Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών




Η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών ιδρύθηκε το 1934 με έδρα την Αθήνα και εκπροσωπεί επαγγελματίες συγγραφείς.Ο σκοπός και το έργο της Ε.Ε.Λ είναι η παραγωγή πνευματικού και πολιτιστικού έργου ενώ αγωνίζεται και για τα δικαιώματα των Ελλήνων λογοτεχνών!
Μέλη της υπήρξαν μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα των Ελληνικών Γραμμάτων.Πρόεδροι της εταιρίας Ελλήνων λογοτεχνών διετέλεσαν ο Γρηγόρης Ξενόπουλος, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο Νίκος Βέης και άλλοι.
Η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών διευθύνεται από εννεαμελή Επιτροπή Διαχείρισης η οποία είναι υπεύθυνη για τη σωστή διαχείριση των υποθέσεων της και τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της.
''Σήμερον την 29 Ιουνίου 1934, παρόντων των κάτωθι μελών της Επιτροπής, προέβημεν εις τον έλεγχον των προσόντων των Ιδρυτών της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, συμφώνως προς το από  19 Μαΐου 1934 πρακτικόν της Γεν. Συνελεύσεως.
Μετά την εξέτασιν των στοιχείων, εκρίθησαν ως έχοντες τα προσόντα του σχετικού άρθρου του καταστατικού άπαντες οι ιδρυταί, κατά τον ως Έπεται κατάλογον:
Κωστής Παλαμάς, Ν. Καζαντζάκης, Αν. Τραυλαντώνης, Γαλ. Καζαντζάκη, Άγ. Σημηριώτης, Κώστας Ουρανής, Στρ. Μυριβήλης, Αρ. Καμπάνης, Π. Νιρβάνας, Κ. Βάρναλης, Ρήγας Γκόλφης, Λαύρας Πετιμεζάς, Θρ. Καστανάκης, Σωτ. Σκίπης, Καρθαίος, Όμηρος Μπεκές, Β. Δασκαλάκης, Φ. Κόντογλου, Αντ. Γιαλούρης, Άλκης Θρύλος, Ειρήνη Δημητρακοπούλου, Μυρτιώτισσα, Αθηνά Ταρσούλη, Δημ. Βουτυράς, Ν. Ποριώτης, Ηλ. Βουτιερίδης, Γ. Βλαχογιάννης, Ζαχ. Παπαντωνίου, Σπ. Μελάς, Φώτος Πολίτης, Γ. Δροσίνης, Απ. Μαμμέλης, Αγγ. Σικελιανός, Γ. Δελης, Γ. Αθανασιάδης Νόβας, Τ. Μωραϊτίνης, Π. Χορν, Μ. Σιγούρος, Αλ. Πάλλης, Πετρ. Βλαστός, Άγγ. Τερζάκης, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Κ. Μπαστιάς, Στ. Δάφνης, Αιμ. Δάφνη, Κ. Εμμανουήλ, Κ. Παράσχος, Μ. Αυγέρης, Έλλη Δασκαλάκη, Αν. Δρίβας, Μελής Νικολαΐδης, Γ. Κ Σταμπολής, Αθ. Σαραντίδη, Ν. Μπουφίδης, Γιώργος Ροντάκης, Στρατής Δούκας, Χρ. Λεβάντας, Πέτρος Χάρης, Λιλ. Νάκου, Ηλίας Βενέζης, Κώστας Αθανασιάδης, Τάκης Μπαρλάς, Γ. Οικονομίδης, Τέλλος Άγρας. Β. Φρέρης, Θρ. Σταύρου, Γ. Θεοτοκάς, Τάκης Παπατσώνης, Λ. Καρζής, Στ. Σπεράντζας, Μ. Στασινόπουλος, Ιουλία Περσάκη, Μ. Κουντουράς, Λιλή Ίακωβίδη, Λ. Κουκούλας. Έφ' ώ υπογράφομεν το παρόν Γρ. Ξενόπουλος, Ι. Γρυπάρης, Μιχ.Αργυρόπουλος, Μ. Τσιριμώκος, Απ. Μελαχρινός''

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Ο πόλεμος· καλλιτεχνική πανστρατιά

από το βιβλίο της Αγγέλας Καστρινάκη "Η λογοτεχνία στη δεκαετία 1940-1950"



Από το Μέτωπο, από αριστερά στη φωτογραφία όρθιοι: Δ. Γαλερίδης (δημοσιογράφος), Γεώργιος Καρτάλης (υπουργός), Δ. Θιβαδόπουλος ( καθηγητής), Γεώργιος Θεοτοκάς ( συγγραφέας), Συμεόνογλου (βιομήχανος) Κώστας Μάγερ (δημοσιογράφος). Καθιστοί: Ευ. Μαγκλιβέρας (βαρύτονος), Λάμπρος Κωνσταντάρας (ηθοποιός) Κώστας Σάμιος ( τενόρος) και Τσαλίκης (έμπορος).

 Πράγματι νυν υπέρ πάντων ο αγών
 Ζήτω η Ελλάς 
Ζήτω η Αγγλία
 Που πολεμάν γι’ αυτά που αγαπάμε 


Όταν ακόμα και ο υπερρεαλιστής Ανδρέας Εμπειρίκος συντάσσει τέτοιους στίχους στις 28.10.1940, μπορούμε εύκολα να εννοήσουμε το κλίμα της ψυχικής και καλλιτεχνικής πανστρατιάς, την ώρα που κηρύχτηκε ο ελληνοϊταλικός πόλε- μος1 . Πράγματι: η 28η Οκτωβρίου του 1940 σήμανε για την ελληνική λογιοσύνη μια γενική συστράτευση. Όλοι επιδίω- ξαν να βρεθούν στο μέτωπο, ακόμα και όσοι είχαν προβλήματα υγείας, όπως ο Γιάννης Μπεράτης, ακόμα και όσοι δεν γίνονταν ανεπιφύλακτα δεκτοί για πολιτικούς λόγους, όπως ο Γιώργος Θεοτοκάς. «Αξίζει να είναι κανείς Έλληνας τις μέρες αυτές», γράφει ο τελευταίος στο ημερολόγιό του2 . Στο μέτωπο, στην πρώτη γραμμή ή στη δεύτερη, βρέθηκαν πολλοί από όσους είχαν διαδραματίσει κιόλας κάποιο ρόλο στα ελληνικά γράμματα, ο Ελύτης, ο Τερζάκης, ο Ξεφλούδας, ο Σαραντάρης (που σκοτώθηκε), ο Νίκος Καββα- δίας, ο Εγγονόπουλος, ο Μπεράτης, ο Λουκής Ακρίτας, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Καραντώνης, καθώς και νεότεροι, όπως ο Άγγελος Βλάχος, ο Τάκης Σινόπουλος, ο Άρης Δικταίος, ο Λευτέρης Ιερόπαις, ο Αστέρης Κοββατζής. Το κλίμα του μετώπου, κατά το πρώτο διάστημα τουλάχιστον, το αποδίδει εύγλωττα, με την αφελή του αυθορμησιά, το γράμμα που στέλνει ο τελευταίος, νεαρός υπαξιωματικός τότε, στη Νέα Εστία: «Τούτες τις ημέρες, από τότε που βρέθηκα ξαφνι- κά απέναντι στην πολεμική πραγματικότητα, έχω νιώσει τον εαυτό μου πολύ μεγάλο, ειλικρινά θαυμαστό. Πώς άλλαξα, σε μια νύχτα μέσα, κι έγινα άλλος άνθρωπος;»3 . Αλλά και στα μετόπισθεν η τέχνη στρατεύεται, με πολεμικά ποιήματα, εμβατήρια, παιάνες. Ο γέροντας Παλαμάς θα συνδέσει αμέσως τον σημερινό πόλεμο με το ’21, δίνοντας έναν από τους βασικούς κοινούς τόπους των πολεμικών ημερών, καθώς και όλων των πατριωτικών κειμένων, όσων θα γραφούν στη δεκαετία αυτή: «Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα: μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα». Ο Σικελιανός, που θα αναδειχθεί στον κατεξοχήν πρωταγωνιστή της ταραγμένης δεκαετίας, γράφει πληθώρα από ορμητικούς στίχους, ενώ διαβάζει δημόσια με φλογερό πάθος τη Σίβυλλα, μια τραγωδία όπου επιχειρεί έναν ιστορικό παραλληλισμό ανάμεσα στους αλλοτινούς Λατίνους και στους τωρινούς Ιταλούς4 . Αλλά και κάθε ποιητής ή στιχουργός κάνει οπωσδήποτε μια δοκιμή εξύμνησης της πατρίδας σε στίχους. Πατριωτική ποίηση θα γράψει ακόμα και ο μετρη- μένος Τέλλος Άγρας:

Οι Νέοι, ο Λόχος ο ιερός,
 σιμά και πέρα ως πέρα!
 Σωπάστε τη φλογέρα! 
Είναι για σάλπιγγα ο καιρός

Η τέχνη της σάλπιγγας, λοιπόν, σιγάζει την ειρηνική τέχνη της φλογέρας, και το ποίημα γίνεται πολεμικός παιάνας5 . Για πέντε μήνες η ελληνική τέχνη συντονίζεται στα βήματα του στρατού. «Το παίνεμα των αντρειωμένων», «Μακάρια η νιότη», «Λεβεντιά», «Το ελληνικό θαύμα»: μερικοί μόνο από τους τίτλους ποιημάτων που μπορεί κανείς να βρει στα λογοτεχνικά περιοδικά· δίπλα σε αυτά, και πολλά ποιήματα που τιτλοφορούνται απλώς «Ελλάδα». Η τέχνη βέβαια περνά σε δεύτερη μοίρα στα μάτια των ίδιων που τη διακονούν. Γιατί τώρα η ποίηση –λένε– γίνεται στα χαρακώματα: Ποίηση είναι οι πράξεις των ανθρώπων, είναι ο εθελοντής στρατιώτης που δηλώνει «είμαι ένας μες στους πολλούς», κάτι που συνιστά «διάκριση πολύ μεγαλύτερη από του να ξεχωρίζεις απ’ τους πολλούς»6 , όπως γράφει ο κριτικός Γ. Χατζίνης. Ο ίδιος κάπου αλλού επισημαίνει: Ο λογοτέχνης είδε ξαφνικά τα συνηθισμένα καθημερινά του θέματα να χάνουν το ενδιαφέρον τους, και διερωτάται με κάποιο σκεπτικισμό, μέσα στο φοβερό σάλαγο των γεγονότων, αν τα θέματα αυτά άξιζαν, ακόμη και πριν [...]. Τ’ αδέλφια μας γράφουν επάνω στα βουνά της Ηπείρου, στα φαράγγια της Αλβανίας, σελίδες επικές, υπέροχες, που στέκει μπροστά τους ανίσχυρη η φαντασία7 . Ο Σικελιανός θα εκφράσει κι αυτός με τον γνωστό ενθουσιώδη του τρόπο την υπέρβαση της τέχνης από την πράξη: 

Όχι πια λόγια, 
όχι τα μάταια, τα τριμμένα λόγια του Έπους!
 Με τη λόγχη Σας μόνο,
 με τη λόγχη σας και με την ψυχή Σας8

 . «Ανάξιος είναι ο Λόγος», θα πει και ο Τέλλος Άγρας υμνώντας τον στρατό στο ποίημα «Στράτεμμα Ελληνικό»9 . Το μο- τίβο αυτό, την αυτοακύρωση του καλλιτέχνη, θα το ακούσουμε ξανά κατά την Απελευθέρωση και έπειτα πάλι στο τέλος του Εμφυλίου. Είναι το λάιτ μοτίφ μιας εποχής όπου η ιστορία βαραίνει συντριπτικά πάνω στην τέχνη. Παρά ταύτα, η λογοτεχνική παραγωγή βέβαια δεν ανακόπτεται, απλώς η λογοτεχνικότητα ως αισθητική αξία περνά σε δεύτερη μοίρα. Τώρα τον πρώτο λόγο τον έχει η ρητορική. Και στη ρητορική αυτής της εποχής επιστρατεύεται όχι μόνο το ’21, αλλά το σύνολο της ελληνικής ιστορίας και πρωτίστως οι Μηδικοί πόλεμοι. Οι Πέρσες του Αισχύλου έχουν την τιμητική τους: «Τα ερείπια, οι Πέρσες του Αισχύλου, τα ονόματα των βυζαντινών αυτοκρατόρων και των ηρώων του ’21, ο αισθητός κόσμος και η μνημοσύνη, μας πολιορκούν καθημερινώς με ενθύμια αρετής και αντρείας», γράφει, ας πούμε, ο Παντελής Πρεβελάκης10. Τη ρητορική αυτή θα την εγκολπωθεί και ένας ξένος: «Περηφάνια, χαρά, παρηγοριά να ζεις τέτοιες μέρες γιομάτες μεγαλείο, μέσα σ’ ένα κλίμα πυρετού, όπου αγγίζεις το τραγικό και ξαναζείς τους Πέρσες του Αισχύλου», σημειώνει ο 28χρονος διευθυντής σπουδών στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας Ροζέ Μιλλιέξ στο ημερολόγιό του, παρά την προσπάθειά του να κρατηθεί, όπως λέει, μακριά από τη μεγαλοστομία11. Το κυρίαρχο ιδεολογικό στίγμα των ημερών συνίσταται στην αντίθεση ύλης και πνεύματος, όπου το πνεύμα νικά πάντα την ύλη, κατά το γνωστό στερεότυπο. Η Ελλάδα έχει πλέον σχεδόν εξαϋλωθεί: «Οι μυστικές δυνάμεις που δού- λευαν τον Έλληνα ήσαν και είναι πάντα πνευματικές. Σαν οντότητα πνευματική υπάρχει στην ιστορία, πνευματική αποστολή θα εκτελεί πάντα»12.
Όσο για την εικόνα του εχθρού, αν οι Ιταλοί γελοιοποιούνται στις λαϊκές επιθεωρήσεις με στίχους και νούμερα13, στον χώρο της διανόησης ανασύρονται οι πρόγονοί τους, οι Λατίνοι, είτε για να τονιστεί ότι οι Έλληνες είχαν απαντήσει στην αλλοτινή τους επικράτηση κατακτώντας τους πνευματικά, είτε για να ασκηθεί ένα είδος αναθεώρησης αυτής της περίφημης αντίστροφης κατάκτησης: το ελληνικό πνεύμα ποτέ δεν τους επηρέασε πραγματικά, θα υποστηρίξει ο Σικελιανός καταγγέλλοντας τη λατινική τέχνη, γιατί οι Ρωμαίοι δεν ήταν ικανοί να επηρεαστούν από έναν τόσο υψηλότερο ως προς αυτούς πολιτισμό. Κάποτε οι αναφορές στους προγόνους των Ιταλών αποκτούν και αντιφασιστικό χαρακτήρα, η βασική, ωστόσο, τάση της εποχής δεν υπήρξε αντιφασιστική, αλλά απλώς πατριωτική14. Ενίοτε θα βρούμε και ιδιότυπες αναμίξεις. Στα Πειραϊκά Γράμματα, το περιοδικό του λιμανιού που ξεκινά την έκδοσή του στις αρχές του 1940, θα συναντήσουμε ταυτόχρονα την αγανάκτηση εναντίον των Ιταλών «για το αδίκημα της επιβουλής του φασιστικού κράτους κατά των ελευθεριών του Έθνους μας», αλλά και έναν ύμνο στον Μεταξά15. Στα Νεοελληνικά Γράμματα πάντως, μέσα από τα οποία εκφράζεται η Αριστερά, αφθονούν οι αναφορές στον ιταλικό φασισμό και στο νόημα του αγώνα εναντίον του, κάτι που δεν υπήρξε άλλωστε χωρίς συνέπειες: αρκετοί διανοούμενοι αναγκάστηκαν να περάσουν μερικές όχι εύκολες ώρες στην Ασφάλεια16.






1 «Ένα ανέκδοτο ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου για τον πόλεμο του ’40», Ο Πολίτης, τχ. 57 (23.10.1998), σ. 4-5. Εκδίδει ο Γ. Γιατρομανωλάκης.
 2 Γιώργος Θεοτοκάς, Τετράδια ημερολογίου (1939-1953), επιμ. Δ. Τζιόβας, Αθήνα χ.χ. [=1987], σ. 179 (στο εξής: Ημερολόγιο).
 3 «Οι νέοι λογοτέχνες στο μέτωπο», Νέα Εστία 28 (1.12.1940), σ. 1441-1442. Και παρακάτω: «Πώς ξαφνικά ξαναγεννήθηκαν μέσα μας οι πρόγονοί μας, αυτοί οι τρακόσιοι Σπαρτιάτες, αυτή η χούφτα που αργότερα λευτέρωσε το 1821 τούτα τ’ άγια χώ- ματα; Τώρα μονάχα αισθάνομαι ποια ξεχωριστή μοίρα μας έφτιασε Έλληνες. Και πόσο διαφορετικοί και προνομιούχοι είμαστε από κάθε άλλη φυλή». Ολόκληρο το τχ. 335 της Νέας Εστίας (1.12.1940), στα ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ του ΕΚΕΒΙ, http://www.ekebi.gr/magazines/flipbook/showissue.asp?file=68258&code=8755 (τελευταία επίσκεψη 13.5.2015). 
4 Για την παράδοξη σε καιρό πολέμου θέση της Σίβυλλας, βλ. Θ. Χατζηπανταζής, «Η περίπτωση της Σίβυλλας του Άγγελου Σικελιανού», Η Ελλάδα του ’40. Επιστημονικό συμπόσιο, Αθήνα 1993, σ. 111-123
 5 Για τους κοινούς τόπους της πατριωτικής ποίησης, πβ. Vincenzo Rotolo, «Τα κυριότερα γνωρίσματα της ελληνικής αντιστασι- ακής ποίησης», Πρακτικά έκτου συμποσίου ποίησης, Αθήνα 1987, σ. 256-257. Επίσης, Δ. Ν. Μαρωνίτης, «Ο τύπος του εθνι- κού ποιητή. Ο αντίκτυπος του αλβανικού έπους στην ποίησή μας», Όροι του λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη, Αθήνα 1980, σ. 73: «Κατά κανόνα πρόκειται για ποιήματα (ή στιχουργήματα) γνήσιας συναισθηματικής θερμοκρασίας αλλά πρόχειρης και ρητορικής κατασκευής». Βλ. και το βιβλίο Ήταν κάποτε ένας πόλεμος, για τους 41 δημοσιογράφους του μετώπου, http://www. biblionet.gr/book/160035/%CE%89%CF%84%CE%B1%CE%BD_%CE%BA%CE%AC%CF%80%CE%BF%CF%84%CE%B 5_%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CF%82_%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CF%82,_28-10-1940 (τελευταία επίσκεψη 11.5.2015). 6 Γ. Χατζίνης, «Ελλάδα καρδιά της οικουμένης», Νεοελληνικά Γράμματα, τχ. 224 (22.3.1941), σ. 5. 7 Γ. Χατζίνης, «Πόλεμος και λογοτεχνία», Νεοελληνικά Γράμματα, τχ. 260 (14.12.1941), σ. 1. 8 Άγγ. Σικελιανός, «Κλεισούρα», τώρα στο Λυρικός βίος, Ε΄, Αθήνα 1968, σ. 128-131. 9 Τέλλος Άγρας, «Στράτεμμα Ελληνικό», Νέα Εστία 28 (1.12.1940), σ. 1417. 10 Π. Πρεβελάκης, «Υποθήκες του Ελληνισμού», Νέα Εστία 28 (1.12.1940), σ. 1425-1428. Πβ. Φάνης Μιχαλόπουλος, «Το πνεύμα της ελευθερίας και οι Πέρσαι του Αισχύλου», ό.π., σ. 1397-1399. 11 Ροζέ Μιλλιέξ, Ημερολόγιο και μαρτυρίες του πολέμου και της Κατοχής, Αθήνα 1982, σ. 22. 12 Κλ. Παράσχος, «Μυστικές δυνάμεις», Νέα Εστία 28 (15.11.1940), σ. 1393-1394. 8 

 13 Γλυκερία Καλαϊτζή, Ελληνικό θέατρο και ιστορία. Από την Κατοχή στον Εμφύλιο, διδακτορική διατριβή στο ΑΠΘ, Θεσσαλο- νίκη 2001. Βλ. επίσης την πρώτη animation ελληνική ταινία (σχεδιάστηκε το 1942, γυρίστηκε το 1945), “τύπου Μίκυ μάους” όπως την αποκαλεί χαρακτηριστικά ο δημιουργός της, ο σίφνιος γελοιογράφος Σταμάτης Πολενάκης (1908-1987), http:// www.youtube.com/watch?v=yOqR0-mdYSc (τελευταία επίσκεψη 6.4.2015). 14 Αλέξ. Αργυρίου, «Ο πόλεμος του σαράντα στην ελληνική λογοτεχνία», Η Ελλάδα του ’40, ό.π., σ. 91-109. 15 «Η πνευματική επιστράτευση», Πειραϊκά Γράμματα, τχ. 4 (Οκτ.-Δεκ. 1940), σ. 34. 16 Αλέξ. Αργυρίου, Ιστορία, Γ΄, σ. 31-32.

28 Oκτωβρίου 1940. Του Ανδρέα Εμπειρίκου



Ο ποταμός ξεχείλισε
Ο,τι κι αν γράψω σήμερα
Ο,τι κι αν πω την ώρα ετούτη
Ο,τι κι αν κάμω όπου κι αν πάω
Το παν θάναι για μένα
Ενα τουφέκι που κρατώ στα χέρια κι αλαλάζω
Κάτω τα χέρια από την μάνα μας Ελλάδα.

Είμαι φιλήδονος και σοσιαλιστής
Κ' έχω την γνώμη πως έτσι κάποτε θα μείνω
Μ' αυτά που γίνηκαν και γίνονται στον κόσμο
Και κάποτε να σηκωθώ και να φωνάξω
Κάτω οι Εθνικοσοσιαλισταί
Κάτω οι Φασισταί
Κάτω οι βδελυροί υποκριταί της Μόσχας
Πράγματι νυν υπέρ πάντων ο αγών
Ζήτω η Ελλάς
Ζήτω η Αγγλία
Που πολεμάν γι' αυτά που αγαπάμε
Ενάντια σε όσα μάς είναι μισητά.

Νυν υπέρ πάντων ο αγών
Η Ελευθερία δεν έγινε ποτέ
Με ψέμματα ούτε με σκέτες θεωρίες
Μα με τις πράξεις και οσάκις ήτο ανάγκη με το αίμα
Εμπρός λοιπόν και να χτυπάμε στην καρδιά
Σύντροφοι εμπρός
Φωνάζω αλληλούια.

(Ανέκδοτο ποίημα από το αρχείο του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο πολίτης, τ. 57, Οκτώβριος 1998]

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Ο Ελύτης μιλά για τον πόλεμο του ’40

Ο Οδυσσέας Ελύτης στο αλβανικό μέτωπο - 1941
πηγή φωτογραφίας http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=319798


Ο Οδυσσέας Ελύτης φωτογραφημένος από τον Ανδρέα Εμπειρίκο


Ο μεγάλος ποιητής μας μιλάει για το έπος του ’40: «Κι αν έζησα το θαύμα, σώθηκα από θαύμα»
Από μια συνέντευξη του Οδυσέα Ελύτη στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική» με τίτλο «Έζησα το θαύμα της Αλβανίας» το 1965.
— Προσωπικά εσείς, σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός, τι κάνατε στον αγώνα; τον ρωτούν.
Τι να έκανα εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας. Με κόπο ανυπολόγιστο, κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής προς την αποστολή μου. Αλλά είδα στο πρόσωπο των στρατιωτών μου τη λάμψη που είναι ικανός ο Ελληνισμός ν’ αναδύσει όταν πιστεύει στο δίκιο του. Και γνώρισα από πολύ κοντά την αψηφισιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση της ζωής που έγινε τελικά και δική μου.
Στο μέτωπο, αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε, όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήτανε μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια κα με ζώο σε βατόδρομο και να διακομισθώ στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων.

Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχανε αποφασίσει αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου. Θυμάμαι, ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στο μικρό θάλαμο των ετοιμοθανάτων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα πεισματικά να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε, όταν η κρίση της αρρώστιας έφτασε στο κατακόρυφο. Μόλις αρχίζανε οι βομβαρδισμοί, ανοίγανε το διπλανό μου παράθυρο -μη σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν επάνω μου- και φεύγανε όλοι στα καταφύγια. Έτσι πέρασα όλες τις τρομερές πρώτες μέρες της γερμανικής επιθέσεως. Κατάμονος, σ’ έναν έρημο θάλαμο, και γεμάτος πληγές από την απόλυτη ακινησία.
Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλυτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, ήρθε η διαταγή να εκκενωθεί το Νοσοκομείο. Με βάλανε όπως-όπως σ’ ένα φορείο, που το χώσανε σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο.

Η φάλαγγα από τα Γιάννενα ως το Αγρίνιο πυροβολήθηκε οχτώ φορές από τα «στούκας» Οι φαντάροι τρέχανε στα χωράφια, όμως εγώ ήταν αδύνατον να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή. Τελικά στο Αγρίνιο, με παρατήσανε σ’ ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλλα, εθελοτής νοσοκόμος με άλλη αποστολή, με βοήθησε κα μ’ έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης, όπου σωριάστηκα κι έμεινα τρεις μέρες (…) Οι γιατροί στην Αθήνα τρίβανε τα μάτια τους. Σύμφωνα με την Επιστήμη, θα έπρεπε με την πρώτη παραμικρή μετακίνηση να πάθω εντερορραγία και να τελειώσω (…) αν «έζησα το θαύμα» σώθηκα και από ένα θαύμα.



Ζήτω η ελευθερία του πνεύματος!




Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !


Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;



Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια



γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς !",
ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη !



Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !



Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...
κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.



Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,



που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.



Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Στη συνέχεια, ο ποιητής Σωτήρης Σκίπης (1881-1952), από τους τελευταίους εκπροσώπους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, απήγγειλε συγκλονιστικά το ποίημά του Στον Κωστή Παλαμά.
Μέσ' από τα κάγκελλα τ' αόρατα
της απέραντής μας φυλακής,
μέσα στο κελί το σκοτεινό μας,
δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής
κι έπεσες σα δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής,
δίχως να προσμείνεις την αχτίδα
της καινούργιας Χαραυγής.


Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ' τα βόλια των βαρβάρων.
Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του Αιώνα.



Μάτια στερεμένα από τις τόσες
συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα.



Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν
έναν - ένα,
σαν ξυπνήσουν απ' τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ' αναρίθμητες καρδιές.



Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το στερνό,
ω πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε.
Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια σου τραγούδια,
που βουίζουν σα μελίσσια
πάνω απ' Απριλιού λουλούδια,
σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
ω μεγάλε ραψωδέ μας.
Στις 27 Φεβρουαρίου 1943 έφευγε από τη ζωή, σε ηλικία 84 ετών, ο σπουδαίος έλληνας ποιητής Κωστής Παλαμάς. Ήταν βαριά άρρωστος όταν τον συνάντησε ο χάρος στο σπίτι του, στην οδό Περιάνδρου 3 στην Πλάκα. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 9 Φεβρουαρίου του 1943, είχε πάρει τη γυναίκα του Μαρία.
Το νέο του θανάτου του επιφανέστερου ποιητή της γενιάς του 1880 κυκλοφόρησε με αστραπιαία ταχύτητα στην κατοχική Αθήνα. «Χτες βράδυ μία είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μία είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός» γράφει στο προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου.
Από νωρίς το πρωί της 28ης Φεβρουαρίου πλήθος λαού άρχισε να συγκεντρώνεται στο Α' Νεκροταφείο της Αθήνας για να αποτίσει το ύστατο χαίρε στον μεγάλο ποιητή, αλλά και για να εκφράσει τα αντικατοχικά του αισθήματα.
Στις 11 το πρωί άρχισε η νεκρώσιμος ακολουθία, χοροσταντούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δαμασκηνού. Ο πνευματικός κόσμος της χώρας έδωσε βροντερό «παρών»: Σπύρος Μελάς, Μαρίκα Κοτοπούλη, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Σικελιανός, Ηλίας Βενέζης, Ιωάννα Τσάτσου, Γιώργος Κατσίμπαλης, κ.ά.

Άγγελος Σικελιανός
Οι επίσημες αρχές, προσπαθώντας να περιορίσουν το νόημα της παλλαϊκής συγκέντρωσης, εκπροσωπήθηκαν στην κηδεία από τον ίδιο τον δοτό πρωθυπουργόΚωνσταντίνο Λογοθετόπουλο και από εκπροσώπους των γερμανικών και ιταλικών κατοχικών δυνάμεων.

Αυτό δεν απέτρεψε τη μετατροπή της κηδείας σε εκδήλωση πατριωτικής έξαρσης. 
«Σε αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα» είπε εύστοχα ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός (1884-1951), δίνοντας το πνεύμα ομόθυμης παρουσίας του λαού στην κηδεία. Και «με μια φωνή όσο ποτέ δυνατή» απήγγειλε το ποίημα Παλαμάς, που είχε γράψει τα χαράματα της 28ης Φεβρουαρίου προς τιμήν του μεγάλου ποιητή:


Όταν τελείωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, ο Σπύρος Μελάς, ο Άγγελος Σικελιανός και νέα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο και κατευθύνθηκαν προς τον χώρο της ταφής. Την ώρα που θα εναπόθεταν το φέρετρο μέσα στη γη, πλησίασε ο αντιπρόσωπος του κατακτητή να καταθέσει στεφάνι. Τότε, ο λογοτέχνης Γιώργος Κατσίμπαλης άρχισε να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο: «Σε γνωρίζω από την κόψη...». Ακολούθησε το συγκεντρωμένο πλήθος, «πρώτα δειλά –περιγράφει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος– ύστερα η φωνή κατάκτησε όλον τον κόσμο, μυριόστομη. Ήταν η στιγμή η πιο συγκινητική. Ο κόσμος τραγουδούσε με πάθος. Κάποιος φώναξε Ζήτω η ελευθερία του πνεύματος. Αλλά ο κόσμος ήθελε ελευθερία σκέτη και φώναζε Ζήτω η Ελευθερία!».

Ο Οδυσσέας Ελύτης στα Ανοιχτά Χαρτιά για τον μεγάλο μας ποιητή, τον Γιώργο Σαραντάρη

Πηγή:http://www.huffingtonpost.gr



«Θέλω αυτή τη στιγμή απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πώς, κατάφερε να κρατήσει όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων στα Γραφεία και στις Επιμελητείες και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκότανε στα πόδια του, που όμως είχε προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της. Ήταν σχεδόν μια δολοφονία. Διπλωματούχος ιταλικού πανεπιστημίου - ο μόνος ίσως σε ολόκληρο το στράτευμα-, θα μπορούσε να ΄ναι περιζήτητος σε οποιαδήποτε από τις Υπηρεσίες που είχαν αναλάβει την αντικατασκοπεία, ή την ανάκριση των αιχμαλώτων. Αλλά όχι. Έπρεπε να φορτωθεί το γυλιό και τον οπλισμό των τριάντα οκάδων, για να χαθεί παραπατώντας μες στα χιονισμένα φαράγγια ένας ακόμη ποιητής, ένας ακόμη αθώος στο δρόμο του μαρτυρίου».


Και συνεχίζει ο Ελύτης*****: «Φαίνεται ότι (ο Σαραντάρης) πέρασε φρικτές ώρες. Τα χοντρά μυωπικά του γυαλιά, που χωρίς αυτά δεν μπορούσε να κάνει βήμα, τά 'χασε μέσα στην παραζάλη. Φώναζε “βοήθεια” στους άλλους φαντάρους , αυτός ο Χριστιανός φώναζε “αδέλφια” και τ' “αδέλφια” τον κοροϊδεύανε, τα πιο αδίστακτα βαλθήκανε κιόλας να του κλέβουνε κουβέρτες, μάλλινα, οτιδήποτε χρήσιμο μπορούσε ο δόλιος να κουβαλεί. Απόμεινε σαν το κατατρεγμένο πουλί μέσα στην παγωνιά. Χωρίς να βαρυγκομήσει. Χωρίς να ξεστομίσει έναν πικρό λόγο. Περήφανος, μ' ένα σώμα ελάχιστο και μια μεγάλη ψυχή, που τον κράτησε όσο που να τραγουδήσει ακόμη λίγο:
«Εγώ που οδοιπόρησα με τους ποιμένες της Πρεμετής» κι ύστερα ν' ανεβεί “στους τόπους που αγγέλλουν τον ουρανό και συνομιλούν με τον ήλιο”.

«Έτσι πέθανε ένας Έλληνας ποιητής, όταν οι συνάδελφοί του στη Δύση βλαστημούσανε το Θεό κι εμπιστεύονταν στη μαριχουάνα. Έπρεπε να το διαφυλάξουμε αυτό, να το κάνουμε σύμβολό μας και κουράγιο μας, τώρα που άρχιζαν άλλα δεινά, η πείνα, η κλούβα, οι εκτελέσεις στον τοίχο» καταλήγει ο Ελύτης.
Σε έναν στίχο του ο Σαραντάρης, παιδί της γενιάς του 30, γράφει, ενώ είναι στο μέτωπο, «Εγώ που οδοιπόρησα/ Με τους ποιμένες της Πρεμετής/ Είχα τα μάτια μου/ Παντοτεινά στραμμένα/ Στο εωθινό σου πρόσωπο…». Πεθαίνει στην Αθήνα στις 25 Φεβρουαρίου του 1941 από τύφο.
***** Οδυσσέας Ελύτης - Ανοιχτά Χαρτιά Εκδόσεις Ίκαρος

1934-1937 Γρηγόριος Ξενόπουλος

1934-1937 Γρηγόριος Ξενόπουλος
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (9 Δεκεμβρίου 1867 - 14 Ιανουαρίου 1951) ήταν Ζακυνθινός μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων.
Διετέλεσε αρχισυντάκτης στο θρυλικό πια περιοδικό "Η Διάπλασις των Παίδων" κατά την περίοδο 1896 - 1948. Κατά την αρχισυνταξία του Ξενόπουλου στο περιοδικό ήταν και ο βασικός του συντάκτης.
Είναι χαρακτηριστική η υπογραφή του Σας ασπάζομαι, Φαίδων, που χρησιμοποιούσε στις επιστολές που υποτίθεται έστελνε στο περιοδικό. Ήταν ο ιδρυτής και εκδότης του περιοδικού Νέα Εστία, το οποίο εκδίδεται ακόμα και σήμερα. Το 1931 έγινε ακαδημαϊκός. Μαζί με τους Παλαμά, Σικελιανό και Καζαντζάκη ίδρυσε την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών.
Βίος
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 9 Δεκεμβρίου 1867. Ο πατέρας του, Διονύσιος, καταγόταν από τη Ζάκυνθο και η μητέρα του Ευλαλία από την Πόλη. Ο Γρηγόριος έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στη Ζάκυνθο, μέχρι το 1883, όταν γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να σπουδάσει Φυσικομαθηματικά. Τις σπουδές του δεν τις ολοκλήρωσε ποτέ: από το πρώτο ήδη έτος είχε αρχίσει την ενασχόληση με τη λογοτεχνία, η οποία ήταν και η μοναδική πηγή εσόδων του.


Από το 1892 εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στην Αθήνα και το 1894 παντρεύτηκε την Ευφροσύνη Διογενίδη. Το ζευγάρι χώρισε ενάμιση χρόνο μετά, ενώ είχαν ήδη αποκτήσει μια κόρη και ο συγγραφέας παντρεύτηκε ξανά το 1901 την Χριστίνα Κανελλοπούλου, με την οποία απέκτησε άλλες δύο κόρες.


Συνεργάστηκε με πλήθος εφημερίδων και περιοδικών στις οποίες δημοσίευε μελέτες, άρθρα, διηγήματα και μυθιστορήματα. Το 1894 ανέλαβε τη διεύθυνση της Εικονογραφημένης Εστίας, το 1896 έγινε αρχισυντάκτης του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων, του οποίου ήταν και συνδρομητής κατά τα παιδικά του χρόνια. Από το 1901 ως το 1912 δημοσίευε στο περιοδικό Παναθήναια λογοτεχνικά έργα και μελέτες και από το 1912 άρχισε να συνεργάζεται με την εφημερίδα Έθνος γράφοντας μυθιστορήματα σε συνέχειες. Το 1927 ίδρυσε το περιοδικό Νέα Εστία, του οποίου ήταν διευθυντής ως το 1934.


Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Γρηγόριος Ξενόπουλος μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα. Πέθανε στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου 1951 και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη.


Έργο
Πεζογραφικό


Ο Ξενόπουλος ήταν πολυγραφότατος συγγραφέας. Έγραψε πάνω από 80 μυθιστορήματα και πλήθος διηγημάτων. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1888 με το μυθιστόρημα "Ο άνθρωπος του κόσμου". Αυτό και το επόμενο μυθιστόρημά του, "Νικόλας Σιγαλός" (1890), "αθηναϊκά" μυθιστορήματα, ήταν αποτυχημένα. Έπειτα στράφηκε στην έμπνευση από την πατρίδα του και έγραψε κάποια από τα καλύτερά του έργα, "Μαργαρίτα Στέφα" (1893), "Κόκκινος βράχος" (1905). Ακολούθησαν έργα "αθηναϊκά", τα σημαντικότερα από τα οποία είναι "Ο πόλεμος" (1914) και "οι μυστικοί αρραβώνες" (1915) και το "ζακυνθινό" "Λάουρα" (1915), επίσης ένα από τα καλύτερά του. Η πιο φιλόδοξη συγγραφική του απόπειρα ήταν η κοινωνική τριλογία "Πλούσιοι και φτωχοί" (1919), "Τίμιοι και άτιμοι" (1921), "Τυχεροί και άτυχοι" (1924). Τα δύο πρώτα αναγνωρίζονται ως τα καλύτερα και πιο ώριμα έργα του. Άλλα αξιόλογα έργα του που ακολούθησαν είναι τα: "Αναδυομένη" (1923), "Ισαβέλλα" (1923), "Τερέζα Βάρμα-Δακόστα" (1925).


Τα έργα του διαδραματίζονται στην Αθήνα και τη Ζάκυνθο. Θεωρείται ο εισηγητής του "αστικού μυθιστορήματος", δηλαδή του μυθιστορήματος που διαδραματίζεται στα αστικά κέντρα (βλ.Ελληνική πεζογραφία 1880-1930). Βασικό θέμα στα έργα του είναι ο έρωτας, κυρίως έρωτας μεταξύ ατόμων από διαφορετικές τάξεις.


Η ικανότητά του να γράφει εύκολα και γρήγορα τον οδήγησε κάποιες φορές σε "εκπτώσεις" ως προς την ποιότητα. Πολλοί τον κατηγόρησαν, όταν άρχισε να δημοσιεύει μυθιστορήματα σε συνέχειες, ότι έκανε πολύ εύκολα παραχωρήσεις στα γούστα του αναγνωστικού κοινού και ότι χρησιμοποιούσε συχνά προκλητικές για την εποχή ερωτικές σκηνές για να κερδίζει χρήματα. Όλοι όμως επισημαίνουν αρετές του έργου του, όπως η αφηγηματική ευχέρεια, η ικανότητα να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και η παρατηρητικότητα.
Ο Ξενόπουλος και το αστικό μυθιστόρημα


Τα έργα του Ξενόπουλου είναι περισσότερο για ψυχαγωγία παρά για φιλολογική ανάλυση. Ο αστικός ρεαλισμός που επικρατούσε αυτή την εποχή στην Ευρώπη και στην Αμερική επηρεάζει και τα έργα του Ξενόπουλου. Για το λόγο αυτό ο Ξενόπουλος θεωρείται από πολλούς εισηγητής του αστικού μυθιστορήματος με προσπάθειες για την αντανάκλαση της ίδιας της πραγματικότητας. Ας μη ξεχνάμε ότι ο Ξενόπουλος ανήκει στη γενιά του 1880, χρονολογία η οποία αποτελεί σταθμό στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Αρχή νεοελληνική αναγέννησης με τον Παλαμά αλλά και τον Ροΐδη με το μυθιστόρημα του Πάπισσα Ιωάννα). Ο Ξενόπουλος υπήρξε γνώστης της σχετικής παράδοσης αλλά και καινοτόμος νεωτεριστής. Η στροφή του προς τον αστικό ρεαλισμό υπήρξε βασικά ιδιάζουσα παρέκκλιση από την ηθογραφία. Ο αστικός ρεαλισμός χρησίμευε για την κάλυψη του κενού – την απουσία ενός μέσου στρώματος αναγνωστών που θα λειτουργούσε ως ενδιάμεσος χώρος για μια πολύπλευρη ανάπτυξη λογοτεχνικής γραφής. Τα πρώτα του μυθιστορήματα εξελίσσονται στην Αθήνα με υλικό τη φοιτητική ζωή, πριν ο συγγραφέας κλείσει τα 30. Παραμένει πάντα ο ψυχογράφος. Ο Ξενόπουλος χρησιμοποιεί περιστατικά και από την ίδια του τη ζωή με τρόπο όμως που αυτά να περνάνε σαν φανταστικά.
Θεατρικό
Το πρώτο του θεατρικό έργο, Ο ψυχοπατέρας, παρουσιάστηκε το 1895. Από τις αρχές του αιώνα άρχισε να συνεργάζεται με τη Νέα Σκηνή του Κων/νου Χρηστομάνου. Τα σπουδαιότερα θεατρικά του έργα είναι: "Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας" (1904), η "Στέλλα Βιολάντη" (1909, με την Μαρίκα Κοτοπούλη), "Φοιτηταί". Ο Ξενόπουλος έγραψε συνολικά 46 διαφορετικά θεατρικά έργα. Το 1901 πρωταγωνίστησε μαζί με τον Παλαμά για την ίδρυση της Νέας Σκηνής και χάρη στη γνώση ξένων γλωσσών ενημερωνόταν έγκαιρα για σημαντικά πνευματικά συμβάντα στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Έγραφε προλόγους για τον Ίψεν και ζούσε το θέατρο, ζυμωνόταν η καθημερινή ζωή του με αυτό. Πολλά δράματα του είχαν αρχικά γραφτεί ως πεζογραφήματα και έπειτα μεταφέρθηκαν στη σκηνή. (Π.χ. Έρως εσταυρωμένος - Στέλλα Βιολάντη). Μετέφρασε και διασκεύασε αρκετά ξένα έργα και η στάθμη της γραφής του ήταν σε όλες τις περιπτώσεις υψηλά. Συμμετείχε σε διάφορες επιτροπές δραματουργικών διαγωνισμών και το Βασιλικό Θέατρο της Αθήνας εγκαινιάστηκε στα 1932 με δικό του έργο «Ο θείος Όνειρος». Τα περισσότερα έργα του Ξενόπουλου είναι τρίπρακτα (28). Στην πρώτη πράξη τίθεται συνήθως το θέμα και χαρακτηρίζονται τα πρόσωπα, στη δεύτερη εντείνεται η πλοκή και κορυφώνεται το δράμα και στην τρίτη έρχεται η λύση. Ο Ξενόπουλος χτίζει μεθοδικά φράση με φράση, προετοιμάζει τα επερχόμενα περιστατικά που φαίνονται λίγο άσχετα με το κύριο θέμα, αλλά αποδεικνύονται αναγκαία. Η «Στέλλα Βιολάντη» (στην οποία προχωρεί με γρήγορο ρυθμό από την ευχάριστη ατμόσφαιρα ενός ζακυνθινού σπιτιού στη συγκλονιστική κορύφωση του εκούσιου θανάτου της νύμφης) υπήρξε πρότυπο για άλλα 2 γνωστά θεατρικά έργα που αν και γράφτηκαν πιο μετά υστερούν σε δραματική τεχνική.


Οι κατηγορίες των έργων του: Ο Ξενόπουλος έγραψε με την ίδια επιτυχία και δράματα και κωμωδίες κυρίως με θέμα τον έρωτα. Τα έργα του είναι ηθογραφίες που αναδεικνύουν τη ζωή μιας εποχής η μιας τοπικής κοινωνίας, τοπικές και εποχικές ιδιαιτερότητες παίρνουν συχνά ισχύ άγραφων νόμων που επιβάλλονται μέσα από την κοινωνία. Τα έργα του ταξινομούνται είτε στη Ζάκυνθο είτε στην Αθήνα και ο Ξενόπουλος έρχεται να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των 2 Σχολών, της Αθηναϊκής και της Επτανησιακής.


Ζακυνθινά έργα: Στέλλα Βιολάντη, Ραχήλ, Φωτεινή Σαράντη, Ο ποπολάρος
Αθηναϊκά: Φοιτηταί, Ψυχοσάββατο, Το ανθρώπινο

Κριτική
Ιδιαιτέρως αξιόλογη ήταν η συμβολή του στην κριτική. Στο περιοδικό Παναθήναια δημοσίευσε πλήθος μελετών για πολλούς συγγραφείς, όπως τους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Γιάννη Καμπύση, Δημήτριο Βικέλα. Εκείνος πρωτοπαρουσίασε στο αθηναϊκό αναγνωστικό κοινό τον Κ.Π.Καβάφη, το 1903.


Ο Ξενόπουλος και ο σοσιαλισμός
Ο Ξενόπουλος, αν και προερχόταν από εύπορη οικογένεια δεν ήταν αριστοκράτης. Παρακολουθούσε ωστόσο τα προβλήματα των ανερχόμενων αστών όσο και των πιο φτωχών. Ερχόμενος στην Αθήνα έφερε μαζί του την ιδέα του ανθρωπιστικού σοσιαλισμού. Στην Αθήνα ήρθε σε επαφή με τον Δρακούλη και τους άλλους επικεφαλής του σοσιαλιστικού κόμματος, ενώθηκε με αυτούς και βοήθησε στην έκδοση των σοσιαλιστικών εφημερίδων «Άρδην» και «Κοινωνία». Το 1885 έγινε μάλιστα συντάκτης του «Άρδην». Τις θέσεις του για το σοσιαλισμό μπορούμε να δούμε καλύτερα στο Πλούσιοι και Φτωχοί. Ο Ξενόπουλος πίστευε σ’ ένα σοσιαλισμό που θα άλλαζε την κοινωνία χωρίς βίαιες ανατροπές. Σιγά-σιγά οι άνθρωποι θα καταλάβαιναν το συμφέρον τους, οι πλούσιοι και οι φτωχοί θα έρχονταν σε συνεννόηση χωρίς βία. Μόνο ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να βάλει τέλος στο διαχωρισμό των 2 ρατσών. Το ιδανικό του σοσιαλισμού θα εξασφάλιζε σε κάθε άνθρωπο οποιασδήποτε ράτσας τροφή, κατοικία και ενδυμασία, αλλά δεν μπορεί να καταλήξει ποτέ σε μία εντελώς ισότητα. Αρχικά ο Ξενόπουλος θεώρησε τις σοσιαλιστικές ιδέες τις μόνες που θα μπορούσαν να διορθώσουν την ανισότητα μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Ωστόσο την εφαρμογή των σοσιαλιστικών ιδεών δεν την ήθελε βίαια με ανατροπές και επαναστάσεις που θα δημιουργούσαν θύματα. Με την άνοδο του πνευματικού επιπέδου του λαού –πίστευε- θα καταλάβαιναν οι άνθρωποι το πραγματικό τους συμφέρον. Για το λόγο αυτό θεωρούσε το γράψιμο ως οφειλή διαπαιδαγώγησης και έργο ευθύνης υπέρ του συνόλου.


Βιβλιογραφία
1. Απ. Σαχίνη, Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, εκδ. Γαλαξίας, Αθήνα 1971
2. Η παλαιότερη πεζογραφία μας, εκδ. Σοκόλη
3. Το φάντασμα, εκδ. αδερφοί βλάσση
4. Μυστικοί αρραβώνες, εκδ. αδερφοί βλάσση
5. Στέλλα Βιολάντη Ισαβέλλα, εκδ. αδερφοί βλάσση
6. Η Άπιστη, εκδ. αδερφοί βλάσση



Μελέτες για το έργο του Γρηγορίου Ξενοπούλου
Ελίζα-Άννα Δελβερούδη, "Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος στον κινηματογράφο: Ο κόκκινος βράχος του Γρηγόρη Γρηγορίου", Γρηγόριος Ξενόπουλος, Πενήντα χρόνια από τον θάνατο ενός αθάνατου (1951-2001), Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 2003, σ. 189-203.
Χρυσόθεμις Σταματοπούλου-Βασιλάκου, «Τα μονόπρακτα έργα του Γρηγορίου Ξενοπούλου». Παράβασις, τόμ. 8, 2008, σσ. 483-504.

Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ υπήρξε ο πρώτος Πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών από το 1934 μέχρι το 1936.

Από την εργασία του Γεωργίου Σταυράκη
«Η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών και η διαχρονική της πορεία»