Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Δημώδης βυζαντινή λογοτεχνία

Σελίδα από το «Έπος του Διγενή Ακρίτα», χειρόγραφο Αθηνών-Άνδρου.

Ο όρος δημώδης βυζαντινή λογοτεχνία χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή των βυζαντινών χρόνων που είναι γραμμένη σε μη λόγια γλώσσα. Οι απαρχές της χρησιμοποίησης στην λογοτεχνία μιας γλώσσας που πλησιάζει την κοινή εντοπίζονται στον 12ο αι., σε κείμενα όπως ο Διγενής Ακρίτης και τα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα. Ο όρος «βυζαντινή» στα σχετικά εγχειρίδια χρησιμοποιείται συνήθως με μια σημασία κάπως ευρύτερη από τα αυστηρά χωρικά και χρονικά όρια της βυζαντινής αυτοκρατορίας και συμπεριλαμβάνει και έργα που γράφτηκαν σε περιοχές που είχαν περιέλθει σε δυτική κυριότητα (όπως το Χρονικό του Μορέως και την πρώιμη κρητική λογοτεχνία).[1] Το μεγαλύτερο τμήμα των λογοτεχνικών κειμένων που σώζονται είναι έμμετρα, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Τα δημοφιλέστερα είδη, με ποσοτικά κριτήρια, ήταν έμμετρες μυθοπλαστικές αφηγήσεις, ερωτικού ή αλληγορικού περιεχομένου.

Οι πρώτοι λογοτεχνικοί «πειραματισμοί» με την χρήση της δημώδους γλώσσας εμφανίζονται κατά τον 12ο αιώνα, όμως εντείνονται κατά τον 14ο, απ' όπου και προέρχονται τα περισσότερα σωζόμενα έργα. Ο όρος δημώδης γλώσσα στην συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα γλωσσικό επίπεδο χαμηλότερο από το λόγιο, που δεν ταυτίζεται όμως με την ομιλουμένη γλώσσα, αλλά έχει υποστεί την επίδραση της λόγιας παράδοσης σε λεξιλογικό, μορφολογικό και συντακτικό επίπεδο. Η γλώσσα αυτή δεν εμφανίζει διαλεκτικά στοιχεία. Η εισαγωγή της δημώδους γλώσσας δεν επέφερε ριζική τομή στη λογοτεχνική παραγωγή, δηλαδή δεν αντικατέστησε τη λόγια γλώσσα, αλλά αναπτύχθηκε παράλληλα με αυτήν. Παρόλο που βάση της γλώσσας της δημώδους λογοτεχνίας ήταν η λαϊκή ομιλουμένη γλώσσα, οι λογοτεχνικοί πειραματισμοί δεν είχαν λαϊκή προέλευση, αντιθέτως ξεκίνησαν από τους κύκλους των λογίων και αποδέκτες της φαίνεται πως ήταν αρχικά τα ανώτερα στρώματα.[2] Βέβαια, στο σύνολο των κειμένων που ανήκουν στην δημώδη παραγωγή εμφανίζονται υφολογικές διαφοροποιήσεις προς λογιότερες ή λαϊκότερες τάσεις ανάλογα με τον χρόνο ή τον τόπο συγγραφής, την παιδεία του συγγραφέα και το κοινό στο οποίο απευθύνεται.


Εὐθὺς ἐκαβαλίκευσαν, ΄ς τὸν κάμπον κατεβαίνουν·
ὡς δράκοντες ἐσύριζαν καὶ ὡς λέοντες ἐβρυχοῦντα
καὶ ὡς ἀετοὶ ἐπέτουντα καὶ ἐσμίξασιν οἱ δύο
Καὶ τότε νὰ ἰδῆς πόλεμον καλῶν παλληκαρίων
καὶ ἀπὸ τῆς μάχης τῆς πολλῆς κροῦσιν διασυντόμως
καὶ ἀπὸ τὸν κτύπον τὸν πολὺν καὶ ἀπὸ τὸ δὸς καὶ λάβε
τὰ δένδρη ἐξεριζώνοντα καὶ ὁ ἥλιος ἐσκοτίσθη·
τὸ αἷμαν ἐκατέρεεν εἰς τὰ σκαλόλουρά των
καὶ ὁ ἵδρος τους ἐξέβαινεν ἀπάνω ἀπ'τὰ λουρίκια
Διγενής Ἀκρίτης (διασκευή Ε) στ. 32-41

























Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, τα δημώδη κείμενα είναι έμμετρα, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο, που τότε ονομαζόταν «πολιτικός». Ο δεκαπεντασύλλαβος, που εμφανίστηκε πρώτα στην λόγια ποίηση του 10ου αι., είχε ήδη διαμορφώσει τα σημερινά χαρακτηριστικά του, δηλαδή υποχρεωτικό τονισμό στην 14η και στην 6η ή την 8η και ελευθερία στην θέση των άλλων τόνων, και υποχρεωτική τομή μετά την 8η συλλαβή.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της δημώδους βυζαντινής λογοτεχνίας είναι η ανωνυμία των συγγραφέων, με ελάχιστες περιπτώσεις έργων, για τα οποία υπάρχουν μαρτυρίες, συχνά αμφισβητούμενες, για την ταυτότητα του συγγραφέα τους. Δεν σώζονται αυτόγραφα, παρά μόνο μεταγενέστερα (έως 1-2 αιώνες) αντίγραφα σεχειρόγραφους κώδικες. Η ανωνυμία καθιστά δύσκολη και την χρονολόγηση των έργων, η οποία επιτυγχάνεται μόνο κατά προσέγγιση στην περίπτωση που το ίδιο το έργο παρέχει τεκμήρια για τον χρόνο συγγραφής του, όπως για παράδειγμα αφιερώσεις σε γνωστές προσωπικότητες.
Συνέπεια της ανωνυμίας ήταν και μια ιδιαιτερότητα της διακίνησης των κειμένων μέσω των χειρογράφων: οι αντιγραφείς δεν αισθάνονταν υποχρεωμένοι να παραμείνουν πιστοί στο κείμενο που αντέγραφαν. Συχνά έκαναν προσωπικές παρεμβάσεις, οι οποίες κυμαίνονται από την αντικατάσταση μιας λέξης έως και την απαλοιφή ή προσθήκη χωρίων. Συχνά οι αλλαγές ήταν τόσο μεγάλης κλίμακας, που ένα έργο να σώζεται σε διαφορετικά χειρόγραφα με ποικίλες μορφές που ουσιαστικά αποτελούν χωριστές διασκευές και όχι απλώς παραλλαγές, σε επίπεδο είτε γλωσσικό-υφολογικό, είτε αφηγηματικό (προσθήκη, αφαίρεση ή αλλαγή της σειράς των επεισοδίων). Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων διαφορετικών διασκευών είναι ο Διγενής Ακρίτης. Τέτοιες αλλαγές μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να οφείλονται και στην ενδεχόμενη προφορική διάδοση ενός έργου (μέσω απαγγελίας) και την από μνήμης καταγραφή του.[3] Τέλος, η αποκλειστικά χειρόγραφη διακίνηση των κειμένων έχει αποτέλεσμα την προβληματική κάποιες φορές διάσωσή τους, αφού τα υπάρχοντα χειρόγραφα μπορεί να περιέχουν κακές αντιγραφές, στις οποίες είναι διαταραγμένο το μέτρο ή έχουν παραλειφθεί χωρία από απροσεξία. Ακόμη, μπορεί οι σελίδες των χειρογράφων να έχουν δεθεί με λάθος σειρά ή να έχουν υποστεί φυσικές φθορές, από την πάροδο του χρόνου ή από την απώλεια φύλλων.

Σελίδα από σωζόμενο αντίγραφο της Φυλλάδας του Μεγαλέξανδρου

Ηρωικές και ερωτικές αφηγήσεις



Ο έμμετρος αφηγηματικός λόγος κατέχει σημαντική θέση στο σύνολο της δημώδους λογοτεχνικής παραγωγής. Ένα από τα πρώτα έργα σε δημώδη γλώσσα είναι η αφήγηση της ζωής και των κατορθωμάτων του Διγενή Ακρίτη, σε ένα σύνολο που συνδυάζει επικά-ηρωικά στοιχεία με συμβάσεις της ερωτικής μυθιστορίας. Οι δύο αρχαιότερες διασκευές του κειμένου, της Grottaferrata και του Escorial, είναι δύσκολο να χρονολογηθούν με ακρίβεια και να προσδιοριστούν οι μεταξύ τους σχέσεις, όμως είναι βέβαιο ότι τον 12ο αιώνα κυκλοφορούσε κάποια παραλλαγή συγγενής με αυτές.[4]
Πότε τὸ κάστρον νὰ διαβῶ καὶ νὰ ἀναβῶ τὸν πύργον;
Πότε τῆς κόρης μήνυμα δέξωμαι πρόσχαρόν της;
Πότε κρατήσω εἰς τὰ χέρια μου πιττάκιν ἐδικόν της;
Πότε νὰ ἰδῶ κοιτώναν της, λόγον της πότε ἀκούσω;
Πότε λαλήσῃ "Λίβιστρε" τὸ στόμαν τῆς ὡραίας;
Πότε πατήσω ἐνήδονα τῆς κόρης τὸν κοιτώνα;
Πότε κρατήσω χέριν της καὶ χείλη της φιλήσω;
καὶ γεμισθῆ γλυκύτηταν τὸ στόμα μου ἀπ' ἐκείνην;
Πότε τὸν κρυσταλλόσαρκον τράχηλον τῆς ὡραίας
περιπλακῶ ὡς ἐπιθυμῶ, μυριοκαταφιλήσω;
Λίβιστρος και Ροδάμνη, στ. 1654-1663



























Τους επόμενους αιώνες (14ο-15ο) ανθεί η παραγωγή μυθιστοριών ερωτικού περιεχομένου, που συνεχίζουν την παράδοση του ελληνιστικού μυθιστορήματος εμπλουτίζοντας το με νέα στοιχεία, ενδεχομένως και υπό την επίδραση δυτικών ή ανατολικών έργων. Την τυπική μυθιστορηματική δομή, δηλ. κεραυνοβόλος έρωτας-χωρισμός-περιπέτειες-τελική επανένωση, ακολουθούν οι μυθιστορίες Καλλίμαχος και ΧρυσορρόηΒέλθανδρος και ΧρυσάντζαΛίβιστρος και Ροδάμνη, καθώς και οι διασκευές δημοφιλών γαλλικών μυθιστοριών Φλώριος και Πλατζιαφλώρα (Fleur et Blanchefleur) και Ιμπέριος και Μαργαρώνα (Pierre de Provence et la belle Maguelonne). Χαρακτηριστικό αυτής της ομάδας είναι το μαγικό-υπερφυσικό στοιχείο και ο λυρισμός (ερωτική αλληλογραφία, τραγούδια, μονόλογοι) και σε κάποιες περιπτώσεις η τολμηρή ερωτική ατμόσφαιρα. Οι επιδράσεις της ρητορικήςείναι εμφανείς, ειδικά στις «εκφράσεις», δηλαδή τις εκτενείς και λεπτομερείς περιγραφές ατόμων, κτηρίων ή έργων τέχνης. Ένα ιδιαίτερο υφολογικό χαρακτηριστικό τους είναι η χρήση σύνθετων λέξεων. Αυτά τα έργα συνήθως αποκαλούνται «βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα», όμως στην πραγματικότητα δεν απηχούν την δυτική ιπποτική ιδεολογία ούτε την έννοια του αυλικού έρωτα.[5] Δύο άλλες μυθιστορίες, η Διήγησις του Αχιλλέως (ήΑχιλληίδα) και η Διήγησις γεναμένη εν Τροία (γνωστή και ως Βυζαντινή Ιλιάδα), εμπνέονται από την ομηρική παράδοση, διασκευάζοντάς την όμως ελεύθερα: ο Αχιλλέας τηςΑχιλληίδας είναι ένας γενναίος βασιλιάς που προσπαθεί να κατακτήσει την κόρη ενός εχθρού και η Βυζαντινή Ιλιάδα παρουσιάζει την απαγωγή της Ελένης από την Πάρη σαν ερωτικό μυθιστόρημα. Η Αχιλληίδα συγγενεύει πολύ με την τριάδα ΚαλλίμαχοςΒέλθανδρος και Λίβιστρος σε ζητήματα μοτίβων και ύφους (εκφράσεις, ερωτική αλληλογραφία), αλλά διαφέρει ως προς τη δομή που είναι βιογραφική και εστιασμένη στον Αχιλλέα και ως προς την τραγική κατάληξη, σε αντίθεση με το τυπικό happy end των άλλων μυθιστορημάτων. Κάποιες άλλες μυθιστορίες που είναι διασκευές δυτικών προτύπων έχουν διαφορετική δομή: ο Πόλεμος της Τρωάδος είναι προσαρμογή του φημισμένου Roman de Troie του Benoit de Saint-Maure και εξιστορεί πολλές ερωτικές ιστορίες με φόντο τον Τρωικό Πόλεμο. Ο Απολλώνιος βασίζεται σε κάποια ιταλική διασκευή δημοφιλούς λατινικού μυθιστορήματος και η Θησηίδα είναι μετάφραση από αφήγηση του Βοκκάκιου με ήρωα τον Θησέα. Οι μυθιστορίες που προήλθαν από δυτικά πρότυπα δεν είναι πιστές μεταφράσεις, αλλά ελεύθερες διασκευές που υφολογικά ακολουθούν την παράδοση των πρωτότυπων μυθιστοριών:[6] για παράδειγμα ο συγγραφέας του Φλώριος και Πλατζιαφλώρα ενέταξε σε ένα σημείο του κειμένου απόσπασμα από το δημώδες ηθικοδιδακτικό ποίημα Σπανέας του 12ου αι.[7]

Και η μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου αποτέλεσε αγαπητό θέμα. Το ελληνιστικό κείμενο του Ψευδοκαλλισθένη, δημοφιλές ανάγνωσμα όλων των επόμενων αιώνων με πολλές παραλλαγές, διασκευάστηκε το 1388 σε 6.000 ομοιοκατάληκτους στίχους. Το κείμενο αυτό έχει αρκετά αρχαΐζοντα στοιχεία αν και σε λίγα σημεία πλησιάζει τη δημώδη. Δύο άλλες διασκευές του, που είναι δύσκολο να χρονολογηθούν, έχουν περισσότερο λαϊκή γλώσσα. Πρόκειται για την ομοιοκατάληκτη, γνωστή ως «Ριμάδα», που μάλλον συντέχθηκε στηΖάκυνθο γύρω στο 1500, και την πεζή, που μάλλον συντάχθηκε κοντά στο μέσον του 15ου αι.[8]

Ηθικοδιδακτική και αλληγορική ποίηση



Από τον 12ο αιώνα σώζεται ένα παραινετικό ποίημα με την ονομασία Σπανέας, που περιέχει ηθικοδιδακτικές συμβουλές ορθής συμπεριφοράς για διάφορα θέματα (θρησκευτική συμπεριφορά, σεβασμός προς τον αυτοκράτορα, εργασία, οικογένεια, καθημερινή ζωή). Το έργο συγγενεύει με τον παραινετικό λόγο προς Δημόνικον του Ψευδοϊσοκράτη. Για την εξυπηρέτηση ηθικοδιδακτικών σκοπών χρησιμοποιήθηκαν συμβάσεις των μυθιστοριών σε αλληγορικές αφηγήσεις. Ο Λόγος παρηγορητικός περί δυστυχίας και ευτυχίας αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που ταξιδεύει αναζητώντας τις αιτίες της κακής του τύχης και στην πορεία συναντά προσωποποιημένη την Ευτυχία και την Δυστυχία. Η χρονολόγησή του είναι δύσκολη, φαίνεται πάντως πως είναι σύγχρονο με τα ερωτικά μυθιστορήματα, από τα οποία εξάλλου χρησιμοποιεί πολλά μοτίβα (το ταξίδι με σκοπό την αναζήτηση, η έκφραση του κάστρου κ.ά.).[9]

Ἀφοῦ δὲ γέγονα κἀγὼ γραμματικὸς τεχνίτης
ἐπιθυμῶ καὶ τὸ ψωμὶν καὶ τοῦ ψωμιοῦ τὴν μάνναν,
καὶ διὰ τὴν πείναν τὴν πολλὴν καὶ τὴν στενοχωρίαν
ὑβρίζω τὰ γραμματικά, λέγω μετὰ δακρύων:
Ἀνάθεμα τὰ γράμματα, Χριστέ, καὶ ὁποῦ τὰ θέλει,
ἀνάθεμαν καὶ τὸν καιρὸν καὶ ἐκείνην τὴν ἡμέραν,
καθ’ ἧν μὲ παρεδώκασιν εἰς τὸ διδασκαλεῖον,
πρὸς τὸ νὰ μάθω γράμματα, τάχα νὰ ζῶ ἀπ’ ἐκεῖνα.
Πτωχοπρόδρομος, ποίημα ΙΙΙ, στ. 81-88



Ο Πτωχολέων βασίζεται σε ιστορία ανατολικής προέλευσης και αφηγείται μεταστροφή της τύχης ενός γέροντα που έχασε όλη την περιουσία του σε μια επιδρομή Αράβων και αιχμαλωτίστηκε, αλλά χάρη στη σοφία του ξενακέρδισε την ελευθερία του. Το ποίημα είναι γραμμένο σε τροχαϊκό οκτασύλλαβο στίχο. Αλληγορία που προειδοποιεί για τις συνέπειες του φθόνου είναι και η Ιστορία του Βελισαρίου, που βασίζεται σε λαϊκές πηγές για τον Βελισάριο, στρατηγό του Ιουστινιανού, που παρουσιάζεται ως θύμα ζηλοφθονίας για τις επιτυχίες του και την εύνοια του αυτοκράτορα και γι’ αυτό συκοφαντείται από εχθρούς, πέφτει σε δυσμένεια, τυφλώνεται και φυλακίζεται.

Επαιτική ποίηση

Από τον 12ο αι. σώζονται κάποια επαιτικά ποιήματα, δηλαδή ποιήματα που απευθύνονται προς τον αυτοκράτορα εκφράζοντας παρακλήσεις για την ικανοποίηση κάποιου αιτήματος. Το πρώτο ποίημα είναι του λογίου ποιητήΜιχαήλ Γλυκά και έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Ονομάζεται Στίχοι ους έγραψεν καθ’ ον κατεσχέθη καιρόν και χρονολογείται στα 1159. Ο ποιητής φυλακίστηκε εξαιτίας κάποιας συκοφαντίας και ζητάει από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό να τον απελευθερώσει, παραπονούμενος για τις άσχημες συνθήκες της άδικης κράτησής του. Η γλώσσα του δεν είναι αμιγώς δημώδης: σε πολλά σημεία ταυτίζεται με τη λόγια γλώσσα των άλλων έργων του, αλλά σε σημεία που μεταφέρει άμεσο λόγο έχει πολλά λαϊκά στοιχεία. Το έργο είναι χρήσιμο και για τη διάσωση πολλών παροιμιών.

Η άλλη ομάδα ποιημάτων περιέχει τέσσερις συνθέσεις που είναι γνωστές ως Πτωχοπροδρομικά ποιήματα. Πρόκειται για τέσσερα παρακλητικά ποιήματα που απευθύνονται στον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό και σε κάποια χειρόγραφα αποδίδονται στον λόγιο ποιητή Θεόδωρο Πρόδρομο, αν και η απόδοσή τους σε αυτόν δεν μπορεί να αποδειχτεί και δεν έχει γίνει δεκτή από όλους.[10] Στα τρία ποιήματα πρωταγωνιστεί ένας φτωχός λόγιος που ζητά οικονομική ενίσχυση από τον αυτοκράτορα, διαμαρτυρόμενος για την αδυναμία του να επιβιώσει, τις προσβολές της ιδιόρρυθμης γυναίκας του και την πολύ ανετότερη ζωή που περνούν οι τεχνίτες σε σχέση με τους λογίους. Στο τέταρτο ποίημα πρωταγωνιστεί ένας νεαρός μοναχός που καυτηριάζει την υποκρισία και την πολυτέλεια κάποιων μοναχών και την κακομεταχείρισή του. Και αυτά τα ποιήματα έχουν μικτή γλώσσα: τα σημεία που απευθύνονται στον αυτοκράτορα είναι συντεθειμένα σε λόγια γλώσσα και επίσημο ύφος, ενώ τα αφηγηματικά τμήματα είναι γραμμένα σε λαϊκή γλώσσα. Περιέχουν πολλά σατιρικά και χιουμοριστικά στοιχεία.

Σάτιρα και παρωδία

Ο φυτικός και ζωικός κόσμος αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για αρκετά ποιήματα με πρωταγωνιστές ζώα και φυτά που σατιρίζουν τις ιδιότητες των ανθρώπων. Ο Πουλολόγοςδιαδραματίζεται στον εορτασμό για το γάμο του γιου του αετού, βασιλιά των πουλιών, όπου είναι προσκεκλημένα όλα τα πτηνά. Η διήγησις των τετράποδων ζώων αφηγείται μια συνέλευση ζώων υπό την προεδρία του λιονταριού και του ελέφαντα, που υποτίθεται ότι διαδραματίζεται το 1365. Τα δύο αυτά κείμενα αποτελούν πολύ ενδιαφέρουσες πηγές πληροφοριών για συνήθειες καθημερινής ζωής. Ο Πωρικολόγος και ο Οψαρολόγος, που είναι πεζά, αναπαριστούν δίκες και παρωδούν τη βυζαντινή αυλική εθιμοτυπία. Σε όλα τα έργα η υπόθεση καταλήγει σε διαμάχες μεταξύ των πρωταγωνιστών που με τις ανθρωπόμορφες ιδιότητές τους σατιρίζουν τελικά τη ζωή των ανθρώπων, συχνά με τολμηρό χιούμορ.
Λοιπὸν ὁ λύκος ἤρξατο τοῦ ἐξομολογεῖσθαι,
λέγει· «ἐγὼ καὶ πρόβατα, βόδια καὶ μοσχάρια,
ἐλάφους καὶ γουρούνια καὶ πάντα ὅσα εὕρω
σκοτώνω τα καὶ τρώγω τα καὶ τ' ἄλλα πάλε κρύβω
εἰς τὸ βουνίν, εἰς τὸ κλαδίν, αὔριον πάλε νά 'χω.
Πλὴν ἀνεβαίνω εἰς τὸ βουνὶν ὅποῦ 'ναι τὸ τσημάδι,
καὶ κυλιοῦμαι παρευθὺς καὶ ἐξομολογοῦμαι,
καὶ γίνομαι καλόγερος, τὴν ράχην μου μαυρίζω,
γίνομαι μεγαλόσχημος, ἡγούμενον ὁμοιάζω.
Καὶ μεταγνώθω τὸ κακόν, τὸ πολεμῶ εἰς τὸν κόσμον,
ἄλλον οὐδὲν ἐπίσταμαι ἁμάρτημα νὰ ποίσω.»
Ἀκούσας δὲ ἡ ἀλουποὺ τὴν ἀρετὴν τοσαύτην
ἐθαύμασεν, ἐπαίνεσεν, καὶ ἐσυγχώρησέ τον
καὶ ἐδικαίωσεν αὐτὸν πρὸς τὴν ἐπίγνωσίν του.
Συναξάριον τοῦ τιμημένου γαϊδάρου, στ. 125-138



































Σάτιρα κατά του κλήρου και των λογίων που καταπιέζουν τα κατώτερα στρώματα είναι το Συναξάριον του τιμημένου γαϊδάρου, με πρωταγωνιστές μια αλεπού και έναν λύκο που προσπαθούν ανεπιτυχώς να ξεγελάσουν έναν γάϊδαρογια να τον φάνε, αναγκάζοντάς τον να εξομολογηθεί τις «αμαρτίες» του για να του επιβάλλουν την ανάλογη τιμωρία. Ο γάϊδαρος όμως καταφέρνει να τους ξεγελάσει εκείνος, λέγοντας ότι το πόδι του έχει μαγικές ιδιότητες που θέλει να τους μεταδώσει: έτσι τους πείθει να γονατίσουν για να πάρουν την ευλογία και τους κλωτσάει.

Δύο άλλα σατιρικά κείμενα που είναι δύσκολο να χρονολογηθούν είναι το στιχούργημα Φυσιολογική διήγησις του υπερτίμου Κρασοπατέρα και η Ακολουθία του ανοσίου τραγογένη Σπανού. Το πρώτο, γνωστό και ως «Φιλοσοφία του Κρασοπατέρα», είναι ένα σύντομο ποίημα 100 στίχων που εγκωμιάζει με χιουμοριστικό τόνο το κρασί. Το δεύτερο είναι καυστική σάτιρα εναντίον των «σπανών», δηλαδή των αγένειων, που αποτελούσαν αντικείμενο εμπαιγμού στο Βυζάντιο. Είναι συντεθειμένο με τη μορφή παρωδίας εκκλησιαστικών κειμένων, λογοτεχνικό είδος που δεν ήταν άγνωστο στο Βυζάντιο.

Διάδοση και επιδράσεις


Η λογοτεχνία που αναπτύχθηκε στα εδάφη της ύστερης βυζαντινής αυτοκρατορίας δεν περιορίστηκε σε αυτές τις περιοχές, αλλά οι τρόποι έκφρασης και κάποια μοτίβα διαδόθηκαν στις φραγκοκρατούμενες περιοχές και επηρέασαν τη συγγραφή άλλων έργων. Κάποια μυθιστορήματα πρέπει να ήταν γνωστά στον Εμμανουήλ Γεωργιλλά (ή Λιμενίτη), συγγραφέα από τη Ρόδο (1500 περίπου), που έγραψε τοΘανατικόν της Ρόδου και μια διασκευή της Βελισσαριάδας. Επιδράσεις από τα ερωτικά μυθιστορήματα διακρίνονται και σε μια συλλογή αυτόνομων ερωτικών ποιημάτων που πιθανολογείται ότι προέρχεται από τη Ρόδο, γνωστή ως «Καταλόγια».[11] Και ο Μαρίνος Φαλιέροςείναι πιθανό να γνώριζε κάποια ερωτικά μυθιστορήματα (ενδεχομένως το Λίβιστρος και Ροδάμνη), απ' όπου χρησιμοποίησε με χιουμοριστικό τρόπο μοτίβα στα ερωτικά ποιήματά του.[12] Τέλος, και ο Βιτσέντζος Κορνάρος ενδέχεται να γνώριζε κάποια βυζαντινά μυθιστορήματα (πιθανότατα τον ομοιοκατάληκτο Ιμπέριο και τη Θησηίδα, που είχαν τυπωθεί) που να τον επηρέασαν στη συγγραφή τουΕρωτόκριτου.

Κάποια από τα έργα της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας τους αιώνες μετά την πτώση της αυτοκρατορίας συνέχισαν όχι μόνο να αντιγράφονται, αλλά και να διασκευάζονται ώστε να προσαρμοστούν σε διαφορετικές αισθητικές απαιτήσεις. Οι παραλλαγές Κ και Ε τουΔιγενή Ακρίτη διασκευάστηκαν τον 15ο αιώνα εμπλουτιζόμενες με μυθιστορηματικά στοιχεία, στα πρότυπα των ερωτικών μυθιστορημάτων. Αυτή η διασκευή Ζ τον 16ο αιώνα διασκευάστηκε σε πεζή και σε ομοιοκατάληκτη μορφή. Σε ομοιοκατάληκτες εκδοχές διασκευάστηκαν επίσης το μυθιστόρημα Ιμπέριος και Μαργαρώνα, η Βελισαριάδα και το Συναξάριο του τιμημένου γαϊδάρου. Άλλα έργα γνώρισαν ευρύτερη διάδοση μέσω της τυπογραφίας, όπως η Ακολουθία του Σπανού, οι ομοιοκατάληκτες εκδοχές του Ιμπέριος και Μαργαρώνα και τουΑπολλώνιου, η Φυλλάδα του γαϊδάρου, η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου και η Ριμάδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Προβλήματα ορολογίας


Ένα βασικό πρόβλημα που ανακύπτει για την οριοθέτηση της δημώδους λογοτεχνίας είναι το κριτήριο που χρησιμοποιείται. Στην Ιστορία της βυζαντινής λογοτεχνίας του Καρλ Κρουμπάχερ, που καθόρισε τον τρόπο διαίρεσης και εξέτασης της βυζαντινής λογοτεχνίας, ως «δημώδη» είχαν χαρακτηριστεί κείμενα όχι μόνο ως προς τη δημώδη γλώσσα, αλλά και ως προς την υποτιθέμενη «λαϊκότητά» τους. Όμως κριτήριο της λαϊκότητας, με την έννοια ότι το έργο προερχόταν από λαϊκά στρώματα και απευθυνόταν σε αυτά, είναι προβληματικό, αφού υπάρχουν μαρτυρίες ότι τα πρώτα έργα στη δημώδη προορίζονταν για τους αυλικούς κύκλους (όπως η Αυτοβιογραφία του Γλυκά και τα επαιτικά ποιήματα του Πτωχοπρόδρομου),[13] ενώ αρκετοί συγγραφείς έγραψαν έργα τόσο σε λόγια, όσο και σε δημώδη γλώσσα.[14] Ακόμη, δεν πρέπει κανείς να παραγνωρίσει το γεγονός ότι, παρά το διαφορετικό υφολογικό επίπεδο, τα έργα της λόγιας και της δημώδους λογοτεχνίας προέρχονται από το ίδιο πολιτιστικό περιβάλλον και συχνά μοιράζονται θέματα ή μοτίβα, πρόκειται δηλαδή για ένα ενιαίο πολιτιστικά σύνολο και ο διαχωρισμός σε λόγια και δημώδη μπορεί να θεωρηθεί τεχνητός.[15] Ακόμη, τίθεται ένα ζήτημα χρονολογικό και γεωγραφικό: υπάρχουν έργα που δεν μπορούν να χρονολογηθούν με ακρίβεια και ενδέχεται να γράφτηκαν είτε πριν, είτε μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης.[16] Για άλλα έργα δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια εάν προέρχονται από τις περιοχές υπό φραγκική κατοχή ή τα εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επιπλέον, κάποια έργα που γράφτηκαν σε λατινοκρατούμενα εδάφη, είναι άμεσα επηρεασμένα από τη βυζαντινή νοοτροπία και λογοτεχνία.[17] Η κατάσταση περιπλέκεται και από το γεγονός ότι η ίδια περίοδος έχει καθιερωθεί να θεωρείται ως απαρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όχι μόνο εξαιτίας της γλωσσικής μορφής, αλλά και επειδή υπήρχε η τάση να τοποθετούνται οι πρώτες εκδηλώσεις της νεοελληνικής συνείδησης στα υστεροβυζαντινά χρόνια.[18]Και αυτό το κριτήριο θεωρείται σήμερα προβληματικό [19] και έχουν διατυπωθεί ποικίλες απόψεις που αποσυνδέουν τις απαρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας από τα βυζαντινά χρόνια.

Σημειώσεις και Πηγές

  1. Άλμα πάνω Βλ. για παράδειγμα την Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας του H.-G. Beck, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1988 (ειδικότερα σελ. 11-12)
  2. Άλμα πάνω G. Horrocks, Ελληνικά: Ιστορία της γλώσσας και των ομιλητών της, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2006, σελ. 328.
  3. Άλμα πάνω T. Lendari, "The beginnings of Greek vernacular literature", στον τόμο Greece. Books and Writers, Athens 2001, σελ. 18
  4. Άλμα πάνω R. Beaton, Η ερωτική μυθιστορία του ελληνικού μεσαίωνα, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996, σελ. 56.
  5. Άλμα πάνω T. Lendari, "Romances", στον τόμο Greece. Books and Writers, σελ. 25.
  6. Άλμα πάνω T. Lendari, "Romances", σελ.22
  7. Άλμα πάνω Beaton, Ερωτική μυθιστορία, σελ. 183.
  8. Άλμα πάνω Beck, Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας, σελ. 214-216.
  9. Άλμα πάνω Beck, Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας, σελ.237
  10. Άλμα πάνω Beck, Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας, σελ. 174-176.
  11. Άλμα πάνω Beaton, 'Ερωτική μυθιστορία, σελ. 333, σημ. 82.
  12. Άλμα πάνω Beaton, 'Μυθιστορία, σελ. 255-9
  13. Άλμα πάνω Beck, Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας, σελ. 36
  14. Άλμα πάνω Beck, Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας, σελ. 9-10.
  15. Άλμα πάνω Beck, Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας, σελ. 10.
  16. Άλμα πάνω Beck, Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας, σελ. 12.
  17. Άλμα πάνω Beck, Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας, σελ. 11-12.
  18. Άλμα πάνω Ενδεικτικά Λ. Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1978, σελ. 2-3
  19. Άλμα πάνω Lendari, "The beginnings of Greek vernacular literature", σελ. 18


ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ




γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης


 
Οι μεγάλοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας και του Γένους Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος, που έζησαν και έδρασαν τον 18ον αιώνα και στις αρχές του 19ου, αποτελούν μία νέα τριάδα μεγίστων φωστήρων, όπως οι παλαιοί Τρεις Ιεράρχαι, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών και λαμβανομένων υπ' όψιν των ιστορικών συγκυριών στις οποίες έζησαν με τις διαφορές και τις ομοιότητες. Σ' αυτούς προστίθεται και ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, πρωτουργός χρονικά του κινήματος, όχι όμως με την προσφορά και δραστηριότητα που οι τρεις άλλοι επέδειξαν στη συνέχεια, η οποία άλλωστε ήταν και η αιτία να συγκαταριθμηθούν στη χορεία των αγίων. Ονομάσθηκαν ειρωνικά Κολλυβάδες από τους αντιπάλους τους στο Άγιο Όρος, εξ αιτίας του ότι αντέδρασαν στην αντιπαραδοσιακή μεταφορά της τελέσεως των μνημοσυνών από το Σάββατο στην Κυριακή, γιατί ορθά και δίκαια εξετίμησαν ότι προσβάλλεται έτσι ο αναστάσιμος και πανηγυρικός χαρακτήρ της ημέρας.
Αυτό βέβαια ήταν εντελώς μικρή λεπτομέρεια μέσα στο όλο ανακαινιστικό και φωτιστικό τους έργο- απλώς τονίσθηκε και διογκώθηκε εσκεμμένα, ώστε όχι μόνο να αποκρύβει η άλλη τους προσφορά, αλλά και να συκοφαντηθούν οι ίδιοι, γιατί ασχολούνται με πράγματα μικρά και ασήμαντα, όπως είναι δήθεν τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα. Υπάρχουν μέχρι των ημερών μας ερευνηταί, οι οποίοι σμικρύνουν το έργο και την προσφορά τους, βλέποντάς το μέσα από αυτό το παραμορφωτικό πρίσμα της έριδος γύρω από τα μνημόσυνα. Ευτυχώς που τις τελευταίες δεκαετίες, κατά τις οποίες άρχισε η ελληνική ιστορική και θεολογική έρευνα να απελευθερώνεται σιγά-σιγά από τα δεσμά, τις εξαρτήσεις και τις επιρροές των Δυτικών, αποκαταστάθηκε η εικόνα της προσφοράς τους ως μιας ευρύτερης φιλοκαλικής αναγέννησης, που σημειώθηκε τον 18ο αιώνα. Η αναγέννηση αυτή είχε αποφασιστικές επιδράσεις στην τόνωση και ενίσχυση της παιδείας των υποδούλων ορθοδόξων λαών και στην διατήρηση της αυτοσυνειδησίας των, όχι μόνον απέναντι των Οθωμανών κατακτητών, αλλά και απέναντι των δυτικών μισσιοναρίων που όργωναν τις ορθόδοξες χώρες, ασκώντας προσηλυτισμό με αθέμιτα μέσα, προ παντός όμως εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια, την δουλεία και την φτώχεια των ορθοδόξων πιστών.
Ο κίνδυνος του εξισλαμισμού και του εκλατινισμού ήταν εξ ίσου μεγάλος, μεγαλύτερος μάλιστα ο δεύτερος, λόγω της ομοιότητος στη θρησκεία και του υψηλού πολιτιστικού επιπέδου των Δυτικών, που διευκόλυναν την αφομοίωση, ενώ ως προς το αλλόθρησκο Ισλάμ η αίσθηση της διαφοράς και της υπεροχής δημιουργούσε κάποιους φραγμούς και επιφυλάξεις. Έχει καταντήσει κλασική η ρήση του άλλου επίσης μεγάλου διδασκάλου και αγίου της ιδίας εποχής, του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, με την οποία εξηγεί γιατί επέτρεψε ο Θεός να σκλαβωθούμε στους Τούρκους και όχι στους Φράγκους, «Τριακόσιους χρόνους μετά την Ανάστασιν του Χριστού μας έστειλεν ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν και το είχαν Χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερον το εσήκωσεν ο Θεός από τους Χριστιανούς και έφερε τον Τούρκον και του το έδωσε διά ιδικόν μας καλόν, και το έχει ο Τούρκος 320 χρόνους (1453+320=1773). Και διατί έφερεν ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερεν άλλο γένος; Διά ιδικόν μας συμφέρον διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον εις την πίστιν, ο δε Τούρκος άσπρα άμα του δώσης, κάμνεις ό,τι θέλεις».
Για να αποφευχθούν πάντως οι εξισλαμισμοί και οι εκλατινισμοί και να μη γίνουν ποτάμι από μικροί χείμμαροι και αφανίσουν το Γένος στην πορεία τους, χρειαζόταν ο φραγμός και οι ρίζες της παιδείας, μετά μάλιστα από το βαθύ σκοτάδι της απαιδευσίας και της αμάθειας των προηγουμένων αιώνων. Ό,τι έκανε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός με τις περιοδείες του και την ίδρυση σχολείων σε λαϊκό επίπεδο, έκαναν σε υψηλότερη βαθμίδα οι Κολλυβάδες Άγιοι εκδίδοντας και ερμηνεύοντας κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, βίους και ακολουθίες αγίων, ύμνους της Εκκλησίας, ακόμη και σχολικά εγχειρίδια Γραμματικής, Ρητορικής, Φιλοσοφίας και μάλιστα θύραθεν συγγραφέων, αρχαίων Ελλήνων και Δυτικών. Αυτό που προείχε ήταν να φωτισθεί το Γένος και να σταθεί στην πίστη και στις παραδόσεις των Πατέρων, να διασωθεί ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός. Έπρεπε στα σχολεία που άρχισαν να πυκνώνουν, στους δασκάλους, στους μοναχούς, στους κληρικούς να εξασφαλισθεί η δυνατότης να κατανοούν τα ελληνικά κείμενα με τη σχολική παιδεία, αλλά και να τους προσφερθούν τέτοια κείμενα με εκδόσεις, γιατί τα χειρόγραφα εσπάνιζαν, κρυμμένα σε μοναστηριακές βιβλιοθήκες ή συλημένα από επιτηδείους ξένους περιηγητάς.
Μπορεί μάλιστα κανείς να εντοπίσει μέσα στην εντυπωσιακή πράγματι εκπαιδευτική και συγγραφική δραστηριότητά τους και ειδική τάση και δράση απέναντι στον κίνδυνο των εξισλαμισμών και των εκλατινισμών. Είναι γνωστόν ότι πολλοί από τους Νεομάρτυρες είχαν ως «αλείπτας», ως προπονητάς θα ελέγαμε, οι οποίοι ψυχολογικά τους ετόνωναν και τους εστήριζαν στο δρόμο του μαρτυρίου, Κολλυβάδες αγίους, όπως τον Άγιο Μακάριο και τον Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη. Και είναι βέβαιο πως όσα με παρρησία λέγουν πολλοί Νεομάρτυρες στις απολογίες τους απέναντι των Τούρκων δικαστών, προβάλλοντας την υπεροχή της Χριστιανικής πίστεως απέναντι στην θρησκεία του Μωάμεθ, την οποία υποτιμούν και απορρίπτουν, απηχούν τη διδασκαλία των Κολλυβάδων Αγίων. Πολλούς από τους διαλόγους αυτούς των Νεομαρτύρων με τους Τούρκους δικαστάς, που θυμίζουν τα αρχαία μαρτυρολόγια, διέσωσε ο άγιος Νικόδημος στο «Νέο Μαρτυρολόγιο». Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να ερμηνευθούν και τα ειδικά αντιλατινικά έργα του Αγίου Αθανασίου Πάριου «Αντίπαπας», «Ουρανού κρίσις», «Ο Παλαμάς εκείνος», και όσα άλλα σε ειδικά ή μη έργα γράφουν για τις εκτροπές και τις πλάνες των Λατίνων όλοι τους.
Η προσφορά βέβαια των Κολλυβάδων στο χώρο της παιδείας και του πολιτισμού δεν περιορίζεται μόνο στην ενίσχυση της αυτοσυνειδησίας των Ορθοδόξων απέναντι στον διπλό κίνδυνο των επιρροών και αφομοιώσεων από Ανατολή και Δύση, που είναι και αυτή πολύ μεγάλη. Έχει και μία άλλη, εξ ίσου ευρεία διάσταση, στον χώρο της οποίας φάνηκε ότι δεν είχαν τότε τόσο μεγάλη επιτυχία, όχι γιατί η διδασκαλία τους δεν είχε απήχηση, αλλά διότι δυστυχώς ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία που εδημιούργησαν ένα οικουμενικό κράτος με οικουμενική ακτινοβολία, την Ρωμιοσύνη του Βυζαντίου, που άντεχε και κρατούσε όρθια την ψυχή και το πνεύμα του και κάτω από τη σκληρή δουλεία των κατακτητών, μετά το 1821 δέχθηκαν σοβαρά πλήγματα.
Το νέο κράτος αποκόπηκε βίαια από την ελληνορθόδοξη παράδοση, εγκατέλειψε την παραδοσιακή ελληνοχριστιανική παιδεία και εστράφη καθοδηγούμενο και κηδεμονευόμενο από τη Δύση εναντίον της Βυζαντινής του κληρονομιάς, των Αγίων και των Πατέρων, των ιερών και όσιων του Γένους.

Είναι γνωστόν ότι οι Κολλυβάδες Άγιοι ήλθαν σε σύγκρουση, ιδιαίτερα ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, με τους ευρωπαϊστάς και ευρωπαΐζοντας εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, οι οποίοι υιοθέτησαν τις ιδέες του Γαλλικού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επαναστάσεως, ακόμη και την αθεΐα του Βολταίρου, και προσπάθησαν να στρέψουν την πορεία του νεοελληνικού πολιτισμού προς την κλασική αρχαιότητα, εκθειάζοντας και προβάλλοντας την θύραθεν, την κοσμική σοφία και γνώση και υποτιμώντας ή αγνοώντας την θεία σοφία.
Ο ορθός λόγος, η επιστήμη, η γνώση, η ελευθερία ήσαν οι νέες θεότητες του κηρύγματος του Διαφωτισμού. Ή βυζαντινή σύνθεση, όπου κατορθώθηκε η διάσωση και η ενίσχυση των υγιών στοιχείων του ελληνικού πνεύματος στην υπηρεσία του θείου κηρύγματος της αγάπης, της ταπεινώσεως, της καταλλαγής που απέρρεαν από το κήρυγμα του Ευαγγελίου του Σταυρού, εγκαταλείφθηκε και υποτιμήθηκε. Ήταν ουσιαστικώς ένας νέος διωγμός εναντίον της Εκκλησίας υπό άλλη μορφή, που συγγενεύει πολύ με την απόπειρα του Ιουλιανού του Παραβάτου τον 4ο αιώνα να αναβιώσει τον ακραιφνή Ελληνισμό εναντίον του Χριστιανισμού και του Βαρλαάμ του Καλαβρού τον 14ο αιώνα να περάσει, μέσα στο ορθόδοξο Βυζάντιο, τον σχολαστικισμό και ορθολογισμό της Δυτικής Αναγέννησης, απορρίπτοντας την δοκιμασμένη μέθοδο φωτισμού και τελειώσεως των Πατέρων της Ανατολής, που έδιναν τα πρωτεία στη θεία σοφία χωρίς να απορρίπτουν την κοσμική, την ανθρώπινη.
Οι Τρεις Ιεράρχαι του 4ου αιώνος, ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος θεολόγος και ο Ιωάννης Χρυσόστομος, με την έξοχη ελληνική παιδεία τους, όπως και ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς τον 14ο αιώνα, δεν επέτρεψαν την οπισθοδρόμηση προς ένα νοσηρό κλασικισμό που τοποθετεί το κτιστό πάνω από το άκτιστο, την ανθρώπινη σοφία πάνω από την θεϊκή σοφία, τα άθεα γράμματα πάνω από τα θεωτικά, όπως έλεγε ο όσιος μοναχός Χριστόφορος Παπουλάκος, βλέποντας την εσφαλμένη πορεία που ακολούθησαν μετά το 1821 οι δυτικοτραφείς λόγιοι και κληρικοί υιοθετώντας πλήρως τις θέσεις των Ευρωπαίων Διαφωτιστών.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι αγωνισταί του 1821, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Παπαφλέσσας και άλλοι, γαλουχημένοι με το πνεύμα της παραδόσεως των Κολλυβάδων, βρέθηκαν προδομένοι και στο σημείο αυτό. Αγωνίσθηκαν για να απελευθερώσουν σωματικά τους Έλληνες από τους Τούρκους, και είδαν την Ελλάδα να υποδουλώνεται πνευματικά, να παραδίδει την ψυχή, το πνεύμα της στους Ευρωπαίους. Ο εκλατινισμός επανήλθε με τη μορφή του εξευρωπαϊσμού και του εκδυτικισμού. Η Δύση που δεν μπόρεσε ούτε στο ελεύθερο Βυζάντιο με τον Βαρλαάμ Καλαβρό να «διαφωτίσει», δηλαδή να σκοτίσει τους Έλληνες, γιατί αντέδρασε ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς με το κίνημα του Ησυχασμού, ούτε στην Τουρκοκρα¬τία, λόγω του νέου φιλοκαλικού - ησυχαστικού κινήματος των Κολλυβάδων, επεχείρησε να πάρει τη ρεβάνς μετά το 1821 θέτοντας υπό πνευματική κηδεμονία το νεοελληνικό κράτος, την παιδεία και τον πολιτισμό του. Φαίνεται όμως ότι και πάλι βγαίνει νικημένη. Οι δυσφημισμένοι ακόμη και κατά το όνομα Κολλυβάδες επηρεάζουν τώρα βαθύτατα την ορθόδοξη πίστη και ζωή ως γνήσιοι συνεχιστές της πατερικής ησυχαστικής παραδόσεως. Το Άγιον Όρος που τους εξέθρεψε, όπως και τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, μπορεί να καυχά¬ται για τους μεγάλους αυτούς διδασκάλους της Ορθοδοξίας και του Γένους.

1. Ό χαρακτηρισμός του κινήματος ως φιλοκαλικής αναγέννησης επεκράτησε με¬τά τη μελέτη του μητροπολίτου Μαυροβουνίου Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η φιλοκαλική αναγέννησις του ΙΗ' και ΙΘ' αι. και οι πνευματικοί καρποί της, Αθήναι 1984. Δεν παραθέτουμε εδώ τη σχετική με το κίνημα των Κολλυβάδων βιβλιογραφία. Για τους δύο εξ αυτών έγιναν στις ημέρες μας επιστημονικά συνέδρια, ένα για τον Αθανάσιο Πάριο στην Πάρο, τον Σεπτέμβριο του 1998, και ένα για τον Άγιο Νικόδημο Αγιορεί¬τη στην Ιερά Μονή Αγίου Νικόδημου στη Γουμένισσα Κιλκίς, τον Σεπτέμβριο του 1999, με ενδιαφέρουσες εισηγήσεις και πλήρη βιβλιογραφική κάλυψη. Εντός του έ¬τους θα κυκλοφορήσουν τα πρακτικά και των δύο συνεδρίων. Στον Άγιο Αθανάσιο Πάριο αναφέρονται επίσης οκτώ εισηγήσεις που έγιναν κατά το επιστημονικό συνέ¬δριο που έγινε στην Πάρο το Σεπτέμβριο του 1996 για την Εκατονταπυλιανή. Τα πρα¬κτικά έχουν εκδοθή από το Ιερό Προσκύνημα Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου• Η 'Εκατονταπυλιανή και η Χριστιανική Πάρος. Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσί¬ου (Πάρος 15-19 Σεπτεμβρίου 1996), Πάρος 1998. 

Μια προσέγγιση στη νουβέλα «Φιμωμένος θυμός»



γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου


της Γιάννας Λάμπρου,
από τις «Μικρές εκδόσεις»

Είναι η συμβατικά δομημένη κοινωνία με τις απαγορεύσεις της, τις επιταγές της (δυσανάλογες των επιθυμιών του μέσου ανθρώπου), τις πιέσεις της μέχρι ασφυκτικού αποκλεισμού που συνθλίβει το άτομο ή μήπως η προσωπική ιστορία του καθενός με τις ευθύνες που συμμαζεύει στο διάβα της, που οδηγεί τον άνθρωπο σε εσωτερική σύγκρουση, καταστροφική εντέλει; Με δεδομένο ότι δύσκολα μπορεί να διαχωριστεί ο ιδιωτικός χώρος της αυτοσυνειδησίας από τον δημόσιο χώρο της κοινής έκθεσης, δύσκολα ομοίως μπορεί και να απαντηθεί το παραπάνω θεμελιακό οπωσδήποτε ερώτημα.
Στο πεζογράφημά της η Γιάννα Λάμπρου επιχειρεί με έναν καταιγιστικό τρόπο γραφής, που δεν σε αφήνει να ανασάνεις μέχρι να ολοκληρώσεις την ανάγνωση, όχι μόνο να προσεγγίσει το δισυπόστατο αυτής της πορείας αλλά και να προτείνει εμμέσως ένα είδος υπέρβασης του αδιεξόδου που δημιουργείται αναπόφευκτα.
Ο χώρος, απολύτως “καφκικός”, μια «ανθρώπινη γεωγραφία σε κάθετη κατανομή», μορφές και δομές κυριαρχίας που ανεβαίνουν σε έξι ορόφους, μια απίστευτη περιγραφή ιεραρχίας, σαν να λέμε από τα πιο ταπεινά κρουστά ως τον απόλυτο κυρίαρχο μαέστρο. Στα κατώτερα δώματα μια σωρεία απλών ανθρώπων-εργαλείων, με μόνη αρμοδιότητα την εξυπηρέτηση του κοινού μέσα σε μια ατμόσφαιρα «τυφλής εχθρότητας» με όλο το συνακόλουθο «μαράζι του στερημένου και το μίσος της ρίζας», που τρέφουν όσοι γνωρίζουν πως δεν ελπίζουν σε καμιά ανθοφορία του κορμού τους. Ανεβαίνοντας την κλίμακα οι «εκτός συναγωνισμού επιλεγμένοι» -κυνηγοί αυτοί- πρωταγωνιστές όπου μπορούν και όσο τους επιτρέπεται από τον “σκηνοθέτη” που καθορίζει ρόλους και συμπεριφορές. Φυσικά ευτυχισμένοι στα μάτια του πλήθους που αποκλεισμένο τους κοιτάζει.
Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό, ο ήρωας Νικήτας, απλός μηχανικός, με όνειρο φυγής. Αλλά πώς; Στην υπηρεσία κι αυτός του «αιμοβόρου καπιταλιστή»  Ντηλ, «κυνική επιδερμίδα-φύλακας κωφάλαλου σώματος με μυρωδιά ληγμένης κονσέρβας» και του Ασίστοντηλ. Γυναικείες παρουσίες η στερημένη «ανύμφευτη της διαιώνισης, ανέστια της τρυφερότητας» Ερωλύπη, με σημαίνοντα ρόλο στη διοίκηση, η «δολίως όμορφη» Ρέα, να ισορροπεί ανάμεσα στην εύνοια του αφεντικού της και στην εχθρότητα που κρύβει γι’ αυτόν μέσα της. Ο απαραίτητος συνδικαλιστής “Τσε”, «μιλούσε για δικαιώματα εργαζομένων και εκμετάλλευση της πλουτοκρατίας, για –ισμούς και άλλες απαρχαιωμένες και δοκιμασμένες ενεχυριάσεις του ανθρώπου…Αυτοί οι θεωρητικοί…αμείλικτοι ανθρωπιστές είχαν ποτέ αγαπηθεί;».
Στην προσωπική ζωή του Νικήτα «πολλά ληγμένα κεφάλαια» γιατί τουλάχιστον αυτό το έχει καταλάβει: «στις χίλιες χειραψίες η μία τσακίζει. Στα εκατό βλέμματα ένα πυρπολεί. Στις χίλιες κινήσεις μία χαϊδεύει. Και μία τιμωρεί». Αυτή η μία τόσο διακριτή στη ζωή του δεν υπάρχει πια, η Μιρέλλα του, που πια μόνο με τη σκέψη επικοινωνεί μαζί της. Υπάρχει, όμως, ο Μύρωνας, ο φίλος. Από αυτούς που «όντας πυρπολημένοι δεν καταδέχτηκαν να φορέσουν τη στολή της λύπης, αλλά με δυνατά σαν κεραυνούς άλογα επέτρεψαν να καλπάζει ο νους, να ξεγελά τους δαίμονες στους γκρίζους καιρούς της αμφισημίας των απωλειών, των ενστίκτων». Ο Μύρωνας με τη δική του Έλσα κι αυτός, «το κουβάρι-Έλσα».
Ο Νικήτας και ο Μύρωνας, σε μια βραδιά αμοιβαίων εκμυστηρεύσεων, με τα απαραίτητα λόγια που η μακρόχρονη φιλία τους αφήνει να ειπωθούν, θα ξαναπερπατήσουν στον προσωπικό του δρόμο ο καθένας, σε απόπειρα ερμηνείας της φωτιάς που τους καίει και τους δύο, σε μια ανίχνευση λυτρωτικής οδού. Αυτό που ενδόμυχα ψάχνουν είναι περισσότερο μια επαναστατική πρόταση που θα τους απεγκλωβίσει από τον παραλογισμό της συμβατικής συνύπαρξης μέσα σε κόσμο που τους απανθρωποποιεί όλο και περισσότερο. «Παλιό, επαναστατικό. Ερωτικό. Τέλος πάντων, το ίδιο δεν είναι; -Ναι, ό,τι περιπολεί στον ουρανό τρελαμένο για φως, ό,τι δεν καταδικάζει τον άνθρωπο σε απερήμωση, ώσπου εξαντλημένος να ομογενοποιηθεί, ναι, είναι Επανάσταση».



Έτσι, μέσα από τον προσωπικό δρόμο του ο καθένας, ερμηνεύοντας την ιδιωτική του ιστορία σωστά, θα οδηγηθεί στη λύτρωση. Γιατί, αυτό που ευφυώς μας λέει εδώ η συγγραφέας είναι ότι αν δεν αναμετρηθεί  ατομικά ο καθένας με τις δικές του προσωπικές συντεταγμένες, αυτές που όρισαν τη ζωή του, δεν θα μπορέσει να επεκτείνει λυτρωτικά τον εαυτό του στον κοινό χώρο των συγκρούσεων και των συμφερόντων, δεν θα κατορθώσει να εισηγηθεί την επανάσταση, την αλλαγή των όρων ζωής. Θα είναι καταδικασμένος να συμπλέει, στην καλύτερη για την ανέλιξή του εκδοχή, με τους κάθε φορά ισχυρότερους ή να υποτάσσεται πάντα με τους όρους των άλλων σε μια επίπεδη ζωή, που όμως δεν θα μπορεί να υπερβεί ούτε κατ’ ελάχιστο την παράλογη διαστρωμάτωσή της.
Αυτή η προσωπική επανάσταση είναι που θα οδηγήσει τα πράγματα στη φυσιολογική τους θέση. Ο Νικήτας μπορεί να αφεθεί να αγκαλιάσει «φιγούρες που δεν πείραξαν τα φαντάσματα» μακριά από αυτούς που δεν τον ενώνει τίποτα κηρύσσοντας με τη στάση του την έν-σταση, την αντί-σταση, τη διά-σταση.

Ο «φιμωμένος θυμός», μια ολιγοσέλιδη πεζή γραφή για τον θυμό που εσωκλείεται στον καθένα “ζωντανό” ακόμη άνθρωπο. Με μια γλώσσα που αντιμάχεται κατά μέτωπο την πεζότητα, με περιγραφές που στοχεύουν ίσα κατ’ ευθείαν στο κέντρο των προσώπων δείχνοντας πως η συγγραφέας όχι μόνο ξέρει να δομεί τον λόγο της μέσα στα πλαίσια της ουσιαστικής συντομίας αλλά και γνωρίζει καλά τη λειτουργία των λέξεων, χρησιμοποιώντας πότε την κυριολεκτική και πότε τη μεταφορική τους σημασία. Απρόσμενοι συνδυασμοί συχνά αποδίδουν ορθότερα την ουσία των εννοιών, επίθετα που δίπλα στα ουσιαστικά καταξιώνουν ακριβώς τον χαρακτήρα τους, υπογραμμίζοντας αλλά και οριοθετώντας την ουσία των ονομάτων. Και μόνο στην επιλογή των ονομάτων των προσώπων να μείνουμε, θα δούμε πως σημαίνουν κάτι περισσότερο από την επιφανειακή τους δήλωση. Η γλώσσα εδώ δεν είναι διακοσμητική. Είναι καίρια στη χρήση της με σαφή επίγνωση του ρόλου της, δεν είναι απλώς ένας κώδικας επικοινωνίας· είναι ερμηνεία ταυτόχρονα αυτής της επικοινωνίας, μια υποβοήθηση της κατανόησης καταστάσεων που υποκρύπτονται και αναζητούν το λογικό νήμα που τις συνδέει.
«Ανιχνευτής του εξαίρετου», όπως ο ήρωάς της, η συγγραφέας εδώ με τις λέξεις της και τη σημασία τους, με τα νοήματα που ανιχνεύει πίσω από τα φαινόμενα, μας προτείνει ακριβώς αυτό: την εξαίρεση στον κανόνα. Την αντίσταση στη στάση ζωής που κοινώς επιχειρείται., όσο κι α αυτό συνιστά μια δύσκολη υπέρβαση. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε απαισιόδοξο και «μαύρο» το “καφκικό” τοπίο του βιβλίου της; Από κάποια οπτική οπωσδήποτε. Αλλά ας θυμηθούμε πως και ο Κάφκα υποδείκνυε τις ανοιχτές πόρτες, για όποιον φυσικά είχε τα μάτια να τις δει ανοιχτές και όχι θεόκλειστες, όπως φαινόντουσαν. Θέμα επιλογής; Όπως και κάθε τι άλλο, άλλωστε.


Διώνη Δημητριάδου

Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος – Ιστορία του ελληνικού έθνους

Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος – Ιστορία του ελληνικού έθνους (PDF, 14 τόμοι, εκδ. Ελευθερουδάκη)
Τα βιβλία κατεβαίνουν ελεύθερα από τους συνδέσμους:
 Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος – Ιστορία του ελληνικού έθνους (PDF, 14 τόμοι, εκδ. Ελευθερουδάκη)
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος – Ιστορία του ελληνικού έθνους (PDF, 14 τόμοι, εκδ. Ελευθερουδάκη)
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ 1-26 - Παπαρρηγόπουλος / National Geographic Collection
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ 1-26 – Παπαρρηγόπουλος / National Geographic Collection
Δείτε ακόμη: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ 1-26 – Παπαρρηγόπουλος / National Geographic Collection

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Στην Ελλάδα το 1863: “Ξύλο στους βουλευτές γιατί αύξησαν τους μισθούς τους”





Όταν ο λαός ξεσηκώθηκε γιατί, εν μέσω κρίσης, οι βουλευτές πήραν αύξηση. 

«Θα μας πάρουν με τις πέτρες», έχει προειδοποιήσει ο πρωθυπουργός. Και η φράση αυτή από τότε που την είπε επαναλαμβάνεται συχνά από εκπροσώπους του πολιτικού κόσμου.

Και δεν μιλούν στον αέρα. Γιατί ξέρουν πως υπάρχουν και ιστορικά προηγούμενα. Και όχι μόνο ένα στην ιστορία του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο λαϊκός ξεσηκωμός το 1863 λίγο μετά την έξωση του βασιλιά Όθωνα και πριν έρθει στη χώρα ο Γεώργιος Α. Τότε, εν μέσω βαθύτατης οικονομικής κρίσης και φτώχειας των λαϊκών στρωμάτων, η Εθνική Συνέλευση αποφάσισε την αύξηση της αποζημίωσης των πληρεξουσίων. 

Ένα επεισόδιο της ελληνικής ιστορίας με στοιχεία που ομοιάζουν πολύ με αυτά που ζούμε σήμερα. Και αν σήμερα κυριαρχούν οι λέξεις λαμόγια και λαμογιές, τότε κυριαρχούσαν οι λέξεις λουφές (μπαχτσίσι, φιλοδώρημα, λάδωμα) και λουφέδες. 

Τότε το κρατικό ταμείο ήταν άδειο αφού οι κυβερνήσεις που διόριζε ο Όθωνας είχαν σπαταλήσει όλα τα δημόσια έσοδα σε περιττές δαπάνες για τους ανθρώπους του Παλατιού και των μηχανισμών που είχαν στήσει σε όλη τη χώρα για να τους διατηρούν στην εξουσία. 

Έμπαινε λοιπόν επί τάπητος το ζήτημα των οικονομιών. Από πού θα έκοβαν δαπάνες; Πρώτα από όλα από τους μισθούς των δημόσιων υπαλλήλων καληώρα όπως γίνεται και τώρα. Έτσι στα τέλη του Φεβρουαρίου και τις αρχές Μαρτίου 1863 άρχισε στη Συνέλευση η συζήτηση για τις περικοπές των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και την επιβολή φόρων στους κτηνοτρόφους. Η συζήτηση γινόταν στη σκιά των αιματηρών συγκρούσεων που είχαν μόλις τελειώσει και έμειναν στην ιστορία ως «Φεβρουαριανά». 

Οι συζητήσεις ήταν έντονες. Οι υποστηρικτές της μείωσης των μισθών των υπαλλήλων και της φορολόγησης των κτηνοτρόφων επέμεναν ιδιαίτερα στο επιχείρημα ότι αν δεν μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες, τότε δεν θα εξυπηρετηθεί και η αποπληρωμή των υπέρογκων δανείων στα οποία είχε υποχρεωθεί να προχωρήσει η Ελλάδα ήδη από τον αγώνα της ανεξαρτησίας. Από την άλλη πλευρά πληρεξούσιοι ζήτησαν να περικοπούν αναλογικά και οι μισθοί άλλων κατηγοριών υψηλόμισθων όπως των αρχιερέων (κατά 50%). Όμως οι προτάσεις αυτές δεν έγιναν δεκτές. Τελικά το νομοσχέδιο για τις περικοπές στους μισθούς και τη φορολόγηση της κτηνοτροφίας, παρά τις αντιδράσεις, ψηφίστηκε, αλλά το κλίμα στις λαϊκές μάζες ήταν πάρα πολύ βαρύ. Πολύ περισσότερο που η προσωρινή κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά την έξωση του Όθωνα είχε απονείμει σωρηδόν βαθμούς σε αξιωματικούς που πήραν μέρος στις κινήσεις για την απομάκρυνση του έκπτωτου βασιλιά επιβαρύνοντας έτσι το δημόσιο ταμείο και προκαλώντας τη δυσφορία της κοινής γνώμης. 

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες κατατέθηκε και η πρόταση για την αύξηση της αποζημίωσης των πληρεξουσίων. Η συζήτηση άρχισε στις 20 Μαρτίου. Το προεδρείο πρότεινε ψήφισμα που προέβλεπε τη χορήγηση μηνιαίας αποζημίωσης στους πληρεξουσίους 400 δραχμών. 

Ένα ποσό ιδιαίτερα υψηλό για τα δεδομένα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και την οικονομική κατάσταση της χώρας. Ενδεικτικά αξίζει να σημειωθεί ότι γύρω στο 1880 (και με βάση το νόμο ΑΓ/1846) ήταν 800 δραχμές το μήνα και των πρωθυπουργών 1.200. Την ίδια εποχή, όπως σημειώνεται και στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (τ. ΙΔ, σελ 13), «το μέσο ετήσιο εισόδημα των 10 μεγαλύτερων γαιοκτημόνων της χώρας δεν ξεπερνούσε έως την προσάρτηση της Θεσσαλίας τις 20.000 δραχμές το χρόνο», ενώ «ελάχιστα χρόνια πριν το 1874 δεν υπήρχαν παρά τρεις βιομηχανικές μονάδες που να παράγουν προστιθέμενη αξία μεγαλύτερη από 100.000 δραχμές το χρόνο». 

Με αυτά τα δεδομένα ήταν φυσικό ότι και στο άκουσμα μόνο της πρότασης θα ξεσηκώνονταν θυελλώδεις αντιδράσεις. Ο Γ. Κορδάτος γράφει στη «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» (τ. 12ος, σελ.167): 

«Μόλις διαβάστηκε η πρόταση αυτή, το ακροατήριο άρχισε τα ποδοκροτήματα και τα γιουχαΐσματα: 

-Αίσχος! Ντροπή! 

-Ο λαός πεινά και σεις μας φορολογείτε για να σιτίζεσθε από το δημόσιο Ταμείο. 

Το λόγο παίρνει ο πληρεξούσιος Άχολος ο οποίος απευθύνεται στο ακροατήριο για να τον διακόψει ο πρόεδρος της Συνέλευσης Μωραϊτίνης ο οποίος του λέει πως δεν έχει δικαίωμα να απευθύνεται στους ευρισκόμενους στα θεωρεία αλλά μόνο στη Συνέλευση. Στα πρακτικά του Σώματος αναφέρονται τα εξής: 

«Άχολος: Δεν το ήξερα, με συμπάθειο, Κύριοι, είμαι ο φτωχότερος απάντων, δεν απαιτώ τίποτε και το λέγω, πρώτος, και με συγχωρείτε, διότι θα λάβω μεγάλην τόλμην, δεν το λέγω ούτε να προσβάλω, ούτε να επαινέσω κανένα, σας λέγω ότι μέγα μέρος των Πληρεξουσίων ίσως το 1/3, οι οποίοι δεν μισθοδοτούνται, είναι φίλοι μου, συμπατριώται μου, έχουν 4 μήνας εδώ, αφήκαν τας γυναίκας των, αφήκαν τα παιδιά των (γέλωτες και θόρυβος), μη κρύβεσθε εις το δάκτυλόν σας, όλοι θέλετε μισθόν, ειπέτε το λοιπόν, ο ένας θέλει να το ειπή προ δύο μηνών, ο άλλος ζητεί πέντε τάλληρα και δεν το ευρίσκει, ο άλλος λέγει, ο αγρός είναι άσκαφτος (θόρυβος). Τέλος πάντων προτείνω και πιστεύω ότι η Συνέλέυσις παμψηφεί θα το δεχθή να δοθούν 200 δραχμαί εις καθένα-πολλοί κάθηνται έξ μήνας εδώ και δεν έχουν ψωμί, δεν έχουν παπούτσια (γέλως), είμαι ο χειρότερος και ζητώ συγγνώμην, να ερωτηθή η Συνέλευσις. 

Ο Βάσος εν μέσω αντεγκλήσεων κηρύσσεται κατά πάσης αποζημιώσεως και προτείνει και όσοι παίρνουν μισθόν από άλλας αιτίας να τον αφήσουν, διότι δεν έχει το Ταμείον χρήματα. 

Ο Διομήδης Κυριακού τονίζει ότι πρέπει όλοι να παραιτηθώμεν παντός μισθού, εν ανάγκη δε διά τους τελείως απόρους να θεσπισθή μικρά τις αποζημίωσις. Ας πωλήσωμεν, λέγει, ό,τι έχομεν ο καθένας δια να συντηρηθώμεν παρά να δώσωμεν αφορμήν κατακρίσεως. 

Ο Ζέρβας κηρύσσεται υπέρ της χορηγήσεως αποζημιώσεως ως αναγκαίας. 

Ο Μπουντούρης προτείνει να δοθή δι’ έκαστον πίστωσις 200 δρχ. κατά μήνα και όστις θέλει ας τα λάβη. 

Ο Βαλτινός προτείνει 300δραχμον μηνιαίαν αποζημίωσιν. 

Ο Ζαΐμης κηρύσσεται υπέρ της χορηγήσεως αποζημιώσεως τινός διότι η άμισθος παροχή υπηρεσιών είνε αρχή πλουτοκρατική και την απεδέχθησαν μόνον αι αριστοκρατικαί κοινωνίαι. Ουδαμού, λέγει, υπάρχει παράδειγμα αμίσθου εκπληρώσεως των καθηκόντων του πληρεξουσίου ή βουλευτού. Τας πλουτοκρατικάς και αριστοκρατικάς αρχάς τας απέκρουα πάντοτε, διότι δεν δύνανται να εμφυτευθούν εις έδαφος καθαρώς δημοκρατικόν, όπως το Ελληνικόν». 

Ακολούθησε μέσα σε σφυρίγματα και γιουχαΐσματα η ψηφοφορία. Η πρόταση ψηφίσματος εγκρίθηκε με μια μικρή τροποποίηση όπως γράφει ο Κορδάτος: «Όσοι από τους πληρεξουσίους είναι υπάλληλοι και έχουν μισθό μικρό θα παίρνουν μηνιάτικη αποζημίωση τόση ώστε να φτάνουν τις 300 δραχμές. Όσοι πάλι δεν έχουν κανέναν μισθό θα παίρνουν και αυτοί από το Δημόσιο Ταμείο 300 δραχμές. Θα εξαιρούνται μόνο όσοι δεν παρακολουθούν τις συνεδριάσεις της Συνέλευσης ή απουσιάζουν στις επαρχίες τους. Αυτοί δεν θα παίρνουν πεντάρα». 

«Γιούχα παραδόπιστοι, γιούχα εκμεταλλευτές» 

Μόλις έγινε γνωστή η είδηση της έγκρισης του ψηφίσματος η Αθήνα ξεσηκώθηκε και την άλλη μέρα έγιναν μεγάλες ταραχές που οδήγησαν στην πρόσκαιρη μη εφαρμογή του, όχι όμως και στη ρητή κατάργησή του. Να τι γράφει ο Κορδάτος: 

«Ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους και με γιουχαΐσματα υποδέχτηκε το ψήφισμα για τη βουλευτική αποζημίωση. 

Από νωρίς χιλιάδες κόσμου μαζεύτηκαν μπροστά στη Βουλή και έβριζαν τους πληρεξούσιους που έβγαιναν: 

-Γιούχα, παραδόπιστοι. 

-Γιούχα, εκμεταλλευτές. 

Γιούχα… 

Ύστερα σχηματίστηκε μεγάλη διαδήλωση. Μαζί με το λαό ήταν και πολλοί εθνοφύλακες και στρατιώτες. Όλοι τους φώναζαν: Γιούχα-Κάτω ο Λουφές! 

-Πάμε στο σπίτι του Μωραϊτίνη, είπε κάποιος, πάμε να του πούμε να καλέσει τη Συνέλευση, τώρα αμέσως για να ακυρώσει το ψήφισμα-Λουφε. 

-Πάμε, φώναζαν όλοι. 

Σε λίγο βρέθηκαν χιλιάδες λαού μπροστά στο σπίτι του Μωραιτίνη, που τους υποσχέθηκε ότι ‘στην προσεχή συνεδρίασιν θα ενεργήση τα δέοντα’. 

Ύστερα ο λαός και ο στρατός πήγε στο σπίτι του Ζαΐμη και όχι μόνο έβριζε αλλά και πετροβολούσε. Δεν έμεινε τζάμι για τζάμι. Έσπασαν ακόμα και τα παραθυρόφυλλα. Παραλίγο να βάλουν και φωτιά. Τα ίδια έγιναν και στο σπίτι του Βαλτινού. Απεκεί πήγαν στο σπίτι του Κουμουνδούρου γιατί διαδόθηκε ότι εκεί συνεδρίαζαν πολλοί πληρεξούσιοι. 

Μόλις έφτασαν εκεί άρχισαν τα γιούχα και οι βρισιές και απειλές. Από το σπίτι όμως του Κουμουνδούρου άρχισαν πυροβολισμοί στον αέρα. 

Τότε το πλήθος μάνιασε και ακούστηκε μυριόστομη η φωνή: 

-Στα όπλα! 

Μέσα σε λίγη ώρα το σπίτι του Κουμουνδούρου έγινε γυαλιά καρφιά. Καταστράφηκε. Το πλήθος με ρόπαλα, με πέτρες, με τσαπιά και μπαλτάδες ρίχτηκε καταπάνω. 

-Ακούς εκεί οι λουφέδες να θέλουν να μας σκοτώσουν! 

-Βαράτε τους! 

-Οι άτιμοι μας φορολογούν και, ενώ εμείς δεν έχουμε να φάμε, αυτοί θα τσεπώνουν 300 δραχμές το μήνα! 

Αν δεν έφτανε η Χωροφυλακή, το σπίτι του Κουμουνδούρου θα ξεθεμελιωνόταν. 

Την άλλη μέρα (22 Μάρτη) έγινε μυστική συνεδρίαση και αποφασίστηκε να μην ανακληθεί μεν το ψήφισμα για την αποζημίωση των πληρεξουσίων, αλλά να μείνει ανεκτέλεστο ως το τέλος των εργασιών της Συνέλευσης». 

«Κάτω ο λουφές!» 

Η ανάμνηση του ξεσηκωμού των Αθηναίων για την αύξηση του μισθού των πληρεξουσίων ήταν έντονη για πάρα πολλά χρόνια. Γράφτηκαν μάλιστα και πολλά τραγούδια για το ζήτημα αυτό, που εξέφραζαν τη λαϊκή οργή. Ένα από αυτά δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Παλιγγενεσία» και οι πρώτοι στίχοι του άρχιζαν ως εξής: 

«Ανοίξετε τα μάτια σας 

πατέρες προκομένοι 

καλός, καλός είν’ ο λαός 

αλλ’ όταν χάνει τη μικρή 

υπομονή που μένει 

δεν ξεμπερδεύετε καλώς! 

Κάτω! Κάτω ο λουφές!». 

1875: «Σιμωνιακά», το Βατοπαίδι της εποχής 

Ολόκληρη η κυβέρνηση του Δημητρίου Βούλγαρη κατηγορείται για σκάνδαλα 

Ένδεκα χρόνια μετά τα σοβαρά επεισόδια για τη βουλευτική αποζημίωση, το 1874-75, η Αθήνα συγκλονίστηκε πάλι από σοβαρές ταραχές που προκάλεσαν οι ενέργειες του πρωθυπουργού Δημητρίου Βούλγαρη ο οποίος επέμενε να κυβερνά φαυλοκρατικά και κυρίως παρά το Σύνταγμα. Και εκείνη η κρίση τα είχε όλα: φαυλοκρατία, νόθευση της λαϊκής θέλησης και βεβαίως σκάνδαλα με κορυφαία αυτά που έμειναν στην ιστορία ως «Σιμωνιακά», που ήταν το Βατοπαίδι της εποχής. Υπουργοί καταδικάστηκαν έστω και σε ελαφρές ποινές γιατί δωροδοκήθηκαν ώστε να βοηθήσουν στην κατάληψη μητροπολιτικών θρόνων από εκλεκτούς τους. 

Ο Δημήτριος Βούλγαρης, ο επονομαζόμενος και τζουμπές από το μακρύ μανδύα που φορούσε, νόθευσε τις εκλογές που έγιναν στις 23 Ιουνίου 1874 εξαπολύοντας κύμα τρομοκρατίας σε όλη τη χώρα. Ακόμη και πολιτικοί αρχηγοί, αντίπαλοί του όπως οι Δεληγιώργης και Χαρίλαος Τρικούπης, δεν κατάφεραν να εκλεγούν γιατί οι χωροφύλακες έδερναν και απειλούσαν τους οπαδούς τους για να μη βγουν από τα σπίτια τους και να πάνε να ψηφίσουν. Ο Βούλγαρης σε συνεργασία ήθελε να έχει ελεύθερα τα χέρια του για να αναθεωρήσει το Σύνταγμα του 1964 και να συγκεντρώσει στα χέρια του όλη την εξουσία. 

«Ούτω δε -έγραφε ακόμη και ο βασιλόφρων ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης- συνωμολογήθη ή φανερά ή μυστική, μεταξύ Βασιλείας και Δ. Βούλγαρη, σύμπραξις προς μεταρρύθμισιν του Συντάγματος επί το μοναρχικώτερον, αφαιρουμένου προ πάντων από της Βουλής του δικαιώματος του δια ψήφου εμπιστοσύνης ή ελλείψεως εμπιστοσύνης ανατρέπειν κυβερνήσεις». 

Ένας από τους πολιτικούς που όρθωσαν το ανάστημά τους και κατήγγειλαν τα σχέδια του Βούλγαρη και των ανακτόρων ήταν ο Χαρίλαος Τρικούπης. 

Στις 29 Ιουνίου 1874 δημοσίευσε στην εφημερίδα «Καιροί» του Κανελλίδη άρθρο με τον τίτλο «Τις πταίει;» που έμεινε στην ιστορία. Στο άρθρο αυτό τόνιζε ότι η χώρα οδηγείται στον γκρεμό με τον τρόπο που κυβερνά τη χώρα μια μειοψηφία. Ανέφερε όλες τις φάσεις της πολιτικής κρίσης και καταλόγισε ευθύνες και στους πολιτικούς αρχηγούς Δεληγιώργη, Ζαΐμη και Βούλγαρη. Οι εκλογές -σημείωνε- «παρουσιάζουν ελεεινό δράμα. Η κατάσταση όμως αν συνεχιστεί θα οδηγήσει το λαό σε επανάσταση. Το σημερινόν καθεστώς είναι νόθον. Η Βουλή είναι εικονική και η χώρα κυβερνάται ως μοναρχία απόλυτος». 

Έπειτα από λίγες μέρες δημοσιεύθηκε και δεύτερο άρθρο του Τρικούπη στην ίδια εφημερίδα, όπου θύμιζε στον Γεώργιο ότι και ο Όθωνας έκανε τα ίδια, αλλά διώχτηκε από την Ελλάδα. 

Ο Χαρίλαος Τρικούπης κλείστηκε για λίγες μέρες στις φυλακές. Αλλά οι δικαστικοί Σπ.Ν. Μαυρομάτης (πρόεδρος), Θ. Φαγκόπουλος και Β. Κριεζής (πρωτοδίκες) έκριναν «ότι δεν πρέπει να γίνη κατηγορία», επειδή το άρθρο δεν ήταν επιλήψιμο. 

Λίγους μήνες αργότερα ο Βούλγαρης προχώρησε σε ένα ακόμη πραξικόπημα επιμένοντας να ψηφίζει νομοσχέδια παρά το ότι η αντιπολίτευση είχε αποχωρήσει από τη Βουλή και δεν υπήρχε απαρτία. Είναι χαρακτηριστικό το κείμενο διαμαρτυρίας που υπέγραφαν οι διευθυντές 19 εφημερίδων στο οποίο επεσήμαιναν ότι κινδυνεύει το πολίτευμα: 

«Αι της πρωτευούσης υπογεγραμμέναι εφημερίδες, αντιπροσωπεύουσαι τον τύπον, εξαιρέσει τινών οργάνων της Κυβερνήσεως, συναισθανόμεναι την γινομένην ύβριν διά της υπό του ενεστώτος υπουργείου καταπατήσεως του Συντάγματος μετά την 19 Μαρτίου, βλέπουσαι δε ισχύουσαν πλέον την βίαν, τολμώσαν έτι την παρανομίαν και προκαλούσαν ούτω την ενεργεία αντίστασιν, πιστεύουσιν ότι εξασκούσιν αναμφισβήτητον καθήκον κηρύττουσαι ομοφώνως αντισυνταγματικήν και αναξίαν ελευθέρου και φιλοτίμου λαού την κατάστασιν της πατρίδος, παράνομον την σφετερισθείσαν τα δικαιώματα του Έθνους Κυβέρνησιν, έκνομον την νομοθετούσαν συνάθροισιν μετά την 19 Μαρτίου και άκυρον πάσαν απόφασιν αυτής, συνένοχον εγκλήματος εσχάτης προδοσίας πάντα συμμεριζόμενον την αντισυνταγματικήν τυραννίαν της σήμερον και διαμαρτυρόμεναι ενώπιον όλων προλαμβάνουν να κηρύξωσιν άμα, ότι από τούδε μόνος ο πατριωτισμός των Ελλήνων, δι’ ων μέσων υπό της συναισθήσεως των συνταγματικών του δικαιωμάτων δύναται, πρέπει να αντεπεξέλθη κατά της βίας τιμωρός των καταστροφέων του Συντάγματος, εις ο πάντες ωμώσαμεν πίστιν. 

Το πρώτον τούτο νόμιμον βήμα ποιείται η αντιπροσωπεία της κοινής γνώμης των Αθηνών, ενισχύουσα ταύτην και αρωγόν δυνατωτέραν επικαλουμένη, εν η περιπτώσει ο κίνδυνος της πατρίδος δια της προδοσίας ήθελεν εξακολουθεί». 

«Αιών», «Αριστοφάνης», «Αυγή», «Αλήθεια», «Βουλή», «Εθνικόν Πνεύμα», «Εθνοφύλαξ», «Εφημερίς των Συζητήσεων», «Εφημερίς», «Έσπερος», «Εθνική Γνώμη», «Ελληνικός Λαός», «Εκλεκτική», «Κρήτη», «Νεολόγος Αθηνών», «Παλιγγενεσία», «Ποσειδών», «Πολίτης», «Στοά», «Συνταγματική». 

Όμως, όπως σημειώνει ο Γιάννης Κορδάτος στη «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» (τ. 12ος σελ.323), οι υπουργοί του Βούλγαρη «δεν παραβίαζαν μόνο το Σύνταγμα, αλλά και τους νόμους και κάθε κανόνα της ηθικής». Και συνεχίζει: «Εμπορεύονταν το αξίωμά τους ξετσίπωτα. Υπήρχαν όχι ενδείξεις, αλλά αποδείξεις ότι οι υπουργοί Βαλασσόπουλος και Νικολόπουλος χρηματίζονταν. Είχαν δωροδοκηθεί και πίεσαν την Ιερά Σύνοδο να χειροτονήσει δεσποτάδες τρεις αρχιμανδρίτες. 

Όταν ξεχείλισε το ποτήρι, οι 81 βουλευτές του Βούλγαρη δεν είχαν καμιά υπόληψη. Στους δρόμους και στα καφενεία τούς γιουχάιζαν και τους αποδοκίμαζαν. Τα ονόματά τους γράφτηκαν στις αντιπολιτευόμενες εφημερίδες και οι κύριοι αυτοί ονομάστηκαν στηλίται». 

Η κατάσταση ήταν εκρηκτική, ο Βούλγαρης παραιτήθηκε και μπροστά στον κίνδυνο να ξεσπάσει επανάσταση και να απειληθεί ο θρόνος ο Γεώργιος υποχρεώθηκε να καλέσει τον Χαρίλαο Τρικούπη για να σχηματίσει κυβέρνηση. Τότε καθιερώθηκε για πρώτη φορά και η Αρχή της Δεδηλωμένης, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση έπρεπε να απολαμβάνει της υποστήριξης της πλειοψηφίας της Βουλής. 

Οι παραπομπές στο Ειδικό Δικαστήριο 

Ο Τρικούπης με την ανάληψη της κυβέρνησης ανακοίνωσε ότι θα καταργηθούν όλοι οι νόμοι του Βούλγαρη που ψηφίστηκαν παρά το ότι η Βουλή δεν είχε απαρτία. Παράλληλα δεσμεύτηκε ότι θα «εγκαλέση ενώπιον ειδικού δικαστηρίου το πρώην υπουργείον Βούλγαρη και ιδιαιτέρως τον επί των Εκκλησιαστικών υπουργόν Βαλασσόπουλον κατηγορηθέντα επί δωροδοκία». 

Ακολούθησε η διενέργεια εκλογών που οδήγησαν σε συντριβή του κόμματος του Βούλγαρη που εξέλεξε μόνο δέκα βουλευτές. Η πρώτη πρωθυπουργία του Τρικούπη κράτησε έως τον Οκτώβριο του 1875. Τον διαδέχθηκε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος που προχώρησε στην κατάργηση των νόμων του Βούλγαρη αλλά και στη δικαστική διερεύνηση των καταγγελιών για σκάνδαλα. 

Για το «σιμωνιακό» σκάνδαλο της δωροδοκίας υπουργών από αρχιμανδρίτες η Βουλή παρέπεμψε σε δίκη δύο υπουργούς που καταδικάστηκαν το 1876: ο Νικολόπουλος και ο Βαλασόπουλος σε ποινές φυλάκισης 10 μηνών ο πρώτος και ενός έτους ο δεύτερος. Καταδικάστηκαν επίσης και οι Μητροπολίτες Πατρών, Μεσσηνίας και Κεφαλληνίας (που είχαν καταλάβει τους θρόνους τους λαδώνοντας τους υπουργούς) σε χρηματικά πρόστιμα από 20.000 έως 50.000 δρχ. 

Ακόμη στις 16 Δεκεμβρίου του 1875 η Βουλή με συντριπτική πλειοψηφία (118 υπέρ και μόνο ένας κατά) παρέπεμψε όλα τα μέλη της κυβέρνησης Βούλγαρη («υπουργείον» το ονόμαζαν τότε) σε ειδικό δικαστήριο «επί αντιποιήσει αρχής και επί πλαστογραφία» καθώς και για επεμβάσεις στην εκλογική διαδικασία. 

Παραπομπές όπως αυτές γίνονταν για πρώτη φορά στην ιστορία του ελεύθερου ελληνικού κράτους. 

Στις 19 Απριλίου 1876 άρχισε στο ειδικό δικαστήριο η δίκη του Βούλγαρη και των υπουργών του, αλλά αναβλήθηκε για τις 19 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου. Ο ίδιος ο Βούλγαρης δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο. Τελικά η δίκη δεν ολοκληρώθηκε έπειτα από παρέμβαση των ανακτόρων που φοβούνταν «ανεπιθύμητες» αποκαλύψεις. 

Τα «Σανιδικά» του 1902 

Άγριες συμπλοκές στους δρόμους της υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο Αθήνας 

Στην αυγή του 20ού αιώνα πολιτικοί δέχτηκαν για μια ακόμη φορά επιθέσεις από τους πολίτες σε μια στιγμή που το πολιτικό κλίμα έμοιαζε (και αυτή τη φορά) με το σημερινό. Οικονομική κρίση, ασφυκτικός Διεθνής Οικονομικός έλεγχος, εθνική ντροπή μετά την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, πολιτική σήψη και παρακμή, διαλυμένη και δημόσια. Μια σάπια κατάσταση που οδήγησε στην «εξιλέωση» και την προσπάθεια εθνικής αναγέννησης με την Επανάσταση του 1909 στο Γουδή. 

Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό περιβάλλον διεξήχθησαν στις 17 Νοεμβρίου βουλευτικές εκλογές. Όμως οι κάλπες δεν έδωσαν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Το «Εθνικόν Κόμμα» του Θεόδωρου Δηλιγιάννη και το «Νεωτερικόν Κόμμα» του Γεωργίου Θεοτόκη πήραν από 102 έδρες σε σύνολο, και ο εκλεκτός του βασιλιά Γεώργιου πρωθυπουργός Αλέξανδρος Ζαΐμης 19 (σε σύνολο 234). Ο Γεώργιος, αντί να αναθέσει την πρωθυπουργία σε έναν από τους Δηλιγιάννη και Θεοτόκη, απευθύνθηκε στον πρόεδρο του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σημαντήρα και όταν αυτός αρνήθηκε, κάλεσε τον υπασπιστή του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο. 

Ο Δηλιγιάννης αντέδρασε έντονα κατεβάζοντας στο δρόμο τους οπαδούς του κυρίως από την περιοχή της Αττικής που την ήλεγχαν οι λεγόμενοι «Αττικάρχες» με κορυφαίο τον Δημήτριο Ράλλη που συνεργαζόταν με τον Δηλιγιάνη και είχε 11 βουλευτές. Μαζί τους ήταν και ο Αλέξανδρος Σκουζές που ήταν πρόεδρος σε 20 συντεχνίες. 

Από τις 18 έως τις 23 Νοεμβρίου η Αθήνα έγινε πεδίο άγριων συγκρούσεων. Μαζί με τους οπαδούς των κομμάτων ξεσηκώθηκαν και οι «άθλιοι» της πρωτεύουσας. Όπως αναφέρει στην ιστορία του ο Τάσος Βουρνάς, τότε, στην οδό Σταδίου, χτίζονταν πολυκατοικίες καλουπωμένες με τις απαραίτητες σανίδες για σκαλωσιές. Εκείνες τις σανίδες ξήλωσαν οι εξεγερμένοι και κυνηγούσαν όπου έβρισκαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους και τους ανθρώπους του παλατιού, τα «τεμπελόσκυλα» της εποχής εκείνης, όπως τους αποκαλούσαν. Μαζί με τους οπαδούς του Δηλιγιάννη και οι κάτοικοι των αρβανιτοχωριών της Αττικής κατέβηκαν στην πόλη με πίπιζες και νταούλια, με πιστόλια και μαχαίρια έβριζαν το βασιλιά και εξυμνούσαν το διάδοχο Κωνσταντίνο. Πολλοί τότε απέδωσαν τα επεισόδια σε δάκτυλο της γερμανικής πρεσβείας. Άλλοι μίλησαν για πραξικόπημα με σκοπό την παραίτηση του Γεωργίου και την άνοδο στο θρόνο του γερμανόφιλου διαδόχου Κωνσταντίνου. Όπως και να ’χει, η αναταραχή έδωσε την ευκαιρία στους εξαθλιωμένους και κατατρεγμένους των Αθηνών να εκφράσουν την αγανάκτηση και την οργή τους για την άθλια κατάσταση που ζούσαν. Και να ξεσπάσουν, αυτοί δίπλα στους οπαδούς του Δηλιγιάννη, κατά πάντων των πολιτικών ανεξάρτητα από κόμμα. 

Τελικά, ο βασιλιάς Γεώργιος υποχρεώθηκε να αναθέσει το σχηματισμό κυβέρνησης στον Δηλιγιάννη αποδεχόμενος την πρόταση του Παπαδιαμαντόπουλου γιατί «…αφενός υπέρ αυτού απέκλινεν η πλειοψηφία, αφετέρου δε ήθελε καταπέσει ο ερεθισμός του μεγάλου εκείνου κόμματος, όπερ ήρξατο να πιστεύση ότι το Στέμμα εκ προσωπικού μίσους κατεφέρετο κατά του αρχηγού του». Και η «σανίδα» απεδείχθη κατάλληλο πολιτικό μέσο όπως έγραφε ο Βλάσης Γαβριηλίδης στην εφημερίδα του την «Ακρόπολη»: «Ο λαός νομοθετεί προχείρως. Απλώνει την πανίσχυρον χείρα του και ξεριζώνει πόρτες, παράθυρα, παν ό,τι κτυπά και ξυλίζει».