Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

-Βιογραφία του Οδυσσέα Ελύτη

Ο Οδυσσέας Ελύτης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλλη) γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλλη και της Μαρίας Βρανά.
Ο πατέρας του καταγόταν από τον συνοικισμό Καλαμιάρης της Παναγιούδας Λέσβου και είχε εγκατασταθεί στην πόλη του Ηρακλείου από το 1895, όταν σε συνεργασία με τον αδελφό του ίδρυσε ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας.
Το παλαιότερο όνομα της οικογένειας Αλεπουδέλλη ήταν Λεμονός, το οποίο αργότερα μετασχηματίστηκε σε Αλεπός.

Η μητέρα του Μαρία Βρανά καταγόταν από τον Παππάδο της Λέσβου.

Αρχοντικό Βρανά (το σπίτι της μητέρας του Οδ. Ελύτη) στον Παπάδο, στεγάζει σήμερα το δημαρχείο Γέρας


 Το 1914 ο πατέρας του μετέφερε τα εργοστάσιά του στον Πειραιά και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. O Οδυσσέας Ελύτης εγγράφηκε το 1917 στο ιδιωτικό σχολείο Δ.Ν. Μακρή, όπου φοίτησε για επτά χρόνια, έχοντας μεταξύ άλλων δασκάλους του τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ι.Θ. Κακριδή.


Η αδελφή του Μυρσίνη που πέθανε το 1918 από επιδημία ισπανικής γρίπης

Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του πέρασαν στην Κρήτη, στη Λέσβο και στις Σπέτσες.
Το Νοέμβριο του 1920, μετά την πτώση του Βενιζέλου, η οικογένειά του αντιμετώπισε διώξεις, με αποκορύφωμα τη σύλληψη του πατέρα του, εξαιτίας της προσήλωσής της στις βενιζελικές ιδέες.

Oικογενειακή φωτογραφία του 1923 στο Bad-Neuheim. Aριστερά ο ποιητής.

Ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε στενές σχέσεις με την οικογένεια και είχε φιλοξενηθεί συχνά στην οικία της στο κτήμα του Ακλειδιού. Το 1923 ταξίδεψε οικογενειακώς στην Ευρώπη, επισκεπτόμενος την Ιταλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη ο ποιητής είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Το φθινόπωρο του 1924 εγγράφηκε στο Γ' Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και συνεργάστηκε στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα. Όπως ο ίδιος ομολογεί (πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία δίνει ο Ελύτης στο βιβλίο του Ανοιχτά Χαρτιά) πρωτογνώρισε τη νεοελληνική λογοτεχνία, αυτός ο θρεμμένος με παγκόσμια έργα του πνεύματος, που ξόδευε όλα του τα χρήματα αγοράζοντας βιβλία και περιοδικά. Εκτός από την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, ασχολήθηκε ενεργά με ορειβατικές εκδρομές στα βουνά της Αττικής και αντιδρώντας στη διάθεσή του για διάβασμα στράφηκε στον αθλητισμό. Ακόμη και τα βιβλία που αγόραζε, έπρεπε να έχουν σχέση με την ελληνική φύση: Καμπούρογλου, Κ.Πασαγιάννης, Στ. Γρανίτσας, κι ένας τρίτομος «Οδηγός της Ελλάδος». Την Άνοιξη του 1927 μία υπερκόπωση και μία αδενοπάθεια τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τις φίλαθλες τάσεις του καθηλώνοντας τον στο κρεβάτι για περίπου τρεις μήνες. Ακολούθησαν ελαφρά συμπτώματα νευρασθένειας και περίπου την ίδια περίοδο στράφηκε οριστικά προς τη λογοτεχνία, γεγονός που συνέπεσε με την εμφάνιση αρκετών νέων λογοτεχνικών περιοδικών όπως η Νέα Εστία και τα Ελληνικά Γράμματα.

Την ίδια χρονιά που τελείωσε το γυμνάσιο ο Ελύτης ,ένας άλλος μεγάλος ποιητής μας ,έδινε τέλος στη ζωή του ,ο Κώστας Καρυωτάκης στο Βαθύ της Πρέβεζας..

Το καλοκαίρι του 1928 πήρε το απολυτήριο του γυμνασίου με βαθμό 73/11. Μετά από πιέσεις των γονέων του, αποφάσισε να σπουδάσει χημικός, ξεκινώντας ειδικά φροντιστήρια για τις εισαγωγικές εξετάσεις του επόμενου έτους. Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με το έργο του Καβάφη και του Κάλβου ανανεώνοντας τη γνωριμία του με τη θελκτική αρχαία λυρική ποίηση. Παράλληλα ανακάλυψε το έργο του Πωλ Ελυάρ και των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία, σύμφωνα με τον ίδιο: «...μ’ ανάγκασαν να προσέξω κι αδίστακτα να παραδεχτώ τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησης της, η λυρική ποίηση».

Η δεκαετία του ’30
και οι πρώτες δοκιμές στην ποίηση..


H περίφημη φωτογραφία της γενιάς του ’30. H «ιστορική φωτογράφιση» έλαβε χώρα στο σπίτι του Γιώργου Θεοτοκά. Όρθιοι: Θανάσης Πετσάλης, Hλίας Bενέζης, Oδυσσέας Eλύτης, Γιώργος Σεφέρης, Αντρέας Kαραντώνης, Στέλιος Ξεφλούδας και Γιώργος Θεοτοκάς. Kαθισμένοι: Άγγελος Tερζάκης, K. Θ. Δημαράς, Γιώργος Kατσίμπαλης, Kοσμάς Πολίτης και Ανδρέας Eμπειρίκος.


Κάτω από την επίδραση της λογοτεχνικής του στροφής, παραιτήθηκε από την πρόθεση να ασχοληθεί με τη χημεία και το 1930 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Όταν το 1933 ιδρύθηκε η Ιδεοκρατική Φιλοσοφική Ομάδα στο
πανεπιστήμιο, με τη συμμετοχή των Κ. Τσάτσου, Π. Κανελλόπουλου, του Ι. Θεοδωρακόπουλου και του Ι.Συκουτρή,
ο Ελύτης ήταν ένας από τους εκπροσώπους των φοιτητών, συμμετέχοντας στα "Συμπόσια του Σαββάτου" που διοργανώνονταν. Την ίδια εποχή μελέτησε τη σύγχρονη ελληνική ποίηση του Καίσαρος Εμμανουήλ (τον Παράφωνο αυλό), την συλλογή Στου γλιτωμού το χάζι του Θεοδώρου Ντόρου, τη Στροφή (1931) του Γιώργου Σεφέρη και τα Ποιήματα (1933) του Νικήτα Ράντου. Με ενθουσιασμό, συνέχισε παράλληλα τις περιπλανήσεις του στην Ελλάδα, τις οποίες περιγράφει ο ίδιος: "Πιονιέροι αληθινοί, μέρες και μέρες προχωρούσαμε νηστικοί και αξύριστοι, πιασμένοι από το αμάξωμα μιας ετοιμοθάνατης Σεβρολέτ, ανεβοκατεβαίνοντας αμμολόφους, διασχίζοντας λιμνοθάλασσες, μέσα σε σύννεφα σκόνης ή κάτω από ανελέητες νεροποντές, καβαλικεύαμε ολοένα όλα τα εμπόδια και τρώγαμε τα χιλιόμετρα με μιαν αχορταγιά που μονάχα τα είκοσί μας χρόνια και η αγάπη μας γι αυτή τη μικρή γη που ανακαλύπταμε, μπορούσαν να δικαιολογήσουν".


Την ίδια περίοδο συνδέθηκε στενότερα με τον Γιώργο Σαραντάρη (1908-1941), ο οποίος τον ενθάρρυνε στις ποιητικές του προσπάθειες, όταν ακόμα ο Ελύτης ταλαντευόταν σχετικά με το αν έπρεπε να δημοσιεύσει τα έργα του, ενώ τον έφερε σε επαφή και με τον κύκλο των Νέων Γραμμάτων (1935-1940, 1944).

Ο Γ.Σαραντάρης
Το περιοδικό αυτό, με διευθυντή τον Αντρέα Καραντώνη και συνεργάτες παλιούς και νεότερους αξιόλογους Έλληνες λογοτέχνες (Γιώργος Σεφέρης, Γεώργιος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Κοσμάς Πολίτης,

Άγγελος Σικελιανός κ.ά.), έφερε στην Ελλάδα τις σύγχρονες δυτικές καλλιτεχνικές τάσεις και γνώρισε στο αναγνωστικό κοινό κυρίως τους νεότερους ποιητές, με τη μετάφραση αντιπροσωπευτικών έργων τους ή με άρθρα κατατοπιστικά για την ποίησή τους.
Έγινε το πνευματικό όργανο της γενιάς του ’30 που φιλοξένησε στις στήλες του όλα τα νεωτεριστικά στοιχεία, κρίνοντας ευνοϊκά και προβάλλοντας τις δημιουργίες των νέων Ελλήνων ποιητών.

Όπως ο Ελύτης αναγνωρίζει, το 1935 στάθηκε μια ιδιαίτερη χρονιά στην πνευματική πορεία του. Τον Ιανουάριο κυκλοφόρησε το περιοδικό Νέα Γράμματα. Το Φεβρουάριο γνώρισε τον Ανδρέας_Εμπειρίκο που χαρακτηριστικά τον περιέγραψε: «...ο μεγάλης αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολόκληρη και διασκελισμό τον Έρωτα. Το έργο του, κάθε του καινούργιο έργο, ζωσμένο από ένα μικρό ουράνιο τόξο, είναι μια υπόσχεση προς την ανθρωπότητα, μια δωρεά που αν δεν την κρατούν ακόμα όλοι στα χέρια τους είναι
αποκλειστικά και μόνον από δική τους αναξιότητα».

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος
Τον ίδιο μήνα ο Εμπειρίκος έδωσε διάλεξη με θέμα «Υπερρεαλισμός, μια νέα ποιητική σχολή», που αποτέλεσε και την πρώτη επίσημη παρουσίαση του υπερρεαλισμού στο ελληνικό κοινό.
Οι δύο ποιητές συνδέθηκαν με στενή φιλία, που κράτησε πάνω από 25 χρόνια. Το Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, εκτός από το
Μυθιστόρημα του Σεφέρη, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή Υψικάμινος του Εμπειρίκου, με ποίηση ορθόδοξα υπερρεαλιστική. Ο Ελύτης, δέκα χρόνια νεότερος, είδε να ανοίγεται μπροστά του διάπλατη μια πόρτα σε μια νέα ποιητική πραγματικότητα, όπου μπορούσε με τα δικά του εφόδια να θεμελιώσει το ποιητικό του οικοδόμημα. Το Πάσχα οι δυο φίλοι επισκέφτηκαν τη Λέσβο, όπου με τη συμπαράσταση των Μυτιληνιών ζωγράφων Ορέστη Κανέλλη και Τάκη Ελευθεριάδη ήρθαν σε επαφή με την τέχνη του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, που είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν.

Ο Ελύτης βεβαίως δεν υποτάχθηκε ποτέ πραγματικά στον υπερρεαλισμό, αλλά άντλησε με προσοχή τα απαραίτητα στοιχεία και τα προσάρμοσε στο έργο του. Τα πρώτα έργα του (1929-1943), ανάμεσά τους οι ποιητικές συλλογές «Προσανατολισμοί» (1940) και «Ηλιος ο πρώτος» (1943) (σε μικρότερο βαθμό), διακρίνονται από έντονο νησιωτισμό, μια σχεδόν παγανιστική λατρεία της φύσης, ενώ παράλληλα ξεχειλίζουν από στοιχεία της μυθολογίας και της αρχαίας ελληνικής παράδοσης. Κυρίαρχα στοιχεία: το Αιγαίο με την αλμύρα του, τα χρώματα καθώς και ο ήλιος του.

Κατά τη διάρκεια μιας συγκέντρωσης του κύκλου των Νέων Γραμμάτων στο σπίτι του Γ.Κ. Κατσίμπαλη, οι παριστάμενοι κράτησαν ορισμένα χειρόγραφα του Ελύτη, με το πρόσχημα να τα μελετήσουν καλύτερα, και τα στοιχειοθέτησαν κρυφά παρουσιάζοντάς τα αργότερα στον ίδιο τον Ελύτη με το ψευδώνυμο Οδυσσέας Βρανάς, με στόχο τη δημοσίευσή τους. Ο Ελύτης αρχικά ζήτησε την απόσυρσή τους απευθύνοντας ειδική επιστολή στον Κατσίμπαλη, ωστόσο τελικά πείστηκε να δημοσιευτούν αποδεχόμενος επίσης το ψευδώνυμο Οδυσσέας Ελύτης.


Η δημοσίευση των πρώτων ποιημάτων του στα Νέα Γράμματα έγινε το Νοέμβριο του 1935, στο 11ο τεύχος του περιοδικού. Ο Ελύτης δημοσίευσε επίσης μεταφράσεις ποιημάτων του Ελυάρ και στο προλογικό του άρθρο παρουσιάζει το δημιουργό τους ως τον ποιητή που «Ό,τι γράφει φτάνει αμέσως στην καρδιά μας, μας χτυπάει κατάστηθα σαν κύμα ζωής άλλης βγαλμένης από το άθροισμα των πιο μαγικών ονείρων μας».

Το 1936, στην «Α' Διεθνή Υπερρεαλιστική Έκθεση των Αθηνών», ο Ελύτης παρουσίασε ζωγραφικούς πίνακες με την τεχνική της χαρτοκολλητικής (collage). Εκείνη τη χρονιά, η ομάδα των νέων λογοτεχνών ήταν πιο στέρεη και μεγαλύτερη. Ο Ελύτης γνωρίστηκε επίσης με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, που μερικά χρόνια αργότερα τύπωσε την υπερρεαλιστική «Αμοργό». Το 1937 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα, αλληλογραφώντας παράλληλα με το Νίκο Γκάτσο και το Γιώργο Σεφέρη που βρίσκονταν στην Κορυτσά.

(Σχετικά με τη φιλία Οδ.Ελύτη-Ν.Γκάτσου )


Νίκος Γκάτσος και Γιώργος Σεφέρης

Λίγο μετά την απόλυσή του, τον επόμενο χρόνο, ο Μήτσος Παπανικολάου δημοσίευσε το άρθρο "Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης" στα Νέα Γράμματα, το οποίο συνέβαλε στην καθιέρωσή του.

Το 1939 εγκατέλειψε οριστικά τις νομικές σπουδές και μετά από αρκετές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Προσανατολισμοί. Τον επόμενο χρόνο, μεταφράστηκαν για πρώτη φορά ποιήματά του σε ξένη γλώσσα, όταν ο Samuel Baud Bovy δημοσίευσε ένα άρθρο για την ελληνική ποίηση στο ελβετικό περιοδικό Formes et Couleurs.

Αλβανικό μέτωπο

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Mε πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!

Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον
χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας




Με την έναρξη του πολέμου ο Ελύτης κατατάχθηκε ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α' Σώματος Στρατού. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 μετατέθηκε στη ζώνη πυρός και στις 26 Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Στη διάρκεια της κατοχής υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά», που ιδρύθηκε στις 30 Μαΐου του 1943. Εκεί, την Άνοιξη του 1942 ανακοινώνει το δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Α. Κάλβου».

Το Νοέμβριο του 1943 εκδόθηκε η συλλογή «Ο Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», σε 6.000 αριθμημένα αντίτυπα, ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης.


Π όλεμ ος τ ου ’40, Δέλβ ινο .
Σε μια επιστροφ ή το υ Oδυσσέα Eλύτη (στο μέσ ον) απ την πρώτη γραμμή τ ου μετώπου.
Στα Νέα Γράμματα που άρχισαν να επανεκδίδονται το 1944, δημοσίευσε το δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 ξεκίνησε η συνεργασία του με το περιοδικό Τετράδιο μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο<<Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας>>. Ο πόλεμος του ’40 του έδωσε την έμπνευση και για άλλα έργα, την Καλωσύνη στις Λυκοποριές, την Αλβανιάδα και την ανολοκλήρωτη Βαρβαρία.

Την περίοδο 1945-1946 διορίστηκε για ένα μικρό διάστημα Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, έπειτα από σχετική σύσταση του Σεφέρη, που ήταν διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αντιβασιλέα Δαμασκηνού. Συνεργάστηκε επίσης με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», όπου δημοσίευσε ορισμένα δοκίμια, την «Ελευθερία» και την «Καθημερινή», όπου διατήρησε ως το 1948 μια στήλη τεχνοκριτικής.



1940.Ο ανθυπολοχαγός Οδυσσέας Ελύτης .Σχέδιο του Γιάννη Τσαρούχη

Στην Ευρώπη



Το 1948 ταξίδεψε στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόνη. Περιγράφοντας τις εντυπώσεις του από την παραμονή του στη Γαλλία, σχολίασε τα συναισθήματα και τις σκέψεις του: «Ένα ταξίδι που θα μ’ έφερνε πιο κοντά στις πηγές της μοντέρνας τέχνης, συλλογιζόμουνα. Χωρίς να λογαριάζω ότι θα μ’ έφερνε συνάμα πολύ κοντά και στις παλιές μου αγάπες, στα κέντρα όπου είχαν δράσει οι πρώτοι Υπερρεαλιστές,στα καφενεία όπου είχαν συζητηθεί τα Μανιφέστα, στη Rue de l’Odeon και στην Place Blanche, στο Montparnasse και στο St. Germain des Pres».


Στο Παρίσι υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Association Internationale des Critiques d’ Art ενώ είχε επίσης την ευκαιρία να γνωριστεί με τους Αντρέ Μπρετόν, Πωλ Ελυάρ, Αλμπέρ Καμύ, Τριστάν Τζαρά, Πιερ Ζαν Ζουβ, Χουάν Μιρό και άλλους.

Με τη βοήθεια του Ελληνογάλλου τεχνοκριτικού E. Teriade, που πρώτος είχε προσέξει την αξία του έργου του συμπατριώτη του Θεόφιλου, συνάντησε τους μεγάλους ζωγράφους Ανρί Ματίς, Μαρκ Σαγκάλ, Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Τζόρτζιο ντε Κίρικο και Πικάσο, για του οποίου το έργο έγραψε αργότερα άρθρα και αφιέρωσε στην τέχνη του το ποίημα «Ωδή στον Πικασσό». Το καλοκαίρι του 1950 ταξίδεψε στην Ισπανία ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, από τα τέλη του 1950 μέχρι το Μάιο 1951, συνεργάστηκε με το Β.Β.C. πραγματοποιώντας τέσσερις ραδιοφωνικές ομιλίες. Λίγο νωρίτερα είχε ξεκινήσει τη σύνθεση του Άξιον Εστί.

Επιστροφή στην Ελλάδα

Tης αγάπης αίματα * με πορφύρωσαν
Kαι χαρές ανείδωτες * με σκιάσανε
Oξειδώθηκα μες στη * νοτιά
* των ανθρώπων
Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο
Στ' ανοιχτά του πέλαγου * με καρτέρεσαν
Mε μπομπάρδες τρικάταρτες * και μου ρίξανε
Aμαρτία μου νά ’χα * κι εγώ
* μιαν αγάπη
Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο

Το Άξιον Εστί. ι΄


Στην Πάρο το 1954.Φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1952 έγινε μέλος της «Ομάδας των Δώδεκα», που κάθε χρόνο απένειμε βραβεία λογοτεχνίας, από την οποία παραιτήθηκε το Μάρτιο του 1953 αλλά επανήλθε δύο χρόνια αργότερα. Το 1953 ανέλαβε και πάλι για ένα χρόνο τη Διεύθυνση Προγράμματος του Ε.Ι.Ρ, διορισμένος από την κυβέρνηση Παπάγου, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον επόμενο χρόνο. Στο τέλος του έτους έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Πολιτισμού στη Βενετία, και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν.



Το 1958, μετά από μία δεκαπενταετή περίπου περίοδο ποιητικής σιωπής, δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από τοΆξιον Εστί, στην Επιθεώρηση Τέχνης. Το έργο εκδόθηκε το Μάρτιο του 1960 από τις εκδόσεις Ίκαρος, αν και φέρεται τυπωμένο το Δεκέμβριο του 1959. Λίγους μήνες αργότερα απέσπασε για το Άξιον Εστί το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Την ίδια περίοδο εκδόθηκαν και οι «Έξη και Μία Τύψεις για τον Ουρανό». Το 1961 με κυβερνητική πρόσκληση επισκέφτηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες από τα τέλη Μαρτίου έως τις αρχές Ιουνίου.

Ο Ελύτης φωτογραφημένος
από τον Ανδρέα Εμπειρίκο
(Άνδρος 1955)
Τον επόμενο χρόνο μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη επισκέπτεται τη Σοβιετική Ένωση, προσκεκλημένος μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Γιώργο Θεοτοκά. Το δρομολόγιο που ακολούθησαν περιλάμβανε την Οδησσό, τη Μόσχα, όπου έδωσε μία συνέντευξη, και το Λένινγκραντ.

Ιούλιος 1955. Μαρίνα Καραγάτση, Οδυσσέας Ελύτης στο Μπατσί.
Από το λεύκωμα «H Ανδρος του Ανδρέα Εμπειρίκου»


Το 1964 ξεκίνησε η ηχογράφηση του μελοποιημένου Άξιον Εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη ενώ η συνεργασία του Ελύτη με το συνθέτη είχε ξεκινήσει ήδη από το 1961. Το ορατόριο του Θεοδωράκη εντάχθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και επρόκειτο αρχικά να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο, ωστόσο το Υπουργείο Προεδρίας αρνήθηκε να το παραχωρήσει, με αποτέλεσμα ο Ελύτης και ο Θεοδωράκης να αποσύρουν το έργο, το οποίο παρουσιάστηκε τελικά στις 19 Οκτωβρίου στο κινηματοθέατρο Rex.


Θ. Δημήτριεφ, Οδ. Ελύτης, Μ. Θεοδωράκης, Μ. Κατράκης, Γρ. Μπιθικώτσης στην πρώτη τού «Άξιον Εστί» (Θέατρο Κοτοπούλη) 1964

To 1965 του απονεμήθηκε από τον Κωνσταντίνο Β΄ το παράσημο του Ταξιάρχου του Φοίνικος και το επόμενο διάστημα ολοκλήρωσε τη συλλογή δοκιμίων που θα συγκροτούσαν τα Ανοιχτά Χαρτιά. Παράλληλα πραγματοποίησε ταξίδια στη Σόφια, καλεσμένος της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων και στην Αίγυπτο.


Γ. Μόραλης, Οδ. Ελύτης, Γ. Τσαρούχης με φράκο πριν από την παρασημοφόρησή τους με το παράσημο Ταξιάρχου του Φοίνικος.1965

Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, απείχε από τη δημοσιότητα ασχολούμενος κυρίως με τη ζωγραφική και την τεχνική του κολάζ, ενώ αρνήθηκε πρόταση να απαγγείλει ποιήματά του στο Παρίσι εξαιτίας της δικτατορίας που επικρατούσε. Στις 3 Μαΐου του 1969 εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ξεκίνησε τη συγγραφή της συλλογής Φωτόδεντρο. Λίγους μήνες αργότερα επισκέφτηκε για ένα διάστημα την Κύπρο, ενώ το 1971 επέστρεψε στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο αρνήθηκε να παραλάβει το "Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας" που είχε θεσπίσει η δικτατορία. Μετά την πτώση της δικτατορίας, διορίστηκε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Ι.Ρ.Τ. και μέλος για δεύτερη φορά του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1974 - 1977). Παρά την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να συμπεριληφθεί στους καταλόγους των βουλευτών επικρατείας, ο Ελύτης αρνήθηκε, παραμένοντας πιστός στην αρχή του να μην αναμιγνύεται ενεργά στην πολιτική πρακτική. Το 1977 αρνήθηκε επίσης την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκού.

Βραβείο Νόμπελ


Τότε όμως η Ποίηση; Τι αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών.


Απόσπασμα από την ομιλία του στην
απονομή του βραβείου Νόμπελ.


Ολόκληρος ο λόγος του από την απονομή )

Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν συνέχισε το πολύπλευρο πνευματικό του έργο. Το 1978 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ενώ στις 10 Δεκεμβρίου 1979 τού απενεμήθη το Νομπέλ Λογοτεχνίας.
Η αναγγελία της απονομής του βραβείου από την Σουηδική Ακαδημία έγινε στις 18 Οκτωβρίου "για την ποίησή του, που με φόντο την ελληνική παράδοση, με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα τού σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία" σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης.


Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου στις 10 Δεκεμβρίου του 1979, παραλαμβάνοντας το βραβείο από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα.Στην απονομή του βραβείου στη Στοκχόλμη ο ποιητής ξεκίνησε την ομιλία του ως εξής: «Ας μου επιτραπεί να μιλήσω περί φωτεινότητας και διαφάνειας».
Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη. Την απονομή του Νόμπελ, ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευση του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο "Έδρα Ελύτη", στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.



Ο Οδυσσέας Ελύτης στο σπίτι του την χαρμόσυνη ημέρα της ειδήσεως για την απονομή του Βραβείου Νόμπελ τον Δεκέμβριο του 1979 (Φωτ. Ν.Αργυρόπουλος)

Ο λεκτικός πλούτος και η ικανότητά του να αναπλάθει τις λέξεις απετέλεσαν σημείο αναφοράς για τους μεταγενέστερους ποιητές και συγγραφείς. Η ποίησή του έχει γραφεί με τη χρήση περίπου 8.000 λέξεων, ενώ αυτή του Καβάφη, π.χ., με 3.500 λέξεις.

Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς, στην Αθήνα.
Ο θάνατος του ποιητή δεν σήμανε το τέλος του έργου του. Τα έργα «Εκ του πλησίον» και «2x7ε» δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του. Ο Οδυσσέας Ελύτης πέθανε στις 18 Μαρτίου 1996 (ίδια ημέρα με τον Βενιζέλο 60 χρόνια μετά!!) από ανακοπή καρδιάς στο σπίτι του στην Αθήνα. Στο πλευρό του, η Ιουλίτα Ηλιοπούλου, η οποία τον συντρόφευε τα τελευταία 13 χρόνια της ζωής του. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Για τον Ελύτη ο θάνατος δεν ήταν παρά ακόμη ένα ταξίδι. «Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ' ό,τι να 'ναι: τον σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο, στην τσέπη μου έναν οδηγό, τη φωτογραφική στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα θα πάω να βρω ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο. Χρυσέ της ζωής αέρα» («Ο μικρός Ναυτίλος», 1985).

Εργογραφία-Πηγές

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1

Ι.Ποίηση
• Προσανατολισμοί. Αθήνα, 1936. (ανάτυπο από το περ. Τα Νέα Γράμματα1 , 11/1935, σ.585-588).
• Οι κλεψύδρες του αγνώστου. Αθήνα, 1937. (ανάτυπο από τα “Επτά νυχτερινά επτάστιχα”, Μακεδονικές Ημέρες5 (Θεσσαλονίκη), 1-2/1937, σ.1-3.
• Προσανατολισμοί. Αθήνα, Πυρσός, 1940.
• Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα. Αθήνα, Ο Γλάρος, 1943.
• Το Άξιον Εστί. Αθήνα, Ίκαρος, 1959.
• Έξη και μια τύψεις για τον ουρανό. Αθήνα, Ίκαρος, 1960.
• Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Αθήνα, Ίκαρος, 1962.
• Θάνατος και ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Αθήνα, 1971.
• Ο Ήλιος ο ηλιάτορας. Αθήνα, Ίκαρος, 1971.
• Το φωτόδεντρο και Η δέκατη τέταρτη ομορφιά. Αθήνα, Ίκαρος, 1971.
• Το Μονόγραμμα. Famagouste (Chypre), Les Editions de l’ Oiseau, 1971 (πρώτη έκδοση στην Αθήνα, Ίκαρος, 1972).
• Τα ρω του έρωτα. Αθήνα, Αστερίας, 1972.
• Ο Φυλλομάντης. Αθήνα, Αστερίας, 1973.
• Τα ετεροθαλή. Αθήνα, Ίκαρος, 1974.
• Villa Natacha . Θεσσαλονίκη, τραμ, 1973.
• Η καλωσύνη στις λυκοποριές. Espana, Dimitri, 1977.
• Μαρία Νεφέλη. Αθήνα, Ίκαρος, 1978.
• Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας. Αθήνα, Ίκαρος, 1982.
• Ωδή στη Σαντορίνη · Με ένα σχέδιο του Γεράσιμου Στέρη. Αθήνα, Αρχείο Θηραϊκών Μελετών - Συλλογή Δημήτρη Τσίτουρα, 1984.
• Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου. Αθήνα, Ύψιλον/βιβλία, 1984.
• Ο μικρός ναυτίλος. Αθήνα, Ίκαρος, 1985.
• Ιουλίου λόγος. Αθήνα, 1991.
• Τα ελεγεία της οξώπετρας · Προμετωπίδα Κώστα Πανιαρα. Αθήνα, Ίκαρος, 1991.
• Η ποδηλάτισσα · Εικόνες Ελένη Καλοκύρη · Δημήτρης Καλοκύρης. Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1991.
• Δυτικά της λύπης. Αθήνα, Ίκαρος, 1995.
• Εκ του πλησίον. Αθήνα, Ίκαρος, 1998.

ΙΙ.Μεταφράσεις
• Paul Eluard · Ποιήματα · Εισαγωγή και απόδοση Οδυσσέα Ελύτη. Αθήνα, τυπ.Σεργιάδη, 1936. (ανάτυπο των «Paul Eluard · Ποιήματα Ι-ΙΧ», Τα Νέα Γράμματα2, 3/1936, σ.232-236 και «Paul Eluard · (Une seule vision variee a l’ infini)», Τα Νέα Γράμματα2, 3/1936, σ.227-232)
• Paul Eluard · Από το «Δημόσιο Ρόδο» · Ελληνική απόδοση Οδυσσέα Ελύτη. Αθήνα, τυπ. Σεργιάδη, 1936. (ανάτυπο από το «Paul Eluard · Από το Δημόσιο Ρόδο», Τα Νέα Γράμματα2, 11/1936, σ.854-860.
• Pierre Jean Jouve · Ποιήματα · Εισαγωγή και απόδοση Οδυσσέα Ελύτη. Αθήνα, τυπ. Σεργιάδη, 1938. (ανάτυπο από τα «Pierre Jean Jouve · Ποιήματα Ι-ΧΧVΙΙ», Τα Νέα Γράμματα4, 10-12/1938, σ.761-773 και «Pierre Jean Jouve», Τα Νέα Γράμματα4, 10-12/1938, σ.754-760)
• Ζαν Ζιρωντού · Νεράιδα · Ονειρόδραμα σε τρεις πράξεις · Μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη. Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη, 1973.
• Μπέρτολντ Μπρεχτ · Ο κύκλος με την κιμωλία στον Καύκασο · Θρύλος σε πέντε πράξεις · Μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη. Αθήνα, Εταιρία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1974.
• Δεύτερη Γραφή · Arthur Rimbaud - Comte de Lautreamont - Paul Eluard - Pierre Jean Jouve - Giuseppe Ungaretti - Federico Garcia Lorca - Vladimir Maiakovski. Αθήνα, Ίκαρος, 1976.
• Σαπφώ · Ανασύνθεση και απόδοση Οδυσσέας Ελύτης. Αθήνα, Ίκαρος, 1984.
• Ιωάννης · Η Αποκάλυψη · Μορφή στα νέα ελληνικά Οδυσσέας Ελύτης. Αθήνα, Ύψιλον/βιβλία, 1985.
• Κριναγόρας · Μορφή στα ελληνικά Οδυσσέας Ελύτης. Αθήνα, Ύψιλον/βιβλία, 1987.
• Ζαν Ζενέ, Οι Δούλες. Αθήνα, Ύψιλον/Βιβλία, 1994.

ΙΙΙ.Δοκίμιο - Πεζά - Λευκώματα
• Ανοιχτά χαρτιά. Αθήνα, Αστερίας, 1974.
• Ο ζωγράφος Θεόφιλος. Αθήνα, Αστερίας, 1973.
• Η μαγεία του Παπαδιαμάντη. Αθήνα, Ερμείας, 1976.
• Σηματολόγιον. Αθήνα, Ερμείας, 1977.
• Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο. Θεσσαλονίκη, τραμ, 1978.
• Το δωμάτιο με τις εικόνες · Κείμενο Ευγένιος Αρανίτσης. Αθήνα, Ίκαρος, 1986.
• Ιδιωτική οδός. Αθήνα, Ύψιλον/βιβλία, 1989.
• Τα δημόσια και τα ιδιωτικά. Αθήνα, Ίκαρος, 1990.
• Οδυσσέας Ελύτης. Άνδρος, Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, 1992.
• Εν λευκώ. Αθήνα, Ίκαρος, 1992.
• Οδυσσέας Ελύτης. Αθήνα, Ίκαρος, 1996.
• Ο κήπος με τις αυταπάτες. Αθήνα, Ύψιλον/βιβλία, 1995.




Πηγές:
http://tinyurl.com/el-wikipedia-org

http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=83&artid=144646&dt=04/08/2002#ixzz1Dw4yLzsj

http://agatha-christie.pblogs.gr/tags/odysseas-elytis-gr.html

http://www.protothema.gr/thema-people/article/?aid=82146

http://k-m-autobiographies.blogspot.com/2009_02_01_archive.html

http://utopia.duth.gr/~sdelis/eliths.htm

http://www.alfavita.gr/plaisia/elitisindex.htm

http://tinyurl.com/astypalaia-wordpress-com

http://wwwtaxiarhes.blogspot.com/2007/10/blog-post_7252.html

http://portal.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathextra_100542_16/10/2006_168100

http://archive.enet.gr/online/online_text/c=113,dt=02.11.2001,id=30933292

http://www.antiwarsongs.org/canzone.php?id=8861&lang=en

http://keratsini2000.blogspot.com/2010/10/blog-post_28.html

http://panagiotisandriopoulos.blogspot.com/2011/01/blog-post_1415.html

http://www.magikokouti.gr/elytis-alva.htm

http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11380&subid=2&pubid=114411#

http://www.multiforums.gr/art/viewthread.php?tid=158&page=10

http://www.dimokratis.gr/index.php?id=5861&view_option=subject&year=08

http://tinyurl.com/larnaka-wordpress-com

http://www.mathsforyou.gr/index.php?option=com_wrapper&view=wrapper&Itemid=114

http://www.snhell.gr/anthology/writer.asp?id=9

http://grigogrigogr.tripod.com/xrnologio.htm

http://odysseaselytis.freewebspace.com/index.htm

Ένθετο Αφιέρωμα στην εφημερίδα Καθημερινή

ΚΑΛΩΣΥΝΗ ΣΤΙΣ ΛΥΚΟΠΟΡΙΕΣ (1943) ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

I


Ποίηση ἄγουρο νεράντζι μου
Κάτω ἀπὸ τούς καταράχτες τοῦ ἥλιου
Ἰριδίζοντας
Ἕνα μεσημέρι σ᾿ ἄφησα
Ἡ καρδιά μου ἀκόμα γαλανή
Ἀπ᾿ τὸ τρέξιμο στὴν ἄμμο καὶ τὸν ἔρωτα
Ἔτρεμε
Ἀλλὰ τὰ πουλιὰ στὸ ρέμμα τ᾿ οὐρανοῦ
Ἔβλεπαν κιόλας ν᾿ ἀνεβαίνει ἕνα ἀκέφαλο ἄλογο
Χύνοντας ἀπ᾿ τὸν ἀδειανὸ λαιμό του μαῦρα φύκια
Κοῦροι ἀπὸ τὸν Προφητηλία ψηλά
Δαιμονισμένα χτυποῦσαν τὶς καμπάνες
Κι ἡ μνήμη σὰν πουνέντες ἔμπαζε
Βουητὸ καὶ θάλασσα
Στὴ μεγάλη ἀσβεστωμένη κάμαρα
Μὲ τὰ δυὸ καρυοφύλλια.
Ἐκεῖ τὸ ξύλινο τραπέζι μὲ τὰ κίτρινα λουλούδια
Τὸ ψωμὶ ἀνοιχτὸ σὰν εὐαγγέλιο
Ἡ φωνή, τὰ μαλλιὰ τῆς Ἑλένης.
Τ᾿ ἄφησα
στέκομουν ὀρθός
εἶχε σημάνει ἡ ὥρα
Ν᾿ ἀναβρύσει ἀπὸ τὸ πλευρὸ τοῦ ἀνθρώπου τὸ αἷμα
Τρεῖς φορές αὐτὸς νὰ τ᾿ ἀρνηθεῖ
Καὶ τρεῖς φορές ἐκεῖνο ν᾿ ἀληθέψει
Τρεῖς φορές νὰ τὸ δῶ καὶ νὰ πῶ
τρεῖς φορές
Τινάζοντας ψηλὰ
Σὰν ἀπ᾿ τὸν ἅδη τῆς φωνῆς ἑνὸς ἀπελπισμένου:
Ἔχτρα στὰ μάτια κύτταξέ με
Βγαίνω μὲ τὰ δικά σου τ᾿ ἄρματα
Ἡ Καλωσύνη ἐδῶ ποὺ βρέθηκε μές στὶς λυκοποριές
Πρέπει νἄχει μπαροῦτι στὸ σελλάχι της
Καὶ νὰ δαγκάνει κάμες.
II
Τώρα κρατήσου ἀπ᾿ τὰ σκοινιὰ τῆς θύελλας
Πές μου ποιὸς εἶμαι νὰ σοῦ πῶ ποιὸς εἶσαι
Εἶσαι καλός, εἶσαι ἄνθρωπος, ἔχεις μεγαλώσει
Μὲ πετεινούς, χρυσόμυιγες, γοβιούς, γεράνια
Σὲ μιὰν αὐλὴ μικρὴ ποὺ τὴν κουνοῦσε ἡ θάλασσα
Πέρα-δῶθε
Θυμᾶσαι
Μιὰν αὐλὴ ποὺ μεγάλωνε, χωροῦσε λόφους, κάμπους
Ποτάμια, κερασιές, καμπαναριά,
Βρακουλάδες ποὺ ἔρριχναν φωτιὰ τοῦ Τούρκου
Τὸν καιρὸ ποὺ ἡ μητέρα σου ἦταν
Σὰν μιὰ Παναγιὰ μικρή
Θυμᾶσαι
Ἡ ἁπλὴ ζωὴ πιὸ πλούσια
Κι ἀπὸ δάγκαμα σύκου πλάι σὲ φίλο, πιὸ σεμνή
Κι ἀπὸ λόγο πουλιοῦ σὲ δέντρων ἐκκλησίασμα
Νύχτα-μέρα κρατοῦσε τὸν κανόνα
Θυμᾶσαι
Μέρα-νύχτα πιὸ γλυκιὰ ἡ φωνή σου
Σὰν ἀχτίδα μές στὰ νέα λεμόνια ἔλαμπε
Κι ἡ καρδιά σου ἡ ἀθώα
μέσα στοῦ γλαυκοῦ βυθοῦ τὸν οὐρανό
Σὰν ἄστρο
Εἶσαι καλός, ἔχεις πηδήξει πάνω ἀπὸ φωτιές
Ἔχεις χαϊδέψει
Στὸ χνούδι τοῦ νεροῦ νησιὰ παιδόπουλα
Νέος στὰ χώματά τους ἔχεις δεῖ
Μιὰ κόρη ἀπὸ ἀλαφρόπετρα καὶ αὐγὴ
Νὰ χαράζει σὲ φλούδα δεσπολιᾶς τὸ πρῶτο γράμμα σου.
Χτύπα γι᾿ αὐτὰ τὰ τίμια καὶ τ᾿ ἀγαθά
Ἡ ζωὴ γι᾿ αὐτὰ δὲ θὰ χαθεῖ ποτέ της
Χτύπα ἀπὸ τὰ μάτια σου ν᾿ ἀντιλαμπίσει
Τὸ μαρμαρένιο σπίτι
Ποὔχει ψηλὰ στὴ στέγη
Τοῦ κατακλυσμοῦ τὸ πρῶτο περιστέρι
Γύρω-γύρω περβόλια μὲ νερά
Τῆς Ὑπομονῆς τὸ χάλκινο ἄγαλμα στὴν εἴσοδο
Καὶ βαθιὰ στὸ κελλάρι
Τὴ σοδειὰ τῆς φυλῆς
Θησαυρισμένη ὅπως τὸ λάδι
Σ᾿ ἕνα πιθάρι πατρογονικό, γαλήνιο.
ΙΙΙ
Ἡ ὥρα τρεῖς τῆς πίκρας μέσα στὴ μαύρη πολιτεία
Δοῦλοι παζαρεύουν τὴ βροχή, τὰ δέντρα
Τὸν ἥλιο παραλυτικὸ μέσα στὸ καροτσάκι
Στοὺς στενοὺς βρώμικους δρόμους
Πυροβολοῦν μὲ τὸ μυαλό τους οἱ ἄνθρωποι
Ματώνοντας τὰ σύρματα
Κρυφὰ ἀπ᾿ τὰ τσομπανόσκυλα τοῦ φεγγαριοῦ
Τὰ πόδια σου γλυστροῦν
Στὰ βοῦρλα
Μὲς στὶς καλαμιές καὶ τὰ φαρμακερὰ νερά
Ἐκεῖ ποὺ μάχεται ὁ φονηάς τὸ χτύπο τῆς καρδιᾶς του
Κι ἡ σκέψη παγωμένη στέκεται στὸν ἀέρα
Ἡ ὥρα τρεῖς τῆς πίκρας
Ὅταν τὰ δέντρα μοιάζουν στῶν ἀρρώστων
Τὴ στερνὴ χαροπαλαιματιά
Κι ἕνας ἄγγελος μόνος του ὀνειρεύεται
Σὰν γκιώνης
Μὲς στὸν ἔρημο κάμπο
Ἡ ζωὴ ἀχνὰ μὴ στενάξει πιά
Ἡ ὥρα τρεῖς τῆς πίκρας
- Ἂχ ἡ ζωὴ νὰ μὴ στενάξει πιά
Τὰ χέρια σου
Τὰ βασανισμένα χέρια σου
Ποὺ δίνουν ξάφνου μιὰ τῆς σκοτεινιᾶς
Ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου
Νὰ χλιμιντρήσει κορωμένος ὁ ἄνεμος
Ν᾿ ἀστράψει ὁ πόθος Λουμπαρδιάρης
Νὰ ροβολήσει ἀπ᾿ τὰ ψηλὰ βουνά
Ψάλλοντας τὴν ἀγάπη
Ἕνα ἔθνος ὀξιές
Μὲ τὴν ὑγεία τῆς καταιγίδας στὶς σημαῖες του.
IV
Ἀκούγεται ἀπὸ τὴν περπατηξιά σου ἡ δόξα
Ὅπως ἀκούγεται ἀπ᾿ τὸ βρόντημα τοῦ μπρούντζου ὁ ἥλιος
Μελαψὸ παλληκάρι
Ποὺ ἀκουμπᾶς ἐπάνω στὴν Ἑλλάδα
Μὲ τὸ κουράγιο ποὺ ἀκουμπάει στὴ μπόρα τὸ ἔλατο
Καὶ σοῦ πᾶν οἱ αἰῶνες ὅπως τῆς πάει τῆς ἀντρειᾶς
Τὸ λουλούδι στὰ δόντια καὶ τὸ μπὰμ
Τῆς πιστολιᾶς
Πέρασαν μές στὴ μνήμη σου μῆνες ἀνέμων
Ἡ φωνή σου σκοτείνιασε σὰν δρυμός
Εἶδες κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια σου νὰ ξεκοιλιάζουνται ἄλογα
Δάση νὰ τρῶν φωτιὲς ἀνθρώπους ἄνθρωπο
Εἶδες μιὰ πέτρα τρυπημένη ἀπὸ κραυγὴ θανάτου
Νὰ σηκώνει τὴ σκιά της τέρας
Μιὰ γυναίκα μὲ ράμφος καὶ φτερά
Νὰ σπαράζει δείχνοντας ψηλά
Τὸ φεγγάρι στὸ στόμα τῆς φοβέρας
Τίποτα σύ! Μὲς στὴν καρδιὰ τοῦ χρόνου
Ζώνεσαι γύρω σου τὸ διάστημα
Μέσα στὴ χώρα τώρα ποὺ ὀνειρεύομαι
Λές, ἡ ματιὰ τοῦ ἀρνιοῦ σκοτώνει τὰ τσακάλια,
Μέσα στὴ χώρα τώρα ποὺ ὀνειρεύεσαι
Μελαψὸ παλληκάρι
Λέω: Ἡ ἐλπίδα τὄφτασε τὸ μπόι τῆς κορασιᾶς
Εἶν᾿ ἕτοιμη ἡ καρδιὰ τοῦ ἀντρὸς νὰ μαχαιρώσει ἀτσάλι
Κύττα: σελλώνει ὁ ἄνεμος τὰ ὄνειρα
Σπίθες πετοῦν τὰ πέταλα στὸ πυρρὸ νέφος
Ἡ μέρα ὅπου καὶ νἆναι μὲ λούλουδα μηλιᾶς
Θὰ βγεῖ νὰ σεργιανίσει πάλι στὸ ἀρχιπέλαγος!
V
Σφίξε στὰ χέρια σου μιὰ νίκη ποὺ δὲν ἦρθε ἀκόμα
Στὰ δόντια σου τὸ ὑστερικὸ φάντασμα τῆς φωτιᾶς
Μὲ τὰ κλαριὰ ποὺ ἕνα κοράλλι ξέχασε
Ν᾿ ἀνάβουνε ἀπὸ τὴ γητειὰ τοῦ παραδείσου
Σκέψου τὸ αὐγὸ ποὺ οἱ μέρες σου οἱ αὐριανὲς κλωσσᾶνε
Τὸ ἄστρο ποὺ ἡ νύχτα ἐξόρισε ἀπὸ τὸ στῆθος σου
Γιὰ νὰ τὸ πεθάνει
Σφίξε στὰ σπάργανα τοῦ Γεναριοῦ ὅπου κρύβεται τὸ μίσος
Καὶ τὸ δικό σου ἀδικοσκοτωμένο πόθο
Τὴ μιλιὰ ποὺ δὲ βρῆκε τὸ γενναῖο της στόμα
Τὸ χτικιὸ τῆς ἀγάπης σου
Γιατὶ δὲν ἦρθε ἀκόμα
Ἡ ὥρα νὰ μπεῖ στὸ κάθε πράγμα ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς
Νὰ συνεπάρει τὰ σπαρτὰ μιὰ τραμουντάνα ὑγείας
Νὰ πιεῖ ὁ χυμὸς τῆς θύμησης τὸ θελκτικό του μέλλον
Ν᾿ ἀνθοβολήσουν κερασιὲς μὲς στὰ σγουρὰ μαλλιά
Νὰ καταργήσει ὁ λόγος τὸ χρυσάφι.
VI
Χτύπα τὴν πόρτα στὴν καρδιὰ τῆς τυχερῆς σου μέρας
Φώναξε δυνατὰ τὸν ἥλιο
Ἄντρα, θυμήσου τὴ γενιά σου
Πάρε τὸ ὕφος τοῦ βουνοῦ
Ποὺ καμαρώνει μέσα στὶς κοιλάδες
Τὴν κόψη τοῦ κυπαρισσιοῦ
Ὅταν ὁρίζει ἕνα κατακόκκινο ἄστρο Ἀντάρη
Ἐπαναστάτη
Σὲ νύχτες ποὺ ἔσυρε ὁ νοτιάς μέσ᾿ στὴ σκουριὰ τοῦ πένθους
Σὲ νύχτες ποὺ τὸ φῶς ἀλλαξοπίστησε
Ἄντρα, θυμήσου τὴ γενιά σου
Ἐθελοντή
Δούλεψε τὴ φωτιά
Ρίξε μιὰ τουφεκιά
Στὴ λόχμη τῶν πουλιῶν τοῦ ἀνάξιου παραδείσου.
Θησαυριστὲς τοῦ βούρκου
Τοῦ ἥλιου μεροκαματιάρηδες
Ποὺ μές στὰ χέρια σας ἡ τύχη κουρελιάστηκεν
Ἔννοια σας, δὲ θὰ πᾶν χαμένες οἱ ἀστραψιὲς
Τοῦ πάθους ποὺ ἀχτιδώνει τὰ μελλούμενα
Κιόλας πλανιέται στὸν ἀγέρα τῆς φωνῆς ἡ σάλπιγγα
Καιρὸς ν᾿ ἀνοίξουν τ᾿ οὐρανοῦ οἱ γαμήλιες εὐωδιές
Νὰ μπεῖ τοῦ τραγουδιοῦ ὁ λαλὲς στὰ περβολίσια νειᾶτα
Τοῦ κάθε ἀγῶνα ἡ τρικυμία νὰ σπαρθεῖ στὴ θάλασσα
Φτέρες νὰ στείλουν μήνυμα στὰ πρωινὰ πουλιά:
Καιρός, καιρὸς νὰ ξημερώσει πιά
Ἡ Ἀνατολὴ περήφανη σ᾿ ἀδερφικὴ ἀγκαλιά!
VII
Τριώνι τῆς θαλασσινῆς νυχτιᾶς· Ἄλετροπόδι
Ποὺ σὰ νεύεις μὲ χρυσοὺς σταυρούς
Τὰ πεισματάρικα παιδιὰ τῆς χίμαιρας·
Καὶ σὺ ἐκστατικό μου Ἐλίκι
Στὴν ἀσημένια ζώνη τῆς ματιᾶς μου
Ἀπόψε
Ἀγρυπνήσετε
Κι ὅταν φυσήξει ἀπ᾿ τὰ βουνὰ τῆς ἐρημιᾶς ἡ γιάμπολη
Σταλάζοντας πικρὰ στὴν ὑπνωμένη γῆς
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου
Σὲ βάτους ποὺ ἔφτυσαν φωτιὰ καὶ τώρα κρυώνουν
Σὲ δέντρα ποὺ ματώσαν, σ᾿ ἐρημοκκλησιές ποὺ ράισαν
Σὲ μοναξιὲς ἀπέραντες μαρμαρωμένου ἀνέμου
Σὲ φέγγη ποὺ ἀνατρίχιασαν ἕνα ἀθῶο κορμί
Σ᾿ ἀγκάθια ποὺ φαρμάκωσαν ἕνα φεγγάρι
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου
Στὶς σπαραγμένες σάρκες τοῦ γκρεμοῦ
Στά ρίγη ποὺ κρυστάλλωσαν τὶς ἀγωνίες τοῦ λόγγου
Γιὰ μιὰ στερνὴ φορά
Φωνάζω
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου
Ἄστρα, ὁ χρησμός σας δὲ θὰ πάει χαμένος
Παιδιά, ὁ χαμὸς ὁ χαλασμὸς ἡ πεῖνα
Κι ἡ ἀνάγκη τρεμοσβυοῦν στὸ ψυχορράγημα
Ὀρθώσετε τ᾿ ἀρματωμένα χέρια
Ξετελέψετε
Θάλασσα, χίμαιρα, ἔκσταση
Ἑτοιμάσετε τὴ χώρα σας
Τοῦ χάρου τὴ φωνὴ δὲν θὰ τὴν ἀνεχτοῦμε.
Ἡ μέρα εἶναι κοντὰ ποὺ θὰ ψοφήσει ὁ λύκος
Ποὺ ἡ ἀπονιὰ θὰ φάει τὶς σάρκες της
Ποὺ θὰ βουτήξει σὲ μιὰ δόξα μύρου τὸ βουνό
Καὶ ποὺ ἡ ψυχὴ θ᾿ ἀνάψει ἀπὸ τὶς μυστικές φλογίτσες σας
Ὅπως καὶ πρὶν Τριώνι, Ἀλετροπόδι, Ἐλίκι!





1943

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ (1941) ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


Départ dans l' affection et le bruit neufs
RIMBAUD

ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ


Ι


Όνειρα κι όνειρα ήρθανε
Στα γενέθλια των γιασεμιών
Νύχτες και νύχτες στις λευκές
Αϋπνίες των κύκνων


Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα
Όπως μες στον απέραντο ουρανό
Το ξάστερο συναίσθημα.


II
Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή
Και πίσω απʹ τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη
Ερωμένη
Αλλοτινών ήχων γόησσα


Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί
Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του
Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του ‐ εκεί.


III
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή


Έξω από τʹ ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τʹ άστρα!


IV
Ένας ώμος ολόγυμνος
Σαν αλήθεια
Πληρώνει την ακρίβεια του
Στην άκρια τούτη της βραδιάς
Που φέγγει ολομόναχη
Κάτω απʹ τη μυστικιά ημισέληνο
Της νοσταλγίας μου.


V
Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες


Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες


Τʹ ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο
Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο
Τα μάτια της σιωπή.


VI


Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρη
Βλέφαρο ανύσταχτο
Πριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνος
Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός


Καρτέρι μελλοθάνατο
Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο
Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται.
VII


Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας
Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια
Της δράσης


Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί
Ακούσιος καταρρέει
Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απʹ το μελαγχολικό
Σιωπητήριο.




ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΕΠΟΧΗ


I
Ξέρεις την κόμη που έγραψε τον άνεμο; Τις ματιές που παραλληλίσανε
το χρόνο; Τη σιωπή που ένιωσε τον εαυτό της;


Αλλά είσαι εσύ μια νυχτερινή επινόηση που αρέσκεται στις βροχερές
εκμυστηρεύσεις. Που αρέσκεται στο τριίστιο ξάνοιγμα του πόντου.
Είσαι μια περίπτωση ακατόρθωτη που όταν ναυαγήσει βασιλεύει. Μια
φανταχτερή καταστροφή είσαι...
Α! Θέλω ναʹ ρθουν τα στοιχεία που ξέρουν νʹ αρπάζουν. Η μέση των
συλλογισμών μου θα ευφράνει την καμπύλη τους διάθεση. Όταν
ανέβουν μεγαλώνοντας τα δαχτυλίδια ο ξαφνικός ουρανός θα πάρει το
χρώμα της προτελευταίας μου αμαρτίας
Ενώ η τελευταία θα γοητεύεται ακόμη από τα μοναχικά τούτα λόγια!


II
Ένα ποδοβολητό τελειώνει στην άκρη της ακοής. Μια σουρωμένη
καταιγίδα χιμάει μες στο νεανικό στήθος που σπαταλάει την
ανεξήγητη φεγγοβολή του.


Η επιθυμία έχει μια πολύ ψηλή κορμοστασιά και στις παλάμες της
καίει η απουσία.
Η επιθυμία γεννάει το δρόμο της όπου θέλει να περπατήσει. Φεύγει...
Κι ένας λαός από χέρια προς εκείνη ανάβει θαυμασμού παρανάλωμα!


III
Τι όμορφη! Έχει πάρει τη μορφή της σκέψης που την αισθάνεται
όταν αυτή αισθάνεται πως της είναι αφιερωμένη...


IV


Στʹ αμπέλια που δεν έχουνε ηλικία κρύφτηκαν οι καλοκαιρινές μου
εγκαταλείψεις. Ένας κυματισμός ονείρου τραβήχτηκε τʹ άφησε κει
δε ρώτησε. Στα κουφά δίχτυα τους το βόμβο στριφογύρισαν σμήνη
μέλισσες. Τα στόματα μοιάσανε στα χρώματα φύγαν μέσʹ από τʹ άνθη.
Τα νερά πολύ πρωινά σταμάτησαν τη μιλιά τους νυχτερινή κι άθικτη.
Είναι για να μην ξέρεις πια τίποτε.
Κι όμως πίσω από τʹ αγνοημένο αυτό βουναλάκι υπάρχει ένα
συναίσθημα. Δεν έχει δάκρυα ούτε συνείδηση.
Δε φεύγει δεν επιστρέφει.


V


Ένα δίχτυ αόρατο συγκρατεί τον ήχο που αποκοίμισε πολλές αλήθειες.
Ανάμεσα στα πορτοκάλια του δειλινού της γλιστρά η αμφιβολία.
Φυσάει το αμέριμνο στόμα. Η γιορτή του κάνει να λάμπουν οι
επιθυμητές επιφάνειες. Μπορεί να πιστέψει κανείς ως και τον εαυτό
του. Να νιώσει την παρουσία της ηδονής ως μες στις κόρες των ματιών
του.


Των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα. Και βρίσκουνε
την παρθενική τους ασέλγεια μέσα στη διάφανη δροσιά της πιο
νυχτερινής χλόης μου.


VI


Ένα ζαρκάδι τρέχει την κορυφογραμμή. Κι εσύ δεν ξέρεις τίποτε
γιʹ αυτό είναι τόσο καθαρό το διάστημα. Κι αν μάθεις ποτέ η βροχή
που θα σε κατακλύσει λυπητερή θα είναι.
Φεύγα ζαρκάδι! Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν
κορυφογραμμή.


VII


Παραμύθια γαλουχήσανε τη βλάστηση της ηλικίας αυτής που ανεβάζει
τις νεραντζιές και τις λεμονιές ως την έκπληξη των ματιών μου.
Τι θα ήταν η ευτυχία με το ακατόρθωτο σώμα της αν είχε μπερδευτεί
μες στις ερωτοτροπίες των χλωρών αυτών εκμυστηρεύσεων; Δυο χέρια
περιμένουνε. Στον αγκώνα τους στηρίζεται ολόκληρη γη. Στην
αναμονή τους ολόκληρη ποίηση. Πίσω απʹ το λόφο υπάρχει το
μονοπάτι που χάραξε η φρέσκια περπατηξιά της διάφανης εκείνης
κόρης.
Είχε φύγει μέσʹ από το πρωί των ματιών μου(καθώς τα βλέφαρα είχανε
κάνει το χατίρι του ήλιου τους) είχε κρυφτεί πίσω απʹ τον ίσκιο της
επιθυμίας μου ‐ κι όταν μια θέληση πήγε να την κάνει δική της αυτή
χάθηκε φυσημένη από στοργικούς ανέμους που η προστασία τους
ήτανε φωτεινή. Το μονοπάτι αγάπησε το λόφο κι αυτός πια ξέρει καλά
το μυστικό.


Έλα λοιπόν αλαργινή εξαφάνιση! Τίποτε άλλο δεν ποθούν
περισσότερο οι αγκαλιές των κήπων. Στην αφή της παλάμης σου θʹ
αναγαλλιάσουν οι καρποί που τώρα μετεωρίζονται άσκοποι. Στο
διάφανο στήριγμα της κορμοστασιάς σου τα δέντρα θα βρουν τη
μακροχρόνια εκπλήρωση των ψιθυρισμένων τους απομονώσεων. Στην
πρώτη σου ξεγνοιασιά θʹ αυξήσουν τα χορτάρια σαν ελπίδες. Η
παρουσία σου θα δροσίσει τη δροσιά.


Τότε θʹ ανοίξεις μέσα μου τα ριπίδια των συναισθημάτων.
Δάκρυα συνειδήσεων πολύτιμες πέτρες επιστροφές κι απουσίες.
Κι ενώ θα τρέχει ο ουρανός κάτω απʹ τις γέφυρες των πλεγμένων χεριών μας
ενώ οι πιο πολύτιμοι κάλυκες θα ταιριάζουνε στα μάγουλά μας
θα δώσουμε το σχήμα του έρωτα που λείπει από τις οράσεις αυτές.
Τότε θα δώσουμε
Στη λειτουργία των δυσκολότερων ονείρων μια σίγουρη παλινόρθωση!


ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ
ΩΡΙΩΝ

αʹ


Συμβιβάστηκε με την πικρία ο κόσμος
Διάττοντα ψεύδη αφήσανε τα χείλια
Η νύχτα ελαφρωμένη
Από το θόρυβο και τη φροντίδα
Μέσα μας μετασχηματίζεται
Κι η καινούρια σιωπή της λάμπει αποκάλυψη
Βρίσκομε το κεφάλι μας στα χέρια του Θεού.
βʹ


Μια προσευχή μεταμορφώνει τα ύψη της
Αλλάζει κοίτη ο χρόνος
Και γυμνούς από έγνοια επίγεια
Σʹ άλλα νοήματα μας οδηγεί


Πού είναι ο σφυγμός του εδάφους
Το αίμα στη μνήμη των προσώπων μας
Ο αυτούσιος πηγαιμός;
γ΄


Των φθαρτών δακρύων απόγονοι
Κωπηλάτες των ματαίων λιμνών
Αφήσαμε το γήινο δέρμα
Και στον ψίθυρο των δέντρων ψαύσαμε
Τα λόγια μας
Για τελευταία φορά
Τώρα στα μέτωπά μας γειτονέψανε άστρα!
δʹ
Εικόνα ω! αναλλοίωτη
Φωτοχυσία


Ντύνεις κάθε μετέωρη έννοια
Που προσεγγίζει την ελπίδα μας
Προς την αταραξία
Εκεί το ερωτηματικό που μας αποχωρίζεται


Είσαι παντού Μοιράζεσαι
Τις σκοτεινές μας άρπες
Άϋλο περίβλημα.
ε΄


Φύγαν τα μάτια μας αλλά προπορεύονταν οι ψυχές μας
Στη συνάντησή τους μες στους ουρανούς
Έλαμψε καθαρή στιγμή
Τρεμούλιασμα εναγώνιο
Το πιστό καθρέφτισμα των σωθικών μας


Πιο ψηλά
Στην ενωμένη μοναξιά των άστρων της
Θρονιάζεται η Γαλήνη


Γιατί την απαλλάξαμε από το κορμί μας
Γιατί την εξαντλήσαμε από τις ελπίδες μας
Γιατί της φέραμε τάμα την Ιδέα μας
Ξαναγεννάει αισθήματα.


ςʹ


Μέσα μας αναλύθηκεν η Σιωπή
Ο αρχάγγελός της άγγιξε τα μύχια
Σʹ ακατοίκητο χάος κύλησε τη μνήμη
Όταν εχαρισθήκαμε σε μιαν απίστευτη όχθη


Όχθη των ελαφρών σκιών
Ονειρεμένη άλλοτε από δάκρυα
Τα χρυσά στίγματα μας κοίταξαν
Τόσο που αποσπασθήκαμε απʹ το βάρος μας
Όπως αποσπασθήκαμε απʹ την αμαρτία!
ζʹ


Νοητή λάμψη
Κυανό διάστημα
Κάθαρση της ψυχής!
Σαν να ʹλειψε ο επίγειος θόρυβος
Σαν να σταμάτησε η κακία της μνήμης
Καθαρό πάλλεται
Το καινούριο μας όνειρο
Μας τραβάει απʹ το χέρι αόρατο χέρι
Όπου Γαλήνη γίνεται ο αθώος ουρανός
Όπου η Ψυχή ελέγχεται αναλλοίωτη.




ΕΠΕΤΕΙΟΣ

...even the wearist river
winds somewhere safe to sea!


Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Στο σημάδι ετούτο που παλεύει
Πάντα κοντά στη θάλασσα
Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος
Με στήθος προς τον άνεμο
Που να πηγαίνει ένας άνθρωπος
Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος
Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες
Στιγμές του, με νερά τα οράματα
Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του
Α, Ζωή


Παιδιού που γίνεται άντρας
Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος
Τον μαθαίνει νʹ ανασαίνει κατά κει που σβήνεται
Η σκιά ενός γλάρου.


Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Άσπρο μέτρημα μελανό άθροισμα
Λίγα δέντρα και λίγα
Βρεμένα χαλίκια
Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο
Ποιο μέτωπο
Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια
Κανείς δεν είναι
Νʹ ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο
Νʹ ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη
Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας
Όνομα πιο γλαυκό μες στον ορίζοντά τους
Λίγα χρόνια λίγα κύματα
Κωπηλασία ευαίσθητη
Στους όρμους γύρω απʹ την αγάπη.


Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει
‐ Όποιος είδε δυο μάτια νʹ αγγίζουν τη σιωπή του
Κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους
Ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους
Πιο κοντά στο φως
Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα ‐
Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεται
Σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεη
Μαδά η επιτυχία
Στρόβιλοι φτερών
Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα
Χώμα σκληρό κάτω από τʹ ανυπόμονα
Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο
Ηφαίστειο νεκρό.



Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο
Πιο πέρα απʹ τα νησιά
Πιο χαμηλά απʹ το κύμα
Γειτονιά στις άγκυρες
‐ Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθος
Ένα καινούριο εμπόδιο και το νικάνε
Και μʹ όλα τα δελφίνια της αυγάζʹ η ελπίδα
Κέρδος του ήλιου σε μιʹ ανθρώπινη καρδιά ‐
Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε
ΜΜια μορφή από αλάτι
Λαξεμένη με κόπο
Αδιάφορη άσπρη
Που γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της
Στηρίζοντας το άπειρο.

Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

ΚΡΗΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ


Πολύτιμη καταγραφή


Πρωτότυπο και πρωτοπόρο, τόσο στον τομέα της έρευνας, ανάλυσης και θεωρίας της ελληνικής μουσικής, όσο και γενικότερα στο χώρο της εθνομουσικολογίας υπήρξε το έργο του Ελβετού φιλόλογου - ελληνιστή και μουσικού - μουσικολόγου Σαμιέλ Μπο - Μποβί. Του αφοσιωμένου, ακούραστου επιστήμονα - ερευνητή, που έσκυψε πάνω από την παραδοσιακή μας μουσική, αφουγκράστηκε το λόγο, τον ήχο, την ομορφιά της, συγκεντρώνοντας ένα σημαντικό εθνομουσικολογικό αρχείο και βιβλιοθήκη με πολύτιμες μαρτυρίες (βιβλία, άρθρα, δίσκοι, ταινίες μαγνητοφώνου και κασετόφωνου, χειρόγραφα, παρτιτούρες), το οποίο βρίσκεται στο Ωδείο της Γενεύης. Καρποί της πολύχρονης έρευνάς του είναι μια σειρά από περίπου 100 βιβλία και άρθρα, που αποτέλεσαν για την εποχή τους πρότυπα μεθοδολογίας κι έδωσαν νέες διαστάσεις και προοπτικές στις γνώσεις μας για την ελληνική μουσική. Μεταξύ άλλων, το δίτομο βιβλίο του «Τραγούδια των Δωδεκανήσων», οι μελέτες του για το Κλέφτικο Τραγούδι και τα Ριζίτικα της Δυτικής Κρήτης, το «Δοκίμιο για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι».

Παρακαταθήκη του Μπο - Μποβί

Είκοσι χρόνια από το θάνατο του Μπο - Μποβί (2/11/1986) το πλούσιο και ανέκδοτο υλικό που είχε συγκεντρώσει, σε συνεργασία με τις δύο Eλληνίδες μουσικολόγους Δέσποινα Μαζαράκη και Αγλαΐα Αγιουτάντη, από την επιτόπια έρευνά τους στην Κεντρική και Ανατολική Κρήτη τη δεκαετία του '50, βγαίνει στο φως μέσα από την έκδοση με τίτλο «Μουσική καταγραφή στην Κρήτη, 1953 - '54». Πρόκειται για ένα δίτομο έργο, με ανέκδοτα κείμενα, σπάνιες φωτογραφίες και καταγραφές σε νότες κρητικών δημοτικών τραγουδιών, που συνοδεύεται από διπλό CD με ηχογραφημένα αποσπάσματα από τις επιτόπιες καταγραφές του Μπο - Μποβί. Το έργο είναι συμπαραγωγή του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου Μέλπως Μερλιέ και του Fonds Samuel Baud - Bovy (Γενεύη). Τη γενική επιμέλεια της έκδοσης, επιλογή - ανασύνθεση κειμένων, επιλογή υλικού κλπ. είχε ο εθνομουσικολόγος - πρόεδρος Μουσείου Λαϊκών Οργάνων, Λάμπρος Λιάβας, που μετά το θάνατο του Μπο - Μποβί ανέλαβε την ταξινόμηση του αρχείου του, ενώ την επιμέλεια των μουσικών μεταγραφών είχαν ο μουσικολόγος - διευθυντής του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου Μέλπως Μερλιέ, Μάρκος Δραγούμης και ο συνεργάτης του Θανάσης Μωραΐτης. Το περιεχόμενο των δύο τόμων καλύπτει, στο πρώτο μέρος, το ιστορικό και τη μεθοδολογία της έρευνας και, στο δεύτερο μέρος, τα τραγούδια και τους σκοπούς. Περιλαμβάνονται δέκα θεωρητικά κείμενα του Μπο - Μποβί, 67 λεπτομερείς μουσικές καταγραφές σε παρτιτούρες και οι ημερολογιακές σημειώσεις του Μπο - Μποβί, καθώς κι αυτές των Α. Αγιουτάντη και Δ. Μαζαράκη. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην έρευνα που έγινε στην Κρήτη, για πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, χρησιμοποιείται μαγνητόφωνο.

Στην Κρήτη της δεκαετίας του '50



«Αναζητούσαμε τραγουδιστές ηλικιωμένους και, όσο το δυνατόν, λιγότερο μορφωμένους. Αλλά δεν αποκλείσαμε ούτε τους νεότερους οργανοπαίκτες (που το παίξιμό τους αποτυπώνει το μετασχηματισμό του παραδοσιακού ύφους στη διάρκεια της τελευταίας εικοσιπενταετίας), ούτε τους νέους τραγουδιστές (που η φωνή τους επιτρέπει να προσδώσουν στο τραγούδι τους τον απαιτούμενο αρρενωπό και αδρό χαρακτήρα, ιδίως στα κομμάτια της δυτικής Κρήτης)», γράφει ο Μπο - Μποβί στην έκθεσή του προς το Εθνικό Συμβούλιο Επιστημονικής Ερευνας της Ελβετίας (1953). «Δυσκολευτήκαμε πολύ να καταφέρουμε να μας τραγουδήσουν οι γυναίκες, οι οποίες, εξάλλου, εκτός από τα νανουρίσματα και τα μοιρολόγια δεν έχουν τραγούδια αποκλειστικά δικά τους (...) Ορισμένες βραδιές θα μας μείνουν αξέχαστες, όπως στους Τουρτούλους όπου για δύο ώρες σ' ένα φτωχό καφενείο ανταλλάξαμε αυτοσχέδια δίστιχα με φίλους μόλις μιας ημέρας. Σε μιαν ατμόσφαιρα "απίστευτη" που δημιουργήθηκε από μερικά ποτήρια κρασί, απ' το διαπεραστικό τραγούδι της λύρας, τον υπόκωφο ρυθμό του νταουλιού κι απ' αυτή τη μορφή τραγουδιού όπου το κάθε ημιστίχιο που αυτοσχεδιάζει ο πρώτος επαναλαμβάνεται από τη χορωδία, η οποία γεμίζει από ενθουσιασμό όταν μια επιτυχημένη ρίμα, μια απροσδόκητη εικόνα, ένα ευαίσθητο συναίσθημα γεννιούνται στα χείλη του (...) Το ίδιο αξέχαστη θα μας μείνει η βραδιά στις Γωνιές, όπου ο οικοδεσπότης της, αρχηγός των ανταρτών στη γερμανική κατοχή - ένας εκπληκτικός τύπος Κρητικού (...) - συγκέντρωσε για χάρη μας όλους τους οργανοπαίκτες του χωριού του στο δωμάτιο όπου έκρυβε τα γερμανικά όπλα που πήρε από τα θύματά του. Ηρθαν δύο λυράρηδες: ο ένας 90χρονος, έπαιζε τον παλαιό τύπο λύρας που διατηρούσε ακόμη το δοξάρι με τα γερακοκούδουνα κι ο άλλος τον νεότερο τύπο, τον επηρεασμένο από το βιολί. Επίσης, έπαιζε θιαμπόλι (σουραύλι, φλάουτο με ράμφος), ένας με μαντούρα (καλαμένιο κλαρινέτο) και άλλοι με λαούτο και μαντόλα. Τέλος, θα μας μείνει αξέχαστη η βραδιά στην Αγια-Ρουμέλη όπου ένας 60χρονος βοσκός, που έφτασε περπατώντας από τη Χώρα Σφακιών μετά από οκτώ ώρες δρόμο και, αν κι ετοιμαζόταν να ξαναφύγει με την αυγή για να επιστρέψει στο κοπάδι του, μας δέχτηκε στο σπίτι του. Και, παρά το πένθος του (είχε χάσει τρία αδέλφια που σκοτώθηκαν στον πόλεμο ή εκτελέστηκαν ως όμηροι), δέχτηκε να μας τραγουδήσει ορισμένα τραγούδια, που διάλεξε τα λόγια τους έτσι ώστε ν' αποχαιρετήσει τη νιότη του, τον καιρό που ήταν όμορφος, παλικάρι και τραγουδιστής, οι τρεις αρετές που, σύμφωνα με τους Κρητικούς, κάνουν έναν άντρα αντάξιο του ονόματός του!»....



Ο Μπο - Μποβί με μουσικούς στη Γέργερη (1954)

Η έκδοση μάς αποκαλύπτει τα συμπεράσματα της έρευνας του Ελβετού μουσικολόγου πάνω στα τραγούδια και τους χορούς της Ανατολικής Κρήτης: για τους σκοπούς της ρίμας και του Ρωτόκριτου, τα κρητικά νανουρίσματα και την εξέλιξη της ελληνικής λαϊκής στιχουργικής, τα κρητικά τραγούδια του γάμου, ορισμένα κρητικά μοιρολόγια, τα μουσικά όργανα, την παράλληλη εξέλιξη της κατασκευής, τεχνικής και ρεπερτορίου της κρητικής λύρας, τους χορούς χανιώτικο συρτό, πεντοζάλη, πηδηχτό...

Από τη λύρα με τα γερακοκούδουνα στη βιολόλυρα

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι έρευνες στην Κρήτη πραγματοποιήθηκαν σε μια περίοδο κρίσιμη και μεταβατική, όπου ξεκινά η αυξανόμενη αστικοποίηση, ενώ το οδικό δίκτυο που αρχίζει να κατασκευάζεται φέρνει σε επικοινωνία τις απομονωμένες έως τότε μεταξύ τους ευρύτερες περιοχές: τη Δυτική με την Κεντρική και Ανατολική Κρήτη και το βόρειο με το νότιο τμήμα του νησιού. Στο επίπεδο της μουσικής, οι επιπτώσεις γίνονται αισθητές μέσα από τη διάδοση των νεότερων οργάνων, με την επικράτηση της «ζυγιάς» βιολί - λαούτο ή σύγχρονη κρητική λύρα - λαούτο, που αντικαθιστούν την παλιά λύρα με συνοδεία από το νταουλάκι ή τα γερακοκούδουνα του δοξαριού. Χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρει σε επιστολή της (1953) προς τον Μπο - Μποβί, η Δ. Μαζαράκη, μετά από την προ-έρευνά της στην Κρήτη: «Η ασκομαντούρα (ασκί), το θιαμπόλι (φλογέρα) και η λύρα μπορούμε να πούμε ότι έχουν εξαφανιστεί. Με δυσκολία βρίσκουμε κανέναν πολύ γέρο ή παιδί μικρό που να παίζει μ' αυτά. Η λύρα η παλιά με τα γερακοκούδουνα φαίνεται ότι παίζεται ακόμα στη Σητεία, όπου παίζεται με συνοδεία νταουλιού... Στο Ηράκλειο παίζανε άλλοτε τη λύρα μόνη της, με μοναδική συνοδεία τα γερακοκούδουνα του δοξαριού της. Τώρα όμως η λύρα αντικαταστάθηκε από τη βιολόλυρα, που παίζει με τη συνοδεία λαούτου, μαντόλας ή μαντολίνου...».

Από το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ πρόσφατα εκδόθηκαν επίσης: το βιβλίο «Δημοτικές μελωδίες από τη Χίο», με πρωτότυπο υλικό (114 τραγούδια) του Γάλλου γλωσσολόγου Ιμπέρ Περνό το 19ο αιώνα στη Χίο, όπως το είχε μεταγράψει ο συνθέτης Πολ λε Φλεμλέ Φλεμ, και, κυρίως, όπως το διόρθωσε κατά το ρυθμό και το μέτρο ο μουσικολόγος και διευθυντής του ΜΛΑ Μάρκος Δραγούμης. Την επιμέλεια των μουσικών μεταγραφών και των κειμένων είχε ο Θανάσης Μωραΐτης. Το διπλό CD «Αρβανίτικα τραγούδια από τα χωριά της Φλώρινας (Φλάμπουρο - Λέχοβο - Δροσοπηγή), της Κόνιτσας (Πληκάτι) και της Ορεστιάδας Εβρου (Νέο Χειμώνιο - Ρήγιο)», με ηχογραφήσεις ντόπιων τραγουδιστών (1996 - 2004) και πληθώρα πληροφοριών, σε επιμέλεια παραγωγής των Θανάση Μωραΐτη και Μ. Δραγούμη. Το CD «Ασπρο τριαντάφυλλο φορώ», με ηχογραφήσεις στο Βογατσικό Καστοριάς από τους Μάρκο Δραγούμη και Γιάννη Αννινο (1965 - 1980).

Πηγή

Οι πολιτικές παρεμβάσεις του Γιώργου Θεοτοκά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του εξήντα




«Εμείς δεν ζητούμε τίποτα άλλο
παρά ελευθερία, νομιμότητα και φρόνηση»

(Θεοτοκάς)

Μαρία Παλακτσόγλου

Εισαγωγή

Τον Ιούλιο του 1965, η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα περνούσε για μια ακόμα φορά μια σοβαρή και επικίνδυνη κρίση, όταν, με την επέμβαση του βασιλιά, παραιτήθηκε ο νόμιμα εκλεγμένος πρωθυπουργός και αρχηγός της Ένωσης Κέντρου, Γεώργιος Παπανδρέου. Ακολούθησε μια περίοδος πολιτικής αστάθειας που κατέληξε στη γνωστή και μοιραία για τη χώρα Απριλιανή δικτατορία (1967).

Ο Γιώργος Θεοτοκάς, πολιτικός στοχαστής και «μαχητικός διανοούμενος»[1] από τα πρώτα χρόνια της συγγραφικής του ζωής, ξεκίνησε τότε (Ιούλιος 1965) μια έντονη πολιτική αρθρογραφία στην εφημερίδα «το Βήμα», όπου σχολίαζε την επικρατούσα πολιτική κρίση. Ο ίδιος, δικαιολογώντας μέχρις ενός σημείου την σχετική πολιτική παρέμβαση, δήλωνε σε συνέντευξh (1965):

[...] με την στάσι μου θέλησα να υποστηρίξω ωρισμένες αρχές, στις οποίες πιστεύω και που βασικά αφορούν την ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος και των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Θέλησα επίσης να εκφράσω την ανησυχία μου [...] για το πού πάμε. Διότι νομίζω ότι μπήκαμε σε έναν δρόμο επικίνδυνο για την Ελλάδα, [...] που ασφαλώς κανείς από τους υπευθύνους δεν είναι σε θέσι να μας πη σε τι καταστάσεις ο δρόμος αυτός θα καταλήξη (Θεοτοκάς, 1996: 1112-3).[2]

Στην παρούσα εισήγηση θα εξετάσουμε την πολιτική αρθρογραφία του Θεοτοκά κατά την περίοδο του Ιουλίου 1965 και του Ιανουαρίου 1966, η οποία εκδόθηκε από τον ίδιο και ως δοκίμιο με τίτλο Εθνική κρίση. Στη συνέχεια, αφού αναφερθούμε σύντομα στα αρνητικά σχόλια που δέχτηκε για την αρθρογραφία του, θα προσπαθήσουμε να εντάξουμε τις σχετικές πολιτικές του παρεμβάσεις στην ευρύτερη πνευματική και πολιτική του σκέψη.

Εθνική κρίση (1966) - Μια «μαρτυρική κατάθεση» [3]

Το πολιτικό δοκίμιο Εθνική κρίση είναι μια συλλογή έξι άρθρων, τα οποία δημοσιεύτηκαν μετά τα πολιτικά γεγονότα των λεγόμενων «Ιουλιανών». Τα πέντε από αυτά δημοσιεύτηκαν κατά διαστήματα στην εφημερίδα «Το Βήμα» ενώ το έκτο υπήρξε κείμενο εισήγησης σε «Συμπόσιο για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση». Στα άρθρα προστέθηκε και μια εισαγωγή η οποία προδημοσιεύτηκε στην ίδια εφημερίδα (9 Φεβρουαρίου 1966). Τα άρθρα είναι:
«Η ελπίδα» (27 Ιουλίου 1965)
«Πού πάμε;» (8 Σεπτεμβρίου 1965)
«Η εθνική κρίση και οι νέοι» (15 Σεπτεμβρίου 1965)
«Τα βαθύτερα αίτια της κρίσης» (29 Σεπτεμβρίου 1965)
«Γλώσσα και Παιδεία» (16 Νοεμβρίου 1965)
«Εθνική προοπτική» (1 Ιανουαρίου 1966)

Από μια πρώτη ματιά, το δοκίμιο Εθνική κρίση αποτελεί μία «χαλαρή» συγκέντρωση άρθρων με κοινό σημείο αναφοράς τα γεγονότα του Ιουλίου 1965. Ο Θεοτοκάς υποστηρίζει, μάλιστα, στον πρόλογο ότι τα άρθρα που απαρτίζουν το δοκίμιο είναι «κομμάτια από διαλόγους ελλειπτικούς και ασύνδετους, που γίνονται στο κατάστρωμα του πλοίου την ώρα της μεγάλης τρικυμίας» και ότι «εκφράζουν εικασίες, προσδοκίες, φόβους, αγωνίες και θέτουν ερωτήματα που μένουν χωρίς απάντηση» (Θεοτοκάς, 1996: 1134). Αν και οι δηλώσεις του συγγραφέα «κοινοποιούν» κάποιο βαθμό χαλαρότητας ή ανεπάρκειας στο δοκίμιο, εν τούτοις κατευθύνουν την προσοχή του αναγνώστη στην υψηλή επικινδυνότητα της κρίσης και στην αναζήτηση των αιτιών ή των πιθανών διεξόδων από αυτήν. Σε τούτο συμβάλλει και η αναφορά, που γίνεται στον πρόλογο, της παραστατικής εικόνας «του πλοίου που βρίσκεται σε ώρα μεγάλης τρικυμίας», ένας προσφιλής για τον συγγραφέα ευρύτερος συμβολισμός της Ελλάδας και της ταραγμένης κατά καιρούς πολιτικής της ζωής.

Ο Θεοτοκάς, ξεκινά το δοκίμιο με το γνωστό δίστιχο του Σολωμού: «Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ κι αγαπημένε/ πάντοτ’ευκολόπιστε και πάντα προδομένε». Με το δραματικό αυτό άνοιγμα καθορίζει, από τη μια, το κοινό στο οποίο απευθύνεται και για το οποίο αρθρογραφεί (ελληνικός λαός) και, από την άλλη, τον βασικό άξονα της θεματογραφίας του (προδοσία-«Ιουλιανά»)

Σύμφωνα με τον Θεοτοκά ο ελληνικός λαός, αν και είναι στην πραγματικότητα απλός, φιλειρηνικός και ήμερος, δεν διστάζει να φτάσει στα άκρα ή να μεγαλουργήσει όταν το απαιτούν οι περιστάσεις (Έπος του Σαράντα). Ο λαός αυτός, όντας «ευκολόπιστος», κατά τον Σολωμό, συχνά-πυκνά έχει «γελαστεί» ή και προδοθεί από τους κυβερνώντες του. Στην προκειμένη περίπτωση των «Ιουλιανών», με τη βεβιασμένη παραίτησή του νόμιμα εκλεγμένου Πρωθυπουργού, ο ελληνικός λαός έχει υποστεί μια νέα «προδοσία». Η βούλησή του έχει ακυρωθεί και τα δημοκρατικά του δικαιώματα έχουν καταπατηθεί, αφού «δεν λογαριάζεται η επιθυμία του [...] και προδίδεται η εντολή του, μόλις ενάμισυ χρόνο μετά την πανηγυρική της εκδήλωση» (Θεοτοκάς, 1996: 1098). Για τον συγγραφέα λοιπόν η πολιτική κρίση ξεκινά από την ακύρωση της «θεμελιακής για το δημοκρατικό πολίτευμα αρχής της πλειοψηφίας» και την καταπάτηση των δικαιωμάτων του λαού.

Ο Θεοτοκάς θεωρεί υπεύθυνους για την σχετική κρίση τους «άρχοντες», οι οποίοι καθορίζονται ως: «όλ[οι] εκείν[οι] [οι] παράγοντες, [οι] ανακτορικ[οί], πολιτικ[οί], οικονομικ[οί] και άλλ[οι], που ρυθμίζουν ουσιαστικά τις εθνικές μας τύχες, ανεξάρτητα από τίτλους και αξιώματα» (Θεοτοκάς, 1996: 1100). Οι άνθρωποι αυτοί, «άνθρωποι ισχύος» που ορίζουν τις τύχες του λαού με τις αποφάσεις τους, ανήκουν στο κόμμα της Δεξιάς, το οποίο φέρει αποκλειστικά τις ευθύνες για την έκκρυθμη πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα.

Ο Θεοτοκάς ορίζει τη Δεξιά ως ένα «πολύπλοκο σύμπλεγμα από δυνάμεις ετερόκλητες, φανερές και σκοτεινές», η οποία με τον συντηρητισμό της κρατά τον τόπο «μισόν αιώνα πίσω από το σήμερα (ενν. 1965)» (Θεοτοκάς, 1996:1099). Επεξηγώντας την ανομοιογένεια της Δεξιάς, στην οποία αναφέρεται, δίνει και έναν αναλυτικό κατάλογο του πολιτικού πεδίου από το οποίο προέρχονται τα μέλη της. Τα μέλη αυτά είναι «οπαδοί του μοναρχισμού, άνθρωποι της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, συνεργάτες των Γερμανών κατακτητών, αντιδραστικοί πολιτευτές του παλαιού αντιβενιζελισμού, φανατισμένοι σκοταδιστές της παιδείας, έξαλλοι νεοφασιστές, [...] πρώην φιλελεύθεροι και δημοκρατικοί» (Θεοτοκάς, 1996: 1129). Ενωτικά στοιχεία αυτής της μεγάλης και ανομοιόμορφης ομάδας είναι η εθνικιστική ιδεολογία και ο φόβος του κομμουνισμού.
Για τον συγγραφέα η «συντηρητική» Δεξιά υποδαυλίζει και συνεχίζει σκόπιμα το κλίμα του εμφυλίου, ακολουθώντας μια κινδυνολογική προπαγάνδα για την διασφάλιση της εθνικής ακεραιότητα της χώρας, χωρίζει τους Έλληνες σε «εθνικόφρονες» και «κομμουνιστές». Και τούτο γιατί:

Κάθε διαφορετική τοποθέτηση των πραγμάτων, υπηρετεί, λένε [ενν. οι Δεξιοί], την πολιτική του Δούρειου Ίππου, διασπά και εξασθενίζει το εθνικό μέτωπο και του ανοίγει ρήγματα, από όπου προβάλλει πάλι ο κίνδυνος της κομμουνιστικής εισβολής (Θεοτοκάς, 1996: 1128).

Είναι λοιπόν ο συντηρητισμός της Δεξιάς και οι φοβίες της για τον κομμουνισμό οι βαθύτεροι λόγοι που έχουν οδηγήσει την Ελλάδα σε περιπέτειες. Επί πλέον η Δεξιά φέρει την ευθύνη για την πολιτική αστάθεια και για το φαινόμενο «του πολιτικού μηδενισμού», του διασυρμού, δηλαδή, κάθε πολιτικής ιδεολογίας, που επικρατεί στη χώρα (Θεοτοκάς, 1996: 1101).

Μετά την οριοθέτηση της κρίσης και των υπαιτείων της, ο Θεοτοκάς στρέφεται σε μια συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων, τους νέους, τους οποίους προτρέπει να σταθούν μπροστά στα πολιτικά γεγονότα ψύχραιμα, να προετοιμαστούν για αγώνες και θυσίες και να αναπτύξουν τα σχέδια τους για τη μελλοντική διακυβέρνηση του τόπου. Άλλωστε όπως υποστηρίζει: «Η νέα γενεά πρέπει ν’αρχίσει να αναλαμβάνει τις ευθύνες της. Να συναισθανθεί ότι ο τόπος, από δω και πέρα, θα είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος δικός της» ((Θεοτοκάς, 1996: 1105).

Ο συγγραφέας φαίνεται ότι εναποθέτει όλες τις ελπίδες του στους νέους αυτούς που θα διακυβερνήσουν τη χώρα στο μέλλον και πιστεύει ότι είναι ικανοί να φέρουν τις ποθούμενες αλλαγές. Η κυριότερη αλλαγή, που ο ίδιος ευελπιστεί να πραγματοποιηθεί, είναι η εξάλειψη της σκιάς του εμφυλίου και του φόβου της συντηρητικής μερίδας του λαού για τον κομμουνισμό. Άλλωστε η Ελλάδα της δεκαετίας του εξήντα έχει να αντιμετωπίσει σοβαρότερα προβλήματα, κυρίως οικονομικά και κοινωνικά, που συνδράμουν στην κοινωνική και ταξική ανισότητα, στην εγκατάλειψη της υπαίθρου και στην απώλεια πληθυσμού μέσω της μετανάστευσης.

Ειδικότερα για τα κοινωνικά θέματα της ταξικής ανισότητας, της ανεργίας και της κοινωνικής απομόνωσης ο Θεοτοκάς αναφέρει ότι αυτά είναι προβλήματα σοβαρά, που έχουν οδηγήσει μεγάλη μερίδα του πληθυσμού σε απόγνωση και συνάμα έχουν δημιουργήσει πολλές μνησικακίες εναντίον των «αρχόντων». Ο ίδιος πιστεύει ότι όλοι αυτοί οι πολίτες που «μνησικακούν» σε κάποια στιγμή θα ζητήσουν το δίκιο τους και θα δημιουργήσουν διάφορα προβλήματα στη χώρα (Θεοτοκάς, 1996: 1109). Ο λαός άλλωστε ζητάει από το Κράτος μεταρρυθμίσεις τολμηρές και ουσιαστικές (πολιτικές, κοινωνικές, εκπαιδευτικές) οι οποίες είναι αδύνατον να γίνουν από μια συντηρητική Κυβέρνηση. Ο Θεοτοκάς υποστηρίζει ότι η Κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου, αν και δεν πραγματοποίησε όλες τις υποσχέσεις της στη λιγόχρονη παραμονή της στην εξουσία, έκανε κάποια αρχή, η οποία «με δόλο» αναχαιτίστηκε από τη Δεξιά. Γι’ αυτό και ο ίδιος ανησυχεί σοβαρά για το μέλλον και υποστηρίζει ότι οι εξελίξεις που έπονται θα είναι απρόβλεπτες αλλά και επικίνδυνες.[4]

Συνοψίζοντας λοιπόν θα λέγαμε ότι ο Θεοτοκάς ορίζει την κρίση που δημιουργήθηκε μετά τα «Ιουλιανά» ως πολιτειακή, κοινωνική και εθνική και υποστηρίζει ότι οφείλεται αποκλειστικά στις παρεμβατικές ενέργειες μιας συντηρητικής Δεξιάς, που δεν σέβεται τα δημοκρατικά δικαιώματα του λαού και αντιμετωπίζει κάθε ανανεωτική προσπάθεια με υποψία. Με τον τρόπο αυτό εγείρει το μένος του λαού και «ρίχνει» την Ελλάδα σε επικίνδυνες και απρόβλεπτες περιπέτειες.

Ο «ρόλος του συγγραφέα» και η «φιλελεύθερη» σκέψη του Θεοτοκά

Ο πολιτικός στοχασμός και οι παρεμβάσεις του Γιώργου Θεοτοκά στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας δεν είναι φαινόμενο που παρατηρείται μόνο στην δεκαετία του εξήντα. Σε διάφορες στιγμές της πνευματικής του παρουσίας δεν έπαψε να καταθέτει δημόσια και με παρρησία την προσωπική του γνώμη, η οποία είχε συμβουλευτικό και καθοδηγητικό χαρακτήρα[5]. Ο ίδιος δήλωνε:

Είμαι ένας ανεξάρτητος συγγραφέας [...] που ενδιαφέρεται για τις τύχες της πατρίδας του και αισθάνεται, σε κρίσιμες ώρες, την ηθική ανάγκη να πει τη γνώμη του για τα κοινά (Θεοτοκάς, 1996: 1172).

Οι κύριοι λόγοι που τον οδηγούσαν στις παρεμβάσεις αυτές βασίζονταν, σε πρώτο επίπεδο, στις προσωπικές του απόψεις για τον ρόλο του συγγραφέα και κατ’ επέκταση του πνευματικού ανθρώπου και, σε δεύτερο επίπεδο, στη φιλελεύθερη σκέψη του. Θα εξετάσουμε λοιπόν εδώ τους λόγους που τον παρότρυναν συχνά να γίνεται «πολεμικός» και να αρθρογραφεί με ιδιαίτερη συχνότητα σχολιάζοντας τα κοινά εστιάζοντας την προσοχή μας στην περίοδο 1965-1966. Ας ξεκινήσουμε όμως με ορισμένα από τα σχόλια που δέχτηκε για την Εθνική κρίση αλλά και την στάση του εν γένει κατά την περίοδο μετά τα «Ιουλιανά».

Αν και ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογο της Εθνικής κρίσης ότι η απήχηση που είχαν τα άρθρα του ήταν μεγάλη αφού ανταποκρίνονταν σε κάποιες ανάγκες των αναγνωστών[6], εν τούτοις ορισμένοι πνευματικοί άνθρωποι του καιρού του αντέδρασαν έντονα και αρθρογράφησαν εναντίον του, αντικρούοντας τα γραφόμενα του και σχολιάζοντας τις προθέσεις του, τις πολιτικές του πεποιθήσεις, τις ευθύνες του ως πνευματικού ανθρώπου ακόμη και την κατ’ αυτούς «ύποπτη» ή και «υποκινούμενη» συμπεριφορά του.

Ένας από τους σφοδρούς επικριτές του υπήρξε ο Πέτρος Χάρης, ο οποίος χαρακτήρισε σε άρθρο του την σχετική πολιτική παρέμβαση του Θεοτοκά ως «προδοσία». Η δήλωση αυτή του Χάρη έγινε αιτία για την αποχώρηση του Θεοτοκά από την ομάδα τον Δώδεκα αφού, σύμφωνα με τον ίδιο, του ήταν αδύνατον να ανήκει στην ίδια ομάδα με κάποιον που τον χαρακτήριζε ως «προδότη» (Θεοτοκάς, 1996: 1111).

Σκληρότερος επικριτής του Θεοτοκά κατά την περίοδο αυτή υπήρξε ο πρόεδρος της Ακαδημίας, Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο οποίος καταφέρθηκε εναντίον του με τα άρθρα «Περί βλακείας» και «Αιδώς και Νέμεσις». Μέρος του δεύτερου άρθρου, μάλιστα, δημοσιεύτηκε, χωρίς κανένα σχόλιο, την επαύριο του θανάτου του Θεοτοκά.
Στο άρθρο «Περί βλακείας» ο Τσάτσος, οριοθετώντας την θεματολογία του, δηλώνει ότι θα αναλύσει την περίπτωση της «ημιβλακείας των διανοουμένων», τους οποίους χαρακτηρίζει ως «βαθύτατα χαλασμένα μυαλά» και «δημόσιο κίνδυνο» (Θεοτοκάς, 1996: 1314). Σύμφωνα με τον ίδιο, οι «ημιβλάκες διανοούμενοι» ή και «ημιβλάκες καλής πίστεως» «παρασύρονται από την ωργανωμένη δύναμη του κομμουνισμού και γίνονται αθέλητα όργανά του» ενώ χαρακτηρίζονται «από ένα πνεύμα αρχοντοχωριατισμού και δουλείας στις επιταγές του συρμού» (Θεοτοκάς, 1996: 1316-17). Από διάφορες αναφορές, που βρίσκονται στο άρθρο του Τσάτσου, είναι φανερό ότι κύριος στόχος του υπήρξε ο Θεοτοκάς, ο οποίος και δημοσίευσε το άρθρο «Ιδέες και πρόσωπα» ως απάντηση στον πρόεδρο της Ακαδημίας. Στο άρθρο σχολιάζει τα αρνητικά σχόλια εναντίον του και κατηγορεί τον Τσάτσο για «λιβελλογραφία», «φανατισμό» και «μισαλλοδοξία» (Θεοτοκάς, 1996: 1169)

Ο Τσάτσος, ανταπαντώντας στο Θεοτοκά, δημοσιεύει το «Αιδώς και Νέμεσις» όπου γίνεται επιθετικότερος και, κατηγορώντας τον Θεοτοκά για συκοφαντία, τον χαρακτηρίζει εκ νέου ως «ημιβλάκα», «αναιδή» και «υποχείριο» των κομμουνιστών (Θεοτοκάς, 1996: 1333). Όσο για την πολιτική κατάσταση της περιόδου και την δυσαρέσκεια του λαού, ο ίδιος δηλώνει ότι δεν τίθεται καν θέμα εθνικής κρίσης και ότι η συμπεριφορά του λαού ανάγεται σε ζητήματα ηθικής και όχι πολιτικής. Έτσι στην πραγματικότητα δεν ευθύνεται το κράτος για την κρίση αλλά η ιδιοσυγκρασία του Έλληνα και η παιδεία του με την ευρύτερη έννοια του όρου (Θεοτοκάς, 1996: 1334).

Τα σχετικά αρνητικά σχόλια που δέχτηκε ο Θεοτοκάς για την αρθρογραφία του τον απογοήτευσαν γιατί καταφέρονταν εναντίον των γενικότερων απόψεων και επιλογών του. Ένα από αυτά αφορούσε στις απόψεις του για το ρόλο του συγγραφέα και του πνευματικού ανθρώπου γενικότερα.

Οι απόψεις του Θεοτοκά για το ρόλο του συγγραφέα ή του πνευματικού ανθρώπου και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του είναι συγκεκριμένες[7]. Κατ’αρχάς υποστηρίζει ότι ο συγγραφέας ή ο πνευματικός άνθρωπος, είναι ένας ευαίσθητος δέκτης των κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων που συμβαίνουν γύρω του και έχει τα κριτήρια να κρίνει μεροληπτικά καταστάσεις και γεγονότα (Θεοτοκάς, 1996: 458). Παράλληλα, θεωρεί ότι «πρέπει να είναι ελεύθερος να ανήκει σε όποια πνευματική σχολή ή σε όποια ιδεολογική παράταξη προτιμά και να γράφει τις απόψεις του», τους φόβους του και τις ανησυχίες του (Θεοτοκάς, 1996: 1095). Ο Θεοτοκάς προσθέτει ακόμα ότι ο κάθε πνευματικός άνθρωπος είναι εξίσου σεβαστός και όταν συμμετέχει ενεργά στους ιδεολογικούς αγώνες ή στις πολιτικές διαταραχές και όταν μένει απομονωμένος στον κόσμο του πνεύματος. Εκείνο που ζητά ο ίδιος όμως από τον πνευματικό άνθρωπο είναι να είναι δίκαιος και αληθινός και να ακολουθεί το πνεύμα του ανθρωπισμού (Θεοτοκάς, 1996: 1117-18).

Έτσι, σε πρώτο επίπεδο, η πολιτική παρέμβαση του Θεοτοκά κατά την περίοδο μετά τα «Ιουλιανά» είναι πράγματι συνεπής με τις απόψεις του σε σχέση με το ρόλο του του συγγραφέα ή του πνευματικού ανθρώπου. Και σε τούτο το σημείο έγκειται και η οργή που ένιωσε όταν γνωστοί συνοδοιπόροι και άλλοτε φίλοι, όπως ο Τσάτσος, καταφέρθηκαν εναντίον του. Η επίκληση τους να σταματήσει να μιλάει για τα κοινά και να «ξεσηκώνει την νεολαία»ή να παραπλανεί το πλήθος και οι χαρακτηρισμοί που του απέδωσαν - «προδότης» και «ημιβλάκας διανοούμενος» - τον «εξόργισαν», γιατί καταφέρονταν ακριβώς εναντίον της ιδεολογικής του άποψης ότι ο συγγραφέας έχει το δικαίωμα της «φωνής» και μπορεί να σχολιάζει πολιτικές καταστάσεις και να εκφέρει γνώμες.

Το δεύτερο αρνητικό σχόλιο που δέχτηκε, αφορούσε στην φιλελεύθερη σκέψη του και στις πολιτικές του επιλογές. Το σχετικό σχόλιο είναι του Κ. Τσάτσου, ο οποίος τον χαρακτηρίζει ως «ημιβλάκα διανοούμενο» και ακούσιο «υποχείριο» των κομμουνιστών.

Αρχικά πρέπει τονίσουμε ότι ο Θεοτοκάς ποτέ δεν υπήρξε, εκούσια ή ακούσια οπαδός της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Αντίθετως, από τα πολιτικά του κείμενα απορρέει ότι ο ίδιος «έβλεπε» με μεγάλη υποψία τον κομμουνισμό και το κομμουνιστικό σύστημα γενικότερα και θεωρούσε ότι αυτό καταπατούσε και κατέλυε τα δημοκρατικά δικαιώματα του ανθρώπου (Θεοτοκάς, 1996: 808). Παράλληλα ο ίδιος δεν ήθελε να ανήκει σε καμιά οργάνωση, πράγμα το οποίο χαρακτήριζε ως «δέσιμο»[8] και είχε σε πολλές περιπτώσεις κατηγορηθεί και από τους Δεξιούς ως Αριστερός και από τους Αριστερούς ως Δεξιός.

Οι πολιτικές επιλογές και προτιμήσεις του Θεοτοκά εστιάζονταν στο χώρο του Κέντρου. Όντας οπαδός του ανθρωπισμού, του φιλευθερισμού, της μετριοπάθειας, αλλά και της προόδου και του εξευρωπαϊσμού της Ελλάδας, δύο ήταν οι πολιτικές μορφές που τον «άγγιξαν», και που, σύφωνα με τον ίδιο, φέρουν πολλές ομοιότητες: ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Γεώργιος Παπανδρέου[9]. Ειδικά για τον Γ. Παπανδρέου γράφει με θαυμασμό:

[...] είναι αρκετά ζωντανός και νέος στα μυαλά ώστε να σκέπτεται πολύ περισσότερο το μέλλον παρά το παρελθόν. Είναι συγχρονισμένο πνεύμα κι αληθινά ευρωπαϊκό. [...] στοχάζεται ταυτόχρονα εξίσου βαθιά και καθαρά, τα ελληνικά και τα πανευρωπαϊκά προβλήματα του καιρού μας (Θεοτοκάς, 2005: 457).

Για τον Θεοτοκά ο Γεώργιος Παπανδρέου εκφράζει τον πολιτικό ηγέτη που θα μπορέσει να ισορροπήσει πολιτικά την Ελλάδα και να την οδηγήσει στην εξέλιξη και στην ευημερία.

Επί πλέον ο ίδιος πίστευε ότι το Κέντρο ανταποκρινόταν από τη μια στις απαιτήσεις της περιόδου και στη λαϊκή βούληση, αφού αποτελούσε συνέχεια του πνεύματος των φιλευλευθέρων,[10] και από την άλλη ήταν σε θέση να φέρει κάποια ζωτική μεταρρύθμιση εθνικής και κοινωνικής ολκής. Ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου μάλιστα υποστηρίζει ότι για τον Θεοτοκά «το Κέντρο ανεξάρτητα από τα κόμματα που το εξέφραζαν, υπήρχε ως ‘ενιαία και Μεγάλη Δημοκρατική Παράταξι’», ότι ο ίδιος του «απέδιδε [...] όλα τα στοιχεία που είχαν χαρακτηρίσει τους μεταρρυθμιστές του 1934-1944» και ότι η βασική προυπόθεση για την «υλοποίηση της μεταρρύθμισης» που θα μπορούσε να γίνει ήταν η ενότητά του (Χατζηβασιλείου, 2005: 1018).

Ανεξάρτητα από τις αλλεπάλληλες πολιτικές απογοητεύσεις του Θεοτοκά κατά τη διάρκεια του πενήντα και των αρχών του εξήντα, που εστιάζονταν γύρω από τα ρήγματα της ενότητας του Κέντρου[11], ο ίδιος την επαύριο των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου 1963 και της νίκης της Ένωσης Κέντρου ενθουσιάζεται και δηλώνει ότι «ο αέρας άλλαξε» και ότι οι έλληνες περιμένουν να δουν μια καινούρια εποχή» (Θεοτοκάς, 1996: 1051-52). Ο ενθουσιασμός του ολκείται από την πιθανότητα της «αλλαγής» που θα μπορούσε να φέρει μια νέα κυβέρνηση.
Στην νέα κυβέρνηση του Κέντρου ο Θεοτοκάς εναποθέτει όλες τις ελπίδες του για αλλαγή στην Ελλάδα, την προκοπή, δηλαδή, του τόπου και την εξύψωση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών μαζών. Τα αιτήματα αυτά φαίνεται ότι συμμερίζονται και οι ψηφοφόροι οι οποίοι έδωσαν με την ψήφο τους την σαφή νίκη στην Ένωση Κέντρου. Όσο για την ηγεσία του Κέντρου ο ίδιος υποστηρίζει ότι αυτή απαρτίζεται από μορφές αξιόλογες, με ηγετικές ικανότητες που θα μπορέσουν να δουλέψουν για το γενικό καλό[12].

Έτσι, σε δεύτερο επίπεδο η πολιτική παρέμβαση του Θεοτοκά μετά τα «Ιουλιανά» ελέγχεται από τη φιλελεύθερη σκέψη του και τις «κεντρώες» του πολιτικές επιλογές. Έχοντας σαφείς προσδοκίες και ελπίδες για το μέλλον της Ελλάδας, οι οποίες εκφράζονται από την κυβέρνηση Παπανδρέου και την Ένωση Κέντρου, τα «Ιουλιανά» έρχονται να ακυρώσουν τις ελπίδες του και να «θολώσουν» την εικόνα ενός καλύτερου «αύριο». Για τον λόγο αυτό παρεμβαίνει ενεργά στο πολιτικό προσκήνιο και αρθρογραφεί εναντίον της Δεξιάς, την οποία θεωρεί ως συντηρητική και ανίκανη να φέρει τις ριζικές αλλαγές που χρειάζεται ο τόπος. Μένει, λοιπόν, ο χαρακτηρισμός του Τσάτσου («υποχείριο» των κομμουνιστών). Θεωρούμε ότι αυτός είτε υποκινείται από την έκδοση του δοκιμίου Εθνική κρίση από έναν αριστερό εκδοτικό οίκο (Θεμέλιο) είτε ελέγχεται από την τάση της Δεξιάς να χαρακτηρίζει όποιον δεν ανήκει στο χώρο της ως Αριστερό.[13] Πάντως αν αντιπαραβάλουμε τον χαρακτηρισμό με τη φιλελεύθερη σκέψη του Θεοτοκά, αυτός παραμένει μετέωρος και σαθρός.

Σαν επίλογος

Συνοψίζοντας λοιπόν θα λέγαμε ότι ο Θεοτοκάς είδε την πολιτική κρίση του Ιουλίου 1965 ως ένα σοβαρό θέμα ύψιστης εθνικής σημασίας αλλά και ως αποτέλεσμα της λανθασμένης πολιτικής που ακολουθούσε η Δεξιά, που ενεργούσε με ασυνειδησία παρακινούμενη από ιδεολογικές επιταγές του παρελθόντος. Πολύ εύστοχα ο Ν. Αλιβιζάτος δηλώνει ότι για τον Θεοτοκά «τα «Ιουλιανά δεν υπήρξαν απλώς προδοσία, ούτε παροδικό συμβάν» αλλά «ήταν η διάψευση της ελπίδας μιας ζωής, της ελπίδας ότι η Ελλάδα μπορεί χωρίς βία να επουλώσει τις πληγές της, να ξεπεράσει τις κακοδαιμονίες της και να συμμετάσχει με τις ζωντανότερες δυνάμεις της στην οικοδόμηση της νέας Ευρώπης» (Αλιβιζάτος, 1996: 60).

Ο Θεοτοκάς στην δύσκολη για την Ελλάδα περίοδο (1965-1966) ακολουθώντας τόσο τις προσωπικές του πεποιθήσεις για τον ρόλο του ως πνευματικού ανθρώπου όσο και τις πολιτικές απόψεις και τα εθνικά του οράματα επενέβη μαχητικά με τα γραφόμενά του στα πολιτικά δρώμενα. Ο ίδιος συνιστούσε λίγο απλοϊκά ίσως την αποκατάσταση της δημοκρατίας και τον σεβασμό του λαού, αλλά δεν παρέλειπε να «κρούει τον κώδωνα του κινδύνου» λέγοντας:

Για να ζήσει το έθνος και να προκόψει πρέπει να βγει από την αποτελμάτωση και από τις φοβίες του υπερσυντηρισμού που μας κατέχει, και να βρει τολμηρές λύσεις των προβλημάτων του. Η δικτατορία, καθώς όλοι ξέρουμε, είναι μια πολύ δύσκολη, πολύ περίπλοκη επέμβαση, γεμάτη απρόοπτα και παγίδες, επικίνδυνη στο έπακρο [...] Μπορεί να κοιμηθούμε ένα βράδι, [...]και ν’ακούσουμε το άλλο πρωί, από το ραδιόφωνο, ότι κάτι άλλαξε στην Ελλάδα, μες στη νύχτα, και ότι μας κυβερνούν νέοι άνθρωποι με καινούρια συνθήματα και άγνωστες κατευθύνσεις (Θεοτοκάς, 1996: 1140-41)

Και αυτή η νύχτα ήρθε τον Απρίλιο του 1967 με την επιβολή της Δικτατορίας για να βυθίσει την Ελλάδα σε εφτά χρόνια αμέτρητων συμφορών.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αλιβιζάτος, 1996
Αλιβιζάτος, Ν., «Πρόλογος», Στοχασμοί και Θέσεις, Πολιτικά κείμενα 1925-1966, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 1996
Βασιλικός, 2005
Βασιλικός, Β., Ο Γιώργος Θεοτοκάς και η Αριστερά, Μια μαρτυρία, Περιοδικό «Νέα Εστία», Έτος 79ο, Τόμος 158ος, Τεύχος 1784, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, Δεκέμβριος 2005, σελ. 1032-1034
Θεοτοκάς, 2005
Θεοτοκάς, Γ., Τετράδια ημερολογίου 1939-1953, Τρίτη αναστοιχειοθετημένη έκδοση, Πρόλογος: Μαζάουερ, Μ., Εισαγωγή-Επιμέλεια:Τζιόβας, Δ., Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 2005
Θεοτοκάς, 1996
Θεοτοκάς, Γ., Στοχασμοί και Θέσεις, Πολιτικά κείμενα 1925-1966, Τόμος α΄ και β΄, Πρόλογος: Αλιβιζάτος, Ν., Επιμέλεια: Αλιβιζάτος, Ν., Τσαπόγιας, Μ., Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 1996
Καστρινάκη, 2005
Καστρινάκη, Α., Κατασκευάζοντας την έμπνευση, Περιοδικό «Νέα Εστία», Έτος 79ο, Τόμος 158ος, Τεύχος 1784, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, Δεκέμβριος 2005, σελ. 906-919
Μοσχονάς, 2004
Μοσχονάς, Ε., Βιβλιογραφία Γιώργου Θεοτοκά, 1922 –1973, β΄έκδοση, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2004
Χατζηβασιλείου, 2005
Χατζηβασιλείου, Ε., Οι πίκρες της ωριμότητας: Ο Γιώργος Θεοτοκάς και το ελληνικό πολιτικό σύστημα, 1950-1966, Περιοδικό «Νέα Εστία», Έτος 79ο, Τόμος 158ος, Τεύχος 1784, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, Δεκέμβριος 2005, σελ. 1015-1031





[1] Ο χαρακτηρισμός «μαχητικός διανοούμενος» είναι του Γιάννη Παπαθεοδώρου (Παπαθεοδώρου, 2005: 985).
Τα πολιτικά κείμενα που έγραψε ο Γιώργος Θεοτοκάς, άρθρα και δοκίμια, ξεπερνούν τα 250 και βρίσκονται συγκεντρωμένα στο βιβλίο Στοχασμοί και Θέσεις, Πολιτικά κείμενα 1925-1966, τομ. α΄ και β΄, (βλέπε Βιβλιογραφία).

[2] Στο παράθεμα ακολουθούμε την ορθογραφία του Θεοτοκά.

[3] Το δοκίμιο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1966 από τις εδόσεις «Θεμέλιο» (Μοσχονάς, 2004: 77-8). Ο ίδιος ο Θεοτοκάς χαρακτηρίζει το σχετικό δοκίμιο ως «μαρρτυρική κατάθεση» της κρίσης των «Ιουλιανών» (Θεοτοκάς, 1996: 1134).

[4] Γράφει συγκεκριμένα: «Ναι, όποιος κοιτάζει λίγο μακρύτερα προαισθάνεται πως τέτοιες καταστάσεις δεν είναι πιθανό να βγούνε σε καλό. Κάτι κάποτε θα σπάσει, κάτι θα πάει στραβά και θα μπει σε κίνηση ο μηχανισμός των συμφορών, που τον είδαμε να λειτουργεί κι άλλες φορές (Θεοτοκάς, 1996: 1102).

[5] «Κυρίως πολιτικό στοχαστή [...]που επιθυμεί [...] να καθοδηγήσει:τους νέους προπάντων, αλλά και συνολικά την ελληνική κοινωνία» αναφέρει για τον Θεοτοκά η Α. Καστρινάκη (Καστρινάκη, 2005: 907).

[6] Αναφέρει ο Θεοτοκάς: «Η απήχηση, ωστόσο, που βρήκαν στο κοινό και κυρίως στους νέους –απήχηση που δεν είχα ξανασυναντήσει ποτέ στη συγγραφική μου σταδιοδρομία –μου επιτρέπει να νομίζω πως ανταποκρίθηκαν σε κάποια ανάγκη γενικότερη και όχι μόνο σε μιαν υποκειμενική διάθεση» (Θεοτοκάς, 1996: 1134).

[7] Υπάρχουν πολλά άρθρα του Θεοτοκά όπου μιλά για τον ρόλο του συγγραφέα και του πνευματικού ανθρώπου. Βλέπε ενδεικτικά τα άρθρα: από το βιβλίο Στοχασμοί και Θέσεις, Πολιτικά Δοκίμια 1925-1966, Τόμος α΄: «Η αποστολή του συγγραφέα» (1945) σελ. 454-460 και Τόμος β΄: «Ο Έλληνας συγγραφέας» (1955) σελ. 703-713 , «Η στράτευση του συγγραφέα» (1962) σελ. 989-990 και «Ο προορισμός του πνευματικού ανθρώπου» (1965) σελ. 1094-1096.

[8] Στο ημερολόγιό του γράφει: «Όχι δεν θέλω να δεθώ. Θα κάμω, λέω, τον αγώνα μου σα ανεξάρτητος. Δεν μπαίνω σε οργανώσεις» (Θεοτοκάς, 2005: 560).

[9] Από το ημερολόγιο: «Έχει [ο Παπανδρέου] κάτι από τον αέρα, τις ικανότητες, τη φύση του Βενιζέλου, του οποίου είναι ο πιο πιστός, ο πιο ορθόδοξος μαθητής» (Θεοτοκάς, 2005: 457).

[10] Από τα Πολιτικά Κείμενα επίσης σταχυολογούμε: «Ευτυχώς οι αρχηγοί μας δεν είναι υπέρ της πολιτικής μας αυτοκτονίας. Σκέφτηκαν πατριωτικά ότι, για το συμφέρον και την σωτηρία της Πατρίδας μας, πρέπει να εξακολουθήσει να υπάρχει ως ρυθμιστής του πολιτικού μας βίου, αυτή η μεγάλη ειρηνοποιός δύναμη ισορροπίας και ομαλής προόδου που λέγεται Δημοκρατικό Κέντρο και που είναι ο διάδοχος και συνεχιστής της μεγάλης πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου» (Θεοτοκάς, 1996: 728).

[11] Βλέπε σχετικό άρθρο του Ευάνθη Χατζηβασιλείου, «Οι πίκρες της ωριμότητας: Ο Γιώργος Θεοτοκάς και το ελληνικό πολιτικό σύστημα, 1950-1966» (Χατζηβασιλείου, 2005: 1015-1031).

[12] Βλέπε το άρθρο του Θεοτοκά «Το Κέντρο στην εξουσία» (1963) όπου μιλά για τις ικανότητες του Γεωργίου Παπανδρέου και του Σοφοκλή Βενιζέλου (Θεοτοκάς, 1996: 1051).

[13] Ο Β. Βασιλικός γράφει για την έκδοση της Εθνικής κρίσης στον εκδοτικό οίκο «Θεμέλιο» και λέει χαρακτηριστικά ότι ο ίδιος έκανε «την κουμπαριά» ανάμεσα στον Θεοτοκά και τον ιδρυτή του εκδοτικού οίκου, Δημήτρη Δεσποτίδη (Βασιλικός, 2005: 1032).

Διαβάστε και εδώ

αλλά και σε προηγούμενη ανάρτηση του cantus firmus