Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

"Ιστορία και Μνήμη: Μαουτχάουζεν": Συγκλονιστική συνέντευξη του Ιάκωβου Καμπανέλλη στην Ξένη Μπαλωτή (2001)

image
Το Νοέμβριο του 2001 όταν είχα την ευθύνη έκδοσης του Περιοδικού Διεθνών Σχέσεων «Κοσμογραφία» ζήτησα να πάρω μία συνέντευξη από τον Ιάκωβο Καμπανέλη που σήμερα έφυγε από τη ζωή.

Δεν τον γνώριζα παρά μόνο μέσα από την μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και την ανεπανάληπτη ερμηνεία των τραγουδιών του κύκλου «Μαουτχάουζεν» με την Μαρία Φαραντούρη.
Δεν θυμάμαι καν πού βρήκα τα στοιχεία επικοινωνίας μαζί του αλλά σίγουρο ήταν πως πριν κάνω δεύτερη σκέψη η συνάντηση για την συνέντευξη είχε ήδη κλειστεί.
Είναι απερίγραπτη η απλότητα που έχουν οι πραγματικά μεγάλοι.
Τον συνάντησα στο σπίτι του, σε μία κάθετο οδό της Πατησίων. Εντυπωσιάστηκα από τα πολλά βιβλία που είχε. Όχι γιατί ήταν πολλά αλλά γιατί οι βιβλιοθήκες εμπόδιζαν το φυσικό φως να μπει στο δωμάτιο και όμως εκείνο το δωμάτιο ήταν τελικά τόσο φωτεινό από την ίδια την προσωπικότητα του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Η συνέντευξη κράτησε 1 ώρα αλλά η υπόλοιπη συζήτηση διήρκεσε 3 ώρες.
Όπως μου συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους που κερδίζουν την εκτίμηση μου, θέλω να κρατώ για μένα τα περισσότερα των λεγομένων τους και κυρίως αρνούμαι να φωτογραφηθώ μαζί τους αλλά και να τους φωτογραφήσω. Το θεωρώ κατάχρηση της εμπιστοσύνης που μου δείχνουν. Έτσι, δεν μπορώ παρά με λόγια να σας περιγράψω αυτό που φωτογράφησα από τον Ι.Καμπανέλλη : μάτια λαμπερά, βλέμμα σταθερά προσηλωμένο στο μέλλον, χαμόγελο αγνό γιατί η πείρα της ζωής τού είχε μάθει «πως είναι τόσο ωραία» η ζωή.
Σχεδόν ακουμπήσαμε τον πάτο και των τελευταίων εθνικών πνευματικών κεφαλαίων μας. Quo vadis ?
Ξένη Μπαλωτή

ΞΕΝΗ Δ. ΜΠΑΛΩΤΗ

Ιστορικός Πανεπιστημίου Σορβόννης (Paris IV)

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ[1] ΜΕ ΤΟΝ ΙΑΚΩΒΟ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗ

«ΙΣΤΟΡΙΑ και ΜΝΗΜΗ : ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ»
«Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια / κορίτσι με τα παγωμένα χέρια / άμα τελειώσει ο πόλεμος μη με ξεχάσεις…»[2]
Μνήμη, η πρώτη ύλη της ιστορίας. Προφορική ή γραπτή, αποτελεί την πηγή απ΄όπου αντλούν οι ιστορικοί τις πληροφορίες τους. Βέβαια, η ιστορία θεωρείται, και όχι άδικα, πως συνδιαλέγεται με το παρελθόν και πως υπόκειται στις κοινωνικές, ιδεολογικές και πολιτικές δομές μέσα στις οποίες εργάζονται οι ιστορικοί. Γι’αυτό το τιτάνιο έργο των ιστορικών έγκειται, όπως έχει πει ο Τζιρολάμο Αρνάλντι, εις το «να απελευθερωθεί η ιστορία από το παρελθόν» της και να μην γίνει «το παρελθόν φορτίο της ιστορίας», όπως θεωρεί ο Χέγκελ.[3]
Από τη γέννησή της, με τον Ηρόδοτο, τον 5ο αι.π.Χ., η ιστορική επιστήμη προσδιορίζεται σε σχέση με την πραγματικότητα που προκύπτει από την «έρευνα», από την «μαρτυρία». Αυτή άλλωστε είναι και η εξήγηση της λέξης «ιστορία». Η ιστορία λοιπόν ξεκίνησε ως αφήγηση, η αφήγηση αυτού που μπορεί να πει : «είδα, άκουσα να λένε». Η έννοια της ιστορίας-αφήγησης, της ιστορίας-μαρτυρίας δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει καθόλη τη διάρκεια της εξέλιξης της ιστορικής επιστήμης.
Από αυτή την οπτική μπορεί να προσεγγισθεί το βιβλίο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Μαουτχάουζεν», ως ιστορία-αφήγηση, ιστορία-μαρτυρία των γεγονότων της περιόδου 1940-1945.
Γιατί το «Μαουτχάουζεν» δεν είναι «ένας ύμνος στη ζωή και στον έρωτα», όπως έγραψε ο μουσικοκριτικός Andreas Brandes, αλλά «Η ανάγκη να μιλήσω για την ματαιότητα των θυσιών, και του άδικου αίματος που χύθηκε από τόσους αθώους ανθρώπους και που δεν έγινε δίδαγμα. Αυτός ήταν ο σκοπός μου. Και το συμπέρασμα παραμένει ακόμη το ίδιο : δεν διδασκόμεθα και επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη,» λέει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης.



[1] Το Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2001 ο κύριος Ιάκωβος Καμπανέλλης είχε την καλοσύνη να μας παραχωρήσει την παρούσα συνέντευξη. Τον ευχαριστούμε γι’αυτήν τη συνεργασία.
[2] Από το ποίημα του Ι.Καμπανέλλη «Άμα τελειώσει ο πόλεμος», κύκλος « Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν»
[3] βλ. Jacques Le Goff : «Histoire et mémoire», Paris 1988, p. 11

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ :
Γεννήθηκε στη Νάξο, μεγάλωσε στην Αθήνα και σπούδασε σχεδιαστής στη Βιοτεχνική Σχολή. Στα χρόνια του πολέμου έμεινε κρατούμενος στο Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως Ες-Ες του Μαουτχάουζεν, από τις αρχές του 1943 ως τον Μάη του 1945. «Συνελήφθηκε από τους Γερμανούς, στην Αθήνα, στην προσπάθειά του να φύγει για την Ελβετία με πλαστά χαρτιά.» Όταν γυρίζει στην Αθήνα, οι παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν, το χειμώνα του 1945-46, τον συναρπάζουν… «εκεί ανακάλυψα τον εαυτό μου και τον προορισμό μου.» Η έλλειψη του απολυτηρίου του Γυμνασίου τον εμποδίζει να σπουδάσει ηθοποιός και… «μη έχοντας άλλη λύση για ν’ανοίξει την κλειστή γι’αυτόν πόρτα του Θεάτρου επιχειρεί να γράψει…»
Ο «Χορός πάνω στα στάχυα» (1950) είναι το πρώτο θεατρικό του έργο, ακολουθούν, μεταξύ άλλων, «Παραμύθι χωρίς όνομα» (1959), «Το μεγάλο μας Τσίρκο» (1974), «Ο ελληνικός λαός» (1975).
Ο Κ.Γεωργουσόπουλος αποκαλεί τον Ι.Καμπανέλλη «γεννήτορα του μεταπολεμικού νεοελληνικού θεάτρου που τα έργα του χαρακτηρίζονται από μία συνεχή και συνεπή προσπάθεια κοινωνικού προβληματισμού σε συνδυασμό με την ανακάλυψη νέων τρόπων έκφρασης μέσα στα πλαίσια της νεοελληνικής πνευματικής ζωής και των οικείων μορφών της παράδοσης. Ο Ι.Καμπανέλλης, πρώτος ερεύνησε ως συγγραφέας τις κοινωνικές και οικονομικές αιτίες της νεοελληνικής κακοδαιμονίας και κατόρθωσε να εντοπίσει τον τυπικό αντιπροσωπευτικό έλληνα της μεταπολεμικής περιόδου. Έτσι σχεδίασε με δραματική αποτελεσματικότητα έναν ονειροπόλο και μικροαπατεώνα, ερωτικό και προδομένο, παγιδευμένο και γενναιόδωρο ταυτόχρονα άνθρωπο, μοιρασμένο ανάμεσα στη λογική και στο συναίσθημα, στην αγάπη και στο χρήμα, στην αλήθεια, στην πλάνη και στο ζωτικό ζεύδος.» – βλ. Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ. 4, σελ. 236

- Γιατί γράφτηκε το «Μαουτχάουζεν» ;
Ι.ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ : «Είναι ένα χρονικό που άρχισε να γράφεται λίγους μήνες αφ’ότου γύρισα, δηλ. το 1945. Όλοι ήθελαν να τους λέω τα όσα έζησα και είδα στο στρατόπεδο. Επί μήνες και συχνά πυκνά έλεγα τις τρομακτικές εκείνες ιστορίες που ήταν ακόμα ολοζώντανες στη μνήμη μου, στις αισθήσεις μου. Και με το να τις αφηγούμαι συνεχώς συντηρούσα την αμεσότητά τους, τις λεπτομέρειές τους, τους διαλόγους, ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιούσα ακόμη πιο πολύ τη σημασία της εμπειρίας μου… Πολλοί μου λέγανε «αυτά πρέπει να τα γράψεις». Είχα ήδη κρατήσει κάποιες σημειώσεις, πριν φύγω απ’το Μαουτχάουζεν. Στρώθηκα στο γράψιμο και πολύ γρήγορα μαζεύτηκε ένας σωρός από χειρόγραφα. Φυσικά σαν γραφή ήταν φλύαρη και άτεχνη, ήταν όμως παραστατική, όσο οι προφορικές μου αφηγήσεις, και κυρίως ποτισμένη με τα συναισθήματα εκείνης της ώρας. Ήταν οι μύθοι του πόνου, του τρόμου, του μαρτυρίου της ελπίδας, της παράνοιας σ’ένα τέτοιο στρατόπεδο.
Έγραψα το Μαουτχάουζεν με σκοπό να μιλήσω για την ματαιότητα όλων αυτών των θυσιών που είχαν γίνει, του αίματος που είχε χυθεί και που ωστόσο δεν έγιναν διδάγματα για τους ανθρώπους.
Το βιβλίο αυτό δεν θα μπορούσα να το ξαναγράψω. Γιατί δεν ξαναγράφεται μία πραγματικότητα. Δεν πρόκειται για ένα βιβλίο θεωρίας, για ένα μελέτημα. Είναι μία καταγραφή τετελεσμένων γεγονότων. Έτσι έγιναν και έτσι καταγράφηκαν.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Θεμέλιο» το Δεκέμβριο του 1965. Μετά τη δολοφονία του Κέννεντυ, τον Νοέμβριο του 1963 και λίγο αργότερα την πτώση του Κρούτσεφ, οι ψυχροπολεμικές εντάσεις ξανάρχισαν, η ειρήνη δεν τα πήγαινε καθόλου καλά….Θυμήθηκα τα χειρόγραφά μου…Ξανάγραψα δυο επεισόδια και τα’δωσα στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Δημοσιεύθηκαν στα κυριακάτικα φύλλα της κι η αίσθηση ήταν μεγάλη. Μου ζητήθηκε να δώσω κι άλλα. Ρίχτηκα να τα ξαναγράψω όλα από την αρχή. Έγραφα και ταυτόχρονα δημοσιεύονταν στα καθημερινά φύλλα της εφημερίδας. Έτσι προέκυψε το βιβλίο !
- Πως γράφτηκε η ιστορία του στρατοπέδου Μαουτχάουζεν;[1]
Η κατασκευή του στρατοπέδου αποφασίστηκε το 1938, λίγες εβδομάδες μετά την προσάρτηση της Αυστρίας. Το Μαουτχάουζεν ήταν, τότε, μία μικρή ήρεμη πόλη, 145 χλμ από τη Βιέννη. Σύμφωνα με τις προδιαγραφές, το στρατόπεδο έπρεπε να βρίσκεται μακριά από την κατοικημένη περιοχή και τα άμεσα βλέμματα των κατοίκων. Έτσι, το στρατόπεδο του Μαουτχάουζεν κτίσθηκε 3 χλμ έξω από την πόλη, επάνω σ΄ένα λόφο στις πλευρές του οποίου βρισκόταν ένα λατομείο που εθεωρείτο από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης. Το στρατόπεδο, αρχικά προοριζόταν για να δεχθεί έως 3000 κρατουμένους, αλλά …. δέχθηκε συνολικά 230.000 ! Εκεί, υπολογίζεται πως έχασαν τη ζωή τους περίπου 100.000 άνθρωποι. Το στρατόπεδο του Μαουτχάουζεν πέρασε στον έλεγχο των αμερικανών στις 7 Μαΐου 1945.
Στα όρια του στρατοπέδου, που τελικά έφθασαν τα 80 εκτάρια, υπήρχαν : κρεματόριο, θάλαμος αερίων, πλατεία προσκλητηρίου κρατουμένων, παράγκες κρατουμένων κά.
Οι παράγκες των κρατουμένων ήταν χωρισμένες ανά εθνικότητα. Οι Έλληνες κρατούμενοι συνυπήρξαν για λίγο καιρό με τους Εβραίους γιατί το στρατόπεδο αυτό ήταν κυρίως για αιχμαλώτους πολέμου, πολιτικούς κρατούμενους κάθε λογής από όλη την Ευρώπη. Για τους Εβραίους υπήρχαν άλλα στρατόπεδα. Τους πήγαιναν κυρίως προς την Πολωνία.
Πως ήταν μία τυπική ημέρα στο στρατόπεδο :
Η ημέρα ξεκινά με το εγερτήριο. Πρώτη υποχρέωση ήταν να στρωθούν τα κρεββάτια στην εντέλεια. Για λόγους πειθαρχίας δεν έπρεπε να υπάρχει κανένα τσαλάκωμα στην κουβέρτα. Ακολουθούσε η στοιχειώδης καθαριότητα και εν συνεχεία μπαίναμε στη σειρά για να πάρουμε την καραβάνα με τον καφέ, δηλ...ένα μαύρο ζουμί. Μετά από λίγο παρατασσόμασταν στην πλατεία και περιμέναμε το προσκλητήριο κατά παράγκα, -κάθε παράγκα είχε 500 άτομα,- ώστε να μετρηθούν όλα τα άτομα και να γίνει αναφορά ότι ήταν όλοι παρόντες, αυτές οι χιλιάδες, και να αρχίσουν να βγαίνουν τα συνεργεία. Άλλοι πήγαιναν στο λατομείο, άλλοι στη σιδηροδρομική γραμμή, άλλοι στα χωράφια, άλλοι πήγαιναν να κτίσουν κάτι κέ. Το μεσημέρι, τα συνεργεία που δούλευαν πολύ μακριά, -υπήρχαν συνεργεία που πήγαιναν σε απόσταση έως και 7 χλμ,-δεν επέστρεφαν στο στρατόπεδο. Αυτά έπαιρναν μαζί τους το ψωμί για να φάνε εκεί. Τα άλλα συνεργεία επέστρεφαν και γινόταν πάλι η ίδια διαδικασία : παράταξη, μέτρημα, μετά από 1 ώρα πάλι έξοδος για τα συνεργεία που πήγαιναν για δουλειά και επέστρεφαν το απόγευμα. Οι ώρες των παραπάνω ενεργειών οριζόντουσαν ανάλογα με την εποχή. Όταν χειμώνιαζε, η μεσημεριανή διακοπή ήταν μικρότερη για να μην υπάρξουν συνεργεία που θα επέστρεφαν μέσα στο σκοτάδι. Και πάλι... η μεγάλη παράταξη του συνόλου των κρατουμένων στην πλατεία, το μέτρημα και η αναφορά με τον ημερήσιο αριθμό των νεκρών. Εάν ήταν ημέρα εκτελέσεων, γινόντουσαν και οι εκτελέσεις τις οποίες παρακολουθούσαν όλοι ... για παραδειγματισμό! Μετά απ’αυτές, μοιραζόταν το βραδινό φαγητό. Το μεσημεριανό φαγητό ήταν μία λαχανόσουπα. Την τρώγαμε...αλλά ήταν κάτι το απεχθές γιατί ότι χαλασμένο ή σάπιο υπήρχε το ρίχνανε στη σούπα των κρατουμένων. Το βράδυ μοιραζόταν λίγο ψωμί, λίγο τυρί, σαλάμι, μαργαρίνη και υπήρχαν μία με μιάμιση ώρα ελεύθερου χρόνου, ας τον πούμε ελεύθερο χρόνο, και μετά ηχούσε η καμπάνα....Σιωπή, σκότος. Και ξανά τα ίδια την επόμενη ημέρα... και εάν ζούσες..την μεθεπόμενη ημέρα κέ. Και μετά στο κρεβάτι, αφού συνειδητοποιούσαμε ότι ζήσαμε και σήμερα, γιατί κάθε στιγμή για εμάς ήταν στιγμή ενός μελλοθάνατου, άρχιζαν οι σκέψεις, οι αναμνήσεις και η κατά φαντασία δραπέτευση !
Το Λατομείο και η Σκάλα
Κάθε πρωί, μετά το κάλεσμα, οι άνθρωποι που δούλευαν σ’αυτό το λατομείο στοιχίζονταν ανά πέντε, με τα χέρια κολλημένα στο σώμα, παρέλαυναν μπροστά από τον διοικητή και με συνοδεία φυλάκων και σκυλιών έφευγαν από το στρατόπεδο για το λατομείο. Εκεί μάθαιναν καλά τι σήμαινε λατομείο και τι ήταν η «σκληρή εργασία». Κατέβαιναν τρέχοντας τα σκαλιά του λατομείου, έφταναν τρέχοντας τα 200 μέτρα πιο πέρα, τους φόρτωναν ένα αγκωνάρι στη ράχη, γύριζαν τρέχοντας στη σκάλα, ανέβαιναν τα 186 σκαλιά και, τρέχοντας πάλι, πήγαιναν μισό χιλιόμετρο πιο μακριά. Αυτό γινόταν δέκα ώρες κάθε μέρα. Πληγώνονταν οι ώμοι, τα πόδια, τα σωθικά. Όποιος παραπατούσε πέθαινε !
Από μία εμπειρία στο λατομείο και στη σκάλα προέκυψε ένα από τα γνωστά ποιήματα του «Μαουτχάουζεν» ο «Αντώνης», όπου περιγράφεται το περιστατικό :
«Εκεί στη σκάλα την πλατιά / στη σκάλα των δακρύων / στο Βίνερ Γκράμπεν το βαθύ / στο λατομείο των θρήνων.
Εβραίοι κι αντάρτες περπατούν/ Εβραίοι κι αντάρτες πέφτουν/ βράχο στη ράχη κουβαλούν / βράχο σταυρό θανάτου.
Εκεί ο Αντώνης τη φωνή / φωνή φωνή ακούει / ω καμαράντ, ω καμαράντ / βοήθα ν’ανέβω τη σκάλα.
Μα εκεί στη σκάλα την πλατιά / και στων δακρύων τη σκάλα/ τέτοια βοήθεια είναι βρισιά / τέτοια σπλαχνιά κατάρα.
Ο Εβραίος πέφτει στο σκαλί / και κοκκινίζει η σκάλα / κι εσύ λεβέντη μου έλα εδώ / βράχο διπλό κουβάλα.
Παίρνω διπλό, παίρνω τριπλό / μένα με λένε Αντώνη / κι αν είσαι άντρας, έλα εδώ / στο μαρμαρένιο αλώνι.
Και πως μπορούσε ο κρατούμενος να αντεπεξέλθει, ψυχολογικά, σ’αυτήν την κατάσταση ;
Έπρεπε να προσαρμοστούμε στον δολοφονικό παραλογισμό, στην κόλαση εφόσον ξέραμε ότι ο καθημερινός μας βίος είναι η τρέλα. Η παραφροσύνη. Στο στρατόπεδο γνώρισα τον Τσέχο Τέοντορ Τρόσκα. Μου είπε πως στο Μαουτχάουζεν πρέπει να’χω θάρρος. «Στα πάντα ή αντίδρασή σου πρέπει να΄ναι θάρρος». Το ίδιο βράδυ γνώρισα τον Γιοζέφ Μπαλλίνα. Μου είπε : «Εδώ μέσα για να γλιτώσεις, χρειάζεται μία κρούστα τρέλας γύρω στο μυαλό…Κοντολογίς, πρέπει να φροντίσεις να τρελαθείς λιγάκι. Πρόσεχε μην σου κολλήσει το «γιατί ;» Γιατί να δουλεύω έτσι; Γιατί να με δέρνουν έτσι; Γιατί να με ορίζουν έτσι; …Ήρθες σ’έναν «άλλο» κόσμο…Κατάλαβέ το ! Άρχισε, λοιπόν, να βάζεις την κρούστα γύρω στο μυαλό σου…»
Πιστεύετε πως οι Γερμανοί γνώριζαν τι συνέβαινε στα στρατόπεδα ;
Γνώριζαν οι πάντες. Να ! τι μου είπε ένας Γερμανός πολιτικός κρατούμενος, ο Βίλχελμ Γιόχαν Σνάϊντερ, που είχε περάσει τουλάχιστον τρία χρόνια στο στρατόπεδο και που πριν είχε ζήσει τρία χρόνια στην Αθήνα με την ιδιότητα του γενικού αντιπροσώπου μίας γερμανικής βιομηχανίας ηλεκτροεργαλείων: «Όλοι τα ξέρανε…Ολόκληρη η Γερμανία απ’άκρον εις άκρον και θα σου το αποδείξω αμέσως…Κοίταξε καλά αυτό το χάρτη της Γερμανίας, πριν την πάρει ο διάβολος! Βλέπεις όλους αυτούς τους κύκλους; Έχω μαρκάρει τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως! Ο κάθε κύκλος καλύπτει έκταση ακτίνας πενήντα χιλιομέτρων. Τι αποδεικνύεται; Πως η μισή Γερμανία είναι μέσα στους κύκλους. Άρα, οι μισοί Γερμανοί ξέρανε οπωσδήποτε για τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και τα στρατόπεδα εξοντώσεως! Ύστερα απ’αυτό, αγαπητέ μου, μου είναι δύσκολο να πιστέψω πως ο μισός γερμανικός λαός ήξερε κι ο άλλος μισός δεν είχε ιδέα.»
Αλλά συνυπεύθυνοι ήταν και οι μη-Γερμανοί, γιατί άργησαν να αντιδράσουν. Μπορούσαν να το προλάβουν το κακό και δε θέλησαν να το προλάβουν. Δε βοήθησαν π.χ. τη δημοκρατική Ισπανία όσο θα έπρεπε κατά του Φράνκο.
Και το σταθερό ερώτημα : «πως ανέχθηκε αυτός ο λαός με τέτοια παιδεία να γίνουν τόσα εγκλήματα εξ’ονόματός του»;
Αυτό συνέχισε να με απασχολεί για πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο. Όταν πήγα στη Γερμανία, το 1966 και μετά, πήγα στο Μπούχενβαλ, το οποίο απέχει μόλις 5χλμ από το σπίτι του Γκαίτε στη Βαϊμάρη, όπου βρίσκεται και το σπίτι του Σίλερ και μία εκκλησία όπου ο Μπαχ έπαιζε τα έργα του,..και άλλες μεγάλες μορφές της διανόησης και της τέχνης. Και όμως, 5χλμ από εκεί έκτισαν το Μπούχενβαλ….Ακόμη δεν έχω δώσει απάντηση, αλλά επειδή είναι και το ζήτημα των ημερών μας, υπάρχει και ο παράγοντας φανατισμός.
Αλλά, ο φανατισμός έχει και άλλα αίτια : ο Γερμανικός λαός είναι λαός που πειθαρχεί, έχει έπαρση, ταπεινωμένος από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών βρέθηκε ένας άνθρωπος ή κάποιοι άνθρωποι, γιατί ο Χίτλερ δεν ήταν μόνος του, του ερέθισαν τον εγωισμό του, του ανύψωσαν το ηθικό του και στη συνέχεια τα κατάφεραν με τη σιδηρά πειθαρχεία να τακτοποιήσουν τα οικονομικά, να μην υπάρχουν άνεργοι, αλλά να υπάρχει, από την άλλη πλευρά, η τρομοκρατία. Ήταν κάτι που το πέτυχε και ο Μουσολίνι : να δώσει δουλειά και να τον λατρέψει ο ιταλικός λαός.
Ωστόσο ο Σνάιντερ σας είπε : «Τι βλάκες που είναι οι Γερμανοί ! Πίστεψαν έναν παράφρονα που φώναζε «δε θέλουμε βούτυρο, θέλουμε κανόνια».
Και αυτή η παρατήρηση σημαίνει πάρα πολλά για τη Γερμανία όπου υπάρχει ένας βουτυροτραφής λαός.
Ωστόσο, το ερώτημα δεν τίθεται μόνο για τους Γερμανούς. Τίθεται και για όσα συμβαίνουν, εδώ και χρόνια, μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων.
Δύσκολες οι απαντήσεις, γιατί η κατάσταση δεν είναι άσπρο-μαύρο. Με στεναχωρεί και με θυμώνει πολύ ό,τι συμβαίνει εκεί κάτω, αλλά υπάρχει κάτι στο Ισραήλ που δεν το ξέρουμε. Υπάρχουν Εβραίοι που είναι αντίθετοι με την επίσημη κυβερνητική πολιτική του Ισραήλ, την πολιτική των γερακιών τύπου Σαρόν. Αυτοί που έζησαν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως ή τα παιδιά αυτών είναι εναντίον αυτής της πολιτικής. Διαμαρτύρονται. Στο Ισραήλ πήγαν και πολύ Εβραίοι από τις αραβικές χώρες που έως τότε ζούσαν ειρηνικά με τους άλλους άραβες. Αλλά όταν άρχισε η ρήξη με τους Παλαιστίνιους, που οι Παλαιστίνιοι είχαν δίκιο να διαμαρτύρονται, πήγαν Εβραίοι από το Μαρόκο, το Αλγέρι, την Αίγυπτο κά, οι οποίοι δεν είχαν σχέση με τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Αυτή την κατηγορία των Εβραίων τους φανατίζει ένα ιερατείο που αρέσκεται να διατηρεί μία κατάσταση συγκεχυμένη. Δεν είναι όλοι οι Ισραηλινοί υπεύθυνοι γι’αυτό που συμβαίνει στην περιοχή. Υπάρχουν πολλοί που έχουν πάει φυλακή για τις απόψεις τους.
Εάν μπορούσαν να συμβιώσουν οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι θα ήταν η ευτυχέστερη και πλουσιότερη χώρα. Δεν τους λείπει τίποτα. Οι Ισραηλινοί είναι ευφυέστατοι άνθρωποι, π.χ. έκαναν περιβόλι την έρημο…και οι Παλαιστίνιοι πολύ μορφωμένοι. Με τέτοιο εμπόριο ανεπτυγμένο, βιομηχανίες, βιοτεχνίες κά, θα ήταν η πλουσιότερη χώρα και αυτό θα κατέληγε υπέρ των αράβων, αλλά ο φανατισμός έχει τη δική του λογική.
Το 1963 λέτε πως συνειδητοποιήσατε πως ο μικρόκοσμος του απελευθερωμένου Μαουτχάουζεν ήταν η πρώιμη εικόνα του μεταπολεμικού κόσμου.
Ναι, μέσα στο στρατόπεδο φάνηκαν ήδη αυτά που θα συνέβαιναν μετά. Άνθρωποι που δεν ήθελαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Άνθρωποι μελλοθάνατοι στο στρατόπεδο, στη συνέχεια κυνηγιόντουσαν για να σκοτωθούν για πολιτικο-ιδεολογικές διαφορές.
Όταν γύρισα στην Ελλάδα, η χώρα μου βίωνε ήδη ένα άλλο δράμα. Έχουν γίνει τα Δεκεμβριανά. Η γειτονιά μου ήταν ήδη διαιρεμένη. Έχουν χαθεί πολλά θύματα. Αυτό ήταν τραγικό. Σε λίγο ξεκίνησε ο νέος εμφύλιος. Και ξανά τα ίδια. Τους φίλους μου που τους πάνε στη Μακρόνησο, οι μελλοθάνατοι… Να τι εννοώ όταν αναφέρομαι στη μικρογραφία του Μαουτχάουζεν : την κοινωνία την μοιρασμένη, τη διχασμένη, την αμετανόητη ανθρωπότητα, -γιατί αυτό συνέβη και σε άλλες χώρες, όχι μόνον στην Ελλάδα. Ένας κόσμος μοιρασμένος, διχασμένος που δεν έχει διδαχθεί τίποτε από την πρόσφατη ιστορία. Έτοιμος να ξανακάνει τα ίδια.
Πιστεύετε πως συνεχίζουμε να ζούμε σ’έναν παρόμοιο μικρόκοσμο ;
Θα’λεγα ναι ! Βέβαια, το τοπίο δεν είναι το ίδιο. Μέχρι την πτώση του Τείχους υπήρχε το Ανατολικό και το Δυτικό μπλοκ. Όλο αυτό το μπλοκ ήταν ενωμένο και πολεμούσε τον Χίτλερ. Ξαφνικά βρέθηκε οι σύμμαχοι να έχουν γίνει αντίπαλοι, αλλά και οι δύο να έχουν γίνει μιλιταριστές. Όπως πολύ εύστοχα αναφέρεται στην ταινία «Ο μπαμπάς ο πόλεμος», οι νικητές του Χίτλερ έγιναν μαθητές και διάδοχοί του.
Όταν απελευθερώθηκε το Στρατόπεδο, υπήρχε μία αισιοδοξία τρομακτική. Ήταν σαν να άνοιξαν οι πόρτες, οι καλές πόρτες και τώρα μπορείς να επιλέξεις τη ζωή που θα κάνεις…χωρίς φόβο, τρόμο, περιορισμούς κτλ…και λίγο-λίγο-λίγο διαπιστώνεις πως δεν άνοιξαν πολλές πόρτες ή τέλος πάντων άνοιξαν κάποιες πορτίτσες. Ο Πολωνός π.χ. που δεν θέλει να επιστρέψει στην κατεχόμενη από τους Σοβιετικούς Πολωνία. Έχουμε δηλ. ήδη αθρώπους για τους οποίους οι πόρτες δεν είχαν ανοίξει. Δεν μπορούσαν να επιλέξουν. Έπρεπε να αυτό-εξοριστούν αφού δεν ήξεραν που αλλού να πάνε.
Βεβαίως και υπάρχουν κάποια αντιφατικά πράγματα: π.χ. πως θα απελευθερωνόταν η Ευρώπη χωρίς την τ. Σοβιετική Ένωση; Από την άλλη για τον Πολωνό, ο Ρώσος είχε μοιράσει την Πολωνία με τον Γερμανό…υπήρχαν και τα ιστορικά προηγούμενα. Γιατί η Πολωνία και η Ρωσία ήταν ό,τι η Γαλλία με τη Γερμανία, ό,τι η Ελλάδα με την Τουρκία…
Γι’αυτό και το βασικό συμπέρασμα του βιβλίου, έως και σήμερα δεν αλλάζει. Το ίδιο είναι : δεν διδασκόμαστε και επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη.
Δείτε τι συμβαίνει τώρα στο Αφγανιστάν. Εκεί υπάρχει μία ισχυρή μεγάλη ομάδα που έχει επιβληθεί στον υπόλοιπο πληθυσμό, τον καταδυναστεύει και τον κρατά σε μία απαράδεκτη κατάσταση. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Βεβαίως δεν είμαι υπέρ των βομβαρδισμών αλλά η αντίσταση των Αφγανών κατά της Σοβιετικής Ένωσης ήταν πολύ πιο ηθική γιατί τότε οι Μουτζαχεντίν ήταν ενωμένοι. Τώρα είναι μοιρασμένοι μεταξύ τους.
- Ήδη η αντίφαση φαίνεται από την εκδηλωμένη αγάπη του κόσμου για το «Μαουτχάουζεν» και την καθημερινή διεθνή πρακτική.
- Το ό,τι ο κόσμος αγαπά τα τραγούδια του «Μαουτχάουζεν» ή γενικότερα την τέχνη, είναι περαστικό. Τ’αγαπά για λίγη ώρα και μετά τα παίρνει ο αέρας. Πηγαίνουμε π.χ. και ακούμε τη «Νεκρώσιμη ακολουθία», κείμενο σοφό, που με συγκλονίζει για τη σοφία του και την ποίησή του συνάμα. Είναι πολύ σημαντικό κείμενο. Όσοι το ακούνε έως την ταφή γίνονται σοφότεροι, όλοι. Μετά την ταφή…επανέρχονται στην ίδια μωρία ή απάθεια και ξανακάνουν τα ίδια. Το ό,τι πάμε σε μία συναυλία ή βλέπουμε ένα σοφό έργο φαίνεται πως δεν αρκεί για να αλλάξει τον κόσμο !



ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ-ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ»
«Πάντα εκπλήσσομαι με όσα γίνονται «μετά», λέει ο Ι.Καμπανέλλης. (*) Το 1965 ετοίμαζα το «Χρονικό του Μαουτχάουζεν» για τις εκδόσεις «Θεμέλιο». Ο εκδότης Μίμης Δεσποτίδης είχε μία ιδέα με την οποία συμφωνήσαμε αμέσως και ο Μίκης Θεοδωράκης και εγώ, να γραφτεί μία συλλογή τραγουδιών που θα ηγογραφήτο και θα κυκλοφορούσε ταυτόχρονα με το βιβλίο. Όπως ακριβώς συνέβη. Το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, διάβασα, σε ένα θέατρο αποσπάσματα του «Χρονικού» και εν συνεχεία ακούστηκαν τα τραγούδια. Ήταν μία αξέχαστη βραδιά. Όχι μόνον για εμένα, αλλά και για τον Θεοδωράκη και τη Φαραντούρη.
Η «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» αποτελείται από 4 τραγούδια : Άσμα Ασμάτων, Ο Αντώνης, Ο Δραπέτης, Άμα τελειώσει ο πόλεμος.
«Η αναφορά στο «Άσμα Ασμάτων», λέει ο Ι.Καμπανέλλης, γίνεται όχι με την έννοια του θρησκευτικού κειμένου αλλά από τη γοητεία που ασκεί, μορφολογικά, το «Άσμα Ασμάτων του Σολομώντα».
«Έγραψα με μεγάλη χαρά το «Μαουτχάουζεν» γιατί μου άρεσε η ποιητική ποιότητα των κειμένων αλλά κυρίως γιατί με αυτή τη σύνθεση μας δόθηκε η ευκαιρία να υπενθυμίσουμε στη νέα γενιά μία ιστορία που δεν πρέπει ποτέ να ξεχασθεί», λέει ο Μίκης Θεοδωράκης.
- Ρωτήσαμε τον κο Καμπανέλλη εάν σχετίζεται η άποψή του πως «δυστυχώς δεν διδασκόμαστε» με τα γεγονότα του 1965 και την έκδοση του δίσκου «Μαουτχάουζεν» ;
- Αυτά είναι συμπτωματικά πράγματα, απάντησε. Ήταν όμως μία καλή σύμπτωση ιστορίας-βιβλίου-πραγματικότητας.

Άλλη μία σύμπτωση, ωστόσο, έμελλε να συμβεί στις 13 Νοεμβρίου 2001. Οι Αφγανοί της Βόρειας Συμμαχίας προέλασαν στην Καμπούλ υπό τους ήχους του τραγουδιού «Ο Αντώνης».

Πρόκειται «περί παγίδας των συμπτώσεων και της άγνοιας», είπε ο Ι.Καμπανέλλης

(*) βλ. http://members.aol.com/gwagner200/mikihome/inasti-f.htm







W.B.Yeats, «Η Δευτέρα Παρουσία» (μετφρ.: Γιώργος Σεφέρης)



ΑΚΟΥΣΤΕ εδώ


Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που πλαταίνουν
Το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια το γερακάρη•
Τα πάντα γίνουνται κομμάτια• το κέντρο δεν αντέχει.
Ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη,
Απ΄το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο ποταμός, και παντού
Η τελετή της αθωότητας πνίγεται•
Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι
Είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους.
Σίγουρα κάποια αποκάλυψη θα είναι κοντά•
Σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία θα είναι κοντά.
Η Δευτέρα Παρουσία! Δεν πρόφταξα να σώσω αυτό το λόγο
Και μια μεγάλη εικόνα γέννημα του Spiritus Mundi
Θολώνει τη ματιά μου: κάπου στην άμμο της ερήμου
Μορφή με σώμα λιονταριού και το κεφάλι ανθρώπου,
Ένα άδειο βλέμμα κι αλύπητο σαν ήλιος,
Κινείται με μηρούς αργούς, καθώς τριγύρω
Στροβιλίζουνται ίσκιοι αγανακτισμένων πουλιών.
Το σκοτάδι ξαναπέφτει• τώρα όμως ξέρω
Πώς είκοσι βασανισμένοι αιώνες πετρωμένου ύπνου
Κεντρίστηκαν από ένα λίκνο λικνισμένο κατά το βραχνά,
Και ποιο ανήμερο θεριό, μια που ήρθε τέλος η ώρα του,
Μουντά βαδίζει για να γεννηθεί προς τη Βηθλεέμ.


Ουίλιαμ Γιέιτς (W.B.Yeats, 1865)
Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης, ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ, 1965, Εκδ. ΙΚΑΡΟΣ

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Η διημερίδα για την Πειθώ υπό την αιγίδα του ΥΠΑΙΘ


Οι αλληλογραφίες του Γαβριήλ: αινίγματα από τον ξεχασμένο ολλανδό ζωγράφο κύριο Μετσού

της Ολβίας Παπαηλίου
Πάλι, από τη χάρη μίας τυχαιότητας, βρέθηκα να συνομιλώ με το χρωστήρα του Χάμπριελ Μετσού – εκείνου του Ολλανδού μάστορα που ζωγραφίζοντας χαλιά ανατολίτικα και ιστορίες δίχως την κατάληξή τους, καλεί (μέχρι και σήμερα δωδεκάμιση ώρα μεσημέρι ενός Σαββάτου) τον θεατή του σε συζήτηση. Συντύχεψα να δω δύο του έργα που κάποτε τα είχα αγοράσει σε ένα παζάρι ελαφρώς της συμφοράς (σε ανατύπωση, μετά χρόνια τα ξαναπούλησα σε κάποιο άλλο παζάρι – δεν ήθελα, αλλά το σπίτι μου δε χωρούσε πια κι άλλα οπτικά ερεθίσματα – λέγανε όλοι ότι τα δωμάτια κλείνανε για να μας καταπιούν, πράγμα που εγώ ποτέ μου ακριβώς δεν το κατάλαβα – για μένα, κάθε αντικείμενο άνοιγε χίλιες πόρτες, άλλα τόσα παράθυρα – ένοιωθα ότι ζούσα σχεδόν στα ξέφωτα, με έπαιρνε ο αέρας). Και για να εξηγήσω πώς το εννοώ, ας δούμε τις εν λόγω αλληλογραφίες – και ας κατρακυλήσουμε στις ιστορίες που πιθανώς αποκαλύπτουν – ή τουλάχιστον, εκείνες που θα μπορούσαμε να δούμε, εάν θέλαμε – παρ΄ότι ο κύριος Μετσού δεν τελειώνει την αφήγηση, φαίνεται ότι του αρέσουνε οι ίντριγκες, οι υποθέσεις και οι ελιγμοί, έτσι μας προσκαλεί σε ένα κυνήγι λευκών ελεφάντων, σε ένα πουν΄το-πουν΄το το δαχτυλίδι – και ψάξε-ψάξε, δε θα το βρεις. Μα ακριβώς γι΄αυτό, είναι που αξίζει το παιχνίδι: βλέπει κανείς ό,τι μπορεί, και έτσι βρίσκεται μπλεγμένος στις πιο προσωπικές ομολογίες. Ο θεατής φτιάχνει την ιστορία κυρίως κατά βούληση, κι αυτό παρέχει ώρες αναψυχής και συζητήσεων στην Ολλανδία του δέκατου έβδομου αιώνα – διασκέδαση και ευκαιρία επίδειξης του πνεύματος, είτε της ικανότητας για μια μυθοπλασία. Παίζετε; Παίζουμε.
Ως σύνοψη: Άνδρας συγγράφει γράμμα – Γυναίκα διαβάζει γράμμα. Και οι δύο πίνακες βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη Ιρλανδίας (Δουβλίνο), συνήθως εκτείθενται δίπλα-δίπλα, ως πιτσουνάκια που ενδέχεται να είναι. Παρά το ότι η ακριβής ημερομηνία κατασκευής δεν είναι γνωστή (άλλοτε  εμφανίζεται ως 1664, άλλοτε ως 1665), γίνεται όμως από όλες τις πηγές σαφές ότι ο συγγράφων το γράμμα προϋπήρξε, και η αναγιγνώσκουσα το γράμμα ακολούθησε. Ως ήτο φυσικό – το γράμμα πρώτα γράφεται, βουλώνεται – κι ύστερα το διαβάζουν. Επίσης, ως εν ουρανώ και επί της γης – Αδάμ, κρατήσετε την πόρτα ανοιχτή όπως διαβεί η Εύα, επακόλουθη. Οι δύο πίνακες, ισχυρίζομαι τώρα εγώ, είναι σαφώς και δομικώς ζευγάρι. Μπορεί αυτό να λέει πολλά για την αντίληψη που έχω για τον κόσμο, ότι ίσως είμαστε σε ολότητα ένα ανέκδοτο διπολικότητας και δυϊσμού. Παρ΄όλα ταύτα – είμαι μέχρι και πορωμένη κουμαρτζού επί του θέματος, διατεθειμένη να παίξω και να αποδείξω τον ισχυρισμό μου – κι αν θέλετε να συμφωνείτε, συμφωνείτε. Κι αν όχι, διαφωνείστε, και τις καρδιές μας δε θα πρέπει να χαλάσωμε, είμαστε άλλωστε δυο γάϊδαροι που μάλωναν στον ξένο αχυρώνα του Μετσού, που από το Επέκεινα γελάει διασκεδασμένος. Επί του φλέγοντος ζητήματός μας, ας εισέλθωμε στο ναρκοπέδιο προσεκτικά, γατοπατώντας.
Image
Ο νέος άνδρας με τα μπουκλωτά του μαύρα ενδύματα της πολυτέλειας, το λευκότερο λευκό του ποκαμίσου του με τα αφρισμένα κύματα μανίκια, ένα καπέλο με μαύρο φτερό, το δίχως άλλο… ένας ιππότης μιας σκακιέρας της αποπλάνησης και της επιθυμίας, ενδεχομένως (ξέρω βεβαίως, πως οι σχηματισμοί από τα μάρμαρα στο δάπεδο – δεν έχουνε ακρίβεια αναλογίας με τη σκακιέρα, αλλά εκεί με παραπέμπουν – και γιατί όχι;). Το δάπεδο, αίσθηση κρύα στο δέρμα μου – όχι πολύ το κρύο στο δωμάτιό του, γράφει ερωτικήν επιστολή με το παράθυρο ανοιχτό. Αυτό τί να σημαίνει, ίσως ότι προνόμιο του φύλου του είναι οι ανοιχτές οι θάλασσες, τα ανοιχτά παράθυρα κι η ύπαρξη η εξωτερική, αυτή που ανθίζει με το πρόσωπο στον κόσμο. Υπάρχει μία έξοχη χλιδή που επιτρέπει στο νεαρό γραφιά να έχει απλώσει επάνω στο τραπέζι του ένα ανατολίτικο χαλί – κόσμος του εμπορίου, οι αποικίες ενδεχομένως, τα χρήματα που ξέρει να ξοδεύει για να μπορεί να νοιώθει αισθησιακά την άνεση, το πέλος του χαλιού μια τρυφερότητα, το χρώμα του μια ανοιχτή καρδιά. Εκεί επάνω ακουμπώντας, πόσο ίσως να αγαπάει με το γράμμα του! Το ανοιχτό παράθυρο του δίνει έναν αέρα εμπιστοσύνης στη ζωή, στις μυρωδιές που φέρνει ο αέρας. Πίσω από το τζάμι, μια υδρόγειος σφαίρα – ο νεαρός μας θα μπορούσε να τη στριφογυρίσει, και βάζοντας μία μικρή βελόνα, να ορίσει μία νέα κατοικία για τον άνδρα που ο ίδιος είναι, ακόμα νεαρός και δίχως τη γενειοφόρα ανδροπρέπεια που ακόμα κατοικεί μες στις μελλοντικές του πιθανότητες. Όλη αυτή η ελευθερία του αναλογεί ως αναφαίρετο δικαίωμα και αποτέλεσμα του τρόπου που σχηματίστηκε πριν απ΄τη γέννησή του, μια αλχημία της ερωτικής της πράξης των γονιών του. Στο κάδρο πίσω του, και σκαλισμένος στην κορνίζα ένας βασιλικός και χρυσωμένος αητός – ίσως σαν έμβλημα της επί της γης, του νεαρού μας, βασιλείας. Και μέσα στην επί του τοίχου ζωγραφιά, ζώα ίσως από αυτά που θα μπορούσε να κυνηγήσει, ίσως σκυλιά που τον βοηθάνε στο κυνήγι – ο κόσμος του ο ανδρικός, δικαιωματικά που του ανήκει. Γράφει – ίσως της λέει πόσο τη θέλει, ίσως της σχεδιάζει τα φιλιά με τα οποία θα τη χαρτογραφούσε, ίσως της στέλνει το τελευταίο γράμμα προτού σαλπάρει – ίσως μονάχα να της δείχνει τον κόσμο μέσα από τη δική του οπτική, του ανοιχτού παράθυρου – βρίσκεται άλλωστε ακριβώς μέσα εις τη γραμμή την οπτική του. Ως πρώτιστα ζωγραφισμένος, ο νεαρός με τις μοδάτες καλτσοδέτες και τα χαριτωμένα, σθεναρά του γόνατα που είναι ικανά να τον κάνουνε να δρασκελίσει μια οικουμένη – θα είναι αριστερότερα στον τοίχο της ανάγνωσής μας, καθ΄ότι με μια τέτοια φορά αναγιγνώσκουμε, επίσης έτσι γράφουμε – η σύμβασή μας και η κουλτουρική κληρονομιά έτσι επιτάσσουν. Και στη δεξιά, μετέπειτα τη θέση – ελάτε να καρφώσουμε προς γνώση, και συμμόρφωση – την παραλήπτρια του γράμματος. Δομικά συγγενής εικόνα, με βασικές ομοιότητες – που όμως υποτροπιάζουν, αλλάζουνε μορφή σαν σύννεφα του απογεύματος.
Image
Να ήταν άραγε γλυκός ο ήλιος του απογεύματος, ίσως μεσημβρινός – όταν κατέφθασε η παρακόρη με το φάκελο, άρα να έπρεπε να της παραδοθεί της καθιστής κοπέλας κάπως προσεκτικά, ίσως κρυφά; Καθότανε και κένταγε, έραβε τα προικιά της; Είναι ίσως – το νυχτικό της πρώτης νύχτας της της γαμήλιας, αυτό που ετοιμάζει; Καθισμένη δίπλα απ΄το κλειστό παράθυρο – τα τζάμια σφαλιστά, και ένα κουρτινάκι στο χρώμα το γαλάζιο κάθε θάλασσας, κάπως τραβήχτηκε, για να μπορέσει η αρσενική ενέργεια του ήλιου, αλχημική – να της φωτίσει το δωμάτιο, το γράμμα, και τις λέξεις – και πριν από το γράμμα, το εργόχειρό της. Το έχει ακουμπισμένο πάνω στους μηρούς της, πάνω σ΄ένα μαξιλαράκι για περισσή βολή. Είναι από καλή γενιά, μπορώ να υποθέσω. Τα ρούχα της, γαρνιρισμένα στο φινίρισμα  με γούνα της ερμίνας – αυτή που τη φορούσανε αρχοντοβασιλιάδες, μαλακό ζώο πολυτελείας. Φτιάχνει ενδεχομένως το τρουσσώ της, έχει ακόμα να γεμίσει με εργόχειρα και αλλαξιές το μπαουλάκι της προτού να την παντρέψουν. Ίσως ο νέος να είναι αρρεβωνιαστικός της, ίσως όχι ακόμα – όμως πιστεύω ότι θα την είχανε λογοδοσμένη από μικρή, η οικονομική επιφάνεια και των δύο μιλάει για προγραμματισμένη ένωση, ευλογημένη από σόγια και κατά τα πρεπά. Η δαχτυλήθρα της, έχει κατρακυλήσει στ΄αριστερά του πίνακα, όπου να είναι βγαίνει από το κάδρο – θα έχει ίσως βαριεστήσει η κοπέλα με χρόνια τόσα να τρυπώνει, καρικώνει, ράβει, κεντάει – τα γυναικεία της ταξίδια γίνονται μες απ΄ τις βελονιές:πίσω της, ο καθρέφτης της, μικρούλης – να παραπέμπει στη ζωή που καθρεφτίζεται, αυτή που δε γνωρίζουμε παρά μέσα από αντικαθρεφτισμό, έμμεσα μόνο (όχι γι΄αυτήν τα ανοιχτά παράθυρα – άλλη κυρά απ΄το Σαλότ ίσως να βρήκαμε, υπήρχανε σ΄όλα της γης τα πλάτη – η άμεση επαφή με τη ζωή την εξωτερική για την υγεία των κυράδων αντενδείκνυται). Η υπηρέτρια του σπιτιού, σηκώνει ένα κάλυμμα, πίσω του πίνακας με πλοία που σαλπάρουνε, που μεσοπελαγούνε ή γυρνάνε. Οι δυο γυναίκες στη φουρτούνα δε θα τύχουνε. Έχουνε εγκατασταθεί σε μέρος ασφαλές – ως και το δάπεδο έχει χρώμα περίπου ομοιόμορφο, όχι σκακιστικοί σχεδιασμοί και περιπέτειες. Η πιθανή μέλλουσα νύφη βρίσκεται σε σαφή περιορισμό: επί ξύλινου έδρανου, και ακριβώς εντέλει γωνιασμένη – είναι να απορεί κανείς πώς χώρεσε κι αυτή και το καλάθι της, κι η φουσκωτή της φούστα και η καρέκλα που επάνω της θα κάθεται μέχρι και τη Δευτέρα Παρουσία, πώς να χωρέσαν όλα επί έδρανου; Μόνο το πασουμάκι της δραπέτευσε, έπεσε ίσως θελημένα από το πόδι της που είναι ασφαλώς καλτσοφορούμενο. Επάνω στο πλακόστρωτο, ορφανό, ίσως ο μόνος τρόπος για ένα φτού ξελευτερία: μια αναφορά στη σεξουαλικότητα που ίσως να μπορεί να της χαρίσει ένα ταξίδι, μιαν ελευθερία. Στο κάδρο των δυο γυναικών αντιλαμβάνομαι την έλλειψη ελευθερίας που τους αναλογεί και μπουρδουκλώνει και τις δυο τους – αυτή η έλλειψη δεν είναι αποτέλεσμα άμεσα πολιτικοοικονομικό, είναι αποτέλεσμα περιορισμού του φύλου. Αναρωτιέμαι ακόμα και για το σκυλί της οικογένειας – αν ήταν θηλυκό! Φαίνεται πως κι αυτό ακόμα με τη στάση του – σα λες να παρηχεί μια προσδοκία – της ανοιχτής της πόρτας; – όπως και η υπηρέτρια, που ονειροπολεί ανασηκώνοντας το πράσινο ριντώ (χρώμα παραδοσιακό ζωής σημαίνον). Οι ανοιχτοί ορίζοντες – σε άλλες έρχονται μέσα από την ενασχόληση με τις οικιακές δουλειές, σε άλλες μέσα από το διάβασμα κάποιας ερωτικής επιστολής, μέσα απ΄τη χειροτεχνία ή το γάμο… Είναι για μένα ενδιαφέρον, ότι ακόμα κι έτσι – το διάβασμα επιστολής μπορεί να θεωρηθεί ως μια παθητική διαδικασία, ενώ αντίστοιχα η συγγραφή επιστολής προϋποθέτει κάποιου είδους δράση, μια ενεργητικότητα που παραμένει σημειολογικά χαρισμένη στον νεαρό άνδρα. Εκείνος έχει τα λόγια, τα οποία απευθύνονται σε εκείνη – που πρέπει να τα δεχτεί, και μέσα από αυτά να αφυπνήσει την ελευθερία και την ονειροπόλησή της. Αυτή που προτείνω, είναι μια περιορισμένη ανάγνωση. Μου λείπουνε τα κλειδιά του κύριου Μετσού και τα αντικλείδια που είχε στη διάθεσή της η εποχή του – αναγιγνώσκω τις πράξεις επιστολογραφίας από την μακρινή προς το ζευγάρι θέση μου, την απολύτως υποκειμενική μου οπτική. Ίσως κάποιες άλλες ματιές να βλέπουν άλλα. Ας ακολουθήσουμε, εάν επιθυμείτε – το παράδειγμα των παλαιών αλχημιστών: όσο πιο πλούσιες και διαφορετικές οι αναγνώσεις, τόσο πιο χρυσοποίκιλτο θα είναι το πλουμίδι μας – χίλιοι καλοί χωράμε, για να γελάει κι ο Χάμπριελ που δε μπορούμε εντελώς να λύσουμε το αίνιγμα!
Image

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΚΕΛΟΣ


























 Στα περισσότερα έργα ζωγραφίζω με φυτικές χρωστικές από μπαχαρικά, βότανα και γενικά φυσικές ύλες που πολλές φορές πρώτα τις επεξεργάζομαι και που κατ’ ομολογία δεν κάνουν άμεσα αισθητή την παρουσία τους αλλά ενεργούν ως χρωματικές αξίες ή ως ύλες που δρουν στον θεατή με τον δικό τους τρόπο διαμέσου των αισθήσεων της όσφρησης και της αφής. Τα διάφορα υλικά είτε φυσικά είτε τεχνητά τα τοποθετώ στα έργα με σκοπό να δημιουργήσω επίσης διάφορες υφές καθώς και συμβολικές - ποιητικές προεκτάσεις. Στην παλέτα - χρωματολόγιο από φυτικές ύλες που διαμορφώνω, προσπαθώ παράλληλα να ανακαλύπτω τρόπους σταθεροποίησης όλων αυτών των ευαίσθητων ουσιών.


ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΥΛΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
  Κατά την εξελικτική πορεία της ανθρωπότητας, το χρώμα μεταπλάθεται μέσω διαφόρων θεωριών και εμπειριών σε ένα μέσο πολυπρισματικής διαχείρισης από τον σημερινό άνθρωπο. Αυτό, γιατί είναι πλέον τοποθετημένος μέσα σε ένα πεδίο πολλαπλών αναφορών και έτσι προσεγγίζει – αντιμετωπίζει ευρύτερα το χρώμα. Από τις απαρχές της χρησιμοποίησης του φυσικού χρώματος έως σήμερα ο πειραματισμός του ανθρώπου δεν σταμάτησε ποτέ. Το χρώμα που προέκυψε από το υλικό της φύσης απέδειξε εξαιρετική αντοχή στο χρόνο. Τρανταχτό παράδειγμα η παρακάτω εικόνα της σπηλαιογραφίας στην Αλταμίρα της Ισπανίας πριν περίπου 20.000 χρόνια.



   Εικ. 33 : Βραχογραφία σε σπήλαιο στην Αλταμίρα της Ισπανίας


  Γοητευμένος από το ερέθισμα που προκαλεί η παραγωγή καθώς και οι ιδιότητες των φυσικών χρωμάτων, τα τελευταία χρόνια προχώρησα σε εμπειρικές και θεωρητικές αναζητήσεις. Ενδιαφέρον είχαν αναφορές πως κάθε οργανικό χρώμα αποχρωματίζεται σε βάθος χρόνου. Για παράδειγμα ο Γκαίτε στο βιβλίο «Θεωρία των χρωμάτων» αναφέρει: «Τα φυσιολογικά χρώματα δεν μπορούμε να τα συγκρατήσουμε με κανέναν τρόπο, ενώ τα φυσικά διαρκούν μόνον όσο διαρκεί η συνθήκη που τα προκαλεί. Αλλά και τα χημικά παρουσιάζουν μεγάλη μεταβλητότητα, περνούν συχνά από τη μια πλευρά στην άλλη και αναιρούνται τελείως με τα κατάλληλα αντιδραστήρια.»11
Αυτή η θεωρητική προσέγγιση λοιπόν που προφασίζει τον θάνατο των χρωμάτων τοποθετημένη απέναντι στο σπηλαιογραφικό έργο που προανέφερα –και ειδικά αν αναλογιστούμε πως έχουν περάσει σχεδόν 20.000 χρόνια αυτής της βραχογραφίας- μας βάζει σε σκέψεις που αφορούν τις συνθήκες των φυσικών χρωμάτων. Ωστόσο, παρατηρώντας τα ανακαλύπτεις πως το κάθε ένα έχει την δική του συνθήκη διατήρησης και ο άνθρωπος πλέον μπορεί με διάφορα μέσα να την ενισχύσει.

11Goethe, Θεωρία των χρωμάτων, 305, 2008
 Την πεποίθηση μου αυτή ενισχύει και η παρακάτω αναφορά της Μαρίας Γρηγορίου στο βιβλίο Φύση/Όρια/Υλικά :  «Το κυριότερο προτέρημα των φυτικών ή ζωικών βαφών είναι ότι όταν έχουν γίνει σωστά, είναι ανεξίτηλες, αλλά και όταν με τον καιρό, το πλύσιμο ή την έκθεση στο φως του ήλιου αρχίσουν να ξεθωριάζουν, παραμένουν στο ίδιο χρώμα απλώς χαμηλότερης έντασης. Αυτό δεν συμβαίνει με τις χημικές βαφές. Ένα χημικά βαμμένο ύφασμα μπορεί να αλλοιωθεί με τον καιρό και ενώ αρχικά ήταν βαμμένο μπλε να επικρατήσει τελικά το κίτρινο χρώμα.» 12
  Στον αντίποδα βέβαια όλων των παραπάνω στέκεται ο Πλάτωνας ο οποίος.. «πιστεύει ότι όλα όσα βλέπουμε, όλα όσα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας στον κόσμο αυτό, είναι παροδικά και μεταβλητά. Δεν υπάρχουν πρωταρχικά στοιχεία που δεν διαλύονται ή δεν αλλοιώνονται ποτέ. Όλα όσα ανήκουν στον «κόσμο των αισθήσεων» είναι φτιαγμένα από ύλη και η ύλη φθείρεται με το πέρασμα του χρόνου. Ταυτόχρονα, όμως είναι όλα φτιαγμένα με βάση μια διαχρονική μορφή, που παραμένει αιώνια και σταθερή.»13
   Όπως και να έχουν τα πράγματα, η φυσικές ύλες προκαλούν οπτικά ερεθίσματα και ποιητικές φόρμες που ταξιδεύουν τις σκέψεις. Σκέψεις οι οποίες γέννησαν την σειρά έργων: “Populus”.













12. Δαικόπουλος, Ζιώγας, Φύση/Όρια/Υλικά (Εικαστική διερεύνηση των υλικών της φύσης), 42, 2011
13Gaarder, Ο κόσμος της Σοφίας, 109, 2007

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΚΕΛΟΣ

























 Στα περισσότερα έργα ζωγραφίζω με φυτικές χρωστικές από μπαχαρικά, βότανα και γενικά φυσικές ύλες που πολλές φορές πρώτα τις επεξεργάζομαι και που κατ’ ομολογία δεν κάνουν άμεσα αισθητή την παρουσία τους αλλά ενεργούν ως χρωματικές αξίες ή ως ύλες που δρουν στον θεατή με τον δικό τους τρόπο διαμέσου των αισθήσεων της όσφρησης και της αφής. Τα διάφορα υλικά είτε φυσικά είτε τεχνητά τα τοποθετώ στα έργα με σκοπό να δημιουργήσω επίσης διάφορες υφές καθώς και συμβολικές - ποιητικές προεκτάσεις. Στην παλέτα - χρωματολόγιο από φυτικές ύλες που διαμορφώνω, προσπαθώ παράλληλα να ανακαλύπτω τρόπους σταθεροποίησης όλων αυτών των ευαίσθητων ουσιών.


ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΥΛΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
  Κατά την εξελικτική πορεία της ανθρωπότητας, το χρώμα μεταπλάθεται μέσω διαφόρων θεωριών και εμπειριών σε ένα μέσο πολυπρισματικής διαχείρισης από τον σημερινό άνθρωπο. Αυτό, γιατί είναι πλέον τοποθετημένος μέσα σε ένα πεδίο πολλαπλών αναφορών και έτσι προσεγγίζει – αντιμετωπίζει ευρύτερα το χρώμα. Από τις απαρχές της χρησιμοποίησης του φυσικού χρώματος έως σήμερα ο πειραματισμός του ανθρώπου δεν σταμάτησε ποτέ. Το χρώμα που προέκυψε από το υλικό της φύσης απέδειξε εξαιρετική αντοχή στο χρόνο. Τρανταχτό παράδειγμα η παρακάτω εικόνα της σπηλαιογραφίας στην Αλταμίρα της Ισπανίας πριν περίπου 20.000 χρόνια.



   Εικ. 33 : Βραχογραφία σε σπήλαιο στην Αλταμίρα της Ισπανίας


  Γοητευμένος από το ερέθισμα που προκαλεί η παραγωγή καθώς και οι ιδιότητες των φυσικών χρωμάτων, τα τελευταία χρόνια προχώρησα σε εμπειρικές και θεωρητικές αναζητήσεις. Ενδιαφέρον είχαν αναφορές πως κάθε οργανικό χρώμα αποχρωματίζεται σε βάθος χρόνου. Για παράδειγμα ο Γκαίτε στο βιβλίο «Θεωρία των χρωμάτων» αναφέρει:  «Τα φυσιολογικά χρώματα δεν μπορούμε να τα συγκρατήσουμε με κανέναν τρόπο, ενώ τα φυσικά διαρκούν μόνον όσο διαρκεί η συνθήκη που τα προκαλεί. Αλλά και τα χημικά παρουσιάζουν μεγάλη μεταβλητότητα, περνούν συχνά από τη μια πλευρά στην άλλη και αναιρούνται τελείως με τα κατάλληλα αντιδραστήρια.»11
Αυτή η θεωρητική προσέγγιση λοιπόν που προφασίζει τον θάνατο των χρωμάτων τοποθετημένη απέναντι στο σπηλαιογραφικό έργο που προανέφερα –και ειδικά αν αναλογιστούμε πως έχουν περάσει σχεδόν 20.000 χρόνια αυτής της βραχογραφίας- μας βάζει σε σκέψεις που αφορούν τις συνθήκες των φυσικών χρωμάτων. Ωστόσο, παρατηρώντας τα ανακαλύπτεις πως το κάθε ένα έχει την δική του συνθήκη διατήρησης και ο άνθρωπος πλέον μπορεί με διάφορα μέσα να την ενισχύσει.

11. Goethe, Θεωρία των χρωμάτων, 305, 2008
 Την πεποίθηση μου αυτή ενισχύει και η παρακάτω αναφορά της Μαρίας Γρηγορίου στο βιβλίο Φύση/Όρια/Υλικά :  «Το κυριότερο προτέρημα των φυτικών ή ζωικών βαφών είναι ότι όταν έχουν γίνει σωστά, είναι ανεξίτηλες, αλλά και όταν με τον καιρό, το πλύσιμο ή την έκθεση στο φως του ήλιου αρχίσουν να ξεθωριάζουν, παραμένουν στο ίδιο χρώμα απλώς χαμηλότερης έντασης. Αυτό δεν συμβαίνει με τις χημικές βαφές. Ένα χημικά βαμμένο ύφασμα μπορεί να αλλοιωθεί με τον καιρό και ενώ αρχικά ήταν βαμμένο μπλε να επικρατήσει τελικά το κίτρινο χρώμα.» 12
  Στον αντίποδα βέβαια όλων των παραπάνω στέκεται ο Πλάτωνας ο οποίος.. «πιστεύει ότι όλα όσα βλέπουμε, όλα όσα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας στον κόσμο αυτό, είναι παροδικά και μεταβλητά. Δεν υπάρχουν πρωταρχικά στοιχεία που δεν διαλύονται ή δεν αλλοιώνονται ποτέ. Όλα όσα ανήκουν στον «κόσμο των αισθήσεων» είναι φτιαγμένα από ύλη και η ύλη φθείρεται με το πέρασμα του χρόνου. Ταυτόχρονα, όμως είναι όλα φτιαγμένα με βάση μια διαχρονική μορφή, που παραμένει αιώνια και σταθερή.»13
   Όπως και να έχουν τα πράγματα, η φυσικές ύλες προκαλούν οπτικά ερεθίσματα και ποιητικές φόρμες που ταξιδεύουν τις σκέψεις. Σκέψεις οι οποίες γέννησαν την σειρά έργων: “Populus”.













12. Δαικόπουλος, Ζιώγας, Φύση/Όρια/Υλικά (Εικαστική διερεύνηση των υλικών της φύσης), 42, 2011
13. Gaarder, Ο κόσμος της Σοφίας, 109, 2007