Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Ράμφος Κωνσταντίνος Αι τελευταίαι ημέραι του Αλή Πασά (απόσπασμα)


ΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΙ ΗΜΕΡΑΙ ΤΟΥ ΑΛΗ-ΠΑΣΑ


[ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ]

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ΄ [=ΙΒ΄].


Η ΚΟΥΦΟΝΟΙΑ.

Τὴν ἐπιοῦσαν, λίαν πρωῒ προσῆλθον ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Σερασκέρη ὅλοι οἱ Πασάδες κατὰ πρόσκλησίν του.
- Χθὲς, εἶπεν εἰς αὐτοὺς, ἀπέστειλα τὸν Χασάν-Πασᾶ εἰς τὸ φρούριον καὶ συνδιελέχθη μετὰ τοῦ Ἀλῆ-Πασᾶ, ὅστις ἐφάνη πρόθυμος νὰ ὑποβάλῃ τὴν ὑποταγήν του εἰς τὸν Σουλτάνον, τὸν πολυχρονημένον Ἐφέντην μας, νὰ παραδώσῃ τὸ φρούριον καὶ ν' ἀποχωρήσῃ εἰς τὸ Νησὶ, μ' ὅλην του τὴν περιουσίαν.
- Γενικὴ ἐπιδοκιμασία ὅλων τῶν Πασάδων διεδέχθη τὴν ὁμιλίαν τοῦ Σερασκέρη· μόνοι δὲ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν Ἀλβανῶν ἐσκυθρώπασαν, διότι διὰ τοῦ μέτρου τούτου ἀπετύγχανον τὴν ἐπιθυμητὴν αὐτῶν εὐκαιρίαν τοῦ νὰ λαφυραγωγήσωσι τὸν πρώην αὐτῶν Κύριον, ὃν ἄλλοτε καὶ ἐφοβοῦντο καὶ ἐλάτρευον.
- Ἓν πρᾶγμα ὅμως ἐπιθυμεῖ, προσέθεσεν ὁ Σερασκέρης, καὶ ἔχει δίκαιον νὰ τὸ θέλῃ καὶ νὰ τὸ ζητῇ.
- Τί πρᾶγμα, τί; ἠρώτησαν συγχρόνως πολλοί.
- Ζητεῖ νὰ τῷ δώκω ἐγγράφως ὅτι ἐντὸς ὀλίγου θέλει λάβει τὴν ἀμνηστίαν, νὰ πάρῃ μεθ' ἑαυτοῦ ὅ,τι θέλει ἐκ τῶν πραγμάτων του, καὶ ὅσην φρουρὰν θέλει· τί λέγετε;
- Ἡ Ὑψηλότης σας γνωρίζετε, ἀπεκρίθησαν.
- Ἐγὼ νομίζω ὅτι ζητεῖ δίκαια πράγματα, εἶπεν ὁ Σερασκέρης.
- Ναὶ, ναὶ, δίκαια, καὶ πρέπει νὰ τῷ τὰ παραχωρήσητε, ἀπεκρίθη ὁ Λομποὺτ-Πασᾶς.
- Τί λέγετε ὑμεῖς ὅλοι; εἶπεν ὁ Σερασκέρης ἀποταθεὶς πρὸς ἅπαντας.
- Ναὶ, ναὶ, ναὶ, ἐκραύγασαν ἅπαντες, σιγώντων τῶν Ἀλβανῶν.
- Ἀλλὰ ζητεῖ τὸ ἔγγραφον, τὸ ὁποῖον θὰ τῷ δώκω, νὰ ἦναι ὑπογεγραμμένον καὶ ἀπὸ ὅλους ὑμᾶς.
- Μάλιστα, μάλιστα, τὸ ὑπογράφομεν· ἀφοῦ ἡ Ὑψηλότης σας τὸ ὑπογράφει, καὶ ἡμεῖς τὸ ὑπογράφομεν μὲ τὰς δύο μας χεῖρας, ἀπεκρίθη ὁ Δράμαλης.
…………………………………………………………………………………………………
…………………………………………………………………………………………………
…………………………………………………………………………………………………
Μίαν ὥραν μετὰ μεσημβρίαν εἰσελθὼν ὁ Τσαρκατσῆ-Πασᾶς ἐν τῷ φρουρίῳ, ἔφερε τὸ ἔγγραφον τῆς συνθήκης τῷ Ἀλῇ-Πασᾶ, οὗτινος ἡ χαρὰ ὑπῆρξεν ἀνεκλάλητος, ἰδόντος τὸν παλαιὸν φίλον του.
- Ἐλθὲ, φίλε μου, νὰ σὲ ἀσπασθῶ, τῷ εἶπεν ἐν παραφόρῳ χαρᾷ, ἐλθέ· καὶ τὸν περιέβαλεν εἰς τὰς ἀγκάλας του. Πόσους χρόνους ἔχω νὰ σὲ ἰδῶ! ἐλευκάνθησαν αἱ τρίχες σου, ἐν ᾧ εἶσαι νεώτερός μου κατὰ εἴκοσι ἔτη. Εἶναι σωστὰ δώδεκα ἔτη, ἀφ' ὅτου ἀπεχωρίσθημεν ἀπὸ τ' Ἀργυρόκαστρον· ἐν τούτοις εἶσαι ἀρκετὰ σφριγῶν ἀκόμη. Ἀνατολίτικον κόκκαλον, ἐπρόσθεσε λέγων, γερὸν κτίριον.
- Δοξασμένος ὁ Θεός! ἀπεκρίθη ὁ Τσαρκατσῆ-Πασᾶς, βαστῶ καλά.
- Δὲν μὲ λέγεις πῶς αὐτὸ τὸ καλόν; πῶς ἦλθες ἐδῶ μέσα;
- Σοῦ ἔφερα τὸ χαρτὶ, ὁποῦ ἐζήτησες ἀπὸ ἡμᾶς ὅλους. Ἰδού. - Καὶ ἐξαγαγὼν ἐκ τοῦ κόλπου του τὸ ἔγγραφον τῷ ἐνεχείρισεν. - Εἶναι γραμμένον ὅπως τὸ ἤθελες, καὶ ὑπογεγραμμένον ἀπὸ ὅλους.
Ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς λαβὼν αὐτὸ εἰς τὰς χεῖράς του τὸ ἐπεθεώρησεν, ἀλλ' ἠναγκάσθη νὰ προσφύγῃ αὖθις εἰς τὸν Κιατίπην του, ὅστις ἀναγνώσας αὐτὸ ἐγνωμοδότησε συγχρόνως, ὅτι εἶναι ἄριστα γεγραμμένον καὶ προσηκόντως ὑπογεγραμμένον.
- Τί λέγεις, φίλε μου; εἶπεν εἰς τὸν Τσαρκατσῆ-Πασᾶ μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν, τί λέγεις; εἶναι καλόν;
- Ἀξιόλογον, ἀπεκρίθη ὁ Τσαρκατσῆς.
- Λοιπὸν ν' ἀποσυρθῶ εἰς τὸ Νησί;
- Χωρὶς ν' ἀργοπορῇς. Ἐλπίζω νὰ ὑπάγουν ὅλα καλά· ὅταν ὁ Θεὸς θέλῃ νὰ βοηθήσῃ τινα, οἱ ἄνθρωποι δὲν ἠμποροῦν νὰ τὸν βλάψουν. Μίαν φορὰν ὁ Προφήτης ἱστάμενος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ παρετήρησεν ὅτι ἐγέλα. - Τί γελᾷς; τὸν ἠρώτησε. - Γελῶ, τῷ ἀπεκρίθη ὁ Θεὸς, διότι ἀφοῦ ἐγὼ ἐπροόρισα νὰ ζήσῃ ἐπὶ τῆς γῆς δυστυχὴς εἷς τῶν θνητῶν, οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς ἐπὶ ματαίῳ προσπαθοῦν νὰ τὸν καταστήσωσιν εὐτυχῆ. Ἄλλοτε πάλιν τὸν εἶδε γελῶντα καὶ τὸν ἠρώτησε διατί γελᾷ. - Γελῶ, τῷ ἀπεκρίθη ὁ Θεὸς, διότι ἀφοῦ ἐγὼ ἔγραψα εὐτυχῆ εἰς τὸν κόσμον ἕνα θνητὸν, οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς προσπαθοῦν ἐπὶ ματαίῳ νὰ τὸν καταστήσωσι δυστυχῆ. Ἀλλὰχ κερίμδιρ (ὁ Θεὸς εἶναι εὔσπλαγχνος).
Ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς ἐμειδίασε τὸ σύνηθες αὐτῷ ἀμφίβολον μειδίαμα ὁσάκις τῷ ἐδιηγεῖτο τις ὅ,τι αὐτὸς δὲν ἐπίστευεν, ἀλλ' ἤθελε νὰ κρύψῃ τὴν κρίσιν του.
- Νὰ σταθῇς νὰ δειπνήσωμεν μαζῆ καὶ ἔπειτ' ἀναχωρεῖς, εἶπεν εἰς τὸν Τσαρκατσῆ-Πασᾶ.
- Δὲν ἠμπορῶ, διότι μὲ περιμένει ὁ Σερασκέρης.
- Δὲν μὲ εἶπες τίποτε περὶ τοῦ ἀχρείου Ἰσμαήλ· εἰπέ με, τί ἔγεινε;
-Ὑπάγει 'ς τὴν κατάρα σου· ἐλπίζω νὰ φάγῃ τὸ κεφάλι του. Ὁ Θεὸς τὸν ἐτιμώρησεν ὅ,τι σοῦ ἔκαμε.
- Ἄχ τὸν σκύλον! ἀπεκρίθη ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς, καὶ οἱ ὀφθαλμοί του ἐφαιδρύνθησαν ὑπὸ χαρᾶς.
- Εἶπὲ λοιπὸν, σὲ παρακαλῶ, εἰς τὸν Σερασκέρην, ὅτι τὸν εὐχαριστῶ μεγάλως, καὶ ὁ Προφήτης νὰ τῷ ἀποδώσῃ ὅ,τι καλὸν μ' ἔκαμε. Αὔριον τὸ φρούριον εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν του, καὶ ἂς ἀποστείλῃ ἓν ἀπόσπασμα νὰ τὸ παραλάβῃ· εἰπέ τον ὅτι ἐπιθυμῶ νὰ στείλῃ ἐσέ.
- Τοῦτο ἴσια ἴσια δὲν ἠμπορῶ νὰ κάμω, διότι θὰ τὸν κάμω νὰ μὲ ὑποπτευθῇ.
- Φοβοῦμαι, φίλε μου, μὴ μοῦ παίξῃ κᾀνένα παιγνίδι.
- Τί παιγνίδι;
- Νὰ στείλῃ φρουρὰν δυνατὴν νὰ μ' αἰχμαλωτίσῃ.
- Πῶς ἠμπορεῖ νὰ κάμῃ τοιοῦτον πρᾶγμα, ἐνῶ ὅλοι οἱ Πασάδες εἴμεθα ὑπογεγραμμένοι εἰς τὸ ἔγγραφον ὁποῦ σ' ἔδωκα.
- Πρὶν ἀπεράσω εἰς τὸ Νησὶ, τὸν παρακαλῶ νὰ μὴ στείλῃ φρουράν.
- Καὶ ἂν ἡ φρουρὰ, μετὰ τὴν ἀναχώρησίν σου, ἐναντιωθῇ νὰ παραδώσῃ τὸ φρούριον;
- Πῶς γίνεται; φρούραρχος εἶναι ὁ γαμβρός μου ὁ Πασόμπεης, τὸν ὁποῖον θὰ διατάξω ἅμα ῥίψω τρεῖς τουφεκιὲς ἀπὸ τὸ Νησὶ, ν' ἀνοίξῃ τὴν θύραν καὶ νὰ σᾶς τὸ παραδώκῃ.
- Ἐλησμόνησα. Ὁ Σερασκέρης μὲ εὶπε νὰ σὲ εἰπῶ προσέτι, ὅτι εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν σου νὰ πάρῃς ὅ,τι θέλεις μαζῆ σου ἐκτὸς τῶν ὁμήρων τῶν Σουλιωτῶν.
- Πῶς γίνεται! εἶπεν ὁ Ἀλῆ-Πασᾶς ταραχθεὶς, αὐτοὶ ἐδόθησαν εἰς ἐμέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου