Σάββατο 11 Απριλίου 2015

ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΣ: ΜΟΥΤΡΑ

Πηγή:  http://alonakitispoiisis.blogspot.com/2013/01/blog-post_3932.html




OCTAVIO PAZ


ΜΟΥΤΡΑ

Σαν μια μητέρα που πολύ αγαπάει, μητέρα τρομερή που πνίγει,
σαν λέαινα εξόχως σιωπηλή και αυθεντικώς ηλιακή,
σαν ένα κύμα που μόνο του είναι όλη η θάλασσα
έφτασ’ αθόρυβα, και στον καθένα μας τη θέση της επήρε σάμπως βασιλιάς,
και οι γυάλινες ημέρες έλυωσαν και σε κάθε στήθος τώρα πια οικοδομείται
  θρόνος ακανθών και ανθράκων
και η επικράτειά του είναι ένας επίσημος λόξυγκας, μια συντεθλιμμένη
  αναπνοή θεών και ζώων με μάτια διεσταλμένα,
και στόματα γεμάτα έντομα ζέοντα που προφέρουν την ίδια συλλαβή μέρα
  και νύχτα, μέρα και νύχτα.
Καλοκαίρι, στόμα αχανές, φωνήεν φτιαγμένο με αχνούς και λαχανιάσματα!

Τούτη η μέρα η πληγωμένη του θανάτου που έρπει κατά μήκος του χρόνου
  δίχως ποτέ να φτάνει να πεθάνει,
και η μέρα η επόμενη που ήδη σκαλίζει την ουδέτερη χώρα του όρθρου,
και οι άλλες που περιμένουν την ώρα τους στους στάβλους μέσα τους
  τεράστιους του έτους,
τούτη η μέρα και τα τέσσερα κουτάβια της, το πρωί με την κρυστάλλινη
  ουρά του και το μεσημέρι το μονόφθαλμο,
το μεσημέρι που το ρούφηξε το φως του, θρονιασμένο για τα καλά στο
  μεγαλείο του,
το βράδυ πλούσιο σε πουλιά και η νύχτα με τα ολόλαμπρά της άστρα
  οπλισμένα και όντας στα μαχαίρια με ό,τι είναι ακραιφνώς λευκό,
τούτη η μέρα και οι παρουσίες που αίρει ή καθαιρεί ο ήλιος με ένα εκεί
  των φτερών του απλό άνοιγμα:
το κορίτσι που βγαίνει στο δρόμο και είναι ρυάκι ήρεμης δροσιάς,
ο ζητιάνος που σηκώνεται σαν κοκαλιάρα προσευχή, σωρός σκουπιδιών
  και ένρινων ασμάτων,
οι κόκκινες βουκαμβίλιες μαύρες απ’ το σκοτεινό τού κόκκινου,
  μαυρισμένες απ’ το τόσο μαζεμένο ολόγυρα γαλάζιο,
οι γυναίκες χτίστριες που κουβαλάνε μια πέτρα στο κεφάλι σαν να
  σηκώνουνε σβησμένον ήλιο,
η πεντάμορφη μες στη σπηλιά της με τους σταλακτίτες και ο ήχος
  απ’ τα βραχιόλια της με τους σκορπιούς,
ο άντρας σκεπασμένος με τέφρα που λατρεύει τον φαλλό, στις κοπριές
  και στο νερό,
οι μουσικοί που ξεριζώνουν σπίθες απ’ τη ροδαυγή και κάνουνε να
  πέφτει πάνω στα χώματα η αέρινη του χορού τρικυμία,
το κολάρο των σπινθήρων, οι ηλεκτρικές γιρλάντες στην ισορροπία
  του μεσονυκτίου,
τα άυπνα παιδάκια που ξεψειρίζουνε το φως του φεγγαριού,
οι πατεράδες και οι μανάδες με τα οικογενειακά τους κοπάδια και τα
  κτήνη τους τα κοιμώμενα και με απολιθωμένους όλους τους θεούς
  τους εδώ και χίλια χρόνια,
οι πεταλούδες, τα γεράκια, τα ερπετά, οι πίθηκοι, οι αγελάδες, τα έντομα
  που μοιάζουν παραλήρημα,
όλη τούτη η μακριά ημέρα, με το φοβερό φορτίο της από όντα και
  πράγματα, που εξωκέλλει αργά-αργά στον χρόνο τον ακίνητο.

Όλοι μας πέφτουμε με την ημέρα, όλοι μας μπαίνουμε στο τούνελ,
διασχίζουμε ατέλειωτους διαδρόμους, και οι τοίχοι τους από στερεόν
  φτιαγμένοι αέρα κλείνουνε πίσω μας,
έγκλειστοι στον εαυτό μας, και σε κάθε βήμα το ανθρώπινο ζώο
  αγκομαχεί και πέφτει πίστομα,
πέφτουμε ανάσκελα, πάμε κατά πίσω, το ζώο χάνει μέλλον σε
  κάθε του βήμα,
και ό,τι ορθωμένο και σκληρό και οστεώδες μέσα μας υποχωρεί στο
  τέλος πέφτοντας με όλο του το βάρος μέσα στη μητέρα χοάνη.
εντός μου συνωστίζομαι, στον ίδιο μου εντός τον εαυτό πιέζω τον
   εαυτό μου, και όπως συνωστίζομαι, έτσι και ξεχειλίζω,
εκτείνομαι και απλώνομαι, γεμίζοντας και χύνοντας ό,τι είναι πλήρες,
δεν υπάρχει ίλιγγος ούτε καθρέφτης ούτε ναυτία φάτσα στον καθρέφτη,
  δεν υπάρχει πτώση,
μόνο μια υπόσταση, υπόσταση ξέχειλη, γεμάτη ώς πάνω-πάνω,
  υπόσταση άθυρμα:
όχι σαν τόξο που καμπυλώνεται και γίνεται διπλό το βέλος να τινάξει
  και να βρει τον στόχο ακριβώς στο κέντρο του,
ούτε σαν το στήθος που το περιμένει και όπου η προσδοκία έχει κιόλας
  σχεδιάσει την πληγή,
ούτε συγκεντρωμένοι ούτε εν εκστάσει διατελούντες, αλλά,
  σκαλί-σκαλί κατρακυλώντας και χύνοντας νερά, γυρνάμε πίσω
  και ξανά στις απαρχές.
Και το κεφάλι γέρνει πέφτοντας στο στήθος πάνω και το σώμα πέφτει
  πάνω στο σώμα χωρίς να συναντάει το τέρμα του, το σώμα το ύστατο.
Όχι, άδραξε την έσχατη εικόνα: αγκυροβόλησε το ον και φύτεψ’ το
  στο βράχο, του κεραυνού κρηπίδα κάν’ το!
Υπάρχουν πέτρες που δεν υποχωρούν, πέτρες φτιαγμένες από χρόνο,
  χρόνος φτιαγμένος από πέτρα, αιώνες που είναι κίονες,
Κονγκρέσα που ψέλνουν ύμνους πέτρινους,
πίδακες αχάτινοι, κήποι οψιδιανοί, πύργοι μαρμάρινοι, κάλλος
  ύπατο οπλισμένο, αντίπαλο στον χρόνο.
Μια μέρα βούρτσισε απ’ το χέρι μου όλο τούτο το κατορθωμένο κλέος.
Αλλά και οι πέτρες έχασαν τη βάση τους, και οι πέτρες, ναι, ακόμα και
  αυτές οι πέτρες είναι εικόνες,
και πέφτουν και σκορπίζονται και συγχέονται και κυλάνε με τον
  ποταμό που ρέει αενάως.
Οι πέτρες συνιστούν και αυτές ό,τι είναι ο ποταμός.
Πού είναι ο άνθρωπος, αυτός που χορηγεί ζωή στις πέτρες των νεκρών,
  αυτός που κάνει να μιλούν και πέτρες και νεκροί;
Της πέτρας τα θεμέλια και της μουσικής,
το εργαστήριο κατόπτρων του λόγου και το κάστρο πυρός του ποιήματος
δένουν τις ρίζες τους στο στήθος μέσα του ανθρώπου, ακουμπάν στο
  μέτωπό του: αυτός τα κρατάει, και μάλιστα με το χέρι του μόνο.
Κάτω απ’ τον κρυστάλλινο θώρακα του βράχου αναζήτησα κι εγώ
  τον άνθρωπο, επήγα ψηλαφώντας για να βρω το αδιόρατο άνοιγμα:
γεννιόμαστε, και της καρδιάς ο σπαραγμός είναι έν’ απλό γρατζούνισμα,
  και ποτέ δεν γιατρεύεται, και καίει, και είναι έν’ αστέρι που πάντα
  σπαταλάει το ίδιο του το φως,
ποτέ δεν κλείνει η μικρούλα αυτή πληγή και ποτέ δεν σβήνει το σημάδι
  του αίματος, κι από τούτη εδώ την πύλη κατεβαίνουμε
  στο σκότος άπαντες.
Και ο άνθρωπος ακόμα ρέει, και ο άνθρωπος ακόμα πέφτει, και είναι
  και αυτός μια εικόνα που εξαφανίζεται, που σβήνει.

Δεξαμενές ληθάργου, φύκια θημωνιές, καταρράχτες μελισσών πάνω
  από μισόκλειστα μάτια,
πανδαισία άμμων, ώρες μασημένες, εικόνες μασημένες, ζωή μασημένη
  αιώνες,
χωρίς κάποιαν άλλη ύπαρξη πάρεξ την εκστατική εκείνη σύγχυση που
  διαπλέει τα κοιμώμενα ύδατα,
νερό ματιών, νερό στομάτων, νερό γαμήλιο βαφτισμένο στον διαλογισμό,
  νερό αιμομικτικό,
νερό θεών, θεών συνουσία, νερό άστρων και ερπετών, δάση νερού
  σωμάτων κεκαυμένων,
κάλλος της πληρότητας, της πλησμονής που ξεχειλίζει εντός του, δεν
  είμαστε, δεν θέλω να είμαι
Θεός, δεν θέλω να με βρίσκουν ψάχνοντας ψηλαφητά, δεν θέλω να
  επιστρέψω πουθενά, είμαι άνθρωπος, και ο άνθρωπος είναι
ο άνθρωπος, όποιος πήδηξε στο κενό και τίποτα πια δεν τον κρατάει
  παρά μόνο τα φτερά του,
όποιος έφυγε απ’ τη μάνα του, ο εξορισθείς, ο άρριζος, ο δίχως ουρανό
  και γη, ο δίχως γέφυρα, τόξο
τανυσμένο πάνω από το τίποτα, ο δεμένος με τον ίδιο του τον εαυτό και
  ο που εν τούτοις στα δύο εσχίσθηκε από τότε που γεννήθηκε, παλεύοντας
ενάντια στον ίσκιο του, πάντα τρέχοντας ξοπίσω του, αδέξιος,
  εξαντλημένος, χωρίς ποτέ να φτάνει ίσαμε τον εαυτό του,
ο καταδικασμένος από την ώρα που γεννήθηκε, διυλιστής του χρόνου,
  βασιλιάς του εαυτού του, γιός των έργων του.
Εκσφενδονίζονται οι έσχατες εικόνες, και ο ποταμός ο μαύρος
  πλημμυρίζει ολομεμιάς τη συνείδηση.

Η νύχτα διπλώνει τη μέση της, υποχωρεί η ψυχή, πέφτουν αρμαθιές
  ωρών συγκεχυμένων, πέφτει ο άνθρωπος
σαν άστρο, πέφτουν αρμαθιές αστέρων, σαν τον υπερώριμο καρπό
  πέφτει, καταρρέει ο κόσμος και όλοι οι ήλιοι του.
Στο μέτωπό μου όμως αγρυπνούν η εφηβεία και οι εικόνες της, ο μόνος
  θησαυρός που δεν εχαραμίστηκε:
Πλοία πυρπολημένα σε θάλασσες που δεν έχουνε ακόμη όνομα, και κάθε
  κύμα έρχεται και δέρνει τη μνήμη με αναμνήσεων θύελλες
(γλυκό νερό στις στέρνες των νησιών, το γλυκό νερό των γυναικών, και οι
  φωνές τους να ηχούν τη νύχτα σαν πολλά ρυάκια που ενώνονται μαζί,
η θέαινα των πράσινων ματιών και των ανθρωπείων λόγων που φύτεψε
  στα στήθη μας τις λογικές της σαν ωραία λιτανεία με ακόντια,
ο ήρεμος αναστοχασμός κοιτάζοντας μια σφαίρα γυάλινη που την κατάπιε
  ο εαυτός της σαν άγανο σταχυού, πλην όμως αδύνατη, τέλεια, επαρκής,
ο στοχασμός των αριθμών που ενώνονται σαν νότες ή σαν εραστές,
το σύμπαν όκωσπερ τόξου και λύρης και η γεωμετρία νικήτρια θεών, η
  μόνη κατοικία που αρμόζει στον άνθρωπο!)
και η πόλη με τα τείχη τα ψηλά που αστραποβολάει στον κάμπο ώσπερ
  αδάμας που τα λοίσθια πνέει
και οι κατεδαφισμένοι πυργίσκοι και ο υπερασπιστής βιγλάτορας στη γη
  και στις αχνίζουσες αίθουσες ο βασιλικός θησαυρός των γυναικών
και το επιτάφιο του ήρωα που κόλλησε στο λαιμό του φαραγγιού σαν
  αμφίστομη σπάθη
και το ποίημα που σηκώνεται και σκεπάζει και με τα δυό του τα φτερά
  την αγκαλιά της νύχτας και της μέρας
και το δέντρο του εκφερόμενου λόγου φυτεμένο ανδροπρεπώς στη
  μέση της πλατείας
και η δικαιοσύνη στον ελεύθερον αέρα ενός λαού που ζυγίζει κάθε
  πράξη στο καντάρι μιας ψυχής ευαίσθητης στο βάρος του φωτός,
πράξεις, πυρές πανύψηλες που άναψε και καίει η ιστορία!
Κάτω απ’ τα μαύρα ερείπιά της καθεύδει η αλήθεια η οικοδομήσασα τα
  έργα: ο άνθρωπος είναι άνθρωπος όντας μόνον μεταξύ ανθρώπων.
Βυθίζω το χέρι μου και πιάνω τον πυρακτωμένο σπόρο και το φυτό στη
  δική μου ουσία: πρέπει να ανεβεί και να μεγαλώσει μια ημέρα.


                    Δελχί 1952



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ




OCTAVIO PAZ 


ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ

Γαλήνιο
εν τω μέσω της νυκτός
όχι των αιώνων έρμαιο
όχι ξαπλωμένο
καρφωμένο
σαν έμμονη ιδέα
στο κέντρο της πυράκτωσης
το Δελχί
Συλλαβές δύο πανύψηλες
από άμμους κυκλωμένες και αγρυπνία
Κι εγώ με φωνή χαμηλή τις προφέρω

Τίποτα δεν κινείται
κι εν τούτοις
κάτι αβγατίζει
Είναι το καλοκαίρι
παλίρροια που ολονέν φουσκώνει
Του χθαμαλού ουρανού ακούω τη δόνηση
πάνω από τις πεδιάδες που ’χουνε πέσει σε λήθαργο
Τεράστιες μάζες αισχροί σωροί
σύννεφα πλήρη εντόμων
κάνουνε λυώμα
ντάνες και ντάνες αναποφάσιστων νάνων
(Αύριο θά ’χουν όνομα
ψηλά θα γίνουνε σπίτια
αύριο θα είναι δέντρα)

Τίποτα δεν κινείται
η ώρα είναι μεγαλύτερη
κι εγώ πιο μόνος
καρφωμένος
στου στροβίλου το κέντρο
Απλώνω το χέρι μου
κι ο αέρας γίνεται σώμα σαν σπόγγος
όν σύμμεικτο απρόσωπο
με τους αγκώνες του σκυμμένο στο μπαλκόνι
Βλέπω

(Μη σκύβεις,
όταν είσαι μόνος, στα κάγκελα,
λέει ο κινέζος ποιητής)

Δεν είναι το ύψος ούτε η νύχτα και το φεγγάρι της
δεν είναι των ονείρων το άπειρο εν όψει
είναι η μνήμη και όλοι της οι ίλιγγοι
Ό,τι βλέπω
ό,τι γυρίζει
είναι οι παγίδες οι φάκες
πιο πίσω δεν υπάρχει απολύτως τίποτα
είναι οι ημερομηνίες και η ανεμοζάλη τους
(Οστέινος θρόνος
θρόνος της μεσημβρίας
εκείνο το νησί
Στον λιονταρίσιο του γκρεμό
για μια στιγμή μονάχα είδα την αληθινή ζωή
Είχε την όψη του θανάτου
και πρόσωπο είταν το ίδιο
διαλυμένο
στης ίδιας θάλασσας επάνω τον σπιθάτο αφρό)
Ό,τι έζησες εσύ έρχεται τώρα και σε ξεζεί εκείνο
δεν είσαι εκεί
εδώ
είμαι εδώ
στις απαρχές μου
Δεν αρνούμαι τον εαυτό μου
τον στηρίζω
Σκυμμένος στο μπαλκόνι
βλέπω
τεράστια σύννεφα και μια φέτα της σελήνης
αυτήν που φαίνεται από ’δώ
σπίτια κόσμο
το πραγματικό παρόν
νικημένο από την ώρα
αυτό που είναι εδώ
αόρατο
τον ορίζοντά μου
Αν είναι αρχή τούτη η αρχή
δεν αρχίζει μ’ εμένα
εγώ αρχίζω με αυτήν
σε αυτήν διαιωνίζομαι
Σκυμμένος στο μπαλκόνι
βλέπω
ετούτα τα πέρατα τα τόσο μα τόσο διπλανά μου
Δεν ξέρω πώς να τα ονομάσω να τα πω
αν και σωστά τα συλλαμβάνω μες στον νού μου
Η νύχτα που πάει για φούντο
η πόλη σα βουνό πεσμένο
άσπρα φώτα γαλάζια κίτρινα
αιφνίδιοι φάροι φανοί τοίχοι του ονείδους
και τα τρομερά τα τσούρμα
οι στοίβες ανθρώπων και κτηνών στο χώμα
και η σύγχυση των μπερδεμένων τους ονείρων
Παλαιό Δελχί βρομερό Δελχί
σοκάκια και πλατεΐτσες και τεμένη
σαν κορμί μαχαιρωμένο
σαν θαμμένος κήπος
Εδώ και αιώνες βρέχει μόνο σκόνη
το πανωφόρι σου είναι ο κουρνιαχτός
το προσκέφαλό σου ένα τσακισμένο τούβλο
Σ’ ένα συκόφυλλο
τρως τ’ αποφάγια των θεών σου
οι ναοί σου είναι μπουρδέλα ανιάτων
σ’ έχουνε σκεπάσει μυρμήγκια
μαντρί έρημο
μαυσωλείο συλημένο
είσαι πόλη γυμνή
σαν λείψανο βεβηλωμένο
σου πήραν τα στολίδια και το σάβανο
Είσουν σκεπασμένη με ποιήματα
όλο το κορμί σου είτανε γραφή
θυμήσου
διάσωσε τη λέξη
είσαι όμορφη
ξέρεις να μιλάς να τραγουδάς να χορεύεις

Δελχί
δύο πύργοι
φυτεμένοι βαθιά στην πεδιάδα
συλλαβές δύο πανύψηλες
Με φωνή χαμηλή τις προφέρω
σκυμμένος στο μπαλκόνι
καρφωμένος
όχι στο χώμα
στον ίλιγγό σου
στο κέντρο της πυράκτωσης
Είμουν εκεί
δεν ξέρω πού
Είμαι εδώ
δεν ξέρω πού είναι εκεί όπου είμαι
Όχι η γη
ο χρόνος
με κρατάει στ’ άδεια του χέρια
Νύχτα και σελήνη
ταξίδια των σύννεφων
ρίγος των δέντρων
απορία του διαστήματος
άπειρο και βία στον αέρα
εξοργισμένη σκόνη που ξυπνά αφυπνίζεται
ανάβουν φώτα στο αεροδρόμιο
φωνές τραγουδούν απ’ το Κόκκινο Κάστρο
Μάκρη
βήματα ξένου ήχου που σβήστηκε
πάνω σε τούτη την εύθραυστη γέφυρα από λέξεις
Η ώρα με σηκώνει
ο χρόνος διακατέχεται από δίψα σαρκώσεως
Κάπου πιο πέρα από εμένα
προσδοκώ εγώ την έλευσή μου



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

"Καλή Ανάσταση"




Ας λάβουμε το μήνυμα της Ανάστασης του Κυρίου κι ας αποκαθαρθούμε από τα Πάθη που μάς κρατούν απομονωμένους από την συμμετοχή στην χαρά.
Ας γίνουμε οι δέκτες του μηνύματος της Ανάστασης και της ζωής κι ας κάνουμε το πνεύμα μας δοχείο χαράς και δεξαμενή δωρεάς προς τους άλλους όσοι δεν μπορούν να πάρουν τα μηνύματα της αγάπης και της συγγνώμης.
Ας βιώσουμε την συμμετοχή στην χαρά όπως προσπαθήσαμε να βιώσουμε την συμμετοχή στο θείο δράμα που η θρησκεία μας μάς δίδαξε ότι ενδύθηκε ο Κύριος αντί όλων μας για εμάς.
Ας αδράξουμε την πνευματική κληρονομιά μας λογοτεχνική και γενικότερα την Τέχνη ώστε να διδαχθούμε την Αγάπη προς το ωραίο ερωτευμένοι με το ωραίο ως Ωραίο αλλά και ως εναντίωση του Ωραίου ώστε να οδηγηθούμε στην Αλήθεια.
Ας ψάλλουμε όλοι μας "Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας
και εν τοις μνήσασιν, ζωήν χαρισάμενος."
                                                                 Καλή Ανάσταση
                                                                                                            Νότα Χρυσίνα

Πασχαλινό απόσπασμα από το μυθιστόρημα ''Στο δρόμο με τις πικροδάφνες'' της Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη







Πασχαλινό απόσπασμα από το μυθιστόρημα ''Στο δρόμο με τις πικροδάφνες'' της Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη, 2007 Εμπειρία Εκδοτική


Μεγάλο Σάββατο στις έντεκα το βράδυ , λαμπριάτικες καμπάνες μερώσανε την ανοιξιάτικη νυχτιά , αναγαλλιάζοντας τις ψυχές των πιστών, που κύματα-κύματα κατέφταναν στην εκκλησιά με τις οικογένειές τους, κρατώντας δυο κεριά. Ένα μικρό αγιοκέρι για ν’ ανάψουν στο μανουάλι κι ένα άσπρο λαμπαδάκι για τ’ άγιο φως. Οι γεροντότεροι βαστούσαν φαναράκια για να μη σβήσει τ’ άγιο φως ο αγέρας και δεν προφτάσουν να το φέρουνε στα σπίτια τους, να κάνουν τον λαμπροσταυρό στ’ ανώφυλλα της πόρτας. Είμαστε όλοι εκεί, στον περίβολο του ναού, οι εργάτες με τις οικογένειές τους, ο Μακ Φέρσον, οι Γερμανοί με τα παιδιά τους, ο Στράτος με τη Ρήνη κι όλη τους την φαμίλια. Ακούγαμε τα μελωδικά τροπάρια, τις ωδές, τα τρισάγια , αλλά δύσκολα μπορούσαμε να συγκεντρωθούμε στη λειτουργία και το νόημά της. Δώδεκα παρά δέκα τη νύχτα, έσβησε ο καντηλανάφτης όλα τα κεριά. Η εκκλησιά σκοτείνιασε. Οι χωριανοί με κατάνυξη περίμεναν τον πάπα Χρήστο ν’ ανάψει απ’ το ακοίμητο καντήλι της Αγίας Τράπεζας μια μεγάλη άσπρη λαμπάδα, ίσαμε το μπόι του και να προβάλλει στο τρίσκαλο της Ωραίας Πύλης ψάλλοντας ‘’Δεύτε λάβετε φως εκ του ανέσπερου τούτου φωτός.’’ Βγήκε πράγματι σε λίγο ο παπάς ντυμένος με τα χρυσοποίκιλτα άμφια , ίδιος Πατριάρχης. Οι άντρες μαζεύτηκαν σα σμάρι μέλισσες γύρω του. Θεωρούνταν καλό σημάδι , κατά το έθιμο, ποιος θ’ ανάψει πρώτος. Άναψαν πρώτα οι άντρες, μετά οι γυναίκες.
Βγήκανε έξω αρκετοί μ’ αναμμένα λαμπαδάκια. Έπειτα ο παπά Χρήστος, οι ψαλτάδες , ο καντηλανάφτης μαζί με αρκετούς από το εκκλησίασμα , έκαναν τρεις φορές το γύρο του ναού για να λιτανέψουν την Ανάσταση με εξαπτέρυγα, λάβαρα και το εικόνισμα της Λαμπρής. Χαρούμενες καμπανοκρουσίες διαλαλούσαν μέσα στης νύχτας τη μελένια σιγαλιά , την Ανάσταση του Κυρίου. Ο παπάς με στεντόρεια φωνή έψαλλε ‘’Την Ανάστασίν , Σου Χριστέ Σωτήρ, άγγελοι υμνούσαν εν ουρανοίς’’. Τα παιδιά τότε ξέφυγαν από τη φύλαξη και την έγνοια των μεγάλων. Όλα μαζί πήγανε και σταθήκανε στη νοτική δίφυλλη ξύλινη πόρτα, όπου διαβάστηκε το λαμπριάτικο Ευαγγέλιο. Μόλις ακούστηκε το ‘’Χριστός Ανέστη’’, τα τρία μεγαλύτερα αγόρια έβαλαν φωτιά σε μια μεγάλη στοίβα ξύλα και κληματόβεργες για να κάψουν τον Ιούδα. Μια αγκαλιά από φλόγες άστραψαν σαν πολύτιμα πορτοκαλιά πετράδια μέσα στο μαύρο φόντο της νύχτας. Σφυρίζοντας, ύψωσαν απότομα το λοφίο τους κι άγγιξαν το πανύψηλο καμπαναριό.
Οι χωριανοί αγκαλιαστήκανε και δώσανε το φιλί της αγάπης. Φέγγανε τα μάτια, τα πρόσωπα, οι καρδιές, όλους εχθρούς και φίλους τους ένωσε το αναστάσιμο μήνυμα. Πλησίασα την οικογένεια των Γερμανών, τους εξήγησα το έθιμο, αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε σταυρωτά. Κάτω από το αναστάσιμο φως, το μάγουλό μου δέχτηκε το παρατεταμένο άγγιγμα των χειλιών της Γερμανίδας, από τη μια πλευρά. Παραξενεύτηκα, αλλά δεν το σπουδαιολόγησα. Μόλις όμως έστριψα και το άλλο μάγουλο, η Ιζαμπέλ έγινε πιο τολμηρή. Με φίλησε στην άκρη των χειλιών, αγκαλιάζοντας με, με το ένα χέρι και τραβώντας με παράλληλα
πάνω της. ‘’Χριστός Ανέστη, Σπύρο’’ μου ψιθύρισε στο αυτί βραχνά, με τη χαρακτηριστική γερμανική προφορά της. Όσο μου έλεγε αυτά τα λόγια χαμηλόφωνα και σχεδόν με ντροπή, αποκάλυψε μ’ ένα χαμόγελο φιλάρεσκο τα δόντια της. Της ανταπέδωσα αμήχανα την ευχή και το χαμόγελο. Κατεβάζοντας το βλέμμα είδα τα δάχτυλά της απλωμένα στη ράχη της παλάμης μου. Ειρηνικά δάχτυλα μιας συζύγου, με νύχια κοντά και στρογγυλεμένα. Απέφυγα τη ματιά της.
Μετά την εκκλησία μαζευτήκαμε όλοι μαζί στο καφενείο . Η Ρήνη είχε ετοιμάσει πεντανόστιμες λαμπριάτικες λιχουδιές . Ο Στράτος είχε ανάψει από νωρίς την παραστιά κι είχε βάλει το μπροστινό ενός αρνιού αντικριστό στη σούβλα. Μπαίνοντας μέσα στο καφενείο κοντέψαμε να λιποθυμήσουμε απ’ τις λαχταριστές μυρωδιές. Μαζί μας ήταν και δυο ντεληκανήδες απ’ το Άνω μέρος , λιγνά, λιανά παλικαράκια με χνούδι ακόμα αντί για μουστάκι, αλλά μάστορες της κοντυλιάς και της καλής μαντινάδας. Ο ένας ήταν λαουτιέρης κι ό άλλος λυράρης. Πρώτα –πρώτα παίξανε το ‘’Χριστός Ανέστη’’ κι έπειτα η γλυκόλαλη λύρα μας μέθυσε και μας ανέβασε στα ουράνια με τραγούδια ριζίτικα της ξενιτιάς, του πόνου , της αγάπης. Εμείς τσουγκρίσαμε πρώτα τα κόκκινα αυγά που ήταν πάνω στα λευκοστρωμένα τραπέζια μέσα σε ψάθινα πανεράκια , έπειτα τα ποτήρια με τη ρακή, ενώ η Ρήνη με την Άννα τρατάρανε καλιτσούνια ‘’λυχναράκια’’ κατά το έθιμο. Έπειτα πέσαμε με τα μούτρα στο φαί.
Ο Στράτος ζωσμένος την φαντή ποδιά του καφετζή δεν πρόφταινε να φέρνει βαθιά πιάτα με μαγειρίτσα, μεγάλες μερίδες‘’ μενούζα’’, (κοκορέτσι από αρνίσια συκωταριά , έντερα και πολλά μυρωδικά , περασμένο σε σούβλα και ψημένο στα κάρβουνα), πιατέλες με βραστό κρέας, ζυμωτό ψωμί, και γαβάθες με ‘’σαλάτα του ραντιστή’’, φτιαγμένες με μαρούλι, αγκινάρα, κουκιά φρέσκα και λαδόξυδο. Τ’ ΄΄αντικριστό΄΄ τ’ άφησε ο Στράτος να σιγοψηθεί, για να το απολαύσουμε στο τέλος , παρόλο που τα στομάχια μας είχαν ήδη παραγεμίσει μετά από μια τέτοια ευωχία. Η Ρήνη δεν έκατσε λεπτό. Αεικίνητη όπως πάντα γέμιζε κανάτες κόκκινο κρασί, απ’ τα δικά τους αμπέλια από ένα μεγάλο κρασοβάρελο, στηριγμένο με ξύλινα δοκάρια στον τοίχο. Οι Γερμανοί είχαν ενθουσιαστεί. Αυτά τα έθιμα τα Κρητικά τους άρεσαν πολύ, παρόλο που τους φαινόταν παράξενα, όπως π.χ. το να τρώνε και να πίνουν τέτοιες τεράστιες ποσότητες , ενώ ήταν βαθιά, περασμένα μεσάνυχτα.
Τα παιδιά αεικίνητα πηγαινόφερναν πιάτα, ποτήρια , βοηθούσαν μ’ όρεξη τους μεγάλους. Στο τέλος κάθισαν δίπλα στους λυράρηδες, κοιτάζοντας με τα αθώα μάτια τους γεμάτα θαυμασμό δυο απ’ τους εργάτες μας και το Στράτο -που’ χε παρατήσει απ’ ώρα την ποδιά κι είχε στρωθεί στο χορό- να πετούν στην κυριολεξία. Γελαστά , ζαλισμένα από την ευθυμία που τους είχε βάψει κόκκινα τα μάγουλα , έκαναν ένα κύκλο γύρω από τους χορευτές , κρατώντας τον ρυθμό με παλαμάκια. Ο μαλεβυζώτης , ο συρτός κι ο πεντοζάλης είχανε βάλει φωτιά στα πόδια των λεβεντόκορμων Κρητικών που μαγεμένοι απ’ το αίμα του κρασιού και το κλάμα της λύρας, δεν πατούσανε πια στη γη. Παρέα κάνανε με τσ’ Αρχαγγέλους…


Κώστας Βάρναλης -" Ἡ Μάνα τοῦ Χριστοῦ"

1912. Κράσι Κρήτης. Από αριστερά: Κώστας Βάρναλης, Χαρίλαος Στεφανίδης, Νίκος Καζαντζάκης, Γαλάτεια Καζαντζάκη (φωτο:http://varnaliskostas.blogspot.com)
Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,
ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνει
καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.
Τὴ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κῦμα τὸ κῦμα,
τῶν ἀλλῶνε τὰ μίση καιρὸ τήνε θρέφαν
κι᾿ ἂν ἡ μαύρη σου κάκητα δίψαε τὸ κρῖμα,
νὰ ποὺ βρῆκε τὸ θῦμα της, ἄκακο θῦμα!
Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!
Ἕνα κόκκινο σπίτι σ᾿ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . .
καὶ μία δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .
νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾷς κάθε βράδι,
τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι.
Κι᾿ ἅμ᾿ ἀνοίγῃς τὴν πόρτα μὲ πριόνια στὸ χέρι,
μὲ τὰ ροῦχα γεμάτα ψιλὸ ροκανίδι,
(ἄσπρα γένια, ἄσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέρι
ν᾿ ἀνασαίνῃ βαθιὰ τ᾿ ὅλο κέδρον ἀγέρι.
Κ᾿ ἀφοῦ λίγο σταθῇς καὶ τὸ σπίτι γεμίσῃ
τὸν καλό σου τὸν ἤσκιο, Πατέρα κι᾿ Ἀφέντη,
ἡ ἀκριβή σου νὰ βγάνῃ νερὸ νὰ σοῦ χύσῃ,
ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μὲ γέλια ν᾿ ἀρχίσῃ.
Κι᾿ ὁ κατόχρονος θάνατος θἄφτανε μέλι
καὶ πολλὴ φύτρα θ᾿ ἄφηνες τέκνα κι᾿ ἀγγόνια
καθενοῦ καὶ κοπάδι, χωράφια κι᾿ ἀμπέλι,
τ᾿ ἀργαστήρι ἐκεινοῦ, ποὺ τὴν τέχνη σου θέλει.
Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,
γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .
Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,
λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.
Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.
Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθὼς κλαίει, σὰν τῆς παίρνουν τὸ τέκνο, ἡ δαμάλα,
ξεφωνίζω καὶ νόημα δὲν ἔχουν τὰ λόγια.
Στύλωσέ μου τὰ δυό σου τὰ μάτια μεγάλα.
Τρέχουν αἷμα τ᾿ ἀστήθια, ποὺ βύζαξες γάλα.
Πῶς ἀδύναμη στάθηκε, τόσο ἡ καρδιά σου
στὰ λαμπρὰ Γεροσύλυμα Καίσαρας νὰ μπῇς!
Ἂν τὰ πλήθη ἀλαλάζανε ξώφρενα (ἀλιά σου!)
δὲν ἤξεραν ἀκόμα οὔτε ποιὸ τ᾿ ὄνομά σου!
Κεῖ στὸ πλάγι δαγκάναν οἱ ὀχτροί σου τὰ χείλη. . .
Δολερὰ ξεσηκώσανε τ᾿ ἄγνωμα πλήθη
κι᾿ ὅσο ὁ γήλιος νὰ πέσῃ καὶ νἄρθῃ τὸ δείλι,
τὸ σταυρό σου καρφώσαν οἱ ὀχτροί σου κι᾿ οἱ φίλοι.
Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!





"Εν αρχή ην η αναπαράσταση"Derrida

  «φαινομενολογία της ιστορίας» 
[...όλο το παρελθόν διαφυλάσσεται μέσα στο παρόν, και όλο το μέλλον προαναγγέλλεται μέσα στο ίδιο αυτό παρόν...] [...το ίδιο το παρόν φαίνεται σαν ασύμπτωτο πλέον με τον εαυτό του: το παρόν είναι πάντα-ήδη-καθυστερημένο, και ταυτόχρονα έχει πάντα-ήδη-παρέλθει.]
                                                                                                       Derrida
 "Η διάκριση σημαίνοντος-σημαινομένου εγγίζει τη ρίζα όλων των μεταφυσικών διχασμών"[...]Το σημαινόμενο ως όψη της καθαρής νοητικότητας παραπέμπει σε έναν απόλυτο Λόγο με τον οποίον είναι άμεσα συνενωμένο.
                                                                                                                    Derrida

Στον βυθό και στις ρίζες της καρτεσιανής φύσης, υπάρχει μια άλλη φύση, η περιοχή της «πρωταρχικής παρουσίας» (Urpräsenz) η οποία, από το γεγονός ότι παρακινεί τη συνολική αντίδραση κάθε ατομικού ένσαρκου υποκειμένου, είναι μια αρχή παρούσα μέσα σε κάθε άλλο ένσαρκο υποκείμενο.
–  MAURICE MERLEAU-PONTY

Αν η υπόθεσή μου είναι ακριβής, πρέπει να δεχθούμε ότι πρωταρχική λειτουργία της γραπτής επικοινωνίας είναι η διευκόλυνση της υποδούλωσης.
– CLAUDE LÉVI-STRAUSS



Η φύση ως γραφή: θάνατος και παρουσία μέσα στη γλώσσα

Πηγή:http://fotisterzakis.gr/Keimena/10_h_fysh_ws_grafh.htm
ΑΣ ΦΑΝΤΑΣΤΟΥΜΕ ΕΝΑ εξαιρετικά σπουδαίο κείμενο για τον πολιτισμό μας του οποίου οι σημασίες είναι άπειρες και ανυπολόγιστα σοβαρές για την καθημερινή ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις, έναν συνταγματικό χάρτη ας πούμε ή μια σημαντική νομοθετική πράξη, της οποίας το πρωτότυπο έχει όμως χαθεί και το μόνο που διαθέτουμε για να πιστοποιήσουμε την ύπαρξή του είναι λίγα κακοτυπωμένα αντίγραφα. (Το παράδειγμα άλλωστε δεν είναι και τόσο φανταστικό, αν σκεφτεί κανείς ότι ένα κείμενο τόσο καθοριστικό για τον δυτικό πολιτισμό όσο η Βίβλος είναι διαθέσιμο βασικά μέσω της ελληνικής του μετάφρασης, αυτής των Εβδομήκοντα, αφού το αραμαϊκό πρωτότυπο είναι στο μεγαλύτερο μέρος του χαμένο...) Εν πάση περιπτώσει, κάτι τέτοιο θα αντέστρεφε αποφασιστικά τη σχέση πρωτοτύπου-αντιγράφου που γίνεται συνήθως δεκτή, αφού το πρωτότυπο, και μαζί όλες οι τρομερές συνέπειες τις οποίες αυτό έχει στη ζωή των ανθρώπων, έπεται εδώ του αντιγράφου του, έπεται του ίδιου του τού ίχνους, του νεκρού αποτυπώματος που είναι ωστόσο το μόνο το οποίο κατέχουμε πραγματικά και μας κάνει να εικάζουμε την ύπαρξη εκείνου. Για να το πούμε προγραμματικά σε μία και μόνη πρόταση, αυτήν ακριβώς την αναστροφή στη γλώσσα της φιλοσοφίας, όπου το πρωτότυπο εκπροσωπεί το ίδιο το Είναι (με κεφαλαίο αρχικό: δηλαδή τον κόσμο, τη φύση, τη ζωή, την παρουσία του υπαρκτού στον ίδιο τον εαυτό του και ακόμη, σε ένα άλλο σύστημα συμφραζομένων, τον Θεό) και το αντίγραφο αντιπροσωπεύει τη γραφή στην πιο γενική της έννοια ως αναπαράσταση (μια έννοια που νομίζουμε ότι κατέχουμε, αλλά όπως θα δούμε μπορεί ευκολότατα, με μια ελάχιστη διάνοιξη, να μας γίνει τρομερά ανοίκεια), επιχείρησε στα χρόνια μας ένας φιλόσοφος ιουδαϊκής καταγωγής γεννημένος στη γαλλική Αλγερία: ο Jacques Derrida.
Στην πραγματικότητα, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, το εγχείρημα είναι ήδη παλαιό· έχει πίσω του ένα παρελθόν τριάντα περίπου χρόνων και όλα δείχνουν ότι εδώ και κάποιον καιρό έχει αρχίσει να εγκαταλείπεται, ή τουλάχιστον να αλλάζει εμφανώς, από τον ίδιο τον δημιουργό του. Εκείνο που κάνει ενδιαφέρουσα μια κριτική ανασκόπησή του, ωστόσο, είναι το ότι έθεσε προβλήματα που παραμένουν επίκαιρα μέσα στον ορίζοντα αυτού που εξακολουθούμε να ονομάζουμε φιλοσοφία, και ακόμη ότι το έκανε με τους όρους και σε συνήχηση μ’ ένα ιδιόμορφο κλίμα συζητήσεων (και ιστορικών συγκυριών) οι οποίες σφράγισαν καθοριστικά τις κρίσιμες μεταπολεμικές δεκαετίες. Κατά δεύτερον λόγο ––και αυτό είναι κάτι που συχνά επισημαίνεται–– ο Jacques Derrida άσκησε μια πολύμορφή επίδραση στην Ευρώπη και στιςΗΠΑ όλ’ αυτά τα χρόνια και το όνομά του έγινε πόλος αναφοράς πολλών διανοουμένων μέσα και έξω από το πανεπιστήμιο. Κατά παράδοξο τρόπο η οικειοποίησή του έγινε περισσότερο από την πλευρά των κριτικών της λογοτεχνίας παρά των φιλοσόφων, και η μέθοδος την οποία εισηγήθηκε, η «αποδόμηση» (όπως όλοι αρέσκονται ν’ αναφέρουν, χωρίς να είναι πολύ σίγουροι για το τί όντως εννοούν) εξελήφθη κυρίως ως μια μόδα της κριτικής στα χρόνια της δεκαετίας του 1980. Επιφανείς «αποδομιστές» όπως ο Paul de Man ή ο Harold Bloom, και πολλοί άλλωστε λιγότερο επιφανείς, έκαναν ορμητήριό τους το αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Yale (ένα ίδρυμα στο οποίο ο ίδιος o Derrida δίδασκε κατά διαστήματα) ενώ μοτίβα της σκέψης του τα έχουν σε διάφορους βαθμούς οικειοποιηθεί φεμινιστικά, αντιρατσιστικά και ομοφυλόφιλα κινήματα ή μεταμονέρνα ρεύματα της κριτικής ιδιαίτερα στον αγγλοσαξωνικό χώρο. Αξιοσημείωτη, τέλος, επιρροή άσκησαν ορισμένες από τις διατυπώσεις του σε κάποιες σύγχρονες τάσεις της ζωγραφικής, της αρχιτεκτονικής ή του κινηματογράφου. Οι παραμορφωτικές απλοποιήσεις και η συγχιστική αποσπασματικότητα που συνοδεύουν συχνά τέτοιες οικειοποιήσεις συνιστούν έναν επιπλέον λόγο που κάνει αναγκαία μια κριτική αναμέτρηση με το κείμενο αυτής της φιλοσοφίας, στο φως των μεγάλων συζητήσεων οι οποίες απέχουν πολύ από να έχουν ολοκληρωθεί στα χρόνια που ζούμε.
Ο Jacques Derrida (γεν. το 1930 στο Αλγέρι) έρχεται στο προσκήνιο της παρισινής διανόησης με τη φιλοσοφική γενιά της δεκαετίας του ’60 ––εκείνους που αργότερα ονόμασαν «μεταστρουκτουραλιστές»–– για να καταλάβει μια έδρα φιλοσοφίας στην École NormalSuperieure του Παρισιού. Στα μέσα της δεκαετίας του 1860 είναι ήδη γνωστός ως συνεργάτης του περιοδικού Tel Quel (με τον Philip Sollers και τη Julia Kristeva) ενώ την ίδια περίπου εποχή αρχίζουν να δημοσιεύονται οι σημαντικότερες μελέτες του: Η φωνή και το φαινόμενο (1967)1Η γραφή και η διαφορά (1967)2Περί της γραμματολογίας (1967)3, «Πλάτωνος Φαρμακεία» (1972 [1968 στο Tel Quel])και, λίγο αργότερα, Το περιθώριο της φιλοσοφίας.5 Σε αυτά τα κείμενα βρίσκονται οι βάσεις όλου του μεταγενέστερου έργου του και μια ιδεώδης συμπύκνωση της σκέψης του, της πρώτης τουλάχιστον περιόδου. Εστιάζοντας ειδικότερα σε δύο από αυτά τα έργα, θα επιχειρήσουμε να ακολουθήσουμε κριτικά τον μίτο που οδηγεί στην καρδιά αυτής της σκέψης.

ΔΕΝ ΘΑ ΗΤΑΝ ΑΣΚΟΠΗ σχηματοποίηση να πούμε ότι το φιλοσοφικό στίγμα του Jacques Derrida είναι η αποδόμηση, ή αν προτιμάτε κατάρριψη, του πλατωνικού εγχειρήματος που στοιχειώνει ολόκληρη τη σκέψη την οποία ονομάζουμε δυτική, στην οποία ο Derrida εκχωρεί συλλήβδην τον Ρουσσώ και τον Χέγκελ, τον Saussure και τον στρουκτουραλισμό, τους Προσωκρατικούς και τον Heidegger, σκέψη στην οποία δίνει, με πολεμική διάθεση, το όνομα του λογο-(φαλλο)-φωνοκεντρισμού. Ο ειδικός χώρος μέσ’ από τον οποίον εκδιπλώνεται η προβληματική του, ωστόσο, είναι ο χώρος της φαινομενολογίας και της ερμηνευτικής όπως αυτή θεμελιώνεται από τον Edmund Husserl. H πρώτη ολοκληρωμένη δημοσίευση του Derrida είναι η εκτενής εισαγωγή του στην Προέλευση της γεωμετρίαςτου Husserl (την οποία μετέφρασε ο ίδιος στα γαλλικά) το 1962 – και όχι τυχαία. O Derrida οικειοποιείται τη γλώσσα του Husserl κατά τρόπο παράδοξο, αναστρέφοντάς τον, δηλαδή προσπαθώντας να δείξει, με τους όρους τού ίδιου του Husserl, το αδύνατο μιας φαινομενολογίας σύμφωνα με τις προθέσεις του ιδρυτή της. Η επιχειρηματολογία του Derrida θέλει να πλήξει την καρδιά της χουσερλιανής φαινομενολογίας, την ιδέα της επιστροφής στο «ίδιο το πράγμα», την ιδέα ότι όντως υφίσταται αυτό το «πράγμα», μια ουσία δηλαδή προς την οποία μπορεί να κατευθυνθεί αποτελεσματικά η εποπτεία. Αυτή η ιδέα του πρώιμου Husserl έστεκε αναμφίβολα κάτω από τον αστερισμό του πλατωνισμού: η ειδητική των ουσιών οραματιζόταν αρχέτυπα της εμπειρίας μέσα στην ίδια τη γλώσσα. Αναζητώντας εκείνο τον καιρό ο Husserl τις αρχές μιας «καθαρής γραμματικής» πίστευε ότι θα μπορούσε να συνταχθεί ένας κατάλογος των θεμελιωδών μορφών της γλώσσας σύμφωνα με τον οποίον θα μπορούσαμε να καθορίσουμε «με ποιον τρόπο τα γερμανικά, τα λατινικά, τα κινεζικά εκφράζουν “την” υπαρκτική πρόταση, “την” κατηγορηματική πρόταση, “τον” υποθετικό όρο, “τον” πληθυντικό, “τους” τρόπους τού δυνατού, του πιθανού, κοκ.».Απέναντι σε μια τέτοια ρεαλιστική αφέλεια, ο Derrida δεν αρκείται σε μια παρατήρηση του είδους που έκανε κάποτε ο Merleau-Ponty, ότι, για παράδειγμα, οι τρόποι της γλώσσας μας που στοχεύουν το Είναι δεν ακολουθούν κατ’ ανάγκη τις ίδιες τις αρθρώσεις τού Είναι αλλά συνιστούν μάλλον «παλίνδρομες και επουσιώδεις εκφράσεις της δικής μας εξουσίας του λέγειν»8, παρότι ο Derrida θα δεχόταν οπωσδήποτε αυτή την τελευταία πρόταση· θέλησε μάλλον να σπρώξει την εναντίωσή του τόσο μακριά ώστε η ίδια η ιδέα μιας «αρχικής» άρθρωσης του Είναι, ακόμη και απρόσιτης στην ανθρώπινη γλώσσα, να μην μπορεί να καταστεί δυνατή. Με άλλα λόγια, η ανάγνωση της φαινομενολογίας εκ μέρους τού Derrida συνιστά ένα πραξικόπημα απέναντι σε αυτή καθαυτή την ιδέα του «βιώματος», θεμελιωτική για κάθε φαινομενολογία, και στο αντικειμενικό της σύστοιχο, το «ίδιο το πράγμα». Δεν υφίσταται πουθενά ένα «πρωταρχικό πράγμα» ––ιδέα ή βίωμα ή σημασία ή οτιδήποτε άλλο–– το οποίο θα μπορούσε να ανευρεθεί κάτω και πίσω από τις πολλαπλές του αναπαραστάσεις: η αναπαράσταση είναι η έναρξη, η μάσκα είναι το πρόσωπο, το αντίγραφο είναι το πρωτότυπο. Καμία «πρώτη αρχή», καμία «αυθεντική πηγή» δεν μπορεί να βρεθεί και είναι πάντα η αναβεβλημένη της αναπαράσταση εκείνη που καθιστά δυνατή τη σκέψη. Έξω από την αναπαραστατική της σκηνοθεσία είναι αδιανόητη, κυριολεκτικώς αδύνατη. Εν αρχή ην η αναπαράσταση, άρεσε στον Derrida να λέει, και αυτή είναι, όπως θα έγραφε ο Vincent Descombes9, η «αρχή τής μη αρχής» με την οποία ο Derrida αποδομεί την «αρχή όλων των αρχών» του Husserl.               
Το πεδίο όπου προνομιακά ο Derrida επιτελεί την πρώτη του αποδόμηση είναι το πεδίο της ιστορίας, μέσω εκείνου που ο ύστερος Husserl αποκαλούσε «φαινομενολογία της ιστορίας». Ο όρος φαινομενολογία της ιστορίας θα σήμαινε πως η ιστορία πρέπει προπαντός να νοείται ως «καθαρή ιστορία της σημασίας», αδιάκοπη παράδοση ή μετάφραση σημασιών μέσα στον χρόνο. Ο Derrida παρατηρεί ότι μια τέτοια αντίληψη της ιστορίας προϋποθέτει μία δομή του χρόνου όπου τίποτα δεν είναι ποτέ ολοκληρωτικά απόν: όλο το παρελθόν διαφυλάσσεται μέσα στο παρόν, και όλο το μέλλον προαναγγέλλεται μέσα στο ίδιο αυτό παρόν. Ωστόσο αυτή είναι η «καλή» ερμηνεία τής εν λόγω δομής, η ερμηνεία που προκρίνει την πληρότητα και την παρουσία της σημασίας, το έχειν-σκοπιμότητα της ιστορίας. Διότι η ίδια αυτή δομή μπορεί να διαβαστεί και ανάποδα. Εάν το παρελθόν είναι ακόμα παρόν και μέλλον είναι ήδη παρόν, μια ανησυχητική ρωγμή εμφανίζεται μέσα στην καρδιά του παρόντος, το ίδιο το παρόν φαίνεται σαν ασύμπτωτο πλέον με τον εαυτό του: το παρόν είναι πάντα-ήδη-καθυστερημένο, και ταυτόχρονα έχει πάντα-ήδη-παρέλθει. Εδώ και οι δύο σημασίες είναι δυνατές, παρατηρεί ο Derrida, όμως η στρατηγική της φιλοσοφίας είναι να επιλέγει πάντα την «καλή», δηλαδή την αισιόδοξη σημασία. Από αυτή τη στιγμή ο Jacques Derrida θ’ αναλάβει τον ρόλο του συνηγόρου της «άλλης», της αποκλεισμένης σημασίας ή οποία είναι το κρυμμένο μήνυμα, το ασυνείδητο, αν επιτρέπεται να το πούμε έτσι, της φιλοσοφίας.    
Ολόκληρο το φιλοσοφικό εγχείρημα του Derrida έχει ήδη αναγγελθεί μέσα σε αυτή τη μεταχείριση του κειμένου τού Husserl. Η επίθεση κατά της «αρχής όλων των αρχών» του Husserl, μεταθέτοντας λίγο το πεδίο της προς τη σύγχρονη γλωσσολογία θα μεταφραστεί ως επίθεση ενατίον του «υπερβατικού σημαινομένου» στον Saussure (αλλά και στον Jakobson και τον Hjelmslev, τους θεμελιωτές της μοντέρνας γλωσσολογίας). Διότι η ανάλυση του σημείου από τον Saussure σε σημαίνον και σημαινόμενο όπου, κατά τον ορισμό του ελβετού γλωσσολόγου, σημαίνον είναι η ακουστική (είτε γραφική) εικόνα και σημαινόμενο είναι η έννοια, παρά τις επιστημονικές της προσποιήσεις δύσκολα κρύβει την πλατωνική και οντο-θεολογική της κληρονομιά. Τί είναι αλήθεια εκείνο το σταθερό και αμετακίνητο σημαινόμενο, πάντα ταυτόσημο πίσω από τις ατελείωτες παραλλαγές του σημαίνοντος στο οποίο το τελευταίο ακούραστα παραπέμπει, άλλο από την πλατωνική Ιδέα ή αυτό που ο Husserl ονόμαζε ουσία, δηλαδή «το ίδιο το πράγμα» μέσα στη συνείδηση; Η διάκριση σημαίνοντος-σημαινομένου εγγίζει τη ρίζα όλων των μεταφυσικών διχασμών: αισθητό και νοητό, γεγονός και θέσπισμα, κοκ. Με τα λόγια τού ίδιου του Derrida στη Γραμματολογία: «Τί μας εμποδίζει να πούμε ότι ο βαθύτερος χαρακτήρας του σημείου είναι θεολογικός; Και συνακόλουθα, ότι η διάκριση σε σημαίνον και σημαινόμενο αντανακλά πιστά την κλασική διαφορά του σώματος από την ψυχή που, όπως είναι γνωστό, είναι η πηγή από την οποίαν αντλήθηκε η επιχειρηματολογία της οντο-θεολογίας (σχεδόν) στο σύνολό της; [...] Το σημαινόμενο ως όψη της καθαρής νοητικότητας παραπέμπει σε έναν απόλυτο Λόγο με τον οποίον είναι άμεσα συνενωμένο. Αυτός ο απόλυτος Λόγος στη μεσαιωνική θεολογία ήταν μια απείρως δημιουργική υποκειμενικότητα: η νοητή όψη του σημείου παραμένει στραμμένη προς την κατεύθυνση του ρήματος και του προσώπου του Θεού» (σελ. 30-31). Από τους σύγχρονους γλωσσολόγους ο Derrida ξεχωρίζει τον αμερικανό πραγματιστή φιλόσοφο Charles S. Pierce, που είναι κατά τη γνώμη του ο μόνος ο οποίος ξέφυγε την παγίδα του σημαινομένου: «Ο Pierce προχωρεί πολύ προς την κατεύθυνση εκείνου που αποκαλέσαμε παραπάνω αποδόμηση του υπερβατικού σημαινομένου, το οποίο κάποια στιγμή θα έθετε ένα καθησυχαστικό τέρμα στην παραπομπή από σημείο σε σημείο. Χαρακτηρίσαμε τον λογοκεντρισμό και τη μεταφυσική της παρουσίας ως την απαιτητική, έντονη, συστηματική και ακατάβλητη επιθυμία ενός παρόμοιου σημαινομένου. Αλλά ο Pierce εκλαμβάνει την απροσδιοριστία της παραπομπής ως κριτήριο που επιτρέπει να αναγνωρίσουμε ότι όντως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα σύστημα σημείων. Εκείνο που ανακόπτει την κίνηση της σημασίας είναι εκείνο που καθιστά ανέφικτη τη διακοπή της. Το ίδιο το πράγμα είναι σημείο. Πρόταση απαράδεκτη για τον Husserl, του οποίου η φιλοσοφία παραμένει έτσι ––δηλαδή στην «αρχή όλων των αρχών» της–– η πιο ριζική [...] αποκατάσταση της μεταφυσικής τής παρουσίας» (Γ, σελ. 88-89). Λογοκεντρισμός, μεταφυσική της παρουσίας, θεολογικός χαρακτήρας του σημείου: έχουν ήδη οριστεί, μέσα στις χρήσεις τους, οι βασικές έννοιες με τις οποίες θα εργαστεί η Γραμματολογία, με τις οποίες εργάζεται όλη η σκέψη του Jacques Derrida. Μένει η βασική σύνδεση αυτού του «λογοκεντρισμού» με το πρωτείο της ομιλίας, δηλαδή της φωνής – αλλά θα έλθουμε σε λίγο σ’ αυτό. Θα πρέπει πρώτα να εξηγήσουμε μια έννοια-έμβλημα στο έργο του Derrida, την έννοια του ίχνους.
O Derrida φαίνεται να λέει εδώ ότι ο όρος «σημείο» είναι ακατάλληλος πλέον προς χρήσιν εξαιτίας του μεταφυσικού και λογοκεντρικού φορτίου που είναι καταδικασμένος να μεταφέρει. Στη θέση του υποκαθιστά έναν άλλον όρο, το ίχνος· και η έννοια της «γραφής», η τόσο σημαντική γι’ αυτή τη σκέψη, δεν είναι παρά η γενίκευση της ιδέας του ίχνους. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στο πώς θα καταλάβουμε αυτή την έννοια. Ίχνος λέμε το αποτύπωμα ενός πράγματος το οποίο δεν είναι πλέον παρόν, μέσω του οποίου γεννιέται σ’ εμάς η ιδέα της δυνητικής ύπαρξης του πράγματος. Το ίχνος συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την απουσία, είναι ωστόσο εκείνο χάρη στο οποίο γεννιέται κάθε δυνατότητα ή υπόσχεση ή ελπίδα παρουσίας. Το ίδιο δεν είναι τίποτε: δεν είναι μια υλική αποτύπωση (μια εγχάραξη στην πέτρα ή στο ξύλο, μια σταγόνα χρώματος στον καμβά, μία παλμική δόνηση του αέρα) διότι εκείνο που καθιστά ένα ίχνος ίχνος δεν είναι ο υλικός του φορέας αλλά η καθορισμένη δομή της σύνδεσης μιας απουσίας με μια παρουσία. Ο Derrida λέει γι’ αυτό: «Το ίχνος δεν είναι τίποτα, δεν είναι ον, υπερβαίνει την ερώτηση τί εστί και ενδεχομένως την καθιστά εφικτή» (σελ. 135)· και αλλού: «Η ανήκουστη διαφορά ανάμεσα στο εμφανιζόμενο και στο εμφανίζεσθαι (ανάμεσα στον “κόσμο” και στο “βίωμα”) είναι η προϋπόθεση όλων των άλλων διαφορών, όλων των άλλων ιχνών, και είναι ήδη ένα ίχνος [...] Πράγματι, το ίχνος είναι η απόλυτη καταγωγή του νοήματος γενικά. Πράγμα που σημαίνει, γι’ άλλη μία φορά, ότι δεν υπάρχει απόλυτη καταγωγή του νοήματος γενικά [...] Και αφού a fortiori είναι πρότερο από τη διάκριση ανάμεσα στις περιοχές της αισθητικότητας, από τον ήχο όσο και από το φως, έχει τάχα νόημα να εγκαθιδρύσουμε μια “φυσική” ιεραρχία ανάμεσα στην ακουστική αποτύπωση, για παράδειγμα, και στην οπτική αποτύπωση (γραφή);» (σελ. 116-7). Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς ότι από αυτή την άποψη κάθε διάκριση μεταξύ ομιλίας και γραφής, μεταξύ φωνητικής και ιδεογραφικής γλώσσας χάνει τη σημασία της, αφού εξ ορισμού κάθε γλώσσα (και όχι μόνον οι ανθρώπινες γλώσσες) συνιστά ένα δίκτυο ιχνών, δηλαδή μια γραφή. Αν τώρα το ίχνος που δεν είναι τίποτα, ή καλύτερα, που είναιτο τίποτα, η άρνηση της παρουσίας των πραγμάτων και η διαρκής αναβολή αυτής της παρουσίας, συγκροτεί το νόημα της γλώσσας και κάθε νόημα εν γένει, την ίδια τη σημασία ως σημασία, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι ένα καίριο πλήγμα έχει δοθεί στη δυτική μεταφυσική ως σκέψη της παρουσίας: το θεμέλιο κάθε νοήματος δεν είναι το Είναι, το όντως Ον, αλλά μάλλον η απουσία του, το συγκεκριμένο του μη-είναι, ο θάνατος. Αυτό είναι το σημείο στο οποίο με παράδοξη συνέπεια οδηγείται η σκέψη του Jacques Derrida.  
Έτσι οδηγούμαστε με ακρίβεια στην καρδιά αυτής της σκέψης, που είναι η έννοια της διαφωράς.10 Πολλά έχουν ειπωθεί (και γραφτεί) για την κατασκευή αυτού του σκόπιμα ανορθόγραφου όρου και δεν υπάρχει λόγος να μακρηγορήσουμε περισσότερο πάνω σ’ αυτό. Πρέπει ωστόσο να διαγραφεί σαφώς η έννοιά του. Αν το ίχνος είναι η εξωτερικότητα του ίδιου τού χρόνου και, άρα, κάθε παρόν αναβλύζει από τη μη ταύτιση με τον εαυτό του, αυτή η μετατόπιση του παρόντος από τον εαυτό του είναι η διαφωρά. Για το πούμε με γενικότερο τρόπο, η μετατόπιση του νοήματος από τον εαυτό του μέσα στην αμφισημία της γραφής είναι η διαφωρά· η μετατόπιση του προσώπου από τον εαυτό του στην υποκριτική (που για τον Derrida είναι προφανώς η μόνη δυνατή ανθρώπινη πράξη, αφού το έχειν συνείδηση σημαίνει πρωτίστως μιαν άπειρη επιφύλαξη) είναι η διαφωρά· είναι επίσης η διαφορά που υφίσταται μεταξύ γεγονότος και θεσπίσματος, μεταξύ αισθητού και νοητού πράγματος, και γενικά το «μεταξύ» κάθε σχίσματος μέσα στην εμμένεια του Είναι: είναι, πάνω απ’ όλα, το (καθαρό) ίχνος. Μιλάμε κατά συνέπεια για την πρωτο-διαφορά, για εκείνη την οδυνηρή πτύχωση στους κόλπους του υπαρκτού που αδειάζει αέναα τον κόσμο από ύπαρξη, που τον καθιστά μια συνεχή έλλειψη, μιαν απέραντη ένδεια, μια διαρκή καθυστέρηση της έλευσής του και μια επίμονη απουσία από τον εαυτό του. Οι διατυπώσεις του Derrida υποβάλλουν ένα άκρως ζοφερό κλίμα όταν πραγματεύεται την έννοια της διαφωράς, κλίμα του οποίου αισθητικό συμπλήρωμα είναι η ειρωνεία όταν επί σκηνής βρίσκεται η μεταφυσική. Η συναίσθηση αυτού του κλίματος είναι απολύτως απαραίτητη για την κατανόηση του έργου. Η διαφωρά, εν πάση περιπτώσει, στο στόμα του Derrida είναι η αδιάψευστη ένδειξη ενός οντολογικού θρυμματισμού: θρυμματισμού της πληρότητας τόσο του Είναι όσο και της έκφρασης, δηλαδή της γλώσσας. Το νόημα είναι εκείνο που διαρκώς αναβάλλεται.
Ο όρος «διαφορά» μέσα στη συγκεκριμένη φιλοσοφική παράδοση με την οποία συνομιλεί ο Derrida δεν είναι tabula rasa. Είναι ανεξάλειπτα χρωματισμένος από τη χρήση που του επιφύλαξε ο Martin Heidegger όταν όριζε μία από τις κεντρικότερες έννοιες της φιλοσοφίας του ως οντικο-οντολογική διαφορά. Διαστέλλοντας κατηγορηματικά ο Heidegger κάθε ον προς το Είναι, ό,τι δηλαδή υπάρχει υπό συγκεκριμένη μορφή μέσα στον εμπειρικό κόσμο προς την ίδια την υπαρκτική συνθήκη μεσ’ από την οποίαν αυτό αναδύεται, τον α-πέραντο οντολογικό του ορίζοντα που είναι μια περιοχή μη προσπελάσιμη από την κοινή γλώσσα, ο Heidegger επιζητούσε επίσης να κλονίσει τη μεταφυσική παράδοση ως προς τη σιγουριά με την οποίαν αυτή έθετε στο κέντρο ένα λογικο-οντολογικό θεμέλιο, και ύστερα έπλεκε με ευκολία τριγύρω του τα κατηγορήματα, ιδιότητες και όντα. Θεός, Λόγος, Ιδέα είναι μερικά από τα ονόματα που έλαβε στη μακραίωνη πορεία του αυτός ο μεταφυσικός ακρογωνιαίος λίθος τον οποίον ο Heidegger έρχεται τώρα να τραντάξει εκ θεμελίων. Αν πρέπει ακόμα κάτι να τίθεται στο κέντρο, μοιάζει να λέει ο Heidegger, δεν μπορεί αυτό να είναι μια οντομορφική υπόσταση, δηλαδή μια παράσταση, είτε ιδεατή είτε υλική, αλλά μάλλον ένας άπειρος χώρος δυνατοτήτων η πρόσβαση στον οποίον είναι αυστηρά απορρητική, δηλαδή αρνητική. Το Είναι, σύμφωνα με μία διατύπωσή του που έγινε διάσημη, πρέπει στο εξής να κατανοείται ως «αβυθομέτρητο, άκεντρο και αθεμελίωτο». Ερωτάται λοιπόν εκ των πραγμάτων, σε ποιν βαθμό η διαφωρά του Derrida συγγενεύει με την οντικο-οντολογική διαφορά του Heidegger, ή εν πάση περιπτώσει ποια είναι η σχέση που ήδη διακρίνουμε αμυδρά μεταξύ των δύο φιλοσόφων;
Η διαφορά, σύμφωνα με τη διατύπωση του Derrida, ταυτίζεται με την έννοια του (καθαρού) ίχνους το οποίο, όπως είδαμε, δεν αποτελεί κατά καμία έννοια ον. Άρα, μεταφράζοντάς το στη γλώσσα του Heidegger, δεν δικαιούμαστε να το ταυτίσουμε με την έννοια του Είναι; Είναι βέβαιον ότι ο Derrida προσμετρά το ενδεχόμενο τέτοιων συγγενειών, και απέναντι στον Heidegger νιώθει μια εγγύτητα πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι με άλλους φαινομενολόγους. Προτιμάει όμως να κρατά κάποιες, έστω διφορούμενες, αποστάσεις: «Έτσι, αφού επικαλεστεί τη “φωνή του Είναι”, ο Heidegger θυμίζει ότι είναι σιωπηλή, βουβή, άηχη, απ’ αρχής της ά-φωνη [...] Η φωνή των πηγών δεν ακούγεται. Έχουμε ρήξη ανάμεσα στο πρωταρχικό νόημα του Είναι και στη λέξη, ανάμεσα στο νόημα και στη φωνή [...] ανάμεσα στην κλήση του Είναι και στον αρθρωμένο ήχο· μια παρόμοια ρήξη, που επιβεβαιώνει μια θεμελιακή μεταφορά και συνάμα την υποψιάζεται στηλιτεύοντας τη μεταφορική ασυγχρονία, μεταδίδει πλήρως την αμφισημία της χαϊντεγκεριανής στάσης απέναντι στη μεταφυσική τής παρουσίας και τον λογοκεντρισμό. Είναι μέσα της και συνάμα την υπερβαίνει» (Γ, σελ. 44-45). Αυτές οι αποστάσεις τίθενται συνεχώς υπό έλεγχο, γιατί είναι πολλές οι συγγένειες και οι αναλογίες ανάμεσα στις δύο έννοιες. Για παράδειγμα, και οι δύο σχετίζονται στενά με την έννοια του θανάτου, αφού το χαϊντεγκεριανό Είναι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι ένα μη-ον (και άλλωστε για τον Heidegger μόνο μέσα στην αγωνία τού είναι-προς-θάνατον αφυπνίζεται η κλήση του Είναι)· ακόμη, όταν ο Derrida δηλώνει στηΓραμματολογία ότι «η καταγωγική διαφωρά είναι η συμπληρωματικότητα ως δομή» (σελ. 287), πόσο απέχει άραγε από τον Heidegger όταν αυτός επικαλείται την ανάδυση του Είναι στην αντιφατική του ενότητα ως «εκείνο που συλλέγει όλα τα πράγματα και τα κρατάει μαζί»11; Ολοφάνερα, και στις δύο περιπτώσεις, είτε μιλάμε για το ίχνος του Derrida είτε για το χαϊντεγκεριανό Είναι, έχουμε να κάνουμε μ’ έναν τύπο που στη φύση του είναι να επιτελεί μια διπλή λειτουργία: να συνδέει όσο και να διαχωρίζει.

Συνέχεια εδώ

"Στ' Όσιου Λουκά το Mοναστήρι" Σικελιανός Άγγελος


Μονή Οσίου Λουκά: Καθολικό. Κύριος ναός. Ο Όσιος Λουκάς, ψηφιδωτό



Πηγή:http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=13&author_id=45

Μονή Οσίου Λουκά:Καθολικό. Νάρθηκας. Ο Νιπτήρας, ψηφιδωτό



Στ' Όσιου Λουκά το μοναστήρι, απ' όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Eπιτάφιο να στολίσουν, κι όσες
μοιρολογήτρες ώσμε του Mεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη - έτσι γλυκά θρηνούσαν! -
πως, κάτου απ' τους ανθούς, τ' ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Eπιτάφιος Θρήνος,
κ' οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ' του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Aνάστασης το θάμα,
και του Xριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!

Aλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π' απ' την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ' άλλα ως κάτου,
κι απ' τ' Άγιο Bήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π' άκουσαν στη μέση
απ' τα "Xριστός Aνέστη" μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: "Γιώργαινα, ο Bαγγέλης!"

Kαι να· ο λεβέντης του χωριού, ο Bαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Bαγγέλης,
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο· και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζε τ' αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!

Kαι τότε - μάρτυράς μου νά 'ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -
απ' το στασίδι πού 'μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ' το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν' αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
- έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -,
και να σύρει απ' τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: "Mάτια μου… Bαγγέλη!"

Kι ακόμα, - μάρτυράς μου νά 'ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -,
ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν
από το βράδυ της Mεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως στο στασίδι μου κρατιόμουν,
ένας πέπλος μου σκέπασε τα μάτια!…
(από τον Λυρικό Bίο, E΄, Ίκαρος 1968) 
Φωτ. 54: Όσιος Λουκάς Bοιωτίας. 11ος αι.



Μανώλης Καλομοίρης - Στ' Όσιου Λουκά το Μοναστήρι / Manolis Kalomiris - In Saint Luke's Monastery