Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ


«Ο Κώστας Χατζόπουλος είναι από τους πρώτους δημοτικι­στές που παρουσιάζονται με σοσιαλιστική ιδεολογία και επιχειρούν να δώσουν κοινωνική τροπή στο κίνημα νου δημοτικισμού.Τα σοσιαλιστικά άρθρα του Χατζόπουλου προκάλεσαν κατά το 1908-1909 μεγάλες συζητήσεις μέσα στους κύκλους των δημοτικιστών και στη συντροφιά του Νουμά. Ο Χατζόπουλος έγραψε στίχους με πνεύμα σοσιαλιστικό. Έγραψε και διηγήματα, όπου διαφαίνονται οι σοσιαλιστικές τάσεις». ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΓΕΡΗΣ



Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΑΚΡΟΠΟΤΑΜΟΥ

Α
- Κελεπούρ’ με τα σωστά, είπε μέσα του ο Θώμος Κρανιάς ρίχνοντας το μάτι προς το παλιό στενόψηλο σπίτι εκεί μπροστά του, ενώ ροφούσε τον καφέ στον ίσκιο της γέρικης μελικοκκιάς.
Στα κλαδιά της μελικοκκιάς κελαδούσαν τα πουλιά και στον απομεσημεριάτικο ουρανό αργοκυλούσαν αριόλευκα τα σύννεφα του Μάη.
Η Φρόσω, η μεγάλη κόρη του Κρανιά, καθισμένη κοντά του είχε αφήσει κι έπεσε στην ποδιά της το κέντημα και κοίταζε τα σύννεφα κι άκουε τα πουλιά.
Ο μικρός Γεσίλας με τον κόρφο του γεμάτο χλωρούς καρ­πούς απ’ τη μελικοκκιά, μικρούς και στρογγυλούς σα σκάγια, πήγαινε ολόγυρα στη φράχτη και σημάδευε με τη σκάστρα τα σπουργίτια, η Μαριώ κι η Κούλα κυνηγιόντανε ξυπόλυτες στον κήπο.
Ο Θώμος Κρανιάς έριξε γύρω μιαν ήσυχη ματιά. Έπειτα ανασήκωσε το μακρύ του νυχτικό και το ’ζωσε στη μέση με το λουρί, πήρε το κλαδευτήρι κι ανέβηκε στη σκάλα την ακουμπη­μένη στον κορμό ενός φράξου παραπέρα, όπου κρεμότανε μια κληματαριά φτακύλι. Το είχε κλαδέψει πριν και τώρα γύρευε να το κλαρώσει πιο ψηλά.
Η κυρα-Θώμαινα, που μόλις ξυπνημένη πλενότανε στο νεροχύτη στην κορφή της σκάλας του σπιτιού, είδε τον άντρα της σκαρφαλωμένο τόσο ψηλά και τρόμαξε:
- Άνθρωπε, έχει το νου σ’! Άσ’ το να πάει στην οργή! του φώναξε.
Και κατέβηκε τη σκάλα σκουπίζοντας το πρόσωπο με την ποδιά της.
Όταν πλησίασε τον άντρα της, είχε κατεβεί και κείνος και κοίταζε το κλήμα.
- Καλά δεν το ’δεσα; είπε. Δεν το φτάνουν τώρα. Εννοούσε τα παιδιά. Τσιμπούσανε τις αγουρίδες, που τις χρειαζόντανε ν’ αυγοκόβουνε τη σούπα.
Και πρόστεσε:
- Γλιτώνουμ’ έτσι τα λεμόνια.
- Και το ρετσινόλαδο, δε λέω. Μα δε σ’ λλογιέσ’ αν παραπάταγες; Είσαι βαρύς, είπε η κυρα-Θώμαινα.
Ο Θώμος Κρανιάς την κοίταξε μια στιγμή στα μάτια. Έπει­τα πήγε κοντά της, τη χτύπησε στον ώμο κι είπε:
- Καλά δε βολευτήκαμ’, ε; Κελεπούρ’ με τα σωστά.
Έδειξε τον πύργο εκεί, την κούλια του ακροπόταμου, κα­θώς τη λέγανε στον τόπο. Την είχε χτίσει αυτού στον όχτο κά­ποιος Σουλιώτης καπετάνιος για ν’ αγναντεύει τα βουνά του τόπου του και τώρα την αγόρασε ο Θώμος Κρανιάς για να τρυ­πώσει μέσα τα παιδιά και τη γυναίκα του σαν ξαναβρέθηκε παυμένος ξαφνικά.
- Καλά να λέμε, έκαμε ν’ αναστενάξει η κυρα-Θώμαινα. Μα θυμήθηκε πως ήτανε και δικό της θέλημα να μην κουβαλη­θούνε μεσοχείμωνα στο χωριό, μα να περιμένουν τον ξαναδιορισμό εδώ στην πόλη - κι έπνιξε τον αναστεναγμό. Κούνησε το κεφάλι κι έκαμε προς το σπίτι.
Η Φρόσω καθισμένη κάτω από τη μελικοκκιά κεντούσε και κοίταζε τα σύννεφα.
Ο Θώμος Κρανιάς έπιασε τώρα και κέντρωνε μια αγριοσκιά.
Το αεράκι της ποταμιάς του χάδευε το μέτωπο, από τις ρά­χες γύρω αχούσανε κουδούνια και βελάσματα, ο ήλιος φώτιζε μαλακά την πρασινάδα της λαγκαδιάς, τα γέλια των παιδιών γεμίζανε τον κήπο κι ο αργαλειός της κυρα-Θώμαινας άρχισε ν’ αργοβροντά, σα να βαστούσε από τον πύργο απόβαθα το ρυθμό της ήσυχης ζωής.
Ο Θώμος Κρανιάς, εκεί που έδενε με την καινούρια φλούδα τον κορμό, σταμάτησε:
Κρίμα που δεν έκλεισε ακόμα τη σύνταξη! Ας πηγαίνανε στην οργή και τα πλιάτσικα και τα πεσκέσια και το κόμμα του Κρανιά.
Το κόμμα και το σόι του Κρανιά ήταν από τα παλιότερα στην επαρχία με τ’ ατέλειωτα βουνά και τους εννιά δήμους, ξακουστούς για τ’ αρχαιόπρεπα ονόματά τους, τα κόκκινα ξυνόμηλα και τις μακριές καμπυλωτές μύτες των κατοίκων τους. Έναν απ’ αυτούς τους δήμους κυβέρνησε ο Θώμος Κρανιάς τέσσερα χρόνια μια φορά. Μα η ανάγκη το απαίτησε ν’ αφήσει αλλουνού την έννοια αυτή, η γυναίκα του σα να τραβήχτηκε και κείνη περσότερο από τον τίτλο της κυρα-επαρχίνας κι έτσι η φαμελιά του Θώμου Κρανιά πήρε το ραβδί του στρατοκόπου και τριγύρισε κοντά δεκαπέντε χρόνια μπαγάζια και παιδιά σε κάμπους και βουνά και πέλαγα.
Το περιδιάβασμα κατάντησε να ξεκινά μοιραία από την πόλη αυτή κοντά στον ποταμό. Όχι γιατί ο Θώμος Κρανιάς είχε καημό σαν το γεροσουλιώτη ν’ αγναντεύει από το μπαλκόνι του επαρχείου μακριά τις άκρες των πατρικών βουνών - μεγαλύτερο καημό είχε όπου ήταν τα πεσκέσια πιο πολλά - μα από κείνα τα βουνά κατεβαίνανε και ξεχειμάζαν ένα γύρο στον κάμπο τα κοπάδια κι η αργατιά του τόπου του. Η αργατιά αυτή έστελνε βουλευτή τον ξάδερφό του, γι’ αυτό και κείνος όταν ερχότανε στην εξουσία βιαζότανε να στείλει εδώ έπαρχο το Θώμο. Αυτός ήταν ο λόγος που όταν άλλαζε η κυβέρνηση, από την πόλη εδώ κοντά στον ποταμό έπαιρνε τις περσότερες φορές το φύσημά του ο έπαρχος Κρανιάς. Μα τη φορά αυτή δεν μπόρεσε η αργατιά να στείλει στη βουλή τον ξάδερφο κι αντίς το φύσημα που πρόσμενε, έλαβε ξαφνικά την πάψη του.
Αυτού απάνω βρέθηκε σωτηρία η κούλια του Σουλιώτη καπετάνιου. Στις δυο της κάμαρες έπρεπε να στριμωχτεί όπως όπως η φαμελιά κι η πρώην επαρχίνα να στήσει στο κατώγι τον αργαλειό για τα προικιά της Φρόσως. Ήτανε ο αργαλειός, όπου ύφανε η μάνα της και τα δικά της προικιά κι η επαρχίνα τον κουβαλούσε χρήσιμο θυμητικό, όπου πήγαινε.
Έτσι τους βρήκε η άνοιξη κάτω από σκεπή δική τους. Όσο κι αν ήτανε στενά εκεί μέσα, όμως ήτανε ο αέρας καθαρός και το απόμερο κι η μοναξιά σαν παραγγελμένα για να τρέχουν τα παιδιά ξυπόλυτα και να γλυτώνουν τα παπούτσια κι η πρώην επαρχίνα να κάνει μόνη με τη Φρόσω όλες τις δουλειές δίχως να τις βλέπει μάτι.
- Καλά βολευτήκαμε, συλλογιζόταν ο Θώμος Κρανιάς ενώ ξανάνιωνε τον κήπο και μια θλίψη έσμιγε μέσα του με τη χαρά της ώρας, που θ’ άλλαζε η κυβέρνηση και θα τον ξανάριχνε στο σήκω-απίθω.
Η κυβέρνηση δεν άργησε ν’ αλλάξει ο Θώμος Κρανιάς ήρθε τρεχάτος ένα βράδυ στον πύργο με το μήνυμα κι η κυρα-Θώμαινα άρχισε την άλλη μέρα να σιγοετοιμάζεται. Ο δισταγμός ήτανε μόνο αν τα μπαούλα θα δεθούνε για μακρινό ταξίδι η μονάχα για το επαρχείο μέσα στην πόλη.
Απάνω αυτού όμως ήρθε το ανέλπιστο. Η νέα κυβέρνηση κατάργησε τα επαρχεία κι ο Θώμος Κρανιάς έπρεπε να στρέξει να πάει γραμματικός σε νομαρχία.
- Γραμματικός! Αδύνατο! φώναξε και ξαναφώναξε, ενώ η γυναίκα του μουρμούριζε:
- Να ’τανε κάνε διαυτεντής!
Το γράψανε του ξαδέρφου και προσμένανε. Μα όσο έπεφτε το μάτι στα πόδια των παιδιών και στα σύννεφα, που όλο και χαμηλώναν από τα βουνά, όσο έπαιρνε να δυναμώνει το βορια­δάκι της ποταμιάς κι ο μπακάλης να στέλνει να ζητά συχνό­τερα όσα του χρωστούσαν, άρχισε κι η κυρα-Θώμαινα να πέφτει.
Μα η δυσκολία δεν ήτανε μόνο στο πως θα ’πεφτε η μύτη. Κάθε φορά που κόντευε να πείσει τον άντρα της, έβγαινε κεί­νος με το πρόβλημα:
Δίχως νοίκι τζάμπα πια, δίχως τυχερά, δίχως πεσκέσια πώς θα τα βγάλουν πέρα έξι νομάτοι με το μιστό ξερό;
Η γνωστικάδα της κυρα-Θώμαινας ξαναβρήκε τη λύση: Να πάει ο άντρας της μοναχός στη θέση του. Αυτή και τα παιδιά με τα λιγοστά που θα τους στέλνει θα οικονομηθούνε καλύ­τερα εδώ στην ερημιά παρά στην πολιτεία όπου θέλουνε λούσα, φορέματα, σπίτι καλό και χώρια δούλα. Εκεί πρέπει να φαίνουνται καθώς αξίζει στη θέση τους και στ’ όνομα της φαμελιάς. Εδώ συνήθισαν, εδώ, όπως και να ζούνε, τους ξέρει και τους τιμά όλος ο κόσμος.
Ο Θώμος Κρανιάς αναγνώρισε τη λογική και με καρδιά θλιμμένη παράτησε τον πύργο του ακροπόταμου και το σκάλισμα στον κήπο.
Ο χωρισμός δεν ήταν και για τη γυναίκα του λιγότερο πι­κρός κι ήρθανε στιγμές που μετάνιωσε για την απόφασή της. Μα οι λόγοι που έφερνε στον άντρα της δεν ήταν οι μόνοι που την κάμανε να πάρει τέτοια απόφαση.
Η κυρα-Θώμαινα είχε στο νου της και κάτι άλλο· το ίδιο πράμα που την έκαμε πρωτύτερα να προτιμήσει τη στενή κούλια του Σουλιώτη από την απλοχωριά του αρχοντικού της αδερφής της στο χωριό. Ένα πλουσιόπαιδο του τόπου εδώ τριγύριζε τη Φρόσω από καιρό, από τότε που κατοικούσαν ακόμα στο επαρχείο. Στο πρώτο δεν της άρεσε της μάνας. Η σειρά της θυγατέρας της δεν ήτανε να κρεμιέται στα παράθυρα. Τη φοβέριξε πως θα της κόψει τα μαλλιά, πως θα βάλει τον πατέρα της να τη λιανίσει, μια μέρα κιόλας που την ξαδιαντράπηκε της άστραψε η ίδια δυο τρεις στα μάγουλα. Μα σιγά σιγά ήρθε δίχως να το νιώσει σε λογικότερο στοχασμό: Αν η κόρη της δεν κοιτάξει μοναχή της, θα της βρει τον άντρα; Θα τόνε βρει ο πατέρας της στον καφενέ ή θα ’ρθουν από μοναχά τους τα πριτζηπόπουλα να τη γυρέψουν; Τ’ όνομα της φαμελιάς της τίμιο είναι βέβαια κι ακουσμένο κι η κόρη της νοικοκυρά και κοντά στ’ άλλα κι όμορφη, μα καθώς κατάντησε ο καιρός μας όλοι οι γαμπροί ρωτούνε πρώτα πόσα έχει η νύφη. Κι η κόρη της πού να τα βρει; Από το καζάντι του πατέρα της με το επαρχιλίκι, ή από τις πέντε δέκα πεζούλες, που έχει προίκα της η μάνα στο χωριό; Άλλο δεν της μένει λοιπόν παρά πως να μπερδέψει κάποιον με την ομορφιά της και να σιγουρευτεί. Δύσκολα χρό­νια. Οι άλλες δυο κατόπι της αξαίνουνε με το φουρκίδι.
Έτσι στοχαζόταν η κυρα-Θώμαινα κι άρχισε να κλείνει τα μάτια στο αργολάβισμα της κόρης της. Κάποιους φόβους που είχε για το σκοπό του νιου που την τριγυρνούσε, τους σκόρπισε η απόκριση μιας φιλενάδας της, μιας προεστής, που την έβαλε να τον ξετάξει απόξω απόξω:
- Το παιδί έχει καλό στο νου του, ζουρλαίνεται για την επαρχοπούλα και καρτερεί μονάχα να γένει δικαστής κι απέ να τη γυρέψει τίμια από τον πατέρα της. Τώρα φοβάται κιόλας μη δεν του τη δώσει.
- Μη δεν του τη δώσει! είπε μέσα της η επαρχίνα, μα δεν το ξεστόμισε. Η υπεροχή στο σόι της κόρης της, που αναγνώριζε το τέκνο του μπακάλη μ’ όλα τα πλούτη του, της ξύπνησε μέσα της την αρχοντική περηφάνια κι αυτό την έκαμε να πά­ρει αέρα και να μουρμουρίσει μόνο:
- Σαν έρθ' η ώρα, τον πατέρα της τον καταφέρνουμε.
Και περιμένοντας την ώρα αυτή άφησε τον άντρα της να φύ­γει μοναχός. Πολλές φορές στοχάστηκε να του το πει, να μοι­ραστεί μαζί του την ωραία ελπίδα, μα τον πειρασμό τον νίκησε πάντα η ιδέα πως θα ’ρθει καλύτερα, αν τον ξαφνίσει με τελειω­μένο πράμα. Η κυρα-Θώμαινα δεν αγαπούσε τα μπερδέματα. Όσο κι αν ήξερε πως ο άντρας της δεν παρανακατεύεται με γυναί­κειες δουλειές, ωστόσο «τι τα θες και τα γυρεύεις, ο άνεμος έχει πολλά ποδάρια», στοχαζότανε πάντα και σώπαινε και περίμενε.
Μα η μοίρα άλλα λογάριαζε. Απάντεχα, πριν να περάσει χρόνος που χωρίστηκε από τον άντρα της, άξαφνος θάνατος τη χώρισε από τα σχέδια και τα όνειρά της.
- Μάνα, μην μπαίνεις στα νερά κι εισ’ ασυνήθιστη· δεν είναι καλοκαίρι ακόμα, την παρακάλεσε η δόλια η Φρόσω, σαν την είδε που έπιασε να σφουγγαρίσει μονάχη μεσοχείμωνα.
Μα ερχότανε γιορτές και περίμεναν κιόλας τον πατέρα. Κι έτσι ο Θώμος Κρανιάς, μόλις πρόφτασε το ξόδι της. Τόσο γοργά έκαμε το θάμα της η πούντα της ακροποταμιάς.
Κοντά στη θλίψη της χηριάς ξαναβρέθηκε ο Θώμος Κρανιάς μπροστά στο πρόβλημα: Τι να κάμει τα ορφανά; Να τα πάρει μα­ζί του, δύσκολο· να τ’ αφήσει μόνα τους, αποκλεισμένο. Η αδερφή της μακαρίτισσας, που είχε τρέξει στο ψυχομάχημά της από το χωριό, τον έβγαλε από τη στενοχώρια. Προσφέρθηκε να μείνει αυτή προσωρινά με τα παιδιά. Παρηγοριά ανέλπιστη. Μαζί της έμενε στον πύργο κι η σύνταξή της, σύνταξη χήρας λοχαγού. Κι έτσι ο Θώμος Κρανιάς ξαναχωρίστηκε από τα ορφανά του με την καρδιά διπλά ησυχασμένη.
Σε καλά χέρια τ’ άφηνε. Η θεια τους ήτανε γυναίκα όπως την ήθελε. Αν και παντρεμένη είκοσι χρόνια με αξιωματικό, έμεινε στην παλιά συνήθεια και δεν άφησε το σπίτι στο χωριό για ν’ ακολουθήσει τον άντρα της στις πολιτείες. Έτσι απόμεινε η αυστηρή απελέκητη χωριάτισσα, η νοικοκυρά, το άγρυ­πνο μαντρόσκυλο που χρειαζότανε τ’ ορφανεμένο σπίτι.
Όσο ήτανε ζωντανή η γυναίκα του, ο Θώμος Κρανιάς δε σκοτίστηκε ποτέ για τη φαμελιά του. Όχι πως δεν αγαπούσε τη γυναίκα του, ή πως η καρδιά του δεν ένιωθε την πατρική χαρά, μα την έννοια του σπιτιού την είχε όλη απάνω της η μακαρίτισσα. Αυτός είχε σκοτούρες άλλες. Το επαρχείο, την πολιτική την αργατιά από τα βουνά του κι ακόμα μεγαλύτερη τον κα­φενέ. Ζιαφέτα και χαρτιά ήταν αδυναμίες του μεγαλύτερες από τις σπιτικές μικροχαρές. Είν’ αλήθεια πως με πολλή όρεξη έτρωγε το μπορέκι από τα χέρια της κυρα-Θώμαινας, μα με περσότερη ξεψάχνιζε μια πλάτη αρνιού σε συντροφιά φίλων· μ’ ευχαρίστηση ρουφούσε το κρασί του ζεσταμένο στην πύρα της γωνιάς του επαρχείου, δίπλα στο νυχτέρι της γυναίκας και της κόρης του, χαδεύοντας στα γόνατα του το μικρό Γεσίλα, ωστόσο σα ν’ ανάσαινε η καρδιά του με πιο απόλαψη μέσα στους πνιγερούς καπνούς ενός στενού καμαρινιού στον καφενέ, όταν εύρισκε το ρήγα του μια τέταρτη και σήκωνε την μπάγκα. Το συχνότερο ήτανε πως δεν την εύρισκε κι η μακαρίτισσα το μάντευε την άλλη αυγή από το χαλασμένο κέφι του.
- Δε συλλογιέσαι τα παιδιά, καημένε, τον γκρίνιαζε.
Μα αυτός γελούσε: «Βίτσιο αρχοντικό», της απαντούσε· «το κληρονόμησ' από τον πατέρα μου μαζί με το σόι. Και συ γι’ αυτό το σόι με πήρες, όχι για το καζάντι μου».
Με το σόι δικαιολογούσε πάντα κάθε παραπάτημά του ο Θώμος Κρανιάς. Ήξερε τι σεβασμό του είχε η γυναίκα του και το άδραζε κάθε φορά. Εκείνη ήξερε πάλι την κάθε αδυνα­μία της γενιάς του αντρός της και δεν τον άφηνε από το κοντό. Δεν ήτανε μόνο τ’ όνομα της κυρά επαρχίνας, που την έκανε να τον ακολουθά μαζί μ’ όλα τα τσούρδελα και τον αργαλειό της μάνας της παντού όπου τον πετούσε η υπηρεσία. Κι αν τον άφησε στα τελευταία να φύγει μοναχός, θαρρούσε πως τα χρό­νια του γιατρέψανε πια μιαν άλλη αδυναμία της γενιάς του, μιαν αδυναμία που της θόλωνε την ευτυχία περσότερο από την τρά­πουλα. Κι αν έκλεισε σ’ αυτή τα μάτια σ’ όλη τη ζωή της, ο λόγος ήτανε γιατί την έριχνε με τα σωστά στο σόι. Η χωριάτικη αρχοντιά του τόπου της την είχε συνηθίσει, της είχε ριζωμένη μέσα της μια πίστη σα σε νόμο φυσικό, πως το σόι πρέπει να το παίρνει κανένας όπως είναι, μ’ όλα τα καλά και τα κακά του, μ’ όλες τις αρετές και τα ψεγάδια.
Όσο για τον άντρα της, αυτός δεν έδωσε ποτέ του σημασία πολλή στο σόι, τουλάχιστο ανώτερη από την πραχτική. Όσο ήταν έπαρχος, η θέση του ασφάλιζε την καλοπέραση που γύ­ρευε μονάχα στη ζωή· σαν ερχόταν η πάψη, τότε γύριζε στο σόι που του χρειαζότανε για τον ψωμά και τον μπακάλη. Τώρα όμως που χήρεψε, τώρα που ήτανε ν’ αφήσει πίσω τα ορφανά του, το ξαναθυμήθηκε. Του φαινότανε πως το άφηνε κοντά τους σα φύλακα και παραστάτη. Το σόι του Κρανιά δεν ήτανε ντόπιο βέβαια στην πόλη κοντά στον ποταμό, μα πάλι ούτε κι ολότελα άγνωστο. Η αργατιά, που ξεχείμαζε στον κάμπο και δεν έπαψε ποτέ να προσκυνά την αυλόπορτα του πύργου, ήτανε το μεγαλύτερο σημάδι του, κι αρχοντιά και πλέμπα εδώ στην πόλη δεν μπορούσανε να μην το σεβαστούν.
Και αληθινά ο Θώμος Κρανιάς δεν είχε άδικο να βασίζεται σ’ αυτό. Η γυναικαδέρφη, που έμεινε με τα παιδιά, δεν έλαβε αφορμή να επιθυμήσει τις τιμές και τις φροντίδες που παρά­τησε στο χωριό. Ούτε η παλιόκαπα του τόπου της, ούτε οι προεστές της πόλης κοντά στον ποταμό την αφήσανε μοναχή στη θλίψη της· οι εννιά, οι σαράντα και το ξάμηνο της επαρχίνας μοιρολογηθήκανε, όπως κι η θανή της, από τις καλύτερες νοι­κοκυρές του τόπου, καμιά δεν έλλειψε να μη συλλυπηθεί και να παρηγορήσει με τη συνοδειά της τον πύργο του ακροπόταμου. Κι όσο για την καθημερινή ζωή εκεί μέσα, ο πύργος σα ν’ άλλαξε μόνο κυρά και τις κουρτίνες, που βαφήκανε μαύρες για τη λύπη της μακαρίτισσας. Όλα τ’ άλλα ξακολουθήσανε το συ­νηθισμένο δρόμο τους. Η σούπα δεν έπαψε ν’ αυγοκόβεται με τις αγουρίδες της κληματαριάς, ο Γεσίλας να κυνηγά τα σπουρ­γίτια ολόγυρα στις φράχτες, η Μαριώ κι η Κούλα να μη μαζεύουνται από τη γειτονιά κι η Φρόσω να παραμονεύει πίσω από την κουρτίνα το πέρασμα του πλουσιόπαιδου.
Η άνοιξη ξαναήρθε, τα πουλιά κελαδούνε στη μελικοκκιά κι η λαγκαδιά της ποταμιάς γέμισε γαλάζιους ίσκιους. Μαζί τους σέρνεται κει κι ο ίσκιος του πλουσιόπαιδου. Η Φρόσω έλπιζε τώρα πως με τη μαύρη φορεσιά και τη χλομάδα της ορφάνιας θα το αποτρέλαινε και θα το ανάγκαζε να δώσει γλήγορα ένα τέλος.
Η θεια τη βοήθησε. Να κάθεται να κεντά στον κήπο κάτω από τον ίσκιο της μελικοκκιάς πρι να χρονιάσει η μάνα δεν την άφηνε, όμως να πλένει στο γιαλό την έστελνε. Η σύντα­ξή της δεν έφτανε για να πληρώσει πλυστικά κι η δουλειά για τη χωριάτισσα δεν είχε ούτε ντροπή ούτε λυποκράτημα.
Η Φρόσω πετούσε κάτω εκεί τη μαύρη σκέπη κι άφηνε να στράφτουνε στον ήλιο τα μαλλιά.
«Κι έφεγγε ο γιαλός κι έλαμπε ο τόπος»
Η σχολάρχαινα άκουσε πρώτη απόμακρα το νυχτερινό τρα­γούδι του πλουσιόπαιδου κι έτρεξε ν’ ανοίξει τα μάτια της χωριάτισσας. Μα ήταν αργά. Τ’ απόμερα της ποταμιάς είχαν προδώσει στη γειτονιά το μυστικό. Μια πολύτροπη γριά βάλθηκε γλήγορα να το σκεπάσει να μη βγει στο φως. Ωστόσο ψιθυρίστηκε και μέσα στην πόλη και το πλουσιόπαιδο χάθηκε κείθε ξαφνικά.
Η θεια κλείδωσε τη Φρόσω στο κατώγι. Της έκοψε τα μαλ­λιά, την ξιπόλυσε και περίμενε να ’ρθει ο πατέρας να της χαρακώσει και να της αλατίσει τα ψαχνά. Μόνο με δικό της δάρσιμο δεν έσβηνε η ντροπή.
Είναι αλήθεια πως αυτή δεν ήταν πρωτόλουβη στη γενιά. Δεν είχε ανάγκη να της το θυμίσει η σχολάρχαινα, που τώρα λυπότανε τη Φρόσω και γύρευε να μαλακώσει τη χωριάτισσα.
Η χωριάτισσα δεν ξέχασε πως κι η ίδια η Φρόσω παρά­στεκε κάτι περσότερο από πνεύμα την ώρα που ευλογούσε ο παπάς το γάμο των γονιών της. Ωστόσο η τωρινή περίσταση δεν είναι η ίδια. Ο Θώμος Κρανιάς είχε το φόβο πως, μ’ όλο το σόι του και το μαύρο το μουστάκι, ο δήμαρχος Φασίτσας δεν τον έκανε και τόσο χάζι για γαμπρό και γύρευε ν’ ασφαλιστεί. Δεν έγινε άφαντος. Και τέλος ο Θώμος Κρανιάς ήτανε το εγγόνι του προεστού Κρανιά, ο γιος του φαλαγγίτη ταγματάρχη, που είχε το κορμί σπαρμένο βόλια, τα δάχτυλα φαγωμένα από το μπαρούτι κι όχι αργασμένα από τα τυριά και βρόμικα από τις σαρδέλες, σαν τον πατέρα του ξεπλανευτή της Φρόσως.
Το τελευταίο αυτό αγριεύει περσότερο την καπετάνισσα. Να γινότανε η ντροπή στο σύνορό της ο άνομος δε γλίτωνε εύκολα. Μα εδώ στον ξένο τόπο τι μπορεί να κάνει; Η αργατιά του τόπου της ξέρει μονάχα να την παρακαλεί να στέλνει στον εισπράχτορα και στον ειρηνοδίκη. Εκείνοι, που είναι για να εκδικούνται τους αρχόντους τους, δεν αργατεύονται με το τσαπί, ούτε φυλάν κοπάδια· τα δεκατίζουνε μονάχα.
Η σχολάρχαινα κι η υπομοιραρχίνα πολεμούνε να την παρη­γορήσουν:
«Σαν έρθει ο Κρανιάς, θα λογαριαστεί σαν άρχοντας με τον παλιό μπακάλη».
Τέλος την κατάφεραν κι έβγαλε από το κατώγι την ανιψιά. Μα δεν της έβγαλε και τα κουρέλια από το κορμί, δεν της έδωσε ούτε τα ποδήματα, ούτε θέση στο τραπέζι.
Θέλει να το βλέπει ο κόσμος πως η αρχόντισσα δεν δέχεται την ατιμία. Έτσι τιμώρησε μια φορά την αδελφή της κι ο δή­μαρχος Φασίτσας. Για τη συχωρεμένη πέσανε τότες οι δικοί κι η οργή του πατέρα πράυνε κι έδωσε τέλος την ευχή του στο στεφάνωμα με το γιο του φαλαγγίτη ταγματάρχη.
Η Φρόσω ξέρει καλά πως η θεια θα ’τανε πιο πρόθυμη από το μακαρίτη τον παππού της να στρέξει σε παρόμοιο τέλος και στη δική της περίσταση, όμως ένα τέτοιο τέλος δεν της περνά στο νου μήτε σαν όνειρο. Νιώθει καλά πως το πλουσιόπαιδο χάθηκε για παντοτινά. Κοιτάζει μόνο πως να γλιτώσει από τη χωριάτισσα κι από το μικρό Γεσίλα, που άρχισε να αιστάνεται κι αυτός την προσβολή και να της τη φωνάζει, αν δεν τον προλάβει με μια κουταλιά γλυκό, μια φούχτα μύγδαλα ή ένα δίλεπτο κλεμμένο με καρδιοχτύπι από το κομπόδεμα της θειας. Και περιμένει τον πατέρα να ’ρθει να τη σκοτώσει, όπως τη φο­βερίζουν όλοι κάθε μέρα.
Όταν ήρθε τέλος μια λαμπρή στον πύργο του ο Θώμος Κρανιάς, η χωριάτισσα ξαφνίστηκε. Όχι μόνο δεν έβρισε και δεν έδειρε την κόρη του, μα την αγκάλιασε κιόλας εκεί που τον προσδέχτηκε κάτω στην αυλόπορτα.
Η χωριάτισσα περίμενε τον γαμπρό της να ’ρθει να τρίξει  δόντια και να σπάσει κόκαλα, να γυρέψει ακόμα λόγο κι από αυτή την ίδια πως έκλεισε τα μάτια κι άφησε τη ντροπή να μπει στο σπίτι του. Και τώρα βλέπει μπροστά της έναν πατέρα αδιάφορο, έναν άρχοντα δίχως οργή και δίχως δίψα να εκδικη­θεί ένα γιο μπακάλη, που ατίμασε και καταφρόνεσε το σόι του.
Δεν ξέρει πως να το εξηγήσει. Του κάκου περιμένει να της κάμει λόγο πρώτα εκείνος. Περνούν οι μέρες κι ο Θώμος Κρανιάς σωπαίνει.
Η σχολάρχαινα πιστεύει πως θα ’χει στο νου του κάνα σκέδιο και δε θέλει να το φανερώσει.
«Δε μπορεί· μίλησε με τον πατέρα του παιδιού και του ’ταξε πως θα την πάρει κι ησύχασε». Είναι βέβαιη κι η υπομοιραρχίνα.
Μα η χωριάτισσα δεν ησυχάζει.
«Θα του πιάσω πρώτη εγώ κουβέντα»· αποφασίζει κάθε μέρα. Όμως η γλώσσα της δε λύνεται. Τόνε φέρνει αποδώ αποκεί του μιλεί για το αγόρι του που άρχισε να μπιρμπαντεύει, για τις μικρότερες που δε μαζεύουνται από τη γειτονιά. Από το σοκάκι της Φρόσως φοβάται να περάσει. Ο λόγος έρχεται στα χείλη της, όμως δε βγαίνει. Γιατί σα να μη θέλει να βγει κι από το νου της πως κι αυτή δεν έκαμε το χρέος της, δεν είχε τέσσερα τα μάτια στο θηλυκό της αδερφής της.
Κι έτσι περνούν οι μέρες. Ο γαμπρός της πάει κι έρχεται στον καφενέ κι η χωριάτισσα κλαίγεται στις φιλενάδες για την ξενοιασιά του.
Η Φρόσω, αντίς το θάνατο που πρόσμενε να της έρθει με τον πατέρα, αντίκρισε στην όψη του κάτι που το θαρρούσε χαμένο, αγύριστα. Η ζωή της σα να είχε σβήσει για παντοτινά θαμμένη μέσα στο κατώγι και στη μαύρη σκέπη, που φορεί ακόμα από το θάνατο της μάνας· από κάτω της δεν έκρυψε μονάχα τα κομμένα μαλλιά και τα στεγνωμένα μάγουλα, μα και κάθε χαρά και γέλιο.
Και τώρα ξαφνικά ο πατέρας της φέρνει έν’ απόλαμπο ιλαρό κι ανέλπιστο. Το χαμόγελο που έχει πάντα στα χείλη του γι’ αυτή, το μάτι του, που πέφτει απάνω της γεμάτο αγάπη, κάνουν και τα δικά της χείλη να γελάσουνε μια στιγμή κι η λα­λιά της σα να βρίσκει στο πλευρό του έν’  απόφωνο από τον παλιόν αχό της.
Ξαφνίζεται από αυτό κι η ίδια. Σιγά σιγά θαρρεί κι αρχίζει να ξαναζεί. Στην ψυχή της ανοίγεται μια αγάπη απέραντη, πιο απέραντη από τη θλίψη της κι ωστόσο της φαίνεται πολύ μικρή, πολύ στενή να κλείσει μέσα τον πατέρα. Τα μάτια του θέλει να βλέπει πάντα, τη φωνή του θέλει ν’ ακούει πάντα. Την αυγή τον περιμένει με καρδιοχτύπι να ξυπνήσει, το μεσημέρι λαχταρά πότε ν’ ακούσει το πάτημα του στην αυλόπορτα, το δειλινό σαν να ξαναγνωρίζει την άνοιξη ένα γύρο του στον κήπο. Μαζί του ήθελε να ’ναι όλη την ώρα, να τρέχει πάντα πίσω του, σα να ξανάγινε μικρό παιδί.
Ωστόσο κάτι την κρατά, κάτι τη φοβίζει να μείνει μαζί του μοναχή. Πίσω από το γέλιο του, από το βλέμμα το γεμάτο αγάπη σα να σηκώνεται ένα σύννεφο από έννοια κι από θλίψη, ένα σύννεφο που μόνο αυτή το βλέπει και το φαντάζεται πως είναι ο αχνός της πίκρας, που του στάλαξε στην καρδιά η ντροπή κι η μοίρα της κι έτσι η ευτυχία, που αιστάνεται στο πλάγι του, θολώνεται κι αυτή. Για να σκορπίσει αυτό το σύννεφο από το μέτωπό του ένας τρόπος είναι μόνο, εκείνος που θα ημέρωνε και τη θεια, θα ησύχαζε τον κόσμο και θα ξανάδινε κι αυτής της ίδιας την τιμή και τη ζωή. Μα το γνωρίζει, αυτό είν’ αδύ­νατο.
Και σωριάζεται στην πόρτα του κατωγιού και κλαίει πιο πολύ για τον πατέρα παρά για τον εαυτό της.

Η θεια ετοιμαζότανε να πάει στην εκκλησιά. Ήτανε μεγάλο Σάββατο κι η Φρόσω θα σφουγγάριζε τον πύργο.
- Τι στέκισι, τι μιρμιρί’ εις; Πάει η ώρα γιόμα, γκρίνιαξε η χωριάτισσα, όταν είδε την ανιψιά να τρίβει ξέκαρδα το πάτωμα.
Η Φρόσω φοβότανε μην ξυπνήσει τον πατέρα, που κοι­μόταν ακόμα στην άλλη κάμαρα, και δεν έβαζε δύναμη στο πόδι.
- Σκρόφα, θα μι κουλά’ εις. Του ξέρ’ ς, θα μιταλάβου σήμιρα, ξαναφώναξε η θεια βλέποντας πως η Φρόσω δεν άκουε το λόγο της· συντάρχα, σου ’πα· πάρ’ τα ξιρά σ’.
Ήθελε να γίνεται ο λόγος της δίχως αντιλογία κι άργητα, όταν κιόλας εκείνος που προσταζόταν ήταν η Φρόσω.
Μα η Φρόσω επίμενε να τρίβει σιγαλά κι αργά, χωρίς να λέει την αφορμή. Γνώριζε πως η θεια δεν έβλεπε με καλό μάτι τα συμπόνια της με τον πατέρα.
Η χωριάτισσα άναψε:
- Τήρα η στρίγκλα, δε γρικάει!
Ήξερε πως σαν καλή χριστιανή δεν έφτανε να μη βάλει τί­ποτε στο στόμα της σήμερα πριν πάει να κοινωνήσει έπρεπε κιόλας να μη βγάλει λόγο κακό από αυτό. Μα η Φρόσω την είχε φουρκίσει κι η κοινωνία της πήγαινε χαμένη.
- Κιφάλι αγύρ’ γου· σ’ έβαλ’ ου τρισκατάρατους να μ’ αλ’ κουτή’ εις; Η οργή της άναψε περσότερο και το χέρι της, γυμνασμένο καθώς ήτανε, ξάμωσε να χτυπήσει.
Η Φρόσω κάνοντας να φυλαχτεί γλίστρησε στο βρεμένο πάτωμα κι έπεσε χάμω. Μα με το γλίστρημα ένα ξεσκίδι από τη σκούπα, όπου πατούσε, της τρύπησε τη φτέρνα.
- Φρόσω, Φρόσω!, ακούστηκε άξαφνα από μέσα η φωνή του Θώμου Κρανιά.
Η χωριάτισσα έφυγε σωριάζοντας κατάρες κι η Φρόσω ση­κώθηκε και χύμηξε στην πόρτα, απ’ όπου πίσωθε έκραζε ο πατέρας.
- Παιδί μου, είπε ο Θώμος Κρανιάς ανασηκωμένος στο κρεβάτι με τα μάτια θαμπωμένα από τον ύπνο.
Η όψη της κόρης του, όπως στάθηκε μπροστά του βρεμένη, πονεμένη, κίτρινη τόνε φόβισε.
- Τι έπαθες; τι κλαις; είπε ξανά κι άπλωσε τα χέρια.
Η Φρόσω σκέπασε με τα δικά της το πρόσωπο κι έπεσε στην αγκαλιά του.
- Πες μου, τι κλαις;
Και γύρεψε ο πατέρας να της πάρει τα χέρια από το πρόσωπο.
Μα η Φρόσω τα ’σφιγγε πιο δυνατά· σωριασμένη απάνω του άφησε λεύτερα μόνο τ’ αναφιλητά της. Ο πατέρας τα ’χασε.
- Παιδί μου, τι έχεις; μουρμούριζε και πολεμούσε ν’ ανα­σηκώσει το κεφάλι της.
Μια στιγμή το μπόρεσε με κόπο και κόρη και πατέρας αντικριστήκανε στο φως που έριχνε ο ήλιος μέσα στην κάμαρα από μια σκισμάδα του παραθυριού.
Ο πατέρας έκαμε να της φιλήσει το μέτωπο, μα η Φρόσω σα να μη βάσταξε το βλέμμα του ξανάκρυψε στην αγκαλιά του το πρόσωπο και τ αναφιλητά της ξαναπνίξανε το στήθος.


ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος: Ιδεολογικός υπέρμαχος του πνευματικού εξευρωπαϊσμού


διαβάστε το ebook “ο πύργος του ακροποτάμου” του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου κλικ εδώ

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος:  Ιδεολογικός υπέρμαχος του πνευματικού  εξευρωπαϊσμού


Από τις προικισμένες μορφές στο νεοελληνικό πολιτισμικό γίγνεσθαι του 20ού αιώνα υπήρξε ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (Αγρίνιο 1868 – Brindisi 1920): ποιητής, πεζογράφος, κριτικός, δοκιμιογράφος, μεταφραστής έργων της ευρωπαϊκής κουλτούρας, αλλά και «πολιτικός» διανοούμενος. Ως νέος είχε εντυπωσιακή σταδιοδρομία: στην ηλικία των δεκαέξι ετών είναι κιόλας φοιτητής της Νομικής, έχοντας στην πορεία επιφανείς νομοδιδασκάλους: τον ρωμαϊστή Πέτρο Παπαρρηγόπουλο, ίσως και τον Παύλο Καλλιγά, τον οικονομολόγο Ιωάννη Σούτσο, τον διεθνολόγο Στέφανο Στρέιτ, τον ποινικολόγο Κων. Κωστή και στη Φιλοσοφία του Δικαίου τον Νεοκλή Καζάζη, που με τη διδασκαλία του στο Πανεπιστήμιο επιζητούσε να δημιουργήσει «κοινωνικούς φιλοσόφους». Ο τελευταίος ήταν, μάλιστα, ο πρώτος που τον μύησε στη μελέτη του Faust του Goethe.

Την ίδια εποχή που ο Χατζόπουλος φοιτά στο Πανεπιστήμιο, το 1884, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματά του σε έγκυρα αθηναϊκά περιοδικά και εφημερίδες, στην «Εβδομάδα» του Καμπούρογλου και ακολούθως στην Εστία. Στους κύκλους των Αθηναίων λογίων γίνεται κιόλας γνωστός. Νεαρός δικηγόρος 23 ετών επιστρέφει στη γενέτειρά του, όπου ασκεί το επάγγελμά του για μία πενταετία, ως το 1896, όπως φαίνεται από σχετικά δικόγραφα στο
Πρωτοδικείο Μεσολογγίου. Παράλληλα, κάνει εμφανή την παρουσία του στον τοπικό Τύπο, γράφοντας άρθρα και σατιρικές παρωδίες με διάφορα ψευδώνυμα. Είναι ένα από τα πρόσωπα που συμβάλλουν στην πνευματική χειραγώγηση της τοπικής κοινωνίας. Αν και το ισχυρό οικογενειακό του περιβάλλον τον προόριζε για τον πολιτικό στίβο, αφού είχε τη δυνατότητα να του εξασφαλίσει επίζηλη θέση στο Κόμμα του Χαρ. Τρικούπη, αυτός φιλοδοξούσε να γράψει την προσωπική του ιστορία «εις των ιδεών την πόλιν». Και στο σημείο αυτό ο
Χατζόπουλος αποτέλεσε εξαίρεση από τον κανόνα των μορφωμένων ανθρώπων της ελληνικής επαρχίας, που οι περισσότεροι αναδεικνύονταν ή σταδιοδρομούσαν ως πολιτικοί.

Η διάσταση με τα κατεστημένα πρότυπα
Στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ο Χατζόπουλος υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός στην πρώτη γραμμή, ζώντας άμεσα το δράμα της εθνικής συντριβής, που οι επιπτώσεις της δεν ήταν μόνο στρατιωτικές και οικονομικές, αλλά και ηθικές, πνευματικές και ψυχολογικές. Η Ελλάδα έμοιαζε να κατρακυλά «βαθιά στου Κακού τη σκάλα, μην έχοντας πιο κάτω άλλο σκαλί». Σαν αντίδραση στον εκπεσμό των κατεστημένων αξιών, ο
Χατζόπουλος εκδίδει, τον Νοέμβριο του 1898, το περιοδικό Τέχνη, φιλοδοξώντας να εγκαινιάσει μια καινούργια περίοδο στα ελληνικά πολιτισμικά δεδομένα με την είσοδο του 20ού αιώνα: στη γλώσσα, την παιδεία, την τέχνη, το θέατρο, τις νοοτροπίες, τη σκέψη, την αίσθηση των πραγμάτων.
Η συμβολή της Τέχνης στη διεύρυνση του ελληνικού πολιτισμικού ορίζοντα υπήρξε όντως πρωτοποριακή, με το άνοιγμά της προς τις «βόρειες» λογοτεχνίες, ιδίως τις σκανδιναβικές και τη γερμανική. Ένας παλαιότερος κριτικός, ο Αιμ. Χουρμούζιος, σημασιολογούσε με ιδιαίτερη διεισδυτικότητα την έκδοση του περιοδικού: «Αν ήθελε κανείς να ορίσει μιαν ημερομηνία για την απαρχή της νεώτερης ελληνικής “κουλτούρας”, του
σύγχρονου πνευματικού μας πολιτισμού, θα μπορούσε χωρίς ενδοιασμό να την τοποθετήσει στη χρονιά της έκδοσης της Τέχνης του Χατζόπουλου». Εντούτοις, η Τέχνη, «μεγαλοεπαναστάτισσα του καιρού της», κατά τον Νίκο Βέη, δημιούργησε «πολλούς εχθρούς», ακόμα και στους κύκλους των δημοτικιστών, που δεν εννοούσαν να διαρρήξουν τους γυάλινους πύργους της απομόνωσης και να ανοιχθούν στους πνευματικούς ορίζοντες της Ευρώπης. Η Τέχνη έσπαζε όντως την κατεστημένη παράδοση των ελληνικών περιοδικών γύρω από τη γλώσσα, το ύφος και τον προσανατολισμό. Ύστερα από λυσσώδη πολεμική ενός χρόνου, τον Οκτώβριο του 1899 το περιοδικό σταμάτησε, όχι όμως και ο αγώνας, καθώς έγραφε ο Χατζόπουλος στο τελευταίο του άρθρο: «Αν η νίκη δε
στεφανώνει κάθε αγώνα, η αντίσταση κι ο πόλεμος ενάντια σε αμαρτωλό καθεστώς είναι καθήκον, που για την Τέχνη είναι και Ζωή». Μετά το κλείσιμο του περιοδικού, ο Χατζόπουλος έφυγε κατά τις αρχές του 1900 για
τη Γερμανία, με πρώτους σταθμούς το Μόναχο και τη Λειψία και κατόπιν τη Δρέσδη. Εκεί γνώρισε τη νεαρή Φινλανδή Sunny Haggmann, την κατοπινή σύζυγό του και ζωγράφο. Παντρεύτηκαν στο Ελσίνκι κατά το προτεσταντικό δόγμα και ακολούθως ήρθαν στην Ελλάδα, κάνοντας και τον εκκλησιαστικό ορθόδοξο γάμο. Για την άμεση εκείνη επαφή του με τη γερμανική κουλτούρα έγραφε στη Haggmann: «Δεν βλέπω πώς μπορώ να εργαστώ
στην Ελλάδα. Το ταξίδι μου αυτό στη Γερμανία, αν και μ’ έχει πλουτίσει, μ’ έχει συγχρόνως φτωχύνει αφάνταστα. Εδώ κατάλαβα πόσο αδύναμος είμαι». Γι’ αυτό και αποδύθηκε σ’ έναν σκληρό αγώνα ευρύτερης θεωρητικής κατάρτισης.

Οι άξονες της σκέψης του και το εργατικό κίνημα
Ως διανοούμενος ο Χατζόπουλος κινήθηκε σε τρεις βασικούς ιδεολογικούς άξονες, που ορίζονταν από τις ιστορικές πραγματικότητες της εποχής: τον δημοτικισμό, τον σοσιαλισμό και το εργατικό κίνημα. Είναι ένα τρίπτυχο σχήμα ιδεών και πεποιθήσεων, που επηρεάζουν βαθύτατα και σχεδόν αποκλειστικά τη δράση του και το πνευματικό του έργο. Το 1905 ο Χατζόπουλος αποδημεί με την οικογένειά του για δεύτερη φορά στη Γερμανία, όπου εγκαθίσταται μόνιμα ως την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Γύρω στα 1906 ή αρχές του 1907 πραγματοποιείται η κοσμοθεωρητική μετάβασή του στον μαρξισμό και τονσοσιαλισμό, που τους μετακενώνει στην ελληνική κοινωνία με τα δοκίμιά του από τις στήλεςτου Νουμά και της εφημερίδας Εργάτης του Βόλου.
Η δημοτική γλώσσα για τον Χατζόπουλο αποτελεί το λειτουργικό όργανο επικοινωνίας για την αποτελεσματικότερη διαφώτιση και πολιτική χειραφέτηση πρωτίστως της εργατικής τάξης. Και η κοινωνιστική αυτή παράμετρος συνιστά την ειδοποιό ιδεολογική διαφορά ανάμεσα στον Χατζόπουλο και τους «εθνικιστές» εκπροσώπους του δημοτικισμού. Χαρακτηριστικά για το ιδεολογικό αυτό ζευγάρωμα δημοτικισμού και σοσιαλισμού είναι όσα αναγράφονται στο πρώτο άρθρο του Καταστατικού της «Σοσιαλιστικής Δημοτικιστικής Ένωσης», που το 1909 ο Χατζόπουλος ιδρύει στο Βερολίνο: «Συσταίνεται Σοσιαλιστική Δημοτικιστική Ένωση, με το σκοπό να βοηθήσει το άπλωμα τόσο του Σοσιαλισμού, όσο και της δημοτικής γλώσσας στην ελληνική κοινωνία». Βασισμένος στη «μαρξιστική υλιστική αντίληψη της Ιστορίας», ο Χατζόπουλοςυποστηρίζει ότι τα «κοινωνικά καθεστώτα» δεν είναι παντοτινά. Υπόκεινται σε διαρκή μεταβολή κατά το «ξετύλιγμα» της Ιστορίας. Η άποψή του είναι πως, αργά ή γρήγορα, θα ξεσπάσει και στην Ελλάδα η πάλη των τάξεων, ως «αναγκαία» συνέπεια της ολόπλευρης
πίεσης που ασκεί το κεφάλαιο στην εργασία. Η πρόοδος των «παραγωγικών μέσων» προκαλεί και την αντίστοιχη εξέλιξη του «τρόπου παραγωγής», επομένως και την αναδιάταξη των σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Ο «νόμος της ζωής» συνεπιφέρει τη «μετάπλαση», όπως το βεβαιώνει ο Hegel και το τεκμηριώνει η θεωρία του «μαρξισμού», σύμφωνα με την οποία η «προλεταριακή επανάσταση» θα έρθει και στην Ελλάδα ως ιστορική
νομοτέλεια.


Παράλληλα με τους στενούς φιλικούς δεσμούς με διανοούμενους του κύρους του Krumbacher, Karl Dieterich, Stephan George, Hosslin, τον ζωγράφο Schneider και άλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες, ο Χατζόπουλος αναπτύσσει σχέσεις και με το εργατικό κίνημα. Από νωρίς έρχεται σε προσωπική επαφή με τους Έλληνες εργάτες της Γερμανίας, γνωρίζοντας από κοντά τα προβλήματά τους. Αργότερα συνδέεται με την «Ελληνική Εργατική Ένωση Βερολίνου» προσφέροντας τη βοήθειά του με συγγραφή φυλλαδίων και μεταφράσεις κειμένων κοινωνιστικού περιεχομένου. Με τον Νίκο Γιαννιό γίνεται συνιδρυτής του «Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθηνών», για λογαριασμό του οποίου μεταφράζει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο και το βιβλίο του Marx Μισθωτή εργασία και Κεφάλαιο. Έχει
συνεργασία με το «Εργατικό Κέντρο Βόλου», συμβάλλοντας στην ανάδειξή του με την αρθρογραφία του στον Εργάτη. Ανάλογη είναι η συμβολή του και στην ίδρυση του «Σοσιαλιστικού Κέντρου Κερκύρας» με τον επιστήθιο φίλο του Κων. Θεοτόκη. Ενισχύει, επίσης, το εργατικό συνδικάτο «Άμυνα», καθώς και το «Εργατικό Κέντρο Πειραιώς», ενώ έχει διασυνδέσεις και με τη Federation Socialiste της Θεσσαλονίκης.


Το πολυεθνικό «Σοσιαλιστικό Κέντρο» της Κωνσταντινούπολης εκλέγει τον Χατζόπουλο ως αντιπρόσωπό του στο όγδοο συνέδριο της «Σοσιαλιστικής Διεθνούς» στην Κοπεγχάγη, το 1910, αλλά η σχετική εξουσιοδότηση φτάνει καθυστερημένα στα χέρια του. Με την έναρξη του πολέμου, ο Χατζόπουλος εγκαταλείπει τη Γερμανία και τον Σεπτέμβριο του 1914 εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου αγωνίζεται για την ενοποίηση των εργατικών καισοσιαλιστικών οργανώσεων. Προσκρούει, όμως, σε αγεφύρωτες προσωπικές αντιθέσεις και φιλοδοξίες, αλλά και στην ίδια την ανωριμότητα του ελληνικού εργατικού κινήματος. Δραστηριοποιείται στο πλαίσιο της ομάδας των «Κοινωνιολόγων» και το 1916 συμμετέχει στην ίδρυση της «Εταιρείας Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών», προσβλέποντας σε μια βαθύτερη μελέτη των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας.

Οι λογοτεχνικές πραγματώσεις
Ο Χατζόπουλος οικοδομεί το λογοτεχνικό του έργο με «λογισμό και μ’ όνειρο». Πριν από την αναχώρησή του για τη Γερμανία, συγκεντρώνει την ποιητική παραγωγή του και την εκδίδει το 1898 σε δύο συλλογές: Τραγούδια της Ερημιάς και Τα Ελεγεία και τα Ειδύλλια. Και οι δύο χρωματίζονται από τον πλούσιο διάκοσμο της ελληνικής Φύσης, με μια έντονη υποκειμενική διάθεση και συμβολιστική έκφραση. Η υπόλοιπη ποιητική δημιουργία του, από
το 1900 ως το 1920, στεγάζεται σε δύο ακόμα συλλογές με τίτλους: Απλοί Τρόποι και Βραδινοί Θρύλοι. Κι εδώ η ποίησή του είναι σιγανή, άτονη, μονόφωνη, σκυθρωπή, παρά τα εναλλασσόμενα λυρικά μοτίβα και τους διάχυτους μουσικούς ρυθμούς της. Είναι μια ποίηση που δεν διαρρέεται ψυχολογικά από τα γνωρίσματα του ιδεολόγου και ντετερμινιστή Χατζόπουλου. Ωστόσο, σε μερικά ποιήματα, όπως στο «Σαν Παραμύθι» στους «Απλούς
Τρόπους», υποδηλώνονται οι κοινωνικοί αγώνες της εργατικής τάξης. Η σημαντικότερη προσφορά του Χατζόπουλου στη λογοτεχνία είναι η πεζογραφία. Αυτό καταδεικνύει και η εμπεριστατωμένη ιστορικοφιλολογική ανάλυση του Γιώργου Βελουδή. Ό, τι ο Χατζόπουλος χάνει από την ποίηση, το κερδίζει από την πεζογραφία. Οι ήρωες που πλάθει στα διηγήματά του είναι αληθινοί, πραγματικοί «εν δυνάμει», πείθουν για την κοινωνική τους υπόσταση, τα αισθήματα, τις σκέψεις και τα προβλήματά τους. Στο διήγημά του «Αντάρτης» ένας μαχητής του μετώπου σαρκάζει την κατάντια του ελληνικού στρατού στον πόλεμο του 1897: «Στρατός! Στρατό το λένε αυτό το σκόρπιο ασκέρι; Χα χα!». Η νουβέλα Αγάπη στο Χωριό υφαίνεται πάνω στο πρόβλημα των ερωτικών σχέσεων των δύο
φύλων και της προίκας, που βαραίνει σαν ταφόπετρα στην τύχη των φτωχών κοριτσιών. Όλα στο έργο εκτυλίσσονται γύρω από το «συμφέρον». Κοινωνικό είναι και το υπόστρωμα στο μυθιστόρημα Φθινόπωρο, στο οποίο ο συγγραφέας δίνει θαυμάσιες ρεαλιστικές εικόνες από τη ζωή, τα πάθη, τις αντιθέσεις και την ψυχολογία των ανθρώπων του μικροαστικού περιβάλλοντος της ελληνικής επαρχίας. Με τη νουβέλα του, εξάλλου, Υπεράνθρωπος, ο συγγραφέας σατιρίζει και διακωμωδεί τις παραμορφώσεις του νιτσεϊσμού από τους Έλληνες
λογίους της εποχής του. Ολοζώντανη στο πεζογραφικό έργο του Χατζόπουλου είναι η παρουσία της γυναίκας,
με όλα τα βάρη του φύλου της στις συνθήκες της περιβάλλουσας κοινωνίας. Οι γυναικείες μορφές δεν εξωραΐζονται, περιγράφονται μέσα στον κοινωνικό τους περίγυρο, όπου κινούνται έμποροι από τη Ρωσία και τη Βλαχία, μεταπράτες, κτηματίες, υπάλληλοι, συμβολαιογράφοι, τοκογλύφοι, δάσκαλοι, αξιωματικοί, γόνοι ξεπεσμένων τζακιών,προικοθήρες και τυχοδιώκτες κάθε λογής. Τύποι με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους
παρελαύνουν σε όλα τα πεζογραφήματά του: «Τάσω», «Αννιώ», «Ζωή», «Η αδερφή», «Το όνειρο της Κλάρας», το καθένα και μια πτυχή στη μετασχηματιζόμενη κοινωνία. Οι οικονομικές σχέσεις επηρεάζουν τη δράση των χαρακτήρων, όπως στα διηγήματα «Τάσω» και «Στο Σκοτάδι». Ο αντιφατικός κόσμος του εμπορίου και οι αλλαγές των επαγγελμάτων στη μεταβαλλόμενη πραγματικότητα προβάλλουν στο διήγημα «Το σπίτι του δασκάλου». Η
έλλειψη του χρήματος ακυρώνει τις φιλοδοξίες και τα όνειρα των ηρώων ή εμπορευματοποιεί τον γάμο και τον έρωτα. Το χρήμα γίνεται η μόνη επιδίωξη του δικηγόρου Αλιβέρη στο ομώνυμο διήγημα.
Ο Πύργος του Ακροπόταμου είναι ίσως το καλύτερο μυθιστόρημα του Χατζόπουλου και ένα από τα αξιολογότερα της νεοελληνικής πεζογραφίας. Είναι έργο κοινωνικό. Ο μύθος έχειως ρεαλιστική βάση τον οικονομικό ξεπεσμό της οικογένειας και των κοριτσιών ενός πρώην δημάρχου και επάρχου, του Θώμου Κρανιά, σε μια επαρχιακή πόλη, προδήλως το Αγρίνιο. Ο οικονομικός εκπεσμός της οικογένειας στις νέες συνθήκες συνεπιφέρει και την ηθική έκπτωση των τριών άπροικων κοριτσιών, που στη συνέχεια «παραστρατούν», κυνηγώντας μάταια την έγγαμη αποκατάσταση. Το έργο πλαισιώνεται βεβαίως και με άλλα πρόσωπα, που το καθένα ψυχογραφείται με τις ιδιαιτερότητές του. Οι οικονομικοί κώδικες στο έργο αποτελούν το κλειδί για να κατανοήσει κανείς τις αλλαγές στους κοινωνικούς ρόλους και τις συμπεριφορές των χαρακτήρων.
Ο Χατζόπουλος δημιούργησε κοινωνική πεζογραφία, που επηρέασε κι αυτόν ακόμα τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, αλλά και μεταγενέστερους ομοτέχνους του. Η καλλιέπεια του λόγου και το προσωπικό ύφος διακρίνουν όχι μόνο το καθαρά αφηγηματικό έργο του συγγραφέα, αλλά και τα αισθητικά και κριτικά δοκίμιά του, επίσης σημαντική προσφορά στη θεωρία της λογοτεχνίας. Πολύπτυχο, εξάλλου, είναι και το μεταφραστικό έργο του
Χατζόπουλου, ιδίως το θεατρικό. Μετέφρασε κάπου δεκατέσσερα έργα του ευρωπαϊκού ρεπερτορίου, που τα περισσότερα ανέβηκαν στο τότε «Βασιλικό Θέατρο» με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και τον Θωμά Οικονόμου, ενώ άλλα στην ελεύθερη σκηνή: μερικά ήταν έργα των Σαίξπηρ και Goethe, Ibsen, Hauptmann, Sudermann, Strindberg, Gogol, Grillparzer και άλλων. Οι μεταφράσεις του Χατζόπουλου στάθηκαν μια ουσιαστική συμβολή στην παγίωση
μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής αντίληψης στο νεοελληνικό θέατρο των αρχών του 20ού αιώνα. Ο Χατζόπουλος ήταν ένας ιδεολογικός υπέρμαχος του πνευματικού εξευρωπαϊσμού.


Ο Χατζόπουλος πρωτοστατεί στη διαμόρφωση μιας «συμβολιστικής» πεζογραφίας 
Στην πεζογραφία αυτής της περιόδου ξεχωριστή θέση καταλαμβάνει αναμφισβήτητα ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, κυρίως με τα δύο μυθιστορήματά του: Ο πύργος του Ακροπόταμου (πρώτη δημοσίευση 1909) και το Φθινόπωρο (1917). Εν αντιθέσει προς τη ρεαλιστική συνεπεία την οποία επιδεικνύει ο Θεοτόκης, ο Χατζόπουλος πρωτοστατεί στη διαμόρφωση μιας «συμβολιστικής» πεζογραφίας, στραμμένης προς τον εσωτερικό
προσωπικό χώρο, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείπει τους ρεαλιστικούς στόχους του. Ο κοινωνικός προβληματισμός και συγχρόνως η λυρική ψυχογραφική πρόθεση χαρακτηρίζουν έτσι, εκτός από τα δύο συγκεκριμένα μυθιστορήματα, τα περισσότερα διηγήματα που γράφονται ως το 1914.
Σε ένα από αυτά, τον «Αντάρτη» (1907), καταπιάνεται -όπως και ο Βουτυράς με το «Λαγκά»- με το νωπό ακόμη πόλεμο του 1897. Ο πόλεμος αυτός κορυφώθηκε, όπως είναι γνωστό, στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, και η οδυνηρή έκβασή του οριστικοποιήθηκε το Μεγάλο Σάββατο -παραμονή της Ανάστασης. Η σύμπτωση αυτή λειτούργησε για ευνόητους λόγους δελεαστικά, καθώς ευνοούσε τη μυθική πραγμάτευση των γεγονότων και την παραβολή τους με το θρησκευτικό θέμα των Παθών και της Ανάστασης. Η δυνατότητα αυτής της μεταφοράς αξιοποιήθηκε και στο συγκεκριμένο διήγημα του Χατζόπουλου. Εάν μάλιστα στο «Λαγκά» η αφήγηση ήταν «διαμεσολαβημένη», αφού ο αφηγητής από την Αθήνα, όπου ζούσε, συνέθετε τα γεγονότα από τις καθημερινές ειδήσεις των εφημερίδων, στο διήγημα του Χατζόπουλου η αφήγηση εμφανίζεται ως άμεση μαρτυρία από το μέτωπο. Στο διήγημα εκτίθεται η τραγελαφική κατάσταση ενός ανοργάνωτου στρατού, ο οποίος μαζί με διάφορες άτακτες ομάδες, εθελοντές «σοφτάδες» και 1.000 γαριβαλδινούς, έχει συρθεί στα σύνορα χωρίς όπλα και πολεμοφόδια. Ακόμη, εάν στο «Λαγκά» ο σκεπτικισμός εκφέρεται με σκοπό να εξισορροπήσει το γενικότερο παροξυσμό και τον
πολεμικό οίστρο, προοικονομώντας -κατ’ επέκταση- την οδυνηρή έκβαση του πολέμου, στον «Αντάρτη» όλη η κινητοποίηση εμφανίζεται ως κωμικό κακέκτυπο πολεμικής εκστρατείας. Ευθύς εξαρχής -στο διήγημα του Χατζόπουλου- σαρκάζεται, από τον προσγειωμένο λοχαγό Βουλοδήμο, τόσο η (αν)ετοιμότητα του ελληνικού στρατού όσο και η ανεδαφική αισιοδοξία των ετερόκλητων, απειροπόλεμων εθελοντών. Η έκβαση του πολέμου δικαιώνει απολύτως το λοχαγό, καθώς κυνηγημένοι οι έλληνες στρατιώτες φθάνουν στην Άρτα με χτυπημένα τα
πόδια από τα τσαρούχια, κουβαλώντας στους ώμους σφαγμένα αρνιά για τη Λαμπρή, λεηλατώντας τα μαγαζιά, γυρεύοντας κρασί και καπνό. Με τα διηγήματα του Χατζόπουλου βρισκόμαστε ασφαλώς μπροστά σε μια ουσιαστική μεταβολή: την πατριωτική μεγαληγορία και τους οραματισμούς διαδέχονται οι χαμηλοί τόνοι, η αμφισβήτηση του ηρωισμού, η ενδοσκόπηση και η μοναξιά.
Η Κούλια του Ακροπόταμου πρωτοδημοσιεύθηκε το 1909, σε 14 συνέχειες, στο Νουμά. Κυκλοφόρησε σε βιβλίο με τον τίτλο Ο πύργος του Ακροπόταμου το 1915. Η αφήγηση παρακολουθεί τη ζωή τριών νέων γυναικών, οι οποίες ζουν απομονωμένες στον ερειπωμένο πύργο του πατέρα τους. Η σταδιακή συντριβή των ονείρων τους, η μοναξιά, η πλήξη, η αδυναμία τους να αντιδράσουν στη μοίρα τους, η σωματική φθορά, συστοιχίζονται με την τύχη και την ερήμωση του πύργου (ο τίτλος του μυθιστορήματος προδηλώνει αυτήν ακριβώς την αντιστοιχία). Τα πρόσωπα που εμπλέκονται σ’ αυτή την ιστορία -συνηθισμένοι άνθρωποι, στερημένοι από υψηλά ιδανικά- προσλαμβάνουν μάλιστα καθολικές διαστάσεις (τη γενίκευση ευνοεί και η χωροχρονική αοριστία). Αξίζει επίσης να σημειωθεί και το γεγονός ότι τα διαλογικά μέρη καταλαμβάνουν τα τρία τέταρτα περίπου της αφήγησης· ο διάλογος υπακούει μάλιστα στις αρχές της φωνογραφικής πιστότητας, καθώς αποτυπώνει την ιδιόλεκτο των προσώπων.
Η κριτική επανειλημμένα υποστήριξε την άποψη ότι το Φθινόπωρο διαφοροποιείται ριζικά από όλα τα προηγούμενα έργα του Χατζόπουλου. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, τα σημεία που συνδέουν το συγκεκριμένο έργο με τα προηγούμενα του ίδιου συγγραφέα είναι πολύ περισσότερα από όσα το διαφοροποιούν. Με αυτή την έννοια, η παγιωμένη άποψη ότι με το Φθινόπωρο εισάγεται ο συμβολισμός στη νεοελληνική πεζογραφία αγνοεί το γεγονός ότι, τόσο στα διηγήματα που γράφονται γύρω στα 1910 όσο και στον Πύργο τουΑκροπόταμου, το ρεαλιστικό πλαίσιο της αφήγησης εμβολιάζεται με τυπικές συμβολιστικές τεχνικές, όπως είναι οι αντιστοιχίες ανάμεσα στην ψυχική κατάσταση των ηρώων και τη φύση ή τον αισθητό -γενικά- κόσμο, η υποκειμενική ανάπλαση των γεγονότων, η μουσική υποβολή που επιδιώκεται με τις επαναλήψεις και τη λυρική εκφορά. Τα βασικά θέματα που
κυριαρχούν στο Φθινόπωρο (ημίφως, κλειστοί χώροι, χωροχρονική ασάφεια, πλήξη, φθορά) θα τα συναντήσουμε στα περισσότερα πεζά του Χατζόπουλου. Η διαφορά ανάμεσα στο Φθινόπωρο και τα προηγούμενα έργα αφορά περισσότερο ποσότητες, αφού πράγματι στο Φθινόπωρο ό,τι προέχει είναι η υπονόμευση της δράσης, η εμμονή στα επουσιώδη και ασήμαντα, η υποβολή, οι ελλειπτικοί διάλογοι, η ασάφεια, η δημιουργία μιας φθινοπωρινής εντέλει ατμόσφαιρας, και η εξεικόνιση μ’ αυτό τον τρόπο των ψυχικών διακυμάνσεων των ηρώων,
μέσα από επαναλαμβανόμενες περιγραφές που αφορούν αντικειμενικές εικόνες και σχήματα: ουρανός, αστερισμοί, σύννεφα, θάλασσα, φως, δέντρα. Τα συμβολιστικά αυτά στοιχεία υπάρχουν, ωστόσο, σε μικρότερες δόσεις, σταπερισσότερα πεζογραφήματα του Χατζόπουλου. Για παράδειγμα, οι ήρωές του ανήκουν, κατά κανόνα, στην
κατηγορία του «αντιήρωα»· άνθρωποι αδύναμοι, χωρίς εσωτερικές αντιστάσεις, οι οποίοι οδηγούνται προοδευτικά στη φυσική και ψυχική κατάρρευση. Είναι ενδεικτικό ότι η αφήγηση, τόσο στον Πύργο του Ακροπόταμου όσο και στο Φθινόπωρο, επισφραγίζεται με το θάνατο (η Φρόσω και η Μαρίκα αντίστοιχα)· συνέπεια αρρώστειας και ψυχικού μαρασμού.http://www.agrinioculture.gr