Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

«Musica ex nihilo» Σάββας Μιχαήλ






Ένα σήμα συναγερμού αντηχεί σε όλο το βιβλίο από τις πρώτες σου σελίδες· ο συναγερμός που σήμανε ο Κάφκα και που αντηχεί στον κόσμο τούτο μέχρι τις ταραγμένες μέρες μας. Ένα σήμα που υψώνεται εκατό χρόνια τώρα μέσα από επαναστατικές εφόδους στον ουρανό και ζοφερές καθόδους στον Άδη, σαν ανήκουστη μουσική. Μουσική από τόπους εκμηδένισης, μουσική εκ του μηδενός, Musica ex Nihilo: το αίτημα μιας Δικαιοσύνης άνευ ορίων, άνευ όρων, πέρα από νόμους και κανονιστικά σχήματα.

Το άκουσμα του ανήκουστου αναζητούν τα κείμενα του βιβλίου. Τη μουσική της σιγής στο έργο του Κάφκα που αντιμάχεται το σιωπηλό τραγούδι των Σειρήνων της καταστροφής. Τη φωνή των χωρίς φωνή στα ναζιστικά στρατόπεδα της εκμηδένισης αλλά και την παιδική χορωδία που τργουδάει την μπετοβενική Ωδή της Χαράς στο Άουσβιτς. Τη σκληρή σαν ατσάλι φωνή του Jean Amery να απαιτεί μια Δικαιοσύνη των Εκμηδενισμένων πέρα από το δίκαιο της ανταπόδοσης. Τον σιωπηλό θρήνο στις εικόνες του Maus, το κλασικό βιβλίο κόμικς του Art Spiegelman. Tο αίτημα της Ζωής, μιας Ζωής άλλης, στα εικαστικά έργα των ψυχικά πασχόντων της Συλλογής Prinzhorn και στη φωτογραφική τέχνη των απεξαρτημένων του 18 ΑΝΩ.
Γιατί το αίτημα της Ζωής δεν διαχωρίζεται από το αίτημα της Δικαιοσύνης, ασυμβίβαστο απέναντι σε κάθε θάνατο. Μας το δείχνουν, εάν τους ακούσουμε, ποιητές σαν τον William Blake και τον Διονύσιο Σολωμό και στις μέρες μας ο Νίκος Καρούζος κι ο Έκτωρ Κακναβάτος.
Περί τούτου πολλά θα μας μάθαινε ένας νέος, μη πλατωνικός διάλογος με τον Πλάτωνα και την Πολιτεία του αλλά κι η αδογμάτιστη νέα συνάντηση με τον Μάρξ και τον Τρότσκυ. Το ζητούμενο είναι η διείσδυση στη φύση της ίδιας της μεταβατικής εποχής μας κι η ανακάλυψη του ορίζοντα που κρύβει ο ζόφος, το πρόταγμα ενός Κόσμου που έρχεται. Την εποχή μας δείδε με διαύγεια προφητική, στις απαρχές της, ένας ποιητής σαν τον Κ.Π. Καβάφη. Τη λάμψη του κρυμμένου ορίζοντα μπορεί να τη δείξει η εικαστική ποιητική του φωτός του Stephen Aντωνάκου. Κι ο Κόσμος που έρχεται σαν τον Κόσμο Λαντομίρ του Μελλόντιου ποιητή της Οκτωβριανής Επανάστασης Βελιμίρ Χλιέμπνικωφ θα σβήσει όλες τις σχέσεις εξουσίας ανθρώπου σε άνθρωπο δίνοντας όλη την εξουσία στον έναστρο ουρανό.
Η Μουσική εκ του μηδενός λέει ότι θα νικήσει ο έσχατος εχθρός. Όπως λέει και το βιβλίο των Παροιμιών, "η Δικαιοσύνη σώζει από το θάνατο".


«MUSICA EX NIHILO», ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΜΙΧΑΗΛ ΑΠΟ ΤΗΝ «ΑΓΡΑ»

«Αουσβιτς: το σημείο μηδέν του ανθρώπινου πολιτισμού»

Ο τροτσκιστής διανοούμενος συνέλεξε σε έναν μικρό τόμο δοκίμιά του για την ποίηση, τη ζωή, τον θάνατο και τη δικαιοσύνη.

Ο τροτσκιστής διανοούμενος συνέλεξε σε έναν μικρό τόμο δοκίμιά του για την ποίηση, τη ζωή, τον θάνατο και τη δικαιοσύνη

Της Νόρας Ράλλη

ΣΑΒΒΑΣ ΜΙΧΑΗΛ, ΠΕΠΗ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΕΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
Οσοι έχουν την τύχη να τον γνωρίζουν προσωπικά ή να έχουν ακούσει ομιλίες του, καταλαβαίνουν αμέσως αυτό που είπε η Πέπη Ρηγοπούλου στην παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου του «Musica ex nihilo» (εκδόσεις «Αγρα»): «Ο Σάββας είναι και Σαμπετάι και Μάτσας και Μιχαήλ. Τέλειος, καθ’ όλα εθνικός και καθ’ όλα Ιουδαίος, έτσι για να ζαλίζονται οι χρυσαυγίτες».


Οσοι πάλι έχουν την τύχη να διαβάζουν τα βιβλία του, κατανοούν αμέσως αυτό που έχει πει πολλές φορές για τον ίδιο ο εκδότης της «Αγρας», Σταύρος Πετσόπουλος: «Οσο αγωνιστής, τόσο και ποιητής». Η πιο δυνατή αλήθεια όμως ακούστηκε από τον ίδιο τον Σάββα Μιχαήλ: «Οταν έχεις κάνει τόσες εγχειρήσεις και έχεις επιβιώσει από 17 χημειοθεραπείες, δεν δέχεσαι κανέναν συμβιβασμό με τον θάνατο, ούτε κοινωνικό, ούτε βιολογικό, ούτε κανέναν!»

Την προηγούμενη Τετάρτη το βράδυ το βιβλιοπωλείο «Επί Λέξει» της Μαρίας Παπαγεωργίου ήταν γεμάτο από αναγνώστες και φίλους. Μετά τη λιτή και όπως πάντα περιεκτική παρουσίαση του εκδότη (έχει ένα ταλέντο ο Πετσόπουλος να διευθύνει συζητήσεις, εκτός από το να επιλέγει εξαιρετικούς τίτλους προς έκδοση), τον λόγο πήρε η Πέπη Ρηγoπούλου, που, πέραν της πανεπιστημιακής θέσης της στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ, έχει και προσωπική σχέση με τον Μιχαήλ, τόσα χρόνια η ζωή τους «αέναη διαδήλωση», για να δώσει κατόπιν το βήμα στον ίδιο τον συγγραφέα.

Μας εντυπωσίασε πως ενώ ο συγγραφέας μίλησε για περίπου 40 λεπτά, ούτε ανάσα δεν ακουγόταν στο ακροατήριο. Με ενεργό δράση στον χώρο της μαρξιστικής Αριστεράς, γιατρός –ειδικευμένος στον καρκίνο–, τροτσκιστής διανοούμενος με παγκόσμια αναγνώριση, γραμματέας του ΕΕΚ (Εργατικό Επαναστατικό Κόμμα) και σύζυγος της Κατερίνας Μάτσα, ψυχιάτρου και διευθύντριας της κοινότητας επανένταξης 18 ΑΝΩ, ο Σάββας Μιχαήλ συνέλεξε τις προσωπικές του εμπειρίες, αλλά και από άσυλα φρενοβλαβών και από το 18 ΑΝΩ, ψάχνοντας το πού ακούγεται αυτή η… μουσική από το μηδέν.

Το «Musica ex nihilo» είναι συλλογή δοκιμίων για την ποίηση, τη ζωή, τον θάνατο και τη δικαιοσύνη. Γράφηκε με αφορμή ένα έργο του Σαρλ ντε Μποβέλ, το «Libro del nihilo», το οποίο διάβαζε την τελευταία φορά που πήγε για εξετάσεις στο Παρίσι: «Ο Ντε Μποβέλ ήταν φίλος με τον Ιερώνυμο Μπος και το συγκεκριμένο βιβλίο ξεκινάει με την ερώτηση “Τι είναι το μηδέν”, για να απαντήσει αμέσως ο συγγραφέας πως “το μηδέν είναι το μηδέν”.

Διαβάζοντάς το στο νοσοκομείο, κατάλαβα πως αν μείνεις στο μηδέν –όπως οι περισσότεροι σήμερα στην Ευρώπη και στον κόσμο– είσαι στην άρνηση. Δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τίποτα. Μόνο κριτικάρεις. Το απόλυτο μηδέν δεν βγάζει μουσική. Οι τόποι του μηδενός πρέπει να έρθουν στο φως. Είναι τόποι που ανήκουν μέσα στην ανθρώπινη ιστορία – όχι σε κάποια μεταφυσική σκοπιά της. Δεν είναι το μηδέν της ασημαντότητας. Δεν είναι το μηδέν της τζούφιας αισιοδοξίας, την οποία και σιχαίνομαι, ούτε της απαισιοδοξίας, που είναι η ιδεολογία του εχθρού. Είναι της διαλεκτικής του Ηράκλειτου, του Παρμενίδη και του Πλάτωνα, του Χέγκελ και του Μαρξ. Ειδικά όταν είσαι κοντά στον θάνατο, τότε διαπιστώνεις πόσο μεγάλη παρηγοριά είναι αυτό το “μηδέν”» δήλωσε ο Σάββας Μιχαήλ.

«Ο πιο ηχηρός τόπος του μηδενός είναι το στρατόπεδο εκμηδένισης του Αουσβιτς. Το σημείο μηδέν του ανθρώπινου πολιτισμού» συνέχισε. «Και αναρωτιέμαι: προχθές κάηκε ζωντανό ένα 25χρονο αγόρι, μαζί με άλλους συντρόφους, από νεοναζί στην Οδησσό. Το παιδί το γνώρισα. Προσπάθησε να σωθεί, να βγει από το κτίριο και οι ναζί το τελείωσαν, χτυπώντας το αλύπητα με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ. Πόσο λοιπόν έχει προχωρήσει η ανθρωπότητα από το σημείο μηδέν; Αν δεν εκμηδενιστούν από την Ιστορία αυτές οι συμπεριφορές, τότε δεν έχουμε μέλλον. Πρέπει να μηδενίσουμε το μηδέν, δηλαδή την εκμηδένιση του ίδιου του ανθρώπου!»

Και έκανε αναφορές από τον Ουίλιαμ Μπλέικ μέχρι τον Σολωμό και τον Κάφκα, όπως εξάλλου και στο βιβλίο του. Εγινε έτσι διακριτό το σήμα συναγερμού που αντηχεί σε όλες τις σελίδες του: το αίτημα μιας δικαιοσύνης άνευ ορίων, άνευ όρων, πέρα από νόμους και κανονιστικά σχήματα.

*INFO: Από τις εκδόσεις «Αγρα» κυκλοφορούν όλα τα βιβλία του Σάββα Μιχαήλ, καθώς και οι μεταφράσεις του. «Η φρίκη μιας παρωδίας» είναι το προηγούμενο βιβλίο του.

PΟΕΤΙ GRECI DEL NOVECENTO




Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ, ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ, 
ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ και ο ΝΙΚΟΛΑ ΚΡΟΤΣΕΤΤΙ, 

με αφορμή τη μεγάλη ανθολογία 
της ελληνικής ποίησης των τελευταίων δύο αιώνων 

PΟΕΤΙ GRECI DEL NOVECENTO, 
coll. "I Meridiani", Mondadori, 2010, 
(επιμ. Ν. Κροτσέττι - Φ. Ποντάνι)

συζητούν για την ελληνική ποίηση, τη δεξίωσή της στο εξωτερικό 
και την τέχνη του ανθολογείν και του μεταφράζειν.

Στον Πολυχώρο της Άγκυρας, Σόλωνος 124,
Σάββατο 29.11.2014, στις 12.00 το μεσημέρι

* * *

Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Πάτρα, δημιουργός της POESIA, του πλέον επιτυχημένου ίσως διεθνώς περιοδικού για την ποιητική τέχνη, επίτροπος της UNESCO, πρεσβευτής της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο εξωτερικό, μεταφραστής των κορυφαίων συγγραφέων και ποιητών μας στα ιταλικά (μ.α. των Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσου, Καβάφη, Αναγνωστάκη, Καζαντζάκη), o ΝΙΚΟΛΑ ΚΡΟΤΣΕΤΤΙ είναι "ο εκδότης που 'επινόησε' την Ποίηση", όπως έγραψε γι' αυτόν η Corriere della Sera.

Η μεγάλη δίγλωσση ελληνική ανθολογία που συνεπιμελήθηκε με τον ΦΙΛΙΠΠΟΜΑΡΙΑ ΠΟΝΤΑΝΙ για λογαριασμό της περίφημης σειράς Ι MERIDIANI των Εκδόσεων Μondadori απλώνεται σε 1900 σελίδες και περιλαμβάνει 60 ποιητές από τον Σολωμό και τον Κάλβο ώς τη Γενιά του 1970.

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΓΙΩΣΑΦΑΤ


Παρουσίαση του νέου βιβλίου του ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΓΙΩΣΑΦΑΤ: "ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΥΤΕΙ ΚΑΝΕΙΣ Ή ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΝΤΡΕΥΤΕΙ" την Παρασκευή 28-11-2014 20:00' μ.μ. στην "Στοά του Βιβλίου"28/11/2014
Οι Εκδόσεις Αρμός σάς προσκαλούν στην παρουσίαση
του νέου βιβλίου του ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΓΙΩΣΑΦΑΤ

"ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΥΤΕΙ ΚΑΝΕΙΣ Ή ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΝΤΡΕΥΤΕΙ;" 

την Παρασκευή 28-11-2014  20:00' μ.μ. στην "Στοά του Βιβλίου"

Θα μιλήσουν:
-Δημήτρης Ρήγας, (Ψυχίατρος , Ψυχαναλυτής , πρώην πρόεδρος της Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας και αντιπρόεδρος της Εταιρείας Ομαδικής Ανάλυσις και Οικογενειακής Θεραπείας ) ,
-Αθηνά Χατζούλη, Ψυχολόγος, Επικ. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθήνας ,Γεν. Γραμματέας Της Εταιρ, Ομαδ, Ανάλυσης και οικογενειακής Θεραπείας.
-και ο συγγραφέας του βιβλίου, Ματθαίος Γιωσαφάτ.

Την εκδήλωση συντονίζει η δημοσιογράφος  Βίκυ Φλέσσα 

Είσοδος Ελεύθερη 

Λίγα λόγια για το βιβλίο
 « Ο γάμος ή  η συντροφικότητα είναι ίσως η μόνη σχέση όπου μπορεί κανείς να ζήσει βαθιές συναισθηματικές και συχνά παιδικές ανάγκες. Όπως είναι η ανάγκη για αγάπη, για τρυφερότητα, για να μωρουδίζει κανείς, να αφήνεται, να εξαρτάται. Όλα αυτά έξω στη ζωή δεν μπορούμε να τα κάνουμε, γιατί δεν γίνεται. Η ενήλικη ζωή και η κοινωνία είναι κανονισμένη αλλιώς. Οπότε, όλες αυτές οι βαθιές, παιδικές, έντονες ανάγκες που έχουμε όλοι οι άνθρωποι, μερικοί παραπάνω, μερικοί λιγότερο, ικανοποιούνται στον ¨γάμο¨. Ικανοποιούνται όμως ; »
Το βιβλίο αυτό στηρίζεται στη πείρα του συγγραφέα ως ψυχιάτρου, παιδοψυχιάτρου, ψυχαναλυτή – ψυχοθεραπευτή και κυρίως στην προσωπική του εμπειρία  βραχείας ή μακρότερης εμπειρίας με περισσότερα από έξι χιλιάδες ζευγάρια, που παρακολουθούσε, είτε στην Ελλάδα, τα τελευταία τριάντα χρόνια, είτε στο Λονδίνο, όπου εργάστηκε για δεκαπέντε χρόνια ως Διευθυντής της Κλινικής Παιδικής και Οικογενειακής Ψυχιατρικής Finchley, και προηγουμένως ως Υποδιευθυντής του Κέντρου Tavistock, μια από τις σημαντικότερες ψυχαναλυτικές κλινικές στον κόσμο.

Ίρβιν Γιάλομ: «Είμαι θηρευτής αφηγήσεων»

Πηγή:http://www.tovima.gr

Ο δημοφιλής αμερικανός ψυχοθεραπευτής απευθύνθηκε στο ελληνικό κοινό σε ζωντανή σύνδεση από την Καλιφόρνια
Ίρβιν Γιάλομ: «Είμαι θηρευτής αφηγήσεων»




Για τα χρήματα και την ευτυχία, την επιλογή του σωστού συντρόφου, τις οικογενειακές σχέσεις και τις ανθρώπινες αφηγήσεις, για τη μουσική και τον γραπτό λόγο αλλά και για την ψυχοθεραπεία μέσω skype μίλησε ο δημοφιλής αμερικανός ψυχοθεραπευτής Ίρβιν Γιάλομτην Τετάρτη 26 Νοεμβρίου στον κινηματογράφο «Δαναός» στην Αθήνα. Η εκδήλωση διοργανώθηκε με αφορμή την ταινία «Ο κήπος του Γιάλομ», ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του Ίρβιν Γιάλομ, το οποίο θα προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 11 Δεκεμβρίου. «Είναι ένα κλασικό βιογραφικό ντοκιμαντέρ», σχολίασε ο κριτικός κινηματογράφου Χρήστος Μήτσης στην αρχή της εκδήλωσης, «το οποίο είναι καλογυρισμένο και παρουσιάζει με αμεσότητα και πειστικά τη ζωή και το έργο του Γιάλομ».
Στις 8.00 μ.μ., πρωί στην Καλιφόρνια, έγινε σύνδεση μέσω skype με το σπίτι του Γιάλομ και στην κατάμεστη μεγάλη αίθουσα του «Δαναού» περισσότερα από 600 άτομα παρακολούθησαν τον δημοφιλή συγγραφέα και ψυχαναλυτή σε ζωντανή συνέντευξη με έλληνες δημοσιογράφους που του μετέφεραν και ερωτήσεις των ελλήνων αναγνωστών τους και αναγνωστών του Γιάλομ.
Η ευτυχία και τα χρήματα  
Όταν ερωτήθηκε, με αφορμή την ελληνική οικονομική κρίση, πόσο οι οικονομικές δυσκολίες επηρεάζουν την προσωπική ευτυχία, δεν έκρυψε ότι προέρχεται από μια χώρα και από ένα περιβάλλον όπου τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες της κρίσης δεν τους είναι οικεία. «Οι πελάτες μου είναι ευκατάστατοι, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν είναι ευτυχισμένοι», είπε ο Γιάλομ και για να υπογραμμίσει τη ρήση ότι τα λεφτά δεν κάνουν την ευτυχία αφηγήθηκε την ιστορία ενός εξαιρετικά εύπορου μεγαλοδικηγόρου πελάτη του, ο οποίος παρά τα πλούτη του δεν βρίσκει νόημα στη ζωή του, γι' αυτό και ξεκίνησε ψυχοθεραπεία.


Η επιτυχία στις προσωπικές σχέσεις

Ο Γιάλομ, που είναι παντρεμένος με την καθηγήτρια Συγκριτικής Γραμματολογίας του Πανεπιστημίου Στάνφορντ Μάριλιν Γιάλομ εδώ και 60 χρόνια, ερωτήθηκε για τη συνταγή της επιτυχίας στις προσωπικές σχέσεις. «Γνώρισα τη γυναίκα μου όταν ήμουν δεκαπέντε ετών και είμαστε μαζί από τότε. Την εποχή που παντρευτήκαμε δεν γνωρίζαμε κάποιον που να έχει πάρει διαζύγιο στο φιλικό μας περιβάλλον. Σήμερα το 60% των γάμων στις ΗΠΑ καταλήγουν σε διαζύγιο. Αισθάνομαι την αγάπη μου για τη γυναίκα μου όχι να μειώνεται με τα χρόνια αλλά να γίνεται όλο και πιο δυνατή. Το σημαντικό δεν είναι να ερωτεύεσαι αλλά να παραμένεις ερωτευμένος. Πώς το πετυχαίνεις αυτό; Πρέπει καταρχάς να βρεις ένα ενδιαφέρον άτομο, έναν άνθρωπο που να ενδιαφέρεται για τη ζωή και για πράγματα που ενδιαφέρουν κι εσένα. Δεν εννοώ να σας αρέσουν ακριβώς τα ίδια πράγματα, αλλά τα ενδιαφέροντα του ενός να ακουμπούν στα ενδιαφέροντα του άλλου. Όταν εγώ έκανα την πρακτική μου ως ψυχαναλυτής, η γυναίκα μου έγραφε τη διατριβή της για την ενοχή στον Κάφκα. Εξέταζε ζητήματα που σχετίζονται με τη δική μου επιστήμη από μια άλλη σκοπιά».
«Γράφω για να επικοινωνώ με τους αναγνώστες»
Τον τρόπο γραφής του, τον απλό και κατανοητό, αλλά όχι απλοϊκό, σχολίασαν στην αρχή της εκδήλωσης οι δύο μεταφραστές του, η Ευαγγελία Ανδριτσάνου και ο Γιάννης Ζέρβας, και ο εκδότης του Σταύρος Πετσόπουλος. Ο ίδιος ο Γιάλομ είπε: «Είμαι “λαϊκός” συγγραφέας. Γράφω για να επικοινωνώ. Δεν γράφω για πράγματα που δεν καταλαβαίνω και προσπαθώ να γράφω όσο πιο κατανοητά γίνεται. Δεν προσπαθώ να εντυπωσιάσω τον αναγνώστη με τη γραφή μου. Με τα χρόνια ανακάλυψα ότι ο καλύτερος τρόπος για να μεταδώσω όσα θέλω να πω είναι να αφηγούμαι ιστορίες, ιστορίες που γράφονται απλά αλλά με πολύ προσεγμένο λόγο. Διαβάζω μέχρι και τριάντα φορές όσα γράφω, προσπαθώ οι προτάσεις που γράφω να είναι ό,τι καλύτερο μπορώ να δώσω».
Ποίηση, μουσική και κινηματογράφος
Ο Γιάλομ εξέφρασε τον μεγάλο του θαυμασμό για τον γραπτό λόγο, ειδικά για την ποίηση, και για το θέατρο. Απαντώντας σε ερώτηση για τα μουσικά του ενδιαφέροντα παραδέχτηκε ότι είναι «μουσικά αγράμματος» και «μουσικά κουφός», όπως ο Φρόυντ, που δεν πήγαινε σε κονσέρτα. Από την κλασική μουσική προτιμά τον Χάιντν και τον Βιβάλντι, δεν είναι άνθρωπος της όπερας, αλλά λατρεύει τα τραγούδια του Μπομπ Ντίλαν.
«Δεν πηγαίνω πια στον κινηματογράφο» απάντησε σε ερώτηση του Χρήστου Μήτση,«βλέπω όμως ταινίες. Μου αρέσουν οι ταινίες που αφηγούνται ωραίες ιστορίες. Είμαι θηρευτής αφηγήσεων». Μια τέτοια ενδιαφέρουσα ιστορία, από την πρόσφατη κινηματογραφική παραγωγή, θεωρεί ότι αφηγείται η ταινία Δικός της (2013) του Σπάικ Τζόνζι, για την ερωτική σχέση ενός άνδρα με ένα πρόγραμμα στον υπολογιστή του που έχει γυναικεία χαρακτηριστικά.
Ψυχοθεραπεία μέσω Skype
Ο ίδιος εξήγησε ότι είναι ανοιχτός στις νέες τεχνολογίες και στις δυνατότητες που παρουσιάζουν στον χώρο της ψυχοθεραπείας. Ήδη κάνει συνεδρίες μέσω Skype και, παρόλο που στην αρχή ήταν διστακτικός για την απόδοση αυτού του τρόπου ψυχοθεραπείας, βρίσκει ότι εντέλει λειτουργεί και έχει πολλά θετικά σε ορισμένες περιπτώσεις. «Κάνω ψυχοθεραπεία μέσω Skype σε κάποια ασθενή που ζει κάπου απομονωμένη γιατί αδυνατεί να συνυπάρξει στον ίδιο χώρο με άλλους. Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε μια κανονική συνεδρία γιατί θα της ήταν αδύνατον να βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο μ’ εμένα. Ίσως φτάσει σε αυτό το στάδιο έπειτα από ένα δυο χρόνια. Επομένως, για την ώρα, το Skype προσφέρει σε αυτόν τον άνθρωπο μια δυνατότητα ψυχοθεραπείας εξ αποστάσεως που δεν είχαμε παλιότερα».
Πολλοί ψυχοθεραπευτές τους οποίους εποπτεύει κάνουν ψυχοθεραπεία μέσω γραπτών μηνυμάτων, σε online chat ψυχοθεραπείας. «Στην αρχή ήμουν αρνητικός σε αυτόν τον τρόπο προσέγγισης του ασθενούς, αλλά σταδιακά αλλάζω γνώμη. Οι εποπτευόμενοί μου μου εξήγησαν ότι αυτός ο τρόπος έχει και πλεονεκτήματα: υπάρχουν άνθρωποι που ανοίγονται περισσότερο όταν δεν βλέπουν το πρόσωπό σου και το να έχει κάποιος τη δυνατότητα να σου στείλει ένα μήνυμα με το τι σκέφτεται και τι αισθάνεται την ώρα που του προκύπτει το συναίσθημα έχει αμεσότητα, επιτρέπει στον ασθενή να καταθέσει τις σκέψεις του προτού τις ξεχάσει. Προσπαθώ να είμαι ανοιχτός σε όλα αυτά. Είμαι πολύ περίεργος για το πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την τεχνολογία στην ψυχοθεραπεία».
O Γιάλομ έχει εξαιρετική επιτυχία στην Ελλάδα, τόσο ως λογοτέχνης όσο και ως επιστήμονας. Το μπεστ σέλερ του παραμένει διαχρονικά το Οταν έκλαψε ο Νίτσε, ​ αποκάλυψε ο έλληνας εκδότης του ενώ ο Γιάλομ είπε ότι η Ελλάδα είναι η χώρα στην οποία είναι δημοφιλέστερος υπολογίζοντας τις κατά κεφαλήν πωλήσεις.

Πρόσκληση "Διασπορικής Λογοτεχνικής Στοάς"



Στις 7 Δεκεμβρίου 2014, ώρα 4.00μ.μ., στο οίκημα της Κυπριακής Κοινότητας Μελβούρνης θα παρουσιάσουμε ένα τρίγλωσσο μουσικό πρόγραμμα (στην Ελληνική, Αγγλική και Ισπανική γλώσσα) με ελληνικό μπουζούκι (Ιάκωβος Παπαδόπουλος) κιθάρα-τραγούδι (Αχιλλέας Γιαγκούλης, Ανθή Σιδηροπούλου), ισπανική κιθάρα (τριμελή ισπανική ορχήστρα), χορό φλαμένκο, ντιτζιριντού Αυστραλών ιθαγενών, κυπριακό βιολί (Δημήτρης Χόπλαρος).

Την εκδήλωση διοργανώνει η Διασπορική Λογοτεχνική Στοά σε συνεργασία με τον Ελληνο-Αυστραλιανό Πολιτιστικό Σύνδεσμο, το Σύνδεσμο Ελλήνων Λογοτεχνών Αυστραλίας και την Κυπριακή Κοινότητα Μελβούρνης

Φέτος διανύουμε 40 χρόνια παράνομης κατοχής στην Κύπρο μας και δεν έχουμε φωνάξει αρκετά, ούτε έχουμε να δείξουμε αρκετές εκδηλώσεις που να εκφράζουν την αγανάκτησή μας για το γεγονός ότι οι πολιτικοί της Ελλάδας και Κύπρου καθώς και ειδικά τα Ηνωμένα Έθνη εθελοτυφλούν σε μια απαράδεκτη κατάσταση ενώ δείχνουν ανίκανοι να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους με αποτέλεσμα ο θύτης να αποθρασύνεται ακόμη περισσότερο.

Την ίδια μέρα ο Δρ Χρήστος Φίφης θα παρουσιάσει το τεύχος 2014 του τρίγλωσσου λογοτεχνικού περιοδικού της Διασποράς "Diasporic Literature" αφιερωμένο στην Κύπρο με συνεργασίες στις τρεις γλώσσες από τον Ελληνισμό της Διασποράς. Θα υπάρχουν επίσης απαγγελίες στις τρεις γλώσσες και θ' ακουστεί ένα τραγούδι για πρώτη φορά στα ελληνικά δεδομένα που γράφτηκε από μουσικοσυνθέτη από τον Πόρο (τον Άρι Αντάνη) ειδικά για το τεύχος αυτό του περιοδικού. Το τεύχος κοσμούν εικόνες από ζωγραφική των Αδαμάντιου Διαμαντή και Μιχαήλ Κάσιαλου, οι οποίες παραχωρήθηκαν από το Πολιτιστικό Ίδρυμα Κύπρου.

Τα τελευταία πέντε τεύχη του ηλεκτρονικού περιοδικού "Diasporic Literature" θα πωλούνται σε ηλεκτρονική μορφή (μια άλλη καινοτομία για τη Μελβούρνη). Περισσότερες λεπτομέρειες στο φυλλάδιο.

Η είσοδος είναι ελεύθερη.


​Ιάκωβος Γαριβάλδης

ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ

Η Ελένη είναι φίλη αγαπημένη πολλών από εμάς γιατί είναι ένα πλάσμα γεμάτο αγάπη και μια αγκαλιά ανοιχτή. Μερικές φορές είναι σαν αερικό, ζει μέσα σε βιβλίο ως ηρωίδα, κι άλλες φορές υπάρχει ως η Ελένη, η φίλη, η συγγραφέας, η δημοσιογράφος. Η επιτυχία είναι κάτι που έχει γευτεί πολλές φορές, αυτό που δεν βαριέται είναι η αγάπη γιατί η ίδια αγαπάει τον άνθρωπο!

Νότα Χρυσίνα

Πηγή: http://www.literature.gr/i-ekdosis-kalenti-sas-proskaloun-stin-parousiasi-tou-neou-vivliou-tis-elenis-gkika-lilith-apo-gramma-se-gramma/




Πρωτεϊκή, γήινη και αστρική, υπακούοντας αθέλητα σε μια αλλόκοτη παράκληση, που κατά βάθος υπήρξε για κείνη διαταγή, η Λίλιθ θα ανακαλύψει μυστηριωδώς σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο σαράντα έξι ερωτικές επιστολές, και η τοξίνη των λέξεων θα της αλλάξει έκτοτε τη ζωή. «Από γράμμα σε γράμμα», θα αγγίξει την άβυσσο, θα βυθιστεί στο σκοτάδι της αμφιβολίας, θα αναζητήσει την ασφάλεια της δικής της ανασκαφής, μα τελικά θα γίνει η Μ. Θα θελήσει να μάθει, θα πονέσει, θα ερωτευτεί· και θα αρνηθεί. Και μπορεί να σωθεί. Τo νέο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα, ένα ερωτικό, βιβλιοφιλικό, υπαρξιακό θρίλερ, με αλληλογραφία αληθινή




ekdoseis_kale_lilith_gkika

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Σημειώσεις, Ι Εγγονόπουλος Nίκος




Εκτύπωση
Ce sera, aux yeux du public lisant, une curiosité
de ce temps que de voir à quel point un écrivain
très perspicace et direct, acquit une notoriété
en contradiction (du tout au tout) avec ses qualités,
pour avoir, simplement, exclus les clichés, trouvé
un moule propre à chaque phrase et pratiqué le purisme.

STÉPHANE MALLARMÉ



Ως είμαι ζωγράφος το επάγγελμα, και θεωρώ άλλωστε την ποίηση σαν ζήτημα εντελώς προσωπικό, δεν ένοιωσα ποτέ κανενός είδους επιθυμία να ιδώ τα ποιήματά μου δημοσιευμένα. Μου αρκούσε, κυρίως, που τα έγραφα. Κατόπιν, βέβαια, δεν είχα καμιάν αντίρρηση ναν τα διαβάσω σε κάναν φίλο, ενίοτε σε μικρό κύκλο ακροατών, δυο-τρεις το πολύ, που μου το ζητούσαν. Πάντως δε θα έστεργα ποτέ ναν τα δώσω για τύπωμα πριν από τα μέσα του 1938. Ήταν η χρονιά όπου ετελείωνα τις εργαστηριακές μου σπουδές στη ζωγραφική. Μαθήτευα πλησίον του Κωνσταντίνου Παρθένη, και το εύρισκα άπρεπο απέναντι στον σεβαστό κι αγαπητό δάσκαλο να θέλω να εκδηλωθώ προσωπικά, και μάλιστα σε διαφορετική «σχολή», τον υπερρεαλισμό, την στιγμή που καταρτιζόμουνα κοντά του για το μελλούμενο καλλιτεχνικό μου στάδιο. Δεν πιστεύω να ήτανε και αντίθετο στην επιθυμία του μεγάλου Παρθένη να βλέπη τους μαθητάς του, μετά το πέρας, όμως, των σπουδών τους, να παίρνουν τον δικό τους δρόμο, σύμφωνα με την ιδιαίτερή τους διάθεση και τις ιδιαίτερές τους κλίσεις.
     Όταν ο χαριτωμένος ποιητής Απόστολος Μελαχρινός, προχωρημένο πια το καλοκαίρι του 1938, μου εζήτησε ποιήματα για ναν τα περιλάβη σε τεύχος του περιοδικού του Κύκλος, τότε το μπορούσα, και του έδωσα αρκετά της παραγωγής μου εκείνης της χρονιάς, να διαλέξη όσα ήθελε. Του ήρεσαν τόσο («Τα αρέσω», μου είπεν αυτολεξεί), όπου, όχι μόνο δημοσίεψε πολλά στο αμέσως επόμενο τεύχος του Κύκλου, αλλά προσφέρθηκε και επέμεινε και να βγάλη σε βιβλίο, πάλι στις εκδόσεις του Κύκλου, όλα όσα του είχα δώσει.
     Ο ευγενής αυτός άνθρωπος κάθησε μαζί μου και κάναμε τη σελιδοποίηση. Ύστερα φρόντισε τη στοιχειοθέτηση. Αρκετά στοιχειοθέτησε και με το ίδιο του το χέρι ― δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτή τη μεγάλη τιμή που μου έγινε ― καθώς είχε εγκατεστημένο το τυπογραφείο του Κύκλου σ’ ένα δωμάτιο της τότε κατοικίας του, στην οδό Δαιδάλου. Ο αλησμόνητος Μελαχρινός φρόντισε ιδιαιτέρως το τύπωμα: μετά από τον διορθωτή, διάλεξε και τον καλύτερο πιεστή που μπορούσε να βρεθή στην Αθήνα εκείνο τον καιρό. Επέμενε, μάλιστα, για το εξώφυλλο και για την εσωτερική πρώτη σελίδα του τίτλου να χρησιμοποιηθούν δυο χρωμάτων μελάνια. Και το βιβλίο παρουσιάστηκε, ένα, ή το πολύ, δυο μήνες ύστερ’ από το περιοδικό.
     Ήδη είχαμε προανακρούσματα από την κυκλοφορία του περιοδικού. Αλλά, με την εμφάνιση του βιβλίου, το «σκάνδαλο» το εκσπάσαν υπερέβαινε όχι μόνο κάθε τι το ανάλογο που είχε ποτέ φανερωθή στα ελληνικά γράμματα, αλλά και τις προβλέψεις της πιο τολμηρής φαντασίας. Αστραπιαίως έλαβε τέτοιαν ένταση και τέτοιες διαστάσεις, που κι ο ίδιος ο «ανάδοχός» μου, ο Μελαχρινός, τα έχασε. Αυτός, όπου με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να πούμε ότι του έλειψε ποτέ η λεβεντιά. Δεν ανήγγειλε την έκδοση ούτε, ποτέ, περιέλαβε το βιβλίο στους καταλόγους των εκδόσεων του Κύκλου, που δημοσίευε τακτικά, πίσω, στο εξώφυλλο του περιοδικού.
     Το δημιουργηθέν σκάνδαλο κι η επακολουθήσασα κατακραυγή εναντίον μου δεν μπορώ να πω πως δεν με έθιξαν, βαθύτατα. Η βίαιη κακομεταχείρισις σαν υποδοχή μιας γνήσιας προσφοράς είναι, το λιγώτερο, σκληρά άδικη. Περιοδικά, εφημερίδες, le premier chien coiffé venu, παρωδούσαν και αναδημοσίευαν, κοροϊδευτικά, τα ποιήματά μου. Μια δε εφημερίδα, από τις μεγάλες, δεν θυμούμαι τώρα ποια, αυθαδέστατα, ποδοπατώντας κάθε ιδέα πνευματικής, τέλος πάντων, ιδιοκτησίας, αναδημοσίευσε, σε μια ή δυο συνέχειες... ολόκληρο το βιβλίο! Συνοδεία, πάντοτε, χλευαστικών και κακεντρεχών, όσο κι επιπόλαιων, σχολίων.
     Ποτέ δεν μ’ ενδιέφεραν η φήμη, η δόξα. Μόνος πόθος μου: να περνώ πάντα απαρατήρητος, αν δεν το μπορούσα ευχάριστος, ανάμεσα στους συγκαιρινούς μου «συνοδίτας». Κι όμως άκουσα κι αυτή την κουβέντα, που μου εξετόξευσε, δεν ξέρω πια σε τι φύλλο, αγανακτισμένος «φιλολογικός» του συνεργάτης: «Εγγονόπουλε, πάψε πια να βασανίζεσαι και να μας βασανίζης!»
     Αν η ζωή μου είναι αφιερωμένη στη ζωγραφική και στην ποίηση, είναι γιατί η ζωγραφική και η ποίησις με παρηγορούν και με διασκεδάζουν. Έτσι και τότε, παρ’ όλη την απογοήτευσή μου, εξακολουθούσα ανελλιπώς να ζωγραφίζω, «να γράφω»1 ποιήματα. Κι όταν, μεσούντος του 1939, ο μακαρίτης Τάσος Βακαλόπουλος, Ναυπλιεύς, μου πρότεινε να μου δημοσιεύση συλλογή, του παρέδωσα τα ποιήματα των Κλειδοκυμβάλων της Σιωπής, που κυκλοφόρησαν στο τέλος της ίδιας εκείνης χρονιάς.
     Εδώ πρέπει να πω πως, αν δεν εδαπάνησα ποτέ τίποτα για τη δημοσίευση των ποιημάτων μου, δεν απεκόμισα και ποτέ κανένα απολύτως υλικό όφελος απ’ αυτά.
     Με τις ίδιες, αν όχι κι εντονώτερες αντιδράσεις, υπεδέχθησαν, τη νέα μου συλλογή, οι «πνευματικοί» κύκλοι των συμπολιτών. Γεγονός άξιο να εξαρθή όλως ιδιαίτερα, αν ληφθή υπ’ όψη ότι οι καιροί, τώρα, ήσαν μάλλον δύσκολοι: στη Δύση ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ήδη αρχινισμένος, και, στον αττικόν ορίζοντα, είχαν μαζευτεί απελπιστικά μαύρα σύννεφα, που μηνούσαν πολύ προσεγγίζουσες συμφορές.
     Τώρα, ποιοι οι αποτελούντες τ’ οργισμένο πλήθος, που με καταδίκαζε κι εμένα; Οι αιώνιοι, οι γνωστοί, οι συνηθισμένοι. Πριν απ’ όλα οι αδιάφοροι, που οι συνήθεις ασχολίες τους είναι τελείως άλλες και για τους οποίους: πνεύμα, ποίησις, τέχνες, είναι άφραγο χωράφι, όπου πιστεύουν ότι δικαιούνται να μπαίνουν ως το κρίνει το κέφι τους, ν’ ανοηταίνουν, να «σπαν πλάκα» κατά το δη λεγόμενο. Μάλιστα όταν βρεθούν και καλοθελητές να τους εμπνεύσουν και ναν τους κάμουν την αρχή!... Γιατί από μόνοι τους δεν θα «επεσήμαιναν» τα αξιοκατάκριτα, τ’ αξιογέλαστα: δε θα μπορούσαν, ίσως και δεν θα τολμούσαν2. Ύστερα οι «νερόβραστοι»,3 αυτοί που πιθανόν να έχουν κάποιο μικρό ενδιαφέρον για μιαν ελάχιστη περιοχή της τέχνης και που, μέσ’ στην άγνοια και την αμάθειά τους, την ημιμάθειά τους έστω, παίρνουν κι αυτοί το δικαίωμα να επιτίθενται και να βρίζουν μ’ όσους διαφωνούν. Έπειτα οι καθαρώς κακοί, που απονέμουν εις εαυτούς, έτσι, το δικαίωμα να βλάπτουν τους συνανθρώπους με κάθε πρόφαση. Αλήθεια, οι αναγνωρίζοντες εις εαυτούς δικαιώματα δεν αξίζουν και πολλά πράγματα: ο πραγματικά πνευματικός άνθρωπος καθήκοντα, και μόνο, παραδέχεται κι αναγνωρίζει στον εαυτό του.
     Για να δώσω μια σαφή εικόνα της όλης καταστάσεως, αντιγράφω από άρθρο γνωστού κριτικού, σχετικά με τον καιρό που λέω: «Την εποχή εκείνη των ακαθόριστων ακόμη αισθητικά και κριτικά όρων και αποχρώσεων της νέας ποίησης, οι δύο συλλογές του Εγγονόπουλου συμβάλανε αποφασιστικά για την τελειωτική αποκρυστάλλωση της έννοιας υπερρεαλισμός στην αντίληψη πολλών, σαν πνευματικό σκάνδαλο, δίχως προηγούμενο στην ιστορία της λογοτεχνίας μας. Ο Εγγονόπουλος έγινε από τότε στόχος μιας παράφορης κι αντιπνευματικής, στο βάθος, καταδρομής από χρονογράφους, επιθεωρησιογράφους, λόγιους, κριτικούς και ποιητές, που γρήγορα γενικεύτηκε σε τυφλή επίθεση κατά της νέας μας ποίησης και λογοτεχνίας. Μα ενώ σιγά-σιγά το έργο των άλλων άρχισε να γίνεται δεκτό “κατά δόσεις” σαν αληθινή και νέα ποίηση, στον Εγγονόπουλο δε δόθηκε ακόμη χάρη και τ’ όνομά του, στημένο στην πιο απλησίαστη περιοχή της λογοτεχνίας μας σαν κατηγορηματική απαγόρευση,...» κλπ. Και πρέπει να γίνη απόλυτα πιστευτός ο κριτικός μας, γιατί έχει τις πληροφορίες του από θετική πηγή. Ενώ, σήμερα, έχω την τιμή να τον συγκαταλέγω ανάμεσα στους πιο χαριτωμένους μου φίλους, φίλους και του προσώπου μου και της δουλειάς μου, πρέπει να ομολογήσω πως, τότε, μετριόνταν ανάμεσα στους πιο ανελέητους, στους πιο αδυσώπητους επιτιμητάς κι επικριτάς μου.
     Η κυρία Μ. Κρανάκη, μετά την έκδοση του Domaine Grec, δηλαδή μετά το 1947, περιγράφει αυτή την «ηρωική εποχή» στον τόπο μας, στο παρισινό περιοδικό Critique: «...la réaction du public fut beaucoup plus violente qu’ailleurs. Le seul titre assez peu provocant de Clavecins du Silence, recueil de vers d’Engonopoulos, souleva des vagues d’hystérie»4.
     Σημειωτέον ότι στο μεταξύ ο πόλεμος είχε φτάσει πια ως εδώ. Στρατεύθηκα και με έστειλαν στην πρώτη γραμμή, στην «γραμμή πυρός», όπου με βαστήξανε πεισματάρικα, μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων. Δίχως καμιάν ανάπαυλα, αν εξαιρέσω ένα αρκετά βασανιστικό «ιντερμέδιο» στη «Διλοχία Πειραιώς», απλούν «πειθαρχικόν λόχον». Γιατί κανείς δεν αγνοεί ότι, ιδιαίτερα στην περίοδο της όντως αλησμονήτου «4ης Αυγούστου», ο όρος «διανοούμενος» συνεπήγετο και την έννοια του «υπόπτου». Ύστερα από φονικότατη μάχη, στις 13 Απριλίου 1941, συνελήφθην αιχμάλωτος, κρατήθηκα, με τους συναδέλφους μου, παρανόμως, από τους Γερμανούς, σε στρατόπεδα «εργασίας αιχμαλώτων», δραπέτευσα, αλώνισα, με τα πόδια, πάνω από την μισήν Ελλάδα, και τέλος επέστρεψα εις τα ίδια. Η εχθρότης και τα «rires jaunes» διατηρόνταν ακόμη αναλλοίωτα, και διετηρήθησαν μέχρι την εποχή του «Μπολιβάρ». Το ποίημα άρεσε στην τότε νεολαία και, σιγά-σιγά, η κατάσταση άρχισε να μαλακώνη. Ίσαμε το σημείο να μου απονεμηθή, το 1958, από το Υπουργείο Παιδείας, το «Α´ βραβείο ποιήσεως» για την εκδοθείσα τον προηγούμενο χρόνο συλλογή μου, αλλά και «διά την προτέραν ποιητικήν προσφοράν» μου. Είναι η μόνη τιμή που μου έγινε ποτέ από το επίσημο κράτος. Με ξάφνιασε δε διπλά, γιατί πρώτον δεν είχα κάμει καμιάν αίτηση και, ως το συνηθίζω, κανένα διάβημα, γι’ αυτό το σκοπό, αλλά και γιατί τα περισσότερα μέλη της Επιτροπής δεν ήσαν φίλοι της δουλειάς μου, και πολλά εξακολουθούν να μην είναι και σήμερα.
     Είπα, πιο πάνω, ότι οι βιαιότητες των εναντίον μου επιθέσεων δεν με σταματήσανε ποσώς από του να ζωγραφίζω και να «γράφω» ποιήματα. Δεν μπορώ όμως να πω ότι δεν με δυσκόλεψαν, και πολύ μάλιστα, στη ζωή μου5. Καθώς δεν είμαι «οικονομικώς ανεξάρτητος», και μη έχοντας ικανότητα καμιά γι’ αυτά που λεν «διπλωματίες», εργάστηκα συνεχώς, σκληρά, ως υπάλληλος, χωρίς να λείψω ούτε στιγμή. Για να εξασφαλίσω και την ελευθερία μου, και τον λίγο καιρό, και τα ακόμη λιγώτερα μέσα που μου επέτρεψαν να εργαστώ καλλιτεχνικά. Ένας Θεός ξέρει τι απαιτητική, τι πολυδάπανη είναι η ζωγραφική επιστήμη. Τον Μαικήνα δεν τον συνήντησα ποτέ. Υπήρξα καλός υπάλληλος κι αυτό μου το επιτρέπουν ναν το πω τα διάφορα πιστοποιητικά «ικανοποιήσεως» των κατά καιρούς, λίγων ευτυχώς, εργοδοτών μου. Εύκολο να φανταστή κανείς με τι επιεική διάθεση οι διάφοροι εργοδόται είχαν την όρεξη να του εξασφαλίσουν «τα προς το ζην», σε υφιστάμενο που είχε την φήμη του ποιητού, και μάλιστα του «σκανδαλώδους ποιητού»! Ένας-δυο μού εφέρθηκαν και αφάνταστα σκληρά. Σήμερα, η πείρα μου μού επιτρέπει ναν το πω, με απόλυτη ευθύνη, πως, στον τόπο μας, και μάλιστα στα χρόνια τα δικά μας, η εκτίμησις εκδηλώνεται με αμείλικτη καταδίωξη. Πιστεύω πως, παλαιότερα, τον πνευματικό άνθρωπο, η νεο-ελληνική κοινωνία τον περιέβαλλε μόνο μ’ απόλυτη αδιαφορία, δίχως μίσος.
     Πάντως το πλέον οδυνηρό της όλης προπολεμικής μου αυτής περιπέτειας ήταν άλλο. Η στάσις των «ανθρώπων του πνεύματος» και των «συναδέλφων» γύρω μου. Από τους αδιάφορους προς την ποίηση, ή μάλλον τους ξεκάθαρα εχθρούς της ποιήσεως, οι λοιδωρίες κι οι επιθέσεις σ’ έναν γνήσιο εκπρόσωπό της. Χαρά τους να τον βρίσουν, να προσπαθήσουν να τον εξοντώσουν. Μέχρις εκείνων που μπορούσανε να καταλάβουν τι έλεγα, και να προσπαθήσουν να απαλύνουν, να κατευνάσουν το άνομο φέρσιμο, αλλά δεν το έκαμαν, ωθούμενοι είτε από συμφέρον, είτε από σκέτη ζήλεια. Μιαν απέραντη κλίμακα, απαισία τη θέα, ανθρωπίνων αδυναμιών και ανανδρίας. Μπροστά μου, άλλοι μου έκαναν τον φίλο, άλλοι τον επιεική, πίσω μου όλοι τους συνένωναν τις φωνές τους με το σκυλολόι. Να μη λείψουν να εκδικηθούν, με τον τρόπο τους, εκείνον που έκανε αυτό που κι οι ίδιοι θα ποθούσαν να έκαναν, αλλά δεν είχαν την ικανότητα.
     Κι οι Θεοί ηττώνται όταν τα βάλουν με τη βλακεία (Dummheit), λέει ο Γερμανός ποιητής. Πού θα βρισκόμουν καταβαραθρωμένος, που δεν είμαι, απλώς, παρά ένας ζωγράφος και ποιητής με σώμα θνητό; Αν εσώθηκα, αυτό το χρωστώ στους ελάχιστους φίλους που μου παραστάθηκαν. Και, προ πάντων, σε δύο μεγάλους που μ’ ευεργετήσανε ποικιλοτρόπως, και για τους οποίους πρέπει να πω εδώ την μεγάλη μου ευγνωμοσύνη. Εννοώ τον μεγάλο ζωγράφο Κωνσταντίνο Παρθένη και τον μεγάλο ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο.
     Ο Κωνσταντίνος Παρθένης είναι ένας πραγματικά μεγάλος ζωγράφος. Ένας από τους πιο μεγάλους της εποχής μας και συνεπώς όλων των εποχών. Ευτύχησα να σπουδάσω κοντά του. Έτσι, όχι μόνο επωφελήθηκα της υπέροχης διδασκαλίας του: ό,τι γνωρίζω στη ζωγραφική το οφείλω, αποκλειστικά, σ’ αυτόν. Αλλά, ταυτόχρονα, μου επετράπη να γνωρίσω τον άνδρα και να εμψυχωθώ, για όλη μου τη ζωή, έναν άνθρωπο υψηλόφρονα, ευθύ, άτεγκτο και ανεπηρέαστο στο δρόμο της αρετής, μεγάλης καλλιεργείας, αφάνταστου ψυχικού πλούτου και μεγαλείου, κομψότατο, απέραντο καλό6, έναν αληθινό αριστοκράτη του πνεύματος και της ζωής.
     Τα ίδια έχω να πω και για τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Ευτύχησα, επίσης, να γνωρίσω κάπως από κοντά τον μεγάλο ποιητή. Πάντοτε με έθελξαν και με γοήτευσαν και με παρηγόρησαν στη ζωή (νά η αποστολή της ποιήσεως!), τα υπέροχα έργα του. Τα ποιήματά του, καθώς και όλα του τα γραπτά, είναι προϊόντα μιας μεγάλης φαντασίας, ενός πάρα πολύ πλουσίου πνευματικού και ψυχικού κόσμου, μιας άψογης όσο και βαθειάς γνώσης του ωραίου και του καλού. Τα έργα του και η ζωή του τοποθετούν τον Ανδρέα Εμπειρίκο, ισάξιο, πλάι σ’ έναν Σολωμό, σ’ έναν Baudelaire, σ’ έναν Lautréamont, σ’ έναν Δάντη. Ο άνδρας, ακριβώς όπως ο Παρθένης: υπέροχος. Πρέπει να ειπωθή το ίδιο και γι’ αυτόν όπως και για τον μεγάλο ζωγράφο: ένας αριστοκράτης του πνεύματος και της ζωής.
     Τον Εμπειρίκο ευγνωμονώ και γι’ άλλο κάτι: είναι ο πρώτος που, στο μεγάλο σάλο, σήκωσε θαρραλέα τη φωνή και διαμαρτυρήθηκε για τον άδικο κατατρεγμό μου. Και επέβαλε σιωπή. Γιατί ποτέ δεν έστερξε την ψευτιά και την αδικία. Πάντοτε στάθηκε έτοιμος να υπερασπίση ό,τι θεωρούσε σωστό και δίκαιο, και να στηλιτεύση κάθε τι που έβλεπε άδικο, ή απλώς κακό. Απίστευτα ανιδιοτελής, ποτέ ο ίδιος δεν καταδέχτηκε μικροσυμφέροντα και μικροπολιτικές, όπως συνηθίζεται, ευρύτατα, εδώ κι αλλού. Όμοια με τον Παρθένη, δουλεύει μέσ’ στην καθαρή χαρά, κι είναι το έργο τους, το έργο τους και μόνο, και των δυονώ, που θαν τους τοποθετήσει, ασφαλώς και ακόπως, στη θέση που κατέχει δικαιωματικά ο καθείς τους και στον ελληνικό ορίζοντα και στον παγκόσμιο: μια από τις πρώτες.
     Το σημείωμα αυτό, που πρέπει να είναι όσο το δυνατό συντομώτερο, δεν μου επιτρέπει να επεκταθώ και στο ποιητικό μου «πιστεύω». Άλλωστε ενυπάρχει μέσα στις γραμμές των ποιημάτων των συλλογών. Τον καλό μου αναγνώστη, αν θέλη, θα τον παραπέμψω στα άρθρα, διαλέξεις, κεφάλαια βιβλίων, με τα οποία ετίμησαν το ποιητικό μου έργο οι κύριοι Ανδρέας Εμπειρίκος, Robert Levesque, René Etiemble, Ανδρέας Καραντώνης και Γεώργιος Θέμελης. Εκεί εξηγούν και τις προθέσεις μου και τα επιτεύγματά μου.
     Θα περιοριστώ σε μερικές γραμμές μόνο για τη γλώσσα που χρησιμοποιώ. Κι η οποία δέχτηκε συχνά τον χαρακτηρισμό, σαν ψόγο, της «μικτής». Πρέπει να πω πως είναι απλούστατα η γλώσσα που μιλώ. Άλλωστε πρωτεύουσα σημασία δεν έχει το να γίνεται κανείς αντιληπτός από κείνους που επιθυμούν, πραγματικά, να τον καταλάβουν; Νόμιμη γλώσσα, για μας, είναι η γλώσσα η ελληνική. Δεν έχουν κανένα νόημα απολύτως αυτές οι γνώμες οι φανατικές για «μικτή», «καθαρεύουσα», «δημοτική». Πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται με απόλυτη αδιαφορία ή, αν το θεωρούμε σκόπιμο, μ’ αυτόν τον μόνον επιτρεπόμενο φανατισμό: εκείνον που εμπνέει τον πόλεμο εναντίον κάθε είδους φανατισμού.
     Τις γνώσεις μου στη γλώσσα την ελληνική πιστεύω πως τις βοήθησε η απέραντη αγάπη που έχω για την ανάγνωση αρχαίων, βυζαντινών και μεταβυζαντινών κειμένων. Τα βιβλία μου με τ’ αρχαία και τα βυζαντινά κείμενα ήτανε, τα περισσότερα, σ’ «ευρωπαϊκές» εκδόσεις, με τις εξηγήσεις και τα σχόλια γραμμένα στα γαλλικά ή τα λατινικά. Πολλά βυζαντινά και, σχεδόν, τα πιο πολλά μεταβυζαντινά, ήσαν δικών μας εκδόσεων. Η καθαρεύουσα (και καμιά φορά υπέρ-καθαρεύουσα) των Σάθα, Λάμπρου, Ξανθουδίδη, και των σημερινών ακόμη7, στις σημειώσεις και τις μελέτες που συνόδευαν τα κείμενα, όχι μόνο δεν μ’ εξένιζε, σαν τις γαλλικές και τις λατινικές που είπα, αλλ’ αντίθετα μ’ έκανε να παρατηρήσω πώς συνδέονταν και, στο τέλος, συγχέονταν με τη γλώσσα του μελετούμενου γραπτού. Έτσι κατάλαβα πως η γλώσσα η ελληνική είναι μία. Κι ότι είναι μάλλον έλλειψη σοφίας να προσηλώνεται κανείς πεισματάρικα σε μια και μόνο, αποκλειστικά, μορφή της, να περιφρονή αυτόν τον αμύθητο πλούτο, το θησαυρό, που έχει στη διάθεσή του. Και να μην αντλή, ελεύθερα, με σεβασμό και προσοχή φυσικά, για να λαμπρύνη το στίχο του, να ενισχύση το νόημά του. Ακριβώς όπως μας διδάσκουν τ’ αθάνατα γραπτά του Παπαδιαμάντη και του Καβάφη. Όπως κάμω στη ζωγραφική μου. Όπου δεν αποκλείω κανένα χρώμα να βρη την κατάλληλη θέση του και να συμβάλη, κι αυτό, στην γενική αρμονία του πίνακος. Όπως, πλάι από τα διδάγματα του Πολυτεχνείου, πάλι στη ζωγραφική μου, προσθέτω, και συνθέτω, τα διδάγματα των Βυζαντινών, των Αρχαίων και των «λαϊκών», σαν τον Θεόφιλο και τους άλλους.
     Θα ήταν ασυχώρετη παράλειψις να μην πω, εδώ, για τα λίγα, φευ, χρόνια που πέρασα κοντά στον Μενέλαο Φιλήντα. Πράγματι, πρόλαβα τον μεγάλο γέροντα, και είχα την μεγάλη τύχη ν’ ακούσω τα σοφά και πολύτιμα λόγια του μεγαλοφυούς γλωσσολόγου.





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Τα ποιήματα τα ζει κανείς, δεν τα «γράφει».

2. Άλλωστε, γι’ αυτούς κάθε τι που δεν έχει άμεση ωφελιμότητα είναι, κατ’ αρχήν, ασυζήτητα «γελοίο».

3. Το μεταχειρίζομαι αντί του «ερασιτέχναι» γιατί, τι σχέση μπορεί να ’χη μ’ αυτούς η ωραία λέξη που περιέχη τον έρωτα!

4. Με ικανοποίηση διεπίστωσα ότι αυτή η αρετή τού να προκαλεί «des vagues d’hystérie» δεν εξαντλήθηκε ακόμη. Προ καιρού μού έφεραν γραπτό (με ημερομηνία 9ης Φεβρουαρίου 1962!) όπου γέρων χρονογράφος εφημερίδων εκθέτει την αγανάκτηση που αισθάνθηκε, ύστερα από 24 (είκοσι τέσσερα) ολόκληρα χρόνια, στην ανάγνωση του βιβλίου μου. Αφού, απροκάλυπτα εξοργισμένος, σχολιάζει τους στίχους μου με χοντροκομμένη «λεπτότητα», στο τέλος εκφράζει και τη λύπη του (τι κομψότης!) ότι δεν έχει... φόλα να μου πετάξη, ή «βρεμένη σανίδα». Ακόμη και την αμάθειά του επιστρατεύει εναντίον μου: αγνοών λέξεις που μεταχειρίζομαι, μου προσάπτει τη χρήση τους ως ψόγο!

5. Πρέπει όμως να πω πως την «horrible misère» δεν την εγνώρισα ποτέ. Παρ’ ό,τι λέει στο βιογραφικό του σημείωμα, που συνοδεύει γαλλικό ποίημά μου στα Cahiers du Sud (αριθ. 303, 1950), αρκετά «fantaisiste» όσο και άγνωστός μου σχολιαστής! Αλλά μια σχετική άνεση;...

6. Η καλωσύνη, έλεγε ο Τολστόι, είναι η πρώτη βαθμίς της πραγματικής αριστοκρατίας.

7. Εξαιρέσει του σοφού καθηγητού Νίκου Βέη. Δεν εκατάλαβα ποτέ πώς ο μεγάλος αυτός επιστήμων χρησιμοποιούσε αυτήν την περίεργη, κι εξεζητημένη, γλώσσα, που θα ξάφνιαζε κι αυτόν τον ίδιο τον Ψυχάρη αν τον διάβαζε.
(από το βιβλίο: Νίκος Εγγονόπουλος, Ποιήματα Α´, Ίκαρος, 1977) 
Πηγή: http://www.snhell.gr/testimonies/content.asp?id=372&author_id=7