Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη

Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη«ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ Από τα 1770 έως τα 1836»

Το καλοκαίρι του 1836 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αφηγείται στον Γεώργιο Τερτσέτη επί δύο μήνες γεγονότα από τη ζωή και την δράση του στην επανάσταση. Τα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, είναι μια ανεκτίμητη πηγή της Εθνικής μας Ιστορίας, που φωτίζει γεγονότα της επαναστάσεως του 1821. Οι μάχες που έλαβε μέρος περιγράφονται με ακρίβεια, απλότητα και μετριοφροσύνη. Ο Κολοκοτρώνης δεν γνώριζε γράμματα και έτσι υπαγορεύει τα απομνημονεύματά του στον Γεώργιο Τερτσέτη ο οποίος συνήθιζε χαρακτηριστικά να του λέει: «Λες δεν ηξεύρεις γράμματα και πολλά ηξεύρεις. Τα λόγια είναι γράμματα! Μίλειε κι εγώ γράφω!». Οι δυο άνδρες είχαν συνδεθεί κατά τη διάρκεια της γνωστής δίκης το 1834, όταν η Βαυαρική αντιβασιλεία θέλησε για πολιτικούς λόγους να καταδικάσει σε θάνατο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και ο Τερτσέτης που ήταν ένας από τους δικαστές, αρνήθηκε να υπογράψει τη θανατική του καταδίκη. Το βιβλίο εκδόθηκε με τίτλο «ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ Από τα 1770 έως τα 1836″ αλλά πλέον το αναφέρουμε ως «Τα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη».


Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη

Καραγιώργης Πέτροβιτς



Ο Τζόρτζε "Καραγιόργεβιτς" (Καραγιώργης) Πέτροβιτς (σερβικά : Ђорђе Петровић - Карађорђе) (Βίσεβατς, 16 Νοέμβρη 1762 -Ραντοβάνσκι 26 Ιουλίου 1817), ήταν ο ηγέτης της Πρώτης Σερβικής επανάστασης, ήταν ο πρώτος κληρονομικός ηγέτης, Οσποδάρος, της Σερβίας ιδρυτής της δυναστείας Καραγιώργη.
Ο Καραγιώργης καταγόταν από φτωχή οικογένεια από τη φυλή Vasojevići με καταγωγή το σημερινό Μαυροβούνιο όπου μετά τον Αυστρο-τουρκικό πόλεμο του 1737-1739 μετοίκησε στην Σερβία. Ο Πατέρας του λόγω του ότι ήταν πολύ φτωχός και δεν μπορούσε να πληρώσει τους φόρους μετακινούνταν συνεχώς στα όρια της Σερβίας.
Πατέρας του ήταν ο Πέτρος Γιοβάνοβιτς, στον οποίο οφείλει και το όνομα Πέτροβιτς (ο γιος του Πέτρου), μητέρα του ήταν η Μαρίτσα Ζίβκοβιτς κι είχε άλλα τέσσερα αδέλφια. Παντρεύτηκε το 1785 ή 1786 την Γέλενα Γιοβάνοβιτς και μαζί της απέκτησε τον Αλέξα και τον Αλέξανδρο. Επειδή η οικογένεια της γυναίκας του δεν τον ήθελε επειδή αυτοί ήταν πλούσιοι αυτός άγνωστος και φτωχός την έκλεψε.
Το παρωνύμιο Καραγιώργης το απέκτησε από τους Οθωμανούς που τον αποκαλούσαν "Καρά" δηλαδή "μαύρο" λόγω του φόβου που τους ενέπνεε.
Λόγω του ότι κατηγορήθηκε ότι σκότωσε έναν Οθωμανό μετά τον γάμο έφυγε για το Σρεμ που τότε ανήκε στην Αυστροουγγαρία.
Κατά την παραμονή του στην Αυστροουγγαρία πήρε μέρος στον πόλεμο με τους Οθωμανούς τιμήθηκε με μετάλλιο τιμής και προαγωγή. Μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψε με την οικογένεια του στην Σερβία κι εγκαταστάθηκε στην Τόπολα.
Ο Καραγιώργης γλίτωσε της σφαγής των Κνέζων το 1804 όπου ήταν ανάμεσα σε αυτούς που θεωρούνταν επικίνδυνοι από τους γενίτσαρους. Σε συνέλευση των Σέρβων που έγινε στο Ορασάκ, πιθανότατα στις 15 Φεβρουάριου 1804, ο Καραγιώργης εκλέχτηκε αρχηγός της εξέγερσης που μόλις ξεκίνησε.
Πήρε μέρος σε πολλές μάχες αντιμετωπίζοντας συνήθως πολυάριθμους Οθωμανούς, όπως στο Νόβι Παζάρ, στο Μισάρ κι αλλού. Το 1804 έδιωξε τους γενίτσαρους από την Σερβία αλλά εμπόδισε και τον νέο πασά που διόρισε η υψηλή πύλη να εισέλθει σε αυτή. Δημιούργησε λαϊκή συνέλευση και κρατικές επιτροπές. Τον Μάρτιο του 1805 διορίστηκε επίσημα στρατιωτικός ηγέτης της Σερβίας , ο αυτοαποκαλούμενος Βόζντ (vođa). Το 1806 απελευθέρωσε το Βελιγράδι το 1807 το Ούζιτσε και το Σάμπατς. Το 1809 ηττήθηκε στο Νις για πρώτη φορά από τον Οθωμανικό στρατό.
Από το 1811 έως το 1813 ήταν πρόεδρος του Σερβικού σοβιέτ δηλαδή πρωθυπουργός ο τέταρτος στην σειρά. Το 1813 διαβλέποντας την αποτυχία της επανάστασης διέφυγε στην Αυστροουγγαρία αλλά το 1816 έρχεται σε επαφή με Έλληνες επαναστάτες, μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία, κι επιστρέφει στην Σερβία. Ήρθε σε επαφή και συνεργάστηκε με τον Μίλος Ομπρένοβιτς. Είχε συνάψει φιλία με τον Γεωργάκη Ολύμπιο ο οποίος είχε προστρέξει σε βοήθεια του με στρατιωτικό σώμα.
Δολοφονήθηκε από τους άντρες του Μίλος Ομπρέντοβιτς το βράδυ της 25ης προς 26ης Ιουλίου 1817 στο χωριό Ραντοβάνσκι στην Βέλικα Πλάνα ενώ επέστρεφε στην Σερβία.

Οι ιστορικές ρίζες της διαμάχης στο Κοσσυφοπέδιο

    Γ. Ντόκος: Οι μορφές της προσευχής Από τον βερμπαλισμό του Ρωμανού στον αποφατισμό του Κουκουζέλη

    Αναδημοσίευση από:http://www.antifono.gr/portal/
    Γιώργος Ντόκος

    Την 1η Οκτωβρίου η Εκκλησία τιμά μαζί την μνήμη του αγίου Ρωμανού του Μελωδού και του αγίου Ιωάννη του Κουκουζέλη. Οι δυο αυτοί άγιοι έζησαν σε διαφορετικές περιόδους, ωστόσο υπήρξαν σταθμοί στην διαμόρφωση και εξέλιξη της λατρείας στον τομέα της μουσικής και της υμνογραφίας. Ο Ρωμανός έζησε τον 6ομ.Χ. αιώνα στα χρόνια του Ιουστινιανού, ενώ ο Κουκουζέλης τον 13ο-14ο μ.Χ. αιώνα στα χρόνια που είχε ξεκινήσει χωρίς γυρισμό η πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
    Χαρακτηριστικό της ποίησης του Ρωμανού (Κοντάκια) είναι ο βερμπαλισμός. Το έργο του είναι σε μέγεθος τεράστιο (1000 μακροσκελή ποιήματα)[1]. Ο Ρωμανός αφήνει την πατρίδα του Συρία και πηγαίνει στην πρωτεύουσα της ισχυρής αυτοκρατορίας Κωνσταντινούπολη, όπου θα πραγματοποιήσει μια λαμπρή καριέρα. Ο Κουκουζέλης επτά αιώνες αργότερα κινείται αντίθετα. Εγκαταλείπει απογοητευμένος την σταδιοδρομία του μουσικού στο παλάτι και εμφανίζεται σύμφωνα με τον θρύλο στη Μονή Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους ως βοσκός. Μετά την αναγνώρισή του ξεκινάει το έργο του, που το χαρακτηρίζει ο αποφατισμός. Στο έργο του Κουκουζέλη ίσως για πρώτη φορά ο λόγος παίρνει διαζύγιο από το μέλος-μουσική. Είναι η εποχή κατά την οποία η εκκλησιαστική ποίηση αρχίζει να φθίνει και αρχίζουν να δημιουργούνται τα αργά μουσικά μέλη. 
    Ο Ρωμανός ο μελωδός γράφει για την γιορτή των Χριστουγέννων δυο μεγάλα Κοντάκια γεμάτα λυρισμό, θεατρικότητα, υψηλή θεολογία[2]. Αντίθετα στους τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορίας αναπτύσσεται το κράτημα (τεριρεμ) που σύμφωνα με μια λαϊκή ερμηνευτική προσέγγιση πρόκειται για το νανούρισμα της Παναγίας στον γεννηθέντα Χριστό. Πατέρας επίσης των κρατημάτων ήταν ο Κουκουζέλης. Έτσι, από το πανηγύρι των λόγων περνάμε σε ένα έντεχνο πλην αμήχανο μοιρολόι. Από την Χριστολογία μεταβαίνουμε στον μυστικισμό.
    Όταν αναφερόμαστε στη Βυζαντινή ποιητική τέχνη αυτό που έρχεται αρχικά στο μυαλό μας είναι η μίμηση και η επανάληψη και κάτι τέτοιο ισχύει πράγματι μετά τον 13ο αιώνα. Ωστόσο το να περάσουμε ιστορικά από τα Κοντάκια και τους Κανόνες στα αργά μέλη της βυζαντινής και μεταβυζαντινής μελοποιίας είναι κάτι που δημιούργησαν ποικίλες ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις στο διάβα αρκετών αιώνων.
    Τα θέματα των ρωμανικών κοντακίων είναι κυρίως βιβλικά. Ο Ρωμανός μέσα από βιβλικές ιστορίες, θαύματα και παραβολές αναπτύσσει την θεολογία της εποχής του, μια θεολογία με κέντρο το χριστολογικό δόγμα. Ο Χριστός, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος προσέλαβε και θεράπευσε την ανθρώπινη φύση. Όλο αυτό βέβαια λαμβάνει και ένα πολιτικό περιεχόμενο. Η εκχριστιανισμένη αυτοκρατορία είναι αυτή που συνεχίζει το σωτήριο έργο του Χριστού στη γη και ο αυτοκράτορας ένα όργανό του. 
    Τον έκτο αιώνα ο Ιουστινιανός εδραιώνει ένα τεράστιο κράτος από την δύση μέχρι την ανατολή και η μεγάλη ρωμαϊκή ιδέα γίνεται πάλι πραγματικότητα μόνο που αυτή τη φορά έχει χριστιανική ταυτότητα[3]. Ο αυτοκράτορας και το κράτος του είχε ευνοηθεί από τον ίδιο τον Θεό και προστατευόταν απ’ αυτόν. Η κατάκτηση όλου του κόσμου από την αυτοκρατορία συνδυάζεται σε ένα θεωρητικό επίπεδο με το Χριστολογικό δόγμα, δηλαδή την πρόσληψη του κόσμου από τον Θεό.
    Τα κοντάκια του Ρωμανού περιέχουν πολλά στοιχεία από την συριακή ποίηση του Αγίου Εφραίμ, έχουν εμποτιστεί από τη ρητορική της εποχής και κρύβουν μέσα τους τη δραματικότητα, τη διαλεκτική και τον λυρισμό μιας θεατρικής παράδοσης αιώνων που είχε για ηθικούς-θρησκευτικούς λόγους διακοπεί[4]. Μέσα σε όλα αυτά εμπλέκεται η θεολογία με την πολιτική. Ο Ρωμανός μέσα από την ποίηση του θα εξάρει τον Ιουστινιανό ως ελέω Θεού αυτοκράτορα, αλλά θα τον ελέγξει ύστερα από την αιματηρή καταστολή της στάσης του Νίκα στον Ιππόδρομο[5]. Στο Κοντάκιο του για την Δευτέρα Παρουσία[6] θα είναι από τους πρώτους που θα εισαγάγουν τον τρόμο[7] ως μέσο για την απόκτηση της αρετής βοηθώντας έτσι τις κατασταλτικές λειτουργίες της εξουσίας, παράλληλα όμως θα γράψει Κοντάκια που μιλούν για την άπειρη φιλανθρωπία του Θεού[8].
    Σε πολλά σημεία η ποίηση του Ρωμανού μοιάζει να εκφράζει μια εκκοσμικευμένη εσχατολογία, ωστόσο ιστορικές συγκυρίες τελικά θα κάνουν το έργο του να απομακρυνθεί από αυτό το δρόμο. Μετά την στάση του Νίκα πολλές συμφορές διαδέχονται η μια την άλλη. Οι σεισμοί, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και κυρίως η φονική πανώλη που αφάνισε εκατομμύρια κόσμου μοιάζουν με σημεία, γεννούν ερωτήματα και αλλάζουν ρότα  στην ποίηση του Ρωμανού. Το μέλλον αφήνεται στον Χριστό που είναι ο μόνος που μπορεί να φροντίσει για την ειρήνη, την υγεία των ανθρώπων, του αέρα και των καρπών της γης. Η θεία τιμωρία έρχεται με βίαια μέσα, φυσικές καταστροφές και συμφορές για να καλέσει σε μετάνοια τους ανθρώπους.
    Κάποιοι ερευνητές εντοπίζουν στη γέννηση του κοντακίου, του κανόνα, των ιδιόμελων τροπαρίων μια τάση εσωτερίκευσης της πίστης και ατομικισμού[9]. Αυτή η στάση όμως εκφράζει μια βαθύτερη ανάγκη για αυτονομία από την κεντρική εξουσία που με τη σειρά της αντλεί σε αυτή την εποχή νομιμοποίηση από τον Θεό. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτά τα είδη γεννιούνται σε εποχές κατά τις οποίες ισχυρές βυζαντινές οικογένειες αντιμάχονται τον αυτοκράτορα και αυτός με μεταρρυθμίσεις προσπαθεί να τις υποτάξει. 
    Αργότερα την εποχή του Κουκουζέλη αλλά και πιο νωρίς αρχίζει να επικρατεί σιγά-σιγά ο μυστικισμός, η απόσυρση από τα πολιτικά και ιστορικά πράγματα ως πολιτική στάση. Αυτή η στάση εκφράζεται στην λειτουργική τέχνη, από κάποια χρονική στιγμή και μετά, που σηματοδοτείται από την μορφή του Κουκουζέλη, από τα αργά ψαλτικά μέλη. Τι άραγε δημιούργησε τον αργό τρόπο ψαλσίματος; Κάποιοι ομιλούν για ένα κλίμα μεγαλείου και προσευχής που προκαλούν αυτές οι συνθέσεις. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι με αυτή τη μορφή της τέχνης οι μοναχοί παρέμεναν περισσότερες ώρες στο ναό για προσευχή προσεγγίζοντας πρακτικά το ζήτημα. Ενώ άλλοι θα πουν ότι η θεολογία εκφράζει με αυτό τον τρόπο πρακτικά τις μυστικές τάσεις που τονίζουν το αδύνατο της γνώσεως της ουσίας του Θεού από τον άνθρωπο, αλλά της μετοχής του στις άκτιστες θείες ενέργειες. Όλες αυτές οι προσεγγίσεις ευσταθούν, ωστόσο τις δημιούργησαν ή μάλλον καλύτερα τις γενίκευσαν κάποιες συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες.
    Η ζωή του αγίου Ιωάννη του Κουκουζέλη έχει όλους εκείνους τους γρίφους, τις συγκινησιακές φορτίσεις και τα θαυμαστά γεγονότα που είναι χαρακτηριστικά των θρύλων. Ο ίδιος είναι ένας μεγάλος μεταρρυθμιστής και στην εποχή του γεννιούνται τα αργά ψαλτικά μέλη[10], ενώ ο λόγος, το νόημα του κειμένου περνάει σε δεύτερη μοίρα. Η απογοήτευση από την παρακμή δημιουργούν ένα μοναδικής έμπνευσης μουσικό σύστημα που νομίζει κανείς ότι έχει πλατωνικές καταβολές. Είναι ένας τέλειος διαμορφωμένα κόσμος ως αντίδραση απέναντι στην παρακμή.
    Ο Κουκουζέλης και η εποχή του, με τον τροχό του και τα σημαδόφωνά του διαμόρφωσε ένα μουσικό σύστημα μαθηματικά δομημένο, με περίπλοκες και μεγάλες σε διάρκεια μουσικές φόρμες που διαδέχονται η μια την άλλη σε διάφορες τονικότητες και σε οκτώ διαφορετικούς ήχους. Οι λέξεις χάθηκαν πίσω από τα μουσικά τόξα όπως τα λόγια χάνονται όταν οι ανθρώπινες πράξεις αδυνατούν να αλλάξουν και να καταλάβουν τον ρου της ιστορίας. Ταυτόχρονα κυριάρχησαν τα δυο κυριότερα χαρακτηριστικά της θεολογίας των μέσων χρόνων που είναι ο μυστικισμός, δηλαδή η προσωπική σχέση με τον Θεό από την μια μεριά, ενώ από την άλλη η Βασιλεία του Θεού μετατίθεται στο μακρινό μέλλον.
    Κατά την Οθωμανική περίοδο η οθωμανική μουσική συνδιαμορφώνεται μαζί με την εκκλησιαστική[11]. Πολλοί το άκουσμα το κατατάσσουν άκριτα στον αυτοσχεδιασμό και το ονομάζουν αμανέ, παρ’ όλα αυτά έχουμε μια συνέχιση της αντίληψης του Κουκουζέλη με άλλες θέσεις, κλίμακες, ρυθμούς και μοτίβα. Η μουσική της περιόδου αυτής σου δίνει την αίσθηση μιας αυτοπαράδοσης σε ένα πεπρωμένο που δεν μπορείς να αλλάξεις. Παράλληλα την ίδια περίπου περίοδο στην Δύση ο Μπαχ με το συγκερασμό των κλιμάκων θέτει τις βάσεις για την συμφωνική μουσική. 
    Μετά τον Διαφωτισμό ξεκινάει μια προσπάθεια συντμήσεως των αργών μουσικών φράσεων[12]. Υπάρχει πλέον διάχυτη η πεποίθηση ότι κάποια πράγματα πρέπει να απλοποιηθούν προκειμένου να συμμετέχουν περισσότεροι σε αυτά, ενώ ο λόγος αρχίζει πλέον να έχει θετικό πρόσημο και οι άνθρωποι νιώθουν ότι μπορούν να διεκδικήσουν μια καλύτερη ζωή στο σήμερα.
    Ο θρύλος γράφει ότι ο άγιος Ρωμανός δέχθηκε στον ύπνο του ένα βιβλίο από την Παναγία και τον προέτρεπε να το φάει, ενώ ο άγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης αποκοιμήθηκε και αυτός την ώρα που έψελνε και η Παναγία του χάρισε ένα νόμισμα. Και όλα αυτά είναι τα βραβεία σε αυτούς που παρ’ όλες τις αντίξοες ιστορικές συνθήκες δεν παραδόθηκαν στον μηδενισμό και το κακό, αλλά συνέχισαν να ζουν δημιουργώντας.

    Σημειώσεις
    [1] Για τον Ρωμανό τον Μελωδό βλέπε: Θεοχάρη Δετοράκη, Βυζαντινή Υμνογραφία, Ηράκλειο 1997. Μετάφραση των Κοντακίων του αγίου Ρωμανού: Αρχιμ. Ανανία Κουστένη, Ρωμανού Μελωδού Υμνοι, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2011
    [2] Για τη θεολογία της ποίησης του αγίου Ρωμανού: Κουρεμπελέ Ιωάννη, Η Χριστολογία του Ρωμανού του Μελωδού και η σωτηριολογική σημασία της, Διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Σχολή Θεολογική, Τμήμα Θεολογίας, 1998
    [3] Βλέπε: Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Τα Οικουμενικά Ονειρα σελ. 28 και εξής, εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2013
    [4] Για τη σχέση Θεάτρου και Εκκλησίας: Ιωσήφ Βιβιλάκη Το κήρυγμα ως performance. Εκκλησιαστική ρητορική και θεατρική τέχνη μετά το Βυζάντιο, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2013.
    [5] Κοντάκιον Εις έκαστον σεισμόν και εμπρησμόν.
    [6] Δημητρίου Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Σωτηρία και τιμωρία: Η εικαστική πλευρά της Δευτέρας 
    Παρουσίας, Περιοδικό Σύναξη, τόμος 121, σελ.28
    [7] Εδώ ίσως θα μπορούσαμε να διακρίνουμε ίχνη της θεολογίας του αγίου Εφραίμ του Σύρου...
    [8] Κοντάκιον Εις τον Ασωτον Υιόν
    [9] Βλέπε: Δημητρίου Μόσχου, Συλλογικό χάρισμα, σύνοδοι και ενότητα κατά τη μέση και ύστερη περίοδο της ιστορίας της Εκκλησίας, Περιοδικό Σύναξη, τόμος 134, σελ.26-27. π. Αντωνίου Πινακούλα, Η επιστροφή του ενοριακού τυπικού, Περιοδικό Σύναξη, τόμος 105, σελ.14
    [10] Τα αργά μέλη έχουν προκαλέσει μεγάλο προβληματισμό και αίσθηση. Ο Σίμων Καρράς υπέθεσε ότι η συγκεκριμένη γραφή θα μπορούσε να διαβαστεί και με σύντομο τρόπο σε παλιότερες εποχές πρακτική η οποία χάθηκε. Αυτή υπόθεση απετέλεσε και το θέμα της πολυσέλιδης διατριβής του Ιωάννη Αρβανίτη, Ο ρυθμός των εκκλησιαστικών μελών μέσα από τη παλαιογραφική έρευνα και την εξήγηση της παλαιάς σημειογραφίας. Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Μουσικών Σπουδών 2010.
    [11]Για την σχέση Οθωμανικής μουσικής και Εκκλησιαστικής μουσικής: Νίκου Ανδρίκου, Η εκκλησιαστική μουσική της Σμύρνης (1800-1922), εκδόσεις Μέθεξις, 2012
    [12] Για το ζήτημα των συντμήσεων: Δημητρίου Mπαλαγεώργου, Ο Θεόδουλος μοναχός και το έργο των συντμήσεων, Αθήνα 2003. Γρηγορίου Στάθη, Αφιερωματικός τόμος: Τιμή προς τον διδάσκαλο... Αθήνα 2001, σ. 588-612

    Άπαντα Λαπαθιώτη

    Ο Γιάννης Παππάς μιλά στον Μανόλη Πολέντα ΕΠΙ ΑΣΠΑΛΑΘΩΝ 


    http://www.stokokkino.gr/article/1000000000019359/Apanta-Lapathioti

    Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

    Απόηχος έκτακτης ανάγκης




    Nάσος Βαγενάς «Βιογραφία. Ποιήματα 1974-2014»
    Nάσος Βαγενάς «Βιογραφία. Ποιήματα 1974-2014» Κέδρος, 2015 σελ. 413 | 
    Ο ποιητής μετεωριζόμενος από την αρχή έως το τέλος μεταξύ του μοντέρνου και του μεταμοντέρνου, στον τόπο και στον χρόνο μιας ισόβιας νηνεμίας έπειτα από μια ιδιότυπη τρικυμία, άλλοτε ειρωνικός, σαρκαστικός και μελαγχολικός κι άλλοτε παιγνιώδης και φυγόκεντρος, παραμένει στην ουσία αταξινόμητος.
    Σε μια δεύτερη ανάγνωση ωστόσο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως εφάπτεται −στη διατομή του τουλάχιστον− με τους ποιητικούς τόπους των Χάρη Βλαβιανού, Ηλία Λάγιου, Γιώργου Κοροπούλη και Ευγένιου Αρανίτση, ποιητές που ο καθένας μες στην ιδιοτυπία του κινείται ελεύθερα μεταξύ των λογοτεχνικών μορφικών κατασταλάξεων («σχολών») και των κειμενικών ειδών παραβιάζοντας τα όριά τους.
    Η ποίηση του Βαγενά είναι μια ποίηση ελευθερόστιχη, έμμετρη και πεζολογικά αφηγηματική στην άρθρωσή της, που θυμίζει αλλού δοκίμιο, αφοριστικό μανιφέστο και ημερολογιακή καταγραφή, κι αλλού «εσωτερικό μονόλογο» (ως μια μετα- ή και υπερ-μοντέρνα ηχώ), θεατρική σκηνογραφία ή κινηματογραφικά γκρο πλαν, κυρίως σε στιγμιότυπα και αιωρήσεις της καλλιτεχνικής κι όχι μόνο ιστορίας, της φύσης και της πόλεως.
    Το ποιητικό του ύφος, ενώ είναι συγκρατημένα και αυτο-υπονομευόμενα λυρικό, αποκαλύπτεται στην ουσία του δραματικό, σαρκαστικό και ειρωνικό και παραμένει έως τέλους σπαρακτικό. Ενας σπαραγμός που φαίνεται να προκύπτει ―γνώρισμα που κατατρύχει εν πολλοίς και τη γενιά του, τη γενιά του ’70― λόγω ενός διανοητικού και ιστορικού εφιαλτικού αδιεξόδου. Ο Βαγενάς εν προκειμένω από τη μία αποπειράται να ξεφύγει επινοώντας περσόνες (όπως λ.χ. στη σύνθεση Στέφανος) κι από την άλλη βυθίζεται στο γυναικείο σώμα κι αφήνεται οπτικά στο χρώμα, στη φύση και στη μουσική.
    Χωρίς να παραβλέπουμε τον κοινωνικοπολιτικό, ιστορικο-φιλολογικό και στοχαστικό χαρακτήρα της ποίησής του, όπως και την επαναφορά ενός μετασεφερικού ελληνοκεντρισμού ―που βρίσκεται σε διαρκή ανταπόκριση με τη διεθνή κίνηση των ιδεών και ποίησης― θα τη χαρακτηρίζαμε έντονα αυτοαναφορική και αυτοβιογραφική, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να σχίσει τον χρόνο και να βγει εκτός κόσμου.
    Ετσι το ποιητικό υποκείμενο προσπαθεί να βγει έξω από το ποίημα, το κάδρο του ποιήματος και από το εκάστοτε νοηματικό πλαίσιο, ενώ κατατρύχεται, πέρα από τον θάνατο, από μια διαρκή αίσθηση απώλειας και απειλής.
    Στο ποιητικό του «συμβάν» ενδεικτικά βλέπουμε χορτάρια να φυτρώνουν με κρότους, παγόνια να μας κοιτούν ακίνητα με τα μάτια ανθρώπων που είχαμε γνωρίσει, πουλιά να ανάβουν ένα ένα στα δέντρα, ενώ παρελαύνουν επαναληπτικά και με άτακτους και αιφνίδιους σχετικά τρόπους η ιστορία, το ερωτικό σώμα, τα φύλλα, τα δέντρα, τα λουλούδια, τα πουλιά, τα χρώματα, τα αστικά οχήματα, διάφοροι ζωγράφοι, ποιητές, τερματοφύλακες ή και ποδοσφαιριστές και φυσικά, ας επαναληφθεί, ο ίδιος ο θάνατος προσωποποιημένος κι απρόσωπος σε διάφορες εκδοχές.
    «“Ὁ θάνατος δὲν εἶναι τίποτα”, μοῦ ἔλεγε/ τὶς προάλλες ἕνας ταξιτζής./ “Μιὰ ἁπλὴ διακοπὴ τοῦ φωτός. Ὅπως ὅταν/ δὲν ἔχεις νὰ πληρώσεις τὸν λογαριασμό”» («Επεισόδιο») μας λέει χαρακτηριστικά, ή:
    Σ’ ἕνα γαλάζιο λεωφορεῖο. Μ’ ἑκατὸν δέκα χιλιόμετρα τὴν
    ὥρα. Τρέχοντας κάτω ἀπὸ ἕναν καυτὸ οὐρανό.
    Ἀνάμεσα σὲ σαράντα ἱδρωμένους ἀνθρώπους. Ποὺ καπνίζουν.
    Ὀνειρεύονται. Ἢ τρῶνε σάντουϊτς.
    Κι ἕναν μεσόκοπο ὁδηγὸ μὲ τὸ μαντίλι στὸ σβέρκο. Ποὺ φτύνει
    κάθε τόσο ἀπ’ τὸ παράθυρο κι ἀλλάζει
    κασέτες μὲ παλιὰ τραγούδια...
    Ὅλα τὰ τραγούδια θὰ ξεχαστοῦν. Τὸ λεωφορεῖο θὰ γίνει σίδερα. Οἱ ἄνθρωποι χῶμα.
    Ὁ μελαχρινὸς μὲ τὶς φαβορίτες καὶ τὸ θαλασσὶ πουκάμισο δίπλα μου λέει πὼς πάει στὴν Κατερίνη.
    Βιογραφία, ΙΙΙ»)

    Το μεσοπολεμικό spleen του Καρυωτάκη γίνεται θα λέγαμε το μεταπολιτευτικό spleen του Βαγενά, καταγράφοντας και μεταγράφοντας ποιητικά μια μακρά εποχή (1974-2014) με τις κυμάνσεις, τις εξάρσεις και τις παύσεις της, η οποία και φαίνεται προσώρας να κλείνει.
    Επιλέγουμε και προτείνουμε στη διαδικασία αυτής της επώδυνης μετάβασης, το συγκεντρωτικό αυτό ποιητικό σώμα, το οποίο κρίνεται απαραίτητο τόσο ως σωσίβιο όσο κι ως συντροφιά, αλλά κι ως εγχειρίδιο οδηγιών επιβίωσης, ως ένα όχημα περισυλλογής και αναλογισμού και, τέλος, ως μια μαγική πλατφόρμα φασματικών μεταμορφώσεων, όπου το ένα χέρι σκηνοθετεί τα φάσματα και το άλλο ψηλαφεί γυναικεία σώματα ή τον χώρο εκτός του χώρου.

    Η βιβλιοθήκη του Παλαμά





    Η βιβλιοθήκη του Παλαμά, όπως και το Αρχείο του, διασώθηκε αρχικά από την κόρη του Ναυσικά. Μετά τον θάνατό της, το 1956, και του αδελφού της Λέανδρου, το 1958, ήταν ο Κατσίμπαλης εκείνος που ανέλαβε να διαφυλάξει και να κατατάξει όλο το πολύτιμο υλικό. Και τον επόμενο χρόνο, η βιβλιοθήκη κληροδοτήθηκε στο Ίδρυμα, το οποίο ανέλαβε το έργο διαφύλαξής της. Στον χώρο του έχουν εκτεθεί σε ράφια περί τις 3.000 βιβλία της προσωπικής βιβλιοθήκης του Παλαμά, και μάλιστα σε χώρο που έχει διαμορφωθεί κατάλληλα, αντιγράφοντας το γραφείο-κελί τού ποιητή [42]. Το σύνολο των βιβλίων διαιρείται σε δύο ομάδες που περιλαμβάνουν ελάχιστα ελληνόγλωσσα και πολύ περισσότερα ξενόγλωσσα βιβλία. Ανάμεσά τους υπάρχουν τίτλοι ενδεικτικοί των πολυποίκιλων ενδιαφερόντων του ποιητή, όπως το Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού τουBreton (Manifeste du Surréalisme, 1924) και το Κομμουνιστικό Μανιφέστο των Marx και Engels (Le manifeste du Parti communisteBruxelles1896), αλλά και βιβλία για την ψυχανάλυση, την ιατρική ή την κοσμολογία. Σε πολλά βιβλία υπάρχουν συγκινητικές αφιερώσεις κορυφαίων ανθρώπων του πνεύματος. Έτσι, π.χ., ο Paul Valéry αποστέλλει με θερμή αφιέρωση στον Παλαμά το βιβλίο του Discours en lhonneur de GoetheParis1932 («à Kostis Palamas avec mes remerciements et mes hommagesPaul Valéry»), και ο Marinetti ομοίως το βιβλίο του La Ville charnelle, ενώ υπάρχει ενδιαφέρουσα αφιέρωση και του Ψυχάρη, στο εσώφυλλο του βιβλίου του για τον Renan: «Του Κώστα και του Παλαμά μου, που γράφει για τον κόσμο, και που δε γράφει πια στους φίλους. Ψυχάρης» [43].


    Και δεν είναι μόνον οι αφιερώσεις που καθιστούν πολύτιμα κειμήλια αυτά τα βιβλία. Είναι ανεκτίμητα, και εξαιτίας του πλήθους των σημειώσεων που κατέγραφε στα περιθώρια ο Παλαμάς. Έτσι λ.χ. στο Légende des Siècles του Hugo, υπάρχουν παλαμικές σημειώσεις στα περιθώρια, με βάση τις οποίες μπορούμε να γνωρίσουμε τον Παλαμά ως αναγνώστη [44]. Αλλά και σε βιβλίο της Μαριέτας Μινώτου, με τίτλο Τζιάκομο Λεοπάρντι, ο ποιητής του παγκόσμιου πόνου, του έρωτος και του θανάτου, Αθήναι 1934, υπάρχει μία πολύ ενδιαφέρουσα ιδιόχειρη σημείωση όχι του ποιητή, αλλά της κόρης του Ναυσικάς, γραμμένη αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα της: «Λίγες ημέρες πριν πεθάνει ο Πατέρας-Ποιητής, διαβάζαμε μαζί, ή καλλίτερα του διάβαζα σελίδες από το βιβλίο αυτό. Τον αγαπούσε υπερβολικά τον Leopardi. Ιαν.-Φεβρ. 1943» [45]. Σε άλλο χώρο υπάρχει βιβλιοθήκη με μελέτες που αναφέρονται στο έργο του Παλαμά και στην εποχή του. Τα βιβλία αυτά ανέρχονται περίπου στα 1.200, εκ των οποίων τα 720 είναι δωρεά του Ανδρέα Καραντώνη προς το Ίδρυμα.






    Ερείπιο το σπίτι που έζησε και πέθανε ο Κωστής Παλαμάς



    Πλήρης εγκατάλειψη από την πολιτεία
    του Σταύρου Παπαντωνίου
    Σοκ έπαθε το πανελλήνιο από την εικόνα της βεβήλωσης του αγάλματος του Κωστή Παλαμά , κατά την διάρκεια της πρόσφατης κατάληψης της Νομικής. Άγνωστο είναι ωστόσο στο ευρύ κοινό, πως το ελληνικό κράτος, συντελεί μία «βεβήλωση διαρκείας» , απέναντι στην ιστορική μνήμη και την κληρονομιά του μεγάλου ποιητή, που κάποτε στο φέρετρο του «ακούμπησε ολόκληρη η Ελλάδα» . Το ιστορικό κτήριο στην Πλάκα, στο οποίο έζησε και πέθανε ο Κωστής Παλαμάς, είναι σήμερα ερείπιο, έτοιμο προς κατάρρευση , παρά το γεγονός ότι έχει κριθεί διατηρητέο. Μία αναθηματική μαρμάρινη πλάκα μόνο, θυμίζει πως στο εσωτερικό του γράφτηκαν μερικές από τις πιο σημαντικές σελίδες της πρόσφατης ιστορίας.
    Στην «Περιάνδρου 5» , στην Πλάκα
    Η Οικία Κωστή Παλαμά στην Πλάκα είναι ένα διώροφο κτήριο που οικοδομήθηκε μέσα στη δεκαετία 1920-1930. Έχει τα χαρακτηριστικά ενός νεοκλασικού αστικού σπιτιού της εποχής, με τα ακροκέραμα του γείσου του και τις σιδεριές στα μπαλκόνια. Ο Κωστής Παλαμάς μετακόμισε στο συγκεκριμένο οίκημα το 1935, σε ηλικία 76 ετών , μετά από την έξωση από την προηγούμενη κατοικία του στην οδό Ασκληπιού 3, πάλι στην Πλάκα. Στο δεύτερο όροφο του παλιού νεοκλασικού , ο μεγάλος ποιητής έζησε τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του, μαζί με την σύζυγο του Μαρία Βάλβη και την κόρη τους Ναυσικά.
    Το «έγκλημα» της Ασκληπιού
    Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του ο Κωστής Παλαμάς έζησε στην οδό Ασκληπιού. Από το σαλόνι του σπιτιού (από όπου και η φωτογραφία με την σύζυγο του και την κόρη του) πέρασε όλη η πνευματική ελίτ της χώρας. Στο φιλολογικό αυτό κύκλο του Παλαμά ανήκαν ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Ιωάννης Γρυπάρης, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Παύλος Νιρβάνας. Το σπίτι κατεδαφίστηκε το 1966 και ο τύπος της εποχής έκανε λόγο «για πνευματικό έγκλημα» καθώς στον χώρο αυτό είχε γραφτεί τεράστιο κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Σήμερα, η πολυκατοικία που έχει ανεγερθεί στη θέση του στεγάζει το Ίδρυμα Κωστή Παλαμά. Μια εντοιχισμένη πλάκα είναι εκεί να θυμίζει πως στο σημείο έζησε ο ποιητής Κωστής Παλαμάς από το 1884 μέχρι το 1935.
    Πλήρης εγκατάλειψη
    Σήμερα το σπίτι, στο οποίο έζησε τα τελευταία του χρόνια ο μεγάλος ποιητής , είναι πλήρως εγκαταλελειμμένο, καθώς το ελληνικό κράτος συντελεί ένα «δεύτερο έγκλημα» απέναντι στην ιστορία της χώρας του εθνικού μας ποιητή. Μία επιγραφή στο υπέρυθυρο είναι το μόνο πράγμα που θυμίζει ότι στον χώρο άφησε εν μέσω γερμανικής κατοχής την τελευταία του πνοή ο Κωστής Παλαμάς, στις 27 Φεβρουαρίου 1943. Παρά το γεγονός ότι η υπό κατάρρευση «Οικία Κωστή Παλαμά» έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο, το μόνο που διατηρείται είναι η μαρμάρινη πλάκα πάνω από την κύρια είσοδο του σπιτιού αναγράφει: "Στο σπίτι αυτό πέθανε ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς στις 27 Φεβρουαρίου 1943". Ο Κωστής Παλαμάς, που το 1908, είχε γράψει εν μέσω σφοδρής οικονομικής κρίσης της χώρας, τον στίχο «των ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι».