Πηγή: http://alonakitispoiisis.blogspot.com/2013/01/blog-post_3932.html
OCTAVIO PAZ
ΜΟΥΤΡΑ
Σαν μια μητέρα που πολύ αγαπάει, μητέρα τρομερή που πνίγει,
σαν λέαινα εξόχως σιωπηλή και αυθεντικώς ηλιακή,
σαν ένα κύμα που μόνο του είναι όλη η θάλασσα
έφτασ’ αθόρυβα, και στον καθένα μας τη θέση της επήρε σάμπως βασιλιάς,
και οι γυάλινες ημέρες έλυωσαν και σε κάθε στήθος τώρα πια οικοδομείται
θρόνος ακανθών και ανθράκων
και η επικράτειά του είναι ένας επίσημος λόξυγκας, μια συντεθλιμμένη
αναπνοή θεών και ζώων με μάτια διεσταλμένα,
και στόματα γεμάτα έντομα ζέοντα που προφέρουν την ίδια συλλαβή μέρα
και νύχτα, μέρα και νύχτα.
Καλοκαίρι, στόμα αχανές, φωνήεν φτιαγμένο με αχνούς και λαχανιάσματα!
Τούτη η μέρα η πληγωμένη του θανάτου που έρπει κατά μήκος του χρόνου
δίχως ποτέ να φτάνει να πεθάνει,
και η μέρα η επόμενη που ήδη σκαλίζει την ουδέτερη χώρα του όρθρου,
και οι άλλες που περιμένουν την ώρα τους στους στάβλους μέσα τους
τεράστιους του έτους,
τούτη η μέρα και τα τέσσερα κουτάβια της, το πρωί με την κρυστάλλινη
ουρά του και το μεσημέρι το μονόφθαλμο,
το μεσημέρι που το ρούφηξε το φως του, θρονιασμένο για τα καλά στο
μεγαλείο του,
το βράδυ πλούσιο σε πουλιά και η νύχτα με τα ολόλαμπρά της άστρα
οπλισμένα και όντας στα μαχαίρια με ό,τι είναι ακραιφνώς λευκό,
τούτη η μέρα και οι παρουσίες που αίρει ή καθαιρεί ο ήλιος με ένα εκεί
των φτερών του απλό άνοιγμα:
το κορίτσι που βγαίνει στο δρόμο και είναι ρυάκι ήρεμης δροσιάς,
ο ζητιάνος που σηκώνεται σαν κοκαλιάρα προσευχή, σωρός σκουπιδιών
και ένρινων ασμάτων,
οι κόκκινες βουκαμβίλιες μαύρες απ’ το σκοτεινό τού κόκκινου,
μαυρισμένες απ’ το τόσο μαζεμένο ολόγυρα γαλάζιο,
οι γυναίκες χτίστριες που κουβαλάνε μια πέτρα στο κεφάλι σαν να
σηκώνουνε σβησμένον ήλιο,
η πεντάμορφη μες στη σπηλιά της με τους σταλακτίτες και ο ήχος
απ’ τα βραχιόλια της με τους σκορπιούς,
ο άντρας σκεπασμένος με τέφρα που λατρεύει τον φαλλό, στις κοπριές
και στο νερό,
οι μουσικοί που ξεριζώνουν σπίθες απ’ τη ροδαυγή και κάνουνε να
πέφτει πάνω στα χώματα η αέρινη του χορού τρικυμία,
το κολάρο των σπινθήρων, οι ηλεκτρικές γιρλάντες στην ισορροπία
του μεσονυκτίου,
τα άυπνα παιδάκια που ξεψειρίζουνε το φως του φεγγαριού,
οι πατεράδες και οι μανάδες με τα οικογενειακά τους κοπάδια και τα
κτήνη τους τα κοιμώμενα και με απολιθωμένους όλους τους θεούς
τους εδώ και χίλια χρόνια,
οι πεταλούδες, τα γεράκια, τα ερπετά, οι πίθηκοι, οι αγελάδες, τα έντομα
που μοιάζουν παραλήρημα,
όλη τούτη η μακριά ημέρα, με το φοβερό φορτίο της από όντα και
πράγματα, που εξωκέλλει αργά-αργά στον χρόνο τον ακίνητο.
Όλοι μας πέφτουμε με την ημέρα, όλοι μας μπαίνουμε στο τούνελ,
διασχίζουμε ατέλειωτους διαδρόμους, και οι τοίχοι τους από στερεόν
φτιαγμένοι αέρα κλείνουνε πίσω μας,
έγκλειστοι στον εαυτό μας, και σε κάθε βήμα το ανθρώπινο ζώο
αγκομαχεί και πέφτει πίστομα,
πέφτουμε ανάσκελα, πάμε κατά πίσω, το ζώο χάνει μέλλον σε
κάθε του βήμα,
και ό,τι ορθωμένο και σκληρό και οστεώδες μέσα μας υποχωρεί στο
τέλος πέφτοντας με όλο του το βάρος μέσα στη μητέρα χοάνη.
εντός μου συνωστίζομαι, στον ίδιο μου εντός τον εαυτό πιέζω τον
εαυτό μου, και όπως συνωστίζομαι, έτσι και ξεχειλίζω,
εκτείνομαι και απλώνομαι, γεμίζοντας και χύνοντας ό,τι είναι πλήρες,
δεν υπάρχει ίλιγγος ούτε καθρέφτης ούτε ναυτία φάτσα στον καθρέφτη,
δεν υπάρχει πτώση,
μόνο μια υπόσταση, υπόσταση ξέχειλη, γεμάτη ώς πάνω-πάνω,
υπόσταση άθυρμα:
όχι σαν τόξο που καμπυλώνεται και γίνεται διπλό το βέλος να τινάξει
και να βρει τον στόχο ακριβώς στο κέντρο του,
ούτε σαν το στήθος που το περιμένει και όπου η προσδοκία έχει κιόλας
σχεδιάσει την πληγή,
ούτε συγκεντρωμένοι ούτε εν εκστάσει διατελούντες, αλλά,
σκαλί-σκαλί κατρακυλώντας και χύνοντας νερά, γυρνάμε πίσω
και ξανά στις απαρχές.
Και το κεφάλι γέρνει πέφτοντας στο στήθος πάνω και το σώμα πέφτει
πάνω στο σώμα χωρίς να συναντάει το τέρμα του, το σώμα το ύστατο.
Όχι, άδραξε την έσχατη εικόνα: αγκυροβόλησε το ον και φύτεψ’ το
στο βράχο, του κεραυνού κρηπίδα κάν’ το!
Υπάρχουν πέτρες που δεν υποχωρούν, πέτρες φτιαγμένες από χρόνο,
χρόνος φτιαγμένος από πέτρα, αιώνες που είναι κίονες,
Κονγκρέσα που ψέλνουν ύμνους πέτρινους,
πίδακες αχάτινοι, κήποι οψιδιανοί, πύργοι μαρμάρινοι, κάλλος
ύπατο οπλισμένο, αντίπαλο στον χρόνο.
Μια μέρα βούρτσισε απ’ το χέρι μου όλο τούτο το κατορθωμένο κλέος.
Αλλά και οι πέτρες έχασαν τη βάση τους, και οι πέτρες, ναι, ακόμα και
αυτές οι πέτρες είναι εικόνες,
και πέφτουν και σκορπίζονται και συγχέονται και κυλάνε με τον
ποταμό που ρέει αενάως.
Οι πέτρες συνιστούν και αυτές ό,τι είναι ο ποταμός.
Πού είναι ο άνθρωπος, αυτός που χορηγεί ζωή στις πέτρες των νεκρών,
αυτός που κάνει να μιλούν και πέτρες και νεκροί;
Της πέτρας τα θεμέλια και της μουσικής,
το εργαστήριο κατόπτρων του λόγου και το κάστρο πυρός του ποιήματος
δένουν τις ρίζες τους στο στήθος μέσα του ανθρώπου, ακουμπάν στο
μέτωπό του: αυτός τα κρατάει, και μάλιστα με το χέρι του μόνο.
Κάτω απ’ τον κρυστάλλινο θώρακα του βράχου αναζήτησα κι εγώ
τον άνθρωπο, επήγα ψηλαφώντας για να βρω το αδιόρατο άνοιγμα:
γεννιόμαστε, και της καρδιάς ο σπαραγμός είναι έν’ απλό γρατζούνισμα,
και ποτέ δεν γιατρεύεται, και καίει, και είναι έν’ αστέρι που πάντα
σπαταλάει το ίδιο του το φως,
ποτέ δεν κλείνει η μικρούλα αυτή πληγή και ποτέ δεν σβήνει το σημάδι
του αίματος, κι από τούτη εδώ την πύλη κατεβαίνουμε
στο σκότος άπαντες.
Και ο άνθρωπος ακόμα ρέει, και ο άνθρωπος ακόμα πέφτει, και είναι
και αυτός μια εικόνα που εξαφανίζεται, που σβήνει.
Δεξαμενές ληθάργου, φύκια θημωνιές, καταρράχτες μελισσών πάνω
από μισόκλειστα μάτια,
πανδαισία άμμων, ώρες μασημένες, εικόνες μασημένες, ζωή μασημένη
αιώνες,
χωρίς κάποιαν άλλη ύπαρξη πάρεξ την εκστατική εκείνη σύγχυση που
διαπλέει τα κοιμώμενα ύδατα,
νερό ματιών, νερό στομάτων, νερό γαμήλιο βαφτισμένο στον διαλογισμό,
νερό αιμομικτικό,
νερό θεών, θεών συνουσία, νερό άστρων και ερπετών, δάση νερού
σωμάτων κεκαυμένων,
κάλλος της πληρότητας, της πλησμονής που ξεχειλίζει εντός του, δεν
είμαστε, δεν θέλω να είμαι
Θεός, δεν θέλω να με βρίσκουν ψάχνοντας ψηλαφητά, δεν θέλω να
επιστρέψω πουθενά, είμαι άνθρωπος, και ο άνθρωπος είναι
ο άνθρωπος, όποιος πήδηξε στο κενό και τίποτα πια δεν τον κρατάει
παρά μόνο τα φτερά του,
όποιος έφυγε απ’ τη μάνα του, ο εξορισθείς, ο άρριζος, ο δίχως ουρανό
και γη, ο δίχως γέφυρα, τόξο
τανυσμένο πάνω από το τίποτα, ο δεμένος με τον ίδιο του τον εαυτό και
ο που εν τούτοις στα δύο εσχίσθηκε από τότε που γεννήθηκε, παλεύοντας
ενάντια στον ίσκιο του, πάντα τρέχοντας ξοπίσω του, αδέξιος,
εξαντλημένος, χωρίς ποτέ να φτάνει ίσαμε τον εαυτό του,
ο καταδικασμένος από την ώρα που γεννήθηκε, διυλιστής του χρόνου,
βασιλιάς του εαυτού του, γιός των έργων του.
Εκσφενδονίζονται οι έσχατες εικόνες, και ο ποταμός ο μαύρος
πλημμυρίζει ολομεμιάς τη συνείδηση.
Η νύχτα διπλώνει τη μέση της, υποχωρεί η ψυχή, πέφτουν αρμαθιές
ωρών συγκεχυμένων, πέφτει ο άνθρωπος
σαν άστρο, πέφτουν αρμαθιές αστέρων, σαν τον υπερώριμο καρπό
πέφτει, καταρρέει ο κόσμος και όλοι οι ήλιοι του.
Στο μέτωπό μου όμως αγρυπνούν η εφηβεία και οι εικόνες της, ο μόνος
θησαυρός που δεν εχαραμίστηκε:
Πλοία πυρπολημένα σε θάλασσες που δεν έχουνε ακόμη όνομα, και κάθε
κύμα έρχεται και δέρνει τη μνήμη με αναμνήσεων θύελλες
(γλυκό νερό στις στέρνες των νησιών, το γλυκό νερό των γυναικών, και οι
φωνές τους να ηχούν τη νύχτα σαν πολλά ρυάκια που ενώνονται μαζί,
η θέαινα των πράσινων ματιών και των ανθρωπείων λόγων που φύτεψε
στα στήθη μας τις λογικές της σαν ωραία λιτανεία με ακόντια,
ο ήρεμος αναστοχασμός κοιτάζοντας μια σφαίρα γυάλινη που την κατάπιε
ο εαυτός της σαν άγανο σταχυού, πλην όμως αδύνατη, τέλεια, επαρκής,
ο στοχασμός των αριθμών που ενώνονται σαν νότες ή σαν εραστές,
το σύμπαν όκωσπερ τόξου και λύρης και η γεωμετρία νικήτρια θεών, η
μόνη κατοικία που αρμόζει στον άνθρωπο!)
και η πόλη με τα τείχη τα ψηλά που αστραποβολάει στον κάμπο ώσπερ
αδάμας που τα λοίσθια πνέει
και οι κατεδαφισμένοι πυργίσκοι και ο υπερασπιστής βιγλάτορας στη γη
και στις αχνίζουσες αίθουσες ο βασιλικός θησαυρός των γυναικών
και το επιτάφιο του ήρωα που κόλλησε στο λαιμό του φαραγγιού σαν
αμφίστομη σπάθη
και το ποίημα που σηκώνεται και σκεπάζει και με τα δυό του τα φτερά
την αγκαλιά της νύχτας και της μέρας
και το δέντρο του εκφερόμενου λόγου φυτεμένο ανδροπρεπώς στη
μέση της πλατείας
και η δικαιοσύνη στον ελεύθερον αέρα ενός λαού που ζυγίζει κάθε
πράξη στο καντάρι μιας ψυχής ευαίσθητης στο βάρος του φωτός,
πράξεις, πυρές πανύψηλες που άναψε και καίει η ιστορία!
Κάτω απ’ τα μαύρα ερείπιά της καθεύδει η αλήθεια η οικοδομήσασα τα
έργα: ο άνθρωπος είναι άνθρωπος όντας μόνον μεταξύ ανθρώπων.
Βυθίζω το χέρι μου και πιάνω τον πυρακτωμένο σπόρο και το φυτό στη
δική μου ουσία: πρέπει να ανεβεί και να μεγαλώσει μια ημέρα.
Δελχί 1952
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ
OCTAVIO PAZ
ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ
Γαλήνιο
εν τω μέσω της νυκτός
όχι των αιώνων έρμαιο
όχι ξαπλωμένο
καρφωμένο
σαν έμμονη ιδέα
στο κέντρο της πυράκτωσης
το Δελχί
Συλλαβές δύο πανύψηλες
από άμμους κυκλωμένες και αγρυπνία
Κι εγώ με φωνή χαμηλή τις προφέρω
Τίποτα δεν κινείται
κι εν τούτοις
κάτι αβγατίζει
Είναι το καλοκαίρι
παλίρροια που ολονέν φουσκώνει
Του χθαμαλού ουρανού ακούω τη δόνηση
πάνω από τις πεδιάδες που ’χουνε πέσει σε λήθαργο
Τεράστιες μάζες αισχροί σωροί
σύννεφα πλήρη εντόμων
κάνουνε λυώμα
ντάνες και ντάνες αναποφάσιστων νάνων
(Αύριο θά ’χουν όνομα
ψηλά θα γίνουνε σπίτια
αύριο θα είναι δέντρα)
Τίποτα δεν κινείται
η ώρα είναι μεγαλύτερη
κι εγώ πιο μόνος
καρφωμένος
στου στροβίλου το κέντρο
Απλώνω το χέρι μου
κι ο αέρας γίνεται σώμα σαν σπόγγος
όν σύμμεικτο απρόσωπο
με τους αγκώνες του σκυμμένο στο μπαλκόνι
Βλέπω
(Μη σκύβεις,
όταν είσαι μόνος, στα κάγκελα,
λέει ο κινέζος ποιητής)
Δεν είναι το ύψος ούτε η νύχτα και το φεγγάρι της
δεν είναι των ονείρων το άπειρο εν όψει
είναι η μνήμη και όλοι της οι ίλιγγοι
Ό,τι βλέπω
ό,τι γυρίζει
είναι οι παγίδες οι φάκες
πιο πίσω δεν υπάρχει απολύτως τίποτα
είναι οι ημερομηνίες και η ανεμοζάλη τους
(Οστέινος θρόνος
θρόνος της μεσημβρίας
εκείνο το νησί
Στον λιονταρίσιο του γκρεμό
για μια στιγμή μονάχα είδα την αληθινή ζωή
Είχε την όψη του θανάτου
και πρόσωπο είταν το ίδιο
διαλυμένο
στης ίδιας θάλασσας επάνω τον σπιθάτο αφρό)
Ό,τι έζησες εσύ έρχεται τώρα και σε ξεζεί εκείνο
δεν είσαι εκεί
εδώ
είμαι εδώ
στις απαρχές μου
Δεν αρνούμαι τον εαυτό μου
τον στηρίζω
Σκυμμένος στο μπαλκόνι
βλέπω
τεράστια σύννεφα και μια φέτα της σελήνης
αυτήν που φαίνεται από ’δώ
σπίτια κόσμο
το πραγματικό παρόν
νικημένο από την ώρα
αυτό που είναι εδώ
αόρατο
τον ορίζοντά μου
Αν είναι αρχή τούτη η αρχή
δεν αρχίζει μ’ εμένα
εγώ αρχίζω με αυτήν
σε αυτήν διαιωνίζομαι
Σκυμμένος στο μπαλκόνι
βλέπω
ετούτα τα πέρατα τα τόσο μα τόσο διπλανά μου
Δεν ξέρω πώς να τα ονομάσω να τα πω
αν και σωστά τα συλλαμβάνω μες στον νού μου
Η νύχτα που πάει για φούντο
η πόλη σα βουνό πεσμένο
άσπρα φώτα γαλάζια κίτρινα
αιφνίδιοι φάροι φανοί τοίχοι του ονείδους
και τα τρομερά τα τσούρμα
οι στοίβες ανθρώπων και κτηνών στο χώμα
και η σύγχυση των μπερδεμένων τους ονείρων
Παλαιό Δελχί βρομερό Δελχί
σοκάκια και πλατεΐτσες και τεμένη
σαν κορμί μαχαιρωμένο
σαν θαμμένος κήπος
Εδώ και αιώνες βρέχει μόνο σκόνη
το πανωφόρι σου είναι ο κουρνιαχτός
το προσκέφαλό σου ένα τσακισμένο τούβλο
Σ’ ένα συκόφυλλο
τρως τ’ αποφάγια των θεών σου
οι ναοί σου είναι μπουρδέλα ανιάτων
σ’ έχουνε σκεπάσει μυρμήγκια
μαντρί έρημο
μαυσωλείο συλημένο
είσαι πόλη γυμνή
σαν λείψανο βεβηλωμένο
σου πήραν τα στολίδια και το σάβανο
Είσουν σκεπασμένη με ποιήματα
όλο το κορμί σου είτανε γραφή
θυμήσου
διάσωσε τη λέξη
είσαι όμορφη
ξέρεις να μιλάς να τραγουδάς να χορεύεις
Δελχί
δύο πύργοι
φυτεμένοι βαθιά στην πεδιάδα
συλλαβές δύο πανύψηλες
Με φωνή χαμηλή τις προφέρω
σκυμμένος στο μπαλκόνι
καρφωμένος
όχι στο χώμα
στον ίλιγγό σου
στο κέντρο της πυράκτωσης
Είμουν εκεί
δεν ξέρω πού
Είμαι εδώ
δεν ξέρω πού είναι εκεί όπου είμαι
Όχι η γη
ο χρόνος
με κρατάει στ’ άδεια του χέρια
Νύχτα και σελήνη
ταξίδια των σύννεφων
ρίγος των δέντρων
απορία του διαστήματος
άπειρο και βία στον αέρα
εξοργισμένη σκόνη που ξυπνά αφυπνίζεται
ανάβουν φώτα στο αεροδρόμιο
φωνές τραγουδούν απ’ το Κόκκινο Κάστρο
Μάκρη
βήματα ξένου ήχου που σβήστηκε
πάνω σε τούτη την εύθραυστη γέφυρα από λέξεις
Η ώρα με σηκώνει
ο χρόνος διακατέχεται από δίψα σαρκώσεως
Κάπου πιο πέρα από εμένα
προσδοκώ εγώ την έλευσή μου
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.