Του Αναπόφευκτου; Των Ανθρώπινων Φόβων; Των Ανθρώπινων Ορίων; Η αλήθεια είναι ότι δεν γίνεται πλήρως αντιληπτό το πώς μπορούμε –ως κοινοί θνητοί– να βρούμε τη σοφία και τη σύνεση –αλλά και να την εφαρμόσουμε– μέσα από τον θάνατο των φιλοσόφων. Ο ίδιος ο Κρίτσλεϋ δηλώνει ότι υπάρχουν φιλόσοφοι των οποίων ο θάνατος δεν περιγράφεται καν μέσα στο βιβλίο, ενώ λείπουν οι τελευταίες ρήσεις πολλών από αυτούς. Επίσης, υπάρχουν περιγραφές που δεν συνδέουν εννοιολογικά τη ζωή ή τις απόψεις ενός φιλοσόφου με τον τρόπο με τον οποίο πέθανε. Ούτε μας δίνεται να καταλαβαίνουμε πώς το ένα μπορεί να εξηγεί το άλλο. Το βιβλίο όμως παρέχει αδιαμφισβήτητα τροφή για σκέψη.
Ο γλαφυρός και χιουμοριστικός τρόπος γραφής βοηθά τον αναγνώστη να απολαύσει αυτό το αφηγηματικό δοκίμιο, το οποίο κατά τα άλλα δεν προσφέρει κάποια περαιτέρω αποκρυπτογράφηση εννοιών και κανόνων. Όπως λέει και ο ίδιος ο συγγραφέας, ο αναγνώστης δεν πρόκειται να χαθεί, ούτε να χάσει συνέχειες. Μπορεί να προσπεράσει σελίδες και να τις επισκεφτεί αργότερα, κατά το δοκούν. Το βιβλίο είναι βατό για τον κοινό αναγνώστη, που δεν έχει εμβαθύνει στο γνωστικό πεδίο της φιλοσοφίας, αλλά προδίδει την ενδελεχή έρευνα και τη μελέτη του συγγραφέα, αφού παρέχει μεγάλο όγκο πληροφοριών για τη ζωή και τα πιστεύω αυτών των σπουδαίων ανθρώπων, των οποίων οι φιλοσοφίες για τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα και την εν γένει ανθρώπινη στάση και συμπεριφορά, αποτελούν πλοηγό και αρωγό της σκέψης των κοινών θνητών εδώ και αιώνες.
Διάβασα το βιβλίο στα ελληνικά, έχοντας όμως πλάι μου και την αγγλική κόπια (που είναι και πολύ καλύτερη ως έκδοση). Η μετάφραση του Γιάννη Ανδρέου είναι πολύ καλή, με ελάχιστα μελανά σημεία. Ο συγγραφέας, στην προσπάθειά του να γίνει κατανοητός στο πλατύ κοινό –στο οποίο άλλωστε και απευθύνεται–, χρησιμοποιεί συχνά εκλαϊκευμένες εκφράσεις, που για μένα προσωπικά δεν συνάδουν με το αντικείμενο και τον στόχο του βιβλίου. Το ίδιο ακριβώς κάνει και ο μεταφραστής. Μερικές φορές το κείμενο γινόταν περισσότερο λαϊκό γλωσσικά, κάτι που προσωπικά με ενόχλησε. Ελάχιστες φορές όμως ένιωσα το αγγλικό κείμενο πίσω από το ελληνικό. Καθίσταται ξεκάθαρο ότι έχει γίνει πολύ καλή έρευνα, ενώ θεωρώ και ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι ο μεταφραστής βρισκόταν σε επικοινωνία με τον συγγραφέα, με σκοπό την όσο το δυνατόν καλύτερη απόδοση των εννοιών, του ύφους και του ήθους του βιβλίου. Τέλος, ιδιαίτερα ενδιαφέρον βρήκα το σημείωμα του μεταφραστή στην αρχή του βιβλίου, μέσα στο οποίο εκφράζονται προβληματισμοί και ευνόητες ερωτήσεις που έχουν βασανίσει τους εκπροσώπους τους επαγγέλματος.
Εν κατακλείδι, θεωρώ πως το βιβλίο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και πρωτότυπο, αν και η θεματική του θανάτου ήταν –από την εποχή του Μεσαίωνα– και εξακολουθεί να είναι αρκετά δημοφιλής· όχι όμως από την οπτική, βάσει της οποίας κινείται ο Κρίτσλεϋ. Η αποδοχή του πεπερασμένου της ύπαρξης είναι ίσως το δυσκολότερο πράγμα που πρέπει να αντιμετωπίσει ένας άνθρωπος. Όμως «η αποδοχή της θνητότητας ισοδυναμεί με την αποδοχή των ορίων μας… Αν κατορθώσουμε να αποδεχτούμε τους περιορισμούς μας, τότε ενδεχομένως θα κατορθώσουμε να αποβάλουμε μερικές από τις φαντασιώσεις μας για παιδιάστικη παντοδυναμία, για εγκόσμια πλούτη και για κίβδηλη εξουσία…». Δύσκολο το έργο αυτό, αλλά κατά τον συγγραφέα εφικτό. Σίγουρα θα θέλαμε. Αλλά θα μπορούσαμε; Το βιβλίο αυτό μας δίνει ένα υποτυπώδες κίνητρο τουλάχιστον να προσπαθήσουμε.


Δημοσιεύθηκε: 11.11.2009
Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία:
Βασιλειάδου, Φ.: (Βιβλιοκρισία του:) Simon Critchley: Το βιβλίο των νεκρών φιλοσόφων (Αθήνα: Πατάκης 2009). Κριτικά2009-19, <http://www.philosophica.gr/critica/2009-19.html>.




Ε. Καψωμένος, Πολιτισμικοί κώδικες στο έργο του Παπαδιαμάντη





"100+1 χρόνια Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης" - Ζωγράφειο Λύκειο Κωνσταντινούπολης

Πατήστε εδώ:  http://www.livemedia.gr/video/20290

Κλέφτικα τραγούδια





"Πλην της αρχαίας απλότητος και λιτότητος

παρατηρούμεν και ακραιφνές νεωτερικόν πάθος
και σθένος ακαταδάμαστον εις τα δημοτικά τραγούδια,
οπού η γλώσσα είναι έμπλεως ορμής
προς απόσεισιν του ξενικού ζυγού και
αδιαλλάκτου μίσους προς τους απίστους μουσουλμάνους.
Τα κλέφτικα τραγούδια νομίζεις πως είναι χείμαρροι αφρισμένοι, 
εκρέοντες όχι από ανθρώπινα χείλη, αλλ’ από 
τους βράχους της Οίτης και του Ολύμπου".
(Κ. Mendelsohn Bartholdy)




... ΓΕΝΙΚΑ ...


20


O πλούσιος έχει τα φλωριά, έχει o φτωχός τα γλέντια.
Άλλοι παινάνε τον πασά και άλλοι το βεζίρη,
μα γώ παινάω το σπαθί το τουρκοματωμένο,
το χει καμάρι η λεβεντιά, κι' ο κλέφτης περηφάνεια.



21


Να μουν το Μάη πιστικός, τον Αύγουστο δραγάτης, 
και 'ς την καρδιά του χειμωνιού νά μουνα κρασοπούλος. 
Μα πλιό καλά ταν να μουνα αρματωλός και κλέφτης.
Αρματωλός μέσ' 'ς τα βουνά, και κλέφτης, μέσ' 'ς τους κάμπους
νά χα τα βράχια αδέρφια μου, τα δέντρα συγγενάδια, 
να με κοιμάν οι πέρδικες, να μ' εξυπνάν τ' αηδόνια, 
και 'ς την κορφή της Λιάκουρας να κάνω το σταυρό μου, 
να τρώγω τούρκικα κορμιά, σκλάβο να μη με λένε.



22


[ Αι πολεμικοί γνώσεις, τας οποίας πρέπει να έχη ο κλέφτης και οι κανόνες του βίου, τους οποίους απαραιτήτως οφείλει να τηρή, εκτίθενται ευσυνόπτως εις το προκείμενον άσμα υπό τον τύπον οδηγιών γέροντος κλέφτη προς πρωτόπειρους πολεμιστάς.Ο κλέφτης πρέπει να έχη ασφαλείς τόπους καταυλισμού, να ηξεύρη τας οδούς και τας ατραπούς των ορέων, να γινώσκη πόθεν δύναται να πορίζεται τα εφόδια αυτού, πρωτίστως δε να διάγη βίον σώφρονα και νηφάλιον, αποφεύγων τους πότους και την προς τας γυναίκας κοινωνίαν, διότι η παρέκκλισις από των όρων τούτων του βίου φέρει εις όλεθρον. Παραλλαγαί τινες του άσματος έχουσι διηγηματικόν σχήμα. Οι νέοι παρήκουσαν τας νουθεσίας του γέροντος και διέτρεξαν κίνδυνον μέγαν από του οποίου τους διέσωσεν αυτός, αποδείξας ότι ήτο υπέρτερος αυτών όχι μόνον κατά την γνώμην, αλλά και κατά την ανδρείαν. Ο δε τύπος ούτος του άσματος υποδεικνύει συνάφειαν προς ακριτικά πρότυπα. Εις ακριτικά άσματα ο Ανδρόνικος σώζει τους παραβάντας τας οδηγίας αυτού υιούς του από του Συροπούλου, και εις παραλλαγάς σημερινάς του άσματος του Αρμούρη ο Ανδρόνικος ελευθερώνει τον υπό του βασιλέως των Σαρακηνών φυλακισθέντα Κωσταντήν, ή ο πατέρας του Κωσταντή τρέξας εις την Βαβυλώνα αποφυλακίζει τον λεοντοκτόνον υιόν του.]


Σαράντα παλληκάρια από τη Λεβαδειά,
καλά κ’ αρματωμένα πάνε για κλεψιά,
πάνε για να πατήσουν το Καλό Χωριό,
πάνε και για να κάψουν χώραις και νησιά. 
Κάνα δεν έχουν πρώτο και τρανύτερο,
γυρεύουν ένα γέρο για την ορμηνειά,
επήγαν και τον βρήκαν σε βαθειά σπηλιά,
οπόλειωνε τασήμι κ’ εφτειανε κουμπιά.
"Γεια σου, χαρά σου, γέρο. -Καλό ‘ς τα παιδιά, 
καλό 'ς τα παλληκάρια, τα κλεφτόπουλα.
-Σήκου να βγούμε, γέρο, κλέφταις 'ς τα βουνά.
-Δεν ημπορώ, παιδιά μου, γιατ’ εγέρασα.
Περάστε από τη στάνη και τα πρόβατα
και πάρτε τον υγιό μου το μικρότερο,
πόχει λαγού ποδάρι, δράκου δύναμη,
ξέρει τα μονοπάτια και τα σύρματα,
ξέρει και τα λημέρια, που λημέριαζα,
ξέρει τοις κρύαις βρύσαις, πόπινα νερό,
ξέρει τα μοναστήρια, πόπαιρνα ψωμί,
και ξέρει και τοις τρύπαις, όπου κρυβόμουν.
Αυτού μπροστά που πάτε, 'ς το Καλό Χωριό,
έχει όμορφα κορίτσια και γλυκά κρασιά,
τήρα μη σας μεθύσουν και σάς πιάσουνε,
και 'ς τον κατή σας πάνε, σας κρεμάσουνε".
Του γέρου την ορμήνεια την ξεχάσανε,
επήγαν και μεθύσαν και τους πιάσανε.
Σαν τ' άκουσε κι’ ο γέρος χαμογέλασε,
κουμπούρια ξεκρεμάει κι' αρματώνεται.
'Σ το δρόμο που πηγαίνει βρίσκει τον πασά.
"Ώρα καλή, πασά μου και Τούρκο κριτή,
να βγάλης τα παιδιά μου απ' τη φυλακή".






ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΙΣΑΒΟΥ


[Η μεγαλοπρεπής εικών της έριδος των βουνών είς τινα άσματα σκοπόν έχει να παραστήση την υπεροχήν ενός βουνού τόπου τινός υπέρ άλλα. Εις κρητικά αναγνωρίζεται το μέγεθος του Σφακιανού, εις καρπαθιακά η προτίμησις δίδεται εις το Καλόλιμνον, το υψηλότερον όρος της νήσου, που έχει νερά κρυσταλλωτά και διατηρεί τα χιόνια μέχρι του Ιουνίου, που έχει αγρίμια δια κυνήγι, και βοσκάς δια τα ποίμνια και βότανα ιαματικά. Εις το άσμα δ' όμως του Ολύμπου και της Όσσης με πολλήν πρωτοτυπίαν το πλάσμα της έριδος χρησιμεύει προς ποιητικήν εξύμνησαν της κλεφτουριάς.
Είς τινας παραλλαγάς η δύναμις του άσματος εξησθένισε δια του συμφυρμού προς άλλο άσμα, το του ορνέου, του φέροντος εις του ονυχάς του κεφαλήν αμαρτωλού. Το άσμα του Ολύμπου τον βασανιζόμενον αμαρτωλόν λέγει κλέφτην του Ολύμπου και αρματωλόν της Ηπείρου, και ίσως ένεκα τούτου παρεπλανήθησαν πολλοί, και μεταξύ αυτών επιφανείς κριτικοί (ως ο Fauriel ο Γάλλος ιστοριογράφος Michelet, o Tomaseo και αυτός πιθανώς o δαιμόνιος Gοethe, ο μεταφράσας γερμανιστι την παραλλαγήν ταύτην), ώστε να διαγνώσωσι βαθείας ιδέας, ως εγκρυπτομένας εν τω δευτέρω μέρει του άσματος, και να λάβωσι στρεβλήν αντίληψιν της καθόλου εννοίας αυτού. Από όλα τα κλέφτικα τραγούδια της συλλογής μου, λέγει ο Φωριέλ, προέχει τούτο προπάντων εις αγρίαν ευτολμίαν της επινοήσεως, ραγδαίαν φοράν της φαντασίας και ισχυράν απλότητα της εκφράσεως, τας χαρακτηριστικάς δηλαδή αρετάς πάντων κατά το μάλλον ή ήττον των τοιούτων ασμάτων. Ο αληθής σκοπός του άσματος είναι ο έπαινος αγνώστου τινός Θεσσαλού κλέφτου, θανόντος εν πολέμω. Η δ' έρις των βουνών, του Ολύμπου και της Όσσης, καίπερ καθ' εαυτήν έξοχος, ουδέν άλλο κατ' αλήθειαν είναι ειμή πάρεργον πρόσθεμα, πλαίσιον τρόπον τινά, κατάλληλον, όπως λαμπρότερον και περιφανέστερον εξάρη την εικόνα και το εγκώμιον του πεσόντος πολεμιστού".
Αλλ'έν καρπαθιακή παραλλαγή η κεφαλή, την οποίαν εν κορυφή του όρους σπαράσσει δια των ονύχων μέγας γυψ, είναι η του αδίκου προεστού της χώρας, του καταδυναστεύοντος τους πτωχούς, τας χήρας και τα ορφανά και αποκεφαλισθέντος υπό της δικαιοσύνης του βασιλέως. Συνάπτεται δ' επίσης χαλαρώς το δεύτερον τούτο άσμα προς το της έριδος των βουνών, ως και προς το του θανάτου του Διγενή Ακρίτη, του οποίου παραλλαγή τις περιλαμβάνει ομοίως το αυτό επεισόδιον του ορνέου με την κεφαλήν].



Ο Όλυμπος κι' ο Κίσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το ποιο να ρήξη τη βροχή, το ποιο να ρήξη χιόνι.
Ο Κίσαβος ρήχνει βροχή κι' ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ' ο Όλυμπος και λέγει του Κισάβου.
"Μη με μαλώνης, Κίσαβε, μπρε τουρκοπατημένε, 
που σε πατάει η Κονιαριά κ' οι Λαρσινοί αγάδες. 
Εγώ ειμ' ο γέρος Όλυμπος 'ς τον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφαίς κ' εξήντα δυο βρυσούλαις,
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι' όταν το παίρν' η άνοιξη κι' ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο, 
πάνω 'ς την πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
-"Ήλιε μ', δεν κρους ταποταχύ, μόν' κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;".


24


Το άσμα είναι αλληγορικόν, υπονοούν κλέφτην, όστις και κατά τον χειμώνα δεν εννοεί ν' απόσχη του αγώνος, αλλά παραμένει εις τα βουνά. Όμοιον είναι και το τεμάχιον, το όποιον αποτελεί την κατακλείδα του προηγουμένου άσματος του Ολύμπου και του Κισάβου.]


'Ένας αϊτός περήφανος, ένας αϊτός λεβέντης
από την περηφάνεια του κι’ από τη λεβεντιά του,
δεν πάει τα κατώμερα να καλοξεχειμάση,
μον’μένει απάνω 'ς τα βουνά, ψηλά 'ς τα κορφοβούνια.
Κ’ έρρηξε χιόνια 'ς τα βουνά και κρούσταλλα 'ς τους κάμπους,
εμάργωσαν τα νύχια του κ' επέσαν τα φτερά του. 
Κι' αγνάντιο βγήκε κ' έκατσε, 'ς ένα ψηλό λιθάρι, 
και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει. 
"Ήλιε, για δε βαρείς κ' εδώ 'ς τούτη την αποσκιούρα,
να λειώσουνε τα κρούσταλλα, να λειώσουνε τα χιόνια, 
να γίνη μια άνοιξη καλή, να γίνη καλοκαίρι, 
να ζεσταθούν τα νύχια μου, να γιάνουν τα φτερά μου,
να ρθούνε τάλλα τα πουλιά και τάλλα μου ταδέρφια".

25

ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

[Τις ο Βασίλης του άσματος τούτου δεν είναι εξηκριθωμένον. Μία παραλλαγή λέγει αυτόν υιόν παπαδιάς από την Ράψανην της Θεσσαλίας, άλλη πατρίδα του μνημονεύει το Πιρνάρι της Ποταμιάς παρά την Ελασσώνα, η μεν τον θέλει σύντροφον των Θεσσαλών Μάνταλου και Μπασδέκη, η δε του Μπουκουβάλα. Εις άλλη πάλιν παραλλαγήν αντί Βασίλη ο κλέφτης ονομάζεται δια κοινοτέρου ονόματος Δήμος. Ίσως εκ τούτων ηδύνατό τις να εικάση ότι πρόκειται περί Θεσσαλού κλέφτη των αρχών του παρελθόντος αιώνος. Αλλ' οιοσδήποτε και αν ήτο, το τραγούδι του μας παρέχει φυσικήν και απέριττον διατύπωσιν των συναισθημάτων, τα οποία παρώρμων επί της τουρκοκρατίας τους γενναίους άνδρας να προτιμώσι τον ελεύθερον βίον του κλέφτη εις τα βουνά. Καλλίστη διασκευή του άσματος τούτου είναι το υπό του Παύλου Λάμπρου ποιηθέν "Μάννα σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω", όπερ υπελήφθη ως ακραιφνώς δημώδες, εδημοσιεύθη δε κατά πρώτον μεν εν τη συλλογή δημοτικών ασμάτων του Σπ. Ζαμπελίου και ύστερον πολλάκις].

"Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνης νοικοκύρης, 
για ν' αποχτήσης πρόβατα, ζευγάρια κι' αγελάδες,
χωριά κι' αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν. 
-Μάννα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι 'ς τους γερόντους.
Φέρε μου ταλαφρό σπαθί και το βαριό τουφέκι, 
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά 'ς τα κορφοβούνια, 
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγκους,
να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων,
και να σουρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους, 
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίταις."

Πουρνό φιλεί τη μάννα του, πουρνό ξεπροβοδειέται. 
"Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τοις πάχναις!
-Καλό 'ς το τάξιο το παιδί και τάξιο παλληκάρι."

26
Μάννα, μ' έκαταράστηκες, βαρειά κατάρα μου είπες.

"Κλέφτης να βγης, παιδάκι μου, κάμπους, βουνά να τρέχης,
ολημερίς 'ς τον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι,
και 'ς τα γλυκοχαράματα να πιάνης το ταμπούρι".

Να ήσουνα πετροπέρδικα 'ς τα πλάγια του Πετρίλου,
ν' αγνάντευες πώς πολεμάν οι κλέφτες με τους Τούρκους, 
ν' αγνάντευες το γιόκα σου μπροστά απ' τα παλληκάρια.
Ομπρός ξεστρώνει την Τουρκιά με το σπαθί 'ς το χέρι, 
κι' απ' τη φωνή του την ψηλή αχολογάει ο τόπος.
"Βαρείτε, παλληκάρια μου, σκοτώνετε τους σκύλους, 
ψυχή να μην αφήσουμε οπίσω να γυρίση, 
τι έκαμα όρκο φοβερό, Τούρκο να μη σκλαβώσω".


27

[Πολλά κλέφτικα τραγούδια υπόθεσιν έχουν συνάντησιν και ευωχίαν κλεφτών, ολίγα τούτων αναφέρουν ότι είχον και αιχμάλωτον γυναίκα να τους κερνά να πίνουν, ή ανώνυμον η άλλως εις άλλα ονομαζομένην. Η επομένη παραλλαγή ποικίλλεται δια του επεισοδίου του ατυχούς έρωτος κλέφτου προς την αιχμάλωτον.]

Της νύχτας οι αρματωλοί και της αυγής οι κλέφταις

ολονυχτίς κουρσεύανε και την αυγή κοιμώνται, 
κοιμώνται 'ς τα ψηλά βουνά και 'ς τους παχιούς τους ήσκιους.
Είχαν αρνιά και ψένανε, κριάρια σουβλισμένα, 
είχαν κ' ένα γλυκό κρασί από το μοναστήρι,
είχαν και σκλάβα νέμορφη και τους κερνάει και πίνουν.

"Κέρνα μας, σκλάβα, κέρνα μας γεμάτα τα ποτήρια, 
και κείνονε νοπού αγαπάς για διπλοκέρασέ τον,
και 'ς το δικό μου το γυαλί ρήξε σπειρί φαρμάκι, 
για ναν το πίνω βράδυ αυγή, αυγή και μεσημέρι,
να κατακάτση ο σεβντάς, σεβντάς πού ‘χω για σένα".

28

Καλώς ανταμωθήκαμε νεμείς οι ντερτιλήδες,
να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας.
Πάλε καλαίς αντάμωσαις, πάλε ν’ ανταμωθούμε,
‘ ς τον Άγιο Λια, 'ς τον πλάτανο, ψηλά 'ς το κρυονέρι,
πόχουν οι κλέφταις σύνοδο κ’ οι καπιταναραίοι, 
πόχουν αρνιά και ψένουνε, κριάρια σουγλισμένα, 
όπ' έχουν και γλυκό κρασί από το μοναστήρι, 
κ’ έχουν την Γκόλφω 'ς το πλευρό και τους κερνάει και πίνουν.
Κι’ ο καπετάνιος τους μιλάει, κι’ ο καπετάνιος λέει,
"Για φάτε, πιέτε, βρε παιδιά, χαρήτε, να χαρούμε 
τούτον το χρόνο τον καλό, τον άλλο ποιος το ξέρει,
για ζούμε, για πεθαίνουμε, για 'ς άλλον κόσμο πάμε".