Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

ΗΧΟΣ ΛΕΠΤΟΣ ΓΛΥΚΥΤΑΤΟΣ ΑΝΕΚΔΙΗΓΗΤΟΣ

Η τύχη του Σολωμικού έργου και η εξακολουθητική αμηχανία της κριτικής



Από την εποχή που δημοσιεύτηκαν τα «Ευρισκόμενα» (1859), με επιμέλεια του Ιακ. Πολυλά, μέχρι και τα χρόνια του Μεσοπολέμου, το έργο του Δ. Σολωμού της ώριμης περιόδου παρέμεινε ένα ερωτηματικό για την αθηναϊκή κριτική, προκαλώντας αξεπέραστη αμηχανία. Οι υπερθετικές κρίσεις για τον Σολωμό, από την εποχή του Παλαμά κυρίως και μετά, άφηναν, στην πράξη, έξω από το λογαριασμό τα συνθετικά έργα του ποιητή. Τα έργα αυτά συγκρούονταν με ένα εδραιωμένο από το μέσο του 19ου αιώνα στην Αθήνα κανόνα αληθοφάνειας, που με επιμέρους τροποποιήσεις κυριάρχησε για πολλά χρόνια στη νεοελληνική λογοτεχνική σκηνή. Το ενδιαφέρον της παρούσας εργασίας στρέφεται ακριβώς στην ερμηνευτική διερεύνηση των όρων εκείνων, σύμφωνα με τους οποίους τα ώριμα έργα του Σολωμού ουσιαστικά απορρίφθηκαν, είτε επειδή ήταν «αποσπασματικά» είτε επειδή ήταν «ανισόρροπα» ως προς την απαιτούμενη αρμονία μεταξύ φαντασίας και σκέψης, μορφής και περιεχομένου (αφού ο ποιητής δεν «τιθάσευσε» τη φαντασία του ή δεν «κατάκτησε» τη γλώσσα) είτε, τέλος, επειδή είχαν χάσει την επαφή τους με την πραγματική ζωή.
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

Περιεχόμενα

Κεφάλαιο 1: Το έργο του Σολωμού στην Αθήνα και η διαμόρφωση του κανόνα της αληθοφάνειας (1850-1880)
Κεφάλαιο 2: Ο Κ. Παλαμάς και το έργο του Σολωμού στο γύρισμα του αιώνα: από τη «οργίλη νηρηίδα» του 1884 στον Γ. Καλοσγούρο (1902) και στον Κων. Χατζόπουλο (1909-1910)
Κεφάλαιο 3: Η ένταση των αντιπαραθέσεων στην περίοδο 1910-1930: ο «πραγματικός» Σολωμός του Βάρναλη (1925) και η παράταση της αμηχανίας
Ευρετήριο ονομάτων


ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΣΤΗ- ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΓΕΛΑΤΟΣ

Ο ανά χείρας Οδηγός έχει ένα συγκεκριμένο στόχο και σχεδιάστηκε βάσει αυτού: να λειτουργήσει ως υποδομή για την εισαγωγή των νέων φιλολόγων στην επιστήμη της Νεοελληνικής Φιλολογίας μέσα από το συναφές, προβλεπόμενο σε πανεπιστημιακά προπτυχιακά προγράμματα φιλολογικών σπουδών, εισαγωγικό μάθημα. Συγκεντρώθηκε, ως εκ τούτο, σε μια κριτικά και εύληπτα επεξεργασμένη ενότητα, εκείνο το απαραίτητο υλικό που μπορεί να βοηθήσει πρωτοετείς φοιτητές και φοιτήτριες της Φιλολογίας να εξοικειωθούν με τη Νεοελληνική Φιλολογίας και το επιστημονικό πνεύμα της, να κατακτήσουν γνωστικά τα θεμελιώδη απαιτούμενα για το σκοπό αυτό (εννοιολογικό σύστημα, αντικείμενο και μεθόδους) και να στραφούν επί της ουσίας στη γόνιμη ενασχόληση με τα νεοελληνικά λογοτεχνικά κείμενα.

JULES LAFORGUE - ΓΑΛΛΙΚΗ ΨΥΧΗ ΜΕ ΛΑΤΙΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΑΕΡΑ



Θραύσμα του PIERROT -
Το λευκό τατουάζ της καρδιάςαποφάσεις του φεγγαριού.Έχουν: «Αδελφοί, θα πρέπει να πεθάνει!»Όπως ο Evoè για συνθηματικό.
Όταν μια παρθένα περνάακολουθούμενη από την ακολουθία της,κρατώντας το λαιμό ευθεία,όπως κρατιέται ψηλά ένα ωραίο κερί.
Μέρος κουραστικό,τόσο περισσότερο δεδομένου ότι δεν έχουν κανέναστο σπίτι και τους τρίβει  με αλοιφή παντρειάς.Αυτοι οι δανδές της Σελήνης επιβλήθηκαν, στην πραγματικότητατραγουδούν «Επιτρέπετε;»  στην ξανθιά και τη μελαχρινή.


Το Προηγούμενο βράδυ -
Να πέφτει η νύχτα, γλυκά στην παλιά λαγνεία.Murr ο γάτος μου κάθεται σαν εραλδική σφίγγα
σχεδιάζει, ανήσυχος, με την φανταστική κόρη του ματιού τουταξίδια στον ορίζοντα του χλωρωτικού φεγγαριού.
Είναι η ώρα κατά την οποία το βρέφος προσεύχεται, όπου το Παρίσι-αποχέτευσηρίχνει στο πάτωμα των λεωφόρωννυχτοπεταλούδες από τα κρύα στήθη που, κάτω από το αμυδρό φωςτου αερίου, το μάτι ανακαλύπτει ένα τυχαίο αρσενικό.
Αλλά, μαζί με το γάτο μου το Murr, ονειρεύομαι στο παράθυρο.
Σκέφτομαι τα παιδιά που παντού, αυτήν την στιγμή, γεννήθηκαν.Σκέφτομαι όλους τους νεκρούς που έθαψαν σήμερα.
Και φαντάζομαι να είναι στο βάθος του νεκροταφείου,και μπαίνοντας στα φέρετρα, κάθομαι στη θέσηεκείνων που θα περάσουν την πρώτη νύχτα εδώ.
απόδοση από τα Ιταλικά: Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος
Γάλλος ποιητής, γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης. Ποτέ δεν ήταν επιμελής μαθητής, δεν πέρασε τις εξετάσεις για το δίπλωμα. Το 1878 αποτυγχάνει και πάλι, και πάλι μια τρίτη φορά, και άρχισε να διαβάζει τους μεγάλες Γάλλους συγγραφείς και να επισκέπτεται τα μουσεία του Παρισιού. Δημοσίευσε το πρώτο ποίημά του στην Τουλούζη. Μέχρι το τέλος του έτους είχε δημοσιεύσει διάφορα ποιήματα και είχε ήδη παρατηρηθεί από διάσημους συγγραφείς. Από το 1881 τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του είχε γίνει τόσο πυκνή που δεν είχε επιστρέψει στο Tarbes για την κηδεία του πατέρα του. Από το Νοέμβριο του ίδιου έτους μέχρι το 1886 έζησε στο Βερολίνο, που εργάστηκε ως γαλλικός αναγνώστη για την Αυτοκράτειρα Αυγούστα, ένα είδος πολιτιστικού συμβούλου. Πληρώθηκε πολύ καλά και θα μπορούσε να ασχοληθεί με τα ενδιαφέροντα του, πολύ ελεύθερα. Το 1885 έγραψε το αριστούργημά του, L'Imitation de Notre-Dame la Lune. Το 1886, επέστρεψε στη Γαλλία και παντρεύτηκε την Leah Lee. Τον επόμενο χρόνο πέθανε από φυματίωση. Κ.Κ
- L'IMPOSSIBLE -Je puis mourir ce soir ! Averses, vents, soleildistribueront partout mon coeur, mes nerfs, mes moelles.Tout sera dit pour moi ! Ni rêve, ni réveil.Je n'aurai pas été la-bas, dans les étoiles!En tous sens, je le sais, sur ces mondes lointains,pèlerins comme nous des pâles solitudes,dans la douceur des nuits tendant vers nous les mains,des Humanités soeurs rêvent par multitudes !Oui ! des frères partout ! (Je le sais, je le sais !)Ils sont seuls comme nous.- Palpitants de tristesse,la nuit, ils nous font signe ! Ah ! n'irons-nous, jamais?on se consolerait dans la grande détresse !Les astres, c'est certain, un jour s'aborderont !Peut-être alors luira l'Aurore universelleque nous chantent ces gueux qui vont, l'Idée au front !ce sera contre Dieu la clameur fraternelle !Hélas ! avant ces temps, averses, vents, soleilauront au loin perdu mon coeur, mes nerfs, mes moellestout se fera sans moi ! Ni rêve, ni réveil !Je n'aurai pas été dans les douces étoiles !  http://www.poetiscrittori.it/


Jules LaforgueFrom Wikipedia, the free encyclopediaJules Laforgue (French pronunciation:  Montevideo, 16 August 1860 – Paris, 20 August 1887) was an innovative Franco-Uruguayan poet, often referred to as aSymbolist poet. Critics and commentators have also pointed to Impressionism as a direct influence and his poetry has been called "part-symbolist, part-impressionist".[1]LifeΗis parents, Charles-Benoît Laforgue and Pauline Lacollay, met in Uruguay where his father worked first as a teacher and then a bank employee. Jules was the second of eleven children in the family, the eldest child being Jules' brother Émile, who was to become a sculptor of note. In 1866 the family moved back to France, to Tarbes, his father's hometown, but in 1867 Jules' father and mother chose to return to Uruguay, taking along their nine younger children, leaving Jules and his older brother Émile in Tarbes to be raised with a cousin's family.In 1876 Jules's father took the family to Paris. In 1877, his mother died of pneumonia, three months after a miscarriage, and Jules, never a good student, failed his baccalaureate exams. He failed again in 1878, and then a third time, but on his own began to read the great French authors and visit the museums of Paris.In 1879 his father became sick and returned to Tarbes, but Jules stayed behind in Paris. He published his first poem in Toulouse. By the end of the year, he had published several poems and was noticed by well-known authors. In 1880 he moved in the literary circles of the capital and became a protégé of Paul Bourget, the editor of the review La Vie moderne.Much happened to Laforgue in 1881: he attended a course of Taine's lectures and developed a great interest in painting and art. Charles Ephrussi, a rich collector, one of the first collectors of Impressionist art, took Laforgue on as his secretary. The direct influence of Impressionism on Laforgue's early development as a poet is a topic in Laforgue studies. In his introduction to his edition of Les Complaintes, Michael Collie, author of a biography of Laforgue (Laforgue (1963)), states that he sees a more or less conscious attempt on Laforgue's part to produce a literary equivalent of Impressionism. In 1881, Laforgue wrote a novel, Stephane Vassiliew and prepared a collection of poems entitled The Tears of the Earth, which he later abandoned, though some pieces were altered for Les Complaintes. Also in 1881, his sister left him alone in Paris to tend to their father who was seriously ill in Tarbes. When his father died, Laforgue did not attend his father's funeral.From November 1881 until 1886, he lived in Berlin, working as the French reader for the Empress Augusta, a sort of cultural counselor. He was well paid and could pursue his interests very freely. In 1885, he wrote L'Imitation de Notre-Dame la Lune, widely regarded as his masterpiece.In 1886, he returned to France and married Leah Lee, an Englishwoman. He died the next year of tuberculosis, his wife following him shortly thereafter.Influenced by Walt Whitman, Laforgue was one of the first French poets to write in free verse. Philosophically, he was an ardent disciple of Schopenhauer and Von Hartmann. His poetry would be one of the major influences on Ezra Pound and the young T. S. Eliot (cf. Prufrock and other observations.) Louis Untermeyer wrote,[2]"Prufrock, published in 1917, was immediately hailed as a new manner in English literature and belittled as an echo of Laforgue and the French symbolists to whom Eliot was indebted."WorksStéphane Vassiliew (1881, not published until 1943)Les Complaintes (1885)L'Imitation de Notre Dame de la Lune (1886)Moralités légendaires (1887)Des Fleurs de bonne volonté (1890)Derniers vers (1890)Berlin, la cour et la ville (1922)External linkshttp://www.laforgue.org (in French)ReferencesFrance, Peter (Ed.) (1995). The New Oxford Companion to Literature in French. Oxford: Clarendon Press. ISBN 0-19-866125-8.^ Dale, Peter. Poems of Jules Laforgue. Anvil Press, 1986.^ Untermeyer, Louis. A Concise Treasury of Great Poems, Simon & Schuster, 1953. Only poems originally written in English included.


Ο ποιητής ανάμεσα στους ποιητές


"Τα τραγούδια του έρωτα από του κόσμου τα μάκρη"


Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

Ernest Bloch (1880-1959): Schelomo, Eβραϊκή Ραψωδία για σόλο βιολοντσέλο και ορχήστρα

Πηγή:
https://marinapapachroni.wordpress.com/2012/11/16/ernest-bloch-1880-1959-schelomo-eβραϊκή-ραψωδία-για-σόλο-βιολον/
Στην ευαίσθητη ηλικία των έξι ετών, ο Ernest Bloch έδωσε τον όρκο ότι θα γίνει συνθέτης. Δούλεψε για τον στόχο αυτό και πριν τα δεκαπέντε του χρόνια είχε συνθέσει ένα string quartet και την Oriental Symphony. Παρά το γεγονός ότι ο – ελβετικής καταγωγής – αμερικανός συνθέτης Ernest Bloch υπήρξε πολυγραφότατος, οι περισσότερες αναφορές στο όνομά του γίνονται πλέον με αφορμή ένα και μόνον έργο του: το Schelomo (την εβραϊκή εκδοχή του Σολομώντος), που έχει καθιερωθεί ως ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια για βιολοντσέλο και ορχήστρα του 20ού αιώνα. Αυτή η “εβραϊκή ραψωδία”, όπως ειδικότερα την προσδιόρισε ο δημιουργός της, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συνθέσεων εμπνευσμένων από τον ιουδαϊσμό, που άσκησε βαθιά επίδραση στον Bloch ιδίως κατά την δεύτερη και την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Μετά από μια παρουσίαση του έργου τον Νοέμβριο του 1923, γράφτηκε στη San Francisco Chronicle: «Schelomo is a magnificent work by one of the greatest living composers. Splendid as it is in brilliant coloration, it is not in the vivid pictures that its greatness lies so much, as in the burning sincerity, the richness of passion, the poignant spirituality and the profound penetration into the psychology of a race.» 
Το 1920, ο Guido M. Gatti σε άρθρο του για την La Critica Musicale, γράφει: «Bloch has reached the perfection of his music with the Hebrew rhapsody for solo violoncello with orchestra, which bears the name of the great king Schelomo (Solomon). In this, without taking thought for development and formal consistency, without the fetters of a text requiring interpretation, he has given free course to his fancy; the multiplex figure of the founder of the Great Temple lent itself, after setting it upon a loft throne and chiseling its lineaments, to the creation of a phantasmagorical entourage of persons and scenes in rapid and kaleidoscopic succession. The violoncello, with its ample breadth of phrasing, now melodic and with moments of superb lyricism, now declamatory and with robustly dramatic lights and shades, lends itself to a reincarnation of Solomon in all his glory, surrounded by his thousand wives and concubines, with his multitute of slaves and warriors behind him. His voice resounds in the devotional silence, and the sentences of his wisdom sink into the hearts as the seed into a fertile soil: ‘Vanity of vanities, saith the Preacher, all is vanity….» –The orchestra palpitates in all the colors of the rainbow; from the vigorous and transparent orchestration there emerge waves of sound that seem to soar upward in stupendous vortices and fall back in a shower of myriads of iridescent drops. At times the sonorous voice of the violoncello is heard predominant amid a breathless and fateful obscurity throbbing with persistent rhythms; again, it blends in a phantasmagorical paroxysm of polychromatic tones shot through with silvery clangors and frenzies of exultation. And anon one finds oneself in the heart of a dream-world, in an Orient of fancy, where men and women of every race and tongue are holding argument or hurling maledictions; and now and again we hear the mournful accents of the prophetic seer, under the influence of which all bow down and listen reverently…. The violoncello part is of so remarkably convincing and emotional power that it may be set down as a veritable masterpiece; not one passage, not a single beat, is inexpressive; the entire discourse of the soloist, vocal rather than instrumental, seems like musical expression intimately conjoined with the Talmudic prose. The pauses, the repetitions of entire passages, the leaps of a double octave, the chromatic progressions, all find their analogues in the Book of Genesis-in the versicles, in the fairly epigraphic reiteration of the admonitions (‘and all is vanity and vexation of spirit’), in the unexpected shifts from one thought to another, in certain crescendi of emotion that end in explosions of anger or grief uncontrolled.» 
Αυτή η “εβραϊκή ραψωδία”, όπως ειδικότερα την προσδιόρισε ο δημιουργός της, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συνθέσεων εμπνευσμένων από τον ιουδαϊσμό, που άσκησε βαθιά επίδραση στον Bloch ιδίως κατά την δεύτερη και την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνος. Το έργο γράφηκε την περίοδο 1915-1916, λίγο προτού ο συνθέτης εγκαταλείψει την Ελβετία για να εγκατασταθεί στην Αμερική, και οφείλει την σύλληψή του στον Εκκλησιαστή της Παλαιάς Διαθήκης, βιβλίο το οποίο αποδίδεται παραδοσιακά στον βασιλέα Σολομώντα. H πρώτη εκτέλεση του έργου έγινε στις 3 Μαίου του 1917 στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης. Ο ίδιος ο Bloch διευκρινίζει ότι η μουσική του δεν βασίστηκε σε εβραικές μελωδίες, αντίθετα εμπνεύστηκε από τον ιουδαισμό, μέσα από τα συναισθήματα που βιώσε από την εβραική κληρονομιά του και από την μελέτη των εδαφίων της Βίβλου. «In my work termed ‘Jewish’ — my Psalms, Schelomo, Israel, Three Jewish Poems, Baal Shem, pieces for the cello, The Sacred Service, The Voice in the Wilderness — I have not approached the problem from without — by employing melodies more or less authentic (frequently borrowed from or under the influence of other nations) or «Oriental» formulae, rhythms or intervals, more or less sacred! No! I have but listened to an inner voice, deep, secret, insistent, ardent, an instinct much more than cold and dry reason, a voice which seemed to come from far beyond myself, far beyond my parents…a voice which surged up in me on reading certain passages in the Bible, Job, Ecclesiastes, the Psalms, the Prophets…. It was this entire Jewish heritage that moved me deeply, and was reborn in my music. To what extent it is Jewish, to what extent it is just Ernest Bloch, of that I know nothing. The future alone will decide.» 
Bloch-Schelomo-Hebraic Rhapsody for Cello and Orchestra
Το 1914 ο Bloch βιώνει το δραματικό γεγονός του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στρέφεται στην μελέτη του Εκκλησιαστή και ξεκινά κάποια προσχέδια για ένα έργο για φωνή και ορχήστρα, βασισμένα στο βιβλίο αυτό και με σκοπό να εκφραστεί συναισθηματικά για την οδύνη του πολέμου.
2 Ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ ἐκκλησιαστής, ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης. 3 τίς περισσεία τῷ ἀνθρώπῳ ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, ᾧ μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον; 4 γενεὰ πορεύεται καὶ γενεὰ ἔρχεται, καὶ ἡ γῆ εἰς τὸν αἰῶνα ἕστηκε. 5 καὶ ἀνατέλλει ὁ ἥλιος καὶ δύνει ὁ ἥλιος καὶ εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ ἕλκει. 6 αὐτὸς ἀνατέλλων ἐκεῖ πορεύεται πρὸς νότον καὶ κυκλοῖ πρὸς βορρᾶν· κυκλοῖ κυκλῶν, πορεύεται τὸ πνεῦμα, καὶ ἐπὶ κύκλους αὐτοῦ ἐπιστρέφει τὸ πνεῦμα. 7 πάντες οἱ χείμαρροι πορεύονται εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἐμπιπλαμένη· εἰς τὸν τόπον, οὗ οἱ χείμαρροι πορεύονται, ἐκεῖ αὐτοὶ ἐπιστρέφουσι τοῦ πορευθῆναι. 8 πάντες οἱ λόγοι ἔγκοποι· οὐ δυνήσεται ἀνὴρ τοῦ λαλεῖν, καὶ οὐ πλησθήσεται ὀφθαλμὸς τοῦ ὁρᾶν, καὶ οὐ πληρωθήσεται οὖς ἀπὸ ἀκροάσεως. 9 τί τὸ γεγονός; αὐτὸ τὸ γενησόμενον· καὶ τὶ τό πεποιημένον; αὐτὸ τὸ ποιηθησόμενον· καί οὐκ ἔστι πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον. 
(Εκκλησιαστής 1: 2-9)
George Neikrug plays Schelomo part1
Το 1933, ο Bloch έγραψε στις σημειώσεις του προγράμματος για την παρουσίαση του Schelomo από την Augusteo Orchestra of Rome: «This is the story of Schelomo. Towards the end of 1915 I was in Geneva. For years I had been sketching a musical setting of the Book of Ecclesiastes, but neither French, German, nor English suited my purpose and I did not know enough Hebrew. Consequently the sketches accumulated-and slept. One day I met the cellist Alexander Barjansky and his wife. I heard Barjansky play and immediately became his friend. I played him my manuscript works-the Jewish Poems, the Israel Symphony, and the Psalms — all of which were then unpublished and had failed to arouse anyone’s interest. The Barjanskys were profoundly moved. While I played, Mme. Barjansky, who had borrowed a pencil and a piece of paper, sketched a little statue — her ‘sculptural thanks,’ as she put it. At last, in my terrible loneliness, I had found true, warm friends. My hopes revived and I began to think about writing a work for that marvelous cellist. Why not use my Ecclesiastes material, but instead of a human voice, limited by a text, employ an infinitely grander and more profound voice that could speak all languages — that of his violoncello? I took up my sketches , and without plan or program, almost without knowing where I was headed, I worked for days on my rhapsody. As each section was completed, I copied the solo part and Barjansky studied it. At the same time Mme. Barjansky worked on the statuette intended as a gift for me. She had first thought of sculpting a Christ, but later decided on a King Solomon. We both finished at about the same time. In a few weeks my Ecclesiastes was completed, and since the legend attributes this book to King Solomon, I gave it the title Schelomo”.
Η αρχική πρόθεση του Bloch ήταν λοιπόν, να γράψει ένα φωνητικό έργο πάνω σε αυτό το θέμα, όμως μια συνάντησή του με τον ρώσο τσελίστα Αλεξάντρ Μπαριάνσκι (στον οποίο και αφιερώθηκε τελικά το Schelomo) τον έπεισε να αναθεωρήσει τα σχέδιά του και να αναθέσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην πληθωρική “φωνή” του βιολοντσέλου, η οποία αντιπροσωπεύει τον ίδιο τον Σολομώντα, εν αντιθέσει προς την ορχήστρα που εκπροσωπεί τον κόσμο αλλά και την εποχή του σοφού και μελαγχολικού ιουδαίου βασιλιά.
George Neikrug plays Schelomo part2
Η δομή του έργου είναι όντως ραψωδική, καθ’ ότι βασίζεται σε συνεχείς αναδρομές και αναπτύγματα ενός περιορισμένου αριθμού μοτιβικών ιδεών, οι οποίες μπορεί να μην ανάγονται ευθέως σε γνήσιες εβραϊκές μελωδίες, αλλά είναι γραμμένες σύμφωνα με το πνεύμα και τα χαρακτηριστικά της εβραϊκής μουσικής παραδόσεως. Το Schelomo στο πρώτο μέρος  ανοίγει με έναν εισαγωγικό μελισματικό θρήνο του τσέλου, και μετά εμφανίζεται η βασικότερη θεματική ιδέα της ραψωδίας, η οποία φέρει όλα τα ιδιαίτερα μελωδικά και ρυθμικά γνωρίσματα της εβραϊκής μουσικής, με τη μορφή σολιστικής καντέντσας και αργότερα αναπτύσσεται ελεύθερα, διαρκώς εξελισσόμενη με την συνδρομή πλούσιων “εξωτικών” ορχηστρικών ηχοχρωμάτων και με χαρακτήρα που κινείται άλλοτε προς το επικό και άλλοτε προς το ελεγειακό. Μέσα από εναλλασσόμενα εκφραστικά σολιστικά περάσματα, διαλογικά τμήματα καθώς και σύντομες ορχηστρικές κλιμακώσεις με νέα θεματικά παράγωγα αλλά και σαφείς αναφορές στην βασική ιδέα, το πρώτο μέρος τελειώνει με την παρουσίαση μιας εξέχουσας κατιούσας κλίμακας, στην οποία το τσέλο έρχεται κατόπιν να προσθέσει ως σχόλιο μια μικρή καντέντσα.
E. Bloch – Shelomo – violoncellista Willy La Volpe n.1
Στο δεύτερο μέρος προβάλλει ένα καινούργιο λαϊκότροπο θεματικό στοιχείο, με ζωηρούς επαναλαμβανόμενους φθόγγους, το οποίο πάντως δεν αργεί να συνυφανθεί με την περαιτέρω ανάπτυξη του βασικού θέματος αλλά και την έντονη κατιούσα φιγούρα που προαναφέρθηκε. Σε μια νέα φάση εξέλιξης του κομματιού, κατά την οποίαν όλο το διαθέσιμα μοτίβα υπόκειται σε καινοφανείς συνδυασμούς, φτάνουμε στην κορύφωση με τις ύστατες εμφαντικές αναπολήσεις της βασικής ιδέας αλλά και της δραματικής κατιούσας φιγούρας της ορχήστρας.
Bloch – Shelomo – violoncellista Willy La Volpe n.2
Παρ’ όλα αυτά, στο τρίτο μέρος το έργο ολοκληρώνεται περίπου όπως άρχισε, με έναν τελευταίο σολιστικό στοχασμό του τσέλου που σβήνει αποκαρδιωτικά, σαν να αναλογίζεται την περίφημη ρήση του Εκκλησιαστή, «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης»…
Bloch – Shelomo – violoncellista Willy La Volpe n.3
Ο Ernest Bloch ήταν ο συνθέτης που τοποθέτησε ιεραρχικά την έκφραση πάνω από οτιδήποτε άλλο και δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει γι’αυτό όλα τα μουσικά μέσα, έχοντας όμως πάντοτε κατά νου το μουσικό αποτέλεσμα. Πολλοί κριτικοί περιγράφουν τον χαρακτήρα της δουλειάς του περισσότερο ως “Ραψωδιακό”, παρά ως “Συμφωνικό”. Πάντως ο Bloch στην “Εβραική Ραψωδία” χρησιμοποιεί στοιχεία από την κλασσική φόρμα της σονάτας, θέτοντας σε αντιπαράθεση τα δύο θέματα. Σχετικά με το Schelomo έχει γραφτεί: «…for never did a rhapsodist bring to his composing a profounder understanding of classical techniques or a more urgent desire to apply them in the struggle for perfection in his works. Schelomo is a magnificent rhapsody, yet one very real reason for its being so is that its unusual structure is most rigidly controlled. Hardly a bar could be lifted from it without seriously damaging the form….Thus it will be seen that the romantic element in Bloch has always been contained by the strong discipline of classical craftsmanship.» Ο ίδιος ο Bloch αναφερόμενος στην έμπνευση του λέει: «I hold it of first importance to write good, genuine music, my music. It is the Jewish soul that interests me, the complex glowing agitated soul that I feel vibrating throughout the Bible; the freshness and naivete of the patriarchs; the violence which is evident in the prophetical books; the Jew’s savage love of justice; the despair of the preacher in Jerusalem; the sorrow and immensity of the Book of Job; the sensuality of the Song of Songs. All this is in us, all this is in me, and it is the better part of me. It is all that I endeavor to hear in myself and to transcribe in my music.» Με το αριστούργημα του αυτό, είναι σίγουρο ότι πέτυχε τον στόχο του.
Ernest Bloch’s Schelomo with his own photographs
ΤΟΙΣ πᾶσι χρόνος καὶ καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανόν. 2 καιρὸς τοῦ τεκεῖν καὶ καιρὸς τοῦ ἀποθανεῖν, καιρὸς τοῦ φυτεῦσαι καὶ καιρὸς τοῦ ἐκτῖλαι τὸ πεφυτευμένον, 3 καιρὸς τοῦ ἀποκτεῖναι καὶ καιρὸς τοῦ ἰάσασθαι, καιρὸς τοῦ καθελεῖν καὶ καιρὸς τοῦ οἰκοδομεῖν, 4 καιρὸς τοῦ κλαῦσαι καὶ καιρὸς τοῦ γελάσαι, καιρὸς τοῦ κόψασθαι καὶ καιρὸς τοῦ ὀρχήσασθαι, 5 καιρὸς τοῦ βαλεῖν λίθους καὶ καιρὸς τοῦ συναγαγεῖν λίθους, καιρὸς τοῦ περιλαβεῖν καὶ καιρὸς τοῦ μακρυνθῆναι ἀπὸ περιλήψεως, 6 καιρὸς τοῦ ζητῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ ἀπολέσαι, καιρὸς τοῦ φυλάξαι καὶ καιρὸς τοῦ ἐκβαλεῖν, 7 καιρὸς τοῦ ρῆξαι καὶ καιρὸς τοῦ ράψαι, καιρὸς τοῦ σιγᾶν καὶ καιρὸς τοῦ λαλεῖν, 8 καιρὸς τοῦ φιλῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ μισῆσαι, καιρὸς πολέμου καὶ καιρὸς εἰρήνης. 9 τίς περισσεία τοῦ ποιοῦντος ἐν οἷς αὐτὸς μοχθεῖ; 10 εἶδον σὺν πάντα τὸν περισπασμόν, ὃν ἔδωκεν ὁ Θεὸς τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τοῦ περισπᾶσθαι ἐν αὐτῷ. 11 σύμπαντα, ἃ ἐποίησε, καλὰ ἐν καιρῷ αὐτοῦ, καί γε σὺν τὸν αἰῶνα ἔδωκεν ἐν καρδίᾳ αὐτῶν, ὅπως μὴ εὕρῃ ὁ ἄνθρωπος τὸ ποίημα, ὃ ἐποίησεν ὁ Θεὸς ἀπ᾿ ἀρχῆς καὶ μέχρι τέλους. 12 ἔγνων ὅτι οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν αὐτοῖς, εἰ μὴ τοῦ εὐφρανθῆναι καὶ τοῦ ποιεῖν ἀγαθὸν ἐν ζωῇ αὐτοῦ. 13 καί γε πᾶς ἄνθρωπος, ὃς φάγεται καὶ πίεται καὶ ἴδῃ ἀγαθὸν ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, δόμα Θεοῦ ἐστιν. 14 ἔγνων ὅτι πάντα, ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεός, αὐτὰ ἔσται εἰς τὸν αἰῶνα· ἐπ᾿ αὐτῷ οὐκ ἔστι προσθεῖναι, καὶ ἀπ᾿ αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἀφελεῖν, καὶ ὁ Θεὸς ἐποίησεν, ἵνα φοβηθῶσιν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ. 15 τὸ γενόμενον ἤδη ἐστί, καὶ ὅσα τοῦ γίνεσθαι, ἤδη γέγονε, καὶ ὁ Θεὸς ζητήσει τὸν διωκόμενον. 16 Καὶ ἔτι εἶδον ὑπὸ τὸν ἥλιον τόπον τῆς κρίσεως, ἐκεῖ ὁ ἀσεβής, καὶ τόπον τοῦ δικαίου, ἐκεῖ ὁ ἀσεβής. 17 καὶ εἶπα ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου· σὺν τὸν δίκαιον καὶ σὺν τὸν ἀσεβῆ κρινεῖ ὁ Θεός, ὅτι καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι καὶ ἐπὶ παντὶ τῷ ποιήματι ἐκεῖ. 18 εἶπα ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου περὶ λαλιᾶς υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι διακρινεῖ αὐτοὺς ὁ Θεός, καὶ τοῦ δεῖξαι ὅτι αὐτοὶ κτήνη εἰσί. 19 καί γε αὐτοῖς συνάντημα υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου καὶ συνάντημα τοῦ κτήνους, συνάντημα ἓν αὐτοῖς· ὡς ὁ θάνατος τούτου, οὕτως καὶ ὁ θάνατος τούτου, καὶ πνεῦμα ἓν τοῖς πᾶσι· καὶ τί ἐπερίσσευσεν ὁ ἄνθρωπος παρὰ τὸ κτῆνος; οὐδέν, ὅτι πάντα ματαιότης. 20 τὰ πάντα εἰς τόπον ἕνα· τὰ πάντα ἐγένετο ἀπὸ τοῦ χοός, καὶ τὰ πάντα ἐπιστρέψει εἰς τὸν χοῦν. 21 καὶ τίς οἶδε τὸ πνεῦμα υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου, εἰ ἀναβαίνει αὐτὸ ἄνω, καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ κτήνους, εἰ καταβαίνει αὐτὸ κάτω εἰς τὴν γῆν; 22 καὶ εἶδον ὅτι οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν εἰ μὴ ὃ εὐφρανθήσεται ὁ ἄνθρωπος ἐν ποιήμασιν αὐτοῦ, ὅτι αὐτὸ μερὶς αὐτοῦ· ὅτι τίς ἄξει αὐτὸν τοῦ ἰδεῖν ἐν ᾧ ἐὰν γένηται μετ᾿ αὐτόν;
(Εκκλησιαστής 3: 1-22)
Sol Gabetta- Bloch: Schelomo

Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΤΡΙΣΤΡΑΜ ΣΑΝΤΙ

 γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Συγγραφέας: Lawrence Sterne (Λώρενς Στερν)
Tίτλος: Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΤΡΙΣΤΡΑΜ ΣΑΝΤΙ, Κυρίου από σόϊ
Eκδότης: Gutenberg Orbis Literae (Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη)
Xρονολογία έκδοσης: 1992
Ημερομηνία καταχώρησης: Τρίτη, 6 Μαρτίου 2007

Ο Βρετανός Λώρενς Στερν (Lawrence Sterne) έζησε από το 1713 έως το 1768? ήταν κληρικός στο Γιορκσάιαρ, έπινε κρασί, του άρεσαν οι καλές παρέες, τα ταξίδια και τα τραγούδια. Το μοναδικό του μυθιστόρημα «Η ζωή και οι απόψεις του Τρίστραμ Σάντι, κυρίου από σόϊ» παραμένει ένα από τα πιο ζωντανά, ανατρεπτικά βιβλία που γράφτηκαν ποτέ στην αγγλική γλώσσα και που αγαπήθηκαν και μισήθηκαν όσο άλλο κανένα. Εδώ ο Τρίστραμ, που το όνομά του ξεκινάει από την λατινική λέξη «θλίψη», προσπαθεί να μας εξιστορήσει την ζωή του ξεκινώντας από την στιγμή της σύλληψής του, όταν η μητέρα του νοιαζόταν περισσότερο αν ο σύζυγός της είχε ξεχάσει να κουρδίσει το ρολόι τους παρά στο τι έκανε. Μόνον που αυτή η σκηνή δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί σύντομα ούτε μέσα σε ένα κεφάλαιο, όπως μας υπόσχεται ο Τρίστραμ. Συνεχώς αναβάλλει το θέμα του, παρεκτρέπεται μιας αρχικής σκηνής, προτρέχει στα επόμενα και μοιάζει να μην ενδιαφέρεται καθόλου για οποιαδήποτε λογική ή χρονολογική συνέπεια στη αφήγησή του. Έτσι, μέσα σε 300 σελίδες, μόλις που κατορθώνει να προχωρήσει από την στιγμή της σύλληψής του στην ηλικία των επτά, αφήνοντας ακόμη και την εισαγωγή του βιβλίου του για το τρίτο κεφάλαιο. Στο μεταξύ έχει περιγράψει καταδιασκεδάζοντας οτιδήποτε έχει υποπέσει στην αντίληψή του, από ετυμολογικές εξηγήσεις λέξεων μέχρι τις μύτες των συνανθρώπων του και την σχέση με τον χαρακτήρα τους.

Δυο βασικοί «χαρακτήρες» που αναφέρονται τακτικά στο βιβλίο είναι ο πατέρας του Τρίστραμ, ο Γουόλτερ, με τις απίστευτες θεωρίες του και ο θείος του ο Τόμπι, ο οποίος γυρίζει τραυματισμένος από το πόλεμο και ασχολείται με θεωρίες πολέμου και αμυντικών οχυρώσεων. Η σχέση του θείου Τόμπι με την χήρα θα απασχολήσει επί μακρόν τον Τρίστραμ που μοιάζει να μην βιάζεται να προχωρήσει η ιστορία του. Αφήνει κενές σελίδες, απαρριθμεί κεφάλαια χωρίς να υπάρχει κείμενο, παραθέτει σκίτσα, καταλογοποιεί ονόματα και αντικείμενα, επανασχεδιάζει ασταμάτητα το υλικό του αφήνοντας έκθετο κάθε προηγούμενο επεισόδιο.

Αυτό το τεράστιο, ανατρεπτικό, αδέσποτο, διασκεδαστικό μυθιστόρημα θα βρει συνειδητούς πειραματιστές στους επόμενους αιώνες. Τον Τζέιμς Τζόις με τον «Οδυσσέα», τον Ίταλο Σβέβο με την «Συνείδηση του Ζήνωνα», τον Σάλμαν Ρουσντί στα «Παιδιά του μεσονυχτίου». Αλλά και μήπως πριν τον Στερν δεν είχε προηγηθεί ο Φρανσουά Ραμπελαί (1494-1553) με τα δικά του χυμώδη «γιγαντουργήματα Γαργαντούας (1535) και Πανταγκρυέλ (1532)» για να μην ξεχνάμε και τον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες;

Για τους λόγους που προαναφέραμε το βιβλίο θεωρείτο unfilmable δηλαδή «ακατάλληλο για ταινία» και όχι φυσικά λόγων των τολμηρών σκηνών του. Όμως ο Βρετανός σκηνοθέτης Michael Winterbottom (Τζουντ, Ο δρόμος για το Γκουαντάναμο, 9 τραγούδια) το 2005 γύρισε σε ταινία το βιβλίο του Στερν, χαρακτηρίζοντάς την ως κωμωδία. Πρόσθεσε μάλιστα και τον υπότιτλο A cock and a bull story. Η ταινία ήταν υποψήφια για αρκετά διεθνή βραβεία όμως κέρδισε την Χρυσή Τουλίπα στο Διεθνές Φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης το 2006!!