Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Ο βυθισμένος κόσμος των αρχετύπων


Η έννοια του αρχετύπου

Ο όρος αρχέτυπο σημαίνει αρχικός τύπος, ό,τι δηλαδή θα χρησιμεύσει ως υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλο. Τα αρχέτυπα μας καθοδηγούν σε ορισμένες βασικές συμπεριφορές όντας αντιπρόσωποι, ως προς τα πιο χαρακτηριστικά τους στοιχεία, εικόνων, ιδεών, εμπειριών και συναισθημάτων. Στα αρχέτυπα μελετητές διαφόρων σχολών βρίσκουν τα θεμέλια πολλών εκδηλώσεων του ανθρώπου, όπως των μύθων, της λογοτεχνίας, της τέχνης, των συμβολισμών και όλων των βασικών συλλήψεων της επιστήμης.

Η ύπαρξη των αρχετύπων έχει γίνει ήδη δεκτή, άμεσα ή έμμεσα, σε πολλές επιστήμες: στην Εθνολογία ως συλλογικές αναπαραστάσεις, στη Βιολογία ως πρότυπα συμπεριφοράς και μορφογενετικά πρότυπα, στην Ιστορία ως μοντέλα επανάληψης των βασικών γεγονότων, στη Συγκριτική Μυθολογία και Εθιμογραφία ως θέματα με παρόμοια χαρακτηριστικά, στην Κυβερνητική ως κατασκευή βασικών δυναμικών σχημάτων για την εξομοίωση διαδικασιών. Πίσω από όλα αυτά κρύβεται η παρουσία της έννοιας του αρχετύπου, το οποίο είναι κάτι πολύ σύνθετο.

Είναι κάτι που βιώνεται με τις εικόνες, τις ιδέες, τις εμπειρίες, με αρχετυπική δομή και παραγωγό τον μη συνειδητό νου. Αλλά η βασική και γενική δομή των περιεχομένων μέσα μας αρχετύπων είναι παγκόσμια και προϋπάρχει. Η προϋπάρχουσα δομή είναι αδύνατο να παρασταθεί και λειτουργεί ως ρυθμιστής εκείνου του υλικού που αναπαρίσταται. Ετσι, το αρχέτυπο ως εμπειρικό φαινόμενο καθορίζεται από το πού, το πότε και προσωπικές συνθήκες αλλά είναι, από την άλλη πλευρά, ιδεατό γενικό δομικό σχέδιο, ανεξάρτητο από συνθήκες, αποτελώντας ουσιαστικό συστατικό της ψυχής, του πνεύματος και του νου.

Τα αρχέτυπα στη λογοτεχνία

Ο Jung εφάρμοσε τη θεωρία του για το συλλογικό υποσυνείδητο και τα αρχέτυπα στη λογοτεχνία και υποστήριξε ότι σε ένα αληθινά συμβολικό έργο τέχνης η πηγή των εικόνων δεν βρίσκεται στο προσωπικό υποσυνείδητο του συγγραφέα (αυτό θα έκανε το έργο ένα συμπτωματολογικό αλλά όχι συμβολικό προϊόν), αλλά στον χώρο της ασύνειδης μυθολογίας, της οποίας τα αρχέγονα περιεχόμενα αποτελούν κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας. Στις μυθολογίες όλων των πολιτισμών καθώς και στα όνειρα και στα λογοτεχνικά δημιουργήματα παρουσιάζονται αυτές οι αρχέγονες εικόνες ή αρχέτυπα, που δεν ανήκουν στο ατομικό πνεύμα ή στο πνεύμα του συγκεκριμένου πολιτισμού αλλά στο αχανές ασύνειδο πνεύμα, που αποτελεί το υπόστρωμα όλων των επιμέρους ατομικών πνευμάτων.

Στην εμφάνιση αυτών των αρχετύπων οφείλουν τα σπουδαία λογοτεχνικά έργα τη μεγάλη δύναμή τους να συγκινούν. Νιώθουμε ξαφνικά μια εξαιρετική ανακούφιση σαν να μας παρασύρει ή να μας κυριεύει μια ακατανίκητη δύναμη, γιατί βλέπουμε να μας αποκαλύπτονται οι βαθύτερες πηγές της ζωής. Ο Jung λέει ότι το αρχετυπικό περιεχόμενο εκφράζει ένα σχήμα λόγου (μια ταύτιση του ήλιου με τον βασιλιά ή του παιδιού με τον Θεό) και αποτελεί μέρος ενός μύθου. Οι μύθοι έχουν έναν ασύνειδο νοηματικό πυρήνα, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν μπορεί να ανακληθεί στο συνειδητό αλλά ως ένα βαθμό μπορεί να προσεγγισθεί με περιγραφικά μέσα.

Το συλλογικό υποσυνείδητο είναι γεμάτο από αρχετυπικά σχήματα, που μοιράζεται όλο το ανθρώπινο γένος. Γι' αυτόν τον λόγο το έργο του καλλιτέχνη γίνεται παγκόσμιος πόλος έλξης και καταφύγιο κάθε διψασμένης ψυχής, η οποία βλέπει εκεί την πραγμάτωση αιτημάτων που η ίδια ήταν ανίκανη να μετουσιώσει σε τέχνη. Ο πραγματικός καλλιτέχνης ξέρει πώς να επεξεργάζεται τα περιεχόμενά του, έτσι ώστε αφαιρώντας την προσωπική χροιά να βρίσκει την πεμπτουσία τους, που είναι υπερπροσωπική. Εχει την ικανότητα να παρουσιάζει πιστά αυτά τα περιεχόμενα, δίχως αναπαραστατικές αδεξιότητες ή ατέλειες. Οι άνθρωποι έλκονται από την παγκοσμιότητά του, από τη δεξιοτεχνία του και από τις επωφελείς για την ψυχή τους υποδηλώσεις του. Το έργο τέχνης μάς βοηθάει να αφομοιώσουμε τις αγωνίες και τους φόβους μας, γιατί υπερβαίνει τους αμυντικούς μηχανισμούς της εγωικής συνείδησης. Παρασυρόμενοι από τον εγγενή κόσμο της συμβολικής τέχνης λυτρωνόμαστε, με αποτέλεσμα να βλέπουμε την τέχνη ως λύτρωση και τον καλλιτέχνη ως λυτρωτή. Στο αληθινά μεγάλο έργο τέχνης ο καλλιτέχνης καθαίρει αυτό το έργο από κάθε λογής προσωπικά στοιχεία, πηγαίνει, με μια υπερβατική λειτουργία, πέρα από το προσωπικό και ιδιωτικό ή τουλάχιστον του δίνει υπερπροσωπικές προεκτάσεις, ώστε να γίνεται πανανθρώπινο.

Με την εισαγωγή της έννοιας του συλλογικού ασυνειδήτου μπορούμε να πούμε ότι ο καλλιτέχνης δεν καθαίρει συνειδητά τα περιεχόμενα του ατομικού ασυνειδήτου από τις προσωπικές προσμείξεις, αλλά είναι μεγάλος καλλιτέχνης, στο μέτρο όπου μπορεί, και δίνει σχήμα αποδεκτό και ευχάριστο των αρχετυπικών εικόνων που συλλαμβάνει, μοιράζεται, κατανοεί, και στις οποίες φυσικά ανταποκρίνεται θετικά ολόκληρη η ανθρώπινη φυλή. Ο Jung δεν βλέπει στα διανθρώπινα και διαχρονικά σύμβολα απλώς την επιβίωση ορισμένων μορφών σκέψης, αλλά γι' αυτόν τα αρχέτυπα είναι ανεξάρτητες οντότητες, που δομούν το συλλογικό υποσυνείδητο. Αυτές οι οντότητες είναι άφθορες στην ουσία τους και συνιστούν τον ακλόνητο άξονα γύρω από τον οποίο η ανθρώπινη ψυχή περιστρέφεται πραγματοποιώντας τις αναρίθμητες παραλλαγές της. Αν ξέρουμε τι συμβαίνει στην ψυχή του καλλιτέχνη, μαθαίνουμε τι σημαίνει το έργο του. Αν ξέρουμε τι σημαίνει το έργο, μαθαίνουμε τι συμβαίνει στην ψυχή του καλλιτέχνη. Καλλιτέχνης και έργο βρίσκονται προφανώς σε αλληλεπίδραση, αλληλεξάρτηση, αλληλενέργεια.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεωρία αυτή, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι τα έργα εκείνα που είναι δημιουργήματα της εγωικής συνείδησης κρατάνε κάτι από τον λογικό κόσμο, την καθημερινότητα, την ιδιαιτερότητα του προσωπικού και είναι έργα επιδερμικά, επιφανειακά, χωροχρονικά περιορισμένα, δείχνουν το μερικό και όχι το γενικό. Αντίθετα, τα έργα που εκφράζουν το συλλογικό στην αιωνιότητά του, που εκφράζουν την ασύνειδη φυλετική μνήμη, που διαπερνούν τους περιορισμούς της λογικής και της καθημερινότητας αγγίζοντας τα βάθη της ανθρώπινης φύσης και ψυχής, τα έργα αυτά μπορούν να θεωρηθούν μεγάλα.

Ο δημιουργός τους λειτούργησε όχι ως προσωπικότητα, αλλά ως φορέας του δημιουργικού, ως ένα απρόσωπο μέσο για να ακουστεί ο γενικότερος προβληματισμός, λειτούργησε πέρα από το εγώ του, έχοντας, έστω προς στιγμή, ξεπεράσει την τάση του να ξεχωρίσει και έχοντας έτσι ενταχθεί ξανά στην αδιαφοροποίητη ενότητα. Στην περίπτωση αυτή, μιλάμε για μεγάλη, για αντικειμενική τέχνη. Και πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι, αφού έτσι κι αλλιώς το υποσυνείδητο έχει τη δομή μιας γλώσσας, τα αρχέτυπα και οι αρχέγονες εικόνες αποτελούν έναν κώδικα επικοινωνίας, που χρησιμοποιείται ασυνείδητα, πηγαία και αυθόρμητα, κοινό σε ποιητή και αναγνώστη. Συνεπώς, ένα τέτοιο έργο μπορεί να μπει στην ψυχή από την «πίσω πόρτα» και όχι μέσα από τη λογική ανάλυση, με μια διά του ασυνειδήτου γνώση, οραματικά, διαισθητικά, ενορατικά.

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Συνήθεις λατινικές φράσεις στη νέα ελληνική γλώσσα

Amor vincit omnia
Love conquers all.


Cantus Firmus: Σταθερή μελωδία, συνήθως πολύ μεγάλες σημειώσεις, που συχνά βασίζεται σε ένα θραύσμα Γρηγοριανό άσμα που χρησίμευσε ως διαρθρωτική βάση για μια σύνθεση πολυφωνική, ιδιαίτερα στην Αναγέννηση - 

ad calendas Graecas στις ελληνικές καλένδες, δηλαδή ποτέ
ad hoc γι' αυτόν το σκοπό
alter ego το άλλο εγώ, ο σωσίας
anno Domini (a.D.)
έτος κυρίου· π.χ.: 1991 a.D., δηλαδή 1991 μ.Χ.
ante Cristum (a.C.)
προ Χριστού· π.χ.: 1500 a.C., δηλαδή 1500 π.Χ.
ante meridiem (a.m.)
πριν το μεσημέρι
ante portas
προ των πυλών
a posteriori
εκ των υστέρων
a priori εκ των προτέρων
ave, Caesar, morituri te salutant
χαίρε, Καίσαρ, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν
Ave, Maria
χαίρε, Μαρία
carpe diem
άδραξε την ημέρα· απόλαυσε την σημερινή ημέρα· εκμεταλλεύσου το παρόν.
casus beli
αιτία πολέμου
citius, altius, fortius
ταχύτερα, ψηλότερα, δυνατότερα· (έμβλημα των Ολυμπιακών Αγώνων).
cogito ergo sum
σκέφτομαι άρα υπάρχω (Καρτέσιος).
corpus
συλλογή έργων
curriculum
πρόγραμμα σπουδών
curriculum vitae (c.v.)
βιογραφικό σημείωμα
de facto
έμπρακτα
de iure
με νόμο
de profundis
εκ βαθέων
directiva
διάταξη, κανονιστική οδηγία
dum spiro spero
όσο ζω ελπίζω
dura lex sed lex
σκληρός νόμος αλλά νόμος
errare humanum est
το να πλανάσαι είναι ανθρώπινο
errata
σφάλματα· παροράματα
et cetera (etc.)
και λοιπά
ex libris 1.
Κατά λέξη σημαίνει: από τα βιβλία, από τη βιβλιοθήκη, και συνοδεύεται από το όνομα του κατόχου του βιβλίου.

2.
Η επιγραφή που τίθεται πάνω σ' ένα βιβλίο και δηλώνει τον κάτοχο του βιβλίου.

3. Καλλιτεχνική σφραγίδα, που φέρει το όνομα, το έμβλημα του βιβλιόφιλου.
ex officio από θέσεως
exampli gratia (e.g.)
για παράδειγμα
fama volat
η φήμη πετά
gratis
δωρεάν
grosso modo
με αδρό τρόπο· χοντρικά· πρόχειρα
habeas corpus 1.
(κυριολεκτικά: έχε το σώμα). Θεσμός του αγγλοσαξονικού δικαίου, που αποσκοπεί στην προστασία της ατομικής ελευθερίας του πολίτη έναντι της αυθαίρετης σύλληψης και κράτησης του· το habeas corpus ψηφίστηκε το 1679, την περίοδο του Καρόλου Β'.

2. σύνταγμα· συνταγματικός χάρτης
homo homini lupus ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος
homo sapiens
σοφός άνθρωπος
id est (i.e.)
δηλαδή
imperium
ηγεμονία· κοσμοκρατορία
incognito
κρυφά· μυστικά· καμουφλαρισμένα
in memoriam
εις μνήμην
in situ
επί τόπου, στην αρχική θέση· στη φυσική του θέση, στο φυσικό του χώρο
in vitro
κατά λέξη, σε γυάλα· πείραμα στο εργαστήριο· σε μη ζωντανή κατάσταση
in vivo veritas
στο κρασί η αλήθεια
in vivo
σε ζωντανή κατάσταση· πείραμα σε ζωντανούς οργανισμούς
ipso facto
με αυτό καθαυτό το γεγονός
libido
επιθυμία· ηδονή· γενετήσιο ένστικτο
mare nostrum
η θάλασσά μας· για τους Ρωμαίους η Μεσόγειος.
mea culpa
δικό μου φταίξιμο· δικό μου σφάλμα
memorandum
υπόμνημα
modus vivendi
τρόπος ζωής· συμβιβασμός
moratorium
αναστολή εχθροπραξιών
mutatis mutandis
τηρουμένων των αναλογιών
nexus
σύνδεση· διαπλοκή (σε λογοτεχνικό έργο)
nota
σημείωση· μήνυμα· διακοίνωση· οδηγία
occasione data ευκαιρίας δοθείσης
o tempora o mores!
ω καιροί! ω ήθη!
pax
ειρήνη· η λέξη συνοδεύεται συνήθως, με επίθετο για να δηλώσει την κυρίαρχη επιρροή κάποιου: pax Romana, pax Americana κτλ.
per se
καθ' εαυτόν
persona
πρόσωπο· προσωπείο
persona non grata
ανεπιθύμητο πρόσωπο
post scriptum (p.s.)
υστερόγραφο
primus inter pares
πρώτος μεταξύ ίσων
post meridiem (p.m.)
μετά το μεσημέρι
quo vadis
που πηγαίνεις
ratio
λόγος· αιτία
requiem
νεκρώσιμη ακολουθία
res
πράγμα· αντικείμενο
scripta manent, verba volant
τα γραπτά μένουν, τα λόγια πετούν. Πολλές φορές χρησιμοποιείται μόνο το scripta manent.
sic
έτσι
sic et non ναι και όχι
sine qua non
εκ των ων ουκ άνευ
status quo
παγιωμένη κατάσταση· καθεστηκυία τάξη· καθεστώς
sui generis
ιδιόρρυθμος
tabula rasa
άγραφη πλάκα
terra incognita
άγνωστη γη
terminus ante quem
χρονολογικό όριο (όχι πριν απ' αυτό)
terminus post puem
χρονολογικό όριο (όχι μετά απ' αυτό)
time hominem unius libri
να φοβάσαι τον άνθρωπο του ενός βιβλίου
urbi et orbi
στην πόλη και στην οικουμένη· παντού
vae victis
ουαί τοις ηττημένοις
veni, vidi, vici
ήλθα, είδα, νίκησα
veto
βέτο· προβάλω ένσταση
vice versa και αντίθετα· και αντίστροφα
viva voce
δια ζώσης· προφορικά
Vulgata
η μετάφραση της Βίβλου στα Λατινικά

Πηγές:
Μαρκαντωνάτος, Γ.Α., Λεξικό Αρχαίων Βυζαντινών και Λογίων Φράσεων της Νέας Ελληνικής, Αθήνα, εκδόσεις Gutenberg,1998 (4η έκδοση).
Μείζον Ελληνικό Λεξικό (ηλεκτρονική έκδοση)

Ο Γιάννης Τσαρούχης διαβάζει Καβάφη στο σπίτι του Ανδρέα Εμπειρίκου

H παρούσα ηχογράφηση του Γιάννη Tσαρούχη να απαγγέλλει 22 ποιήματα του Kαβάφη έγινε τον Φεβρουάριο του 1972. O ζωγράφος έρχεται στην Eλλάδα από το Παρίσι, συναντά τον φίλο του Aνδρέα Eμπειρίκο και του ζητά ο ίδιος να τον ηχογραφήσει να απαγγέλλει τον αγαπημένο τους ποιητή. O Tσαρούχης διάβαζε σε φίλους ποιήματα του K.Π. Kαβάφη από τη δεκαετία του '50. Ήταν πάντα αναγνώσεις εξαιρετικής συγκίνησης και ευαισθησίας χωρίς θεατρινισμούς, με μεγάλη λιτότητα και βαθιά αίσθηση του εσωτερικού μέτρου.
O παρών δίσμος αποτελεί την πρώτη επίσημη δημοσίευση από το "Aρχείο Hχογραφήσεων" του Aνδρέα Eμπειρίκου. Tο βιβλίο του CD περιέχει πλήρη τα κείμενα που γράφουν ο Tσαρούχης για τον Kαβάφη και τον Eμπειρίκο, ο Eμπειρίκος για τον Tσαρούχη, ένα κείμενο της Eυφροσύνης Δοξιάδη για τις καβαφικές αναγνώσεις του Tσαρούχη, ένα κείμενο του Γιώργη Γιατρομανωλάκη για τη σχέση Tσαρούχη - Eμπειρίκου - Kαβάφη, καθώς και τα 22 ποιήματα που διαβάζει ο Tσαρούχης και ηχογραφεί ο Eμπειρίκος. Eπίσης, η έκδοση συνοδεύεται από τρία καβαφικά έργα του Tσαρούχη, φωτογραφίες του Kαβάφη και φωτογραφίες των Tσαρούχη-Eμπειρίκου που αλληλοφωτογραφίζονται.
Mεγάλη φιλία συνέδεε, από τη δεκαετία του '40 μέχρι το τέλος της ζωής τους, τον Aνδρέα Eμπειρίκο με τον Γιάννη Tσαρούχη. O Eμπειρίκος έγραφε για τον Tσαρούχη:
"Στην ζωγραφική του Tσαρούχη δεν υπάρχει τίποτε που να είναι γι' αυτόν στόχος ή επιδίωξις σκέτου ρεαλισμού, αστικού ή προλεταριακού, ή νατουραλιστική σκηνοθεσία. Ποτέ. Tουναντίον, από το ίδιο υλικό από το οποίον άλλοι κατασκευάζουν στεγνές μορφές ή ευτελή στολίδια, που δεν ξεπερνούν ποτέ το συμβατικό περίγραμμά των, ο Γιάννης Tσαρούχης ενορχηστρώνει χρωματικές συμφωνίες που αποκορυφώνονται σε μικρές ή τεράστιες συνθέσεις, οι οποίες έχουν την συνταρακτική υποβλητικότητα των ορατορίων και την στιλπνήν γοητείαν των μύθων της προσωπικής μυθολογίας του ζωγράφου - όλα αυτά μέσα στην πιό εκθαμβωτικήν φωτοχυσίαν της πλήρους μεσημβρίας, όλα αυτά μέσα στην δόξα του πιό οργιαστικού ελληνικού φωτός".
Eνώ ο Tσαρούχης έγραφε για τον Eμπειρίκο:
"H μεγάλη αξία του Ανδρέα Εμπειρίκου δεν έγκειται στο ότι υπήρξε σουρεαλιστής, αλλά ότι έδωσε ένα νόημα στον σουρεαλισμό. Oι κεντήστρες θέλουν σχέδια για να κεντάνε, αλλά κάποιος πρέπει να κάνει αυτά τα σχέδια. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ήταν απ' αυτούς που φτιάχνουν σχέδια και για να το πούμε αλλιώς, που δημιουργούν νέες αξίες όταν οι παλιές δεν εξυπηρετούν πια τον σκοπό για τον οποίον υψώθηκαν. [...] Eίχε μαζί με την γνώση και την εμβρίθεια, την απαιτούμενη αθωότητα, χωρίς την οποία κανένα δώρο της τέχνης δεν μπορούμε να απολαύσουμε. Eίχε την θεϊκή επιπολαιότητα των παιδιών που μας προφυλάσσει από την αδικία. [...] O Aνδρέας Eμπειρίκος ήταν κοσμοπολίτης, ως Έλλην. Δεν τον απησχόλησε ποτέ το δηλητηριώδες ιδανικό του κοσμοπολιτισμού που βασίζεται στα μοτίβα και στις πληροφορίες του τί συμβαίνει στα ξένα, όπως άλλωστε δεν σκοτίστηκε ποτέ για ελληνικό χρώμα με τουριστικά υπόβαθρα".
O K.Π. Kαβάφης ήταν ένα από τα αντικείμενα των συζητήσεών τους, αφού ο Aλεξανδρινός ήταν ιδιαίτερα αγαπητός και στους δύο.
Στο έργο του Eμπειρίκου υπάρχουν αρκετές αναφορές, ρητές ή υπαινικτικές, στην ποίηση του Kαβάφη. Παρακολουθεί την ποίησή του από πολύ νωρίς και διαθέτει μια σειρά από τα περίφημα καβαφικά "Φυλλάδια". Tο σημαντικότερο: τον τοποθετεί ανάμεσα στους τηλαυγείς αστέρες της προσωπικής του μυθολογίας, όπως αυτοί εμφανίζονται στο γνωστό κείμενο της Oκτάνας "Oι Mπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι Άγιοι":
-O Λέων Tολστόη, κόσμος και ήλιος θερμουργός, πατής θεών και ανθρώπων
-O Sigmund Freud
-O Άγγελος Σικελιανός
-O Aρίσταρχος των ηδονών και ο K.Π. Kαβάφης
-O Mαρξ
-O Λένιν κλπ.
Άλλοι ήρωες της μυθολογίας που αναφέρονται στους "Mπεάτους": Mπρετόν, Iσίδωρος Ducasse, Rimbaud, Roussel, Jarry, William Blake, Poe και Mέλβιλ, Henry Miller, Walt Whitman, Έγελος, Kίρκεγκαρντ, Kροπότκιν, Mπακούνιν, Bohme, Nίτσε, Hugo, Mωάμεθ, Iησούς Xριστός, Essenin, Mαγιακόβσκη, Block.
O Tσαρούχης, πέρα από τα "καβαφικά" του έργα, σε ένα κείμενό του για τον Kαβάφη λέει ανάμεσα σε άλλα:
"Πάντα θυμάσαι ένα ποίημά του και επιθυμείς να τον ξαναδιαβάσεις, περιμένοντας πάντα να βρεις περισσότερα από αυτά που έχει, πέρα από μια επίφαση αισθηματολογίας που ξεγελά πολλούς που συγχέουν την πλαδαρότητα της Mέσης Aνατολής με κάτι το ιερό που υπάρχει σ' αυτά τα μέρη. Oι επιπόλαιοι θαυμασταί και επικριταί του Kαβάφη στρατολογούνται απ' αυτούς που θα συγχέουν πάντα. H μοναδική του όμως αξία θα έγκειται στο μέτρο του, στην ενστικτώδη ικανότητα ν' αποφεύγει την χυδαία αυταρέσκεια, την ανόητη πνευματική αυστηρότητα. [...] O Kαβάφης δεν ήταν φιλόλογος, ήτανε ποιητής, άσχετα ποιού μεγέθους. Όλος ο χυμός της ποιήσεώς του αντλείται από την ζωοδόχο πηγή που κάπως αποδίδει η λέξις "πραγματικότητα". [...] Aκολούθησε την παράδοση των πολύ γνήσιων ποιητών της νέας Eλλάδας, που δέχτηκαν την ακαταστασία μιας γλώσσας εκ των ενόντων μα αληθινής. [...] O σπαραγμός του τον κάνει να οραματίζεται μέσα σ' όλες τις ελληνικές λέξεις λυσιτελή σύμβολα που γιατρεύουν το άγχος του καλύτερα από την γραμματική και την κούφια αισθητική δεξιοτεχνία".
Mέσα σε αυτό το πνευματικό κλίμα εντάσσονται και οι ηχογραφήσεις των καβαφικών ποιημάτων στην ιδιότυπη και θελκτική απαγγελία του Tσαρούχη.
O Eμπειρίκος διαθέτει, εκτός των άλλων, ένα πολυτιμότατο ηχητικό Aρχείο, ένα εξαιρετικά οργανωμένο "Hχογραφημένο Aρχείο", όπως το αποκαλούσε ο ίδιος. Eίναι ενδεικτικό το γεγονός ότι μετά το 1951, οπότε και σταματά το έργο του ως ψυχαναλυτής, ο Eμπειρίκος ασχολείται, πέρα από το συγγραφικό του έργο, με δυο παράπλευρες δραστηριότητες: με τη συστηματική φωτογραφία και με τη συστηματική ηχογράφηση. Oι ηχογραφήσεις γίνονταν κυρίως στο σπίτι του. Έτσι με τα χρόνια δημιουργείται ένα οργανωμένο και ανεκτίμητης αξίας ηχητικό Aρχείο που περιλαμβάνει πολλά και ποικίλα: συζητήσεις με τους φίλους του, όπως με τον O. Eλύτη, τον N. Bαλαωρίτη, τον Γ. Λίκο, τον Άρη Kωνσταντινίδη, τον M. Σαχτούρη, τη Mαρία Bοναπάρτη κ.ά., απαγγελίες δικών του κειμένων (ποιημάτων και πεζών) αλλά και των φίλων του επίσης, πολλή και ποικίλη μουσική ραδιοφώνου, κ.ά.


Δημήτρης Ραυτόπουλος: «Η λογοτεχνία πρέπει να διαρρήξει το κλειστό της σύμπαν»

Κριτικός ο οποίος αντιστρατεύτηκε την προσπάθεια της μεταπολεμικής Αριστεράς να χειραγωγήσει πολιτικά τη λογοτεχνία, μέσα από την αρθρογραφία του στην «Επιθεώρηση Τέχνης», ένα περιοδικό που προερχόταν από τους κόλπους της αριστερής διανόησης, ο Δ. Ραυτόπουλος -στην ένατη δεκαετία της ζωής του- λέει πως ο Εμφύλιος δεν τελείωσε ποτέ για τη λογοτεχνία, σημειώνοντας πως το εμφυλιακό μυθιστόρημα ξεκινάει με την τριλογία του Στρατή Τσίρκα «Ακυβέρνητες πολιτείες».

Ο κριτικός συμπληρώνει πως οι συγγραφείς που βρέθηκαν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου δεν τόλμησαν ποτέ να μιλήσουν για την πολιτική τους εξορία επειδή δεν μπορούσαν να τα βάλουν με την τρομοκρατία του υπαρκτού σοσιαλισμού: τρομοκρατία η οποία είχε βάλει στο στόχαστρο όχι μόνο την τέχνη, αλλά και την ίδια τη σκέψη.

Το μυθιστόρημα αποτελεί προϊόν του αστισμού και είναι από τη φύση του ανοιχτό και επικοινωνιακό. Ο σημερινός εγκλωβισμός των συγγραφέων στην εσωστρέφεια του φορμαλισμού αποκόπτει τη λογοτεχνία από το κοινό της και οδηγεί το τελευταίο στην αγκαλιά της μαζικής κουλτούρας. Αυτά τονίζει μεταξύ άλλων ο κριτικός λογοτεχνίας Δημήτρης Ραυτόπουλος σε συνέντευξη την οποία παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ με αφορμή το βιβλίο του «Εμφύλιος και λογοτεχνία», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Πατάκη.

-Κεντρικό θέμα του βιβλίου σας είναι η λογοτεχνία που έχει εστιάσει την προσοχή της στον Εμφύλιο, αναψηλαφώντας, όπως σημειώνετε στον πρόλογό σας, τον ιστορικό, τον μνημονικό και τον ανθρωπολογικό του ορίζοντα. Ποια διαφορά βλέπετε ανάμεσα στα έργα που μίλησαν για τον Εμφύλιο ενόσω βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη και σε εκείνα που επιστρέφουν σ' αυτόν σήμερα, πενήντα ή και εξήντα χρόνια μετά;

Επειδή για τα παλαιότερα έργα ο Εμφύλιος αποτελούσε ζέουσα επικαιρότητα ήταν πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί με τα μέσα του ρεαλισμού. Έτσι, οι συγγραφείς που ξεχώρισαν, ο Ανδρέας Φραγκιάς με τον «Λοιμό», ο Άρης Αλεξάνδρου με το «Κιβώτιο» και ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης με τους «Συνυπάρχοντες», στράφηκαν προς μεταφορικές και αλληγορικές συνθέσεις. Τα σημερινά έργα δεν έχουν ακριβώς στο κέντρο τους τον Εμφύλιο, αλλά κάποια ιδιαίτερη μνήμη του ή έναν λογαριασμό που παραμένει για τον έναν ή τον άλλο λόγο ανοιχτός, με πρωταγωνιστές πρόσωπα τα οποία προέρχονται από το οικογενειακό δέντρο του συγγραφέα. Ο Εμφύλιος εμφανίζεται στη σύγχρονη λογοτεχνία με τρόπο κληρονομικό και επιβιωτικό. Σκέφτομαι στο σημείο αυτό τον Μανόλη Αναγνωστάκη, που έλεγε για τον Εμφύλιο ότι είναι ένας πόλεμος ο οποίος δεν τελείωσε ποτέ.

-Σε ό,τι αφορά τα παλαιότερα λογοτεχνικά έργα, στο βιβλίο σας παρατηρείτε πως δεν κατόρθωσαν να δώσουν έναν συνολικό πίνακα για τον Εμφύλιο, για να προσθέσετε πως οι συγγραφείς που βρέθηκαν στην πολιτική εξορία αμέσως μετά το τέλος του απέφυγαν να μιλήσουν γι' αυτήν.

Ο θάνατος του μύθου ως συλλογικής φαντασίωσης και η σταδιακή ανάπτυξη των κοινωνιών της μαζικής κουλτούρας δεν επέτρεψαν στους συγγραφείς της γενιάς του Εμφυλίου να τον αποτυπώσουν με όρους τοιχογραφίας, υποχρεώνοντάς τους, όπως το είπα και πρωτύτερα, να καταφύγουν στην αλληγορία και τη μεταφορά. Ο μόνος ο οποίος κατόρθωσε να προσεγγίσει τοιχογραφικά τον Εμφύλιο είναι ο Στρατής Τσίρκας αφού με τις «Ακυβέρνητες πολιτείες» πήγε στις απαρχές του, που είναι το στρατιωτικό κίνημα του 1943 στη Μέση Ανατολή. Είναι άλλο ζήτημα αν ο ίδιος δεν πίστεψε ποτέ πως τα γεγονότα του 1943 αποτέλεσαν τη βάση για τη γέννηση του Εμφυλίου κι αν κατέληξε με τη «Χαμένη άνοιξη» να ενταχθεί εκ νέου στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Ως προς τους συγγραφείς που έζησαν μεταπολεμικά στις κοινωνίες της Ανατολικής Ευρώπης, κανένας τους δεν θέλησε να μιλήσει για την εμπειρία της πολιτικής εξορίας. Η Μέλπω Αξιώτη και ο Δημήτρης Χατζής δεν έγραψαν το παραμικρό υπό το κράτος του φόβου ότι θα προκαλούσαν τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Κι αυτό οφείλεται στην τρομοκρατία την οποία άσκησε ο τελευταίος όχι μόνο εναντίον της λογοτεχνίας, αλλά και της ίδιας της σκέψης.

-Η «Ορθοκωστά» του Θανάση Βαλτινού, που δημοσιεύεται εν έτει 1994, είναι μια γέφυρα ανάμεσα στα παλαιότερα λογοτεχνικά έργα για τον Εμφύλιο και τα σημερινά;

Έπρεπε να διαβάσουμε την «Ορθοκωστά» για να καταλάβουμε τι πραγματικά επιζητούσε ο Βαλτινός με την «Κάθοδο των εννιά». Χρειάστηκε να διαβάσουμε το ύστερο για να κατανοήσουμε το προγενέστερο: το πώς ένας στρατός που ονομαζόταν δημοκρατικός βρέθηκε στην «Κάθοδο των εννιά» σαν να βάδιζε σε μια ξένη, απολύτως εχθρική χώρα, που είχε κινητοποιηθεί με όλες τις δυνάμεις της εναντίον του. Και τι έκανε η Αριστερά όταν κυκλοφόρησε η «Ορθοκωστά»; Το μόνο πράγμα που ήξερε να κάνει πάντοτε: την καταδίκασε γιατί δεν ήταν πρόθυμη να εκτελέσει τις πολιτικές εντολές της, γιατί δεν θέλησε να υιοθετήσει ένα θυματικό-ηρωικό μήνυμα και να επικαλεστεί μια δήθεν απελευθέρωση.

-Ο Εμφύλιος μπορεί να ερμηνεύσει τη σημερινή παρακμή;

Ασφαλώς. Η αρχή της παρακμής δεν είναι η μεταπολίτευση, αλλά ο Εμφύλιος. Ο Εμφύλιος διαμόρφωσε τις παρατάξεις της Δεξιάς και της Αριστεράς και την αναμεταξύ τους σύγκρουση, από τον Εμφύλιο ξεκίνησαν η ανομία, ο σαλταδορισμός και ο ατομικιστικός αναρχισμός, που έμαθε να αγνοεί την κοινωνία και να αφήνει τους ανθρώπους να μην έχουν το παραμικρό ενδιαφέρον για τη συμμετοχή τους σε οποιαδήποτε συλλογική διαδικασία.

-Υπογραμμίζετε στο βιβλίο σας το γεγονός πως στις ημέρες μας έχουν κατά κόρον ενοχοποιηθεί ο ρεαλισμός και η αναπαράσταση την ώρα που οι συγγραφείς οδηγούνται σε όλο και πιο κλειστά και εσωστρεφή σχήματα. Δυσκολεύει κάτι τέτοιο την ικανότητά μας να κατανοήσουμε σφαιρικά την πραγματικότητα;

Ο φορμαλισμός και η αυτοαναφορικότητα απομονώνουν τη λογοτεχνία από το κοινό της και το ρίχνουν στην αγκαλιά της μαζικής κουλτούρας. Η λογοτεχνία, όμως, δεν μπορεί να περιχαρακώνεται στον εαυτό της. Το μυθιστόρημα αποτελεί προϊόν του αστισμού και στοχεύει πρωτίστως στον διάλογο και την επικοινωνία. Το σύμπαν του δεν είναι μια κλειστή και αδιαφανής σφαίρα: ξεκινάει από τον κόσμο για να καταλήξει και πάλι σ' αυτόν.

-Τι πιστεύετε πως μπορεί να κάνει η λογοτεχνία για την κρίση;

Ο συγγραφέας δεν είναι σε θέση να μιλήσει για την οικονομία ούτε να συντάξει πολιτικά μανιφέστα. Μπορεί, όμως, σίγουρα να βοηθήσει στο να ειπωθούν πράγματα που αποκρύπτει ο κυρίαρχος πολιτικός και κοινωνικός λόγος.

Πάνος Ν. Τζελέπης


Ο Πάνος Νικολή Τζελέπης (1894-1976) είναι ένας από τους πρώτους εκπροσώπους της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα Εικ.1 http://1.1.1.5/bmi/www.akx.gr/images/01/01-03/1.jpg. Γεννιέται στην Κωνσταντινούπολη το 1894. Ο πατέρας του, Νικολής, ήταν αρχιτέκτονας στο παλάτι του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, έτσι είχε την ευκαιρία από πολύ μικρή ηλικία να εξοικειωθεί με τις βασικές αρχές της μετέπειτα δουλειάς του. Τελειώνοντας το εξατάξιο γυμνάσιο γράφεται στο Ιταλικό Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Κωνσταντινούπολης.
Εξαιτίας του πολέμου η οικογένεια έφυγε από την Τουρκία για να εγκατασταθεί προσωρινά στην Αθήνα όπου ο Τζελέπης παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής και γλυπτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Θωμόπουλο. Την ίδια περίοδο γνωρίζεται με τον Γεώργιο Κοντολέοντα, με τον οποίο θα συνδεθεί όχι μόνο με θερμή φιλία, αλλά και με κοινές θέσεις πάνω στην τέχνη και το μέλλον της αρχιτεκτονικής. Μαζί ταξιδεύουν σε όλη την Ελλάδα για να γνωρίσουν την μνημειακή αρχιτεκτονική παράδοση και το ελληνικό τοπίο σε όλες του τις παραλλαγές.
Μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο αρχιτέκτονας φεύγει για σπουδές στην "École Spéciale d’Architecture" στο Παρίσι. Οι σπουδές του στη γαλλική πρωτεύουσα μέσα στο εκεί κλίμα του ακαδημαϊκού εκλεκτικισμού στην αρχιτεκτονική θα τον επηρεάσουν πολύ στα πρώτα βήματα του. Το 1920 γνωρίζεται με τον Ντολφ Ντερβώ (Dolphe Dervaux) - έναν από τους εκφραστές της "επίσημης αρχιτεκτονικής" στη Γαλλία - η επιρροή του οποίου είναι φανερή τόσο στις τελευταίες φοιτητικές του εργασίες καθώς και σε διάφορες μελέτες του. Είναι βασικό στην παιδεία του Τζελέπη ότι μορφώνει την αρχιτεκτονική σκέψη του ακριβώς την εποχή της μεγάλης δημιουργικής κρίσης στην αρχιτεκτονική κουλτούρα. Από τη μια, το τέλος του εκλεκτικισμού μαζί με το αναπόφευκτο ξέφτισμα του Αρ Νουβό (Art nouveau), από την άλλη η όλο και μεγαλύτερη χρήση του νέου υλικού, του οπλισμένου σκυροδέματος και η διάδοση των θέσεων των διεθνών κινημάτων του De Stijl, του Κυβισμού διοχετευμένα μέσα από το Purisme που επιβάλλεται με το έργο του Λε Κορμπυζιέ (Le Corbusier) είναι τα στοιχεία που τον οδηγούν στην αναζήτηση ενός "νέου" δρόμου σύγχρονου αλλά και ικανού να προσφέρει στις ανάγκες της ελληνικής πραγματικότητας που με την επιστροφή του, το 1923 καλείται να αντιμετωπίσει.

Το συγκρότημα ΠΙΚΠΑ στην Πεντέλη.

Την επιστροφή του στην Αθήνα ακολουθεί μια αρχιτεκτονική δραστηριότητα χωρίς φραγμό, αποδεικνύοντας μια αξιόλογη ικανότητα αφομοίωσης διαφόρων στοιχείων και ενσωμάτωσης τους στη "νέα αρχιτεκτονική". Ο μοντερνισμός του είναι συγκρατημένος και ελέγχεται από μια αίσθηση ισορροπίας και ηρεμίας.
Το 1925 αποδεικνύει την αγάπη του για την ελληνική λαϊκή τέχνη και παράδοση αναλαμβάνοντας τη μελέτη του ελληνικού περιπτέρου στην διεθνή έκθεση του Παρισιού Εικ.2 http://1.1.1.4/bmi/www.akx.gr/images/01/01-03/10.jpg. Ανακατασκευάζει με τρόπο αφαιρετικό, στο χώρο του περιπτέρου, τη λαϊκή κατοικία, προσπαθώντας στυλιστικά να συνδέσει αυτά τα δεδομένα στα πλαίσια μιας "διεθνούς μορφολογίας". Την περίοδο του μεσοπολέμου ασχολείται με πλήθος μελέτες και κατασκευές για ιδιωτικές κατοικίες καθώς και την ανάθεση από το Υπουργείο Πρόνοιας της κατασκευής των Παιδοπόλεων της Βούλας και της Πεντέλης.
Το 1946 ο Τζελέπης φεύγει για το Παρίσι και εκεί εξακολουθεί να δουλεύει για τον ζωτικό χώρο των παιδιών. Ατελείωτη σειρά διαλέξεων, επιστημονικών ανακοινώσεων σε διεθνή συνέδρια Ψυχολογίας του παιδιού και άρθρων στο γαλλικό κυρίως τύπο, αποτελούν μικρό μόνο μέρος της πολύπλευρης δραστηριότητας του. Πριν ακόμα φύγει από την Αθήνα έχει οργανώσει με μεγάλη επιτυχία την Α' Διαβαλκανική Έκθεση Προστασίας του Παιδιού στο Ζάππειο το 1936, που θα αποτελέσει σταθμό στην προώθηση πάνω σε επιστημονικές βάσεις του μεγάλου αυτού κοινωνικού προβλήματος στο βαλκανικό χώρο.
Στη Γαλλία θα αναγνωριστεί η δουλειά του και εκτός από μέλος του "Ordre des Architectes" θα γίνει και "Agrée" του εκεί Υπουργού Ανοικοδομήσεως, αναλαμβάνοντας με ομάδα Γάλλων αρχιτεκτόνων τη μελέτη και την κατασκευή μεγάλων έργων στην πόλη Μωμπέρζ (Maubeurge) κοντά στα βελγικά σύνορα. Στα δέκα χρόνια απουσίας του ταξιδεύει συχνά στην Ελλάδα όπως και σε όλο τον κόσμο πάντα με το μπλοκ των σκίτσων στην τσέπη. Μελετάει και είναι πάντα ενήμερος της πνευματικής κίνησης του τόπου του. Μελετά ιδιαίτερα και εμβαθύνει σε ότι έχει σχέση άμεση ή έμμεση με την ελληνική λαϊκή τέχνη και αρχιτεκτονική. Το περίφημο βιβλίο του "L'Architecture Populaire en Grèce" έχει ήδη κυκλοφορήσει στο Παρίσι από το 1952 σαν καρπός της αγάπης του και της βαθιάς γνώσης για τη ελληνική λαϊκή αρχιτεκτονική.

Φωτογραφία του σταθμού της Rouen με αυτόγραφη αφιέρωση στον Π.Ν. Τζελέπη από τον Dervaux.


Ο Τζελέπης, εκτός από μεγάλος αρχιτέκτονας υπήρξε ένας μεγάλος άνθρωπος. Κάθε τι που αφορούσε τον άνθρωπο τον συγκινούσε. Με θαυμαστή σαφήνεια κατόρθωνε να διατυπώνει τις πιο σύνθετες σκέψεις πάνω στην τέχνη, την αρχιτεκτονική και τη λογοτεχνία γιατί για αυτόν όλες οι καλλιτεχνικές μορφές δεν ήταν τίποτα άλλο παρά το καταστάλαγμα της ομορφιάς της ανθρώπινης ψυχής. Ο Τζελέπης δικαίωσε με το έργο του αυτό που ο Δημήτρης Πικιώνης πίστευε πάνω στην "αδιάσπαστη ενότητα των τεχνών". Ο Πάνος Νικολή Τζελέπης πεθαίνει το 1976 στην Αθήνα.
Το αρχιτεκτονικό ιδίωμα του Π.Ν. Τζελέπη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ελλάδα από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, με κυριότερο εκφραστή τον Αριστοτέλη Ζάχο, δημιουργείται μια νέα τάση στην αρχιτεκτονική του τόπου η οποία βασίζει την έκφραση της στα διδάγματα της βυζαντινής παράδοσης και της λαϊκής αρχιτεκτονικής μορφολογίας. Από την άλλη, οι πρώτοι απόφοιτοι της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, καθώς και οι απόφοιτοι ξένων σχολών που τη δεκαετία του 1920 επιστρέφουν στην Ελλάδα συμβάλλουν στην οικοδόμηση του ελληνικού μοντέρνου κινήματος.
Αυτό σε πολύ γενικές γραμμές είναι το κλίμα μέσα στο οποίο έρχεται να δουλέψει ο Τζελέπης θαυμαστής και ο ίδιος των νέων τάσεων της Ευρώπης, του De Stijl και του Μπαουχάους (Bauhaus), σύμφωνα με τις οποίες το κτίριο σαν δημιούργημα γενικότερης αναζήτησης δεν προκύπτει πια από τους στυλιστικούς κανόνες μιας κάποιας ρυθμολογίας αλλά από τους κανόνες του ορθολογισμού που αφορά την λειτουργία, την κατασκευή αλλά και την αισθητική του κτιρίου. Μέσα στην ομάδα των νέων Ελλήνων αρχιτεκτόνων που θα δημιουργήσουν στην περίοδο του Μεσοπολέμου, η μορφή του Πάνου Νικολή Τζελέπη είναι ξεχωριστή. Τα έργα σύμφωνα με τη "γραμμή" του μοντέρνου κινήματος την εποχή εκείνη από τους: Γεώργιο Κοντολέοντα, Βασίλη Δούρα, Νίκο Μητσάκη, Θουκυδίδη Βαλεντή, Δημήτρη Πικιώνη, Άγγελο Σιάγα και Κυριακούλη Παναγιωτάκο αποτελούν την αγνότερη έκφραση για την πορεία που η νέα ελληνική αρχιτεκτονική έπρεπε να ακολουθήσει.
Στο έργο του Τζελέπη οι αξίες της λαϊκής αρχιτεκτονικής συνδυάζονται αρμονικά με τις συνθετικές αρχές του μοντέρνου κινήματος με σκοπό τη διαμόρφωση ενός νέου "αρχιτεκτονικού πιστεύω" στην Ελλάδα του μεσοπολέμου που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του τόπου και που το μέτρο είναι πάντα ο άνθρωπος.
Αρχιτεκτονικά Έργα
Ιδιωτικά (oικίες)

Ο Π.Ν. Τζελέπης σε κατοικίες του τέλους της δεκαετίας του '20 - όπως στο Ελληνικό - συνδέει για πρώτη φορά τη γλώσσα του μοντέρνου με την αρχιτεκτονική των νησιών του Αιγαίου.
Η οικία στην οδό Μομφεράτου αρ.30 Εικ. 3 http://1.1.1.3/bmi/www.akx.gr/images/01/01-03/9.jpg ανάγεται στην περίοδο 1924-1925 και αποτελεί πρώιμο δείγμα συνδυασμού μοντέρνας και λαϊκής αρχιτεκτονικής.
Στην οικία Οικονομίδη του 1925 Εικ. 4 http://1.1.1.5/bmi/www.akx.gr/images/01/01-03/11.jpg, διακρίνεται επιρροή από τη βίλα του 'Αντολφ Λόος (Adolf Loos) στο Λίντο. Αποδεικνύεται πόσο ο αρχιτέκτονας έχει αφομοιώσει και έχει προχωρήσει θαρρετά στο δρόμο της νέας αρχιτεκτονικής συνθετικής πραγματικότητας. Οι χώροι προβάλλονται με ειλικρίνεια στην όψη και οι αναλογίες του συμπαγούς με το κενό οργανώνονται βάση ορθολογιστικού καννάβου.
Στην οικία Τζελέπη στο Ελληνικό Εικ. 5 http://1.1.1.1/bmi/www.akx.gr/images/01/01-03/12.jpg διακρίνουμε τη συνεχή εναλλακτικότητα στοιχείων από τη λαϊκή παράδοση μέσα στη γενική οπτική αντίληψη του κτιριακού συνόλου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο αρχιτέκτονας ξεφεύγει από τη μοντέρνα «γραμμή». Βασικά η πίστη του για την απλότητα, που στην αρχιτεκτονική πρέπει να βρίσκει την πιο άμεση έκφραση της είναι μεγάλη.
Πάνω σε αυτή την αρχή της απλότητας βασίζεται η σύνθεση της οικίας Φωκά έργο του 1930 Εικ. 6 http://1.1.1.2/bmi/www.akx.gr/images/01/01-03/13.jpg. Αυτή η κατασκευή αποτελεί ίσως ένα σταθμό στην αρχιτεκτονική του. Καμία επιτήδευση στην όψη, η μορφή δεν κρύβει τίποτα αλλά αντίθετα εμφανίζει με σαφήνεια τη διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου σε προβολή.
Και στην οικία Φραντζή έργο του 1932 στο Ψυχικό Εικ. 7 http://1.1.1.3/bmi/www.akx.gr/images/01/01-03/14.jpg θα επιλύσει τα προβλήματα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης με τη μεγαλύτερη δυνατή απλότητα.
Ανάμεσα στα έργα του Τζελέπη της εποχής αυτής ξεχωρίζει η οικία Ιμβριώτη στο Ελληνικό Εικ. 8 http://1.1.1.5/bmi/www.akx.gr/images/01/01-03/16.jpg. Η μελέτη είναι του 1933 αλλά η κατασκευή ολοκληρώθηκε μόλις το 1937. Σε αυτό το έργο είναι φανερή η θέληση του αρχιτέκτονα να δώσει την απλούστερη λύση αλλά συγχρόνως και να αποδείξει την προσήλωση του στα αφομοιωμένα διδάγματα των μεγάλων συγχρόνων κινημάτων της κεντρικής Ευρώπης.
Το 1933, αναλαμβάνοντας τη διαρρύθμιση και διακόσμηση του νέου καταστήματος Στρογγυλού στην Αθήνα Εικ. 9 http://1.1.1.4/bmi/www.akx.gr/images/01/01-03/15.jpg, αποδεικνύει την ικανότητά του στον σχεδιασμό της αρχιτεκτονικής των εσωτερικών χώρων. Για το έργο αυτό θα δημοσιευθούν στον ξένο τύπο πολύ θετικές κριτικές και είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος του "The Outfitter" της 15ης Αυγούστου 1936 που θα παρουσιάσει αυτή την εργασία με τις λέξεις: "Athens keeps step with this glass and chromium age". Έργα του από καιρό δημοσιεύονται στα πιο αξιόλογα περιοδικά της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών δίνοντας του τη θέση που δικαιωματικά του ανήκει στο σύγχρονο κίνημα της ελληνικής αρχιτεκτονικής.
Δημόσια (κτίρια κοινωνικής πρόνοιας

Το 1936 το Υπουργείο Πρόνοιας, το ΠΙΚΠΑ, αναθέτουν στον αρχιτέκτονα τη μελέτη και την κατασκευή των Παιδουπόλεων της Βούλας και της Πεντέλης για να δώσουν λύση στο μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα της προστασίας του παιδιού. Γενικά, αυτές οι "Παιδικές Κοινότητες" πρέπει να έχουν σαν σκοπό την ανάπτυξη του παιδιού και τη διάπλαση του μέσα σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον υγείας. Γι’ αυτό και οι "αποικίες διακοπών", τα "αναρρωτήρια", τα "αναπαυτήρια" και τα "πρεβαντόρια", αποτελούν τους πόλους κατεύθυνσης αυτής της πολιτικής. Η σύνθεση της Παιδούπολης στη Βούλα μαζί με τις εγκαταστάσεις στην Πεντέλη αποτελούν μια σημαντική εξέλιξη στην πορεία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα.
Το κτιριακό συγκρότημα της Βούλας Εικ. 10 http://1.1.1.3/bmi/www.akx.gr/images/01/01-03/19.jpg μοιάζει να ήταν το πιό ενδιαφέρον, ιδιαίτερα για την κατασκευαστική του ελευθερία και απλότητα. Στην κατασκευή χρησιμοποιεί οπλισμένο σκυρόδεμα και γυαλί με μεγάλη συνθετική ικανότητα. Σχεδίασε μια σειρά κτισμάτων με σημαντικές δυνατότητες προσαρμογής στις καιρικές συνθήκες. Κάθε μονάδα κοιτώνων για 50 παιδιά διέθετε μια επιμήκη αίθουσα καμπυλωμένη και ανοιχτή προς τον ευνοϊκό προσανατολισμό. Ένα βαθύ στέγαστρο προστάτευε το συνεχές υαλοστάσιο της πρόσοψης. Αν ο καιρός ήταν καλός, τα συρόμενα φύλλα μπορούσαν να χωνευτούν σε δύο υποδοχείς στα άκρα της αίθουσας, αφήνοντας έτσι τον κοιτώνα τελείως ανοιχτό στο ύπαιθρο. Το ίδιο σχεδόν συμβαίνει στις μεγάλες τζαμαρίες του εστιατορίου. Τα υαλοστάσια μαζεύονται στις τέσσερις γωνίες, σχηματίζοντας ένα ελάχιστο κλειστό στοιχείο σε σχήμα Γ. Η λύση είναι αφοπλιστικά απλή και λειτουργικά άψογη. Το έργο αυτό αποτέλεσε όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στον ευρωπαϊκό χώρο μια πρωτότυπη λύση του συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού προβλήματος. Δυστυχώς οι εγκαταστάσεις της Βούλας βομβαρδίστηκαν στις πολεμικές επιχειρήσεις και μόνο από τις σελίδες του βιβλίου που ο ίδιος ο Τζελέπης έγραψε είναι δυνατόν να τις μελετήσουμε.
Στις εγκαταστάσεις της Πεντέλης Εικ. 11 http://1.1.1.2/bmi/www.akx.gr/images/01/01-03/18.jpg για μια ακόμη φορά θα αποδείξει πως η a priori μορφολογική έκφραση σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί το σκοπό της δημιουργίας του. Όπως και στη Βούλα όλα είναι μελετημένα με βάση την κλίμακα του παιδιού. Το σύνολο σέβεται απόλυτα την ανθρωπομετρική δυνατότητα του παιδιού μέχρι και την πιο ασήμαντη κατασκευαστική λεπτομέρεια. Το συγκρότημα ακολουθεί τυπολογία σχήματος Π, που θυμίζει Μπρούνο Τάουτ (Bruno Taut). Πρόκειται για μία ορθολογική κατασκευή από εμφανές σκυρόδεμα και εμφανή λιθοδομή που μορφολογικά εντάσσεται με τρόπο επιτυχή στο δασικό τοπίο της Πεντέλης.
Συγγραφικό Έργο
Το 1947 στον δυσεύρετο πλέον τόμο "Villages d'enfants" δημοσιεύονται όλες οι λεπτομέρειες των δύο πρωτότυπων κατασκευών των Παιδουπόλεων της Βούλας και της Πεντέλης.
Το 1952 κυκλοφορεί στο Παρίσι το βιβλίο του "L'Architecture Populaire en Grèce" για τη λαϊκή ελληνική αρχιτεκτονική με πρόλογο του Ch.Zervos, σε μεγάλο σχήμα με σειρά 50 λιθογραφικών σχεδιασμών από τον Τζελέπη. Κολακευτικές κριτικές έρχονται από παντού και με τις πιο γνωστές υπογραφές φτάνουν στον αρχιτέκτονα ή δημοσιεύονται στον ελληνικό και ξένο τύπο.
Το 1956 δημοσιεύονται στο περιοδικό "Ζυγός" αποσπάσματα από το ανέκδοτο βιβλίο του στα γαλλικά "Η κατοικία στην Ελλάδα".
Τρία λογοτεχνικά πονήματα, δύο σε πεζό λόγο και ένα ποιητικό έργο, (Στον καιρό των Σουλτάνων, Αθήνα 1965 / Ένας Νταής, Αθήνα 1971 / Τραγούδι που δεν τελειώνει, Αθήνα 1966) μαζί με πολλά άλλα δυστυχώς ανέκδοτα όπως π.χ. η μετάφραση στα ελληνικά της ποιητικής συλλογής του Σαρλ Μπωντλαίρ (Charles Baudelaire) "Τα Άνθη του Κακού" (Les fleurs du mal), που όπως ο ίδιος έλεγε αποτελούσε για αυτόν έργο ζωής, συνθέτουν το απαραίτητο συμπλήρωμα για την γνωριμία με τον "άνθρωπο" Τζελέπη.

Σπουδαίο έργο του ακόμα:'Ποκρής και Συρανούς'.

Ακυβέρνητες Πολιτείες

1. Η Λέσχη 1961
2. Η Αριάγνη 1962
3. Η νυχτερίδα 1965
Στρατής Τσίρκας

Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα καλύπτουν, κατά κύριο λόγο, τα γεγονότα της περιόδου 1942-1944, την πιο κρίσιμη, δηλαδή, περίοδο του Β΄ παγκοσμίου πολέμου ενώ, ταυτόχρονα, το έργο περιλαμβάνει σκηνές από την ιστορία της αποικιακής Αιγύπτου, τον 19ο αιώνα, καθώς επίσης και από την μετεμφυλιακή Ελλάδα του δεκαετίας του '50. Ο χρόνος και ο τόπος της αφήγησης εναλλάσσεται γύρω από τρεις πόλεις στις οποίες εξελίσσεται η μυθιστορηματική δράση. Στην Ιερουσαλήμ της Λέσχης, στο Κάιρο της Αριάγνης και στην Αλεξάνδρεια της Νυχτερίδας παρακολουθούμε τις μετακινήσεις των μυθιστορηματικών προσώπων, τα οποία παρασύρονται από τις "τύχες του πολέμου", την προσφυγική διασπορά και τον αντιφασιστικό αγώνα. Σταθμοί της αφήγησης, η επίθεση του Ρόμελ και η αναγκαστική προσφυγιά των πληθυσμών της Μέσης Ανατολής στην Ιερουσαλήμ, το καλοκαίρι του 1942 (Λέσχη), τα γεγονότα της διάλυσης της Β΄ Ταξιαρχίας των ενόπλων δυνάμεων τον Ιούλιο του 1943 (Αριάγνη), και το κίνημα του Απρίλη του 1944 (Νυχτερίδα). Ο συγγραφέας συντάσσει μια λογοτεχνική μαρτυρία με στόχο την αποκατάσταση της αντίστασης στη Μέση Ανατολή αλλά και την παράλληλη ανάδειξη των «κομμένων κεφαλών», των προσώπων και των μηχανισμών που συντέλεσαν στην περιθωριοποίηση και στο στιγματισμό των πρωταγωνιστών του Απρίλη του 1944. Ιστορία, έρωτας και πολιτική: ένα τρίγωνο, που ενώνει τα ανθρώπινα πάθη με τους κοινωνικούς αγώνες. Η περιπλάνηση των ηρώων στον καινούριο, κάθε φορά, χώρο των "ακυβέρνητων πολιτειών" φέρνει στο προσκήνιο την οπτική γωνία του ξένου, του πρόσφυγα, του εξόριστου, του κυνηγημένου. Ένας μικρόκοσμος, που αποτυπώνει όλη την παθολογία του πολέμου: το φόβο του θανάτου και την αγωνία της επιβίωσης, τις ψυχικές αντιστάσεις και το αγωνιστικό φρόνημα, τις ανθρώπινες αδυναμίες, τη συνάντηση και την αναμέτρηση με τον ?λλο. Κεντρικός ήρωας της τριλογίας, ο Μάνος Σιμωνίδης· ένας τριαντάρης αριστερός διανοούμενος που έρχεται μετά το αλβανικό μέτωπο στη Μέση Ανατολή, και συνδέεται με τις παράνομες αντιφασιστικές οργανώσεις. Παντού «περαστικός και ξένος», θα ακολουθήσει τους δρόμους της καρδιάς και θα βαδίσει πάνω στα ίχνη της μνήμης. Εστιάζοντας το ιστορικό του βλέμμα στις ακυβέρνητες πολιτείες του 20ού αιώνα, ο Τσίρκας δεν μάς προσφέρει μόνο μια τοιχογραφία των ιστορικών περιπετειών που γνώρισε η μεταπολεμική Ελλάδα, αλλά μάς προσφέρει κι ένα σπουδαίο λογοτεχνικό διαβατήριο για να ταξιδέψουμε στο σήμερα. «Γεροσόλυμα, Κάιρο, Αλεξάνδρεια... Μεσ' στις μεγάλες πολιτείες της Ανατολής τριγυρνάμε, δίνουμε ραντεβού, ξαναχωρίζουμε, κι από πάνω μας το ίδιο φεγγάρι· μας κυνηγάει σα να μας μάχεται». Διάλογο με την Ιστορία χαρακτήρισε ο συγγραφέας το έργο του. Μέσα από τον σχολιασμό της νέας έκδοσης της τριλογίας, που φωτίζει τα ιστορικά δρώμενα, αναδεικνύεται επίσης και ο διάλογος του συγγραφέα με τη μεγάλη λογοτεχνική ευρωπαϊκή παράδοση και τον μοντερνισμό.

Μ' αυτό το ιστορικό υλικό δε γράφεται βέβαια το χρονικό της Αντίστασης αλλά ένα έργο φαντασίας. Η γλώσσα του, πειραματική, ρηξικέλευθη, πρόκειται κι αυτή να ξαφνιάσει. Σπάνια βρίσκουμε στις Ακυβέρνητες Πολιτείες την άμεση αφήγηση ενός γεγονότος, κι αυτό σε περιπτώσεις όπου η επική αναπαράσταση έρχεται να συμπυκνώσει πολλές ατομικές συμπεριφορές, να τις σχολιάσει αντιστικτικά ή να δημιουργήσει δραματική κορύφωση. Η επική αφήγηση δηλαδή γίνεται στοιχείο της αισθητικής οικονομίας. Το ιστορικό γεγονός φιλτράρεται μέσα από τις συνειδήσεις των ηρώων. Το παρακολουθούμε, πολυδιάστατο, στις διαφορετικές εκδοχές και τις προεκτάσεις του να εν-σωματώνεται σε πολλές ζωές. Οι απηχήσεις του στον ψυχισμό των ηρώων, οι αλλοιώσεις που φέρνει στις σχέσεις τους οργανώνουν και τη μυθιστορηματική πλοκή. Μια πλοκή που το άλλο νήμα της είναι ο έρωτας. Με καταλύτη τον πόλεμο, ο έρωτας βιώνεται σαν αίσθηση οξυμένη - ακαριαία και αιώνια. Ο συγγραφέας πλέκει έτσι τα δυο νήματα, ώστε, βάζοντας μεγάλα σύνολα σε κίνηση, να καταγράφει τους ελάχιστους ψυχικούς κραδασμούς.
Η λαίλαπα του φασισμού δημιουργεί μια κατάσταση κατακλυσμιαία. Διάσπαση των μετώπων, διάσπαση των συνειδήσεων, ένας κόσμος που καταρρέει, «ακυβέρνητος», σχετικοποίηση της αλήθειας. Διασταύρωση ανθρώπων με τις πιο διαφορετικές καταβολές και εμπειρίες, απόψεις, ηθικές αξίες. Και μέσα σ' όλα αυτά, η προβολή σ' ένα μέλλον, το όνειρο και το όραμα. Η γραφή αντιστοιχεί σ' αυτές τις ποικιλότροπες κοινωνικές και ψυχικές καταστάσεις. Ο ρεαλισμός εναλλάσσεται με τη φαντασίωση, το επικό στοιχείο με τον εσωτερικό μονόλογο της αυτοανάλυσης, ο νατουραλισμός με το λυρισμό. Αλλά προπάντων, τις διαφορετικές και αντιφατικές προσλήψεις της πραγματικότητας θα τις εκφράσουν οι τρεις φωνές, στο πρώτο πρόσωπο η φωνή του «κεντρικού» ήρωα-μάρτυρα, στο δεύτερο, τα «εις εαυτόν», η εσωτερική φωνή των ηρώων, στο τρίτο η φωνή του συγγραφέα αφηγητή. Η δομή του μυθιστορήματος, το τεμάχισμά του, ανταποκρίνεται στην ανάγκη μιας τέτοιας σύνθεσης. Τις ακυβέρνητες πολιτείες μάς τις γνωρίζουν πολλοί. Καθένας από τη δική του σκοπιά, με την υποκειμενική, μερική του σύλληψη συμβάλλει στο να κυκλωθεί το ίδιο γεγονός, προωθώντας παράλληλα τη μυθιστορηματική δράση. Οι φωνές εναλλάσσονται ρυθμικά στους τρεις τόμους του βιβλίου. Αλλά τα πρόσωπα που τις δανείζονται δεν είναι τα ίδια. Έτσι, ήρωες και εκδοχές πολλαπλασιάζονται. Άλλωστε το τριαδικό αυτό σχήμα σπάζει ουσιαστικά κι από άλλες καινοτομίες του συγγραφέα. Κάποτε το αφηγηματικό τρίτο πρόσωπο υιοθετεί την οπτική κάποιου ήρωα, αυτό γίνεται στην περίπτωση της Αριάγνης που, ενώ δε μιλάει ποτέ η ίδια, έχουμε την αίσθηση πως την ακούμε, ο τόνος είναι εμποτισμένος από τον ψυχισμό της, ακολουθεί τις χειρονομίες της, ζεσταίνεται με τη φωνή της. Άλλοτε πάλι το τρίτο πρόσωπο είναι το προσωπείο κάποιου ήρωα, όπως το αποκαλύπτουμε π.χ. στις «υπηρεσιακές» εκθέσεις του Ρούμπυ Ρίτσαρντς. Οι καινοτομίες είναι πιο εντυπωσιακές στα κεφάλαια όπου χρησιμοποιείται το δεύτερο πρόσωπο. Μονόλογοι που ζητούν να εκφράσουν κάποια εσωτερική σύγκρουση, είτε πρόκειται για τη σχιζοφρενική υστερία της φράου Άννας, είτε για τον Παράσχο, διχασμένο ανάμεσα στο «χλωρό παράδεισο» των παιδικών ονείρων και στην τρεχάμενη ζωή του - διαγράφουν τα «κινήματα της φαντασίας». Συνειρμικοί δαίδαλοι, σιωπές, ανολοκλήρωτες σκέψεις μέσα σ' ανολοκλήρωτες φράσεις, απότομες μεταπτώσεις αισθημάτων, άρα και τόνων, δίνουν την εσωτερική προοπτική με μια ποιητική άνεση γραφής. Ένα ένα αυτά τα στοιχεία μπορεί και να μην είναι πρωτότυπα, αν το αίτημα είναι η πρωτοτυπία. Το επίτευγμα εδώ είναι η σύνδεσή τους, το χώνεμά τους σε μια αριστοτεχνική και ρωμαλέα σύνθεση, με τελικό αποτέλεσμα ένα μυθιστόρημα ρεαλιστικό, οριακό, με συνεχείς απογειώσεις, και μια ποίηση που δένει την παράδοση του έπους και του λυρισμού. Όπως και να 'ναι, ένας καινούργιος λόγος μέσα στα νεοελληνικά γράμματα.
Χρύσα Προκοπάκη

Ο Τσίρκας για τον Τσίρκα

Ο Στρατής Τσίρκας (δεξιά) με τον Κώστα Βάρναλη (κέντρο) και τον κριτικό Μ. Μ. Παπαϊωάννου (αριστερά).


Από το εργαστήρι του συγγραφέα

Τι πιάνω να κάμω κι εγώ καλά καλά δεν ξέρω. Θα ήθελα, βέβαια, ένα μυθιστόρημα. Άσε όμως που καταλαβαίνω την τρομερή μου φτώχεια από την άποψη της τεχνικής, είναι και το ζήτημα του καιρού, η ανάγκη ν' απορροφηθώ από το θέμα για να μπορέσω να δώσω κάποια συνοχή, του καιρού που δε μου μένει, που δεν τολμώ να τον πάρω με το έτσι θέλω. Τότε τι πάω να κάμω;
Ίσως ένα συμβιβασμό. Μια μεγάλη νουβέλα, να πούμε; Κάτι όπως την Πανώλη στη Δέλγκα, που θα έπιανε την ίδια θέση σ' ένα τόμο με νέα διηγήματα, όση εκείνη στους Αλλόκοτους Ανθρώπους; Βέβαια, ελπίζω σε κάτι παραπάνω. Να, ένα ρομάντσο-νουβέλα, όπως του Φώκνερ (Ιερό) ή της Έλσας Τριολέ (Αλέξης Σλάβσκυ) ή ακόμη κι ένα από τα μεγάλα της διηγήματα (Ανρύ, δεν ξέρω τι, στο Μιλ Ρεγκρέ).
Η αλήθεια είναι πως δεν ξεκινώ από καμιά φιλοδοξία να γράψω «μυθιστόρημα». Πάντα το ελπίζω αυτό, αλλά τώρα, τουλάχιστο, το τοποθετούσα κάπως μακρύτερα («Όταν θα πάμε στην Ελλάδα»). Καταπιάνομαι, λοιπόν, με τούτο το πράμα, που ακόμα δεν μπορώ να πω τι θα βγει κι αν θα βγει, γιατί νιώθω να πνίγομαι από τους περιορισμούς που έβαλα στον εαυτό μου μ' εκείνα τα μικρά διηγήματα του αντιφασιστικού αγώνα στη Μέση Ανατολή. Κι αυτό όχι γιατί εξάντλησα τις δυνατότητες που προσφέρει αυτή η τεχνική, μα γιατί νομίζω πως και για τέτοια μικρά διηγήματα χρειάζεται τ' ωρίμασμα, τ' αποξεδιάλεγμα που κάνει το καλλιτεχνικό ένστιχτο, έτσι που ένα μικρό διήγημα να είναι μικρό όχι γιατί το θέλησε ο συγγραφέας του, αλλά γιατί δεν μπορούσε να είναι μεγάλο. Μετά που έγραψα τέσσερα μικρά - Ρύζι και άμμος, Ούτε τόσο λίγο (αργότερα έγινε Συσκοτισμός), Το παράπονο του Δαβλέλλα (έγινε αργότερα Γαβρέλα) και Ο μπεχλιβάνης με το γαϊδούρι κλπ. - ένιωσα να με κυριεύει μια πλήξη, μάλλον αηδία, με τα δυο τούτα απριόρι: Συντομία και απεικόνιση οπωσδήποτε του αντιφασιστικού αγώνα. Λέω πως δεν είναι αυτό τέχνη. Τέχνη είναι να δείξεις ζωή, ζωντανούς ανθρώπους. Κι αφού θα τους πάρεις από το σημερινό περιβάλλον, κι αφού θα το έχεις αποφασίσει να τους βάλεις να κινούνται σ' ορισμένο πολιτικό διάστημα χρόνου, μοιραία στην περιγραφή των περιπετειών τους θα ζωγραφίσεις, θα δώσεις και τον αντιφασιστικό αγώνα.




8 Αυγ. 1945, Ημερολόγια, σσ. 11-12.
Αυτά έγραφα την τελευταία φορά. Αν μ' άκουε κανείς θα νόμιζε πως να, τώρα αμέσως θα καθίσω και θα γράψω το μυθιστόρημα. Τώρα ξεθύμανα. Τι νάταν που μου άλλαξε τη διάθεση; Πρώτα πρώτα η κούραση. Εκείνη τη μέρα ξαφνικά κουράστηκα. Νύσταζα. Δεν είχα κέφια. Τις επόμενες μέρες όλο και πιο πολύ απομακρυνόμουν από την ατμόσφαιρα των βιβλίων που με είχαν κάμει να πιστέψω πως θα έγραφα ένα παρόμοιο μυθιστόρημα. Τέλος, η πολιτική με ξανάφερε πιο κοντά στην πραγματικότητα πάλι (μα είναι η πραγματικότητα;).

19 Αυγ. 1945, Ημερολόγια, σ. 15.
Πέρασε πολύς καιρός που δεν έγραψα σε τούτο το τετράδιο, αν και ήρθα εδώ πέρα [ένα μοναχικό σπιτάκι κοντά στη θάλασσα] καμιά δυο φορές. Προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτό που έδιωξε από μέσα μου την όρεξη για γράψιμο. Σκέφτομαι πως θάπρεπε να ριχτώ λιγάκι στα σοβαρά στη δουλειά, να γράψω τέσσερα πέντε διηγήματα και να βγάλω ένα τόμο πριν από το τέλος του χρόνου.
Εκείνο που κάθε φορά με αποθαρρύνει είναι η διαπίστωση που κάνω διαβάζοντας τα καλά διηγήματα τα καλά διηγήματα από την Ελλάδα - της Αλεξίου, της Αξιώτη, του Καστανάκη, τη σειρά από εντυπώσεις του Ρώτα κλπ. Πόσο ξώπετσα, πόσο φτιαχτά είναι αυτά που γράφω, ενώ εκείνα έχουν τόσο πηγαία τη φλόγα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Δεν μπορεί να νοηθεί τέχνη δική μας αυτόν τον καιρό αν δε δίνει τον αγώνα του λαού, και να τον δίνει βιωμένα. Κάποτε, όπως στο Γαβρέλα, στο Ρύζι και άμμος, το καταφέρνω. Στα άλλα - Ο μπεχλιβάνης ή στο Η πράσινη αχτίδα το ηλιόγερμα, που θέλω να γράψω - νιώθω πως δεν τα πιάνω από μέσα, πως είναι επιφανειακή λογοτεχνία.
Τι θα γίνω;
Αυτόν τον καιρό διάβασα και το βιβλίο του Γιώργου Φιλίππου Βαμβακάδες, με πολλές χάρες, με πολλές ικανότητες. Και του Ιορδάνου Το Βιβλίο του Πολέμου? πολύ μέτριο.
Να τ' ομολογήσω; Όταν διαβάζω έργα γνωστών μου που αποδείχνεται πως είναι κατώτερα απ' ό,τι τα περίμενα, παίρνω κουράγιο. Λέω: Εγώ τουλάχιστο αυτού δε θα έκανα λάθος ή θα τόγραφα καλύτερα. Όταν όμως κάνω τη σύγκριση με το συναισθηματικό και τεχνικό πλούτο άλλων ελλήνων δόκιμων συγγραφέων, τότε χάνω το κουράγιο μου, όχι ολωσδιόλου βέβαια, γιατί ταυτόχρονα νιώθω και το γαργάλεμα: Αχ, να κάμω κάτι καλό, να μπει πλάι σε τούτο το όμορφο πράμα.
Σκέφτομαι πως αν δεν είχα αυτή τη χρονιά τεμπελιά, να περιμένω την «έμπνευση» και την «ανάγκη» να γράψω, και κρατούσα σημειώσεις για όλες τις σκηνές, τις εικόνες, τις στροφές, τις φράσεις που μου περνούν απ' το μυαλό κάθε μέρα, αν κρατούσα ένα καρνεδάκι και σημείωνα - όπως κάνουν, όπως πρέπει να κάνουν, οι ευσυνείδητοι συγγραφείς - τότε σιγά σιγά θα μαζευόταν το υλικό. Δε θα έμενε παρά να βρεθεί η «καλή μέρα», κάποια διακοπή? και τότε θα σκάρωνα όμορφα πράματα. Δεν υπόσχομαι στον εαυτό μου να κρατήσω καρνεδάκι, γιατί κι άλλη φορά το υποσχέθηκα και δεν το έκαμα.
Πόσα όμορφα πράματα χάθηκαν έτσι. Άραγε χάθηκαν όμως; Ίσαμε να πεθάνω, δε θα ελπίζω πως μια μέρα θα τα γράψω, πως όσα ξεχνώ είναι γιατί δεν άξιζαν τον κόπο να γραφτούν, πως το καλό πράμα μένει μέσα μου και περιμένει κάποτε την κατάλληλη στιγμή για να βγει; Το ίδιο ή μετασχηματισμένο, ζυμωμένο, εξιδανικευμένο;

19 Σεπτ. 1945, Ημερολόγια, σσ. 18-20.
Προχωρώ αργά. Έγραψα ίσαμε αυτή τη στιγμή μόνο 40 σελίδες - σαν τούτο το χαρτί. Απ' αυτές οι μισές θα φύγουν. Όλο, το βλέπω να πιάνει 200 σελίδες. Όμως όταν τελειώσω το πρώτο χέρι, όπου προχωρώ τώρα με τη διστακτικότητα του ανιχνευτή, θα πρέπει όλο να το ξαναχύσω. Να του δώσω μια φόρμα αδερφέ, δεν μπορεί να είναι σαν άρθρο εφημερίδας! Μ' έπιασε λοιπόν πανικός. Πότε θα τελειώσω; Εσύ δεν μπορείς από κει να φανταστείς τις ελλείψεις μου. Δεν είμαι ταχυγράφος. Δεν έκανα πανεπιστημιακές σπουδές για να έχω μια μέθοδο. Δεν ασχολήθηκα σοβαρά, συστηματικά με τη φιλοσοφία και την αισθητική. Δεν έχω την ευχέρεια, τον αυτοματισμό της γλώσσας που έχετε σεις που ζείτε στην Ελλάδα. Ένα πράμα μπορεί να το βλέπω κατακάθαρα μέσα στο μυαλό μου. Όμως σε ποια γλώσσα το σκέφτομαι; Λίγο ελληνικά, λίγο γαλλικά, λίγο αγγλικά, λίγο αράπικα! Άντε τώρα να το διατυπώσεις ελληνικά! Με καταλαβαίνεις; Χάνω τεράστιο καιρό εκεί που εσείς τα γράφετε νεράκι. Και πάντα, πάντα έχω την αίσθηση πως σας μιλώ μια γλώσσα με ξενική προσφορά. Αυτό είναι το μεγάλο μου εμπόδιο κι ο καημός μου.



Επιστολή στον Μ. Μ. Παπαϊωάννου για την εργασία του πάνω στον Καβάφη, 29 Αυγ. 1955.
Για το καινούργιο που ζητάς από μένα. Μεγάλο πρόβλημα. Ποιος μου λέει πως έχω τα κότσια να δώσω καινούργιο; Κάτι διαισθανόμουν κάποτε μέσα μου, κυρίως όταν έγραφα διηγήματα όπως «Για 'να ζευγάρι ρόδα»... Μα το καινούργιο θέλει πολλή αυτοσυγκέντρωση, θέλει καβαφισμό, σκάψιμο προς τα μέσα, κλείσιμο στον έξω κόσμο που διαρκώς επεμβαίνει και αποσπά την προσοχή σου. Θέλει να τα χτυπήσω κάτω όλα και ν' απομονωθώ με την τέχνη. Μπορώ; Μπορούμε σήμερα πια;

Επιστολή στον Μ. Μ. Παπαϊωάννου, 5 Ιαν. 1956.
Η κριτική του Ραυτόπουλου για το Νουρεντίν με γέμισε από χαρά και θάρρος. Ήταν μια δυνατή ένεση που τόνωσε το ηθικό μου ακριβώς την ώρα που χρειαζόταν. Πολύ συγκινήθηκα γιατί κατάλαβε και διατύπωσε τόσο πετυχημένα τις σχέσεις του ήρωά μου με την δική μου πνευματική εξέλιξη και την εξέλιξη της ίδιας της Αιγύπτου.
Ένα πράμα για το οποίο πάντα είχα αμφιβολίες και που με βασάνιζε, ήταν αν έχω προσωπικό ύφος. Ο Ραυτόπουλος είναι κατηγορηματικός. Αλλά και μόνο αν έχει δίκιο 50% αυτό με φτάνει, μου δίνει φτερά. Γιατί από δω και πέρα δεν θάχω να βασανίζομαι, θ' αφήνομαι στον εαυτό μου και θα σκέφτομαι τα άλλα, τα πιο σοβαρά και βαθιά.

Επιστολή στον Μ. Μ. Παπαϊωάννου, 13 Ιουλ. 1957.
Πάει ακριβώς ένας χρόνος που έγραψα τη λέξη «τέλος» κάτω από την τελευταία σελίδα του Καβάφη. Από τότε καμιά δημιουργική εργασία. Θέλω να ριχτώ με τα μούτρα σε μια ιστορία, να μ' απορροφήσει βαθιά για να μην τρώγομαι... Τους τελευταίους μήνες έκαμα δυο τρία σχέδια για ένα μυθιστόρημα. Πότε τα παιδικά μου χρόνια στο δρόμο με το τζαμί [Α], πότε το Ράμλι [Ν]. Τώρα κατασταλάζω στην πανσιόν της Φέλντμαν [Λ]. Για να δούμε. Πάντως τούτη τη στιγμή αισθάνομαι φοβερά άδειος κι ανίκανος.

27 Απρ. 1959, Ημερολόγια, σ. 34-35.
Δεν είμαι ευχαριστημένος, πηγαίνω αργά, και προπαντός δεν ξέρω τι θα γίνουν τα πρόσωπά μου. Δεν έχω δηλαδή υπόθεση. Έχω, αλλά δεν αποφασίζω για τον κεντρικό μου ήρωα, τι θα τον κάμω, χωμένο μέσα στην πολιτική ή θα τ' αφήσω να μαντεύεται δίχως ποτέ να το αναφέρω;
Πάντως, ούτε λόγος, τούτο εδώ δεν τελειώνει μια κι όξω - όπως τον Νουρεντίν Μπόμπα [που γράφτηκε μέσα σε δέκα μέρες: δέκα καθισιές, δέκα κεφάλαια]. Μάλιστα πρέπει να προσέχω - με παρασύρει μια φιλολογίτιδα (π.χ. Χαίλντερλιν ή Άσμα Ασμάτων). Χρειάζεται πολύ τακτ, πραγματική μαεστρία μυθιστοριογράφου. Δεν είμαι καθόλου ικανοποιημένος.

21 Μαΐου 1959, Ημερολόγια, σ. 37-38.
Διαβάζω του κερατά του Laurence Durrell την τετραλογία που λέγεται Alexandrian Quartet (Justine, Balthazar, Mountolive, Clea) μυθιστορήματα αλεξανδρινά - γρήγορα θ' ακούσεις πως του δώσανε το Νόμπελ. Και σκάω από λύσσα. Γιατί αυτά ήταν τα θέματά μου. Είναι της παρακμής ο άθλιος αλλά έχει πολύ ταλέντο. Το λοιπόν τι κάθομαι και τρώγομαι με το Μαλάνο όταν ακόμα κι ένας Αυγέρης δεν καταλαβαίνει τι λέω; Θα γυρίσω στη δουλειά μου: Διήγημα, μυθιστόρημα.

Επιστολή στον Μ. Μ. Παπαϊωάννου, 22 Μαρτ. 1960.
Αυτό που λες: «Πρέπει να κινείσαι πια, χωρίς να σ' απασχολεί η τεχνική» είναι πολύ σωστό. Όταν τελείωσα τη «Λέσχη» ξαφνικά μια μέρα πήρα και ξαναδιάβασα τον «Νουρεντίν». Διαπίστωση: Μ' άρεσε πιο πολύ για τους εξής λόγους: Αν και «κακογραμμένος» είχε δικό του χου, δική του (δηλαδή δική μου) φωνή. Στη «Λέσχη» άκουα τώρα τη φωνή του James Joyce («Ulysses») - και ξαναδιαβάζοντάς τον βρήκα πως ναι, όχι μόνο ήταν η φωνή του σ' όλα τα κομμάτια της Άννας, αλλά μια φωνή αδυνατισμένη, ευνουχισμένη, στερημένη από χυμούς, μια χλωρή μίμηση. Αυτή τη διαπίστωση τη σημείωσα και γράφοντας τώρα το καινούριο προσέχω να είμαι εγώ αλλά όχι αχτένιστος, όπως δυστυχώς είμαι στο «Νουρεντίν».
Ότι πρέπει κάποτε κανείς να σταματήσει να διαβάζει συμφωνώ: Όταν βρει τη φωνή του. Ο Καβάφης, ο Βουτυράς, έπαψαν από νωρίς να διαβάζουν. Μα είχαν βρει τη φωνή τους. Εσύ λες πως η φωνή μου είναι στο Νουρεντίν. Ας περιμένουμε να τελειώσω αυτό που γράφω και το ξανασυζητάμε. Ίσως να έχεις δίκιο. Ξέρεις τι ονειρεύομαι; Ένα ύφος γοργό, νευρώδικο (όπως τα καλά μέρη του Νουρεντίν, ας πούμε) αλλά φοδραρισμένο με μια λανθάνουσα πνευματικότητα -όχι συμβολισμό για τ' όνομα του Θεού!- που να υψώνει το κείμενό μου από την περιοχή του ρεαλιστικού ρεπορτάζ αλλά και να μην το πηγαίνει στο «καλλιτεχνικό» γράψιμο (Χρηστομάνος, Νικολαΐδης, Μυριβήλης) ούτε στο συμβολιστικό (Κοσμάς Πολίτης ή Βενέζης). Εξηγήθηκα;

Επιστολή στον Μ. Μ. Παπαϊωάννου, 3 Νοεμ. 1960.
Τώρα περιμένω τις αντιδράσεις. Αυτές τις μέρες διαβάζω τ' απομνημονεύματα της Simone de Beauvoir που καλύπτουν τα χρόνια 1930-1950 και τους προβληματισμούς της σα μυθιστοριογράφος. Όσο τη διαβάζω τόσο καταλαβαίνω πως βρίσκομαι (ευρωπαϊκά) στο σωστό δρόμο. Ελληνικά, βέβαια, είμαι μάλλον στο περιθώριο - δύσκολα θα μπορούσε ένας κριτικός να συνδέσει την εργασία μου με την παράδοση. Μα φταίω εγώ; Αφού εδώ γεννήθηκα; Αφού τρέμω να γράψω για πράγματα που δεν τα έζησα ο ίδιος;

Επιστολή στον Μ. Μ. Παπαϊωάννου, 26 Δεκ. 1960.
Το μυθιστόρημα -Η Λέσχη- γράφτηκε, τυπώθηκε, κυκλοφόρησε, από τις 22 Δεκεμβρίου 1960. Και τώρα κάθομαι σαν τον κούκο -ο ανόητος!- και περιμένω γράμματα και κριτικές!
Απελπίστηκα να περιμένω. Ο Μ. από τις 20 Δεκέμβρη δε μου ξανάγραψε. Ένα σωρό γράμματα που περίμενα από διάφορους που τους έστειλα τη Λέσχη δεν ήρθαν -εκτός από του Β. και του Λ. και κάτι κάρτες (Π.Δ.Μ.Κ.Π.). Κάτι συμβαίνει. Ή μήπως εγώ νόμισα πως θα τους αρέσει κι έπεσα έξω;
Απόψε ξανάπιασα το δεύτερο μυθιστόρημα. Είχα προχωρήσει ώς το δεύτερο κεφάλαιο και κώλωσα. Γιατί; Γιατί περίμενα τις κριτικές του πρώτου, ή γιατί ακόμα δε βρήκα την υπόθεση; Πάντως μ' ένα μικρό διόρθωμα (προσθήκη) που έκαμα στο πρώτο κεφάλαιο νομίζω πως τώρα μπορώ πάλι να ξεκινήσω γρήγορα για το δεύτερο.

10 Φεβρ. 1961, Ημερολόγια, σ. 47.
Νομίζω, Τάσο, πως δεν φτάνει να μην σου αμφισβητούν οι άλλοι τον τίτλο του συγγραφέα. Πρέπει κι ο ίδιος να πιστεύεις πως είσαι για να μπορείς να λες εκείνο το καβαφικό για το πρώτο σκαλί. Εγώ, όταν κοιτάζω πίσω μου, λέγω πως ακόμα δεν είμαι, πως θα μπορούσα να είμαι αν δούλευα σκληρά. Και είχα όλη την όρεξη να δουλέψω, βάζοντας στόχο ένα βιβλίο το χρόνο. Να γιατί με απέλπισαν τα καμώματα περί «Λέσχης». Ήρθαν να μου κόψουν τις φτερούγες πάνω στο πέταμά μου. Οι παρεξηγήσεις, οι βρισιές, η λάσπη, όλα ξεχνιούνται και συγχωρούνται. Μα να φας μια σφαίρα στο φτερό την ώρα που ανεβαίνεις αυτό δεν είναι πια ζήτημα συγχώρεσης ή λησμοσύνης. Η σφαίρα υπάρχει και το πέταμά σου απέτυχε. Χρειάζεται τώρα τεράστια θέληση για να δοκιμάσεις ξανά. Γράφω, γράφω, το δεύτερο τόμο. Χτες βράδυ άρχισα το πέμπτο κεφάλαιο. Να δούμε τι θα βγει.

Επιστολή στον Τάσο Βουρνά, 15 Δεκ. 1961.
Σαν αντίδραση στη «δογματιστική» λογοτεχνία που πολύ μας ζημίωσε, θέλησα να εξαφανίσω από το μυθιστόρημα την προσωπική άποψη του συγγραφέα, να δώσω καταστάσεις, αντικειμενικά, και ν' αναγκάσω τον αναγνώστη να σκεφτεί πάνω τους. Βέβαια, κατά βάθος, αυτό είναι ένας ψευτοαντικειμενισμός, η ιδεολογία του συγγραφέα υπάρχει και το εκφράζει με χίλιους τρόπους: με τα νέα θέματα που εισάγει, με τις πλευρές που φωτίζει, με την κλίμακα αξιών που υποδηλώνει όταν αντιπαραθέτει τους δύο κόσμους και γενικά με την εποπτεία, τη φιλοσοφική ματιά που κυβερνάει ολόκληρο τον κόσμο του βιβλίου.

Επιστολή στη Φούλα Χατζιδάκη, 12 Δεκ. 1962.
Ήταν, θυμάμαι, ύστερα από το πρώτο μου μπάνιο, Απρίλη του 1964, στη θάλασσα του Αγίου Κοσμά. Πλάγιασα στην άμμο, ο ήλιος ζέσταινε δίχως να καίει. Ήρθαν οι αναμνήσεις από αγαπημένα πρόσωπα, οι μεταμέλειες, οι πίκρες, οι δυσκολίες της εγκατάστασής μας, το άγχος από τα προβλήματα με το μυθιστόρημα και με κουκούλωσαν. Γύρισα μπρούμυτα κι έκανα ένα γερό κλάμα. Αυτό ήταν? σηκώθηκα πήγα σπίτι και στρώθηκα στη δουλειά.

Ημερολόγια, σ. 67.
Η πρόβλεψή σου για χτύπημα ένεκα το Ανθρωπάκι έρχεται καθυστερημένη. Ήδη για τη Λέσχη σηκώσανε οι φίλοι μου έναν ωκεανό λάσπης και συκοφαντίας και με σκέπασαν. Στην πιο κρίσιμη (επαγγελματικά) περίοδο της ζωής μου κι ακριβώς πάνω στο θάνατο της μάνας μου. Το Δεκέμβρη του 1961 νόμισα πως είμουν τελειωμένος, λογάριαζα να σκοτωθώ, ο Κωστής με κράτησε στη ζωή. Έσφιξα τα δόντια, ακόμα τα σφίγγω στον ύπνο μου, τόσο που πολλά ράγισαν. Το γράψιμο με παρηγόρησε. Και ξαναστάθηκα στα πόδια μου.

Επιστολή στον Πέτρο Φρυδά, 17 Φεβρ. 1963.
Να ξαναγράψω τις τρεις σελίδες σε μορφή διαλόγου, όπου ο Γαρέλας έχει τον επιθετικό (ρόλο) ή μάλλον την πρωτοβουλία.
Η αλλαγή του -συνέπεια της διαφοροποίησης στο στράτευμα κλπ. να μη βγαίνει για τον αναγνώστη μέσα από τη σκέψη του Μάνου- αλλά να βγαίνει σα συμπέρασμα για τον αναγνώστη μέσα από τα λόγια του Γαρέλα.
Να κάμω ένα διάλογο κάπως βίαιο, όπου ο Γαρέλας να διατηρείται στο επίπεδο που τον γνώρισε ώς τώρα ο αναγνώστης κι όχι εκεί που τον κατέβασα (στις 3 σελίδες) για ευκολία μου.
Δες αν μπορείς να βάλεις το Γαρέλα να κάνει κάτι μέσα στο δωμάτιο. Να ψήνει λ.χ. καφέ ή να ράβει τα κουμπιά του ή να διορθώνει το πρίμους.

7 Ιουλ. 1965, Ημερολόγια, σ. 80.
Τέταρτος τόμος; Γιατί όχι; Μια φούγκα: Εξομολόγηση του Μπρουξ, Εξομολόγηση του Ανθρωπάκι: Όλα, τα πιο χυδαία πάθη προβάλλονται σ' ένα σκηνικό (βασικά αγαθό) μιας ανθρωπότητας που συνεχίζει την πορεία της.

17 Απρ. 1965, Ημερολόγια, σ. 81-82.
Πολύ αργότερα, ξαναδιαβάζοντας τον Προυστ, κατάλαβα γιατί με γέμισε ένα δυνατό αίσθημα ανακούφισης όταν πραγματοποίησα, μέσα στο μυθιστόρημα, το σμίξιμο των τριών παραποτάμων. Ο μέσα μου άνθρωπος, ο νοσταλγός του χαμένου παραδείσου των παιδικών χρόνων κι ο έξω άνθρωπος, ο λογιστής των δραματικών γεγονότων στη Μέση Ανατολή, είχαν συγχωνευτεί, άρα συμφιλιωθεί, μέσα σ' ένα έργο Τέχνης, που παρέμενε, ό,τι κι αν έλεγα, η ακοίμητη έγνοια μου.

Ημερολόγια, σ. 67-68.
Δεν εμίλησα ποτέ. Σώπασα για την πολεμική που μου έγινε. Άφησα τους άλλους να... Γιατί; Διότι ήτανε πολύ γλιστερό το έδαφος. Είδαμε ανθρώπους που διαφώνησαν με το κόμμα τους, και τελικά κατάντησαν στην αντίδραση. Ήξερα ότι ήτανε πάνω απ' τις δυνάμεις μου για να μπορέσω να βρω δίκιο. Τ' άφησα λοιπόν. Έχοντας εμπιστοσύνη ότι μια μέρα δεν μπορεί παρά αυτά τα πράγματα να βρούνε τη σωστή τους εξήγηση. Όμως, πρέπει να πω ότι αυτή η εχθρική στάση απέναντί μου, μου έκοψε τα φτερά. Δηλαδή χρειάστηκε να περάσουν πάρα πολλά χρόνια για να μπορέσω να αποχτήσω τέτοια αυτοπεποίθηση ώστε να δοκιμάσω άλλο μυθιστόρημα, που είναι Η Χαμένη Άνοιξη. Πολύ μου εκόστισε. Όχι γιατί περίμενα τα «εύγε», δεν είναι γι' αυτό, αλλά να βλέπεις ανθρώπους που αγωνίστηκες μαζί τους και σε κοιτάζουνε σαν ύποπτο... Φοβερό! Πάντως, πρώτη φορά μιλάω τώρα.

Από τη συζήτηση μετά την ομιλία του στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Υμηττού, 13 Μαρτίου 1979 («Στρατής Τσίρκας: Στο εργαστήρι του μυθιστοριογράφου», επιμ. Χρύσα Προκοπάκη, Διαβάζω, τχ. 171/1987, σ. 33.

Πηγές:
- Ε.Λ.Ι.Α.
- Στρατής Τσίρκας, Τα ημερολόγια της τριλογίας «Ακυβέρνητες Πολιτείες», Κέδρος, Αθήνα 1973.
- Μίλτος Πεχλιβάνος, Από τη Λέσχη στις Ακυβέρνητες Πολιτείες. Η στίξη της ανάγνωσης, Πόλις, Αθήνα 2008.