Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

"Οσυμανδύας" Σέλλεϋ


«Συνάντησα έναν ταξιδιώτη από χώρα αρχαία. 
Είπε: τεράστια, δίχως κορμό, δυο πόδια πέτρινα 
υψώνονται στην έρημο... Κοντά τους, μες στην άμμο 
βυθισμένο, ένα θρυμματισμένο πρόσωπο· τα σκυθρωπά του 
χείλη, πτυχωμένα σ' ένα χαμόγελο ψυχρής υπεροχής, 
λένε ο γλύπτης τους πως διάβασε σωστά αυτά τα πάθη 
που ακόμη ζούνε χαραγμένα στ' άψυχα ετούτα πράγματα 
το χέρι που τα περιγέλασε και την καρδιά που τα 'θρεψε. 
Και πάνω στο κρηπίδι αυτές οι λέξεις αχνοφαίνονται: 
"Οζυμανδίας τ' όνομά μου, ο Βασιλεύς των Βασιλέων, 
κοιτάξτε τα έργα μου. Ισχυροί, κι απελπιστείτε! " 
Άλλο τίποτα δεν μένει. Γύρω από τη φθορά 
των κολοσσιαίων ερειπίων, απέραντη, γυμνή, 

μόνη η έρημος, κι επίπεδη, απλώνεται μακριά».

I met a traveller from an antique land
Who said: `Two vast and trunkless legs of stone
Stand in the desert. Near them, on the sand,
Half sunk, a shattered visage lies, whose frown,
And wrinkled lip, and sneer of cold command,
Tell that its sculptor well those passions read
Which yet survive, stamped on these lifeless things,
The hand that mocked them and the heart that fed.
And on the pedestal these words appear --
"My name is Ozymandias, king of kings:
Look on my works, ye Mighty, and despair!"
Nothing beside remains. Round the decay
Of that colossal wreck, boundless and bare
The lone and level sands stretch far away.'
Ozymandias Poem by Percy Bysshe Shelley


Διόδωρος Σικελιώτης (80 - 20π.Χ.)



ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΒΙΒΛΟΣ ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ

47. Δέκα στάδια από τους πρώτους τάφους όπου σύμφωνα με την παράδοση έχουν ταφεί οι παλλακίδες του Δία, υπήρχε, λέει, το μνήμα του βασιλιά που ονομάστηκε Οσυμανδύας. Στην είσοδο του υπάρχει πυλώνας από χρωματιστή πέτρα, με μήκος δυο πλέθρα και ύψος σαραντα-πέντε πήχεις. Περνώντας τον πυλώνα υπάρχει πέτρινο τετράγωνο περίστυλο, με πλευρά τέσσερα πλέθρα, που στηρίζεται, αντί σε κίονες, σε μονόλιθες μορφές, δεκάξι πήχεις η καθεμιά, δουλεμένες με την αρχαία τεχνοτροπία. Η οροφή ολόκληρη είναι μονόλιθη με πλάτος δυο οργιές, διακοσμημένη με αστέρια σε κυανό φόντο. Μετά το περίστυλο, υπάρχει κι άλλη είσοδος και πυλώνας παρόμοιος με τον πρώτο, εκτός από τα σκαλίσματα που είναι περισσότερα. Πλάι στην είσοδο βρίσκονται τρεις ανδριάντες όλοι από μαύρη πέτρα της Συήνης, εκ των οποίων ο ένας, ο καθιστός, ξεπερνάει σε μέγεθος όλα τα αγάλματα της Αιγύπτου. Αν μετρήσεις το πόδι του, είναι παραπάνω από επτά πήχεις. Τα δυο άλλα αγάλματα στα γόνατα του πρώτου, το ένα δεξιά και το άλλο αριστερά, της κόρης και της μάνας του, έχουν μέγεθος μικρότερο από το προαναφερθέν. Τούτο το έργο δεν είναι μόνο αξιοθαύμαστο για το μέγεθος του αλλά κι επειδή είναι δουλεμένο με σπάνια τέχνη και η πέτρα του είναι εξαιρετικής ποιότητας, αφού σε τόσο μεγάλη επιφάνεια δεν παρατηρείται μήτε ρωγμή μήτε ψεγάδι. Πάνω του υπάρχει η επιγραφή «Είμαι ο Οσυμανδύας, ο βασιλεύς των βασιλέων. Αν κάποιος θέλει να μάθει πόσο μεγάλος είμαι και πού βρίσκομαι, ας ξεπεράσει κάποιο από τα έργα μου». Υπάρχει και άλλο άγαλμα, μόνο του, της μητέρας του, είκοσι πήχες μονόλιθος, που φέρει τρία διαδήματα στο κεφάλι για να δείχνουν ότι υπήρξε κόρη, γυναίκα και μητέρα βασιλιά. Μετά τον πυλώνα, είναι ένα περίστυλο πιο αξιόλογο από το πρώτο, όπου υπάρχουν κάθε είδους ανάγλυφες παραστάσεις που απεικονίζουν τον πόλεμο που έκαμε εκείνος ο βασιλιάς εναντίον των αποστατών στα Βάκτρα, κατά των οποίων εκστράτευσε με τετρακόσιες χιλιάδες πεζούς και είκοσι χιλιάδες ιππείς, με τη στρατιά του χωρισμένη σε τέσσερα μέρη, των οποίων αρχηγοί ήταν οι γιοι του βασιλιά. 







48. Στον πρώτο τοίχο απεικονίζεται ο βασιλιάς, κατά την πολιορκία τείχους που το τριγυρίζει ποτάμι, στην πρώτη γραμμή να αγωνίζεται εναντίον αντιπάλων και να συνοδεύεται από ένα λιοντάρι που τον βοηθάει στον πόλεμο και προκαλεί τρόμο. Για την ερμηνεία της παράστασης, άλλοι έλεγαν πως στ' αλήθεια ο βασιλιάς είχε εξημερωμένο λιοντάρι που κινδύνευε μαζί του στις μάχες κι έτρεπε σε φυγή τους αντιπάλους με τη δύναμη του, ενώ άλλοι έλεγαν πως ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς πάρα πολύ γενναίος κι εννοούσε φορτικά να τον εγκωμιάζουν, θέλοντας με την παράσταση του λιονταριού να δηλώσει την τάση της δικής του ψυχής. Στον δεύτερο τοίχο παριστάνονται οι αιχμάλωτοι που πήρε ο βασιλιάς, και μάλιστα χωρίς γεννητικά όργανα και χέρια, πράγμα που ήθελε να δηλώσει ότι ήταν άνανδροι στην ψυχή και δεν είχαν χέρια για να πολεμούν στις μάχες. Ο τρίτος τοίχος φέρει κάθε είδους ανάγλυφα κι εξαίρετες ζωγραφιές, που παριστάνουν θυσίες βοδιών από τον βασιλιά κι έναν θρίαμβο με την επιστροφή του από τον πόλεμο. Στο κέντρο τώρα του περίστυλου, βρίσκεται υπαίθριος βωμός χτισμένος από την ωραιότερη πέτρα, εξαιρετικός για τη δουλειά του και θαυμαστός για το μέγεθος του. Στον τελευταίο τοίχο υπάρχουν δυο μονόλιθοι ανδριάντες καθήμενοι, με ύψος είκοσι επτά πήχεις ο καθένας, πλάι στους οποίους έχουν κατασκευαστεί τρεις είσοδοι από το περίστυλο, που οδηγούν σε χώρο υπόστυλο, κατασκευασμένο σαν ωδείο, με μήκος κάθε πλευράς δύο πλέθρα. Εδώ βρίσκεται πλήθος ξύλινων ανδριάντων που παριστάνουν ανθρώπους που δικάζονται κι έχουν τα μάτια στραμμένα στους κριτές. Αυτοί παριστάνονται σ' έναν από τους τοίχους, τριάντα συνολικά, χωρίς χέρια, ενώ στο μέσον βρίσκεται ο αρχιδικαστής, με την Αλήθεια κρεμασμένη στον λαιμό του, με μάτια κλειστά, και πλάι του πλήθος βιβλία. Εικόνες που σημαίνουν πως οι δικαστές δεν πρέπει να δέχονται δώρα και πως ο αρχιδικαστής πρέπει να βλέπει μόνο προς την αλήθεια.








49. Στη συνέχεια υπάρχει περίπατος με πλήθος οικήματα κάθε μορφής, μέσα στα οποία αναπαρίστανται πλήθος φαγώσιμα, τα καλύτερα στο είδος τους. Εδώ επίσης υπάρχουν ανάγλυφα όπου ο βασιλιάς, έγχρωμος, προσφέρει στον θεό χρυσό και ασήμι, που μάζευε απ' όλη την Αίγυπτο κάθε χρόνο από τα μεταλλεία αργύρου και χρυσού' η επιγραφή μάλιστα από κάτω δίνει και το τελικό ποσό, που η αξία του σε άργυρο υπολογίζεται σε τριάντα δύο εκατομμύρια μνες. Στη συνέχεια βρίσκεται η ιερή βιβλιοθήκη που φέρει την επιγραφή «Ψυχής ιατρείον» και ακολουθούν οι ανδριάντες όλων των θεών της Αιγύπτου, καθώς και του βασιλιά που προσφέρει στον καθένα τις προσφορές που του αρμόζουν, θέλοντας μ' αυτό τον τρόπο να αποδείξει στον Όσιρι και στους θεούς του κάτω κόσμου ότι έζησε τη ζωή του με ευσέβεια και δικαιοσύνη απέναντι σε θεούς και ανθρώπους. Δίπλα στη βιβλιοθήκη, χωρισμένη απ' αυτή με μεσότοιχο, έχει χτιστεί πολυτελής αίθουσα με είκοσι ανάκλιντρα τριγύρω, αγάλματα του Δία της Ήρας και του βασιλιά, όπου θεωρείται ότι έχει ταφεί το σώμα του βασιλιά. Γύρω από αυτή, είναι χτισμένες πλήθος αίθουσες με εξαιρετικές ζωγραφιές από όλα τα ζώα που θεωρούνται ιερά στην Αίγυπτο. Η ανοδική πορεία προς τον τάφο περνά μέσα απ' αυτά. Στο τέλος της ανόδου, γύρω από τον τάφο υπάρχει κυκλικός δακτύλιος από χρυσάφι με περιφέρεια τριακόσιες εξήντα πέντε πήχεις και πάχος έναν. Πάνω στον δακτύλιο αναγράφονται οι μέρες του χρόνου, μία για κάθε πήχη, και σε κάθε μέρα η ανατολή και η δύση των άστρων σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, καθώς και η ερμηνεία τους σύμφωνα με τους Αιγυπτίους αστρολόγους. Τούτος ο δακτύλιος λεηλατήθηκε από τον Καμβύση και τους Πέρσες, την εποχή που είχαν κατακτήσει την Αίγυπτο. Τέτοιος ήταν, λένε, ο τάφος του βασιλιά Οσυμανδύα, για τον οποίο θεωρείται πως όχι μόνο ξεπέρασε κατά πολύ τους άλλους στη δαπάνη αλλά και στην καλλιτεχνική δουλειά.









"TA NEA" Δευτέρα 6 Μαρτίου 2000

Αρ. Φύλλου 16685

ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ 
ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ
Τα συστατικά της ιδιοφυΐας

(Στον Γκ. Ντ. for the record) 

Χειμωνιάτικο απόγευμα του 1817. Στη μεγάλη βιβλιοθήκη ενός ευχάριστου σπιτιού, που βρίσκεται στις παρυφές της κωμόπολης Μάρλοου, ένας τραπεζίτης από το Λονδίνο, ονόματι Οράτιος Σμιθ, απολαμβάνει ήρεμος το βιβλίο του. Ο οικοδεσπότης του, ένας νεαρός άνδρας, μια εβδομάδα τώρα μελετάει Γίββωνα, Μπούρκχαρντ και τα έργα του Κόμητος Σωσμπέφ ντε Βολνέ· τον έχει γοητεύσει ιδιαίτερα το έργο του τελευταίου «Ερείπια, ή Στοχασμοί πάνω στο Πεπρωμένο των Αυτοκρατοριών» και ανταλλάσσει με τον τραπεζίτη κάποιες συναφείς σκέψεις. Η σύζυγός του κάθεται σιωπηλή πλάι στη φωτιά, διαβάζοντας Τάκιτο. Το πρώτο της μυθιστόρημα βρίσκεται ήδη στον τυπογράφο. Τίτλος του, «Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας».

Ο τραπεζίτης μας διαβάζει Διόδωρο. Σκέφτεται να γράψει ένα στοχαστικό σονέτο: τον έχει εμπνεύσει η περιγραφή ενός ερειπωμένου μνημείου που συνάντησε ανάμεσα στις εκατοντάδες σελίδες του ιστορικού. Πριν από 3.300 χρόνια, περίπου, ο μεγαλύτερος Φαραώ στην ιστορία της Αιγύπτου, ο Ραμσής Β', παρήγγειλε ένα άγαλμα και το έστησε στην πόλη των Θηβών. Είχε ύψος είκοσι μέτρα, ζύγιζε χίλιους τόνους και στη βάση του έφερε την επιγραφή: «Είμαι ο Ούσερ-μα-Ρα, ο Βασιλεύς των Βασιλέων, Κυρίαρχος της Άνω και της Κάτω Αιγύπτου... Όποιος επιθυμεί να γνωρίσει το μεγαλείο μου, ιδού εγώ, ας προσπαθήσει να υπερβεί όσα έπραξα». 

Εξακόσια χρόνια αργότερα, ο Έλληνας περιηγητής Εκαταίος επισκέφθηκε την Αίγυπτο και φιλοτέχνησε μια περιγραφή του αγάλματος του Ραμσή, προσπαθώντας να είναι όσο ακριβέστερος μπορούσε. Έκανε όμως λάθος στη μεταγραφή του ονόματος. Το Ούσερ-μα-Ρα έγινε Οζυμανδύας ­ μια λέξη πιο οικεία στο ελληνικό αυτί. Το βιβλίο του χάθηκε, αλλά ο Διόδωρος συμπεριέλαβε αυτήν την περιγραφή στην παγκόσμια ιστορία που έγραψε την εποχή του Αυγούστου και η οποία επεκτεινόταν σε σαράντα ολόκληρους τόμους. Η επιγραφή στη βάση του αγάλματος είχε μεταφερθεί ως εξής: «Ο Βασιλεύς των Βασιλέων Οζυμανδύας είμαι εγώ. Όποιος επιθυμεί να γνωρίσει πόσο μεγάλος είμαι και πού κείτομαι, ας υπερβεί τις πράξεις μου, αν μπορεί». 

Έτσι, ενώ ο χειμωνιάτικος ήλιος έδυε, στο αδύναμο φως ενός κεριού, ο λογοτέχνης-τραπεζίτης Οράτιος Σμιθ έγραψε: 

«Στην αμμώδη σιωπή της Αιγύπτου 
στέκει γιγάντιο πόδι που σκορπίζει 
τη μόνη σκιά που η έρημος γνωρίζει». 

Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη στροφή, ο οικοδεσπότης του τον πλησιάζει. Προτείνει να γράψει κι εκείνος ένα σονέτο πάνω στο ίδιο θέμα. Και γράφει: 

«Συνάντησα έναν ταξιδιώτη από χώρα αρχαία. 
Είπε: τεράστια, δίχως κορμό, δυο πόδια πέτρινα 
υψώνονται στην έρημο... Κοντά τους, μες στην άμμο 
βυθισμένο, ένα θρυμματισμένο πρόσωπο· τα σκυθρωπά του 
χείλη, πτυχωμένα σ' ένα χαμόγελο ψυχρής υπεροχής, 
λένε ο γλύπτης τους πως διάβασε σωστά αυτά τα πάθη 
που ακόμη ζούνε χαραγμένα στ' άψυχα ετούτα πράγματα 
το χέρι που τα περιγέλασε και την καρδιά που τα 'θρεψε. 
Και πάνω στο κρηπίδι αυτές οι λέξεις αχνοφαίνονται: 
"Οζυμανδίας τ' όνομά μου, ο Βασιλεύς των Βασιλέων, 
κοιτάξτε τα έργα μου. Ισχυροί, κι απελπιστείτε! " 
Άλλο τίποτα δεν μένει. Γύρω από τη φθορά 
των κολοσσιαίων ερειπίων, απέραντη, γυμνή, 
μόνη η έρημος, κι επίπεδη, απλώνεται μακριά».

Χρειάστηκαν δέκα λεπτά (ή περίπου) για να γράψει ο Σέλλεϋ ένα από τα αριστουργήματα της αγγλικής ποίησης. Είχαν συνδράμει ένας Φαραώ, μια ομάδα ιστορικών, εξερευνητών και περιηγητών και ο λησμονημένος σήμερα Οράτιος Σμιθ. Ιδιοφυΐα σημαίνει, όπως έχει γράψει ένας γνωστός κριτικός, να βρίσκεσαι στον κατάλληλο τόπο τον κατάλληλο χρόνο, έτοιμος να αδράξεις τη στιγμή. Ο Οράτιος Σμιθ και ο Πέρσυ Μπ. Σέλλεϋ έστειλαν τα σονέτα τους σε μια εφημερίδα, η οποία δημοσίευσε και τα δύο. Ο έντιμος και σχολαστικός Σμιθ τιτλοφόρησε το ποίημά του «Πάνω σε ένα επιβλητικό γρανιτένιο πόδι, που ανακαλύφθηκε να ίσταται μόνο στην έρημο της Αιγύπτου, με τη σχετική επιγραφή χαραγμένη στη βάση». Ο Σέλλεϋ ονόμασε το δικό του «Οζυμανδύας». Ιδιοφυΐα ίσως σημαίνει και το να ξέρεις πώς να τιτλοφορήσεις ένα ποίημα. 

Ο Χάρης Βλαβιανός είναι ποιητής και διευθύνει το περιοδικό «Ποίηση».

ΤΑ ΝΕΑ , 06/03/2000 , Σελ.: P06 
Κωδικός άρθρου: A16685P062


Το ποίημα του ΣέλλεϋOzymandias όπως το απαγγέλει ο Sir Ben Kingsley, [βρετανός ηθοποιός ινδικής καταγωγής, γεννήθηκε με το όνομα Krishna Pandit Bhanji (Gujarati language:કૃષ્ણા પંડિત ભાનજી) στο Snainton του North Yorkshire]. Το παρακάτω video είναιδιαφημιστικό spot της Union Bank of Switzerland:




OZYMANDIAS. 

I met a traveller from an antique land Who said: 
Two vast and trunkless legs of stone Stand in the desert...
Near them, on the sand, 
Half sunk, a shattered visage lies, whose frown, 
And wrinkled lip, and sneer of cold command,                                  5 
Tell that its sculptor well those passions read 
Which yet survive, stamped on these lifeless things, 
The hand that mocked them, and the heart that fed: 
And on the pedestal these words appear: 
'My name is Ozymandias, king of kings:                                             10 
Look on my works, ye Mighty, and despair!' 
Nothing beside remains. Round the decay 
Of that colossal wreck, boundless and bare 
The lone and level sands stretch far away. 


NOTE: 


_9 these words appear ] this legend clear B (Αυτή είναι μάλλον μια δεύτερη εκδοχή του Σέλλεϊ για τον στίχο 9) [Πρώτη Δημοσίευση: Hunt , "The Examiner", Ιανουάριος του 1818. Ανατυπώθηκε από "Rosalind and Helen", το 1819. Υπάρχει ένα προσχέδιο μεταξύ των χειρογράφων του Shelley στη βιβλιοθήκη Bodleian. Δείτε Mr. C.D. Locock's "Examination", κ.λπ., 1903, σελ. 46.]




1817 draft of Ozymandias. Bodleian Library, Oxford


Όλα τα έργα (στα αγγλικά) του Percy Bysshe Shelley υπάρχουν εδώ:

The Complete Works of Percy Bysshe Shelley 1792-1822

The Complete Works of Percy Bysshe Shelley 1792-1822— Volume 2

The Complete Works of Percy Bysshe Shelley 1792-1822— Volume 3



Αφού ευχαριστήσουμε τη Union Bank of Switzerland και της ευχηθούμε "και στα δικά της", κατ’ αντιστοιχία του ποιήματος, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε την ποιητική «σύμπτωση» που συνδέει το συγκεκριμένο ποίημα με τις τράπεζες. Με τον Οράτιο Σμιθ, τον τραπεζίτη απ’ το Λονδίνο, φίλο του Shelley και την Union Bank of Switzerland, όπου εύχεται στον εαυτό της, μέσω του ποιήματος: «Here TodayHere Tomorrow».  

«Το βάφτισμα», ένα διήγημα του Δημήτρη Χατζή

Πηγήhttp://popaganda.gr/vaftisma-ena-diigima-tou-dimitri-chatzi-apo-ti-sillogi-aniperaspisti/
05.08.2014AndreasSimopoulos_fos2300133
  • Δυο μέρες τώρα μάνα και γιος αλωνίζανε μοναχοί τους — γερασμένη κιόλας εκείνη, το παιδί δεν είχε πατήσει τα δεκατρία. Το παιδί γύριζε με τη φοράδα στ’ αλώνι, η μάνα ερχόταν μάζευε τον καρπό, μάζευε το σανό. Η χρονιά είταν κακή, το γέννημα λιγοστό και πλαγιασμένο. Και χρεωμένο. Ο πατέρας τη δεύτερη μέρα απ’ τ’ αλώνισμα τους άφησε κ’ έφυγε. Παρακάτω απ’ το χωριό είχαν αρχίσει και φτιάχνανε πάλι τους δρόμους κ’ οι χωριάτες, όσοι μπορούσαν, τελειώνοντας με το θέρισμα, αφήναν τις άλλες δουλειές στις γυναίκες και τα παιδιά τους και κατεβαίναν εκεί — για τα μεροκάματα. Έτσι κάναν κάθε καλοκαίρι. Και πήγε κι αυτός — ο πατέρας.
Το πρώτο βράδυ που γύρισε πίσω, το παιδί κοιμότανε κιόλας αποσταμένο δίπλα στο σβησμένο τζάκι. Πήγε κοντά, στάθηκε ορθός και το κοίταξε μια φορά. Γύρισε τα μάτια του, κοίταξε και τη γυναίκα. Αυτή του ‘γνεψε με το κεφάλι κουνώντας το καναδυό φορές πάνω και κάτω — ήθελε να του πει, ναι. Έκατσε να φάει, σήκωσε τα μάτια του και πάλι κοίταξε τη γυναίκα.
― Και πώς τα πήγε;
― Αψύ παιδί… Και φιλότιμο.
Αυτός σκούπισε τα μουστάκια του για να κρύψει το χαμόγελο.
― Απόστασε κι αυτό και την παίδεψε και τη φοράδα πολύ.
― Τη φοράδα — όχι… Μην τον αφήνεις.
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι.
― Και τι να του κάνω;… Όλη μέρα ασταμάτητα… Με το ζόρι να τον σταματήσω για το ψωμί.
Ο πατέρας χαμογέλασε πάλι και πάλι σκούπισε τα μουστάκια του.
― Μα τη φοράδα — όχι. Μην τον αφήνεις… Και τα κατάφερε ο κερατάς;
― Όλα για σένα… Να σ’ ευχαριστήσει.
― Και το πουλάρι;
― Ε, τι θέλεις εσύ; Από πίσω κι αυτό.
― Κι αλωνίζει κι αυτό;
― Παίζει, μωρέ.
Ο πατέρας χαμογέλασε πάλι και δε σκούπισε αυτή τη φορά τα μουστάκια του. Καλά είταν έτσι. Και τ’ αλώνισμα με τη φοράδα και το παιδί — και το μεροκάματο το δικό του στο δρόμο. Έπεσε δίπλα στο παιδί και κοιμήθηκε ευχαριστημένος.
Το δεύτερο βράδυ γυρίζοντας ξαναβρήκε το παιδί κοιμισμένο. Ξαναστάθηκε και το κοίταξε λίγο. Κοίταξε και τη γυναίκα μα δεν είπε τίποτα. Ύστερα σηκώθηκε, πήγε κοντά της. Κάτι είχε στο νου του — συλλοή, στενοχώρια. Η γυναίκα δε μίλησε — περίμενε.
― Και πώς τα πήγατε;
Η γυναίκα σήκωσε τις πλάτες.
― Και πότε λες να τελειώσετε;
― Ξέρω; Πέντε μέρες ακόμα;
Σώπασαν.
― Θα σας πάρω, λέω, τη φοράδα, είπε τέλος αυτός.
― Για το δρόμο;
― Είπαν, θέλουν και κάρα… Πέντε μέρες όσο να τελειώσετε εσείς — πέντε μεροκάματα για τη φοράδα, άλλα πέντε το κάρο…
― Και στ’ αλώνι;
Την κοίταξε στα μάτια. Γύρισε κοίταξε και το παιδί που κοιμόνταν.
― Το πουλάρι.
― Μικρό δεν είναι ακόμα, Βαγγέλη;
― Θα βαστάξει, βαστάει αυτό…
― Κι αδοκίμαστο ακόμα κι ακαπίστρωτο… κι ακαλίγωτο, μουρμούρισε η γυναίκα… Αυτό είναι να παίζει μονάχα…
― Δε θα παίζει όλο τον καιρό…
― Και ζάπι — ποιος θα το κάνει;
― Από μένα καλύτερα αυτός.
Δε μίλησαν άλλο. Ο πατέρας έπεσε δίπλα στο παιδί κι αποκοιμήθηκε γρήγορα. Η γυναίκα είχε ακόμα δουλειές. Τέλειωσε — κατέβηκε τότε και στο κατώι, έβαλε φρέσκο σανό στη φοράδα, έβαλε και στο πουλάρι. Καθώς γύρισε και την κοίταξε τ’ άρπαξε το κεφάλι και το ‘σφιξε μια φορά πάνω στα μαραμένα της στήθια. Όταν ανέβηκε πάνω και πήγε και στο παιδί που κοιμόταν το χάιδεψε κι αυτό μια φορά.
Το πρωί ο πατέρας έζεψε τη φοράδα στο κάρο. Το παιδί στεκότανε δίπλα του με το μακρύ καμουτσίκι στα χέρια. Πίσω του πάλι το πουλάρι. Όλο το καλοκαίρι έτσι πήγαινε πίσω του σαν το μανάρι, σαν το ζαγάρι. Το παιδί σηκωνόταν από το χάραμα, κατέβαινε στο κατώι και το ‘βγαζε έξω. Το ‘παιρνε και το τραβούσε για το λιβάδι, για το βουναλάκι να το βοσκήσει, μα περνούσε πάντα μέσ’ απ’ τα χωράφια. Κάθε τόσο σταματούσε, κοίταζε γύρω, πηδούσε μέσα στ’ αραποσίτια, του ‘κοβε ένα αγίνωτο καλαμπόκι και του το ‘δινε στο στόμα. Το πουλάρι κατάπινε το χλωρό καρπό και γυρνούσε τα στρογγυλά του μάτια και το κοιτούσε. Τότε το παιδί δεν μπορούσε να μην του κλέψει κι άλλο. Τ’ απόγεμα το ‘παιρνε πάλι να το κατεβάσει στο ρέμα να το ποτίσει.
― Να το καβαλήσω, πατέρα;
― Όχι ακόμα, είναι μικρό…
― Αυτό, πατέρα;
― Σε σκότωσα, κερατά.
Δεν το καβαλίκευε εκεί. Το πότιζε στο ρέμα, ύστερα ξαπλωνόταν ανάσκελα. Το πουλάρι δίπλα του σκάλιζε με το μπροστινό του ποδάρι τις πέτρες — γιατί να στέκονται εκεί; Τότε το καβαλούσε, χωρίς καπίστρι, χωρίς τίποτα, και τραβούσε πέρα, πίσω απ’ το βουναλάκι να μην τους ιδούνε. Κάποτε αργούσαν, χανόντανε μαζί — βράδιαζε και δεν είχαν γυρίσει. Η μάνα έβγαινε τότε στην πόρτα, κοίταζε γύρω — πού χαθήκανε πάλι;
― Στέργιο, φώναζε. Γύριζε το παιδί το κεφάλι, στήλωνε και το πουλάρι τ’ αυτιά του — τ’ ακούγανε τ’ όνομα και τα δυο.
Όταν θερίζανε το χωράφι, το παιδί τους έφερνε το ψωμί, τους κουβαλούσε νερό, βοηθούσε τη μάνα του στο δεμάτιασμα. Και το πουλάρι από πίσω. Σα σταματούσανε καμιά φορά τη δουλειά, πηδούσε ξαφνικά, τ’ άρπαζε το λαιμό, κρεμόταν στο στήθος του και το ‘σφιγγε, το ‘σφιγγε όσο που ν’ αρχίσει κι αυτό να τινάζεται και να σηκώνεται ολόρθο στα πισινά του ποδάρια. Τότε χαιρότανε.
― Κοίτα, πατέρα…
― Κοίτα τώρα στ’ αλώνι, μην το παιδέψεις πολύ, είπε ο πατέρας.
― Εγώ, πατέρα;
― Σιγά να το πας… Είναι αμάθετο ακόμα…
Ο πατέρας τράβηξε τον καρόδρομο ανάμεσα στα χωράφια, το παιδί πήρε τον ανήφορο για τ’ αλώνι. Το πουλάρι γύρισε, κοίταξε μια φορά τη φοράδα κ’ ύστερα έτρεξε πίσω του και στάθηκε δίπλα στ’ αλώνι. Το παιδί το χάιδεψε στο λαιμό. Του πέρασε το καπίστρι. Αυτό τέντωσε τα ρουθούνια, τινάχτηκε λίγο — το δέχτηκε. Το ‘δεσε στο στυλιάρι τ’ αλωνιού και χάρηκε που μήτε εκεί δε στεναχωρήθηκε και πολύ. Μπήκε μπροστά του — χωρίς να πάρει την τριχιά απ’ το καπίστρι.
― Άιντε, Στέργιο…
Άρχισε να τρέχει γύρω τ’ αλώνι, όλο κοιτάζοντας πίσω του. Το πουλάρι κίνησε, έτρεξε και κείνο πίσω του, μια φορά, δυο φορές, ύστερα στάθηκε — δεν τ’ άρεσε το παιχνίδι. Σταμάτησε και το παιδί. Πήγε κοντά, του χάιδεψε το λαιμό και ξαναξεκίνησε κοιτάζοντας πάντοτε πίσω του. Το πουλάρι δε σάλεψε, πολεμούσε να δαγκώσει το καπίστρι. Το παιδί γέλασε, πήγε πάλι κοντά του.
― Κοίτα, Στέργιο… Πόσα δεμάτια… Και ποιος θ’ αλωνίσει;
Πήρε την τριχιά στα χέρια του και ξαναξεκίνησε. Ξεκίνησε πίσω και το πουλάρι. Ο ήλιος ανέβηκε ψηλότερα, άναψε ολόγυρα η πέτρα, έκαιγε ο τόπος. Παιδί και πουλάρι μουσκευτήκανε στον ιδρώτα. Κάθε φορά που το πουλάρι σταματούσε, ζοριζόταν και τσίναγε με τα λουριά και τα σκοινιά τ’ ασυνήθιστα, το παιδί τραβούσε δυνατότερα την τριχιά — ερχόταν τότες και κείνο. Η δουλειά πήγαινε σιγά. Οι ώρες περνούσαν κι ούτε τα πρώτα δεμάτια δεν είχαν τελειώσει.
Το παιδί σταμάτησε, σταμάτησε και το πουλάρι και παιδευότανε πάλι να λευτερώσει το κεφάλι του. Το παιδί σκούπισε τον ιδρώτα απ’ τα μάτια του, σκούπισε και το πουλάρι με τα μπράτσα του. Έκατσε λίγο στην άκρη απ’ τ’ αλώνι. Δυο μέρες με την φοράδα δεν το ‘χε νιώσει καθόλου πως δούλευε. Τρεις ώρες μονάχα και το κορμί του σουβλιζότανε τώρα, η πλάτη του πονούσε απ’ το τράβηγμα, το δεξί του χέρι ξεράθηκε…
Σηκώθηκε, μάζεψε τον καρπό, έριξε καινούργια δεμάτια, πήρε την τριχιά και μπήκε πάλι μπροστά.
― Έλα, Στέργιο μου… έλα.
Το πουλάρι πήγε και κείνο γοργά. Ένα αγεράκι φύσηξε απ’ το βουνό, δρόσισε λίγο, το πουλάρι πήγαινε τώρα μονάχο του. Το παιδί ένιωσε την πλάτη του ν’ αλαφρώνει. Τ’ άφησε να τρέχει και στάθηκε δίπλα.
― Άιντε, Στέργιο… Στέργιο μου…
Το πουλάρι πήγαινε τώρα μονάχο του, το παιδί έτρεχε δίπλα του.
― Στέργιο… Στέργιο… Κοίτα, πατέρα.
Και πήγαινε και το πουλάρι γοργά και χαιρότανε, όλο χαιρότανε πλιότερο το παιδί. Ύστερα πήγε από πίσω, όπως πήγαινε δυο μέρες με τη φοράδα. Κροτάλισε δυνατά το καμουτσίκι στον αέρα, από χαρά κι από περηφάνια. Η δουλειά πήγαινε γοργά, σε λίγο θα χρειαζόνταν καινούργια δεμάτια. Και ξαφνικά το πουλάρι σταμάτησε.
― Άιντε, Στέργιο…
Τίποτα. Κροτάλισε δυνατά το καμουτσίκι στον αέρα. Το πουλάρι δε σάλεψε. Το σήκωσε ψηλά μ’ όλη τη δύναμή του και το κατέβασε στ’ αναμμένα καπούλια. Μια φορά, δυο φορές. Το πουλάρι τινάχτηκε ξαφνιασμένο, έκανε μια να σηκωθεί στα πισινά του ποδάρια, φρούμαξε — σκοινιά, λουριά το πνίξαν — απόμεινε στο ζυγό κ’ έτρεμε ολόβολο. Το παιδί είδε το γυαλιστερό του τρίχωμα ν’ αυλακώνεται πάνω στο ιδρωμένο κορμί — δυο βαθιές χαρακίλες — κι απόμεινε με το χέρι υψωμένο. Πέταξε το καμουτσίκι στα στάχυα, έτρεξε και τ’ αγκάλιασε το στήθος. Το πουλάρι χαμήλωσε το κεφάλι του και το ‘τριψε πάνω στο δικό του. Και τότε το παιδί δε μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυα. Το ‘σφιγγε, σφιγγότανε πάνω στο στήθος του κ’ έκλαιγε με λυγμούς.
Ο ήλιος όλο κι ανέβαινε. Το κάμα δυνάμωνε. Το παιδί ξαναπήρε το καμουτσίκι στα χέρια και μπήκε πάλι από πίσω. Δεν έκλαιγε πια.
― Άιντε, Στέργιο.
Τ’ άλογο έσκυψε μια φορά τ’ ωραίο κεφάλι, ύστερα το τίναξε πίσω και κάλπασε πάνω στα στάχυα.
― Έι χω, φώναξε το παιδί κ’ η φωνή του είταν χαρούμενη κι άγρια.
Είχανε βαφτιστεί και τα δυο.
 eikona037
Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι, Το Ροδακιό 2000.
 Για το Δημήτρη Χατζή (1913-1981) δε χρειάζονται εδώ περισσότερες πληροφορίες. Για το συγκεκριμένο διήγημα αρκεί το παράθεμα από το βιβλίο του Ζήσιμου Λορεντζάτου Δίπτυχο (1985): «Όποιος διαβάσει το “Βάφτισμα” του Δημήτρη Χατζή θα καταλάβει —χώρια απ’ τ’ άλλα όλα τα ανθρώπινα ή τα συγκλονιστικά περιεχόμενα— θα καταλάβει, λέω, πως την ελληνική γλώσσα τη ζωντανή ο Χατζής την έμαθε προτού να πάρει να μαθαίνει την αλφαβήτα … Το αδευτέρωτο διήγημα αυτό θα υπάρχει όσο θα υπάρχει η γλώσσα η νέα ελληνική.»
Δυο μέρες τώρα μάνα και γιος αλωνίζανε μοναχοί τους…
Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος/ FOSPHOTOS05.08.2014AndreasSimopoulos_fos2300133

Δυο μέρες τώρα μάνα και γιος αλωνίζανε μοναχοί τους — γερασμένη κιόλας εκείνη, το παιδί δεν είχε πατήσει τα δεκατρία. Το παιδί γύριζε με τη φοράδα στ’ αλώνι, η μάνα ερχόταν μάζευε τον καρπό, μάζευε το σανό. Η χρονιά είταν κακή, το γέννημα λιγοστό και πλαγιασμένο. Και χρεωμένο. Ο πατέρας τη δεύτερη μέρα απ’ τ’ αλώνισμα τους άφησε κ’ έφυγε. Παρακάτω απ’ το χωριό είχαν αρχίσει και φτιάχνανε πάλι τους δρόμους κ’ οι χωριάτες, όσοι μπορούσαν, τελειώνοντας με το θέρισμα, αφήναν τις άλλες δουλειές στις γυναίκες και τα παιδιά τους και κατεβαίναν εκεί — για τα μεροκάματα. Έτσι κάναν κάθε καλοκαίρι. Και πήγε κι αυτός — ο πατέρας.
Το πρώτο βράδυ που γύρισε πίσω, το παιδί κοιμότανε κιόλας αποσταμένο δίπλα στο σβησμένο τζάκι. Πήγε κοντά, στάθηκε ορθός και το κοίταξε μια φορά. Γύρισε τα μάτια του, κοίταξε και τη γυναίκα. Αυτή του ‘γνεψε με το κεφάλι κουνώντας το καναδυό φορές πάνω και κάτω — ήθελε να του πει, ναι. Έκατσε να φάει, σήκωσε τα μάτια του και πάλι κοίταξε τη γυναίκα.
― Και πώς τα πήγε;
― Αψύ παιδί… Και φιλότιμο.
Αυτός σκούπισε τα μουστάκια του για να κρύψει το χαμόγελο.
― Απόστασε κι αυτό και την παίδεψε και τη φοράδα πολύ.
― Τη φοράδα — όχι… Μην τον αφήνεις.
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι.
― Και τι να του κάνω;… Όλη μέρα ασταμάτητα… Με το ζόρι να τον σταματήσω για το ψωμί.
Ο πατέρας χαμογέλασε πάλι και πάλι σκούπισε τα μουστάκια του.
― Μα τη φοράδα — όχι. Μην τον αφήνεις… Και τα κατάφερε ο κερατάς;
― Όλα για σένα… Να σ’ ευχαριστήσει.
― Και το πουλάρι;
― Ε, τι θέλεις εσύ; Από πίσω κι αυτό.
― Κι αλωνίζει κι αυτό;
― Παίζει, μωρέ.
Ο πατέρας χαμογέλασε πάλι και δε σκούπισε αυτή τη φορά τα μουστάκια του. Καλά είταν έτσι. Και τ’ αλώνισμα με τη φοράδα και το παιδί — και το μεροκάματο το δικό του στο δρόμο. Έπεσε δίπλα στο παιδί και κοιμήθηκε ευχαριστημένος.
Το δεύτερο βράδυ γυρίζοντας ξαναβρήκε το παιδί κοιμισμένο. Ξαναστάθηκε και το κοίταξε λίγο. Κοίταξε και τη γυναίκα μα δεν είπε τίποτα. Ύστερα σηκώθηκε, πήγε κοντά της. Κάτι είχε στο νου του — συλλοή, στενοχώρια. Η γυναίκα δε μίλησε — περίμενε.
― Και πώς τα πήγατε;
Η γυναίκα σήκωσε τις πλάτες.
― Και πότε λες να τελειώσετε;
― Ξέρω; Πέντε μέρες ακόμα;
Σώπασαν.
― Θα σας πάρω, λέω, τη φοράδα, είπε τέλος αυτός.
― Για το δρόμο;
― Είπαν, θέλουν και κάρα… Πέντε μέρες όσο να τελειώσετε εσείς — πέντε μεροκάματα για τη φοράδα, άλλα πέντε το κάρο…
― Και στ’ αλώνι;
Την κοίταξε στα μάτια. Γύρισε κοίταξε και το παιδί που κοιμόνταν.
― Το πουλάρι.
― Μικρό δεν είναι ακόμα, Βαγγέλη;
― Θα βαστάξει, βαστάει αυτό…
― Κι αδοκίμαστο ακόμα κι ακαπίστρωτο… κι ακαλίγωτο, μουρμούρισε η γυναίκα… Αυτό είναι να παίζει μονάχα…
― Δε θα παίζει όλο τον καιρό…
― Και ζάπι — ποιος θα το κάνει;
― Από μένα καλύτερα αυτός.
Δε μίλησαν άλλο. Ο πατέρας έπεσε δίπλα στο παιδί κι αποκοιμήθηκε γρήγορα. Η γυναίκα είχε ακόμα δουλειές. Τέλειωσε — κατέβηκε τότε και στο κατώι, έβαλε φρέσκο σανό στη φοράδα, έβαλε και στο πουλάρι. Καθώς γύρισε και την κοίταξε τ’ άρπαξε το κεφάλι και το ‘σφιξε μια φορά πάνω στα μαραμένα της στήθια. Όταν ανέβηκε πάνω και πήγε και στο παιδί που κοιμόταν το χάιδεψε κι αυτό μια φορά.
Το πρωί ο πατέρας έζεψε τη φοράδα στο κάρο. Το παιδί στεκότανε δίπλα του με το μακρύ καμουτσίκι στα χέρια. Πίσω του πάλι το πουλάρι. Όλο το καλοκαίρι έτσι πήγαινε πίσω του σαν το μανάρι, σαν το ζαγάρι. Το παιδί σηκωνόταν από το χάραμα, κατέβαινε στο κατώι και το ‘βγαζε έξω. Το ‘παιρνε και το τραβούσε για το λιβάδι, για το βουναλάκι να το βοσκήσει, μα περνούσε πάντα μέσ’ απ’ τα χωράφια. Κάθε τόσο σταματούσε, κοίταζε γύρω, πηδούσε μέσα στ’ αραποσίτια, του ‘κοβε ένα αγίνωτο καλαμπόκι και του το ‘δινε στο στόμα. Το πουλάρι κατάπινε το χλωρό καρπό και γυρνούσε τα στρογγυλά του μάτια και το κοιτούσε. Τότε το παιδί δεν μπορούσε να μην του κλέψει κι άλλο. Τ’ απόγεμα το ‘παιρνε πάλι να το κατεβάσει στο ρέμα να το ποτίσει.
― Να το καβαλήσω, πατέρα;
― Όχι ακόμα, είναι μικρό…
― Αυτό, πατέρα;
― Σε σκότωσα, κερατά.
Δεν το καβαλίκευε εκεί. Το πότιζε στο ρέμα, ύστερα ξαπλωνόταν ανάσκελα. Το πουλάρι δίπλα του σκάλιζε με το μπροστινό του ποδάρι τις πέτρες — γιατί να στέκονται εκεί; Τότε το καβαλούσε, χωρίς καπίστρι, χωρίς τίποτα, και τραβούσε πέρα, πίσω απ’ το βουναλάκι να μην τους ιδούνε. Κάποτε αργούσαν, χανόντανε μαζί — βράδιαζε και δεν είχαν γυρίσει. Η μάνα έβγαινε τότε στην πόρτα, κοίταζε γύρω — πού χαθήκανε πάλι;
― Στέργιο, φώναζε. Γύριζε το παιδί το κεφάλι, στήλωνε και το πουλάρι τ’ αυτιά του — τ’ ακούγανε τ’ όνομα και τα δυο.
Όταν θερίζανε το χωράφι, το παιδί τους έφερνε το ψωμί, τους κουβαλούσε νερό, βοηθούσε τη μάνα του στο δεμάτιασμα. Και το πουλάρι από πίσω. Σα σταματούσανε καμιά φορά τη δουλειά, πηδούσε ξαφνικά, τ’ άρπαζε το λαιμό, κρεμόταν στο στήθος του και το ‘σφιγγε, το ‘σφιγγε όσο που ν’ αρχίσει κι αυτό να τινάζεται και να σηκώνεται ολόρθο στα πισινά του ποδάρια. Τότε χαιρότανε.
― Κοίτα, πατέρα…
― Κοίτα τώρα στ’ αλώνι, μην το παιδέψεις πολύ, είπε ο πατέρας.
― Εγώ, πατέρα;
― Σιγά να το πας… Είναι αμάθετο ακόμα…
Ο πατέρας τράβηξε τον καρόδρομο ανάμεσα στα χωράφια, το παιδί πήρε τον ανήφορο για τ’ αλώνι. Το πουλάρι γύρισε, κοίταξε μια φορά τη φοράδα κ’ ύστερα έτρεξε πίσω του και στάθηκε δίπλα στ’ αλώνι. Το παιδί το χάιδεψε στο λαιμό. Του πέρασε το καπίστρι. Αυτό τέντωσε τα ρουθούνια, τινάχτηκε λίγο — το δέχτηκε. Το ‘δεσε στο στυλιάρι τ’ αλωνιού και χάρηκε που μήτε εκεί δε στεναχωρήθηκε και πολύ. Μπήκε μπροστά του — χωρίς να πάρει την τριχιά απ’ το καπίστρι.
― Άιντε, Στέργιο…
Άρχισε να τρέχει γύρω τ’ αλώνι, όλο κοιτάζοντας πίσω του. Το πουλάρι κίνησε, έτρεξε και κείνο πίσω του, μια φορά, δυο φορές, ύστερα στάθηκε — δεν τ’ άρεσε το παιχνίδι. Σταμάτησε και το παιδί. Πήγε κοντά, του χάιδεψε το λαιμό και ξαναξεκίνησε κοιτάζοντας πάντοτε πίσω του. Το πουλάρι δε σάλεψε, πολεμούσε να δαγκώσει το καπίστρι. Το παιδί γέλασε, πήγε πάλι κοντά του.
― Κοίτα, Στέργιο… Πόσα δεμάτια… Και ποιος θ’ αλωνίσει;
Πήρε την τριχιά στα χέρια του και ξαναξεκίνησε. Ξεκίνησε πίσω και το πουλάρι. Ο ήλιος ανέβηκε ψηλότερα, άναψε ολόγυρα η πέτρα, έκαιγε ο τόπος. Παιδί και πουλάρι μουσκευτήκανε στον ιδρώτα. Κάθε φορά που το πουλάρι σταματούσε, ζοριζόταν και τσίναγε με τα λουριά και τα σκοινιά τ’ ασυνήθιστα, το παιδί τραβούσε δυνατότερα την τριχιά — ερχόταν τότες και κείνο. Η δουλειά πήγαινε σιγά. Οι ώρες περνούσαν κι ούτε τα πρώτα δεμάτια δεν είχαν τελειώσει.
Το παιδί σταμάτησε, σταμάτησε και το πουλάρι και παιδευότανε πάλι να λευτερώσει το κεφάλι του. Το παιδί σκούπισε τον ιδρώτα απ’ τα μάτια του, σκούπισε και το πουλάρι με τα μπράτσα του. Έκατσε λίγο στην άκρη απ’ τ’ αλώνι. Δυο μέρες με την φοράδα δεν το ‘χε νιώσει καθόλου πως δούλευε. Τρεις ώρες μονάχα και το κορμί του σουβλιζότανε τώρα, η πλάτη του πονούσε απ’ το τράβηγμα, το δεξί του χέρι ξεράθηκε…
Σηκώθηκε, μάζεψε τον καρπό, έριξε καινούργια δεμάτια, πήρε την τριχιά και μπήκε πάλι μπροστά.
― Έλα, Στέργιο μου… έλα.
Το πουλάρι πήγε και κείνο γοργά. Ένα αγεράκι φύσηξε απ’ το βουνό, δρόσισε λίγο, το πουλάρι πήγαινε τώρα μονάχο του. Το παιδί ένιωσε την πλάτη του ν’ αλαφρώνει. Τ’ άφησε να τρέχει και στάθηκε δίπλα.
― Άιντε, Στέργιο… Στέργιο μου…
Το πουλάρι πήγαινε τώρα μονάχο του, το παιδί έτρεχε δίπλα του.
― Στέργιο… Στέργιο… Κοίτα, πατέρα.
Και πήγαινε και το πουλάρι γοργά και χαιρότανε, όλο χαιρότανε πλιότερο το παιδί. Ύστερα πήγε από πίσω, όπως πήγαινε δυο μέρες με τη φοράδα. Κροτάλισε δυνατά το καμουτσίκι στον αέρα, από χαρά κι από περηφάνια. Η δουλειά πήγαινε γοργά, σε λίγο θα χρειαζόνταν καινούργια δεμάτια. Και ξαφνικά το πουλάρι σταμάτησε.
― Άιντε, Στέργιο…
Τίποτα. Κροτάλισε δυνατά το καμουτσίκι στον αέρα. Το πουλάρι δε σάλεψε. Το σήκωσε ψηλά μ’ όλη τη δύναμή του και το κατέβασε στ’ αναμμένα καπούλια. Μια φορά, δυο φορές. Το πουλάρι τινάχτηκε ξαφνιασμένο, έκανε μια να σηκωθεί στα πισινά του ποδάρια, φρούμαξε — σκοινιά, λουριά το πνίξαν — απόμεινε στο ζυγό κ’ έτρεμε ολόβολο. Το παιδί είδε το γυαλιστερό του τρίχωμα ν’ αυλακώνεται πάνω στο ιδρωμένο κορμί — δυο βαθιές χαρακίλες — κι απόμεινε με το χέρι υψωμένο. Πέταξε το καμουτσίκι στα στάχυα, έτρεξε και τ’ αγκάλιασε το στήθος. Το πουλάρι χαμήλωσε το κεφάλι του και το ‘τριψε πάνω στο δικό του. Και τότε το παιδί δε μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυα. Το ‘σφιγγε, σφιγγότανε πάνω στο στήθος του κ’ έκλαιγε με λυγμούς.
Ο ήλιος όλο κι ανέβαινε. Το κάμα δυνάμωνε. Το παιδί ξαναπήρε το καμουτσίκι στα χέρια και μπήκε πάλι από πίσω. Δεν έκλαιγε πια.
― Άιντε, Στέργιο.
Τ’ άλογο έσκυψε μια φορά τ’ ωραίο κεφάλι, ύστερα το τίναξε πίσω και κάλπασε πάνω στα στάχυα.
― Έι χω, φώναξε το παιδί κ’ η φωνή του είταν χαρούμενη κι άγρια.
Είχανε βαφτιστεί και τα δυο.
 eikona037
Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι, Το Ροδακιό 2000.
 Για το Δημήτρη Χατζή (1913-1981) δε χρειάζονται εδώ περισσότερες πληροφορίες. Για το συγκεκριμένο διήγημα αρκεί το παράθεμα από το βιβλίο του Ζήσιμου Λορεντζάτου Δίπτυχο (1985): «Όποιος διαβάσει το “Βάφτισμα” του Δημήτρη Χατζή θα καταλάβει —χώρια απ’ τ’ άλλα όλα τα ανθρώπινα ή τα συγκλονιστικά περιεχόμενα— θα καταλάβει, λέω, πως την ελληνική γλώσσα τη ζωντανή ο Χατζής την έμαθε προτού να πάρει να μαθαίνει την αλφαβήτα … Το αδευτέρωτο διήγημα αυτό θα υπάρχει όσο θα υπάρχει η γλώσσα η νέα ελληνική.»

Η γενιά του ’30 στη μικρή και στη μεγάλη οθόνη

Αιρετικές ή πιστές διασκευές που έστειλαν τον κόσμο στα ράφια των βιβλιοπωλείων να αναζητήσει τα μυθιστορήματα του Βενέζη, του Θεοτοκά, του Καραγάτση και πολλών άλλων
Η γενιά του ’30 στη μικρή και στη μεγάλη οθόνη
Η Ολγα Τουρνάκη σε σκηνή από το «1922» του Νίκου Κούνδουρου, το σενάριο του οποίου βασίζεται στο «Νούμερο 31328» του Ηλία Βενέζη



Θανάσης Αγάθος
Η εποχή του μυθιστορήματος. 
Αναγνώσεις της πεζογραφίας της γενιάς του ’30
Εκδόσεις Γκοβόστη, 
σελ. 208, τιμή 11,50 ευρώ

Οι σχέσεις κινηματογράφου και λογοτεχνίας είναι πολυσυζητημένες, αλλά η νεότερη έρευνα επιδιώκει να τις εξετάσει σε ένα διαφορετικό πλαίσιο αποφεύγοντας δύο παραδεδομένα: πρώτον, να δώσει την προτεραιότητα στη λογοτεχνία και, δεύτερον, που είναι συνακόλουθο του πρώτου, να μιλήσει για ένα λογοτεχνικό έργο το οποίο  έχει περάσει στον κινηματογράφο επί τη βάσει της πιστότητας της μεταφοράς του. Σε αυτή τη γραμμή κινείται η συναγωγή δοκιμίων του Θανάση Αγάθου που καταγίνεται με την τύχη την οποία είχαν τα μυθιστορήματα της γενιάς του 1930 όχι μόνο στη μεγάλη αλλά και στη μικρή οθόνη.

Ο Αγάθος ξεκινάει με το Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη. Το βιβλίο θα δημοσιευτεί το 1931 και θα επαινεθεί αμέσως από την κριτική για τη ζωντάνια, την αμεσότητα και την ανθρωπιά με την οποία αποτύπωσε τη συνθήκη της αιχμαλωσίας, όπως και για το ατσαλένιο ύφος της γλώσσας του, που θυμίζει με τον καθαρόαιμο ρεαλισμό της την παράδοση της ρωσικής λογοτεχνίας. Το μυθιστόρημα θα μεταφερθεί στον κινηματογράφο το 1978 από τον Νίκο Κούνδουρο σε μια ταινία που υπό τον τίτλο 1922  θα προκαλέσει πάραυτα πλήθος αρνητικές αντιδράσεις (το ακριβώς αντίθετο από εκείνο το οποίο συνέβη με το βιβλίο). Μετά την προβολή της ταινίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης οι κριτικοί θα καταλογίσουν στη σκηνοθεσία προβληματική δομή και συγκεχυμένο στυλ, ενώ θα ελέγξουν το σενάριο (το υπογράφουν ο σκηνοθέτης και ο Στρατής Καρράς) τόσο για τις τεχνικές αδυναμίες του όσο και για τον σοβινισμό και τον αντιτουρκισμό του. Περιέργως η κινηματογραφική κριτική δεν θα δοκιμάσει παρά ελάχιστες αναφορές στο λογοτεχνικό του πρωτότυπο και δεν θα αποπειραθεί την οποιαδήποτε σύγκριση μαζί του.

Γράφοντας από τη σημερινή σκοπιά για τα δύο έργα ο Αγάθος θα επισημάνει τις πολύ μεγάλες διαφορές τους τόσο ως προς τα πρόσωπα και τη δράση όσο και ως προς την τελική έκβαση της πλοκής. Ο Κούνδουρος αντιμετώπισε τη λογοτεχνική του πηγή ως ένα είδος πρώτης ύλης παίρνοντας από αυτήν μόνο την αφορμή προκειμένου να προχωρήσει σε μιαν εντελώς καινούργια (αυτόνομη και πρωτότυπη) μορφή. Διαφορές όμως μεταξύ του μυθιστορήματος και της ταινίας υπάρχουν και ως προς την ιδεολογία. Ο Βενέζης θα αφήσει χώρο για τον Τούρκο της διπλανής πόρτας, ο Κούνδουρος θα κάνει λόγο για τουρκικό μένος. Παρ' όλα αυτά, συμπεραίνει ο μελετητής, η ταινία δεν θα οδηγηθεί σε παρανάγνωση του βιβλίου και θα αποτελέσει μια πολύπτυχη κινηματογραφική αναλογία του. Στο μεταξύ ο Κούνδουρος και ο Βενέζης θα συμπράξουν νοερά σε κάτι άλλο: στην καταγγελία της αγριότητας του πολέμου.

Και από τον κινηματογράφο στην τηλεόραση.  Λίγο πριν από το τέλος της δικτατορίας και ώσπου να κλείσει ο 20ός αιώνας, τα μυθιστορήματα του Τερζάκη, του Βενέζη, του Καραγάτση, του Θεοτοκά, του Μυριβήλη, αλλά και του Κοσμά Πολίτη, της Λιλίκας Νάκου, του Θράσου Καστανάκη, του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη και του Τάσου Αθανασιάδη θα βρουν φιλόξενη θέση στους τηλεοπτικούς δέκτες. Με δεδομένο πως υπήρξαν και εδώ κάποιες αυτόνομες εκδοχές που απομακρύνθηκαν φανερά από τις πηγές τους (στον καιρό τους διατυπώθηκαν ποικίλες αιτιάσεις γι' αυτό), ο Αγάθος παρατηρεί ότι ούτε οι αιρετικές ούτε οι πιστές διασκευές έκαναν κακό στους συγγραφείς αφού έστειλαν τον κόσμο στα ράφια των βιβλιοπωλείων να αναζητήσει τις αλλεπάλληλες (εξαιτίας των τηλεοπτικών μεταφορών) επανεκδόσεις τους.  

Τι γίνεται όμως όταν ένας συγγραφέας κάθεται στην καρέκλα του σκηνοθέτη; Το 1952 ο Αγγελος Τερζάκης θα γυρίσει τη μοναδική του ταινία υπό τον τίτλο Νυχτερινή περιπέτεια. Η ταινία δεν θα ευτυχήσει στην υποδοχή της λόγω διαφόρων τεχνικών προβλημάτων, αλλά ο Αγάθος θα επισημάνει την ευκαιρία που είχε ο Τερζάκης (ένας παθιασμένος σινεφίλ) να επιστρέψει μέσα από αυτήν στα θέματα των μεσοπολεμικών του μυθιστορημάτων λίγο προτού περατώσει τον κύκλο του ως μυθιστοριογράφος: στη νοσταλγία, στην αλλοτρίωση, στη μοναξιά, καθώς και στην κρίση του ατόμου και του οικογενειακού του περιβάλλοντος.

Δείχνοντας εύστοχα πώς μπορούμε να φέρουμε κοντά δύο εντελώς διαφορετικές τέχνες και γλώσσες, χωρίς να υποτιμήσουμε καμία, ο Αγάθος θα συμπληρώσει το βιβλίο του και με άλλες προσεγγίσεις του για τη γενιά του 1930. Ξεχωρίζω, δίχως να θέλω να παραγνωρίσω τα άλλα, δύο δοκίμιά του: το ένα είναι για το ζήτημα της ελληνικότητας στον Ζορμπά  του Καζαντζάκη και στον Βασίλη τον Αρβανίτη του Μυριβήλη, το άλλο για τους «κουρασμένους» ήρωες του αστικού ρεαλισμού του Μεσοπολέμου.       


Η κυρία Έρση κοιμάται - Ν. Γ. Πεντζίκης


Επιμελείται η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη







  Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ, βυθίζει σ' ύπνο την εγωιστική συνείδηση. Και πάλι τούτο δεν γίνεται απότομα, με μιας, αλλά κατά στάδια. Υπάρχουν στάδια και φάσεις στην απώλεια, στο σβήσιμο της ατομικής συνείδησης, όσες είναι οι βαθμίδες στην περιλάλητο κλίμακα του Ιακώβ. Γεγονός πάντως είναι ότι όλα αυτά αναπτύσσονται μέσα στο κυανό χρώμα της οράσεως. Ο ήλιος κατά τη διαδρομή του στο θόλο, δηλαδή στο δρόμο που ορίζουν περιδινούμενες οι αισθήσεις μας στην ακινησία του, εκεί που μεταπίπτει από θέση σ' αντίθεση, δυο φορές κάθε εικοσιτετράωρο, κατά την λαμπρά ανατολή και το ένδοξο βασίλεμα, μας παρουσιάζει σαφή δείγματα εξελίξεως από την αιματόχρου κόκκινη αίσθηση, στο κίτρινο και κυανό. Όσοι λεπταίσθητοι εκτιμούν τις αποχρώσεις των αισθημάτων, αυτές τις δυο ώρες βρίσκουν άπειρα σημεία συσχετίσεως. Άλλη είναι όμως η πορεία εκτιμήσεως και αντιλήψεως των αναλόγων σημείων συσχετίσεως, αποκλειστικώς μέσα στο κυανό. Η συσχέτιση ανάμεσα στην άμεση πολυχρωμία και τις ανάλογες θέσεις που αναπτύσσονται στο μπλε αποκλειστικά, οδηγεί σε παρεξηγήσεις ώστε πολλοί να μιλάν για μονοτονία, όσον αφορά τον ουρανό, ή να αρνιέται την ορατότητα στη νύχτα. Βέβαια δεν πρόκειται να επαναλάβω το λάθος τον ρομαντικών, που συγκινημένοι από το χρωματικό μυστήριο της νυκτός, ισχυρίσθηκαν και προσπάθησαν να διακρίνουν το φως της με τα μάτια ανοιχτά. Βλέπουμε μην μπορώντας να δούμε, με τα μάτια κλειστά, το φως και τις αποχρώσεις της νυκτός. Η νύχτα κατέβηκε πάνω στα βλέφαρα της κυρίας Έρσης - άσχετα με την καλοκαιριάτικη λιόχαρα μέρα που μεσουρανούσε έξω απ' το αισθητό σώμα της - της στιγμή που ένιωσε σάμπως αποκλεισμένη, σάμπως μέσα σε μια αδιέξοδη κάμαρη δίχως πόρτα, τη διάθεσή της, το κέφι της, την ορμή της προς τη ζωή. Σιγά σιγά μέσα στο σκότος που άρχιζε να επικρατεί, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει από την εικόνα που έβλεπε του εαυτού της,όχι πια μόνο τα ενδύματα και τη σημασία τους, που τα 'χε άλλωστε αποβάλει όταν ξαπλώθηκε γυμνή, εγκαταλειμμένη μ' εμπιστοσύνη στον ήλιο, να ζεστάνει την ψυχρή μοναξιά της σάρκας της, να της αλλάξει το χρώμα, προφυλάγοντας μονάχα το κεφάλι της, κάτω από μια ψάθα κίτρινη, πλεγμένη από τα ίδια χορτάρια που βάζουν για μαλλιά οι πρωτόγονοι στα ξόανα ή στις μάσκες, για την παρουσίαση των αεί εόντων επουρανίων, στους επιχθονίους βροτούς, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει και πολλά ακόμα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, την ελιά στο λαιμό, όπου ο Παύλος, τον καιρό του μεγάλου τους έρωτα, προτιμούσε να την φιλά περισσότερο, τέλος πάντων, όλα εκείνα τα μοιασίματα, που καθώς την έπαιρνε στην αγκαλιά του, του ενέπνεαν τα πιο τρυφερά επίθετα, περιστέρι μου, γατάκι μου. Τίποτα, κανένα απ' αυτά δεν έβρισκε πια στον εαυτό της.

σα να της κόπηκε κι έπεσε και χάθηκε, δεν είχε πια ούτε το μικρό στραβούτσικο δάχτυλο του αριστερού της χεριού, που ακριβώς γιατί ήταν έτσι, ο Παύλος έλεγε ότι τ' αγαπούσε περισσότερο και το φιλούσε από τ' άλλα δέκα φορές πιο πολύ. Τα μάτια της μια στιγμή τα 'χασε κι αυτά. Είδε το χρωματιστό τους κύκλο ν' ανεβαίνει κατά πάνω και να κρύβεται κάτω από τα βλέφαρα, αφήνοντας πίσω του μια αγαλμάτινη σιωπή. Όταν επανήλθαν τα μάτια της ήταν άλλο πράγμα, σαν ψεύτικα, λόγω που δεν σάλευαν με το τίποτα, με ακτίνα οράσεως προσηλωμένη αδιάκοπα στο ίδιο σημείο. Τότε εξήγησε και γιατί τα μάτια των Αγίων, στις Εικόνες μέσα στους Ναούς, φαίνεται να σε παρακολουθούν παντού όπου πας, όπως δεν μπορεί να κάμει ένα φυσικό μάτι. Σε λίγο όμως και αυτά τα μάτια χάθηκαν και τη θέση τους πήρε μια πεταλούδα, που με τα φτερά της έθεσε τέρμα στην αντίθεση ανάμεσα στους δύο δέκτας της οράσεως που επέμεναν ο ένας να βλέπει μαύρο κι ο άλλος άσπρο. Πούθε ήρθε αυτή η πεταλούδα; Διερωτόνταν και σκεφτόταν. Θυμήθηκε το χέρι της. Κάποια στιγμή συντριβής ανάμεσα στις σκληρές αντιθέσεις της οράσεώς της, το είχε δει να πιάνει και να ζυμώνει τα σύννεφα, πλάθοντας την αίγλη ενός προσωπικού ηλιοβασιλέματος. Τα πόδια της τότε έσμιξαν, κόλλησαν οι κνήμες και οι μηροί. Το σώμα της το είδε να επιπλέει σα νούφαρο, φύλλο και άνθος μαζί στην ανήσυχη επιφάνεια μιας θάλασσας που το κατέτρωγε. Δεν έμεινε παρά ένα υπόλοιπο σπογγώδες στη θέση του κεφαλιού και για άκρη του ποδιού ένα θαλασσινό χτένι. Ακόμα ωστόσο ένιωθε τη σκληράδα του τείχους ενός κάστρου, που την ξεχώριζε από το νερό και δεν την επέτρεπε να διαλυθεί. Στενοχώρια δεν ένιωθε καμιά, γιατί κάτω από το κεφάλι της, είχε ένα μαξιλάρι μαλακό, καμωμένο από καλά λόγια. Δεν τρόμαξε σαν είδε, από την πολυχρωμία των συγκεχυμένων σχημάτων του ηλιοβασιλέματος, που γύρευαν να πλάσουν σάρκα και μέναν καπνός, να ξεπροβάλουν ξάφνου, και να χυμήξουν πάνω στο στήθος της, κάτι άγρια πουλιά. Το 'να κατόπι απ' τ' άλλο ερχόντουσαν και θήλαζαν τη ρώγα του βυζιού της. Όταν πια ύστερ' από ώρα έφυγαν τα πουλιά, δεν είχε μαστούς, δεν είχε στήθος και ρώγα, όπου βυζαίνει το νεογνό και τελειοποιείται σε άνθρωπο. Στη θέση τους απόμεινε μια πεταλούδα. Αυτή είχε αντικαταστήσει τώρα τα μάτια της. Δεν την ενοχλούσαν πια οι επίμονες ερωτήσεις, τι είναι ο άνθρωπος; Ευθεία, τεθλασμένη ή καμπύλη; Σχήμα κλειστό σαν αυγό ή αυγό ανοιχτό από κάποια μεριά; Αν είναι σπασμένο το αυγό και χύνεται, τότε πώς μπορεί να είναι ένα ο κορμός με τα πόδια και τα χέρια; Και το κεφάλι; Πώς φυτρώνει αυτή η απόφυση πάνω στο συμπαγές σχήμα; Ή μήπως είναι κάτι ψεύτικο το κεφάλι που βιδώνεται μετά τη φυσική γέννηση; Δεν ήθελε, δεν είχε ανάγκη να ξέρει. Δεν ρωτούσε πια. Άκουσε μια φωνή. Αυτή ήταν η Έρση. Ίσως μια σταγόνα δροσιάς, οτιδήποτε, το δεχόταν. Το είχε δηλώσει επίσημα. Μπροστά σε ιερείς και παιδιά που κρατούσαν αναμμένες λαμπάδες και γύριζαν γύρω γύρω σα να χόρευαν, συμπαρασέρνοντας κι αυτήν στον χορό, και πηδούσε αυτή που όλος ο κόσμος τη θαύμαζε, ρίχνοντάς την λιθάρια, βροχή από λόγια γλυκά. Έβλεπε την τελετή των γάμων της και το χέρι του ανδρός που την κράταγε, ώστε να μην πέφτει και τσακίζεται, εκεί που πηδούσε σα να 'χε φτερά. "Το θέλω, το δέχουμαι ", απάντησε όταν την ρώτησαν. Αλλά τι την είχαν ρωτήσει; Όχι ό,τι συνήθως ρωτάν στους γάμους, αλλά αν παραδεχόνταν να γίνει άλλο πράγμα απ' ό,τι ήταν, να μεταμορφωθεί. Κι όταν το δέχτηκε η πεταλούδα που 'ταν στα μάτια της, σήκωσε τα φτερά της και ξεσκέπασε την στεγνή κοίτη τους, όπου σαν από θαύμα άρχισαν ν' αναβλύζουν αστείρευτα δάκρυα. Έκλαιε, έκλαιε ώσπου από τα δάκρυα πλημμύρισαν οι αδειανές κόγχες, και τα μάτια της ξανά ανάτειλαν, σαν δυο πυρήνες κυττάρων σε οργασμό αναπλάσεως και πολλαπλασιασμού, σχηματίζοντας τις πλασματικές ατράκτους της καρυοκίνησης με τους πεταλοειδείς διαχωρισμούς των χρωμοσώμων και τις μετακινήσεις τους από τους δυο πόλους, προς τη νέα κοινή μεμβράνη του διαχωρισμού που επιβάλλει η ζωή. Τότε ένιωσε πραγματικά και τον Παύλο δίπλα της, που έσκυβε και της φιλούσε τα βλέφαρα.



 Από το έργο Το Μυθιστόρημα της Κυρίας Έρσης, του Ν. Γ. Πεντζίκη

Παρουσίαση

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΕΡΣΗΣ κατέχει ιδιαίτερη, μοναδική ίσως θέση στο έργο του Nίκου Γαβριήλ Πεντζίκη: ακολουθεί, ακροθιγώς βέβαια, τους θεσμοθετημένους κανόνες του λογοτεχνικού είδους του μυθιστορήματος, μέσα σε ένα συγγραφικό σύμπαν που χαρακτηρίζεται όχι τόσο από πειθαρχία στη μορφή και τους κανόνες των διαφόρων λογοτεχνικών ειδών αλλά από οργιαστικές μεταμορφώσεις και ρυθμούς αφήγησης τόσο ποικίλους που σαστίζουν το νου.



ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΕΡΣΗΣ στην οριστική του σημερινή μορφή πρωτοεκδόθηκε το 1966. H μορφή αυτή του μυθιστορήματος είναι αποτέλεσμα εκτενούς, παλίμψηστης σχεδόν, επεξεργασίας και ανάπλασης της πρώτης γραφής του έργου, η οποία είχε ολοκληρωθεί με άλλο τίτλο το 1952 και αποσπάσματα της δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Μορφές. Οι καταβολές της πρώτης γραφής συνδέονται άμεσα και στενά με τον παραθερισμό του συγγραφέα και της αρχαιολόγου συζύγου του στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής το καλοκαίρι του 1950. O παραθερισμός αυτός ήταν η πρώτη έξοδος του συγγραφέα στην ύπαιθρο μετά από μια δεκαετία περιορισμού σε αστικό χώρο εξαιτίας της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου. Tο μέθυσμα του συγγραφέα με το τοπίο αποτυπώνεται με ενάργεια στο ημερολόγιο του παραθερισμού που κράτησε τότε και δεσπόζει στο ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΕΡΣΗΣ, χαρίζοντάς μας απαράμιλλες σελίδες τοπιογραφικών περιγραφών και στοχασμού. Αντίστοιχο και ίδιας έντασης είναι το μέθυσμα του συγγραφέα με το γυναικείο σώμα. H μνημική παλίμψηστη επεξεργασία αξιώνει το μυθιστόρημα να προχωρήσει πέρα από τη ροή των γενετήσιων υγρών και να φτάσει τη ροή των δακρύων. 

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΕΡΣΗΣ συνδέεται με το γάμο του συγγραφέα, όπως η ομήλικη ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΣΚΟΡΠΙΑΣ ZΩΗΣ συνδέεται με τον τοκετό και την πατρότητα. Πέρα από την εργοβιογραφική διασύνδεση, όμως, στο έργο αυτό συντελείται ένας γάμος με την ίδια τη λογοτεχνία, αφού το ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΕΡΣΗΣ αποτελεί μια ιδιοφυή ανάπλαση και μεταμόρφωση του μυθιστορήματος Έρση του Γ. Δροσίνη (1922), που επιτρέπει στον συγγραφέα, μέσω ενός γόνιμου διαλόγου με τον Joyce και τον Παπαδιαμάντη, ν' αγγίξει και να συναναστραφεί τα ομηρικά έπη, αποτυπώνοντας έναν γάμο συμπαντικό και χαρίζοντας στη νεοελληνική γραμματεία ένα μείζον γαμήλιο άσμα. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)


Ο Πεντζίκης εδώ μιλάει για τα όνειρα με έναν τρόπο που ουδέποτε εμφανίστηκε στην ελληνική πεζογραφία. Τα όνειρα - και οι ονειρώξεις- στο έργο του μετατρέπονται σε διαπιστευτήρια του θανάτου. Για να ξεφύγεις από τον θάνατο, από την ιδέα του θανάτου, θα πρέπει να τον ζήσεις. 
Η ανάγνωση οποιουδήποτε βιβλίου του Πεντζίκη απαιτεί μεγάλη υπομονή και προσπάθεια εκ μέρους του αναγνώστη, που αντιμετωπίζει ένα έργο όπου έχει καταργηθεί το πριν και το μετά. Όπου παρελαύνουν πλήθος πρόσωπα, αλλά κανένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας. Όπου δηλαδή δεν υπάρχει ανθρωπογεωγραφία. Πρόκειται για έργο ακραίου σολιψισμού, μωσαϊκό φθοράς και ταυτοχρόνως παλίμψηστο πολλών στρωμάτων. Χρειάζεται ιώβεια υπομονή για να περάσει κανείς από το τελευταίο στο αρχικό στρώμα.


 (ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 18/1/2009)

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Η Ιστορία της Βυζαντινής λογοτεχνίας του K. Krumbacher


ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΡΟΥΜΠΑΧΕΡ: Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΤΟΥ ΥΠΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΔΑΜ. ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΥΠΟ ΚΑΡΛ ΚΡΟΥΜΠΑΧΕΡ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ - ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Α΄ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Β΄ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΙ
Γ΄ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
Δ΄ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Ε΄ ΡΗΤΟΡΙΚΗ, ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ, ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΤ΄ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ - ΠΟΙΗΣΙΣ
Α΄ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΙΣ
Β΄ ΘΥΡΑΘΕΝ ΠΟΙΗΣΙΣ
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ - ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Α΄ ΠΟΙΗΣΙΣ
Β΄ ΠΕΖΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 
ΕΠΙΤΟΜΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Το έργο του Κ. KrumbacherGeschichte der byzantinischen Literatur von Iustinian bis zum Ende de Ostromischen Reiches, (Μόναχο, 1891,μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Γεώργιο Σωτηριάδη στη σειρά της Βιβλιοθήκης Μαρασλή από το 1897-1900 ), αποτέλεσε ένα έργο σταθμό για τις φιλολογικές σπουδές, αφού, με το έργο αυτό, το «δάσος των μεσαιωνικών επυλλίων» γίνεται για πρώτη φορά γνωστό «εν τη ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων». Η σημασία της βυζαντινής και δημώδους λογοτεχνίας δεν αποκαθιστά μόνο την ποθητή συνέχεια της αρχαιότητας με τα νεότερα χρόνια· ορίζει το επιστημονικό πεδίο μέσα στο οποίο η σημασία της δημοτικής γλώσσας και των λαϊκών ιδιωμάτων αποκτά τη συμβολική ισχύ μιας «αισθητικής» γλώσσας. Η έκφραση της «εθνικής ψυχής», γνώριμος τόπος μέσα στο γερμανικό εθνικολαϊκό φολκλόρ, θα συνοδευτεί πλέον με την αντίστοιχη «γλώσσα του λαού». Αυτή η νέα αισθητική, προσαρμοσμένη σε ένα αυστηρό ιστοριογραφικό πρόγραμμα, θα αποτελέσει το πιο σημαντικό υπόβαθρο για την επαναξιολόγηση των γραμματολογικών σχημάτων από το κλίμα του δημοτικισμού.

Η Ιστορία της Βυζαντινής λογοτεχνίας του K. Krumbacher σε (τμηματική) αγγλική μετάφραση εδώ

Τα Σούτσεια









Το 1833, οι φαναριώτικες θέσεις βρίσκονται σε μια τροχιά ήπιας διαπραγμάτευσης του γραμματολογικού κανόνα, η όξυνση που θα φέρουνε Τα Σούτσεια (1853-1854) θα οδηγήσει στη σκλήρυνση των αναμετρήσεων της λογιοσύνης. Ήδη από το 1851, η θεσμοθέτηση των πανεπιστημιακών ποιητικών διαγωνισμών, εντάσσει την φιλολογία σε ένα νέο θεσμικό και ιδεολογικό πλαίσιο. Ο κανονιστικός λόγος που εκφέρεται για τα γλωσσικά και ηθικά πρότυπα της ποίησης αποκτά, μέσω της πανεπιστημιακής κριτικής, το συμβολικό κύρος μιας κυρίαρχης (και κυριαρχικής) αντίληψης για το λογοτεχνικό παρόν και παρελθόν. Το εθνορομαντικό στοιχείο και η καταγωγική αναζήτηση του έθνους στην αρχαιότητα, δεν εξασφαλίζει μόνο τους απαραίτητους τίτλους ευγένειας αλλά εξασφαλίζει και στην «καθαρεύουσα» πνευματική Αθήνα τη δυνατότητα να βλέπει τον εαυτό της μέσα από το φαναριώτικο φαντασιακό της βυζαντινής αυτοκρατορίας : ένας ακόμη ανεστραμμένος «μεγαλοϊδεατικός» τοπικισμός. Όταν ο Παναγιώτης Σούτσος, το 1853, εκδίδει - εν είδει μανιφέστου - τη Νέα Σχολή του γραφομένου λόγου, προκειμένου να υποστηρίξει την ανάσταση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας ως γλωσσικής και ποιητικής αυταξίας, η οργισμένη απάντηση του Ασώπιου, μαθητή του Κοραή, θα είναι και άμεση και αρκετά διαφωτιστική για την κριτική στο φαναριώτικο κανόνα. Ο Ασώπιος θα είναι ο πρώτος που θα αναδείξει την οργανική σχέση της κοραϊκής παράδοσης με την επτανησιακή παράδοση και θα μιλήσει για τον Βηλαρά και τον Τερτσέτη. Ο Σολωμός δεν είναι πλέον μόνο ο ποιητής του Ύμνου, αλλά και ο ποιητής του Λάμπρου. Στην πραγματικότητα, ο Ασώπιος δεν υπερασπίζεται μόνο μια διαφορετική επιλογή στη χρήση του γλωσσικού οργάνου αλλά υπερασπίζεται ένα άλλο λογοτεχνικό παράδειγμα. Η κριτική αυτή διαμάχη, χωρίς να διεκδικεί ιστοριογραφικές μέριμνες στο χώρο της λογοτεχνίας, αποτελεί, ωστόσο, μια σημαντική καταγραφή των φιλολογικών αναμετρήσεων της εποχής σε σχέση με την εθνική γραμματεία. Η σημασία της, εξάλλου, φαίνεται και από την απόπειρα των αντιπαρατιθεμένων μερών να επηρεάσουν τους ίδιους τους θεσμούς. Είναι η πρώτη φορά που η πανεπιστημιακή κριτική καλείται να πάρει, έστω και έμμεσα, θέση πάνω στην αποτίμηση όχι μόνο του λογοτεχνικού παρόντος αλλά κυρίως του λογοτεχνικού παρελθόντος. Η εποχή, πάντως, έχει δείξει τις ροπές της, που θα εκφραστούν μέσα από την υπαγωγή της λογοτεχνίας στα σχήματα της εθνικής ωφέλειας. Βρισκόμαστε, άλλωστε, στα χρόνια των συγκοινωνούντων δοχείων της επιστήμης, της αισθητικής και της πολιτικής. Η Μεγάλη Ιδέα ανακαλεί τις «αβέβαιες μνήμες» της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το έθνος «επικαιροποιεί» την ιστορία του μέσα από τις σελίδες της «βυζαντίδος» ιστορίας, και αντίστοιχα, η «εθνική γραμματεία» αναζητεί το ρόλο της μέσα από το «ζαμπελοπαπαρρηγοπούλειο» σχήμα της συνέχειας.
Είναι πολύ ευνόητο, λοιπόν, πως η αναδρομή στο γραμματολογικό παρελθόν θα παρακολουθήσει τις νέες ιδεολογικές επιταγές. Παράλληλα, σχεδόν, με τα Σούτσειατο 1854, ένας άλλος «κατάλογος» θα δει το φως της δημοσιότητας. Το έργο του Ανδρέα Παπαδόπουλου-ΒρεττούΝεοελληνική Φιλολογία, ήτοι κατάλογος των από πτώσεως της βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι εγκαθιδρύσεως της εν Ελλάδι βασιλείας τυπωθέντων βιβλίων. Βιογραφία των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων, ήδη από τον τίτλο προβάλλει τις ιδεολογικοπολιτικές συνάφειες της περιοδολόγησης. Η συμπερίληψη των εκκλησιαστικών βιβλίων μέσα στο γραμματολογικό corpus (οι άλλες δύο κατηγορίες είναι Φιλολογικά και επιστημονικά) είναι εξίσου ενδεικτική για τον αναβαθμισμένο ρόλο της θρησκείας. Το συνεκτικό επιχείρημα του «ελληνοχριστιανισμού» έχει, άλλωστε, καταστήσει σαφές ότι η Ορθοδοξία και το έθνος ταυτίζονται σε μία κοινή και συμπληρωματική πολιτικοθρησκευτική οντότητα, η οποία διεκδικεί τον ηγεμονικό της ρόλο μέσω του φρονηματιστικού λόγου της ιστοριονομίας και της εθνικής παιδαγωγίας. Η αίσθηση και η φαντασία της εθνικής ενότητας καλλιεργείται πλέον συστηματικά μέσα από τις διαρκείς διασταυρώσεις της θρησκευτικής ζωής με τον πολιτικό βίο, στη βάση της ρομαντικής ιδέας για ένα υπερβατικό έθνος με ακμαία χριστιανική πίστη και ιστορική αποστολή ανά τους αιώνες. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που στις γραμματολογίες της εποχής, η θρησκευτική λογιοσύνη, μέσω της ανακάλυψης του Βυζαντίου, αποκτά ένα ειδικό βάρος. Ο Βρετός στην εισαγωγή του είναι αρκετά διαφωτιστικός, όσον αφορά την επιλογή της περιοδολόγησης : «από πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι της πολιτικής αναγεννήσεως της αρχαίας Ελλάδος». Ο Βρετός επαναλαμβάνει τους κοινούς τόπους της εποχής του. Αλλού βρίσκεται η πρωτοτυπία του. Μια πιο προσεκτική ανάγνωση της εισαγωγής του έργου του μας δείχνει πως η πρόθεσή του είναι να συντάξει κατάλογο έργων και βιογραφιών - η «μονάδα μέτρησης» του Βρετού είναι το βιβλίο και όχι ο συγγραφέας - έτσι ώστε η εργασία του να αποτελέσει τη βάση για «την τόσον επιθυμητήν, από Έλληνας και ξένους, ιστορίαν της νεοελληνικής φιλολογίας». Το αίτημα για μια ιστορία της νεοελληνικής φιλολογίας φαίνεται πως ήδη έχει ωριμάσει, αφού, λίγο πολύ, όλες οι συγγραφικές απόπειρες συντονίζονται κάτω από τον ίδιο κοινό παρονομαστή. Ταυτόχρονα, ωριμάζει και το αίτημα για μια εξελικτική αντιμετώπιση της ελληνικής γραμματείας, μέσα από τη διάκριση της λόγιας από τη λαϊκή κουλτούρα. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1859, ο Ζαμπέλιος με τη μελέτη του Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ θα μιλήσει για τη διπλή παράδοση της ελληνικής γραμματείας, τη Σχολαστική και την Ποιητική, παρέχοντας ένα συνολικό σχήμα ταξινόμησης : από τη μια μεριά, τα Πτωχοπροδομικά, οι έμμετρες ερωτικές μυθιστορίες, η κρητική παράδοση και οι Επτανήσιοι· από την άλλη μεριά, ο «βυζαντινός αττικισμός», που αναβιώνει ως τις μέρες του.


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΖΟΣ ΡΑΓΚΑΒΗΣ "ΓΛΟΥΜΥΜΑΟΥΘ"

Εικόνα της "Γλουμυμάουθ": ο βικτωριανός Α. Ρ. Ραγκαβής


Από τους 23 τόμους που αποτελούν τα "Άπαντα" του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή (1809-1892), μόλις τρεις συγκεντρώνουν το δημιουργικό πεζογραφικό έργο. Κι όπως λέει ο Τάκης Καγιαλής, "ασφαλώς δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, από τα δεκαεννιά πρωτότυπα διηγήματα που έγραψε από το 1847 ως το 1853 [...] τα δέκα εξελίσσονται στην Αγγλία του 19ου αιώνα". Γι' αυτό, ίσως, τούτα τα διηγήματα ξεχάστηκαν από το ευρύτερο αναγνωστικό μας κοινό και, σε μεγάλο βαθμό, αγνοήθηκαν από τους ειδικούς. Η παρούσα, αυθεντική συγκριτολογική μελέτη εξετάζει σε πλάτος ένα από τα πιο πρώιμα διηγήματα του Ραγκαβή, το "Γλουμυμάουθ" (1848)· η λέξη σημαίνει "Το Στόμα του Ερέβους". "Πρόκειται για έργο που εισάγει τη θεματική και την προβληματική της βικτωριανής κοινωνικής πεζογραφίας στα ελληνικά γράμματα [παρουσιάζοντας] έναν επίκαιρο κοινωνικό ζήτημα, το οποίο πραγματεύεται στο πλαίσιο του ιδεολογικού προβληματισμού που αναπτύσσεται στην Αγγλία της εποχής του". Έτσι, φωτίζονται, τεκμηριωμένα, όχι μόνο νέες διαστάσεις επικοινωνίας της νεότερης ελληνική λογοτεχνίας με τη σύγχρονή της αγγλικής, μα και άγνωστες όψεις του συγγραφικού προβληματισμού του Ραγκαβή. Όψεις που, με την πρόσφατη αναζωπύρωση του ενδιαφέροντός μας για τη ρομαντική λογοτεχνία και νοοτροπία, οδηγούν σε αδιερεύνητες προοπτικές με πλήθος γόνιμα συμπεράσματα.