Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Η ΣΕΛΗΝΗ από τον Σολωμό στον Βαγενά!


ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΕΛΗΝΗ

Γλυκύτατη φωνή βγάν’ η κιθάρα,
και σε τούτη την άφραστη αρμονία
της καρδιάς μου αποκρίνεται η λαχτάρα.


 Γλυκέ φίλε, είσαι συ, που με τη θεία
έκσταση του Οσσιάνου, εις τ’ ακρογιάλι,
της νυχτός εμψυχείς την ησυχία.


 Κάθισε για να πούμε ύμνον στα κάλλη
της Σελήνης· αυτήν εσυνηθούσε
ο τυφλός ποιητής συχνά να ψάλλει.


Μου φαίνεται τον βλέπω που ακουμβούσε
σε μίαν ετιά, και το φεγγάρι ωστόσο
στα γένια τα ιερά λαμποκοπούσε.


Απ’ το Σκοπό, να το, προβαίνει· ω πόσο
συ τη νύχτα τερπνά παρηγορίζεις!
Ύμνον παθητικό θε να σου υψώσω,


παθητικό σα εσένα, όταν λαμπίζεις
στρογγυλό, μεσουράνιο, και το φως σου
σε ταφόπετρα ολόασπρη αποκοιμίζεις.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ




ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ



(απόσπασμα από το ποίημα Να είστε ευγενικοί)

Ο ήλιος ερωτεύτηκε τη γη
Κι η γη είν’ ερωτευμένη με τον ήλιο
Είναι δικό τους θέμα
Υπόθεση δική τους
Και σε περίπτωση έκλειψης
Δεν είναι διόλου φρόνιμο κι ευγενικό να τους κοιτάτε
Πίσω απ’ τα βρώμικα μικρά
Φυμέ τζαμάκια σας
Κείνη την ώρα θα τσακώνονται ασφαλώς
Όμως αυτά είναι θέματα προσωπικά
Καλύτερα κανείς να μην ανακατεύεται
Γιατί
Αν μπεις στη μέση κινδυνεύεις πια να μεταμορφωθείς
Σε μια πατάτα παγωμένη
Ή σ’ ένα απλό εργαλείο που τα μαλλιά σγουραίνει
Έτσι είναι
Όσο για τ’ άλλα δε μας αφορούν
Η γη αγαπάει τον ήλιο και γυρίζει ολοένα
Κι εκείνος τη θαυμάζει
Κι όμορφη τη βρίσκει
Και λάμπει επάνω της
Κι όταν κουράζεται
Πάει και ξαπλώνει
Τότε σηκώνεται η Σελήνη
Η παλιά ερωμένη του ήλιου
Που ζήλεψε
Και τιμωρήθηκε γι’ αυτό
Παγώνοντας
Και τώρα βγαίνει μοναχά τη νύχτα
 
μτφρ. Γιάννης Βαρβέρης 
(γενν. 1955)

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ
Αποτέλεσμα εικόνας για Σελλευ


Η σελήνη 

Μετάφραση:Λάμπρος Πορφύρας

Και σαν χλωμή κι αδύνατη γυναίκα οπού πεθαίνει,
οπού τρεκλίζει βγαίνοντας από την κάμαρά της,
και τυλιγμένη τη λεπτή κι αέρινή της γάζα
πάει όπου θέλει τ’ άρρωστο το παραλήρημά της,
το ίδιο απ’ την ανατολή μακριά τη βουρκωμένη
αργά η σελήνη σα λευκή κι άμορφη εβγήκε μάζα.

Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ


Αποτέλεσμα εικόνας για νασος Βαγενάς

 «Ωδή στη Σελήνη»

Μικρή, μετακινούμενη οπή φωτός, μη φεύγεις, μη βιάζεσαι τόσο. Θα σου φέρω πετρέλαιο. Θα σου κόψω λουλούδια που μυρίζουν ακόμα. Θα σου χαρίσω γραμματόσημα. Θα τραγουδήσω με φωνή λυπητερή το υπέροχο τραγούδι των ποιητών, τον βελούδινο ύμνο της νύχτας, από την οποία άλλωστε αντλείς το βαρύτιμο νόημά σου.
[πηγή: περ. Ο Χάρτης, τχ. 10 (Φεβρ. 1984) 428]

Νάσου Βαγενά



ΒΑΓΕΝΑΣ, Ν. 2004. Ποίηση και Μετάφραση

Πηγή:http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/studies/essays/01.html#toc038

Ανθή Βηδενμάιερ
Ο Νάσος Βαγενάς συγκεντρώνει σε αυτό το βιβλίο διάφορα κείμενά του που έχει συντάξει σε ένα διάστημα τριάντα χρόνων - από το 1973 έως το 2003. Τα εκτενέστερα, με μικρές παραλλαγές, βρίσκονται ήδη στην πρώτη έκδοση του βιβλίου, του 1989. Στη δεύτερη έκδοση προσθέτει άλλα οκτώ κείμενα, στην πλειοψηφία τους βραχύτερα, προσδίδοντας μια καλύτερη ισορροπία στα δύο μέρη του βιβλίου. Εκτός από δύο κείμενα - τα υπόλοιπα έχουν ήδη δημοσιευτεί σε πρακτικά συνεδρίων, στο περιοδικό «Πολίτης», στις εφημερίδες «Καθημερινή» και «Βήμα», ένα στο «Συνομιλώντας με τον Καβάφη: Ανθολογία ξένων καβαφογενών ποιημάτων» (2000) και ένα στον τιμητικό τόμο για τον Σπύρο Ευαγγελάτο (2001). Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, το πρώτο έχει τον τίτλο «Ποίηση και Μετάφραση» και το δεύτερο «Ποιητές και Μεταφραστές», και κλείνει με ένα χρήσιμο ευρετήριο ονομάτων. Χαρακτηριστικό στοιχείο του είναι η επιμελημένη αισθητική των εκδόσεων στιγμή καθώς και ο πολυτονικός τρόπος γραφής του Νάσου Βαγενά.
Τα παραθέματα δύο κεντρικών μορφών της νεοελληνικής λογοτεχνίας, του Ιωάννη Βηλαρά και του Κωστή Παλαμά, για τη μετάφραση, τα οποία συναντούμε στις πρώτες σελίδες του βιβλίου παραπέμπουν στην ιστορία της μετάφρασης στη νεότερη Ελλάδα. Οι δύο μεγάλοι ποιητές καταθέτουν ότι η μετάφραση αποτελεί το πρωτότυπο για όσους τη διαβάζουν και επίσης ότι οι άπιστοι μεταφραστές είναι ίσως οι πιο πιστοί. Σε αυτά τα παραθέματα μοιάζει να συμπυκνώνεται η μεταφραστική θεώρηση του Νάσου Βαγενά για τη μετάφραση. Με την ευαισθησία του ποιητή, τις γνώσεις του μεταφραστή και την αυστηρή ματιά του καθηγητή και κριτικού της λογοτεχνίας, ο Νάσος Βαγενάς αναζητά τον ορισμό της πιστότητας και της ποιητικότητας στη μετάφραση της ποίησης, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να είναι ένα ποίημα που να λειτουργεί σαν πρωτότυπο. Δεν δέχεται τη μη μεταφρασιμότητα της ποίησης ούτε όμως και την παραλλαγή αυτής της άποψης ότι για να είναι μια μετάφραση ωραία θα πρέπει να είναι άπιστη, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για ρητορικές και παραπλανητικές υπερβολές που δεν συμβάλλουν σε μια εποικοδομητική ενασχόληση με τη μετάφραση της ποίησης. Και όταν ο αναγνώστης ξαφνιάζεται συναντώντας στην πρώτη φράση του πρώτου κειμένου τον γνωστό αφορισμό του Robert Frost ότι «ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση», ο Βαγενάς - προς ανακούφιση του αναγνώστη του - πολύ γρήγορα και πολύ ορθά διευκρινίζει πως «σκοπός του Φροστ δεν είναι να ορίσει τη μετάφραση αλλά την ποίηση» (σελ. 18).

Ποίηση και Μετάφραση

Το πρώτο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει πέντε κείμενα με τους βασικούς προβληματισμούς του Νάσου Βαγενά σε σχέση με την πιστή μετάφραση, τη μετάφραση σε έμμετρο ή ελεύθερο στίχο και τη σχέση του μεταφραστή με τον ποιητή και το ποίημα που μεταφράζει.

Πιστότητα

Στο κείμενο με τίτλο «Η μετάφραση ως πρωτότυπο» ο Νάσος Βαγενάς υποστηρίζει ότι μια μετάφραση πρέπει να είναι πιστή προς το νόημα, το νόημα όμως ενός ποιήματος δεν είναι το περιεχόμενό του, όπως στην πρόζα. Έτσι αναζητά στη συνέχεια τα στοιχεία που διακρίνουν την ποίηση από την πρόζα και που δεν έγκεινται στην εξωτερική μορφή αλλά στη διαφορετική κίνηση των λέξεων, στον ρυθμό του κειμένου, στο ότι η μονάδα στην ποίηση είναι η λέξη και όχι η φράση, στο ότι η ποίηση εκφράζει συγκινήσεις και όχι σκέψεις. Συνεπώς το καθήκον του μεταφραστή είναι να παραμείνει πιστός στο συγκινησιακό νόημα του πρωτότυπου ποιήματος. «Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει, αν οι λέξεις του δεν λειτουργούν με τέτοιο τρόπο, που να δίνουν την αίσθηση ότι η γλώσσα του χορεύει μ' έναν ρυθμό παρόμοιο με τον ρυθμό του πρωτότυπου.» (σελ. 20). Εκεί, βεβαίως, εντοπίζεται η πρώτη δυσκολία της μετάφρασης. Η δεύτερη είναι ότι ο μεταφραστής ερμηνεύει το νόημα του ποιήματος μέσα από τη δική του ανάγνωση. «Η μετάφραση ενός ποιήματος σαν μια πράξη ατομική είναι αναγκαστικά μια πράξη υποκειμενική» (σελ. 21). Γι' αυτό τον λόγο, απαραίτητο για μια πιστή μετάφραση είναι η ευαισθησία του ποιητή να συγγενεύει με την ευαισθησία του μεταφραστή και αυτές οι δύο ευαισθησίες, οι δύο ρυθμοί, να συναντηθούν στη γλώσσα του μεταφραστή. Στους ρυθμούς πρέπει στη συνέχεια να χωρέσουν οι λέξεις, γι' αυτό η μετάφραση δεν γίνεται κατά λέξη αλλά κατ' αντιστοιχία, απαλλαγμένη από κάθε ίχνος μεταφρασιμότητας. «Αυτό είναι το παράδοξο της ποιητικής μετάφρασης: ότι η μετάφραση ενός ποιήματος δεν μπορεί να είναι μετάφραση, αν δεν αρνείται τον εαυτό της. Αν δηλαδή δεν στέκεται σαν ένα πρωτότυπο ποίημα» (σελ. 23). Ο Βαγενάς παραθέτει τρία παραδείγματα, μέσα από τα οποία αναλύει τα όρια της ελευθερίας που έχει ένας μεταφραστής παραμένοντας ωστόσο πιστός στις εικόνες του πρωτότυπου, στον τόνο, στον ρυθμό. Το πρώτο παράδειγμα είναι οι δύο πρώτοι στίχοι του ποιήματος «Θριαμβική πομπή» του Eliot σε μετάφραση του Κλείτου Κύρου και του Στάθη Δερμεντζόγλου, το δεύτερο η μετάφραση του ποιήματος του Corbière «Μικρός που πέθανε στ' αστεία» από τον Καρυωτάκη σε αντιπαραβολή με τη μετάφραση του Λάζαρου Πηνιατόγλου και το τρίτο η εισαγωγή του ποιήματος «Τέσσερα Κουαρτέτα» του Eliot σε μετάφραση του Αντώνη Δεκαβάλλε και στην παράφραση του Γιώργου Σεφέρη, η οποία ωστόσο αποδεικνύεται πιστότερη μεάφραση. Με αυτή την ευκαιρία αναφέρεται στις απόψεις του Σεφέρη για τη μετάφραση αλλά και στο μεταφραστικό του έργο χωρίς να φείδεται κριτικής για τη διστακτικότητα και ενίοτε αμηχανία του Σεφέρη ως μεταφραστή. Κλείνει αυτό το εκτενέστερο σε σύγκριση με όλα τα άλλα κείμενο του βιβλίου αναφερόμενος και πάλι στην ερμηνευτική διάσταση της ανάγνωσης της ποίησης και συνεπώς της μετάφρασής της και συνοψίζοντας τις θέσεις του για τη μετάφραση της ποίησης αλλά και για τους ποιητές ως μεταφραστές.

Η δεύτερη γραφή

Ο τίτλος «Προϋποθέσεις της 'δεύτερης γραφής'» του δεύτερου κειμένου παραπέμπει στη «Δεύτερη γραφή» (1976) του Ελύτη, όπου συγκεντρώνονται διάφορες μεταφράσεις του, άνισες μεταξύ τους κατά την άποψη του Βαγενά. Το μη ικανοποιητικό αποτέλεσμα οφείλεται στην «έλλειψη της βαθύτερης συγγένειας του Ελύτη» (σελ. 45) με τον Ungaretti, τον Lorca, τον Rimbaud, τον Lautréamont, ποιητές που μεταφράζει παρά το διαφορετικό ρυθμό της δικής του ιδιοσυγκρασίας. «Και επειδή οι ρυθμοί αυτοί [του πρωτοτύπου] είναι πιο σύντομοι και οι λέξεις με τις οποίες ενσαρκώνονται δεν αρκούν για να καλύψουν το μήκος των δικών του ρυθμών, ο Ελύτης αισθάνεται ένας μέρος της φωνής του άδειο, στο κενό. Το κενό αυτό νιώθει την ανάγκη να το καλύψει με πρόσθετες λέξεις. Έτσι ο ρυθμός αυτών των μεταφράσεων πάσχει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, από μια διαταραχή» (σελ. 46). Αντιθέτως, ο Ελύτης φανερώνει τη συγγένειά του με τον Eluard ή τον Jouve σε μεταφράσεις που «οι ρυθμοί τους ξεδιπλώνονται με τέτοιο κύρος και με τέτοια σταθερότητα, που θα νόμιζε κανείς πως είναι ποιήματα γραμμένα κατευθείαν στα ελληνικά» (σελ. 47). Εδώ ο Βαγενάς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει η εκλεκτική συγγένεια ανάμεσα στον ποιητή και στον μεταφραστή-ποιητή, ίσως η μετάφραση είναι καλύτερα να γίνεται από «μεταφραστές με ασθενική ποιητική ιδιοσυγκρασία, που να μπορούν να προσαρμόσουν εύκολα τις διαθέσεις τους στις διαθέσεις του πρωτοτύπου» (σελ. 49).

Ελεύθερος στίχος

Στο τρίτο κείμενο με τίτλο «Η μετάφραση των έμμετρων μορφών στην εποχή του ελεύθερου στίχου» ο Βαγενάς καταπιάνεται με ένα θέμα, το οποίο έχει ήδη θίξει στα προηγούμενα δύο κείμενά του, και το οποίο εδώ αναλύει μέσα σε ένα στέρεο θεωρητικό-λογοτεχνικό και ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο. Ξεκινά από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι «στη στιχουργική μορφή περιέχεται η έννοια της τάξης, η αρμονία που θέλησε ο ποιητής» (σελ. 51), τονίζει ωστόσο ότι η σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου στην ποίηση δεν είναι αυθαίρετη, όπως στην κοινή γλώσσα, αλλά οργανική. Η μορφή επομένως αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του περιεχομένου μιας λέξης, καθορίζεται ωστόσο από το ποιητικό είδος στο οποίο ανήκει το ποίημα, αλλά και από τη λογοτεχνική παράδοση από την οποία αυτό το είδος απορρέει. Κι αν ο έμμετρος στίχος αποτελεί τη γλωσσική έκφραση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής δομής, αυτή η δομή και η τάξη αλλάζουν στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και μαζί τους αναπόφευκτα αλλάζουν και οι τρόποι έκφρασης στη λογοτεχνία. «Το ποίημα σε πρόζα και ο ελευθερωμένος στίχος […] είναι τεκμήρια της μεγάλης αλλαγής που επήλθε στη δυτική ευαισθησία αυτή την περίοδο» (σελ. 54). Ενδιαφέρουσα είναι η έννοια του μορφικού σημείου, την οποία εισάγει ο Βαγένας, για να ορίσει «το σημαίνον της ποιητικής μορφής μαζί με το σημαινόμενό του» (σελ. 55). Ο έμμετρος στίχος επομένως μιας παλιότερης εποχής πρέπει να μεταφραστεί σε μια μορφή της σύγχρονης ποιητικής παράδοσης, ώστε το 'νόημα' που είχε το έμμετρο ομοιοκατάληκτο ποίημα για τον τότε αναγνώστη να μεταφερθεί με μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μορφική αντιστοιχία για τον σημερινό αναγνώστη. Αυτό δεν σημαίνει ότι αναγκαστικά «κάθε παλαιό έμμετρο ποίημα θα πρέπει σήμερα να μεταφράζεται σε μια μορφή ελεύθερου στίχου […αλλά…] ότι καμμία μετάφραση παλαιάς έμμετρης μορφής στην εποχή του ελεύθερου στίχου δεν μπορεί να ελπίζει σε πιστότητα προς την παλαιά έμμετρη μορφή, αν η μορφή της δεν έχει διαπλαστεί μέσα από την εμπειρία του ελεύθερου στίχου» (σελ. 58). Τη θέση του αυτή ο Βαγενάς την αποσαφηνίζει μέσα από παραδείγματα μεταφράσεων που αναφέρει στη συνέχεια, όπως τις μεταφράσεις του Βηλαρά, του Σολωμού, του Παλαμά που συνειδητά συνέβαλαν στη διαμόρφωση της νεότερης ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης, τις μεταφράσεις σε ελεύθερο στίχο της «Παλατινής Ανθολογίας» από τον Γιώργο Ιωάννου, της «Οδύσσειας» από τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, του «Άμλετ» από τον Γιώργο Χειμωνά, σονέτων του Σαίξπηρ από τον Στυλιανό Αλεξίου. Στον Αλεξίου αναφέρεται εκτενέστερα, για να δείξει «τι μπορεί να κάνει ένας εμπνευσμένος μεταφραστής της εποχής του ελεύθερου στίχου με μια καθορισμένη παλαιά μορφή, όπως το σονέτο» (σελ. 61) και κλείνει αυτό το πολύ περιεκτικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο παραθέτοντας ένα σονέτο σε μετάφραση του Αλεξίου.

Οκτώ θέσεις για τη μετάφραση της ποίησης

Με αυτόν τον τίτλο παρατίθενται οκτώ σύντομα κείμενα για την ποίηση και τη μετάφραση, στα οποία ο Βαγενάς με αποφθεγματικό τρόπο παραθέτει τις απόψεις του στα βασικά ερωτήματα για τη μετάφραση της ποίησης. Ξεκινά από τη μη μεταφρασιμότητα της ποίησης, καθώς η γλώσσα της ποίησης είναι μια ιδανική μορφή γλώσσας, όπου το σημαίνον δεν μπορεί να ξεχωρίσει από το σημαινόμενο, ενώ αντιθέτως η μετάφραση προϋποθέτει την αυθαίρετη σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου. Ωστόσο, η ποίηση μεταφράζεται, και η μετάφρασή της είναι μια ανα-δημιουργία που αποτελεί μια πραγματική τέχνη, η οποία επιτρέπει την επίδραση ανάμεσα σε ποιητές διαφορετικών γλωσσών. Γι' αυτό τον λόγο «μια ιστορία της λογοτεχνίας που δεν περιλαμβάνει τις μεταφράσεις είναι μια ελλιπής ιστορία. Μια ποιητική ανθολογία που δεν περιλαμβάνει μεταφράσεις είναι μια ελλιπής ανθολογία» (σελ. 69).

Η μεταφραστική ανελευθερία του ελεύθερου στίχου

Στο πέμπτο κείμενο με τίτλο «Το πρόβλημα της μετάφρασης του ελεύθερου στίχου» ο Νάσος Βαγενάς επανέρχεται σε αυτό το θέμα (δώδεκα χρόνια μετά τη γραφή του τρίτου κειμένου), για να επισημάνει την πτώση της ποιητικότητας στις νεοτερικές μεταφράσεις. Υποστηρίζει ότι αυτό οφείλεται στην προσκόλληση των μεταφραστών στο σημαινόμενο του ποιήματος κι όχι στη σχέση του σημαινόμενου με το σημαίνον ή αλλιώς στο νόημα και όχι στη μορφή, κι ακόμη λιγότερο στο σύνολο που διαμορφώνει η απαραβίαστη σχέση μορφής και νοήματος στην ποίηση. Υπογραμμίζει τη δυσκολία να προσδιοριστεί η μορφή του ελεύθερου στίχου, δηλαδή ο ρυθμός που διέπει κάθε ποίημα - είτε έμμετρο είτε όχι - ο οποίος πλέον «στηρίζεται σε κάποιο είδος μέτρου […] που είναι διαφορετικό από το μέτρο της έμμετρης ποίησης» (σελ. 74). Το μέτρο που διέπει τον ελεύθερο στίχο είναι το ιδιαίτερο και προσωπικό μέτρο του ποιητή και γι' αυτό παραμένει λιγότερο ευδιάκριτο, ενώ παράλληλα οδηγεί συχνά στην ψευδαίσθηση ότι η μετάφρασή του είναι πιο εύκολη. Με παράδειγμα τη μετάφραση μιας ωδής του Πετράρχη από τον Σολωμό, αναλύει πώς ο Σολωμός «παράγει ένα στροφικό σύστημα που έχει με τα ελληνικά στιχουργικά συμφραζόμενα, αναλογικά, τη σχέση που έχει με τα ιταλικά στιχουργικά συμφραζόμενα το στροφικό σχήμα του ποιήματος του Πετράρχη» (σελ. 77). Η μεταφραστική πιστότητα εντοπίζεται από τον Βαγενά στην αναπαραγωγή των εικόνων του Πετράρχη σε έναν ρυθμό αντίστοιχο του πρωτοτύπου, έτσι ώστε «η αίσθηση που μας δίνει το σολωμικό κείμενο είναι η αίσθηση που μας δίνει ένα πρωτότυπο ποίημα» (σελ. 79). Στον αντίποδα αυτής της μεταφραστικής προσέγγισης βρίσκεται η μετάφραση της «Έρημης χώρας» του Eliot από τον Σεφέρη, στην οποία η προσπάθεια της πιστής μεταφοράς των λέξεων έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια του σφρίγους του ρυθμού του πρωτοτύπου. Ο Βαγενάς αναφέρεται στη «μεταφραστική συντηρητικότητα του Σεφέρη (η οποία επιβεβαιώνεται και από μαρτυρίες των δικών του μεταφραστών, του Edmund Keeley και του Kimon Friar)» (σελ. 84). Ο μεγάλος ποιητής που παρομοίωσε τη μετάφραση με την αντιγραφή ενός πίνακα κάποιου ζωγράφου, δεν κατορθώνει να μεταφέρει τον ρυθμό του πρωτοτύπου ούτε στη μετάφραση του ποιήματος του Yates «Ταξίδι στο Βυζάντιο» που παρατίθεται ως ένα ακόμη παράδειγμα. Το εκτενές αυτό κείμενο κλείνει με τέσσερις εύστοχες παρατηρήσεις του Βαγενά για το πώς η μετάφραση της ποίησης μετά το 1930 στην Ελλάδα οδήγησε σε μεγάλο βαθμό σε μεταφράσεις όχι «κατ' αντιστοιχίαν» αλλά «κατ' εξωτερικήν πανομοιοτυπίαν» αλλά και στη μετάφραση παλιών έμμετρων ποιημάτων σε ελεύθερο ανομοιοκατάληκτο στίχο, ίσως γιατί «οι ποιητές και οι μεταφραστές του ελεύθερου στίχου δεν είναι ασκημένοι στο να γράφουν έμμετρο στίχο», έτσι ώστε «ο ελεύθερος στίχος […] κατέληξε, στην Ελλάδα τουλάχιστον, σε μια μεταφραστική ανελευθερία, αφού περιοριστική είναι στη μετάφραση της ποίησης η προσκόλληση στο γράμμα» (σελ. 87-88).

Ποιητές και μεταφραστές

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου ο Νάσος Βαγενάς κατέθεσε τη θεωρητική του προσέγγιση για τη μετάφραση της ποίησης χρησιμοποιώντας παραδείγματα για την αποσαφήνισή της, ενώ στο δεύτερο μέρος ακολουθεί την αντίστροφη πορεία: εξετάζει ποιητές που μεταφράζουν και μεταφράζονται «υπό το πρίσμα των θεωρητικών απόψεων του πρώτου μέρους» (σελ. 11). Πρόκειται για μελέτες συγκεκριμένων πλέον περιπτώσεων ενός μεγάλου αριθμού ελλήνων και ξένων ποιητών και ποιητών-μεταφραστών, οι οποίοι μέσα από ένα συνεχή μεταφραστικό διάλογο διαμόρφωσαν την προσωπική τους ποίηση και ενίοτε τον λογοτεχνικό κανόνα των χωρών τους. Ο Νάσος Βαγενάς αναλύει κριτικά και εύστοχα την πολυσυζητημένη και αμφιλεγόμενη ενασχόληση των ποιητών με τη μετάφραση.

Γιώργος Σεφέρης - Οδυσσέας Ελύτης

Αφιερώνει τέσσερα κείμενα στον Σεφέρη και το μεταφραστικό του έργο: «Ο Σεφέρης ως μεταφραστής της αγγλικής ποίησης», «Σχόλια στον Σεφέρη», «Αποκάλυψη νεοελληνική» και «Ένα κριτικό αίνιγμα», όπου εν μέρει στο δεύτερο και κυρίως στο τρίτο κείμενο τον αντιπαραβάλλει με τον Ελύτη ως μεταφραστή και αναλύει τόσο τη σχέση τους με τη γλώσσα όσο και τις μεταφραστικές θεωρήσεις τους. Εξαιρετικά ενδιαφέρον το συμπέρασμά του όσον αφορά τη διαφορά μεταξύ της γλώσσας των μεταφράσεων και της γλώσσας των ποιημάτων του Σεφέρη και του Ελύτη - ειδικότερα σχετικά με τους παλαιοδημοτικούς τύπους των μεταφράσεων: «Ο Σεφέρης και ο Ελύτης ανήκουν σε μια γλωσσικά μεταβατική γενεά, αυτή που μεσολαβεί ανάμεσα στην παραδοσιακή και στη μεταπολεμική μας ποίηση. […] Έτσι η μετάφραση θα πρέπει να λειτούργησε ως ο κατάλληλος χώρος για να αποθέσουν μια γλωσσική ύλη που ένοιωθαν να τους δημιουργεί προβλήματα» (σελ. 104). Μία δυνατότητα σύγκρισης του μεταφραστικού έργου των δύο ποιητών προσφέρει η «Αποκάλυψη», την οποία μετέφρασαν και οι δύο στη νεοελληνική, με μια απόσταση είκοσι χρόνων. Εκεί ο Σεφέρης «μεταφέρει πιστά το νόημα των λέξεων χωρίς ιδιαίτερες προσωπικές παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες υπαγορευόμενες από την ανησυχία μήπως η μετάφρασή του δεν ακούγεται ποιητική […] απεναντίας ο Ελύτης μεταφράζει σε μια μορφή που λειτουργεί με μια δική της αυτονομία» (σελ. 122).

Νίκος Καζαντζάκης - Kimon Friar

Στην «Οδύσσεια δύο ποιητών» ο Βαγενάς συγκρίνει την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη με την αγγλική μετάφρασή της από τον Kimon Friar και εύστοχα σημειώνει ότι η «γλώσσα για να είναι πραγματικά ποιητική πρέπει να διαθέτει έναν επαρκή βαθμό προφορικότητας, μιαν ικανοποιητική ποσότητα φυσικής ανάσας». Χαρακτηρίζει την έκφραση της «Οδύσσειας» του Καζαντζάκη τεχνητή, σε αντίθεση με την «Οδύσσεια» του Friar, ο ρυθμός της οποίας «είναι τόσο συναρπαστικός, που με υψώνει και με περνά πάνω από τις τάφρους της ξένης γλώσσας» (σελ. 96). Κι αν ακόμη, προσθέτει, οι γνώσεις του της αγγλικής γλώσσας δεν του επιτρέπουν ενδεχομένως να αισθανθεί την ενδεχόμενη τεχνητότητα και αυτού του κειμένου, «η δύναμη της ποίησης στηρίζεται κατά ένα μέγα μέρος στις παρανοήσεις» (σελ. 96).

Ανδρέας Κάλβος

Στο κείμενο «Ο Κάλβος και οι ψαλμοί του Δαβίδ» ο Νάσος Βαγενάς, που έντεκα χρόνια αργότερα θα επιμεληθεί την «Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1992), παρουσιάζει το μεταφραστικό έργο του Κάλβου και ιδιαίτερα αναλυτικά τη μετάφρασή του των Ψαλμών του Δαβίδ που αναδημοσίευσε ο μελετητής του Γιάννης Δάλλας στις εκδόσεις Κείμενα. Το ενδιαφέρον στην περίπτωση του Κάλβου είναι ότι πρόκειται για έναν ιταλό ποιητή, ελληνικής καταγωγής, που αποφάσισε να γράψει και να μεταφράσει στην ελληνική γλώσσα, επηρεασμένος από τον αγώνα των Ελλήνων για την απελευθέρωσή τους από τους Τούρκους. Επίσης ενδιαφέρον το πώς το μεταφραστικό του έργο επηρεάζει το δικό του: «αν ο Κάλβος δεν τύχαινε να γνωρίσει τη μεταφραστική εμπειρία των Βιβλικών κειμένων, η ποίησή του θα ήταν αρκετά διαφορετική από αυτή που γνωρίζουμε» (σελ. 108).

Ugo Foscolo

Στις «Μεταφραστικές ανασκαφές» ο Βαγενάς αναφέρεται αρχικά στον λειτουργικό ρόλο «που παίζει η μετάφραση - κυρίως η μετάφραση της ποίησης - στην ανάπτυξη και την εξέλιξη της λογοτεχνίας μιας χώρας, ως θρεπτική πηγή της και διαμορφωτής νέων ιδεών και μορφών» (σελ. 125). Τονίζει την ανάγκη για μια λογοτεχνική αρχαιολογία, στο πλαίσιο της οποίας παρουσιάζει μια ανθολογία επτανησιακών μεταφράσεων του Foscolo, με επτά σονέτα επιλεγμένα από τον Στέφανο Ροζάκη (εκδ.Ωκεανίδα). Ο Βαγενάς συγκρίνει και κρίνει διάφορες μεταφράσεις, επισημαίνει τις ελλείψεις της έκδοσης, καταλήγει, ωστόσο, στο ότι «η ανθολογία του Ροζάνη είναι αξιανάγνωστη. Γιατί κάνει προσιτές μερικές ωραίες μεταφράσεις ποιημάτων του Φόσκολο και προσφέρει μια γεύση της μεταφραστικής τέχνης των Επτανησίων» (σελ. 130).

Κωνσταντίνος Καβάφης

Το κείμενο «Η παγκοσμιοποίηση του Καβάφη» αποτελεί την εισαγωγή στην επιμελημένη από τον Βαγενά έκδοση «Συνομιλώντας με τον Καβάφη: Ανθολογία ξένων καβαφογενών ποιημάτων» (Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2000). Πρόκειται για μια ανθολογία που συγκεντρώνει 153 ποιήματα 135 ποιητών από 30 χώρες, γραμμένα σε 19 γλώσσες, τα οποία είτε εμπνέονται από την ποίηση ή τη μορφή του Kαβάφη είτε συνομιλούν με αυτές. Αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα λογοτεχνικού διαλόγου μέσα από τη μετάφραση, ενώ ας σημειωθεί ότι για την έκδοση αυτή εργάστηκαν 22 μεταφραστές που μετέφεραν - ή επανέφεραν - στην ελληνική γλώσσα τις φωνές μειζόνων ποιητών της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Giacomo Leopardi

Στην «Εισαγωγή σε μια μετάφραση ενός ποιήματος» ο Νάσος Βαγενάς καταθέτει μια δική του μετάφραση ενός ποιήματος του Leopardi, με εκτενή σχόλια και σαφή τεκμηρίωση των αποφάσεών του. Δίνει έτσι το μοναδικό σε αυτόν τον τόμο δείγμα του μεταφραστικού έργου του, ενώ συγχρόνως παρουσιάζει τον τρόπο, με τον οποίο ένας μεταφραστής αναζητά τις εικόνες, τα βιώματα και τις επιρροές του ποιητή που μεταφράζει.

Zbigniew Herbert

Στην «Ηθική της ειρωνείας» ο Βαγενάς παρουσιάζει τον πολωνό ποιητή Zbigniew Herbert και τις ελληνικές μεταφράσεις του, επ' ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου «Η ψυχή του κ. Cogito και άλλα ποιήματα» από τον Χάρη Βλαβιανό (εκδ. Γαβριηλίδης, 2001). Επισημαίνει ότι μία 'διανοητικής' υφής ποίηση, όπως αυτή του Herbert «φαίνεται εκ πρώτης όψεως εύκολα μεταφράσιμη, όμως δεν είναι» (σελ. 163), γιατί απαιτεί πιστότητα και στη μεταφορά του γνωστικού περιεχομένου των λέξεων. Υπογραμμίζει δε ότι ο Βλαβιανός κατορθώνει με επιτυχία να αναπαραγάγει τόσο το γνωστικό περιεχόμενο όσο και τους ρυθμούς της ποίησης και ότι αυτό έχει άμεση σχέση με το γεγονός ότι επέλεξε να μεταφράσει ποιήματα που ταιριάζουν στη δική του ποιητική ιδιοσυγκρασία, προϋπόθεση αποφασιστικής σημασίας για την επιτυχημένη μετάφραση της ποίησης.

Σχόλια

Ειδικά με τη δεύτερη, εμπλουτισμένη έκδοση του έργου του, ο Νάσος Βαγενάς μας δίνει μια πλούσια και εμπεριστατωμένη κατάθεση για τη μετάφραση της ποίησης. Η γραφή του χαρακτηρίζεται έντονα από τη ματιά του ποιητή και του κριτικού της λογοτεχνίας, και αποδεικνύει τις βαθιές γνώσεις του της ελληνικής και ξένης ποίησης. Χωρίς να περιέχει ούτε ένα μεταφρασεολογικό όρο αποτελεί ένα έργο απαραίτητο για όσους ασχολούνται σήμερα με τη μεταφρασεολογία και φυσικά με τη μετάφραση της ποίησης.

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Η αλήθεια για την πολιορκία της Ακρόπολης

Πηγή:https://logomnimon.wordpress.com/2011/08/
Η δεύτερη πολιορκία της Ακρόπολης έληξε στις 10 Ιουνίου του 1822. Ένας σημαντικός λόγος της παράδοσής της ήταν η έλλειψη νερού που αντιμετώπιζαν οι Τούρκοι. Ήδη από το Νοέμβριο του 1821 οι πολιορκητές είχαν καταλάβει τα πηγάδια του Σερπεντζέ και τα αχρήστευσαν ρίχνοντας μέσα πτώματα Τούρκων. Το βρόχινο νερό που χρησιμοποίησαν οι Τούρκοι ήταν λίγο και εξαντλήθηκε. Στην εικόνα των Π. Ζωγράφου – Ι. Μακρυγιάννη απεικονίζεται η κατάληψη του Σερπεντζέ από τους Έλληνες.
(από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους)


Στην πολιορκία της Ακρόπολης της Αθήνας από τους Έλληνες, τους πρώτους κιόλας μήνες της Επανάστασης του 1821, ο κίνδυνος για τα μνημεία της Ακρόπολης ήταν μεγάλος. «Γι’ αυτό η Προσωρινή Διοίκηση ζήτησε από το συνταγματάρχη Voutier, τον αρχηγό του πυροβολικού των Ελλήνων, να σεβαστεί τα αρχαία μνημεία, κατά την επίθεσή του εναντίον των Τούρκων, που ήταν κλεισμένοι μέσα στην Ακρόπολη». Κι αυτή όμως η ενέργεια, τόσο χαρακτηριστική για το ήθος των επαναστατημένων Ελλήνων, ξεπερνιέται από ένα απίστευτο κι όμως αληθινό περιστατικό που συμπτωματικά μνημονεύεται στον επικήδειο του Κυριάκου Πιττάκη. Κι αυτό σχετίζεται με την πολιορκία της Ακρόπολης. Όταν οι πολιορκητές πληροφορήθηκαν πως οι Τούρκοι πελεκούσαν τα αρχαία κτίρια για να βγάλουν το μολύβι που υπάρχει στους συνδέσμους των λίθων, ύστερα από υπόδειξη του Πιττάκη, τους έστειλαν βόλια για να σταματήσουν την καταστροφή!
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ «ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ»
Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ


Τι συνέβη τελικά στη πολιορκία της Ακρόπολης; Έδωσαν πράγματι οι Έλληνες επαναστάτες βόλια στους Τούρκους για να μη βγάλουν το μολύβι από τους συνδέσμους των λίθων;

Το περιστατικό δε μνημονεύτηκε μόνο από τον Α. Ρ. Ραγκαβή το 1863 στην κηδεία του Πιττάκη, αλλά και από τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, ο οποίος σε μια επιστολή του στα 1859 προς τον Ανδρέα Λασκαράτο γράφει μεταξύ άλλων:

Εξύπνησαν κάποια παλληκάρια του Οδυσσέως πρωί πρωί και ρίχνοντας κατά τύχη το μάτι επάνω εις την Ακρόπολι, ροδοκόκκινη από το πρώτο γλυκοχάραμα έμειναν εκστατικά, βλέποντας τους Τούρκους επάνω εις τον Παρθενών και εργαζομένους με μεγάλη βία να χαλούν τα ωραία εκείνα μνημεία. Τόσο παράξενη και ακατανόητη τους εφάνη τέτοια ανωφελής βαρβαρότης, όπου έτρεξαν αμέσως να ειδοποιήσουν τον Οδυσσέα. Αφού ο στρατηγός εβεβαιώθηκε με τα μάτια του απόλυσε τρία τέσσαρα από τα παλληκάρια του να πλησιάσουν εις την Ακρόπολι και να ερωτήσουν τους Τούρκους διατί έδειχναν τέτοια αγριότητα με μάρμαρα, τα οποία δεν τους επροξενούσαν καμμιά βλάβη. Επέταξαν με μιας εκείνοι οι γενναίοι και ύστερα από λίγη ώρα έφεραν εις το στρατηγό την απόκρισι ότι οι Τούρκοι μη έχοντας άλλο μολύβι διά να χύσουν βόλια και ξανοίξαντες ότι μέσα εις εκείνα τα μάρμαρα ευρίσκετο τούτο το μέταλλο, χυμένο επίτηδες διά να δίδη δύναμι και σταθερότητα, είχαν αποφασίσει να προστρέξουνε εις εκείνο το χαλασμό διά να δυνηθούνε να εξακολουθήσουνε τον πόλεμο.
Τέτοια απόκρισι επροξένησε μεγάλη απελπισία εις τους Έλληνας και αφού εστοχάστηκαν τι να πράξουν διά να σώσουν από τον όλεθρον τα μνημεία του μεγαλείου των, όλοι με μια φωνή αποφάσισαν να μηνύσουν εις τους αποκλεισμένους να παύσουν την καταστροφή και ήσαν έτοιμοι να τους προμηθεύσουν όσο μολύβι τους εχρειάζετο διά την υπεράσπισί τους. Ούτω και εγένετο. Έστερξαν οι Τούρκοι και οι Έλληνες εξαγόρασαν με το αίμα τους, δίδοντες εις τους εχθρούς βόλια διά να τους σκοτώσουν, τα πολύτιμα εκείνα μάρμαρα, τα οποία ήσαν προωρισμένα να ζήσουν διά να ιδούν και πάλιν αναστημένο ολόγυρά τους εκείνο το έθνος, το οποίο από τόσους αιώνας εφαίνετο βυθισμένο εις λήθαργο.

Η διήγηση του Βαλαωρίτη διασώζεται σε μελέτη του Ηλία Βουτιερίδη (1874-1941) που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 820 του περιοδικού ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, (1/9/1961), ο Βουτιερίδης όμως εκφράζει τις αμφιβολίες του για την αλήθεια του περιστατικού καθώς η Ακρόπολη παραδόθηκε στους Έλληνες τον Ιούνιο του 1822, ενώ ο Ανδρούτσος έφτασε εκεί τον Αύγουστο του ίδιου έτους.

Ακόμα όμως και ως μύθευμα, γράφει ο Βουτιερίδης, δείχνει πως οι Έλληνες επαναστάτες δεν έμειναν ασυγκίνητοι μπροστά στην καταστροφή των αρχαίων μνημείων.
Αντιθέτως δεν αμφισβητείται ιστορικά η εντολή της επαναστατικής κυβέρνησης προς τον συνταγματάρχη Voutier να σεβαστεί τα μνημεία της Ακρόπολης. Ο Voutier είχε μαζί του δύο πυροβόλα όπλα, τα οποία όμως δίσταζε να χρησιμοποιήσει εναντίον της Ακρόπολης, αφενός γιατί φοβόταν μήπως σκοτώσει αρκετούς από τους άμαχους Τούρκους που είχαν καταφύγει στην Ακρόπολη, αφετέρου για να προστατέψει τα αρχαία μνημεία.  

Εις τους δισταγμούς του Voutier οι πολιορκηταί Αθηναίοι απήντων: «Δεν έχουμε κι εμείς γυναίκες, παιδιά και πατέρες, που μαραίνονται στην ξενιτιά και στη δυστυχία, ενώ ο θάνατος τους φοβερίζει από παντού; Όσο για τα μνημεία των προγόνων μας, αν είναι ανάγκη, ας θυσιάσουμε τ’ απομεινάρια τους για ν’ αποκτήσουμε την ελευθερία που θα μας δώσει τους Μεταγένηδές μας και τους Καλλικράτηδές μας.
Αι αντιρρήσεις αύται των Αθηναίων διέλυσαν τους δισταγμούς του Voutier διά την χρησιμοποίησιν των πυροβόλων του, τα οποία έστησεν επί του λόφου της Πνυκός, αφού άλλως τε, ως λέγει ο ίδιος, έβλεπε «καθ’ εκάστην τους Τούρκους να θραύωσι τα μάρμαρα του Παρθενώνος ίνα αφαιρώσι τον μόλυβδον, όστις συνέδεε ταύτα, και κατασκευάζωσιν εξ αυτών σφαίρας».

Η παραπάνω διήγηση, που ανήκει στον ίδιο τον Voutier, περιλαμβάνεται στη μελέτη του Βουτιερίδη και σίγουρα αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο που κλονίζει την αξιοπιστία της ιστορίας.
Ο Κυριάκος Σιμόπουλος στο βιβλίο του «Η λεηλασία και η καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων» προχωράει ένα βήμα περισσότερο, γράφοντας με σιγουριά πως η ιστορία της προσφοράς μολυβιού στους Τούρκους είναι ψεύδος και ως απόδειξη αναφέρει την απολύτως όμοια μεταχείριση που επεφύλαξαν στα αρχαία μνημεία τόσο οι Έλληνες όσο και οι Τούρκοι κατά τη διάρκεια των διαφόρων πολιορκιών της Ακρόπολης:
Οι πολιορκημένοι Τούρκοι γκρέμιζαν τους κίονες των ναών και κυλούσαν τους σπονδύλους από το τείχος πάνω στα ελληνικά οχυρώματα. Οι Έλληνες έσκαβαν λαγούμια, τα γέμιζαν με μπαρούτη και προκαλούσαν σεισμικές εκρήξεις. Οι Τούρκοι θρυμμάτιζαν τα μάρμαρα των αρχαίων ναών, αφαιρούσαν τους γόμφους, τον συνδετικό μόλυβδο, και τον έλιωναν για την κατασκευή βλημάτων. Οι Έλληνες πολιορκητές κατέστρεφαν τα αρχαία υδραγωγεία για τον ίδιο σκοπό.
Κανόνια από το λόφο του Φιλοπάππου, τον Άρειο Πάγο, το Θησείο και την Πύλη του Ανδριανού εξαπέλυαν κατά του φρουρίου χιλιάδες «τόπια» γκρεμίζοντας ή τραυματίζοντας τα μνημεία. Ο πόλεμος δεν αφήνει περιθώρια για πολιτιστικούς συναισθηματισμούς. Ο κίνδυνος ζωής, η ανάγκη, το μίσος, η οργή, η αυτοπροστασία εξαγριώνουν, τυφλώνουν, αποθηριώνουν. Τα μνημεία που κατακρημνίζονται, τα έργα τέχνης που θρυμματίζονται δεν προκαλούν ηθικές αναστολές. Η καταστροφή του αντιπάλου με όλα τα μέσα, η σωτηρία των μαχητών που απειλούνται με θάνατο κυριαρχούν σε κάθε πολεμική σύγκρουση.
Δε διάβασα ολόκληρο το βιβλίο του Σιμόπουλου ώστε να έχω πλήρη άποψη των επιχειρημάτων του, παρά μόνο το  απόσπασμα που υπάρχει στην ιστοσελίδα: http://www.hellenicpantheon.gr/Simopoulos.htm

Ωστόσο στο απόσπασμα αυτό υπάρχει και μια συγκλονιστική περιγραφή του αυτόπτη αγωνιστή Νικ. Καρώρη που μιλάει για την πολιορκία του 1826 όταν οι ρόλοι είχαν αλλάξει. Οι Έλληνες ήταν τώρα πολιορκούμενοι και οι Τούρκοι πολιορκητές. Ίσως είναι ο καλύτερος επίλογος σε μια όμορφη ιστορία που μάλλον δε θα μάθουμε ποτέ με σιγουριά αν συνέβη ή δε συνέβη.

«21 Ιουλίου 1826. Με θλίψιν μας παρατηρούμεν να κτυπούν διάφοροι βόμβαι εις τον Παρθενώνα, εις το Πανδρόσιον και λοιπάς αρχαιότητας του φρουρίου και να βλάπτουν οπωσδήποτε αυτάς. Ομοίως και το μνημείον του Φιλοπάππου εις το Μουσείον κατακτυπιέται και αυτό από σφαίρας κανονίου από το φρούριον.
22 Οκτωβρίου 1826. Εδούλευε κατά το σύνηθες το μικρόν εχθρικόν κανόνι, σκοπεύει δε πάντοτε το εδικόν μας κανονοστάσιον έμπροσθεν του μεγάλου Ναού, και αι σφαίραι κτυπούν αι περισσότεραι και συντρίβουν τα μάρμαρα του κτιρίου.
23 Νοεμβρίου. Το δειλινόν ο εχθρός έρριψεν ολίγες κανονιές με το μικρόν του κανόνι κατά της ντάπιας του Ναού αι δε σφαίραι κτυπούν όλαι κατά δυστυχίαν εις τας στήλας του Ναού».

Ναι, άσχετα με το αν συνέβη ή δε συνέβη τελικά η προσφορά μολυβιού στους Τούρκους, όπως φαίνεται από τη διήγηση του Καρώρη, οι Έλληνες δεν έμειναν ασυγκίνητοι στην καταστροφή των αρχαίων μνημείων του βράχου της Ακρόπολης.

Μακρυγιάννης Στρατηγός "Απομνημονεύματα" (αποσπάσματα)

ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1829 Φλεβαρίου 26, Ἄργος. Εἶμαι διορισμένος ἀπὸ τὴν κυβέρνηση τοῦ Κυβερνήτη Καποδίστρια Γενικὸς Ἀρχηγὸς τῆς Ἐκτελεστικῆς δύναμης τῆς Πελοπόννησος καὶ Σπάρτης.[1]Ὁ σταθμός μου εἶναι ἐδῶ εἰς Ἄργος. Κάθομαι καὶ ἀγροικιῶμαι μὲ τὴν Κυβέρνηση καὶ παντοῦ εἰς τὴς ἐπαρχίες μ' ἀρχὲς κι' ἀξιωματικοὺς καὶ ὅποτε κάνει χρεία, φέρνω καὶ γύρα σὲ ὅλα τὰ μέρη αὐτὰ διὰ τὴν γενικὴ ἡσυχία καὶ ξακολουθῶ τὰ χρέη μου καθήμενος τὸν περισσότερον καιρὸν ἐδῶ. Καὶ γιὰ νὰ μὴν τρέχω εἰς τοὺς καφφενέδες καὶ σὲ ἄλλα τοιοῦτα καὶ δὲν τὰ συνηθῶ - (ἤξερα ὀλίγον γράψιμον, ὅτι δὲν εἶχα πάγῃ εἰς δάσκαλο ἀπὸ τὰ αἴτια ὁποῦ θὰ ξηγηθῶ, μὴν ἔχοντας τοὺς τρόπους) περικαλοῦσα τὸν ἕναν φίλον καὶ τὸν ἄλλον καὶ μ' ἔμαθαν κάτι περισσότερον ἐδῶ εἰς Ἄργος, ὁποῦ κάθομαι ἄνεργος. Ἀφοῦ λοιπὸν καταγίνηκα ἕνα δυὸ μῆνες νὰ μάθω ἐτοῦτα τὰ γράμματα ὀποῦ βλέπετε, ἐφαντάστηκα νὰ γράψω τὸν βίον μου, ὅσα ἔπραξα εἰς τὴν μικρή μου ἡλικία καὶ ὅσα εἰς τὴν κοινωνία, ὅταν ἦρθα σὲ ἡλικία, καὶ ὅσα διὰ τὴν πατρίδα μου, ὁποῦ μπῆκα εἰς τῆς Ἑταιρίας τὸ μυστήριον διὰ τὸν ἀγῶνα τῆς λευτεριᾶς μας καὶ ὅσα εἶδα καὶ ξέρω ὁποὔγιναν εἰς τὸν Ἀγῶνα, καὶ σὲ ὅσα κατὰ δύναμη συμμέθεξα κ' ἐγὼ κ' ἔκαμα τὸ χρέος μου, ἐκεῖνο ὁποῦ μποροῦσα. Δὲν ἔπρεπε νὰ ἔμπω εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον ἕνας ἀγράμματος, νὰ βαρύνω τοὺς τίμιους ἀναγνῶστες καὶ μεγάλους ἄντρες καὶ σοφοὺς τῆς κοινωνίας καὶ νὰ τοὺς βάλω σὲ βάρος, νὰ τοὺς κινῶ τὴν περιέργειά τους καὶ νὰ χάνουν τὴς πολυτίμητες στιμὲς εἰς αὐτά. Ἀφοῦ ὅμως ἔλαβα καὶ ἐγὼ ὡς ἄνθρωπος αὐτείνη τὴν ἀδυναμίαν, σᾶς ζητῶ συγνώμη εἰς τὸ βάρος ὁποῦ θὰ σᾶς δώσω. Ἂν εἶμαι τίμιος ἄνθρωπος, θέλω γράψῃ τὴν ἀλήθεια, καθὼς ἔγιναν τὰ γραφόμενα, ὁποῦ θὰ σημειώσω. Ὅλοι οἱ ἀναγνῶστες ἔχετε χρέος πρῶτα νὰ 'ρευνήσετε διὰ τὴν διαγωγή μου, πῶς φέρθηκα εἰς τὴν κοινωνία καὶ Ἀγῶνα, καὶ ἂν τιμίως φέρθηκα, βάλετε βάση καὶ εἰς τὰ γραφόμενά μου˙ ἂν ἀτίμως φέρθηκα, μὴν πιστεύετε τίποτας. Καὶ ἀφοῦ μάθετε ὅτι φέρθηκα τιμίως καὶ ἰδῆτε σημειωμένα ἔγγραφα καὶ ἀπόδειξες[2], ἀρχὴ καὶ τέλος, ἀπὸ διαφόρους, ἀπὸ κυβέρνησες καὶ ἀπὸ ἀρχὲς καὶ ἀπὸ ἄλλους πολλούς, ὅθεν χρημάτισα ἐγὼ μὲ τοὺς ἀδελφούς μου συναγωνιστάς, ὁποῦ μ' ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ἔχω εἰς τὴν ὁδηγίαν μου, ὅλο καλύτερούς μου εἰς τὸν ἀγῶνα καὶ εἰς ὑπηρεσίες, ὅθεν διατάχτηκα. Μὲ δεκοχτὼ ἀνθρώπους πρωτοκινήθηκα[3] εἰς τὸν ἀγῶνα˙ ὡς τοὺς χίλιους τετρακόσιους μ' ἀξίωσε ὁ Θεὸς νἄχω εἰς τὴν ὁδηγίαν μου. Ποτὲ δὲν μολύθηκαν τ' ἀρχεῖα τῆς πατρίδος μου˙ οὔτε εἰς τὴν κυβέρνησιν, οὔτε εἰς ἐπαρχίες, οὔτε εἰς ἄτομα, ὁποῦ ἀγωνιστήκαμεν εἰς τὴν Ρούμελη, Πελοπόννησον καὶ νησιὰ καὶ Σπάρτη, δὲν εἶναι πουθενὰ κατηγορία παραμικρὴ διὰ ἐμᾶς. Εὐκαριστήρια θὰ ἰδῆτε ἀπ' οὗλα τὰ μέρη πλῆθος ἐδῶ μέσα σημειωμένα, καὶ παντοῦ εἰς τὸ κράτος καὶ εἰς τ' ἀρχεῖα τῆς κυβέρνησης φαίνονται αὐτά. Καὶ μ' ὅσους ἀνθρώπους μ' ἀξίωσε ὁ Θεὸς καὶ διοίκησα, διάφορες ἀκαταστασίες καὶ ἁρπαγὲς ηὗραν τὴν πατρίδα, ἀρχὴ καὶ τέλος, δοξασμένο νὰ εἶναι τὸ πανάγαθον ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἐμᾶς δὲν μᾶς ἄφησε νὰ μολυθοῦμεν. Καὶ αὐτὲς τὴς χάριτες πρέπει νὰ τὴς χρωστάγῃ ἡ πατρὶς εἰς τοὺς ἀξιότιμους καὶ ἀγαθοὺς καὶ γενναίους πατριῶτες τοὺς συναγωνιστάς μου, ὁποὖχα εἰς τὴν ὁδηγίαν μου εἰς τὸν ἀγῶνα, ὁποῦ συνεισφέραμεν καὶ ἐμεῖς κατὰ δύναμιν εἰς τὴς ἀνάγκες πατρίδος. Εἶναι ἡ ἀρετὴ καὶ ὁ πατριωτισμός, ὁποῦ ἔδειξαν, αὐτείνων τῶν καλῶν πατριώτων, ὄχι ἐμένα. Ὅτι ἐγὼ δὲν εἶχα αὐτείνη τὴν ἀρετή, οὔτε τὴν ἔχω ἀκόμα˙ καθὼς εἰς τοὺς πολέμους, καὶ τώρα εἰς τὴν 'πηρεσίαν εἶναι αὐτεῖνοι οἱ καλύτεροί μου. Εἶναι καὶ τώρα εἰς τὴν 'πηρεσία, εἰς τὴν ὁδηγία μου, οἱ γενναῖγοι καὶ ἀγαθοὶ ἀξιωματικοὶ Μισολογγιοῦ μὲ τὸν ἀγαθὸν καὶ γενναῖον ἀρχηγόν τους Μῆτρο Ντεληγιώργη, φρούραρχο εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦ Μισολογγιοῦ.[4

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Ράμφος Κωνσταντίνος Αι τελευταίαι ημέραι του Αλή Πασά (απόσπασμα)


ΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΙ ΗΜΕΡΑΙ ΤΟΥ ΑΛΗ-ΠΑΣΑ


[ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ]

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ΄ [=ΙΒ΄].


Η ΚΟΥΦΟΝΟΙΑ.

Τὴν ἐπιοῦσαν, λίαν πρωῒ προσῆλθον ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Σερασκέρη ὅλοι οἱ Πασάδες κατὰ πρόσκλησίν του.
- Χθὲς, εἶπεν εἰς αὐτοὺς, ἀπέστειλα τὸν Χασάν-Πασᾶ εἰς τὸ φρούριον καὶ συνδιελέχθη μετὰ τοῦ Ἀλῆ-Πασᾶ, ὅστις ἐφάνη πρόθυμος νὰ ὑποβάλῃ τὴν ὑποταγήν του εἰς τὸν Σουλτάνον, τὸν πολυχρονημένον Ἐφέντην μας, νὰ παραδώσῃ τὸ φρούριον καὶ ν' ἀποχωρήσῃ εἰς τὸ Νησὶ, μ' ὅλην του τὴν περιουσίαν.
- Γενικὴ ἐπιδοκιμασία ὅλων τῶν Πασάδων διεδέχθη τὴν ὁμιλίαν τοῦ Σερασκέρη· μόνοι δὲ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν Ἀλβανῶν ἐσκυθρώπασαν, διότι διὰ τοῦ μέτρου τούτου ἀπετύγχανον τὴν ἐπιθυμητὴν αὐτῶν εὐκαιρίαν τοῦ νὰ λαφυραγωγήσωσι τὸν πρώην αὐτῶν Κύριον, ὃν ἄλλοτε καὶ ἐφοβοῦντο καὶ ἐλάτρευον.
- Ἓν πρᾶγμα ὅμως ἐπιθυμεῖ, προσέθεσεν ὁ Σερασκέρης, καὶ ἔχει δίκαιον νὰ τὸ θέλῃ καὶ νὰ τὸ ζητῇ.
- Τί πρᾶγμα, τί; ἠρώτησαν συγχρόνως πολλοί.
- Ζητεῖ νὰ τῷ δώκω ἐγγράφως ὅτι ἐντὸς ὀλίγου θέλει λάβει τὴν ἀμνηστίαν, νὰ πάρῃ μεθ' ἑαυτοῦ ὅ,τι θέλει ἐκ τῶν πραγμάτων του, καὶ ὅσην φρουρὰν θέλει· τί λέγετε;
- Ἡ Ὑψηλότης σας γνωρίζετε, ἀπεκρίθησαν.
- Ἐγὼ νομίζω ὅτι ζητεῖ δίκαια πράγματα, εἶπεν ὁ Σερασκέρης.
- Ναὶ, ναὶ, δίκαια, καὶ πρέπει νὰ τῷ τὰ παραχωρήσητε, ἀπεκρίθη ὁ Λομποὺτ-Πασᾶς.
- Τί λέγετε ὑμεῖς ὅλοι; εἶπεν ὁ Σερασκέρης ἀποταθεὶς πρὸς ἅπαντας.
- Ναὶ, ναὶ, ναὶ, ἐκραύγασαν ἅπαντες, σιγώντων τῶν Ἀλβανῶν.
- Ἀλλὰ ζητεῖ τὸ ἔγγραφον, τὸ ὁποῖον θὰ τῷ δώκω, νὰ ἦναι ὑπογεγραμμένον καὶ ἀπὸ ὅλους ὑμᾶς.
- Μάλιστα, μάλιστα, τὸ ὑπογράφομεν· ἀφοῦ ἡ Ὑψηλότης σας τὸ ὑπογράφει, καὶ ἡμεῖς τὸ ὑπογράφομεν μὲ τὰς δύο μας χεῖρας, ἀπεκρίθη ὁ Δράμαλης.
…………………………………………………………………………………………………
…………………………………………………………………………………………………
…………………………………………………………………………………………………
Μίαν ὥραν μετὰ μεσημβρίαν εἰσελθὼν ὁ Τσαρκατσῆ-Πασᾶς ἐν τῷ φρουρίῳ, ἔφερε τὸ ἔγγραφον τῆς συνθήκης τῷ Ἀλῇ-Πασᾶ, οὗτινος ἡ χαρὰ ὑπῆρξεν ἀνεκλάλητος, ἰδόντος τὸν παλαιὸν φίλον του.
- Ἐλθὲ, φίλε μου, νὰ σὲ ἀσπασθῶ, τῷ εἶπεν ἐν παραφόρῳ χαρᾷ, ἐλθέ· καὶ τὸν περιέβαλεν εἰς τὰς ἀγκάλας του. Πόσους χρόνους ἔχω νὰ σὲ ἰδῶ! ἐλευκάνθησαν αἱ τρίχες σου, ἐν ᾧ εἶσαι νεώτερός μου κατὰ εἴκοσι ἔτη. Εἶναι σωστὰ δώδεκα ἔτη, ἀφ' ὅτου ἀπεχωρίσθημεν ἀπὸ τ' Ἀργυρόκαστρον· ἐν τούτοις εἶσαι ἀρκετὰ σφριγῶν ἀκόμη. Ἀνατολίτικον κόκκαλον, ἐπρόσθεσε λέγων, γερὸν κτίριον.
- Δοξασμένος ὁ Θεός! ἀπεκρίθη ὁ Τσαρκατσῆ-Πασᾶς, βαστῶ καλά.
- Δὲν μὲ λέγεις πῶς αὐτὸ τὸ καλόν; πῶς ἦλθες ἐδῶ μέσα;
- Σοῦ ἔφερα τὸ χαρτὶ, ὁποῦ ἐζήτησες ἀπὸ ἡμᾶς ὅλους. Ἰδού. - Καὶ ἐξαγαγὼν ἐκ τοῦ κόλπου του τὸ ἔγγραφον τῷ ἐνεχείρισεν. - Εἶναι γραμμένον ὅπως τὸ ἤθελες, καὶ ὑπογεγραμμένον ἀπὸ ὅλους.
Ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς λαβὼν αὐτὸ εἰς τὰς χεῖράς του τὸ ἐπεθεώρησεν, ἀλλ' ἠναγκάσθη νὰ προσφύγῃ αὖθις εἰς τὸν Κιατίπην του, ὅστις ἀναγνώσας αὐτὸ ἐγνωμοδότησε συγχρόνως, ὅτι εἶναι ἄριστα γεγραμμένον καὶ προσηκόντως ὑπογεγραμμένον.
- Τί λέγεις, φίλε μου; εἶπεν εἰς τὸν Τσαρκατσῆ-Πασᾶ μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν, τί λέγεις; εἶναι καλόν;
- Ἀξιόλογον, ἀπεκρίθη ὁ Τσαρκατσῆς.
- Λοιπὸν ν' ἀποσυρθῶ εἰς τὸ Νησί;
- Χωρὶς ν' ἀργοπορῇς. Ἐλπίζω νὰ ὑπάγουν ὅλα καλά· ὅταν ὁ Θεὸς θέλῃ νὰ βοηθήσῃ τινα, οἱ ἄνθρωποι δὲν ἠμποροῦν νὰ τὸν βλάψουν. Μίαν φορὰν ὁ Προφήτης ἱστάμενος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ παρετήρησεν ὅτι ἐγέλα. - Τί γελᾷς; τὸν ἠρώτησε. - Γελῶ, τῷ ἀπεκρίθη ὁ Θεὸς, διότι ἀφοῦ ἐγὼ ἐπροόρισα νὰ ζήσῃ ἐπὶ τῆς γῆς δυστυχὴς εἷς τῶν θνητῶν, οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς ἐπὶ ματαίῳ προσπαθοῦν νὰ τὸν καταστήσωσιν εὐτυχῆ. Ἄλλοτε πάλιν τὸν εἶδε γελῶντα καὶ τὸν ἠρώτησε διατί γελᾷ. - Γελῶ, τῷ ἀπεκρίθη ὁ Θεὸς, διότι ἀφοῦ ἐγὼ ἔγραψα εὐτυχῆ εἰς τὸν κόσμον ἕνα θνητὸν, οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς προσπαθοῦν ἐπὶ ματαίῳ νὰ τὸν καταστήσωσι δυστυχῆ. Ἀλλὰχ κερίμδιρ (ὁ Θεὸς εἶναι εὔσπλαγχνος).
Ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς ἐμειδίασε τὸ σύνηθες αὐτῷ ἀμφίβολον μειδίαμα ὁσάκις τῷ ἐδιηγεῖτο τις ὅ,τι αὐτὸς δὲν ἐπίστευεν, ἀλλ' ἤθελε νὰ κρύψῃ τὴν κρίσιν του.
- Νὰ σταθῇς νὰ δειπνήσωμεν μαζῆ καὶ ἔπειτ' ἀναχωρεῖς, εἶπεν εἰς τὸν Τσαρκατσῆ-Πασᾶ.
- Δὲν ἠμπορῶ, διότι μὲ περιμένει ὁ Σερασκέρης.
- Δὲν μὲ εἶπες τίποτε περὶ τοῦ ἀχρείου Ἰσμαήλ· εἰπέ με, τί ἔγεινε;
-Ὑπάγει 'ς τὴν κατάρα σου· ἐλπίζω νὰ φάγῃ τὸ κεφάλι του. Ὁ Θεὸς τὸν ἐτιμώρησεν ὅ,τι σοῦ ἔκαμε.
- Ἄχ τὸν σκύλον! ἀπεκρίθη ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς, καὶ οἱ ὀφθαλμοί του ἐφαιδρύνθησαν ὑπὸ χαρᾶς.
- Εἶπὲ λοιπὸν, σὲ παρακαλῶ, εἰς τὸν Σερασκέρην, ὅτι τὸν εὐχαριστῶ μεγάλως, καὶ ὁ Προφήτης νὰ τῷ ἀποδώσῃ ὅ,τι καλὸν μ' ἔκαμε. Αὔριον τὸ φρούριον εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν του, καὶ ἂς ἀποστείλῃ ἓν ἀπόσπασμα νὰ τὸ παραλάβῃ· εἰπέ τον ὅτι ἐπιθυμῶ νὰ στείλῃ ἐσέ.
- Τοῦτο ἴσια ἴσια δὲν ἠμπορῶ νὰ κάμω, διότι θὰ τὸν κάμω νὰ μὲ ὑποπτευθῇ.
- Φοβοῦμαι, φίλε μου, μὴ μοῦ παίξῃ κᾀνένα παιγνίδι.
- Τί παιγνίδι;
- Νὰ στείλῃ φρουρὰν δυνατὴν νὰ μ' αἰχμαλωτίσῃ.
- Πῶς ἠμπορεῖ νὰ κάμῃ τοιοῦτον πρᾶγμα, ἐνῶ ὅλοι οἱ Πασάδες εἴμεθα ὑπογεγραμμένοι εἰς τὸ ἔγγραφον ὁποῦ σ' ἔδωκα.
- Πρὶν ἀπεράσω εἰς τὸ Νησὶ, τὸν παρακαλῶ νὰ μὴ στείλῃ φρουράν.
- Καὶ ἂν ἡ φρουρὰ, μετὰ τὴν ἀναχώρησίν σου, ἐναντιωθῇ νὰ παραδώσῃ τὸ φρούριον;
- Πῶς γίνεται; φρούραρχος εἶναι ὁ γαμβρός μου ὁ Πασόμπεης, τὸν ὁποῖον θὰ διατάξω ἅμα ῥίψω τρεῖς τουφεκιὲς ἀπὸ τὸ Νησὶ, ν' ἀνοίξῃ τὴν θύραν καὶ νὰ σᾶς τὸ παραδώκῃ.
- Ἐλησμόνησα. Ὁ Σερασκέρης μὲ εὶπε νὰ σὲ εἰπῶ προσέτι, ὅτι εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν σου νὰ πάρῃς ὅ,τι θέλεις μαζῆ σου ἐκτὸς τῶν ὁμήρων τῶν Σουλιωτῶν.
- Πῶς γίνεται! εἶπεν ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς ταραχθεὶς, αὐτοὶ ἐδόθησαν εἰς ἐμέ.

Ραγκαβής Κλέων "Ιουλιανός ο Παραβάτης" (αποσπάσματα)

ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΠΑΡΑΒΑΤΗΣ

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

[…]
Κατὰ τὰ παιδικὰ ἔτη ἐφοιτήσαμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὰ παρ' ἡμῖν σχολεῖα, κ' ἐδιδάχθημεν τὰ ἐκεῖ διδασκόμενα. Περὶ τῆς ἀληθείας τῶν διδαγμάτων τούτων κατ' ἀρχὰς οὐδεμίαν εἴχομεν ἀμφιβολίαν, καὶ ἀμέριμνον παρήρχετο τὸ ἔαρ τοῦ βίου, ἀλλ' ὀλίγον διήρκεσεν ἡ κατάστασις αὕτη· ὁ νοῦς ἤρξατο ὡριμάζων, κ' ἐστηρίξαμεν ἐταστικὰ βλέμματα ἐπὶ τῶν πεποιθήσεων ἡμῶν. Ἦσαν δὲ αὗται αἱ πεποιθήσεις πάντων τῶν παίδων, καὶ τοῦ πλείστου μέρους τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπότητος, ὅπερ οὐδέποτε ὑπὲρ αὐτὰς ὑψοῦται, καθαρὰ, καὶ γνήσια τὰ ὑπὸ τῶν ἱερῶν βιβλίων διδασκόμενα, ἄνευ τῶν σοφιστικῶν, καὶ ματαίων ἐπεξηγήσεων, δι' ὧν οἱ μετέπειτα αἰῶνες παρεμόρφωσαν αὐτὰ, ὅπως συμβιβάσωσι δῆθεν πρὸς τὰ ὁλονὲν αὔξοντα φῶτα τῆς ἐπιστήμης, συγκλώθοντες τ' ἀσύγκλωστα, ὡς οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ, οἱ καρατομοῦντες τ' ἀγάλματα τοῦ Φειδίου, κ' ἐπιτιθέντες αὐτοῖς τὴν ἄσχημον μορφὴν προσφάτως μαρτυρήσαντος μοναχοῦ.
Ἐπιστεύομεν δηλ. ὅτι εἰς τὸ ὑπὲρ ἡμᾶς γλαυκὸν στερέωμα, ὅπου ἔστιλβον τῆς γῆς οἱ φωστῆρες, εὑρίσκετο ὁ Θεὸς, σεβάσμιος, ἔνθρονος γέρων, δεξιόθεν ὁ υἱὸς, τριακοντούτης ξανθὸς νεανίας, ἄνωθεν αὐτῶν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, πτερυγίζον ἐν σχήματι περιστερᾶς, ἔμπροσθεν οἱ ἄγγελοι, καὶ ἀρχάγγελοι, καὶ τὰ ἑξάπτερα Χερουβεὶμ, καὶ Σεραφεὶμ, ᾄδοντα ἀτελεύτητα ὠσανὰ πρὸς τὸν ἦχον λιγυφθόγγων βαρβίτων, ὄπισθεν τὸ ἀκάθαρτον τῶν ἁγίων πλῆθος, ἔν τινι γωνίᾳ ἡ ἡδεῖα τῆς Παναγίας μορφὴ, καὶ πέριξ ὁ ὄχλος τῶν δικαίων, συνωθούμενος, καὶ καταπατούμενος, ἵν' ἀτενίσῃ καὶ μακρόθεν πᾶσαν τὴν δόξαν ἐκείνην. Ὅτι κάτωθεν ἡμῶν εὑρίσκετο ἡ γέεννα, τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, «ὅπου ὁ κλαυθμὸς, καὶ ὁ τριγμὸς τῶν ὀδόντων, ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ, καὶ τὸ πῦρ αὐτῶν οὐ σβέννυται»[1], σκοτεινὸν χάσμα πλῆρες θείου, καὶ φλογῶν, ἔνθα ἐντὸς μεγάλων λεβήτων ἔζεον αἱ ψυχαὶ τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀναστρεφόμεναι ὑπὸ κερασφόρων, καὶ μακροκέρκων διαβόλων, ἀγγέλων καὶ τούτων πρώην, ἐπαναστάντων ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν μεγαλεπιβόλου ἀντάρτου κατὰ τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐκθρονίσωσιν αὐτὸν, καὶ μετὰ πολλὰς, καὶ αἱματηρὰς μάχας κρημνησθέντων εἰς τὸν Τάρταρον ἐκεῖνον.
[…]
Τοιαύτη ἀκριβῶς ἡ παιδικὴ ἡμῶν πίστις, παρεθήκαμεν δὲ συντόμως τὰ χωρία, ὅπως μὴ ὑπάρξῃ ἀμφιβολία τις, καὶ διότι ἐσμὲν πεπεισμένοι ὅτι πολλοὶ, οἱ πλεῖστοι ἴσως, οὐδέποτε ἀνέγνωσαν αὐτὰ, οὐδὲ μικρὸν ἐκπλαγήσονται, ἐὰν μετὰ προσοχῆς ποιήσωσι τοῦτο σήμερον. Καὶ ὄντως, μόλις ὀλίγον μελετηθεῖσα, ἀναφαίνεται ἡ ἐβραϊκὴ αὕτη μυθολογία ὑπὸ τὸν ἀληθῆ αὐτῆς χαρακτήρα, ταχέως δὲ οὐδ' ἐννοοῦμεν πῶς ἠπατήθημεν, ἐκλαβόντες ὡς θεῖαν ἀποκάλυψιν σύμπλεγμα μύθων, ὧν οἱ πλεῖστοι παρ' ἑτέρων ἐλήφθησαν ἐθνῶν, καὶ οἵτινες ἔχουσι τὴν συνήθη τῶν μύθων ἀξίαν, ἐκφράζοντες, ὑπὸ ἀλληγορικὴν μορφὴν, τὰς δοξασίας, καὶ πλάνας τῆς ἐποχῆς καθ' ἣν ἐπενοήθησαν, ἐπειδὴ δὲ οἱ ἐν λόγῳ ἀνήκουσιν εἰς τὴν νηπιακὴν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους ἡλικίαν, δοξασίας καὶ πλάνας ἐντελῶς νηπιώδεις.
Ἐστρέψαμεν τότε τοὺς ὀφθαλμοὺς, καὶ εἴδομεν τὴν σμικρὰν μειονότητα κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον πεφωτισμένην, ἀλλ' ἀφ' ἑτέρου τὰ πλήθη ὅλα πιστεύοντα, πᾶσαν λέξιν πιστεύοντα, κ' ἐφάνη ἡμῖν ἀκατανόητος ἡ τύφλωσις αὕτη, καὶ ἡ ἄγνοια, εἰς ἣν ἀφίεντο. Ἀφοῦ, ἐσκεπτόμεθα, ὁ οὐρανὸς οὐκ ἔστι θόλος κρυστάλλινος, ὡς ἐφρόνουν οἱ ἀρχαῖοι, ὁ Ἰησοῦς, καὶ οἱ Εὐαγγελισταὶ, ἀλλ' ἄπειρος ἔκτασις πανταχόθεν τὴν γῆν περιβάλλουσα, ἀφοῦ αὕτη ἐστὶ σφαῖρα περιστρεφομένη, καὶ οὐχὶ δίσκος ἀκίνητος, ποῦ ὁ ἄνω οὐρανὸς, καὶ ἡ κάτω κόλασις, ποῦ ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἄγγελοι, ποῦ τὸ βάραθρον τοῦ Σατὰν, καὶ οἱ λέβητες; Ἀφοῦ οἱ ἀστέρες οὐκ εἰσὶ φανοὶ προσηρμοσμένοι εἰς τὸ στερέωμα, ἀλλὰ κόσμοι ἀτέρμονες, ἀπειράκις τοῦ οὐτιδανοῦ ἡμῶν σφαιριδίου μείζονες, πῶς ἐπλάσθησαν πάντες τὸ ἑσπέρας τῆς τετάρτης ἡμέρας, ἐν ᾧ αἱ πέντε ἅλλαι ἐδαπανήθησαν ὅλαι πρὸς διευθέτησιν τῶν ἐν τῇ γῇ, καὶ πῶς ἐπ' αὐτῆς πεσοῦνται κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως; Πῶς ὑπῆρξε τὸ φῶς, πῶς ἐχωρίσθη τοῦτο τοῦ σκότους, ἡ ἡμέρα τῆς νυκτὸς, καὶ πῶς παρῆλθεν ἡμίσεια ἑβδομὰς πρὸ τῆς πλάσεως τοῦ ἡλίου. Πῶς ταῦτα πάντα ἐδημιούργησε Θεὸς ἀνθρωπόμορφος, ἢ, ἐὰν ὑποτεθῇ οὗτος πνεῦμα αἰώνιον, πῶς περιεπάτει ὑπὸ τὰς ἀναδενδράδας τοῦ παραδείσου δισχίλια μόλις ἔτη πρὸ τοῦ πολέμου τῆς Τροίας, καὶ κατεσκεύαζε περισκελίδας διὰ τὸν Ἀδάμ; Ὁποία τίς ἡ θεία πόλις, καὶ τίς ὁ σκοπὸς αὐτῆς πρὸ τῆς πλάσεως τοῦ κόσμου, καὶ πρὶν εἰσχωρήσωσιν ἐκεῖ ἡ Παναγία, καὶ τῶν ἁγίων, καὶ δικαίων τὸ πλῆθος, ὧν πολλοὶ, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, φέρουσιν ἔτι περὶ τὸν τράχηλον τὸν βρόχον τοῦ δημίου; Πῶς πετῶσιν ἄγγελοι, μὴ ἔχοντες οὐρὰν, ὡς τὰ πτηνὰ, ἵνα διευθύνωνται, ἐντὸς τίνος σώματος πετῶσιν, ἀφοῦ ἡ ἀτμοσφαῖρα ἡμῶν ἐκτείνεται πέντε μόνον λεύγας ὑπὲρ τὴν γῆν, πῶς φέρουσι πτερὰ ὑλικὰ ἐπ' ἀΰλου σώματος, ἢ πῶς πετῶσι διὰ πτερῶν ἀΰλων, κ' ἐν γένει πρὸς τί τὰ πτερὰ, ἀφοῦ εἰσὶν ἄϋλοι; Πρὸς τί αἱ ἓξ πτέρυγες τῶν Χερουβεὶμ, ἀφοῦ, ἐὰν ἐκίνουν αὐτὰς, ἤθελον περιστρέφεσθαι μόνον κυκλικῶς ὡς ἀνεμόμυλοι; Πῶς συνέβησαν μάχαι, κ' αἱματοχυσίαι ἐν οὐρανῷ μεταξὺ ὄντων ἀΰλων; Τί σημαίνει ἡ ἐξ οὐρανοῦ εἰς τὴν κόλασιν κατακρήμνισις, καὶ πῶς καίονται ἐν τῇ τελευταίᾳ ταύτῃ ψυχαὶ ἄϋλοι; Ἐὰν διατηρῶμεν μετὰ θάνατον τὰς ἐπὶ γῆς μορφὰς, τὰς μορφὰς ποίας ἡλικίας; Πῶς ἐπλάσθη ὁ κόσμος πρὸ πεντακισχιλίων ἐτῶν, ἐν ᾧ εὑρίσκομεν εἰς τὸ Βέλγιον, εἰς τὴν Παραῤῥήνειον, καὶ εἰς αὐτὴν τὴν Ἀμερικὴν ὀστᾶ ἀνθρώπων ζησάντων μετὰ τῶν Μαμοὺθ, καὶ Ταπύρων πρὸ πεντακισμυρίων, ἐν ᾧ τὸ δέλτα τοῦ Μισσισίππη πρὸ δεκακισμυρίων ἐτῶν σχηματίζεται, καὶ ὅπως στοιβασθῶσι τὰ τελευταῖα μόνα τῆς γῆς στρώματα, παρῆλθον πολλὰ ἐτῶν δυσεκατομμύρια; Πῶς ἔζησεν ἐπὶ τῆς γῆς Θεὸς ἐν σώματι ἀνθρώπου πολλὰ ἔτη μετὰ τὸν Περικλέα, προχθὲς ἀκόμη; Τί σημαίνει ἡ τερατολογία αὕτη, καὶ ἂν κατῆλθε Θεότης ἐπὶ τῆς γῆς, πῶς οὐδὲν ἐξήγησε τοῖς θνητοῖς τῶν μεγάλων κυκλούντων αὐτοὺς μυστηρίων, πῶς παρεδέχθη ὡς ἀληθεῖς πάσας τὰς πρώην, καὶ τότε πιστευομένας πλάνας, πῶς ἠγνόησε κἂν ὅσα καὶ οἱ παίδες τῶν γυμνασίων σήμερον γνωρίζουσι περὶ ἀστρονομίας, γεωλογίας, φυσικῆς κτλ. καὶ πῶς ἐξηγεῖται, μετὰ θείαν ἐπίσκεψιν ἡ ἐπὶ τῆς δειλαίας ἡμῶν σφαίρας δεσπόζουσα ἔτι ἄφατος ἀθλιότης; Πῶς ὁ πάνσοφος, καὶ παντοδύναμος Θεὸς, ὁ τὰ πάντα πλάσας, καὶ κατὰ βούλησιν εὐθύνων, οὐ προεῖδε τὰ ἐπὶ γῆς συμβησόμενα, ἢ, προϊδὼν, πῶς οὐκ ἐκώλυσε, καὶ τίς ἤθελε φέρειν ἕτερος πᾶσαν τὴν εὐθύνην, κατὰ τὴν ἐν λόγῳ μυθολογίαν; Διατὶ κατηγορεῖται ὁ Ἀδὰμ, ὁ προπάτωρ οὗτος, ἢ μᾶλλον ὁ ἀπόγονος τοῦ Προμηθέως, ὡς ὀρεχθεὶς τὸ ξύλον τῆς γνώσεως; Ὁποία τις ἡ Θεότης ἡ πλάσασα αὐτὸν, καὶ εἶτα ἀρνηθεῖσα αὐτῷ τὰ δύο κάλλιστα δῶρα, τὴν μάθησιν, καὶ τὴν ζωὴν, ἀφοῦ δ' ὑπέκλεψε τὸ πρῶτον, φοβουμένη ὅτι ἐξισώθη πρὸς αὐτὴν, καὶ καταρωμένη, καὶ τιμωροῦσα; Κατὰ τί διαφέρει τοῦ Διὸς, ἣ Ὀσίριδος ἡ ἐβραϊκοχριστιανικὴ αὕτη θεότης, ἡ ὀργιζομένη, ὑβρίζουσα, μετανοοῦσα, καταστρέφουσα ὅτι μόλις κατεσκεύασε, καταπνίγουσα ὁλόκληρον τὸ ἀνθρώπινον γένος, τοὺς ἀγαθοὺς μετὰ τῶν πονηρῶν, καὶ αὐτὰ τ' ἀθῶα θηρία, καὶ τέλος ἐξιλεουμένη διὰ τῆς εὐαρέστου κνίσσης τῶν σφαγίων; Τίνες οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, οἱ εὑρίσκοντες νοστίμους τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων, οἱ εἰσπορευόμενοι εἰς αὐτὰς, καὶ γεννῶντες ἐξ αὐτῶν τοὺς γίγαντας; Μὴ παρακούοντος τυχὸν τοῦ Ἀδὰμ, πῶς ἤθελε περιλαβεῖν ὁ παράδεισος ἅπαν τὸ ἀνθρώπινον γένος, καὶ μάλιστα μὴ καταστρεφόμενον ὑπὸ τοῦ θανάτου; Πῶς περιέλαβεν ἓν πλοῖον πάντα τὰ ἔμψυχα τῆς γῆς, ἐν ᾧ τὰ γένη αὐτῶν ἀδιακόπως ἀλλοιοῦνται, καὶ πόθεν προῆλθον τὰ ἐσχάτως ἀναφανέντα; Πῶς ὡμίλουν τ' ἄλογα ζῶα ἐν τῷ παραδείσῳ, καὶ πῶς ἦταν πρὸ τοῦ ἁμαρτήματος ἀθάνατα αὐτά τε, καὶ ὁ ὑλικὸς ἄνθρωπος;
Ἀλλὰ παύομεν, διότι ὁ κατάλογος ἐστὶν ἀτελεύτητος, ἐξελέξαμεν δ' ἐπίτηδες τὰς χυδαιοτέρας μόνον τῶν τερατολογιῶν τούτων, καὶ οὐδ' ἐθίξαμεν τὰς εἰς ὁπωσοῦν ὑψηλοτέρας θεωρίας προσκρουούσας, διότι βαρύνομεν βεβαίως τοὺς πολλοὺς τῶν ἀναγνωστῶν ἡμῶν. Ἀκούομεν δὲ αὐτῶν λεγόντων: - «Καὶ τίς σήμερον πιστεύει εἰς τὰ τοιαῦτα;» - «Τίς; Ἀπαντῶμεν. Τὰ ἐννέα δέκατα τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπότητος· πάντες οἱ ἀληθῶς πιστεύοντες». - Ταῦτα κατὰ λέξιν εἰσὶ τὰ ἐν τοῖς ἱεροῖς ἡμῶν βιβλίοις περιεχόμενα, πάντα δὲ τὰ έπίλοιπα ἁπλαῖ ἑρμηνεῖαι, ἀλλάσσουσαι κατὰ τὴν διανοητικὴν ἑκάστου ἀτόμου ἀνάπτυξιν, καὶ φέρουσα διὰ μυρίων ἀτραπῶν πρὸς τὴν φιλοσοφίαν. Ταῦτα μανθάνουσι μετ' ἀτρύτων κόπων οἱ παῖδες ἡμῶν εἰς τὰ σχολεῖα, στρεβλοῦντες οὕτως ἐσαεὶ τὴν διάνοιαν αὐτῶν; Τοῦτον ἐποτίσθημεν πάντες τὸν ἱὸν, καὶ μόλις λυτροῦται αὐτοῦ εἶτα εἷς ἴσως ἐν μυρίοις. Συγχωρήτωσαν λοιπὸν οἱ τὴν διάνοιαν αὐτῶν καλλιεργήσαντες, καὶ τὴν ἀληθῆ ἀξίαν, καὶ ἔννοιαν τούτων πάντων εἰδότες, καθότι ἀποτελοῦσιν ἐλαχίστην μειονοψηφίαν, ἡ δὲ παρ' ἡμῶν γραφεῖσα εἰκὼν ἐστὶ τὸ ἐπίσημον προσκύνημα, οὐ μόνον τῆς μεγάλης ὀμάδος, ἀλλὰ καὶ αὐτῶν τῶν ἰδίων. Τοσοῦτον δ' ἐστὶ ἀληθὲς τοῦτο, ὥστε φοβούμεθα μὴ πολλοὶ ξενισθῶσι διότι κ' ἐθίξαμεν τὰ ὑπ' αὐτῶν ὡς ἅγια θεωρούμενα.
Δι' ἡμᾶς ἐλύθησαν αἱ παχυλαὶ ἀχλύες χάριν εἰς τὰς ἐπιστήμας, καὶ τὴν ἱστορίαν· καὶ ἡ μὲν ἀστρονομία ἐδίδαξεν ἡμῖν τὸ σύστημα τοῦ παντός, καὶ τοὺς νόμους τῶν ἀπειραρίθμων κοσμικῶν συμπλεγμάτων· ἡ γεωλογία διηγήθη ἡμῖν πῶς ἐψυχράνθη κατὰ μικρὸν ὁ πυρὴν τοῦ σφαιριδίου ἡμῶν, πῶς τὰ δισεκατομμύρια τῶν αἰώνων προσέθηκαν αὐτῷ τ' ἀλλεπάλληλα αὐτοῦ στρώματα, καὶ πῶς τέλος, σχετικῶς προχθὲς ἔτι, δηλ. πρὸ ἑκατομμυρίων τινῶν αἰώνων, ἐσχηματίσθησαν αἱ ἤπειροι, καὶ αἱ θάλασσαι, ἃς νῦν ὁρῶμεν· αἱ φυσικαὶ, καὶ παλαιοντολογικαὶ ἐπιστῆμαι εἶπον ἡμῖν πῶς ἐφάνησαν ἐπὶ τῆς γῆς τὰ πρῶτα ὀργανικὰ ὄντα ὑπὸ μορφὴν ἀτελεστάτην, πῶς ἀναπτύχθησαν ὁλονὲν ἀλλοιούμενα, πῶς τὰ ἐκλείποντα γένη καὶ εἴδη διαδέχθησαν νέα, καὶ ποῖα τὰ πρῶτα ἴχνη τῆς ἐμφανίσεως τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὰς λιμναίας οἰκήσεις τῆς Ἐλβετίας, καὶ εἰς τοὺς οὕτω καλουμένους μαγειρικοὺς σωροὺς (Kjokkenmoding) τῆς Δανίας· ἡ παραβλητικὴ ἀνατομία ὡμίλησεν ἡμῖν περὶ τῆς συγγενείας ἡμῶν πρὸς τὰ λοιπὰ ζῶα, καὶ τῆς μεταξὺ τῶν ποικίλων ἀνθρωπίνων γενῶν οὐσιώδους διαφορᾶς· ἡ ἱστορία, ἰδίως μετὰ τὰς ἀνακαλύψεις τοῦ Champollion, καὶ του Mariette, καὶ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν Αἰγυπτιακῶν καὶ Ἀσσυριανῶν ἱερογλύφων, ἐξέθηκεν ἡμῖν τὰ μεγαλουργήματα ἡγεμόνων καὶ τὴν κατάπτωσιν βασιλείων, πολὺ πρὸ τῆς κτίσεως τοῦ κόσμου, κατὰ τὴν συνήθη χρονολογίαν· ἡ ἱστορία τῶν διαφόρων θρησκευμάτων διετράνωσεν ἡμῖν τὴν μοιραίαν τύφλωσιν τῶν ἐθνῶν, ἅτινα θεοποιήσαντα ἀείποτε τὰς ἑαυτῶν ἰδέας, ἐπεσκοράκισαν, καὶ κατεπολέμησαν ὡς τὴν πανώλην πάσας τὰς ἐπιλοίπους· ἡ ἱστορία τοῦ χριστιανισμοῦ ἰδίως κατέδειξεν ἡμῖν πῶς συνηρμολογήθη βαθμηδὸν τὸ συνονθύλευμα τοῦτο, πόθεν ἐλήφθησαν τὰ διάφορα δόγματα, καὶ ὁποῖαι αὐτῶν αἱ τύχαι καὶ ἡ ἀξία· ἡ φιλοσοφία τέλος ἐφαίδρυνεν ἡμᾶς ὀλίγον, ὁμιλοῦσα περὶ τῶν ἀνωτάτων κτήσεων τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, τῶν πολλῶν αὐτοῦ ἀπατῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν οὐχὶ ὀλίγων, καὶ θαυμαστῶν ὄντως ἀνακαλύψεων.