Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Εικαστική Πόλις: Εικαστική Ανάγνωση 4 Αόρατων Πόλεων από το έργο του Italo Calvino


“Aυτό που χαίρεσαι σε μια πόλη δεν είναι τα εφτά ή εβδομήντα εφτά της θαύματα, αλλά η απάντηση που δίνει σε ένα σου ερώτημα… Ή το ερώτημα που σου βάζει αναγκάζοντάς σε να απαντήσεις” 
Μία διημερίδα αφιερωμένη στις "Aόρατες Πόλεις" του συγγραφέα Italo Calvino με ομιλίες, εργαστήρια και εμπειρίες στην πόλη, 23 & 24 Οκτωβρίου 2015
Διοργάνωση:
Τομέας Πολιτισμού, Περιβάλλοντος, Επικοινωνιακών Εφαρμογών και Τεχνολογίας - Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ

Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών

Επιστημονική Υπεύθυνη:
Μυρτώ Ρήγου
Υπεύθυνες Διοργάνωσης:
Μαρία Βασιλείου
Μαρία Σαριδάκη
Επιμελήτρια Εικαστικής Έκθεσης:
Ήρα Παπαποστόλου
Γραφιστική Υποστήριξη:
Χριστίνα Χρυσανθοπούλου

Στην εικαστική έκθεση συμμετέχουν οι: Γιώργος Νίκας, Δανάη Σύρρου, Ευφροσύνη Τσακίρη, Χρήστος Γυφτόπουλος, Βιβή Παπαδημητρίου, Έλενα Παπαδημητρίου, Ειρήνη Βογιατζή, Γιώργος Γιώτσας, Ελεάννα Μαρτίνου, Κατερίνα Ανδρέου, Λεωνίδας Γιαννακόπουλος, Άκης Ράπτης, Νίκος Κρανάκης, Βαγγέλης Θεοδωρίδης, Σύλβια Αντωνιάδη, Λαμπρινή Μποβιάτσου, Άγγελος Κώστας, Μιλένα Δημητροκάλλη, Αθανασία Καρατζά, Μαρία Διακοδημητρίου
«Τι είναι όμως σήμερα η πόλη για μας; Σκέφτομαι ότι έγραψα κάτι σαν τελευταίο ποίημα αγάπης για τις πόλεις, τη στιγμή που γίνεται όλο και πιο δύσκολο να τις ζήσουμε
Italo Calvino


Το τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε συνεργασία με το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών, με αφορμή την συμπλήρωση των 30 χρόνων από το θάνατο του συγγραφέα Italo Calvino, διοργανώνει στις 23 και 24 Οκτωβρίου, την επετειακή διημερίδα: Αόρατες πόλεις.
Το αφήγημα του Καλβίνο, Αόρατες Πόλεις, ένα τολμηρό λογοτεχνικό έργο που έθεσε το ζήτημα των πόλεων με τρόπο πρωτοποριακό, αφορά, πέρα από τη λογοτεχνία και τη φιλολογία, επιστήμες όπως η αρχιτεκτονική, η γλωσσολογία, η πολεοδομία, η λαογραφία, η τεχνολογία, η φιλοσοφία. Ακόμη, το περιεχόμενό του δίνει έναυσμα στην τέχνη της ζωγραφικής, της γλυπτικής, των σύγχρονων μέσων αφήγησης και επιτέλεσης.
Σκοπός αυτής της διοργάνωσης είναι να συγκεντρωθεί και να αναδειχθεί αυτή η ευρεία και πολυδιάστατη προσέγγιση του έργου, συμπεριλαμβάνοντας τρία σκέλη:
– τον κύκλο ομιλιών
– την έκθεση ζωγραφικήςεικαστικών και εγκαταστάσεων
– τη διεξαγωγή εργαστηρίων (workshops)
Το έργο πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οδυσσέας το 1982, σε μετάφραση Ε. Γ. Ασλανίδη και Σάσας Καπογιαννοπούλου και στη συνέχεια από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη.
Ο αυτοκράτορας Κουμπλάι Χαν και ο Μάρκο Πόλο δεν μιλούν την ίδια γλώσσα. Ο εξερευνητής επιστρατεύει αντικείμενα, χειρονομίες και άλλα εκφραστικά μέσα για να περιγράψει τις πόλεις της αυτοκρατορίας. Πενήντα πέντε ονόματα – όλα γυναικεία, πενήντα πέντε πόλεις της φαντασίας, όπου οι επιθυμίες, οι ανταλλαγές, τα σήματα και τα πράγματα, τα μάτια, ο ουρανός και οι νεκροί, αναδεικνύονται ως φορείς οικουμενικότητας που διέπουν, με τη σειρά τους, τον σύγχρονο αστικό πολιτισμό.
Τον κύκλο ομιλιών θα ανοίξει ο Βασίλης Βασιλικός, ανασύροντας μνήμες κι εμπειρίες από την προσωπική του φιλία με τον Italo Calvino, ενώ ειδική μνεία θα γίνει στον Ανταίο Χρυσοστομίδη, από τον Γιώργο Μπράμο και από τον Σταύρο Πετσόπουλο. Με εφαλτήριο τις Αόρατες Πόλεις, στο συνέδριο θα αναπτυχθούν προβληματισμοί γύρω από θέματα κοινωνικών δομών, τέχνης και πολιτισμού.
Στον εκθεσιακό χώρο του Ινστιτούτου, εκπρόσωποι της νέας γενιάς Ελλήνων εικαστικών, new media artists και performers θα καταθέσουν τη δική τους εκδοχή των Αόρατων Πόλεων, με έργα και εγκαταστάσεις που δημιουργήθηκαν ειδικά για τις ανάγκες της διοργάνωσης.
Στα εργαστήρια, εικαστικοί, αρχιτέκτονες και τεχνολόγοι χρησιμοποιούν την Αθήνα σαν μία ακόμη αόρατη πόλη και προσκαλούν όλους να την ανακαλύψουν:
«Χαρτογραφώντας το Αόρατο», από τη Στέλλα Μπολωνάκη (εικαστικός ΑΣΚΤ, αρχιτέκτων)
«Εικαστική Αναπαράσταση: Από το λόγο στο σχήμα, εφαρμογή στην πόλη», από την Ευφροσύνη Τσακίρη (Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, ΕΜΠ)
«Η Ζωή ως Πόλη: μια συλλογική ανάγνωση της ζωής σε κρίση», από τη Μάρω Πανταζίδου (Διεθνής Αμνηστία)
«Ιστορίες Κατοίκησης»,  ηχητικός περίπατος από την ομάδα Akoo-­‐o
Πληροφορίες
23 & 24 Οκτωβρίου
Πατησίων 47, Αθήνα

Είσοδος ελεύθερη

Για περισσότερες πληροφορίες για τα εργαστήρια και δηλώσεις συμμετοχής εδώ
Όσοι ενδιαφέρονται να λάβουν μέρος σε ένα ή περισσότερα από τα εργαστήρια, παρακαλούνται να δηλώσουν έγκαιρα τη συμμετοχή τους. Οι θέσεις είναι περιορισμένες. Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας.
Δείτε το αναλυτικό πρόγραμμα της διημερίδας «Αόρατες πόλεις».

Το πρώτο και πιο όμορφο έγχρωμο βιβλίο του κόσμου είναι πλέον διαθέσιμο για (ψηφιακό) ξεφύλλισμα

Το «Manual of Calligraphy and Painting» («Shi zhu zhai shu hua pu» στο πρωτότυπο ή, στα ελληνικά, «Το εγχειρίδιο της Καλλιγραφίας και της Ζωγραφικής») του 17ου αιώνα είναι το αρχαιότερο βιβλίο του κόσμου που τυπώθηκε σε έγχρωμη μορφή. Πρόκειται για ένα βιβλίο τόσο παλιό και εύθραυστο, που απαγορευόταν μέχρι και το άνοιγμά του καθώς υπήρχε κίνδυνος να διαλυθεί μόνο και μόνο από το άγγιγμα.
Πλέον όμως, το σπάνιο αυτό εγχειρίδιο είναι διαθέσιμο σε οποιονδήποτε θέλει να ανακαλύψει τους θησαυρούς που κρύβουν οι σελίδες του, χάρη στην τεχνολογία.


Η βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ κατάφερε να ψηφιοποιήσει το βιβλίο και να το προσθέσει στην Ψηφιακή της Βιβλιοθήκη, στο τμήμα της Κινέζικης συλλογής που διατηρεί.
«Είναι σημαντικό καθώς είναι τόσο το πρώτο όσο και το πιο όμορφο παράδειγμα έγχρωμης εκτύπωσης οπουδήποτε στον κόσμο» είπε ο επικεφαλής του κινέζικου τμήματος της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, Charles Aylmer στο Hyperallergic.com. «Ο καθένας θα ξεχωρίσει το δικό του αγαπημένο (σημείο από το βιβλίο) αλλά οι περισσότεροι προτιμούν τα πουλιά, καθώς απεικονίζονται με ιδιαίτερη οικονομία στις γραμμές και αληθινή κατανόηση της φύσης του θέματος».
Οι σελίδες που πέρασαν από ψηφιοποίηση περιλαμβάνουν οκτώ θεματικές κατηγορίες που έχουν φιλοτεχνηθεί από 50 διαφορετικούς καλλιτέχνες και καλλιγράφους, οι οποίες απαρτίζονται από πουλιά, δαμάσκηνα, ορχιδέες, μπαμπού, φρούτα, πέτρες, σχέδια από μελάνι και διάφορες όμορφες απεικονίσεις, καθένα από τα οποία συνοδεύεται από ένα κείμενο ή ποίημα.
Το εγχειρίδιο δημιουργήθηκε το 1633 από το Ten Bamboo Studio στην Ναντσίνγκ, την πρωτεύουσα της επαρχίας Γιανγκσού της Κίνας, η οποία θεωρείται μέχρι σήμερα μια πόλη με εξέχουσα θέση στην κινέζικη ιστορία και τον πολιτισμό. Πρόκειται για το αρχαιότερο, γνωστό στην επιστημονική κοινότητα, βιβλίο με πολύχρωμες ξυλογραφίες, στο οποίο κάθε εικόνα περιλαμβάνει πολλές στρώσεις εκτύπωσης με διαφορετικά χρωματιστά μελάνια -κάτι που δίνει στο τελικό αποτέλεσμα την εντύπωση πως έχει ζωγραφιστεί στο χέρι. Εκτυπώθηκε πολλές φορές, η εκδοχή του Κέιμπριτζ όμως είναι μία από τις σπάνιες ολοκληρωμένες εκτυπώσεις μιας εκ των πρώιμων εκδόσεών του, με το χαρακτηριστικό δέσιμο σε τεχνική «πεταλούδας».
























Εισαγωγή στον «Ρήσο» του Ευριπίδη



Το υλικό της τραγωδίας «Ρήσος» προέρχεται κατευθείαν από την Ιλιάδα σχεδόν ατόφιο, με ελάχιστες αλλαγές στο βασικό του πυρήνα και εμπλουτισμένο βέβαια σύμφωνα με το μέτρο που συνήθως η δραματική τέχνη πλουτίζει τα θέματα της μυθολογίας ή της επικής παράδοσης, όταν τα διαχειρίζεται ως υποθέσεις δραμάτων.
Τα γεγονότα του «Ρήσου» περιέχονται στη ραψωδία Κ και είναι γνωστά με τον τίτλο «Δολώνεια».
Μετά την οργή του Αχιλλέα και την αποχή του από τη μάχη, οι Τρώες νικούν τους Έλληνες, έχουν στρατοπεδεύσει έξω στην πεδιάδα και γενικά τους έχουν φέρει σε δύσκολη θέση. Μια νύχτα οι Αχαιοί σε σύντομη σύσκεψη αποφασίζουν να στείλουν τον Οδυσσέα με το Διομήδη να κατασκοπεύσουν τους εχθρούς. Εκείνη τη νύχτα κι ο Έκτορας για τον ίδιο σκοπό στέλνει στο ελληνικό στρατόπεδο το Δόλωνα, που όμως αιχμαλωτίζεται από το Διομήδη και τον Οδυσσέα κι ανακρίνεται. Τους πληροφορεί ότι έχει φτάσει σύμμαχος της Τροίας, ο Θρακιώτης βασιλιάς Ρήσος. Μαθαίνοντας αυτοί όσα ήθελαν, σκοτώνουν τον Δόλωνα, κατορθώνουν να εισχωρήσουν στις τρωικές θέσεις, σκοτώνουν τον Ρήσο και δώδεκα δικούς του, παίρνουν τα θαυμάσια λευκά άλογά του και γυρίζουν πίσω σώοι και αβλαβείς.
Αυτά τα περιστατικά της Ιλιάδας αποτελούν τον πυρήνα της τραγωδίας που εξετάζουμε.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑΣ
Στα σωζόμενα έργα του Ευριπίδη συγκαταλέγεται και ο «Ρήσος», που γι’ αυτόν διατυπώθηκαν αμφιβολίες ή αντιρρήσεις, αν πραγματικά είναι δημιούργημα του μεγάλου τραγικού ή μεταγενέστερη μίμηση. Οι αμφιβολίες αυτές ξεκινούν από μια αρχαία μαρτυρία και στη νεώτερη εποχή έχουμε απόψεις και γνώμες που με επιχειρήματα υποστηρίζουν ότι το έργο δεν είναι αυθεντικό. Παράλληλα όμως υπάρχουν και εργασίες της νεότατης φιλολογικής επιστήμης ή ακόμα στοιχεία και ενδείξεις, οι οποίες αποδεικνύουν αντίθετα τη γνησιότητα του έργου.
Παραθέτουμε συνοπτικά την υπέρ και κατά της γνησιότητας σχετική επιχειρηματολογία που αναφέρεται στα εξωτερικά στοιχεία της τεχνικής, της μετρικής κλπ., όσο και σ’ εκείνα του ύφους, των χαρακτήρων και της δομής του έργου.
Κανένας αρχαίος συγγραφέας ή γραμματικός δεν υπαινίσσεται πουθενά ότι ο «Ρήσος» είναι νόθος. Η μοναδική πληροφορία που εκφράζει αμφιβολίες για τη γνησιότητά του, είναι εκείνη που διασώθηκε στην πρώτη από τις δύο «Υποθέσεις» της τραγωδίας: «Τούτο το δράμα ένιοι νόθον υπενόησαν ως ουκ ον Ευριπίδου, τον γαρ Σοφόκλειον υποφαίνει χαρακτήρα».
Στη νεώτερη φιλολογία διάφοροι μελετητές του θέματος αρνούνται τη γνησιότητα, αντλώντας τα επιχειρήματά τους από τα στοιχεία που παρέχει το ίδιο το κείμενο.
Έτσι οι ελάχιστοι γνωμοδοτικοί στίχοι που υπάρχουν, η ασυνήθιστη για τον Ευριπίδη μετρική μορφή του προλόγου, οι δύο από μηχανής θεοί, η έλλειψη έντασης και η επεισοδιακή παράθεση των περιστατικών του δράματος, το γεγονός ότι το έργο αρχίζει και τελειώνει νύχτα, είναι τα κυριότερα σημεία που στήριξαν αμφιβολίες ως προς την αυθεντικότητα.
Απέναντι σε όλα αυτά μπορούμε να αντιπαραθέσουμε τα εξής:[1]
Υπάρχουν τρία σημεία στον Αριστοφάνη που μας οδηγούν στη βεβαιότητα σχεδόν, ότι ο κωμικός ποιητής γνωρίζει τον «Ρήσο» σαν έργο του Ευριπίδη και παρωδεί στίχους του κατά τη γνωστή του συνήθεια που έχει κυρίως στόχο τον μεγάλο τραγικό. Τα σημεία αυτά είναι τα παρακάτω:
Στους «Αχαρνείς», ο Χορός πέφτοντας πάνω στον Δικαιόπολη κραυγάζει: «Αυτός ο ίδιος είναι, αυτός. Χτύπα, χτύπα, χτύπα, χτύπα, βάρα του, βάρα του τον βρωμερό» (στ. 280 κε.). Οι στίχοι αυτοί μπορούν να θεωρηθούν σαν παρωδία εκείνων του «Ρήσου», όταν ο Χορός των Τρώων κυνηγάει τον Οδυσσέα φωνάζοντας: «Εε, εε. Χτύπα, χτύπα, χτύπα, χτύπησέ (τον). Σκότωσε, σκότωσέ (τον). Ποιος είναι ο άντρας;» (στ. 675 κε.).
Στους «Αχαρνείς» επίσης ο στίχος όπου ο Λάμαχος έχει γυρίσει στη σκηνή και θρηνολογεί: «…Ω μαύρη συμφορά μου!» (στ.1203), παρωδεί προφανώς ανάλογο στίχο του Ηνίοχου στο «Ρήσο», όταν αυτός πληγωμένος θρηνεί το φόνο του αρχηγού του: «…βαριά συμφορά των Θρακών» (στ. 731).
Το ίδιο μπορούμε να υποστηρίξουμε και με μεγαλύτερη βεβαιότητα για τον στίχο 840 των Βατράχων: «Αληθινά, παιδί θεάς του χωραφιού», που παρωδεί στο δεύτερο ημιστίχιο τον 974 στίχο του «Ρήσου»: «…τη θαλασσινή θεά».
Το ότι πρόκειται για παρωδία ευριπίδειου στίχου το βεβαιώνει κατηγορηματικά και ο Σχολιαστής: «Είρηται δ’ ο στίχος παρά τα Ευριπίδου, άληθες, ω παι της αρουραίας θεού».
Κάποιοι ανώνυμοι αρχαίοι κριτικοί αμφιβάλλουν για τη γνησιότητα το έργου και η αμφιβολία τους αυτή αιτιολογείται με το Σοφόκλειο χαρακτήρα του δράματος. Αυτό μπορεί ίσως να αποδοθεί σε δύο κυρίως χαρακτηριστικά της τραγωδίας. Το πρώτο είναι η έλλειψη του πάθους, όπως τουλάχιστον το βρίσκουμε στη «Μήδεια», τον «Ιππόλυτο», την «Εκάβη». Το δεύτερο οφείλεται στο γεγονός ότι η υπόθεση του «Ρήσου» είναι πιστή σχεδόν αντιγραφή των περιστατικών της «Δολώνειας» της Ιλιάδας. Είναι γνωστό ότι ο Ευριπίδης, αντίθετα από τον Σοφοκλή, διασκεύαζε ελεύθερα το επικό υλικό ή τους μύθους που χρησιμοποιούσε στα δράματά του και μια τέτοια πιστότητα φαίνεται ξένη στη θεατρική τεχνική του. Αν ληφθεί όμως υπόψη ότι το έργο γράφτηκε από τον ποιητή σε μια ηλικία που οπωσδήποτε ήταν ακόμα νέος (η πληροφορία αυτή παρέχεται από τον Κράτη), τότε ο Σοφόκλειος χαρακτήρας δικαιολογείται ως νόμιμη επίδραση της τεχνοτροπίας ενός μεγαλύτερου προκατόχου στο νεώτερο, που ακόμα δεν έχει διαμορφώσει οριστικά τη μορφή της τέχνης του.
Στην ίδια «Υπόθεση» έχουμε επίσης τη μαρτυρία ότι: «Εν μέντοι ταις διδασκαλίαις ως γνήσιον αναγέγραπται…». «Διδασκαλίες» ήταν οι κατάλογοι στους οποίους η πόλη καταχωρούσε τα ονόματα όσων λάβαιναν μέρος κάθε χρόνο σε δραματικούς αγώνες, τους νικητές, τους νικημένους, τα δράματά τους και τα σχετικά. Τέτοιους έγραψαν ο Αριστοτέλης, ο Καλλίμαχος, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος και άλλοι. Κανένας όμως δεν προβάλλει ούτε την παραμικρή αμφιβολία για τη γνησιότητα του έργου.
Εξάλλου στον «Βίο» του Ευριπίδη αναφέρονται ως νόθες μόνο οι τραγωδίες «Τέννης», «Ροδάμανθυς», «Πειρίθους».
Η εξονυχιστική έρευνα, σύγκριση και παραβολή που κάνει ο Ritchie στο λεξιλόγιο, στη σύνταξη και στη μετρική του «Ρήσου» και των άλλων τραγωδιών είναι αποκαλυπτική. Αναγνωρίζουμε τη χαρακτηριστική τεχνική του Ευριπίδη, αδιαμόρφωτη κάπως, αλλά οπωσδήποτε αυθεντική.
Τελικό συμπέρασμα όλων αυτών είναι ότι τα εξωτερικά στοιχεία και οι σχετικές γνώμες ή μαρτυρίες δεν μπορούν να στηρίξουν μια ισχυρή άποψη που να αρνείται πειστικά τη γνησιότητα του έργου.
Εξετάζοντας τώρα τη δραματουργική υφή του «Ρήσου», το ήθος, τα προτερήματα και τα ελαττώματά του, καταλήγουμε σε μερικά ενδεικτικά συμπεράσματα.
Η ζωηρή σκηνή του προλόγου όπου οι φρουροί ανήσυχοι και τρομαγμένοι ξυπνούν τον Έκτορα και του αναγγέλλουν τα νέα, δίνεται με γοργότητα και ρεαλισμό, δημιουργώντας μέσα σε λίγους στίχους ολοζώντανη την ατμόσφαιρα του αναστατωμένου νυχτερινού στρατοπέδου.
Η επεξεργασία των χαρακτήρων, ιδιαίτερα των ομηρικών προσώπων, δεν ξεφεύγει από τα δεδομένα της Ιλιάδας, με μόνη εξαίρεση ίσως τον Αινεία που παρουσιάζεται κάπως πιο στοχαστής από ό,τι στο έπος, σε αντίθεση με την ασύνετη ορμητικότητα του Έκτορα. Ο Ρήσος, ο βάρβαρος Θρακιώτης αρχηγός, είναι γεμάτος κομπαστική βεβαιότητα για τη νίκη του, ένα ήθος, θα μπορούσαμε να πούμε, ανάλογο με τη βαρβαρική του καταγωγή. Ο αγώνας «λόγων» που γίνεται ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Έκτορα, όχι τόσο «ρητορικός» όπως σε άλλες τραγωδίες του ίδιου, ανήκει στη γνώριμη ευριπίδεια τεχνική.
Η «αγγελική ρήση» του βοσκού αλλά και το μέρος του Ηνίοχου έχουν αδρότητα και δύναμη υποβολής καθόλου τυχαίες.
Τα χορικά εξάλλου, κυρίως το Γ' Στάσιμο, το τραγούδι της βάρδιας, στέκεται άνετα δίπλα στα καλύτερα λυρικά κομμάτια του ποιητή.
Τέλος οι δύο από μηχανής θεοί, η Αθηνά και η Μούσα, που εξυπηρετούν τη θεατρική οικονομία, αποτελούν πρόσθετο στοιχείο γνησιότητας, αφού η χρήση του από μηχανής θεού είναι χαρακτηριστική και συνηθισμένη στον Ευριπίδη.

Η ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Από την πληροφορία που μας δίνουν τα σχόλια των στίχων 527-531: «Κράτης αγνοείν φησί τον Ευριπίδην την περί τα μετάρσια θεωρίαν δια το νέον έτι είναι ότε τον Ρήσον εδίδασκε», και σύμφωνα με μια συνηθισμένη τάση των μελετητών να ανακαλύπτουν ιστορικούς υπαινιγμούς στα δράματα του Ευριπίδη, υποστηρίχθηκε η άποψη ότι το έργο μπορεί να διδάχτηκε γύρω στα 453, όταν χτίστηκε η Αμφίπολη, πόλη που ανήκει στην πατρίδα του Ρήσου. Τότε ο μεγάλος τραγικός ήταν σχετικά νέος.
Πάντως η τραγωδία πρέπει να γράφτηκε στην πρώτη συγγραφική περίοδο του ποιητή, όπως υποθέτει ο Ritchie, δηλαδή ανάμεσα στο 455 και στο 440.

Ο ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΟΥ «ΡΗΣΟΥ» ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ
Ένα ακόμα επιχείρημα ότι ο «Ρήσος» είναι νόθο δημιούργημα του Ευριπίδη υπήρξε, όπως είπαν, και η έλλειψη τραγικότητας της βασικής ιδέας που αναπτύσσει. Νομίζουμε όμως ότι το τραγικό στοιχείο βρίσκεται ακριβώς στον πυρήνα του «Ρήσου», δηλαδή στην ύβρη που προκαλεί η αλαζονεία και στον τρόπο που κορυφώνεται.
Αυτής της αλαζονείας λοιπόν έχουμε τρεις διαδοχικές διαβαθμίσεις, που από πρόσωπο σε πρόσωπο αυξάνουν φτάνοντας σε μια εσωτερική κορύφωση για να δώσουν αμέσως τη θέση τους στην αντίδραση της «θεϊκής αρμονίας και του μέτρου», στο φόνο δηλαδή του Ρήσου.
Την πρώτη διαβάθμιση αποτελεί ο μονόλογος του Έκτορα (στιχ.56 κε.), όπου με κομπασμό ασυνήθιστο παραπονιέται γιατί νύχτωσε και η νικηφόρα ορμή του σταμάτησε αναγκαστικά.
Η δεύτερη διαβάθμιση είναι οι μεγαλαυχίες του Δόλωνα (στιχ.214-224) καθώς αυτός ξεκινάει για να κατασκοπεύσει τους Έλληνες. Η σιγουριά που δείχνει για την επιτυχία του είναι συγχρόνως υβριστική και παράλογη.
Η τρίτη διαβάθμιση αρχίζει, κορυφώνεται και τελειώνει στο μέρος του Ρήσου (στιχ.443-517). Εδώ ο Θρακιώτης αρχηγός κομπάζει μ’ έναν τέτοιο προκλητικό και κουφό τρόπο, που κι αυτός ο αλαζονικός Έκτορας, από αντίδραση ή δεισιδαίμονα φόβο, δείχνεται ρεαλιστής και μετριοπαθής. Σαν αντίρροπη δύναμη στην αυξανόμενη υπερβολή που πάνω από κάθε μέτρο διασαλεύει την τάξη του κόσμου, επέρχεται η τιμωρία με την εκμηδένιση του ενόχου. Ο υβριστής Ρήσος σκοτώνεται, έτσι τιμωρείται κι ο αλαζονικός Έκτορας και οι ενδόμυχες ίσως ελπίδες του, για μια τελειωτική νίκη πάνω στους Έλληνες, αφανίζονται.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Πρόλογος – Πάροδος του Χορού (στ. 1-51): Ο Χορός που τον αποτελούν Τρώες φρουροί μπαίνει βιαστικά από την πάροδο ανήσυχος και ταραγμένος. Ξυπνά τον κοιμισμένο Έκτορα και του αναγγέλλει ότι οι εχθροί έχουν ανάψει παντού φωτιές στους ναύσταθμους. Αυτό το φεγγοβόλημα πρέπει να σημαίνει κάτι σημαντικό. Γι’ αυτό χρειάζεται γρήγορα να ετοιμαστούν οι Τρώες για μάχη.
Επεισόδιο Α' (στ. 52-223): Ο Έκτορας παραπονιέται για την κακή του τύχη, που τέλειωσε γρήγορα το φως της μέρας και τον ανάγκασε να σταματήσει τη νικηφόρα προέλασή του. Κατηγορεί ακόμα και τους οιωνοσκόπους του που τον συμβούλευσαν να περιμένει. Βέβαιος τώρα ότι οι Έλληνες σκοπεύουν να φύγουν κρυφά για την πατρίδα τους μες στη νύχτα, αποφασίζει να τους επιτεθεί αμέσως. Στο μεταξύ έρχεται ο Αινείας και ρωτάει ανήσυχος τι συμβαίνει. Μαθαίνοντας τους σκοπούς του Έκτορα, με συνετές συμβουλές τον αποτρέπει από το παράτολμο κι επικίνδυνο σχέδιό του της νυχτερινής επίθεσης και τον συμβουλεύει να στείλει κατάσκοπο κοντά στα καράβια των Ελλήνων και ανάλογα με τις πληροφορίες που αυτός θα του φέρει, να πράξει. Πράγματι εκείνος δέχεται τις υποδείξεις του Αινεία και ζητάει κάποιον εθελοντή. Την αποστολή κατασκοπείας αναλαμβάνει ο Δόλων. Σαν ανταμοιβή πετυχαίνει να του υποσχεθεί ο αρχηγός του τα θαυμαστά και αθάνατα άλογα του Αχιλλέα. Εξηγεί μετά στο Χορό το τέχνασμα που θα μεταχειριστεί. Θα ρίξει πάνω του ένα τομάρι λύκου κι έτσι πιο εύκολα θα εισχωρήσει στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Γεμάτος πεποίθηση για την επιτυχία του φεύγει.
Στάσιμο Α' (στ. 224-263): Ο Χορός στην πρώτη στροφή επικαλείται τη βοήθεια του θεού Απόλλωνα που είναι προστάτης της Τροίας. Τον παρακαλεί να οδηγήσει και να σώσει τον Δόλωνα. Στην πρώτη αντιστροφή και στη δεύτερη στροφή εύχεται την επιτυχία της αποστολής του κατασκόπου και υμνεί την πολύτιμη ανταμοιβή του, τα άλογα του Αχιλλέα. Θαυμάζει το μεγάλο του θάρρος και τον πατριωτισμό του. Στη δεύτερη αντιστροφή τον φαντάζεται να μπαίνει στο στρατόπεδο των Αχαιών και να θριαμβεύει.
Επεισόδιο Β' (στ. 262-341): Καθώς τελειώνει ο Χορός το τραγούδι του φτάνει στη σκηνή κάποιος βοσκός που αναγγέλλει στον Έκτορα ότι έρχεται ένας τρανός σύμμαχος. Ο γιος του Στρυμόνα, βασιλιάς των Θρακών Ρήσος. Εξιστορεί με απλοϊκό θαυμασμό τη μεγαλοπρέπειά του και τον αναρίθμητο στρατό που φέρνει. Ο Έκτορας περιφρονητικά εκφράζει τη σκέψη ότι ο Ρήσος είτε από αδιαφορία είτε από υστεροβουλία έρχεται καθυστερημένα, μόνο και μόνο για να μοιραστεί μαζί με τους Τρώες τα λάφυρα της νίκης, χωρίς όμως να πολεμήσει μαζί τους από την αρχή του πολέμου. Γι’ αυτό σκέφτεται να τον δεχθεί ψυχρά και να αρνηθεί τη βοήθειά του. Μεταπείθεται όμως από το Χορό και το βοσκό.
Στάσιμο Β' (στ. 342-388): Στην πρώτη στροφή και αντιστροφή ο Χορός εκφράζει πολύ μεγάλο θαυμασμό κι εμπιστοσύνη στη δύναμη του Ρήσου που τον βλέπει σαν ελευθερωτή. Στη δεύτερη στροφή και αντιστροφή, βέβαιος για τον οριστικό λυτρωμό της Τροίας, αποτέλεσμα της βοήθειας του Θρακιώτη αρχηγού, φαντάζεται τους χορούς και τις γιορτές που θα ακολουθήσουν, όταν οι Έλληνες κυνηγημένοι θα φεύγουν για την Ελλάδα. Στην επωδό που μπορεί να θεωρηθεί και υπόρχημα, καθώς μπαίνει μεγαλοπρεπής και φανταχτερός ο Ρήσος με τη συνοδεία του, ο Χορός θαυμάζει την κορμοστασιά του και τα λαμπερά όπλα, παρομοιάζοντάς τον με θεό που έρχεται να ανακουφίσει την Τροία.
Επεισόδιο Γ' (στ. 389-526): Ο Ρήσος χαιρετά τον Έκτορα φιλικά και του λέει για το σκοπό που ήρθε. Ο Έκτορας τον κατηγορεί για αχαριστία και αδιαφορία που φτάνει τα όρια της προδοσίας. Ο Θρακιώτης αρχηγός, δίκαια οργισμένος, του εξηγεί την αιτία της μεγάλης του αργοπορίας. Πολεμούσε με τους Σκύθες, και με αλαζονική αυτοπεποίθηση τον βεβαιώνει ότι μέσα σε μια μέρα αυτός θα πετύχει όσα δεν μπόρεσαν οι Τρώες σε δέκα χρόνια. Θα εξολοθρεύσει τους Έλληνες. Και όχι μόνον αυτό, αλλά θέλει να πολεμήσει μοναχός με το στρατό του κι αφού τους νικήσει, να μεταφέρει τον πόλεμο και στην Ελλάδα. Κατηγορεί τον Έκτορα για έλλειψη αντιδράσεων όταν αυτός εκφράζει τη γνώμη ότι θα είναι πολύ ικανοποιημένος, αν ο πόλεμος τελειώσει. Ο αρχηγός των Τρώων του λέει έπειτα το σύνθημα και τον οδηγεί στο μέρος, όπου τελικά θα κατασκηνώσει με το θρακικό στράτευμά του.
Στάσιμο Γ' (στ. 527-564): Στη στροφή ο Χορός κοιτάζει το νυχτερινό ουρανό και βλέποντας ότι πέρασε πια η ώρα της δικής του σκοπιάς, αναρωτιέται ποιοι θα φρουρήσουν ύστερα από αυτόν. Είναι η σειρά των Λυκίων που έχουν την πέμπτη βάρδια. Στην Αντιστροφή ακούει το μακρινό λάλημα του αηδονιού που κελαηδεί στις όχθες του ποταμού Σιμόεντα, ακούει τις φλογέρες των βοσκών καθώς αυλίζουν στο βουνό της Ίδης τα κοπάδια τους. Ο ύπνος αγγίζει τα βλέφαρα των φρουρών και κουρασμένοι φεύγουν για να ξυπνήσουν τους αντικαταστάτες τους.
Επεισόδιο Δ' (στ. 565-691): Στην άδεια σκηνή μπαίνουν με προφύλαξη ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Βαστούν τα λάφυρα που πήραν από το Δόλωνα: Τα όπλα του και το λυκοτόμαρο. Πλησιάζουν προσεκτικά τη σκηνή του Έκτορα. Σκοπός της επιδρομής τους είναι να τον σκοτώσουν. Καθώς δεν τον βρίσκουν, απογοητεύονται και ετοιμάζονται να γυρίσουν πίσω παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του Διομήδη που θέλει να σκοτώσει τον Αινεία ή τον Πάρη. Τότε αμφανίζεται η Αθηνά και τους πληροφορεί για την άφιξη του Ρήσου και για το θανάσιμο κίνδυνο που διατρέχουν οι Έλληνες, αν αυτός ζήσει ως την άλλη μέρα και πολεμήσει εναντίον τους. Τους παρακινεί και τους οδηγεί να τον σκοτώσουν και να κλέψουν τα άλογά του. Μόλις αυτοί φεύγουν, φτάνει τρέχοντας ο Πάρις να ειδοποιήσει τον αδελφό του Έκτορα ότι στο στρατόπεδο έχουν εισχωρήσει κατάσκοποι των εχθρών. Η Αθηνά παίρνοντας τη μορφή και την ομιλία της Αφροδίτης τον εξαπατά καθησυχάζοντάς τον. Ο Πάρις φεύγει ήσυχος. Πριν αποχωρήσει η θεά με δυνατή φωνή φωνάζει στον Οδυσσέα και τον Διομήδη να βιαστούν, γιατί οι φρουροί τους αντιλήφθηκαν και τρέχουν καταπάνω τους.
Επιπάροδος (στ. 692-827): Μπαίνει ο Χορός κυνηγώντας τον Οδυσσέα που τον περικυκλώνει και είναι έτοιμος να τον σκοτώσει. Αυτός λέει το σύνθημα και, προσποιούμενος ότι ακολουθεί τα ίχνη των δολοφόνων του Ρήσου, ξεγλιστρά και φεύγει. Στη στροφή κι αντιστροφή που ακολουθούν, οι φύλακες συνειδητοποιούν σιγά – σιγά ότι αυτός που έφυγε ήταν ίσως ο Οδυσσέας. Τους κυριεύει φόβος γιατί πιστεύουν ότι ο Έκτορας θα τους θεωρήσει σαν μοναδικούς υπεύθυνους του κακού που έγινε.
Επεισόδιο Ε' (στ. 828-881): Ενώ ο Χορός κάνει όλες αυτές τις μαύρες σκέψεις, ακούγεται θρήνος και σε λίγο μπαίνει στη σκηνή ο πληγωμένος Ηνίοχος του Ρήσου που εξιστορεί τα γεγονότα του φόνου του αρχηγού του και κάνει υπαινιγμό πως όλα αυτά είναι έργα φίλων κι όχι εχθρών. Οι φρουροί προσπαθούν να τον παρηγορήσουν. Έρχεται οργισμένος ο Έκτορας και τους απειλεί με πολύ σκληρή τιμωρία, γιατί εξαιτίας τους έγινε ό,τι έγινε. Έντρομοι αυτοί τον βεβαιώνουν ότι έμειναν ξάγρυπνοι και προσεκτικοί. Ο λαβωμένος Ηνίοχος παρεμβαίνει και κατηγορεί με επιχειρήματα τον Έκτορα σαν αυτουργό του φόνου, επειδή ήθελε να αποκτήσει τα άλογα του Ρήσου. Εκείνος αντικρούει την κατηγορία κι αρχίζει να υποθέτει σχεδόν με βεβαιότητα μήπως δράστης αυτών ήταν ο Οδυσσέας. Ο Ηνίοχος δεν παραδέχεται την άποψη αυτή κι εύχεται να πέθαινε στην πατρίδα του. Τέλος πείθεται να τον μεταφέρουν στην Τροία, όπου θα του περιποιηθούν το τραύμα. Ακόλουθοι του Έκτορα τον παίρνουν και φεύγουν.
Έξοδος (στ.889-995): Καθώς ο Χορός θλιμμένος απορεί για την κακή τροπή των πραγμάτων, εμφανίζεται από ψηλά η Μούσα κρατώντας το σκοτωμένο γιο της. Πληροφορεί τους έκπληκτους Τρώες ποια είναι, θρηνεί το παιδί της, και καταριέται τον Οδυσσέα και τον Διομήδη που τον σκότωσαν και την Ελένη, την αφορμή του χαμού του. Έπειτα εξιστορεί πώς γεννήθηκε, πώς ανατράφηκε και μεγάλωσε ο Ρήσος. Ο Έκτορας εκφράζει τη λύπη του και προθυμοποιείται να θάψει τιμητικά τον Θρακιώτη αρχηγό. Η Μούσα όμως προλέγει τη μεταμόρφωση του Ρήσου σε άνθρωπο-δαίμονα, σε πνεύμα αγαθό του Παγγαίου και προφητεύει το θάνατο του Αχιλλέα. Τέλος, θρηνώντας για τις συμφορές που φέρνει ο θάνατος των παιδιών στους γονείς, αποσύρεται. Ο Έκτορας δίνει εντολή στο Χορό να ειδοποιήσει τους Τρώες να ετοιμαστούν για επίθεση. Κι ο Χορός φεύγει με την ευχή ο θεός να τους χαρίσει τη νίκη μαζί με το φως της ημέρας που έρχεται.

[1] Σύμφωνα με τη σχετική μελέτη του William Ritchie, «The authenticity of the Rhesus of Euripides» - Cambridge University Press 1964.


Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Ο Μανόλης Πολέντας φιλοξενεί τον Γιάννη Μπασκόζο σε μια κουβέντα για το βιβλίο

Κωστής Παπαγιώργης: Ο συγγραφέας που δαπανήθηκε μέσα στη φιλία


γράφει η Κατερίνα Σχινά 
Ο Κωστής Παπαγιώργης, φωτογραφημένος στο σπίτι του στο Χαλάνδρι το 1994.
 
Κοντόσωμη, λιγνή φτιαξιά· μειλιχιότητα συνδυασμένη με λοξό, ελαφρά ειρωνικό χαμόγελο· παιγνιώδης τρυφερότητα για τους πυριφλεγείς νέους που τον πλησίαζαν με θαυμασμό, υπόρρητη συνενοχή με τους οικείους, τους «περπατημένους». Ακεραιότητα, αυτοσαρκασμός, απέχθεια για τη σπουδαιοφάνεια, αποδοχή των αντιφάσεων, ανελέητο ξεμασκάρεμα· ένας παράξενος συνδυασμός σκληρής ειλικρίνειας και ανεπιεικούς ευγένειας που εκδηλωνόταν στις συντροφιές, στο «γλωσσοκοπάνημα» με τους φίλους, στους ομηρικούς διαξιφισμούς, κυρίως με οιηματίες συνομιλητές, τους οποίους με τα χρόνια μάθαινε να αποφεύγει. Ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο Κωστής Παπαγιώργης, που πέθανε σε ηλικία 67 χρόνων στις 21 Μαρτίου 2014 - και την Κυριακή γίνεται το ετήσιο μνημόσυνό του; (αναδημοσίευση από το Books' Journal, 42, Aπρίλιος 2014)


Αμήχανα γράφει κανείς για τον Κωστή Παπαγιώργη. Ντρέπεται. Φοβάται μήπως εκτραπεί σε τόνους υψηλούς, που εκείνος περιφρονούσε. Μήπως εκδηλώσει κίβδηλη συντριβή, μήπως γλιστρήσει σε άγονες δοκησισοφίες και ανάλατα φληναφήματα. Και αντίστροφα: μήπως περιοριστεί στην ανεκδοτολογία, αναπαράγοντας σκηνές μιας δεκαετίας που κύλησε ανάμεσα σε γλέντια και ξενύχτια, εκείνης της μεθυσμένης δεκαετίας του ογδόντα που ήδη μυθοποιήθηκε, έτσι καθώς την ανασυστήνουν στις κουβέντες τους φίλοι του, γνώριμοι και περαστικοί, με το «ήμουν κι εγώ εκεί» να τους καίει τα χείλη.
Ο Παπαγιώργης δεν χρειάζεται διαμεσολαβητές. Ό,τι είχε να πει, το είπε με τα γραπτά του. Έγραψε για όσα τον πονούσαν σε πρώτο πρόσωπο, πέρασε στο στοχασμό πατώντας στην βιογραφία του. Μας το λέει σε όλους τους τόνους, σε όλα του τα γραπτά: μονάχα αυτό το πρώτο πρόσωπο καθιστά δυνατή την κλίση του κόσμου· τα εσύ, αυτός, αυτή, εμείς, εσείς, αυτοί, αυτές, μας απλώνουν το χέρι μόνο όταν η ταυτότητά μας δεν απουσιάζει από τον εαυτό της. Κατοικώντας τον εαυτό του, ο Παπαγιώργης κατοικούσε και τις λέξεις του.
Δεν ήταν κάτι που κερδήθηκε εξ αρχής: πέρασαν χρόνια ολόκληρα ακατάσχετης μελέτης –«δίχως αυθορμησία», «στα τυφλά», καθώς λέει ο ίδιος–, χρόνια απομόνωσης σε μια παρισινή σοφίτα όπου ξεκοκάλισε συστηματικά, πειθαναγκαστικά, τόμους ολόκληρους φιλοσοφίας, κι ύστερα έπιασε να γράψει. Στην αρχή «με το χέρι στη βιβλιοθήκη» και αργότερα, πολύ αργότερα, «με το χέρι στην καρδιά». Έλεγε σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Διαβάζω:

Όταν διάβασα το βιβλίο μου για τον Χάιντεγκερ [σσ. μια από τις πρώτες, αποκηρυγμένες μελέτες του] και κατάλαβα ότι εγώ απουσίαζα από εκεί μέσα, πήρα όρκο ότι θα μετανοήσω.

Διάβασα πολλές φορές τη λέξη «διανοούμενος» στις ευλαβικές, διακριτικές ή και αμετροεπείς νεκρολογίες που συντέθηκαν στη μνήμη του. Αλλά ο Παπαγιώργης δεν ήταν διανοούμενος και δεν του άρεσε να τον αποκαλούν έτσι. Θέλω να πω ότι δεν ήταν άκαπνος θεωρητικός, να φιλολογεί για πράγματα που ούτε είδε ούτε γνώρισε. Ήταν άνθρωπος της αγοράς, χοϊκός, λάτρης του χειροπιαστού, που δεν μίλαγε ποτέ στον αέρα, που δοκίμαζε τα πάντα στην ίδια του τη ζωή. «Η αλήθεια των λόγων μας ανήκει μόνο αν την εξαγοράζουμε με το τομάρι μας», έγραψε.
Ο Ηλίας Κανέλλης ονόμασε τον Κωστή Παπαγιώργη «ηθικό αναθεωρητή» – ωραία διατύπωση, τη δανείζομαι. Ο ίδιος, ίσως διαμαρτυρόταν· η κατάφαση στο δέον δεν ήταν στη φύση του. Το ουσιαστικό, ωστόσο, μετά το επίθετο, διορθώνει τα πράγματα. Έτσι κι αλλιώς, οι ηθικές μονάδες μέτρησης συνιστούν μια μεταλλασσόμενη κλίμακα, μια διάταξη που η ισορροπία της είναι μονίμως ασταθής. Κάθε ύπαρξη εξελίσσεται επισφαλώς στη διάταξη του άλλου. Ο καθένας κατοικεί στο κέντρο της δικής του· όλοι καταλαμβάνουν μια θέση υπό προθεσμία. Μόνο η ηθική ένταση (κάτι που πολύ πιο απλά θα ονόμαζα ακεραιότητα) επιτρέπουν στο άτομο να παραμείνει σ’ έναν εξέχοντα πόλο – κι αυτή είναι η περίπτωση του Κωστή Παπαγιώργη. Αναθεωρώντας και αναθεωρούμενος, αναστοχαζόμενος, τηρώντας πάντα απόσταση από τα πράγματα στη βάση μιας «ευμετρίας» (για να χρησιμοποιήσω έναν όρο του γάλλου στοχαστή Μισέλ Ονφρέ, που μάλλον θα αποδοκίμαζε ο Κωστής) σμίλευσε τη δική του ηθική, που δεν είχε σχέση με πούρες ιδέες ή με καθαρές έννοιες, αλλά ήταν υπόθεση της καθημερινής ζωής και των απειροελάχιστων ενσαρκώσεών της στον εύθραυστο ιστό των ανθρώπινων σχέσεων. Μια ηθική που επισφράγιζε την πρωτοκαθεδρία του ασήμαντου και του ευτελούς, και ταυτόχρονα δεν απέστρεφε το βλέμμα από τις σκοτεινές πλευρές των «γελαστών ζώων». Ή, για να είμαι ακριβέστερη, σ’ αυτές ακριβώς τις πλευρές το εστίαζε.

ΕΖΗΣΕ, ΔΙΑΒΑΣΕ, ΕΓΡΑΨΕ…
Κοντόσωμη, λιγνή φτιαξιά· μειλιχιότητα συνδυασμένη με λοξό, ελαφρά ειρωνικό χαμόγελο· παιγνιώδης τρυφερότητα για τους πυριφλεγείς νέους που τον πλησίαζαν με θαυμασμό, υπόρρητη συνενοχή με τους οικείους, τους «περπατημένους». Ακεραιότητα, αυτοσαρκασμός, απέχθεια για τη σπουδαιοφάνεια, αποδοχή των αντιφάσεων, ανελέητο ξεμασκάρεμα· ένας παράξενος συνδυασμός σκληρής ειλικρίνειας και ανεπιεικούς ευγένειας που εκδηλωνόταν στις συντροφιές, στο «γλωσσοκοπάνημα» με τους φίλους, στους ομηρικούς διαξιφισμούς, κυρίως με οιηματίες συνομιλητές, τους οποίους, με τα χρόνια, αναγνώριζε αυθωρεί και απέφευγε επιμελώς· και κυρίως καμιά διάθεση κατήχησης, ή ενασχόλησης με «κεφαλαία είδωλα», αλλά επίμονη αναζήτηση της μικρογράμματης  λεπτομέρειας, που θα τροφοδοτήσει τα συναρπαστικά ανθρωπολογικά του δοκίμια.
Έγραψε πολύ και πολλά ο Κωστής Παπαγιώργης· και έγραψε επειδή διάβασε, αφού τα βιβλία γεννούν άλλα βιβλία – μας το είπε πρώτος ο Ντιντερό. Έγραψε για τα μεθύσια (Περί μέθης) και τους έρωτες (Ίμερος και κλινοπάλη), για τη βραδυγλωσσία και την αγοραφοβία του (Σύνδρομο αγοραφοβίας), για τη μνήμη (Περί μνήμης) και το θάνατο (Ζώντες και τεθνεώτες), για το γέλιο (Τα γελαστά ζώα), για τη συμπάθεια (Τα μυστικά της συμπάθειας) και τη μισανθρωπία (Η κόκκινη αλεπού), για την ελληνική επανάσταση και τα αμφιλεγόμενα πρόσωπα που αναδείχτηκαν μέσα στη δίνη της συγκρότησης του εθνικού κράτους (Τα καπάκια, Κανέλλος Δεληγιάννης, Εμμανουήλ Ξάνθος), για τον Παπαδιαμάντη (Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ) και τον Ντοστογιέφσκι, για την αιμοσταγή αριστεία του ομηρικού πολεμιστή (Η ομηρική μάχη) και τους φίλους (Γεια σου Ασημάκη, ένα βιβλίο για τον Χρήστο Βακαλόπουλο). Μετέφρασε επίσης πολύ – και τι δεν μετέφρασε: από τον Κίρκεργκωρ και τον Πασκάλ ώς τον Ρικαίρ και τον Ντερριντά και από τον Σαρτρ και τον Σιοράν ώς τον Φουκώ και τον Λεβινάς (φυσικά, παραλείπω πολλούς). Μάλλον χωρίς να το πολυευχαριστιέται, για βιοπορισμό. Έλεγε σχετικά σε μια συνέντευξή του στον Μισέλ Φάις:


Πιστεύω ότι η δουλειά του μεταφραστή δεν είναι δημιουργική. Αυτό που κάνει μπορεί να έχει πολιτισμικό αποτέλεσμα, διδακτικό ίσως, αλλά είναι δεύτερης εντάσεως, τρίτης. Είναι «νοικιασμένη συνείδηση», είναι άνθρωπος στέρφος –τις περισσότερες φορές– και συνήθως οι μέτριοι στρέφονται προς τις μεταφράσεις. Η μεταφραστική αποδοτικότητα, αν θέλεις, χρησιμεύει ως άλλοθι ανθρώπων που δεν έχουν προσωπικό λόγο και έργο.

Ο ψωμιζόμενος από τη μετάφραση, πάντως, Κωστής Παπαγιώργης, μόνο στέρφος δεν ήταν. Μη διστάζοντας να εκτεθεί μέσα από την αυτοβιογράφηση, κατάφερε να συμπέσει και με το έργο και με την εργασία του. Αυτοκατανόηση και συνάμα αυτοεπινόηση, ατομικό που εκβάλλει στο καθολικό, προσωπική έκφραση που αποβλέπει στη γενική ερμηνευτική κρυσταλλώθηκαν σ’ ένα ρηξικέλευθο αισθητικό εγχείρημα, σε μια θαυμαστή στιγμή ισορροπίας ανάμεσα στη φιλοσοφία και την λογοτεχνία.

Η ΑΤΙΜΟΝΕΥΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ
Ο μύθος που αρχίζει να υφαίνεται γύρω από το πρόσωπο του Παπαγιώργη (είμαστε, ως τόπος και σινάφι, μανούλες στη μυθοποίηση, πράγμα που αποκλείει τη νηφάλια αποτίμηση των έργων και οδηγεί στον καθαγιασμό των προσώπων, αδικώντας έτσι και το έργο και το πρόσωπο) προσπερνάει το μόχθο που συνεπαγόταν μια τέτοια παραγωγή (η οποία συμπληρωνόταν από την πυκνή επιφυλλιδογραφία του σε εφημερίδες και περιοδικά). Λες και η καθημερινότητα του συγγραφέα εξαντλούνταν στο γλεντοκόπημα και την κραιπάλη, λες και τα κείμενα γράφονταν με τον αυτόματο. Ένας τέτοιος μύθος αγνοεί τον κόπο που πρέπει να καταβάλει ένας αυτοδίδακτος (πτυχία και συναφή δεν τα επιδίωξε ο Παπαγιώργης) για να γίνει από μόνος του σχολείο και πανεπιστήμιο, αγνοεί τον παιδεμό στην «ατιμόνευτη» (δική του η λέξη) διαδρομή του προς την κατανόηση της φιλοσοφίας. Ένα απόσπασμα από τη συναγωγή κειμένων του, Σιαμαία και Ετεροθαλή, που πρωτοεκδόθηκε την ίδια χρονιά με το Περί μέθης (1980), είναι χαρακτηριστικό:

Με θλίψη θυμάμαι την εποχή που, ανερμάτιστος και γι’ αυτό θρασύς, έπιασα να διαβάσω το Είναι και Χρόνος. Δεν κατόρθωνα να αντιληφθώ γιατί λεγόταν αυτό ή το άλλο, ποια κρυφή σκέψη οδηγούσε τη διάταξη, γιατί γίνονταν νύξεις –στον Καντ ιδιαίτερα– που, επιγραμματικές και σύντομες, ήταν σκέτες σπαζοκεφαλιές, όπως άλλωστε δεν κατάφερνα σε κανένα σημείο να εξηγήσω αυτό που διάβαζα, να φέρω την παραμικρή αντίσταση. Κάθε φορά που το διάβασμα του βιβλίου με έκανε να ντρέπομαι για τη νοημοσύνη μου έτρεχα σε προηγούμενα έργα. Όσο για τώρα που προσανατολίζομαι στην ενδοχώρα του με κλειστά μάτια, βλέπω ότι χωρίς τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, χωρίς τον Ανσέλμο, τον Λάιμπνιτς και τον Καρτέσιο, χωρίς τον Καντ –της θεωρίας του σχηματισμού–, τον Χέγκελ (Λογικής και Φαινομενολογίας), χωρίς Νίτσε, Κίρκεργκωρ και Χούσερλ (Λογικών ερευνών, Ιδεών και Καρτεσιανών στοχασμών) δεν μπορεί να γίνει σοβαρή συζήτηση.
Μου βγήκε η πίστη για να διαβάσω αυτά τα έργα – όσο τα διάβασα. Δεν πέρασε μέρα να μην αναλογιστώ το πτωχός ειμί εγώ και εν κόποις εκ νεότητός μου. Χωρίς χάρτη σ’ αυτό το μακρύ οδοιπορικό βρήκα το δρόμο μέσα από αμέτρητες παρανοήσεις χωρίς να κερδίσω ουσιαστικά τίποτα.Πολυμαθίη νόον ου διδάσκει. Η φιλοσοφία δεν διδάσκεται, δεν μεταδίδεται, όπως το κολύμπι, η οδήγηση ή οι ιστορικές γνώσεις. Έχει να κάνει με καταγωγικές ροπές. Όλος ο ντόρος είναι για την ατόφια ικανότητα, εκείνη που κανείς δεν απόχτησε διαβάζοντας. Ο αληθινός στοχαστής, πρόσωπο αινιγματικό και απόμερο, είναι δέντρο που μπολιάστηκε με τα πάντα κι όμως έμεινε αυτός που ήταν. Ακόμα και για τον εαυτό του είναι γρίφος. Αυτός δεν συζητιέται.Συζητιέται αντίθετα εκείνος που ξέρει να συνεχίζει τη φρυκτωρία ανά τους αιώνες, αυτός που μπολιάζεται, βρίσκει τον εαυτό του μ’ αυτήν την μεταμόρφωση και συνειδητοποιεί ότι για να γραφτούν τα μεγάλα έργα, βοήθησαν πολλά χέρια. Η φιλοσοφία γράφεται με χίλια χέρια – κρατάει όμως τον γραφικό χαρακτήρα του καλύτερου. Όποιος μπορεί να νιώθει ελεύθερος μ’ αυτή την αλήθεια, θα βρει τρόπο να στεγαστεί στα βιβλία των άλλων και μάλιστα να νιώσει σπίτι του. Δεν εννοώ την παθητικότητα και το εμπόριο των νοημάτων, να γίνεται μια «νοικιασμένη συνείδηση» που αναφωνεί κάθε στιγμή Magisterdixit, αλλά αυτή την άξια επιχείρηση, που απλά λέγεται: κάνω αυτό που μπορώ. Όσο για τους ψευδοπροφήτες, αυτοί θα πιθηκίζουν πάντα τα ιδεώδη τους.
         
ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΙΑΣ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Πολλοί ήταν οι στοχαστές που μπόλιασαν τη σκέψη του Παπαγιώργη, αλλά νομίζω ότι εκείνος που τον επηρέασε περισσότερο, όχι μόνο ως πνευματικό κλίμα αλλά και ως ύφος, είναι ο «απόμαχος του παράδοξου και της πρόκλησης», ο «κουρασμένος εικονοκλάστης» Εμίλ Σιοράν. Ο Παπαγιώργης έλεγε ότι διασταυρώθηκαν σ’ ένα παρισινό παγκάκι, ενώ ο ίδιος διάβαζε κάποιο βιβλίο του, και ο Γαλλορουμάνος, κολακευμένος ή περίεργος, του έπιασε την κουβέντα. Si non e vero e ben trovato, γιατί ο Παπαγιώργης γνώριζε καλά τον Σιοράν, τον είχε μάλιστα μεταφράσει. Στο «φωταγωγημένο σκοτάδι» του φιλοσόφου, στην ανθρωπολογική του απαισιοδοξία , στη ριζική του αντίθεση προς όλες τις διαστάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας , αλλά και στην καχυποψία του απέναντι σε κάθε προσπάθεια ουσιαστικής και μακρόπνοης μεταλλαγής της, ο έλληνας στοχαστής αναγνωρίζει τον δικό του καημό. Ο μισάνθρωπος Σιοράν κληροδοτεί την απογοήτευσή του στον «υποψιασμένο» πια Παπαγιώργη, που διακρίνει στις ανομολόγητες, άνομες παρορμήσεις της ανθρώπινης ψυχής πιο σταθερές αλήθειες για τη φύση της. Δήλωσε κάποτε λοιπόν:

Ποτέ δεν πίστεψα ότι ένας άνθρωπος εννοεί πράγματι αυτό που λέει, ή ότι αισθάνεται πράγματι αυτό που αισθάνεται. Η συνείδηση δεν έχει ουδεμία σχέση με την ευθύτητα.

Ας μη μας αποθαρρύνει η πεσιμιστική ψυχρότητα μιας τέτοιας απόφανσης· ας μη σπεύσουμε να αναδιπλωθούμε. Αυτή η καταστατική απαισιοδοξία, αυτός ο ελαφρώς δογματικός αρνητισμός ενδέχεται να επικουρεί με πολλούς τρόπους τον στοχασμό: ο ριζικά κριτικός λόγος βοηθάει να συλλάβουμε τα αδιέξοδα της ανθρωπολογικής αισιοδοξίας της νεωτερικής και ουτοπικής σκέψης (« ο άνθρωπος είναι ένα καλό και λογικό όν») η οποία αγνοεί τη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου. Η κοσμιότητα, η λεπτότητα, η αβροφροσύνη, η γενναιοδωρία, η προσφορά είναι προσωπεία. Πίσω από κάθε θετικότητα κρύβεται η ευτέλεια, η οπισθοβουλία, το κακό – η μόνη αλήθεια της ανθρώπινης κατάστασης. Η πραγματικότητα αποκαλύπτει και γελοιοποιεί όσους υπερασπίζονται την πίστη στον άνθρωπο, την αγάπη για τον πλησίον, την ελπίδα για το ανθρώπινο γένος. Το ανθρωπομάνι «βυζαίνει το εφήμερο με κατάκλειστα μάτια», τρέμει «το φυλλορόισμα του ημερολογίου σαν την έλευση του μεγάλου Κριτή», ξεπέφτει γρήγορα στην «αλληλοπεριφρόνηση και στην ανάλγητη μισανθρωπία». Όμως αυτό είναι ο άνθρωπος. «Ηχεί αλλόκοτα και προκλητικά για την ορθοδοξία των ιδεών, αλλά η μισανθρωπία καταντά να είναι ο μόνος εφικτός τρόπος “συμφιλίωσης” με τους ανθρώπους», γράφει ο Παπαγιώργης, επικαλούμενος τον γάλλο γνωμικογράφο Νικολά Σαμφόρ: «όποιος στα σαράντα του δεν είναι μισάνθρωπος, δεν αγάπησε ποτέ τους ανθρώπους».
Μισάνθρωπος που ξέρει ν’ αγαπά, «σκουντούφλης άνθρωπος» που δαπανήθηκε μέσα στη φιλία, ο Παπαγιώργης απείχε συνειδητά από τη νεοελληνική κάστα των γραμμάτων που γλωσσοδέρνεται και περιαρπάζεται, που καταφεύγει στην καταλαλιά, στους «ορθοφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωρους» τρόπους. Δύσκολος, δύσπιστος, επιφυλακτικός και απαιτητικός, θύμιζε τον ανθρώπινο εκείνο τύπο που περιγράφει σ' ένα κείμενό του: «Αν κατά μία έννοια οι άνθρωποι θυμίζουν σπίτια, αυτός δεν ήταν χτισμένος πάνω στον δρόμο, να ανοίγει σε όποιον κρούει τα παραθυρόφυλλα, αλλά σπίτι χτισμένο στο βάθος του κήπου, που το σκέφτεσαι λίγο πριν πατήσεις το κατώφλι». Αλλά βέβαια, άνευ κοινωνίας άνθρωπος δεν νοείται:

Δεν νοείται ομιλία χωρίς αποδέχτη, καθότι η κοινωνία συνιστά όμιλο (ομάδα ομιλούντων), συνεργασία (ο ένας προσφέρει ψωμί, ο άλλος τα όπλα και ο τρίτος τη διοίκηση) και φυσικά συνύπαρξη. Οπότε μπορούμε να διερωτηθούμε: τι νόημα έχει ο απόλυτος ιδιωτικός βίος; Ακόμα και ο κυνικός μόνο στην αγορά τοποθετεί το πιθάρι του. Για να ζήσει έχει ανάγκη τα μάτια των άλλων. Από την άλλη μεριά, ο άνθρωπος που προσφέρει τα πάντα στην κοινότητα και δεν κρατάει τίποτε για τον εαυτό του αντιμετωπίζει το ίδιο οξύμωρο: μπορεί να ζει μόνο ως συμπλήρωμα της ζωής των άλλων. Αυτό και μόνο δεν έχει αντιγυρίσματα, αναγνώριση, αποδοχή;
Ο Χέγκελ αποκάλεσε «αμοιβαία απάτη» αυτό το δίπολο, με την πεποίθηση βέβαια ότι τόσο ο κεντρομόλος βίος όσο και ο φυγόκεντρος οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα. Με την όποια δραστηριότητά του ο αρνητής της κοινότητας την ωφελεί, έστω και κατά παράβαση των προθέσεών του. Επάλληλα, ο αφοσιωμένος επίκουρος της κοινότητας, προσφέροντας ανυστερόβουλα τον εαυτό του, τελικά τον ωφελεί διότι αναγνωρίζεται ως απαραίτητος, ως πυλώνας του κοινωνικού βίου.
Κατά συνέπεια η «απάτη», η οποία όντως υπάρχει και είναι λειτουργικότατη, αφορά μια παιδική σχεδόν αυταπάτη για τη διαχείριση του εγώ μέσα στην κοινωνία. Υπάρχει ο άνθρωπος που ζει φορώντας γάντια, που κυκλοφορεί μασκοφόρος, που μετέχει στην κοινωνική φάρσα κατά συνθήκη, πιστεύοντας ακράδαντα ότι η αληθινή του ζωή άρχεται μόλις κλείσει την κοινωνία εκτός οίκου. Περίεργη αυταπάτη βέβαια, καθότι σε ό,τι τον περιβάλλει υπάρχει η υπογραφή των άλλων (σπίτι, ενδύματα, τρόφιμα, τσιγάρα, καταπότια, μιντιακά μηνύματα είναι πλασμένα από ξένα χέρια). Στεγανός ατομικός κόσμος δεν νοείται. Και μόνο η υποψία ότι το μακρύ χέρι των άλλων τον αγγίζει ανά πάσα στιγμή φέρνει τρέλα στον μανιακό ατομοκεντριστή. Ούτε δέχεται βέβαια να αναλογιστεί ότι το εγώ του είναι κοινωνικό πλάσμα, επιφαινόμενο μιας κοινωνικής υπόστασης που κάποτε την παρίσταναν σαν έναν τερατώδη εκατόγχειρα (με μύρια κεφάλια, χέρια και πόδια). Αργά ή γρήγορα, αμφότερες οι στάσεις εξαναγκάζονται να παραδεχτούν ότι το πρωταρχικό είναι το κοινωνικό – αυτή είναι η μήτρα που ζωοποιεί τόσο το εγώ όσο και το εμείς, οι προθέσεις έχουν δευτερεύουσα σημασία, το πρωτεύον είναι η συνύπαρξη, που επειδή εμφανίζεται απρόσωπη, είναι πανίσχυρη.


Το «συνυπάρχειν», πάντως, για τον Κωστή Παπαγιώργη, εκδηλωνόταν μέσα στις παρέες, στην απαράβατη κανονικότητα των συναντήσεων, στη συνομιλία. «Στις παρέες τα έμαθα όλα, εκεί αποκτάς πείρα και μυαλό», έλεγε. Κι ίσως αυτή η προσήλωση στο ιδεώδες της παρέας (ιδεώδες που καταλύει τις μισανθρωπικές εμμονές), να σχετίζεται με την έμφαση στη σημασία των «μικρών κοινοτήτων» που δεν αφήνουν περιθώρια «για επικίνδυνες περιπλανήσεις μιας ξεμοναχιασμένης συνείδησης, από τις οποίες τόσα και τόσα τράβηξε ο ίδιος», όπως έγραψε κάποτε ο Δημοσθένης Κούρτοβικ. Γιατί τον Παπαγιώργη τον απασχόλησε πολύ το ζήτημα του παραδοσιακού ιθαγενούς κοινοτισμού και του καλόγνωμου ήθους του· προσβεβλημένος από την απαξίωση προς κάθε τι επιχώριο και τον διάχυτο θαυμασμό για οτιδήποτε οθνείο (κυρίαρχη συνθήκη στην πορεία της συγκρότησης του έθνους-κράτους), καταφέρθηκε με δριμύτητα ενάντια στο σύγχρονο ελληνικό κράτος που από το δυτικό παράδειγμα κρατάει μόνο την επίφαση, καταντώντας κακέκτυπο και συνάμα καρικατούρα αυτού που θέλησε, αλλά δεν κατάφερε (λόγω ιδιοσυστασίας;) να μιμηθεί.
Αλλά δεν είναι οι ιδέες περί «αυτοχθονισμού» αυτό που κύρια ορίζει τη σκέψη του Παπαγιώργη, ούτε ο βασανιστικός μετεωρισμός του ανάμεσα στο εκσυγχρονιστικό και το παραδοσιοκρατικό ιδεολόγημα, ο οποίος, προϊόντος του χρόνου, φάνηκε να σταθεροποιείται στον δεύτερο πόλο. Είναι ότι μας πρόσφερε ένα οδόσημο προς την κατεύθυνση αυτού που είμαστε και όχι εκείνου που θέλουμε να είμαστε βιάζοντας τον εαυτό μας. Και ότι μας χάρισε τη μοναδική ευκαιρία να ξαναζήσουμε, μαζί του, αναγνώστες και συγγραφέας, το “όμοιέ μου, αδελφέ μου” του Μπωντλαίρ.
                  
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ
(οι εκδόσεις που κυκλοφορούν)
Υπεραστικά, Καστανιώτη, 2014, 408 σελ.
Περί μνήμης, Καστανιώτη, 2008, 335 σελ.
Περί μέθης, 10η έκδ., Καστανιώτη, 2008, 174 σελ.
Προσωπογραφίες, Κωστής Παπαγιώργης, Πέτρος Τατσόπουλος (κείμενα), Αχιλλέας Χρηστίδης (ζωγραφική), Καστανιώτη, 2007, 445 σελ.
Τρία μουστάκια: Ψιχία μηδενισμού, Καστανιώτη, 2006, 197 σελ.
Εμμανουήλ Ξάνθος: Ο Φιλικός, Καστανιώτη, 2005, 277 σελ.
Τα γελαστά ζώα, Καστανιώτη, 2004, 225 σελ.
Τα καπάκια: Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Καστανιώτη, 2003, 290 σελ.
Κανέλλος Δεληγιάννης, Καστανιώτη, 2002, 350 σελ.
Ο Χέγκελ και η γερμανική επανάσταση, Καστανιώτη, 2000, 185 σελ.
Σύνδρομο αγοραφοβίας, Καστανιώτη, 1998, 227 σελ.
Η κόκκινη αλεπού. Οι ξυλοδαρμοί: Μισανθρωπίας προλεγόμενα, Καστανιώτη, 1998, 293 σελ.
Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ, Καστανιώτη, 1997, 216 σελ.
Ίμερος και κλινοπάλη: Το πάθος της ζηλοτυπίας, Καστανιώτη, 1996, 139 σελ.
Λάδια ξίδια, Καστανιώτη, 1996, 208 σελ.
Ζώντες και τεθνεώτες, Καστανιώτη, 1995, 117 σελ.
Σωκράτης, ο νομοθέτης που αυτοκτονεί: Μια πολιτική ανάγνωση του πλατωνικού έργου του, Καστανιώτη, 1995, 174 σελ.
Γεια σου, Ασημάκη, Καστανιώτη, 1994, 159 σελ. (περιέχει, ως επίμετρο, το ποίημα του Ηλία Λάγιου «Πικρό και λίγο δάκρυ για τον Χρήστο Βακαλόπουλο»)
Μυστικά της συμπάθειας, Καστανιώτη, 1994, 212 σελ.
Η ομηρική μάχη, Καστανιώτη, 1993, 318 σελ.
Ντοστογιέφσκι, Καστανιώτη, 1990, 385 σελ.
Σιαμαία και ετεροθαλή, Καστανιώτη, 1990, 188 σε