Ανθή Βηδενμάιερ
Ο Νάσος Βαγενάς συγκεντρώνει σε αυτό το βιβλίο διάφορα κείμενά του που έχει συντάξει σε ένα διάστημα τριάντα χρόνων - από το 1973 έως το 2003. Τα εκτενέστερα, με μικρές παραλλαγές, βρίσκονται ήδη στην πρώτη έκδοση του βιβλίου, του 1989. Στη δεύτερη έκδοση προσθέτει άλλα οκτώ κείμενα, στην πλειοψηφία τους βραχύτερα, προσδίδοντας μια καλύτερη ισορροπία στα δύο μέρη του βιβλίου. Εκτός από δύο κείμενα - τα υπόλοιπα έχουν ήδη δημοσιευτεί σε πρακτικά συνεδρίων, στο περιοδικό «Πολίτης», στις εφημερίδες «Καθημερινή» και «Βήμα», ένα στο «Συνομιλώντας με τον Καβάφη: Ανθολογία ξένων καβαφογενών ποιημάτων» (2000) και ένα στον τιμητικό τόμο για τον Σπύρο Ευαγγελάτο (2001). Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, το πρώτο έχει τον τίτλο «Ποίηση και Μετάφραση» και το δεύτερο «Ποιητές και Μεταφραστές», και κλείνει με ένα χρήσιμο ευρετήριο ονομάτων. Χαρακτηριστικό στοιχείο του είναι η επιμελημένη αισθητική των εκδόσεων στιγμή καθώς και ο πολυτονικός τρόπος γραφής του Νάσου Βαγενά.
Τα παραθέματα δύο κεντρικών μορφών της νεοελληνικής λογοτεχνίας, του Ιωάννη Βηλαρά και του Κωστή Παλαμά, για τη μετάφραση, τα οποία συναντούμε στις πρώτες σελίδες του βιβλίου παραπέμπουν στην ιστορία της μετάφρασης στη νεότερη Ελλάδα. Οι δύο μεγάλοι ποιητές καταθέτουν ότι η μετάφραση αποτελεί το πρωτότυπο για όσους τη διαβάζουν και επίσης ότι οι άπιστοι μεταφραστές είναι ίσως οι πιο πιστοί. Σε αυτά τα παραθέματα μοιάζει να συμπυκνώνεται η μεταφραστική θεώρηση του Νάσου Βαγενά για τη μετάφραση. Με την ευαισθησία του ποιητή, τις γνώσεις του μεταφραστή και την αυστηρή ματιά του καθηγητή και κριτικού της λογοτεχνίας, ο Νάσος Βαγενάς αναζητά τον ορισμό της πιστότητας και της ποιητικότητας στη μετάφραση της ποίησης, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να είναι ένα ποίημα που να λειτουργεί σαν πρωτότυπο. Δεν δέχεται τη μη μεταφρασιμότητα της ποίησης ούτε όμως και την παραλλαγή αυτής της άποψης ότι για να είναι μια μετάφραση ωραία θα πρέπει να είναι άπιστη, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για ρητορικές και παραπλανητικές υπερβολές που δεν συμβάλλουν σε μια εποικοδομητική ενασχόληση με τη μετάφραση της ποίησης. Και όταν ο αναγνώστης ξαφνιάζεται συναντώντας στην πρώτη φράση του πρώτου κειμένου τον γνωστό αφορισμό του Robert Frost ότι «ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση», ο Βαγενάς - προς ανακούφιση του αναγνώστη του - πολύ γρήγορα και πολύ ορθά διευκρινίζει πως «σκοπός του Φροστ δεν είναι να ορίσει τη μετάφραση αλλά την ποίηση» (σελ. 18).
Ποίηση και Μετάφραση
Το πρώτο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει πέντε κείμενα με τους βασικούς προβληματισμούς του Νάσου Βαγενά σε σχέση με την πιστή μετάφραση, τη μετάφραση σε έμμετρο ή ελεύθερο στίχο και τη σχέση του μεταφραστή με τον ποιητή και το ποίημα που μεταφράζει.
Πιστότητα
Στο κείμενο με τίτλο «Η μετάφραση ως πρωτότυπο» ο Νάσος Βαγενάς υποστηρίζει ότι μια μετάφραση πρέπει να είναι πιστή προς το νόημα, το νόημα όμως ενός ποιήματος δεν είναι το περιεχόμενό του, όπως στην πρόζα. Έτσι αναζητά στη συνέχεια τα στοιχεία που διακρίνουν την ποίηση από την πρόζα και που δεν έγκεινται στην εξωτερική μορφή αλλά στη διαφορετική κίνηση των λέξεων, στον ρυθμό του κειμένου, στο ότι η μονάδα στην ποίηση είναι η λέξη και όχι η φράση, στο ότι η ποίηση εκφράζει συγκινήσεις και όχι σκέψεις. Συνεπώς το καθήκον του μεταφραστή είναι να παραμείνει πιστός στο συγκινησιακό νόημα του πρωτότυπου ποιήματος. «Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει, αν οι λέξεις του δεν λειτουργούν με τέτοιο τρόπο, που να δίνουν την αίσθηση ότι η γλώσσα του χορεύει μ' έναν ρυθμό παρόμοιο με τον ρυθμό του πρωτότυπου.» (σελ. 20). Εκεί, βεβαίως, εντοπίζεται η πρώτη δυσκολία της μετάφρασης. Η δεύτερη είναι ότι ο μεταφραστής ερμηνεύει το νόημα του ποιήματος μέσα από τη δική του ανάγνωση. «Η μετάφραση ενός ποιήματος σαν μια πράξη ατομική είναι αναγκαστικά μια πράξη υποκειμενική» (σελ. 21). Γι' αυτό τον λόγο, απαραίτητο για μια πιστή μετάφραση είναι η ευαισθησία του ποιητή να συγγενεύει με την ευαισθησία του μεταφραστή και αυτές οι δύο ευαισθησίες, οι δύο ρυθμοί, να συναντηθούν στη γλώσσα του μεταφραστή. Στους ρυθμούς πρέπει στη συνέχεια να χωρέσουν οι λέξεις, γι' αυτό η μετάφραση δεν γίνεται κατά λέξη αλλά κατ' αντιστοιχία, απαλλαγμένη από κάθε ίχνος μεταφρασιμότητας. «Αυτό είναι το παράδοξο της ποιητικής μετάφρασης: ότι η μετάφραση ενός ποιήματος δεν μπορεί να είναι μετάφραση, αν δεν αρνείται τον εαυτό της. Αν δηλαδή δεν στέκεται σαν ένα πρωτότυπο ποίημα» (σελ. 23). Ο Βαγενάς παραθέτει τρία παραδείγματα, μέσα από τα οποία αναλύει τα όρια της ελευθερίας που έχει ένας μεταφραστής παραμένοντας ωστόσο πιστός στις εικόνες του πρωτότυπου, στον τόνο, στον ρυθμό. Το πρώτο παράδειγμα είναι οι δύο πρώτοι στίχοι του ποιήματος «Θριαμβική πομπή» του Eliot σε μετάφραση του Κλείτου Κύρου και του Στάθη Δερμεντζόγλου, το δεύτερο η μετάφραση του ποιήματος του Corbière «Μικρός που πέθανε στ' αστεία» από τον Καρυωτάκη σε αντιπαραβολή με τη μετάφραση του Λάζαρου Πηνιατόγλου και το τρίτο η εισαγωγή του ποιήματος «Τέσσερα Κουαρτέτα» του Eliot σε μετάφραση του Αντώνη Δεκαβάλλε και στην παράφραση του Γιώργου Σεφέρη, η οποία ωστόσο αποδεικνύεται πιστότερη μεάφραση. Με αυτή την ευκαιρία αναφέρεται στις απόψεις του Σεφέρη για τη μετάφραση αλλά και στο μεταφραστικό του έργο χωρίς να φείδεται κριτικής για τη διστακτικότητα και ενίοτε αμηχανία του Σεφέρη ως μεταφραστή. Κλείνει αυτό το εκτενέστερο σε σύγκριση με όλα τα άλλα κείμενο του βιβλίου αναφερόμενος και πάλι στην ερμηνευτική διάσταση της ανάγνωσης της ποίησης και συνεπώς της μετάφρασής της και συνοψίζοντας τις θέσεις του για τη μετάφραση της ποίησης αλλά και για τους ποιητές ως μεταφραστές.
Η δεύτερη γραφή
Ο τίτλος «Προϋποθέσεις της 'δεύτερης γραφής'» του δεύτερου κειμένου παραπέμπει στη «Δεύτερη γραφή» (1976) του Ελύτη, όπου συγκεντρώνονται διάφορες μεταφράσεις του, άνισες μεταξύ τους κατά την άποψη του Βαγενά. Το μη ικανοποιητικό αποτέλεσμα οφείλεται στην «έλλειψη της βαθύτερης συγγένειας του Ελύτη» (σελ. 45) με τον Ungaretti, τον Lorca, τον Rimbaud, τον Lautréamont, ποιητές που μεταφράζει παρά το διαφορετικό ρυθμό της δικής του ιδιοσυγκρασίας. «Και επειδή οι ρυθμοί αυτοί [του πρωτοτύπου] είναι πιο σύντομοι και οι λέξεις με τις οποίες ενσαρκώνονται δεν αρκούν για να καλύψουν το μήκος των δικών του ρυθμών, ο Ελύτης αισθάνεται ένας μέρος της φωνής του άδειο, στο κενό. Το κενό αυτό νιώθει την ανάγκη να το καλύψει με πρόσθετες λέξεις. Έτσι ο ρυθμός αυτών των μεταφράσεων πάσχει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, από μια διαταραχή» (σελ. 46). Αντιθέτως, ο Ελύτης φανερώνει τη συγγένειά του με τον Eluard ή τον Jouve σε μεταφράσεις που «οι ρυθμοί τους ξεδιπλώνονται με τέτοιο κύρος και με τέτοια σταθερότητα, που θα νόμιζε κανείς πως είναι ποιήματα γραμμένα κατευθείαν στα ελληνικά» (σελ. 47). Εδώ ο Βαγενάς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει η εκλεκτική συγγένεια ανάμεσα στον ποιητή και στον μεταφραστή-ποιητή, ίσως η μετάφραση είναι καλύτερα να γίνεται από «μεταφραστές με ασθενική ποιητική ιδιοσυγκρασία, που να μπορούν να προσαρμόσουν εύκολα τις διαθέσεις τους στις διαθέσεις του πρωτοτύπου» (σελ. 49).
Ελεύθερος στίχος
Στο τρίτο κείμενο με τίτλο «Η μετάφραση των έμμετρων μορφών στην εποχή του ελεύθερου στίχου» ο Βαγενάς καταπιάνεται με ένα θέμα, το οποίο έχει ήδη θίξει στα προηγούμενα δύο κείμενά του, και το οποίο εδώ αναλύει μέσα σε ένα στέρεο θεωρητικό-λογοτεχνικό και ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο. Ξεκινά από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι «στη στιχουργική μορφή περιέχεται η έννοια της τάξης, η αρμονία που θέλησε ο ποιητής» (σελ. 51), τονίζει ωστόσο ότι η σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου στην ποίηση δεν είναι αυθαίρετη, όπως στην κοινή γλώσσα, αλλά οργανική. Η μορφή επομένως αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του περιεχομένου μιας λέξης, καθορίζεται ωστόσο από το ποιητικό είδος στο οποίο ανήκει το ποίημα, αλλά και από τη λογοτεχνική παράδοση από την οποία αυτό το είδος απορρέει. Κι αν ο έμμετρος στίχος αποτελεί τη γλωσσική έκφραση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής δομής, αυτή η δομή και η τάξη αλλάζουν στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και μαζί τους αναπόφευκτα αλλάζουν και οι τρόποι έκφρασης στη λογοτεχνία. «Το ποίημα σε πρόζα και ο ελευθερωμένος στίχος […] είναι τεκμήρια της μεγάλης αλλαγής που επήλθε στη δυτική ευαισθησία αυτή την περίοδο» (σελ. 54). Ενδιαφέρουσα είναι η έννοια του μορφικού σημείου, την οποία εισάγει ο Βαγένας, για να ορίσει «το σημαίνον της ποιητικής μορφής μαζί με το σημαινόμενό του» (σελ. 55). Ο έμμετρος στίχος επομένως μιας παλιότερης εποχής πρέπει να μεταφραστεί σε μια μορφή της σύγχρονης ποιητικής παράδοσης, ώστε το 'νόημα' που είχε το έμμετρο ομοιοκατάληκτο ποίημα για τον τότε αναγνώστη να μεταφερθεί με μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μορφική αντιστοιχία για τον σημερινό αναγνώστη. Αυτό δεν σημαίνει ότι αναγκαστικά «κάθε παλαιό έμμετρο ποίημα θα πρέπει σήμερα να μεταφράζεται σε μια μορφή ελεύθερου στίχου […αλλά…] ότι καμμία μετάφραση παλαιάς έμμετρης μορφής στην εποχή του ελεύθερου στίχου δεν μπορεί να ελπίζει σε πιστότητα προς την παλαιά έμμετρη μορφή, αν η μορφή της δεν έχει διαπλαστεί μέσα από την εμπειρία του ελεύθερου στίχου» (σελ. 58). Τη θέση του αυτή ο Βαγενάς την αποσαφηνίζει μέσα από παραδείγματα μεταφράσεων που αναφέρει στη συνέχεια, όπως τις μεταφράσεις του Βηλαρά, του Σολωμού, του Παλαμά που συνειδητά συνέβαλαν στη διαμόρφωση της νεότερης ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης, τις μεταφράσεις σε ελεύθερο στίχο της «Παλατινής Ανθολογίας» από τον Γιώργο Ιωάννου, της «Οδύσσειας» από τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, του «Άμλετ» από τον Γιώργο Χειμωνά, σονέτων του Σαίξπηρ από τον Στυλιανό Αλεξίου. Στον Αλεξίου αναφέρεται εκτενέστερα, για να δείξει «τι μπορεί να κάνει ένας εμπνευσμένος μεταφραστής της εποχής του ελεύθερου στίχου με μια καθορισμένη παλαιά μορφή, όπως το σονέτο» (σελ. 61) και κλείνει αυτό το πολύ περιεκτικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο παραθέτοντας ένα σονέτο σε μετάφραση του Αλεξίου.
Οκτώ θέσεις για τη μετάφραση της ποίησης
Με αυτόν τον τίτλο παρατίθενται οκτώ σύντομα κείμενα για την ποίηση και τη μετάφραση, στα οποία ο Βαγενάς με αποφθεγματικό τρόπο παραθέτει τις απόψεις του στα βασικά ερωτήματα για τη μετάφραση της ποίησης. Ξεκινά από τη μη μεταφρασιμότητα της ποίησης, καθώς η γλώσσα της ποίησης είναι μια ιδανική μορφή γλώσσας, όπου το σημαίνον δεν μπορεί να ξεχωρίσει από το σημαινόμενο, ενώ αντιθέτως η μετάφραση προϋποθέτει την αυθαίρετη σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου. Ωστόσο, η ποίηση μεταφράζεται, και η μετάφρασή της είναι μια ανα-δημιουργία που αποτελεί μια πραγματική τέχνη, η οποία επιτρέπει την επίδραση ανάμεσα σε ποιητές διαφορετικών γλωσσών. Γι' αυτό τον λόγο «μια ιστορία της λογοτεχνίας που δεν περιλαμβάνει τις μεταφράσεις είναι μια ελλιπής ιστορία. Μια ποιητική ανθολογία που δεν περιλαμβάνει μεταφράσεις είναι μια ελλιπής ανθολογία» (σελ. 69).
Η μεταφραστική ανελευθερία του ελεύθερου στίχου
Στο πέμπτο κείμενο με τίτλο «Το πρόβλημα της μετάφρασης του ελεύθερου στίχου» ο Νάσος Βαγενάς επανέρχεται σε αυτό το θέμα (δώδεκα χρόνια μετά τη γραφή του τρίτου κειμένου), για να επισημάνει την πτώση της ποιητικότητας στις νεοτερικές μεταφράσεις. Υποστηρίζει ότι αυτό οφείλεται στην προσκόλληση των μεταφραστών στο σημαινόμενο του ποιήματος κι όχι στη σχέση του σημαινόμενου με το σημαίνον ή αλλιώς στο νόημα και όχι στη μορφή, κι ακόμη λιγότερο στο σύνολο που διαμορφώνει η απαραβίαστη σχέση μορφής και νοήματος στην ποίηση. Υπογραμμίζει τη δυσκολία να προσδιοριστεί η μορφή του ελεύθερου στίχου, δηλαδή ο ρυθμός που διέπει κάθε ποίημα - είτε έμμετρο είτε όχι - ο οποίος πλέον «στηρίζεται σε κάποιο είδος μέτρου […] που είναι διαφορετικό από το μέτρο της έμμετρης ποίησης» (σελ. 74). Το μέτρο που διέπει τον ελεύθερο στίχο είναι το ιδιαίτερο και προσωπικό μέτρο του ποιητή και γι' αυτό παραμένει λιγότερο ευδιάκριτο, ενώ παράλληλα οδηγεί συχνά στην ψευδαίσθηση ότι η μετάφρασή του είναι πιο εύκολη. Με παράδειγμα τη μετάφραση μιας ωδής του Πετράρχη από τον Σολωμό, αναλύει πώς ο Σολωμός «παράγει ένα στροφικό σύστημα που έχει με τα ελληνικά στιχουργικά συμφραζόμενα, αναλογικά, τη σχέση που έχει με τα ιταλικά στιχουργικά συμφραζόμενα το στροφικό σχήμα του ποιήματος του Πετράρχη» (σελ. 77). Η μεταφραστική πιστότητα εντοπίζεται από τον Βαγενά στην αναπαραγωγή των εικόνων του Πετράρχη σε έναν ρυθμό αντίστοιχο του πρωτοτύπου, έτσι ώστε «η αίσθηση που μας δίνει το σολωμικό κείμενο είναι η αίσθηση που μας δίνει ένα πρωτότυπο ποίημα» (σελ. 79). Στον αντίποδα αυτής της μεταφραστικής προσέγγισης βρίσκεται η μετάφραση της «Έρημης χώρας» του Eliot από τον Σεφέρη, στην οποία η προσπάθεια της πιστής μεταφοράς των λέξεων έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια του σφρίγους του ρυθμού του πρωτοτύπου. Ο Βαγενάς αναφέρεται στη «μεταφραστική συντηρητικότητα του Σεφέρη (η οποία επιβεβαιώνεται και από μαρτυρίες των δικών του μεταφραστών, του Edmund Keeley και του Kimon Friar)» (σελ. 84). Ο μεγάλος ποιητής που παρομοίωσε τη μετάφραση με την αντιγραφή ενός πίνακα κάποιου ζωγράφου, δεν κατορθώνει να μεταφέρει τον ρυθμό του πρωτοτύπου ούτε στη μετάφραση του ποιήματος του Yates «Ταξίδι στο Βυζάντιο» που παρατίθεται ως ένα ακόμη παράδειγμα. Το εκτενές αυτό κείμενο κλείνει με τέσσερις εύστοχες παρατηρήσεις του Βαγενά για το πώς η μετάφραση της ποίησης μετά το 1930 στην Ελλάδα οδήγησε σε μεγάλο βαθμό σε μεταφράσεις όχι «κατ' αντιστοιχίαν» αλλά «κατ' εξωτερικήν πανομοιοτυπίαν» αλλά και στη μετάφραση παλιών έμμετρων ποιημάτων σε ελεύθερο ανομοιοκατάληκτο στίχο, ίσως γιατί «οι ποιητές και οι μεταφραστές του ελεύθερου στίχου δεν είναι ασκημένοι στο να γράφουν έμμετρο στίχο», έτσι ώστε «ο ελεύθερος στίχος […] κατέληξε, στην Ελλάδα τουλάχιστον, σε μια μεταφραστική ανελευθερία, αφού περιοριστική είναι στη μετάφραση της ποίησης η προσκόλληση στο γράμμα» (σελ. 87-88).
Ποιητές και μεταφραστές
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου ο Νάσος Βαγενάς κατέθεσε τη θεωρητική του προσέγγιση για τη μετάφραση της ποίησης χρησιμοποιώντας παραδείγματα για την αποσαφήνισή της, ενώ στο δεύτερο μέρος ακολουθεί την αντίστροφη πορεία: εξετάζει ποιητές που μεταφράζουν και μεταφράζονται «υπό το πρίσμα των θεωρητικών απόψεων του πρώτου μέρους» (σελ. 11). Πρόκειται για μελέτες συγκεκριμένων πλέον περιπτώσεων ενός μεγάλου αριθμού ελλήνων και ξένων ποιητών και ποιητών-μεταφραστών, οι οποίοι μέσα από ένα συνεχή μεταφραστικό διάλογο διαμόρφωσαν την προσωπική τους ποίηση και ενίοτε τον λογοτεχνικό κανόνα των χωρών τους. Ο Νάσος Βαγενάς αναλύει κριτικά και εύστοχα την πολυσυζητημένη και αμφιλεγόμενη ενασχόληση των ποιητών με τη μετάφραση.
Γιώργος Σεφέρης - Οδυσσέας Ελύτης
Αφιερώνει τέσσερα κείμενα στον Σεφέρη και το μεταφραστικό του έργο: «Ο Σεφέρης ως μεταφραστής της αγγλικής ποίησης», «Σχόλια στον Σεφέρη», «Αποκάλυψη νεοελληνική» και «Ένα κριτικό αίνιγμα», όπου εν μέρει στο δεύτερο και κυρίως στο τρίτο κείμενο τον αντιπαραβάλλει με τον Ελύτη ως μεταφραστή και αναλύει τόσο τη σχέση τους με τη γλώσσα όσο και τις μεταφραστικές θεωρήσεις τους. Εξαιρετικά ενδιαφέρον το συμπέρασμά του όσον αφορά τη διαφορά μεταξύ της γλώσσας των μεταφράσεων και της γλώσσας των ποιημάτων του Σεφέρη και του Ελύτη - ειδικότερα σχετικά με τους παλαιοδημοτικούς τύπους των μεταφράσεων: «Ο Σεφέρης και ο Ελύτης ανήκουν σε μια γλωσσικά μεταβατική γενεά, αυτή που μεσολαβεί ανάμεσα στην παραδοσιακή και στη μεταπολεμική μας ποίηση. […] Έτσι η μετάφραση θα πρέπει να λειτούργησε ως ο κατάλληλος χώρος για να αποθέσουν μια γλωσσική ύλη που ένοιωθαν να τους δημιουργεί προβλήματα» (σελ. 104). Μία δυνατότητα σύγκρισης του μεταφραστικού έργου των δύο ποιητών προσφέρει η «Αποκάλυψη», την οποία μετέφρασαν και οι δύο στη νεοελληνική, με μια απόσταση είκοσι χρόνων. Εκεί ο Σεφέρης «μεταφέρει πιστά το νόημα των λέξεων χωρίς ιδιαίτερες προσωπικές παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες υπαγορευόμενες από την ανησυχία μήπως η μετάφρασή του δεν ακούγεται ποιητική […] απεναντίας ο Ελύτης μεταφράζει σε μια μορφή που λειτουργεί με μια δική της αυτονομία» (σελ. 122).
Νίκος Καζαντζάκης - Kimon Friar
Στην «Οδύσσεια δύο ποιητών» ο Βαγενάς συγκρίνει την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη με την αγγλική μετάφρασή της από τον Kimon Friar και εύστοχα σημειώνει ότι η «γλώσσα για να είναι πραγματικά ποιητική πρέπει να διαθέτει έναν επαρκή βαθμό προφορικότητας, μιαν ικανοποιητική ποσότητα φυσικής ανάσας». Χαρακτηρίζει την έκφραση της «Οδύσσειας» του Καζαντζάκη τεχνητή, σε αντίθεση με την «Οδύσσεια» του Friar, ο ρυθμός της οποίας «είναι τόσο συναρπαστικός, που με υψώνει και με περνά πάνω από τις τάφρους της ξένης γλώσσας» (σελ. 96). Κι αν ακόμη, προσθέτει, οι γνώσεις του της αγγλικής γλώσσας δεν του επιτρέπουν ενδεχομένως να αισθανθεί την ενδεχόμενη τεχνητότητα και αυτού του κειμένου, «η δύναμη της ποίησης στηρίζεται κατά ένα μέγα μέρος στις παρανοήσεις» (σελ. 96).
Ανδρέας Κάλβος
Στο κείμενο «Ο Κάλβος και οι ψαλμοί του Δαβίδ» ο Νάσος Βαγενάς, που έντεκα χρόνια αργότερα θα επιμεληθεί την «Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1992), παρουσιάζει το μεταφραστικό έργο του Κάλβου και ιδιαίτερα αναλυτικά τη μετάφρασή του των Ψαλμών του Δαβίδ που αναδημοσίευσε ο μελετητής του Γιάννης Δάλλας στις εκδόσεις Κείμενα. Το ενδιαφέρον στην περίπτωση του Κάλβου είναι ότι πρόκειται για έναν ιταλό ποιητή, ελληνικής καταγωγής, που αποφάσισε να γράψει και να μεταφράσει στην ελληνική γλώσσα, επηρεασμένος από τον αγώνα των Ελλήνων για την απελευθέρωσή τους από τους Τούρκους. Επίσης ενδιαφέρον το πώς το μεταφραστικό του έργο επηρεάζει το δικό του: «αν ο Κάλβος δεν τύχαινε να γνωρίσει τη μεταφραστική εμπειρία των Βιβλικών κειμένων, η ποίησή του θα ήταν αρκετά διαφορετική από αυτή που γνωρίζουμε» (σελ. 108).
Ugo Foscolo
Στις «Μεταφραστικές ανασκαφές» ο Βαγενάς αναφέρεται αρχικά στον λειτουργικό ρόλο «που παίζει η μετάφραση - κυρίως η μετάφραση της ποίησης - στην ανάπτυξη και την εξέλιξη της λογοτεχνίας μιας χώρας, ως θρεπτική πηγή της και διαμορφωτής νέων ιδεών και μορφών» (σελ. 125). Τονίζει την ανάγκη για μια λογοτεχνική αρχαιολογία, στο πλαίσιο της οποίας παρουσιάζει μια ανθολογία επτανησιακών μεταφράσεων του Foscolo, με επτά σονέτα επιλεγμένα από τον Στέφανο Ροζάκη (εκδ.Ωκεανίδα). Ο Βαγενάς συγκρίνει και κρίνει διάφορες μεταφράσεις, επισημαίνει τις ελλείψεις της έκδοσης, καταλήγει, ωστόσο, στο ότι «η ανθολογία του Ροζάνη είναι αξιανάγνωστη. Γιατί κάνει προσιτές μερικές ωραίες μεταφράσεις ποιημάτων του Φόσκολο και προσφέρει μια γεύση της μεταφραστικής τέχνης των Επτανησίων» (σελ. 130).
Κωνσταντίνος Καβάφης
Το κείμενο «Η παγκοσμιοποίηση του Καβάφη» αποτελεί την εισαγωγή στην επιμελημένη από τον Βαγενά έκδοση «Συνομιλώντας με τον Καβάφη: Ανθολογία ξένων καβαφογενών ποιημάτων» (Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2000). Πρόκειται για μια ανθολογία που συγκεντρώνει 153 ποιήματα 135 ποιητών από 30 χώρες, γραμμένα σε 19 γλώσσες, τα οποία είτε εμπνέονται από την ποίηση ή τη μορφή του Kαβάφη είτε συνομιλούν με αυτές. Αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα λογοτεχνικού διαλόγου μέσα από τη μετάφραση, ενώ ας σημειωθεί ότι για την έκδοση αυτή εργάστηκαν 22 μεταφραστές που μετέφεραν - ή επανέφεραν - στην ελληνική γλώσσα τις φωνές μειζόνων ποιητών της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Giacomo Leopardi
Στην «Εισαγωγή σε μια μετάφραση ενός ποιήματος» ο Νάσος Βαγενάς καταθέτει μια δική του μετάφραση ενός ποιήματος του Leopardi, με εκτενή σχόλια και σαφή τεκμηρίωση των αποφάσεών του. Δίνει έτσι το μοναδικό σε αυτόν τον τόμο δείγμα του μεταφραστικού έργου του, ενώ συγχρόνως παρουσιάζει τον τρόπο, με τον οποίο ένας μεταφραστής αναζητά τις εικόνες, τα βιώματα και τις επιρροές του ποιητή που μεταφράζει.
Zbigniew Herbert
Στην «Ηθική της ειρωνείας» ο Βαγενάς παρουσιάζει τον πολωνό ποιητή Zbigniew Herbert και τις ελληνικές μεταφράσεις του, επ' ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου «Η ψυχή του κ. Cogito και άλλα ποιήματα» από τον Χάρη Βλαβιανό (εκδ. Γαβριηλίδης, 2001). Επισημαίνει ότι μία 'διανοητικής' υφής ποίηση, όπως αυτή του Herbert «φαίνεται εκ πρώτης όψεως εύκολα μεταφράσιμη, όμως δεν είναι» (σελ. 163), γιατί απαιτεί πιστότητα και στη μεταφορά του γνωστικού περιεχομένου των λέξεων. Υπογραμμίζει δε ότι ο Βλαβιανός κατορθώνει με επιτυχία να αναπαραγάγει τόσο το γνωστικό περιεχόμενο όσο και τους ρυθμούς της ποίησης και ότι αυτό έχει άμεση σχέση με το γεγονός ότι επέλεξε να μεταφράσει ποιήματα που ταιριάζουν στη δική του ποιητική ιδιοσυγκρασία, προϋπόθεση αποφασιστικής σημασίας για την επιτυχημένη μετάφραση της ποίησης.
Σχόλια
Ειδικά με τη δεύτερη, εμπλουτισμένη έκδοση του έργου του, ο Νάσος Βαγενάς μας δίνει μια πλούσια και εμπεριστατωμένη κατάθεση για τη μετάφραση της ποίησης. Η γραφή του χαρακτηρίζεται έντονα από τη ματιά του ποιητή και του κριτικού της λογοτεχνίας, και αποδεικνύει τις βαθιές γνώσεις του της ελληνικής και ξένης ποίησης. Χωρίς να περιέχει ούτε ένα μεταφρασεολογικό όρο αποτελεί ένα έργο απαραίτητο για όσους ασχολούνται σήμερα με τη μεταφρασεολογία και φυσικά με τη μετάφραση της ποίησης.