Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Κλέφτικα τραγούδια





"Πλην της αρχαίας απλότητος και λιτότητος

παρατηρούμεν και ακραιφνές νεωτερικόν πάθος
και σθένος ακαταδάμαστον εις τα δημοτικά τραγούδια,
οπού η γλώσσα είναι έμπλεως ορμής
προς απόσεισιν του ξενικού ζυγού και
αδιαλλάκτου μίσους προς τους απίστους μουσουλμάνους.
Τα κλέφτικα τραγούδια νομίζεις πως είναι χείμαρροι αφρισμένοι, 
εκρέοντες όχι από ανθρώπινα χείλη, αλλ’ από 
τους βράχους της Οίτης και του Ολύμπου".
(Κ. Mendelsohn Bartholdy)




... ΓΕΝΙΚΑ ...


20


O πλούσιος έχει τα φλωριά, έχει o φτωχός τα γλέντια.
Άλλοι παινάνε τον πασά και άλλοι το βεζίρη,
μα γώ παινάω το σπαθί το τουρκοματωμένο,
το χει καμάρι η λεβεντιά, κι' ο κλέφτης περηφάνεια.



21


Να μουν το Μάη πιστικός, τον Αύγουστο δραγάτης, 
και 'ς την καρδιά του χειμωνιού νά μουνα κρασοπούλος. 
Μα πλιό καλά ταν να μουνα αρματωλός και κλέφτης.
Αρματωλός μέσ' 'ς τα βουνά, και κλέφτης, μέσ' 'ς τους κάμπους
νά χα τα βράχια αδέρφια μου, τα δέντρα συγγενάδια, 
να με κοιμάν οι πέρδικες, να μ' εξυπνάν τ' αηδόνια, 
και 'ς την κορφή της Λιάκουρας να κάνω το σταυρό μου, 
να τρώγω τούρκικα κορμιά, σκλάβο να μη με λένε.



22


[ Αι πολεμικοί γνώσεις, τας οποίας πρέπει να έχη ο κλέφτης και οι κανόνες του βίου, τους οποίους απαραιτήτως οφείλει να τηρή, εκτίθενται ευσυνόπτως εις το προκείμενον άσμα υπό τον τύπον οδηγιών γέροντος κλέφτη προς πρωτόπειρους πολεμιστάς.Ο κλέφτης πρέπει να έχη ασφαλείς τόπους καταυλισμού, να ηξεύρη τας οδούς και τας ατραπούς των ορέων, να γινώσκη πόθεν δύναται να πορίζεται τα εφόδια αυτού, πρωτίστως δε να διάγη βίον σώφρονα και νηφάλιον, αποφεύγων τους πότους και την προς τας γυναίκας κοινωνίαν, διότι η παρέκκλισις από των όρων τούτων του βίου φέρει εις όλεθρον. Παραλλαγαί τινες του άσματος έχουσι διηγηματικόν σχήμα. Οι νέοι παρήκουσαν τας νουθεσίας του γέροντος και διέτρεξαν κίνδυνον μέγαν από του οποίου τους διέσωσεν αυτός, αποδείξας ότι ήτο υπέρτερος αυτών όχι μόνον κατά την γνώμην, αλλά και κατά την ανδρείαν. Ο δε τύπος ούτος του άσματος υποδεικνύει συνάφειαν προς ακριτικά πρότυπα. Εις ακριτικά άσματα ο Ανδρόνικος σώζει τους παραβάντας τας οδηγίας αυτού υιούς του από του Συροπούλου, και εις παραλλαγάς σημερινάς του άσματος του Αρμούρη ο Ανδρόνικος ελευθερώνει τον υπό του βασιλέως των Σαρακηνών φυλακισθέντα Κωσταντήν, ή ο πατέρας του Κωσταντή τρέξας εις την Βαβυλώνα αποφυλακίζει τον λεοντοκτόνον υιόν του.]


Σαράντα παλληκάρια από τη Λεβαδειά,
καλά κ’ αρματωμένα πάνε για κλεψιά,
πάνε για να πατήσουν το Καλό Χωριό,
πάνε και για να κάψουν χώραις και νησιά. 
Κάνα δεν έχουν πρώτο και τρανύτερο,
γυρεύουν ένα γέρο για την ορμηνειά,
επήγαν και τον βρήκαν σε βαθειά σπηλιά,
οπόλειωνε τασήμι κ’ εφτειανε κουμπιά.
"Γεια σου, χαρά σου, γέρο. -Καλό ‘ς τα παιδιά, 
καλό 'ς τα παλληκάρια, τα κλεφτόπουλα.
-Σήκου να βγούμε, γέρο, κλέφταις 'ς τα βουνά.
-Δεν ημπορώ, παιδιά μου, γιατ’ εγέρασα.
Περάστε από τη στάνη και τα πρόβατα
και πάρτε τον υγιό μου το μικρότερο,
πόχει λαγού ποδάρι, δράκου δύναμη,
ξέρει τα μονοπάτια και τα σύρματα,
ξέρει και τα λημέρια, που λημέριαζα,
ξέρει τοις κρύαις βρύσαις, πόπινα νερό,
ξέρει τα μοναστήρια, πόπαιρνα ψωμί,
και ξέρει και τοις τρύπαις, όπου κρυβόμουν.
Αυτού μπροστά που πάτε, 'ς το Καλό Χωριό,
έχει όμορφα κορίτσια και γλυκά κρασιά,
τήρα μη σας μεθύσουν και σάς πιάσουνε,
και 'ς τον κατή σας πάνε, σας κρεμάσουνε".
Του γέρου την ορμήνεια την ξεχάσανε,
επήγαν και μεθύσαν και τους πιάσανε.
Σαν τ' άκουσε κι’ ο γέρος χαμογέλασε,
κουμπούρια ξεκρεμάει κι' αρματώνεται.
'Σ το δρόμο που πηγαίνει βρίσκει τον πασά.
"Ώρα καλή, πασά μου και Τούρκο κριτή,
να βγάλης τα παιδιά μου απ' τη φυλακή".






ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΙΣΑΒΟΥ


[Η μεγαλοπρεπής εικών της έριδος των βουνών είς τινα άσματα σκοπόν έχει να παραστήση την υπεροχήν ενός βουνού τόπου τινός υπέρ άλλα. Εις κρητικά αναγνωρίζεται το μέγεθος του Σφακιανού, εις καρπαθιακά η προτίμησις δίδεται εις το Καλόλιμνον, το υψηλότερον όρος της νήσου, που έχει νερά κρυσταλλωτά και διατηρεί τα χιόνια μέχρι του Ιουνίου, που έχει αγρίμια δια κυνήγι, και βοσκάς δια τα ποίμνια και βότανα ιαματικά. Εις το άσμα δ' όμως του Ολύμπου και της Όσσης με πολλήν πρωτοτυπίαν το πλάσμα της έριδος χρησιμεύει προς ποιητικήν εξύμνησαν της κλεφτουριάς.
Είς τινας παραλλαγάς η δύναμις του άσματος εξησθένισε δια του συμφυρμού προς άλλο άσμα, το του ορνέου, του φέροντος εις του ονυχάς του κεφαλήν αμαρτωλού. Το άσμα του Ολύμπου τον βασανιζόμενον αμαρτωλόν λέγει κλέφτην του Ολύμπου και αρματωλόν της Ηπείρου, και ίσως ένεκα τούτου παρεπλανήθησαν πολλοί, και μεταξύ αυτών επιφανείς κριτικοί (ως ο Fauriel ο Γάλλος ιστοριογράφος Michelet, o Tomaseo και αυτός πιθανώς o δαιμόνιος Gοethe, ο μεταφράσας γερμανιστι την παραλλαγήν ταύτην), ώστε να διαγνώσωσι βαθείας ιδέας, ως εγκρυπτομένας εν τω δευτέρω μέρει του άσματος, και να λάβωσι στρεβλήν αντίληψιν της καθόλου εννοίας αυτού. Από όλα τα κλέφτικα τραγούδια της συλλογής μου, λέγει ο Φωριέλ, προέχει τούτο προπάντων εις αγρίαν ευτολμίαν της επινοήσεως, ραγδαίαν φοράν της φαντασίας και ισχυράν απλότητα της εκφράσεως, τας χαρακτηριστικάς δηλαδή αρετάς πάντων κατά το μάλλον ή ήττον των τοιούτων ασμάτων. Ο αληθής σκοπός του άσματος είναι ο έπαινος αγνώστου τινός Θεσσαλού κλέφτου, θανόντος εν πολέμω. Η δ' έρις των βουνών, του Ολύμπου και της Όσσης, καίπερ καθ' εαυτήν έξοχος, ουδέν άλλο κατ' αλήθειαν είναι ειμή πάρεργον πρόσθεμα, πλαίσιον τρόπον τινά, κατάλληλον, όπως λαμπρότερον και περιφανέστερον εξάρη την εικόνα και το εγκώμιον του πεσόντος πολεμιστού".
Αλλ'έν καρπαθιακή παραλλαγή η κεφαλή, την οποίαν εν κορυφή του όρους σπαράσσει δια των ονύχων μέγας γυψ, είναι η του αδίκου προεστού της χώρας, του καταδυναστεύοντος τους πτωχούς, τας χήρας και τα ορφανά και αποκεφαλισθέντος υπό της δικαιοσύνης του βασιλέως. Συνάπτεται δ' επίσης χαλαρώς το δεύτερον τούτο άσμα προς το της έριδος των βουνών, ως και προς το του θανάτου του Διγενή Ακρίτη, του οποίου παραλλαγή τις περιλαμβάνει ομοίως το αυτό επεισόδιον του ορνέου με την κεφαλήν].



Ο Όλυμπος κι' ο Κίσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το ποιο να ρήξη τη βροχή, το ποιο να ρήξη χιόνι.
Ο Κίσαβος ρήχνει βροχή κι' ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ' ο Όλυμπος και λέγει του Κισάβου.
"Μη με μαλώνης, Κίσαβε, μπρε τουρκοπατημένε, 
που σε πατάει η Κονιαριά κ' οι Λαρσινοί αγάδες. 
Εγώ ειμ' ο γέρος Όλυμπος 'ς τον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφαίς κ' εξήντα δυο βρυσούλαις,
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι' όταν το παίρν' η άνοιξη κι' ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο, 
πάνω 'ς την πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
-"Ήλιε μ', δεν κρους ταποταχύ, μόν' κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;".


24


Το άσμα είναι αλληγορικόν, υπονοούν κλέφτην, όστις και κατά τον χειμώνα δεν εννοεί ν' απόσχη του αγώνος, αλλά παραμένει εις τα βουνά. Όμοιον είναι και το τεμάχιον, το όποιον αποτελεί την κατακλείδα του προηγουμένου άσματος του Ολύμπου και του Κισάβου.]


'Ένας αϊτός περήφανος, ένας αϊτός λεβέντης
από την περηφάνεια του κι’ από τη λεβεντιά του,
δεν πάει τα κατώμερα να καλοξεχειμάση,
μον’μένει απάνω 'ς τα βουνά, ψηλά 'ς τα κορφοβούνια.
Κ’ έρρηξε χιόνια 'ς τα βουνά και κρούσταλλα 'ς τους κάμπους,
εμάργωσαν τα νύχια του κ' επέσαν τα φτερά του. 
Κι' αγνάντιο βγήκε κ' έκατσε, 'ς ένα ψηλό λιθάρι, 
και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει. 
"Ήλιε, για δε βαρείς κ' εδώ 'ς τούτη την αποσκιούρα,
να λειώσουνε τα κρούσταλλα, να λειώσουνε τα χιόνια, 
να γίνη μια άνοιξη καλή, να γίνη καλοκαίρι, 
να ζεσταθούν τα νύχια μου, να γιάνουν τα φτερά μου,
να ρθούνε τάλλα τα πουλιά και τάλλα μου ταδέρφια".

25

ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

[Τις ο Βασίλης του άσματος τούτου δεν είναι εξηκριθωμένον. Μία παραλλαγή λέγει αυτόν υιόν παπαδιάς από την Ράψανην της Θεσσαλίας, άλλη πατρίδα του μνημονεύει το Πιρνάρι της Ποταμιάς παρά την Ελασσώνα, η μεν τον θέλει σύντροφον των Θεσσαλών Μάνταλου και Μπασδέκη, η δε του Μπουκουβάλα. Εις άλλη πάλιν παραλλαγήν αντί Βασίλη ο κλέφτης ονομάζεται δια κοινοτέρου ονόματος Δήμος. Ίσως εκ τούτων ηδύνατό τις να εικάση ότι πρόκειται περί Θεσσαλού κλέφτη των αρχών του παρελθόντος αιώνος. Αλλ' οιοσδήποτε και αν ήτο, το τραγούδι του μας παρέχει φυσικήν και απέριττον διατύπωσιν των συναισθημάτων, τα οποία παρώρμων επί της τουρκοκρατίας τους γενναίους άνδρας να προτιμώσι τον ελεύθερον βίον του κλέφτη εις τα βουνά. Καλλίστη διασκευή του άσματος τούτου είναι το υπό του Παύλου Λάμπρου ποιηθέν "Μάννα σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω", όπερ υπελήφθη ως ακραιφνώς δημώδες, εδημοσιεύθη δε κατά πρώτον μεν εν τη συλλογή δημοτικών ασμάτων του Σπ. Ζαμπελίου και ύστερον πολλάκις].

"Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνης νοικοκύρης, 
για ν' αποχτήσης πρόβατα, ζευγάρια κι' αγελάδες,
χωριά κι' αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν. 
-Μάννα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι 'ς τους γερόντους.
Φέρε μου ταλαφρό σπαθί και το βαριό τουφέκι, 
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά 'ς τα κορφοβούνια, 
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγκους,
να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων,
και να σουρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους, 
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίταις."

Πουρνό φιλεί τη μάννα του, πουρνό ξεπροβοδειέται. 
"Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τοις πάχναις!
-Καλό 'ς το τάξιο το παιδί και τάξιο παλληκάρι."

26
Μάννα, μ' έκαταράστηκες, βαρειά κατάρα μου είπες.

"Κλέφτης να βγης, παιδάκι μου, κάμπους, βουνά να τρέχης,
ολημερίς 'ς τον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι,
και 'ς τα γλυκοχαράματα να πιάνης το ταμπούρι".

Να ήσουνα πετροπέρδικα 'ς τα πλάγια του Πετρίλου,
ν' αγνάντευες πώς πολεμάν οι κλέφτες με τους Τούρκους, 
ν' αγνάντευες το γιόκα σου μπροστά απ' τα παλληκάρια.
Ομπρός ξεστρώνει την Τουρκιά με το σπαθί 'ς το χέρι, 
κι' απ' τη φωνή του την ψηλή αχολογάει ο τόπος.
"Βαρείτε, παλληκάρια μου, σκοτώνετε τους σκύλους, 
ψυχή να μην αφήσουμε οπίσω να γυρίση, 
τι έκαμα όρκο φοβερό, Τούρκο να μη σκλαβώσω".


27

[Πολλά κλέφτικα τραγούδια υπόθεσιν έχουν συνάντησιν και ευωχίαν κλεφτών, ολίγα τούτων αναφέρουν ότι είχον και αιχμάλωτον γυναίκα να τους κερνά να πίνουν, ή ανώνυμον η άλλως εις άλλα ονομαζομένην. Η επομένη παραλλαγή ποικίλλεται δια του επεισοδίου του ατυχούς έρωτος κλέφτου προς την αιχμάλωτον.]

Της νύχτας οι αρματωλοί και της αυγής οι κλέφταις

ολονυχτίς κουρσεύανε και την αυγή κοιμώνται, 
κοιμώνται 'ς τα ψηλά βουνά και 'ς τους παχιούς τους ήσκιους.
Είχαν αρνιά και ψένανε, κριάρια σουβλισμένα, 
είχαν κ' ένα γλυκό κρασί από το μοναστήρι,
είχαν και σκλάβα νέμορφη και τους κερνάει και πίνουν.

"Κέρνα μας, σκλάβα, κέρνα μας γεμάτα τα ποτήρια, 
και κείνονε νοπού αγαπάς για διπλοκέρασέ τον,
και 'ς το δικό μου το γυαλί ρήξε σπειρί φαρμάκι, 
για ναν το πίνω βράδυ αυγή, αυγή και μεσημέρι,
να κατακάτση ο σεβντάς, σεβντάς πού ‘χω για σένα".

28

Καλώς ανταμωθήκαμε νεμείς οι ντερτιλήδες,
να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας.
Πάλε καλαίς αντάμωσαις, πάλε ν’ ανταμωθούμε,
‘ ς τον Άγιο Λια, 'ς τον πλάτανο, ψηλά 'ς το κρυονέρι,
πόχουν οι κλέφταις σύνοδο κ’ οι καπιταναραίοι, 
πόχουν αρνιά και ψένουνε, κριάρια σουγλισμένα, 
όπ' έχουν και γλυκό κρασί από το μοναστήρι, 
κ’ έχουν την Γκόλφω 'ς το πλευρό και τους κερνάει και πίνουν.
Κι’ ο καπετάνιος τους μιλάει, κι’ ο καπετάνιος λέει,
"Για φάτε, πιέτε, βρε παιδιά, χαρήτε, να χαρούμε 
τούτον το χρόνο τον καλό, τον άλλο ποιος το ξέρει,
για ζούμε, για πεθαίνουμε, για 'ς άλλον κόσμο πάμε".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου