Nάσος Βαγενάς «Βιογραφία. Ποιήματα 1974-2014» Κέδρος, 2015 σελ. 413 | |
Ο ποιητής μετεωριζόμενος από την αρχή έως το τέλος μεταξύ του μοντέρνου και του μεταμοντέρνου, στον τόπο και στον χρόνο μιας ισόβιας νηνεμίας έπειτα από μια ιδιότυπη τρικυμία, άλλοτε ειρωνικός, σαρκαστικός και μελαγχολικός κι άλλοτε παιγνιώδης και φυγόκεντρος, παραμένει στην ουσία αταξινόμητος.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση ωστόσο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως εφάπτεται −στη διατομή του τουλάχιστον− με τους ποιητικούς τόπους των Χάρη Βλαβιανού, Ηλία Λάγιου, Γιώργου Κοροπούλη και Ευγένιου Αρανίτση, ποιητές που ο καθένας μες στην ιδιοτυπία του κινείται ελεύθερα μεταξύ των λογοτεχνικών μορφικών κατασταλάξεων («σχολών») και των κειμενικών ειδών παραβιάζοντας τα όριά τους.
Η ποίηση του Βαγενά είναι μια ποίηση ελευθερόστιχη, έμμετρη και πεζολογικά αφηγηματική στην άρθρωσή της, που θυμίζει αλλού δοκίμιο, αφοριστικό μανιφέστο και ημερολογιακή καταγραφή, κι αλλού «εσωτερικό μονόλογο» (ως μια μετα- ή και υπερ-μοντέρνα ηχώ), θεατρική σκηνογραφία ή κινηματογραφικά γκρο πλαν, κυρίως σε στιγμιότυπα και αιωρήσεις της καλλιτεχνικής κι όχι μόνο ιστορίας, της φύσης και της πόλεως.
Το ποιητικό του ύφος, ενώ είναι συγκρατημένα και αυτο-υπονομευόμενα λυρικό, αποκαλύπτεται στην ουσία του δραματικό, σαρκαστικό και ειρωνικό και παραμένει έως τέλους σπαρακτικό. Ενας σπαραγμός που φαίνεται να προκύπτει ―γνώρισμα που κατατρύχει εν πολλοίς και τη γενιά του, τη γενιά του ’70― λόγω ενός διανοητικού και ιστορικού εφιαλτικού αδιεξόδου. Ο Βαγενάς εν προκειμένω από τη μία αποπειράται να ξεφύγει επινοώντας περσόνες (όπως λ.χ. στη σύνθεση Στέφανος) κι από την άλλη βυθίζεται στο γυναικείο σώμα κι αφήνεται οπτικά στο χρώμα, στη φύση και στη μουσική.
Χωρίς να παραβλέπουμε τον κοινωνικοπολιτικό, ιστορικο-φιλολογικό και στοχαστικό χαρακτήρα της ποίησής του, όπως και την επαναφορά ενός μετασεφερικού ελληνοκεντρισμού ―που βρίσκεται σε διαρκή ανταπόκριση με τη διεθνή κίνηση των ιδεών και ποίησης― θα τη χαρακτηρίζαμε έντονα αυτοαναφορική και αυτοβιογραφική, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να σχίσει τον χρόνο και να βγει εκτός κόσμου.
Ετσι το ποιητικό υποκείμενο προσπαθεί να βγει έξω από το ποίημα, το κάδρο του ποιήματος και από το εκάστοτε νοηματικό πλαίσιο, ενώ κατατρύχεται, πέρα από τον θάνατο, από μια διαρκή αίσθηση απώλειας και απειλής.
Στο ποιητικό του «συμβάν» ενδεικτικά βλέπουμε χορτάρια να φυτρώνουν με κρότους, παγόνια να μας κοιτούν ακίνητα με τα μάτια ανθρώπων που είχαμε γνωρίσει, πουλιά να ανάβουν ένα ένα στα δέντρα, ενώ παρελαύνουν επαναληπτικά και με άτακτους και αιφνίδιους σχετικά τρόπους η ιστορία, το ερωτικό σώμα, τα φύλλα, τα δέντρα, τα λουλούδια, τα πουλιά, τα χρώματα, τα αστικά οχήματα, διάφοροι ζωγράφοι, ποιητές, τερματοφύλακες ή και ποδοσφαιριστές και φυσικά, ας επαναληφθεί, ο ίδιος ο θάνατος προσωποποιημένος κι απρόσωπος σε διάφορες εκδοχές.
«“Ὁ θάνατος δὲν εἶναι τίποτα”, μοῦ ἔλεγε/ τὶς προάλλες ἕνας ταξιτζής./ “Μιὰ ἁπλὴ διακοπὴ τοῦ φωτός. Ὅπως ὅταν/ δὲν ἔχεις νὰ πληρώσεις τὸν λογαριασμό”» («Επεισόδιο») μας λέει χαρακτηριστικά, ή:
Σ’ ἕνα γαλάζιο λεωφορεῖο. Μ’ ἑκατὸν δέκα χιλιόμετρα τὴν
ὥρα. Τρέχοντας κάτω ἀπὸ ἕναν καυτὸ οὐρανό.
Ἀνάμεσα σὲ σαράντα ἱδρωμένους ἀνθρώπους. Ποὺ καπνίζουν.
Ὀνειρεύονται. Ἢ τρῶνε σάντουϊτς.
Κι ἕναν μεσόκοπο ὁδηγὸ μὲ τὸ μαντίλι στὸ σβέρκο. Ποὺ φτύνει
κάθε τόσο ἀπ’ τὸ παράθυρο κι ἀλλάζει
κασέτες μὲ παλιὰ τραγούδια...
Ὅλα τὰ τραγούδια θὰ ξεχαστοῦν. Τὸ λεωφορεῖο θὰ γίνει σίδερα. Οἱ ἄνθρωποι χῶμα.
Ὁ μελαχρινὸς μὲ τὶς φαβορίτες καὶ τὸ θαλασσὶ πουκάμισο δίπλα μου λέει πὼς πάει στὴν Κατερίνη.
(«Βιογραφία, ΙΙΙ»)
Το μεσοπολεμικό spleen του Καρυωτάκη γίνεται θα λέγαμε το μεταπολιτευτικό spleen του Βαγενά, καταγράφοντας και μεταγράφοντας ποιητικά μια μακρά εποχή (1974-2014) με τις κυμάνσεις, τις εξάρσεις και τις παύσεις της, η οποία και φαίνεται προσώρας να κλείνει.
Επιλέγουμε και προτείνουμε στη διαδικασία αυτής της επώδυνης μετάβασης, το συγκεντρωτικό αυτό ποιητικό σώμα, το οποίο κρίνεται απαραίτητο τόσο ως σωσίβιο όσο κι ως συντροφιά, αλλά κι ως εγχειρίδιο οδηγιών επιβίωσης, ως ένα όχημα περισυλλογής και αναλογισμού και, τέλος, ως μια μαγική πλατφόρμα φασματικών μεταμορφώσεων, όπου το ένα χέρι σκηνοθετεί τα φάσματα και το άλλο ψηλαφεί γυναικεία σώματα ή τον χώρο εκτός του χώρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου