Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Ο Βέρθερος του Γκαίτε


Στο τέλος της δημοσίευσης θα βρείτε μια μικρή βιογραφία για τον Γκαίτε και το έργο του (και όχι μόνο το λογοτεχνικό).
«Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου» ήρθε στα χέρια μου ύστερα από προτροπή μιας φίλης πάνω σε μία συζήτησή μας για ανεκπλήρωτους έρωτες, λάθη, εγωισμούς και ανυπόμονες αγάπες, που μας σημάδεψαν. Το τέλος όλων τους μας αφήνει πάντα ανοιχτές πληγές που όσο και αν προσπαθούμε να το αρνηθούμε στον εαυτό μας, τις θάβουμε όσο πιο βαθιά μπορούμε ξέροντας όμως το γιατί βρίσκονται ακόμα μέσα μας. Η απάντηση είναι απλή. Βρίσκονται εκεί γιατί ποτέ δεν μπορέσαμε να δεχτούμε την ήττα μας, εξιδανικεύοντας τον άλλο, σε βαθμό απωθημένου που δεν εκπληρώθηκε ποτέ. Όλη αυτή όμως η «ανοησία», μας οδηγεί τελικά στο να βρούμε κομμάτια ενός δυνατότερου, ενός μεγαλύτερου εαυτού που μας έφερε στο σήμερα και μας όρισε, γεννημένος μέσα από την απόρριψη και την απώλεια. Tο παρακάτω κείμενο λοιπόν γράφεται για να ξορκίσω τους δικούς μου δαίμονες και ύστερα του αιώνιου «Βέρθερου», καθώς αποτελεί μια προσωπική αναφορά και όχι εκτενή έρευνα, πάνω στο αριστούργημα του Γκαίτε.
«Ο Βέρθερος» είναι ένα επιστολικό μυθιστόρημα, γεμάτο λυρισμό, ορμώμενο όμως από πραγματικά γεγονότα που ενέπνευσαν τον συγγραφέα ώστε να ξετυλίξει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη την αλήθεια του, γράφοντας ίσως βιωματικά και συγχρόνως αποστασιοποιημένος από ανθρώπους και καταστάσεις που σημάδεψαν τη πορεία της ζωής του. Έτσι ο Γκαίτε δημιούργησε ένα εσωτερικά σπαρακτικό ψυχογράφημα της ανθρώπινης προσωπικότητας, καλώντας τον ήρωα του να εξαλείψει τα όρια της φαντασίας του, προκαλώντας παράλληλες αντιδράσεις στους γύρω του και κυρίως στον ίδιο του τον εαυτό, πληρώνοντας το τίμημα της άρνησης με τον πιο τραγικό τρόπο.
Εκδόθηκε το 1774 και είναι ένα σύμβολο του κινήματος Sturm und Drang (Θύελλα και Ορμή) προάγγελου του ρομαντισμού, ο οποίος δημιουργήθηκε από την ανάγκη να διαχωριστεί από το μιμητισμό που χαρακτήριζε τους κλασικούς του 18ου αιώνα, αντιτασσόμενος στην αριστοκρατία της εποχής. Το όνομα ρομαντισμός προήλθε από τον Friedrich Schlegel, ώστε να ορίσει το νέο αυτό εκφραστικό ύφος. Η κλασική ομορφιά χάνει την αξία της και η αντικειμενικότητα δίνει τη θέση της στην έννοια του προσωπικού αισθητηρίου. Αξίωσή του ήταν η έμφαση στην πρόκληση ισχυρής συγκίνησης μέσω της τέχνης καθώς και η μεγαλύτερη ελευθερία στη φόρμα, σε σχέση με τις περισσότερο κλασσικές αντιλήψεις που υπήρχαν στην τέχνη μέχρι εκείνη την εποχή. Το κυρίαρχο στοιχείο του ρομαντισμού είναι το συναίσθημα αντί της λογικής και στην πορεία της εξέλιξης του κατέληξε να συμπεριλαμβάνει μια τέτοια ποικιλία μορφών και δημιουργών που είναι αδύνατο να συλληφθεί ως ενιαίο κίνημα. Ο «Βέρθερος» αν και ακολουθεί ή μάλλον πιο σωστά προηγείται μιας ρομαντικής κατεύθυνσης, ανάγκασε τον Γκαίτε στην πορεία του να απορρίψει τον ρομαντισμό και εν μέρει το ρομαντικό στοιχείο της δικής του ψυχής, επιχειρώντας να ξορκίσει τους δικούς του δαίμονες. Ο Γκαίτε κάποτε επισήμανε ότι «το κλασικό είναι υγιές, το ρομαντικό είναι άρρωστο» και αφιέρωσε μεγάλο μέρος του έργου του για να αποδείξει την αλήθεια αυτής της απόφανσης. Αυτό το εγχείρημα προσπαθεί να περάσει πρώτα μέσα από το «Βέρθερο» καθώς και μέσα στον «Φάουστ», με τον πρώτο να επιτυγχάνει μεγάλη αποδοχή ενώ με τον δεύτερο, ο οποίος ποτέ δεν κατανοήθηκε επαρκώς, να μην γίνεται αποδεκτός από τους ρομαντικούς. Αναφορές μέσα στον «Βερθερο» παραπέμπουν κατευθείαν στο «Φάουστ», το έργο της ζωής του που ολοκληρώθηκε λίγο πριν το θάνατό του το 1832. Το κείμενο λοιπόν είναι γραμμένο στο πρώτο ενικό πρόσωπο, κάνοντας τον αναγνώστη να θεωρεί τον εαυτό του τον παραλήπτη των επιστολών δένοντάς τον έτσι με τον ήρωα ενώ κάποιες φορές φαντασία και πραγματικότητα μοιάζουν τόσο, ώστε να μπερδεύουν και τους δυο. Σημαντικό είναι, το ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε το χρόνο γραφής του συγκεκριμένου έργου, όταν στο όνομα του ρομαντισμού, οι νέοι της εποχής θυσίαζαν τη ζωή τους αρνούμενοι να προδώσουν τις αρχές του. Η μετάφραση του «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου» είναι από τη Στέλλα Νικολούδη όπου τιμήθηκε με το Βραβείο Μετάφρασης, ενώ η έκδοση είναι κάτι παραπάνω από άρτια παρουσιάζοντας πολλές από τις παραπομπές και τις αναφορές που υπάρχουν στο βιβλίο. Μέσα από στοιχεία και σημειώσεις η έκδοση προσπαθεί όσο μπορεί να βοηθήσει τον αναγνώστη να κατανοήσεις μέρος του μεγαλείου του εν λόγο αριστουργήματος και λέω όσο μπορεί, αφού οι παράμετροι και οι συμβολισμοί του, έχουν απασχολήσει μέσα στα χρόνια εκατοντάδες πανεπιστήμια και ερευνητές που αφιέρωσαν τη ζωή τους πάνω στο «Βέρθερο» και τη σημασία του.
Σ’ ένα από τα ταξίδια του ο ήρωας μας, γνωρίζει την Λόττε και την ερωτεύεται χωρίς όρια. Καθώς η Λόττε είναι αρραβωνιασμένη με τον Άλμπερτ, ο Βέρθερος αναπτύσσει μια δυνατή φιλία και με τους δυο. Ο έρωτάς του όμως για τη Λόττε, μέρα με τη μέρα δυναμώνει και όταν εκείνη τον αρνείται, ο Βέρθερος μεταμορφώνεται σ’ ένα σκοτεινό πλάσμα γεμάτο νοσταλγία και ζήλια. Πληγωμένος φεύγει μακριά πια από την εξιδανικευμένη εικόνα της αγαπημένης του και ύστερα από κάποια σημαντικά γεγονότα που θα επιδεινώσουν την κατάστασή του, αρνείται με τη σειρά του τον κόσμο και τον ίδιο του τον εαυτό, αφήνοντας την παράνοια να τον τυφλώσει τόσο ώστε να ψάχνει μια εξιδανικευμένη διαφυγή απ’ όλον αυτόν τον πόνο, την αγωνία και την πραγματικότητα. Το τέλος είναι σχεδόν αναπόφευκτο με τον τρόπο και τις συγκυρίες να δίνουν άλλη διάσταση και σημασία στην τελευταία πράξη αυτού του δράματος. Καθώς ο ανεκπλήρωτος έρωτας γίνεται συναίσθημα και ο θάνατος μοιάζει με λύτρωση ή τιμωρία, το δαιμονισμένο πνεύμα του Βέρθερου, γονατίζει μπροστά στην έλειψε της ολοκλήρωσής του. Ηττημένο, οργισμένο και ελεύθερο λοιπόν αποφασίζει για το σώμα του τον πιο ακραίο τρόπο έκφρασης. Την αυτοκτονία.
16­­­­ Ιουλίου
Αχ! Τι είναι αυτό που νοιώθω να διατρέχει τις φλέβες μου, όταν το δάχτυλό μου αγγίζει τυχαία το δικό της, όταν τα πόδια μας συναντηθούν τυχαία κάτω από το τραπέζι! Τραβιέμαι πίσω σαν να ‘χω αγγίξει φωτιά και μια μυστική δύναμη με τραβάει πάλι μπροστά, ένας ίλιγγος καταλαμβάνει τις αισθήσεις μου. – Ω, και η αθωότητά της, η αγνότητα της ψυχής της δεν νοιώθει πόσο με βασανίζουν αυτές οι μικρές οικειότητες. Όταν, καθώς μιλάμε, ακουμπάει το χέρι της πάνω στο δικό μου, και πάνω στο άναμμα της συζήτησης με πλησιάζει έτσι που η ουράνια ανάσα της φτάνει στα χείλη μου… νομίζω πως βυθίζομαι σαν να μ’ έχει χτυπήσει κεραυνός. – Και, Βιλέλμ, αυτόν τον ουρανό, αυτήν την εμπιστοσύνη, αν ποτέ τολμήσω να… Με καταλαβαίνεις. Όχι, η καρδιά μου δεν είναι τόσο διεφθαρμένη! Αλλά αδύνατη, πολύ αδύνατη! Και μήπως αυτό δεν είναι διαφθορά;
Είναι για μένα ιερή. Κάθε πόθος σωπαίνει ενώπιών της. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει όταν είμαι κοντά της νιώθω την ψυχή μου να πάλετε σε όλα μου τα νεύρα. Έχει μια μελωδία που την παίζει στο πιάνο με αγγελική δύναμη, τόσο απλά και με τόση ψυχή! Είναι το αγαπημένο της τραγούδι και το νιώθω να με ξαλαφρώνει από κάθε πόνο, κάθε σύγχυση και κάθε μαύρη σκέψη ακόμα όταν την ακούω να παίζει έστω και την πρώτη νότα.
Τίποτα απ’ όσα έλεγαν οι αρχαίοι για τη μαγική δύναμη της μουσικής δεν μου φαίνεται τώρα απίθανο. Τι δύναμη ασκεί επάνω του αυτή η μελωδία! Και πως εκείνη ξέρει να την παίζει στην κατάλληλη στιγμή, συχνά τη στιγμή που θα ‘θελα να φυτέψω μια σφαίρα στο κεφάλι μου! Η σύγχυση και το σκοτάδι της ψυχής μου διαλύονται και αρχίζω ν’ αναπνέω πάλι πιο ελεύθερα.
Σίγουρα είναι ένα από τα δυσκολότερα βιβλία που έχω διαβάσει, καθώς το κείμενο και η ουσία του με ξεπερνούν έτη φωτός. Θα ξεκινήσω λοιπόν, παρουσιάζοντας την προσωπική μου γνώμη για τα «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου» και μετά θα παρουσιάσω κάποιες από τις παραμέτρους και τις παραπομπές που συναντώνται ή και συγκρούονται μέσα του. Αυτό που θέλω όμως να καταθέσω για το παρόν κείμενο, είναι ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της συγγραφής του, με στοίχειωσε σε μεγάλο βαθμό, αφού με έβαλε σε μια διαδικασία αναζήτησης, σκαλίζοντας πληγές από «ξεχασμένες ζωές», που είχα καιρό να τις ματώσω. Η άποψή μου. Ο «Βέρθερος» είναι έναν από τους πιο αμφιλεγόμενους ήρωες που έχω «συναντήσει», αφού τα συναισθήματα μου γι’ αυτόν όταν έκλεισα το βιβλίο, ήταν ανάμικτα και σίγουρα εντελώς διαφορετικά απ’ αυτά όταν το άνοιξα την πρώτη φορά. Οι συγκυρίες λοιπόν τον έφεραν μπροστά μου, ώστε να ξεκινήσω να τον διαβάζω σε μέρες, ή καλύτερα σε νύχτες, που βρέθηκα κάτω από συναισθηματική φόρτιση, γεμάτος με άρνηση και οργή σ’ ένα αιγαιοπελαγίτικο μπαλκόνι, όπου κάτω από τις καταστάσεις, μέσα στις σελίδες του βρήκα έναν άνθρωπο που ήρθε ύστερα από χρόνια για να μου θυμίσει κάτι από τον εαυτό μου. Από τη μία ο Βέρθερος στο σήμερα, για μένα είναι ένας πραγματικά βαρετός ήρωας, ο οποίος φτάνει στα όρια του αυτισμού και της παράνοιας με μία επιτηδευμένη παιδικότητα που αν δεν αυτοκτονούσε από μόνος του, τότε θα τον σκότωνα εγώ ο ίδιος. Η εμμονή του με τη Λόττε είναι κάτι το εξοργιστικά αρρωστημένο και σίγουρα όχι κάτι το ρομαντικό ακόμα και στην πιο απλοϊκή του μορφή. Το συναίσθημα έχει καταλύσει το μέτρο. Συναίσθημα – μέτρο, αυτές οι δυο λέξεις στην ίδια πρόταση και μάλιστα από εμένα; Και βέβαια, αν πρόκειται για την αξιοπρέπεια και τον στοιχειώδη εγωισμό του ατόμου. Προσωπικά δεν τον λυπήθηκα ούτε στιγμή. Υπήρξε ένας εγωμανής κακομοίρης που έψαχνε την επιβεβαίωση έξω από εκείνον και προφανώς σε λάθος άτομα. Αδύναμος και τόσο ανούσια ρομαντικός όσο αναφορά τη γυναίκα που λατρεύει, που κάποιες φορές αναρωτιόμουν αν αγαπάει πραγματικά τη Λόττε ή το υπέρμετρο Εγώ του. Νάρκισσος, ξεχειλίζει την κάθε αράδα, την κάθε παράγραφο, την κάθε επιστολή με το υποτιθέμενο «μεγαλείο» του, κλονίζοντας έτσι τη διαύγεια του, χρήζοντας εαυτόν, ως τον μόνο ικανό, τον μόνο άξιο πάνω σ’ αυτή τη γη που μπορεί να αισθάνεται, να αγαπά, να πονά. Η ζήλια και ο σπαραγμός του για τη Λόττε δεν τον αφήνουν να δει καθαρά τη σχέση της με τον Άλμπερτ, βάζοντας τον εαυτό του σε μια συνεχή σύγκριση με κάποιον που είναι χίλιες φορές διαφορετικός. Ο Βέρθερος είναι γεμάτος με οχληρία, φτάνοντας στο σημείο όχι μόνο να ζηλεύει τους ανθρώπους που περιβάλουν καθημερινά τη Λόττε, αλλά και το κάθε αντικείμενο ή συναίσθημα που εμπλέκεται ή διασταυρώνεται τυχαία με τη ζωή της. Όταν αποφασίζει επιτέλους να αλλάξει περιβάλλον, αντί να αλλάξει «ημισφαίριο» και να αφοσιωθεί στον εαυτό και τη ζωή του, απομονώνεται αφήνοντας την πίεση, και την άνοια για ένα μεγάλο διάστημα να είναι οι μοναδικοί συνοδοιπόροι του, με αποτέλεσμα τα πρώτα βίαια συναισθήματα να μην αργήσουν να εμφανιστούν και εν συνεχεία να γιγαντωθούν, αλλοιώνοντας τον ήρωα καθώς τον προκαλούν να αλλάξει και να γίνει κάποιος «άλλος». Δεν ξέρω όμως τελικά κατά πόσο αυτός ο υποτιθέμενος «άλλος» εαυτός, δεν απαντά στο όνομα Βερθερος. Η φύση και η «τελειότητά» της. Έλεος! Καθρέφτης και μια συνεχής μοιρολατρία για την εισβολή των ανθρώπων που αν και ομολογούμενος, είναι ένα ξένο σώμα επάνω της, αυτό που περιγράφει ο Βέρθερος δεν μου έμοιαζε με άλλο από την αγιοποίησή της, σαν προβολή του ιδίου. Η φύση όμως δεν έχει συνείδηση και όπως δημιουργεί έτσι και καταστρέφει. Το ίδιο και ο Βέρθερος αλλά ευτυχώς το κάνει στον εαυτό του και σίγουρα χωρίς μέτρο.
Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού όμως, «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου» δεν είναι μια ιστορία αγάπης ενός κουραστικά ρομαντικού και ευαίσθητου νέου όπως απλά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Πρώτα είναι η απάντηση ενός άνθρωπος που διάλεξε ένα δρόμο μοναχικό προσπαθώντας να κατανοήσει τον εαυτό του και ύστερα τον ανεξέλεγκτο έρωτα του για μια γυναίκα. Είναι μια εξύμνηση πάνω στη συντριβή του ατόμου και δευτερευόντως για κάτι το ανεκπλήρωτο. Ο Γκαίτε εδώ γίνεται ένα με τον ήρωα του, καθιστώντας εαυτόν δημιουργό αλλά και κριτή του. Ο «Βέρθερος» αποστρέφεται κάθε τι κοινωνικά συμβατικό, μιλάει για περιορισμό και προσπαθεί να τον εξηγήσει. Για τη στείρα κοινωνία και την ανοσία που της έχει επιφέρει η συνήθεια και ο φόβος. Ήταν ένας επαναστάτης της εποχής όχι τόσο σε ένα κοινωνικοπολιτικό επίπεδο όσο σε προσωπικό. Ήταν ένας επαναστάτης σ’ ένα εσωτερικό επίπεδο ελεύθερων συναισθημάτων και ιδεών, ανατρέποντας το κατεστημένο και ίσως το μέχρι τότε ανομολόγητο. Ενέπνευσε και επηρέασε τη ζωή, τα ήθη μέχρι και τη μόδα της εποχής σε μια περίοδο όπου η νεολαία της Ευρώπης ήταν έτοιμη να δεχτεί νεοτερισμούς και διαφορετικές αξιώσεις σε όλα τα επίπεδα λίγο πριν την επανάσταση του 1789, κάνοντας τον «Βέρθερο» μέρος συγγραφέων όπως ο Ρουσσό , ο Ρίτσαρντσον και ο Λεσσινγκ, στους οποίους παραπέμπει άμεσα ο Γκαίτε..
18 Αυγούστου
Γιατί άραγε αυτό που κάνει την ευτυχία του ανθρώπου να πρέπει να γίνεται και η πηγή της δυστυχίας του;
Αυτό το θερμό αίσθημα της πληρότητας που γεννούσε στην καρδιά μου η ζωντάνια της φύσης, το οποίο με πλημύριζε με τέτοια ηδονή, και το οποίο έκανε τον κόσμο γύρω μου παράδεισο, γίνεται τώρα για μένα ένας ανυπόφορος δήμιος, ένα διωκτικό πνεύμα που με κατατρέχει όπου και αν πάω. Άλλοτε, όταν ψιλά από τον βράχο, αγκάλιαζα με το βλέμμα μου τη γόνιμη κοιλάδα που φτάνει πέρα από το ποτάμι μέχρι τους μακρινούς λόφους και έβλεπα τα πάντα γύρω μου να φυτρώνουν και να αναβλύζουν, όταν έβλεπα τα βουνά τα σκεπασμένα από τη ρίζα ως την κορφή με ψιλά, πυκνόφυλλα δέντρα, εκείνες τις κοιλάδες με τα άπειρα μονοπάτια που τα σκίαζαν τα πιο χαριτωμένα δάση, ενώ το ποτάμι κυλούσε απαλό ανάμεσα στα καλάμια που ψιθύριζαν και καθρέφτιζε τα θελκτικά σύννεφα που η ανάλαφρη βραδινή αύρα λίκνιζε στον ουρανό• όταν μετά άκουγα ολόγυρα μου τα πουλιά να ζωντανεύουν το δάσος, και τα χιλιάδες σύννεφα από μυγάκια χόρευαν εύθυμα στην τελευταία κατακόκκινη αχτίδα του ήλιου, που το τελευταίο σκαρτάρισμα του βλέμματος του έκανε το σκαραβαίο να εγκαταλείπει τη φυλακή του μέσα στο χορτάρι• όταν η κίνηση και το βουητό γύρω μου τραβούσαν την προσοχή μου στο έδαφος και στα βρύα που αποσπούν τη τροφή τους από τον σκληρό βράχο μου, και όταν τα χαμόκλαδα που φυτρώνουν στην ξερή πλαγιά του αμμουδερού λόφου μου αποκάλυπταν τη διάπυρη, εσώτερη, ιερή ζωή της φύσης, τότε πως τα έκλεινα όλα αυτά μέσα στη θέρμη της καρδιάς μου! Μέσα σ’ αυτή την υπερεκχειλίζουσα πληροφορία ένοιωθα σαν θεός και οι θαυμαστές μορφές του άπειρου κόσμου κινούνται και ζωντανεύουν τα πάντα μέσα στην ψυχή μου. Τεράστια βουνά με τριγύριζαν, γκρεμοί έχαιναν μπροστά μου και χείμαρροι κατέβαιναν ορμητικοί, τα ποτάμια κυλούσαν κάτω από τα πόδια μου, το δάσος και τα όρη αντηχούσαν• κι εγώ έβλεπα να δρουν και να ενεργούν δημιουργικά στα βάθη της γης όλες αυτές οι ανεξιχνίαστες δυνάμεις ενώ πάνω στη γη και κάτω από τον ουρανό έβλεπα να μυρμηγκιάζουν όλων των ειδών τα πλάσματα. Όλα, όλα είναι κατοικημένα από χιλίων λογιών διαφορετικές μορφές κι ύστερα έρχονται οι άνθρωποι και ασφαλίζονται στα σπίτια τους και φωλιάζουν εκεί και φαντάζονται με το μυαλό τους ότι εξουσιάζουν τον απέραντο κόσμο! Φτωχέ ανόητε που τα νομίζεις όλα τόσο μικρά, γιατί εσύ είσαι τόσο μικρός. – Από τα απρόσιτα όρη, περνώντας από την απάτητη έρημο μέχρι τα πέρατα του άγνωστου ωκεανού το πνεύμα εκείνου που δημιουργεί αιώνια, πνέει και χαίρεται με κάθε κόκκο σκόνης που το αισθάνεται και ζει. Αχ πόσες φορές τότε δεν επιθύμησα, με τα φτερά του γερανού, που πετούσε από πάνω μου, να φτάσω στην όχθη της απροσμέτρητης θάλασσας, να πιω από το αφρισμένο κύπελλο του άπειρου εκείνη τη χαρά της ζωής που ξεχειλίζει και να νοιώσω μόνο για μια στιγμή μέσα στην περιορισμένη δύναμη του στήθους μου μια σταγόνα από τη μακαριότητα του όντος που δημιουργεί τα πάντα εντός του και διάμεσο του εαυτού του.
Αδελφέ μου, και μόνο η ανάμνηση αυτών των στιγμών αρκεί για να μου κάνει καλό. Η ίδια η προσπάθεια να ανακαλέσω και να ξαναεκφράσω αυτά τα άφατα συναισθήματα ανυψώνει την ψυχή μου πάνω από τον εαυτό της και με κάνει να νοιώθω δίπλα την αγωνία της κατάστασης στην οποία είμαι βυθισμένος.
Μπροστά στην ψυχή μου είναι σαν να ‘χει παραμεριστεί ένα παραπέτασμα και βλέπω την σκηνή όπου εκτυλίσσεται η απεραντοσύνη της ζωής να μεταβάλλεται ενοποιών μου στην άβυσσο ενός αιώνια ανοιχτού τάφου.
Μπορείς να πεις: Αυτό είναι! Όταν όλα περνούν δίπλα σου; Όταν όλα κυλούν με την ταχύτητα του κεραυνού, όταν σπάνια εξαντλούν ολόκληρη τη δύναμη της ύπαρξής τους και αλίμονο! Παρασύρονται από το ρεύμα, βυθίζονται και τσακίζονται στους βράχους; Δεν υπάρχει στιγμή που να μην σε κατατρώγει, εσένα και τους γύρω σου, στιγμή που να μην γίνεσαι εσύ ο ίδιος αναπόφευκτα καταστροφέας. Ο πιο αθώος περίπατος στοιχίζει σε χιλιάδες φτωχά σκουληκάκια τη ζωή τους. Μια και μόνο πατημασιά συνθλίβει τα κτίσματα που τα μυρμήγκια έφτιαξαν με τόσο κόπο και ρίχνει έναν μικρό κόσμο σ’ έναν ατιμωτικό τάφο. Α! δεν με συγκινούν εμένα οι μεγάλες σπάνιες καταστροφές του κόσμου, αυτές οι πλημμύρες που ρημάζουν τα χωριά σας, οι σεισμοί που καταπίνουν τις πόλεις σας. Εμένα μου τρώει την καρδιά αυτή η διαβρωτική δύναμη που βρίσκεται κριμένη μέσα στο σύνολο της φύσης η οποία δεν έχει φτιάξει κανένα ον που να μην καταστρέφει το διπλανό του, να μην καταστρέφει τον ίδιο του τον εαυτό. Κι έτσι κλυδωνίζομαι μες την αγωνία. Γύρω μου ο ουρανός κι η γη και οι δυνάμεις τους που συμπλέκονται: δεν βλέπω άλλο από ένα τέρας που καταβροχθίζει αέναα και αέναα μηρυκάζει.
Καθώς όμως ήρθε τώρα η δική μου σειρά να γίνω «βαρετός», θα παραθέσω κάποια στοιχεία ερευνών που νομίζω όμως ότι έχουν την σημασία τους, ανάλογα στο πρόσωπο που αναφέρονται. Ο Γκαίτε λοιπόν δεν ελπίζει, δεν στοχεύει στον κάθε νέο που οραματίζονταν ο ρομαντισμός, αλλά στον άνθρωπο που στρέφεται στο εσωτερικό του εαυτού του και ανακαλύπτει στη δική του ψυχή κάποια ηρωική βούληση που αγωνίζεται να απελευθερωθεί από τους περιορισμούς της κοινωνικής ζωής και να ανακαλύψει κάποιον τρόπο για να επιστρέψει σε μία φυσικότερη υπαρκτή κατάσταση. Ήταν άνθρωπος που υποστήριζε το λαό αν και πίστευε και στην αναγκαιότητα των τάξεων. Κομμάτι της αστικής τάξης ο Γκαίτε, περιγράφει όμως αυτήν και την αριστοκρατία της εποχής, με τα μελανότερα χρώματα όσο αναφορά τη σκληρότητα και την υπεροψία τους.
Ο Γκαίτε ήταν άριστος γνώστης της Αρχαίας Ελληνικής γραμματείας. Λατρεύει τον Όμηρο και τους ήρωες του, κάνοντάς τους κομμάτι του «Βέρθερου». Δεν υπάρχει τίποτα τραγικότερο από τον ήρωα που στην πορεία του, άρτιος και χωρίς λάθη, συνθλίβεται από τη μοίρα του και την ίδια την κοινωνία, όπου με μία σειρά αλυσιδωτές αντιδράσεις, στο τέλος τον κατασπαράζουν και τον γυρνάνε στο μηδέν. Σαφείς είναι και οι αναφορές στον Πλάτωνα, ο ήρωας του Γκαίτε μέσα από ενδοσκοπικές αναζητήσεις καταλήγει ότι ίσως τελικά να βλέπουμε τις σκιές στα τοιχώματα μιας σπηλιάς. Ο Πίνδαρος είπε, «ο άνθρωπος είναι το όνειρο μίας σκιάς» και ο Γκαίτε τον επιβεβαιώνει μέσα στο «Βέρθερό» του.
Το έργο λοιπόν αποτελεί μία πραγματεία πάνω στον περιορισμό, καθώς ο Γκαίτε παίξει με τον επικίνδυνο ψυχισμό του ήρωα του. Εισάγει τον διαχωρισμό ανδρικής και γυναικείας ψυχολογίας. Τα παιδιά έρχονται και φεύγουν, καθώς διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο με την παρουσία, το συμβολισμό και την ελπίδα τους. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται ο αγώνας του Βέρθερου για τη Λόττε και της εξιδανικευμένης εικόνας της που τον έχει φυλακίσει με την αγωνία του να συνδέεται άμεσα με το χρόνο. Στο δεύτερο μέρος όμως, βλέπουμε τον ήρωα και την εξέλιξη του από τον Όμηρο και τον απολλώνιο κόσμο να οδηγείται στον Οσσιάν (ποιητής στα μέσα του 18ου αιώνα, με θέμα τη κέλτικη μυθολογία) και το διονυσιακό βασίλειο του κάτω κόσμου. Παγανισμός και μυστικισμός συνδέονται με τον καθολικισμό, δένοντας τον πρωτόγονο με το μεσαιωνικό χριστιανισμό. Το ανικανοποίητο παίρνει σάρκα και οστά. Ο ήρωας μεταμορφώνεται σε δαίμονα, έτοιμος να κατασπαράξει τα πάντα γύρω του μέχρι να φτάσει στον ίδια του τον εαυτό. Η παράνοια φωλιάζει στην καρδιά του με την όποια ελπίδα για ζωή να φθίνει και την αυτοκτονία να εμφανίζεται σαν λύτρωση, σαν ελευθερία. Οι διάφορες κρίσεις συναισθηματικού μεγαλείου τον κάνουν πολλές φορές να παραληρεί και να ψάχνει την ψυχική του γαλήνη στη «άγια» φύση (χαρακτηριστικό των ρομαντικών της εποχής) περιγράφοντας και προσάπτοντάς της σχεδόν μαγικές ιδιότητες, εκφράζοντας έτσι την απόλυτη ελευθερία και βάζοντας μέσα της προβολές των συναισθημάτων του, τα οποία προσπαθούν να βρουν υπόσταση και μορφή έξω από εκείνον και τους ανθρώπους, δίνοντας την ψευδαίσθηση της συνέχειας. Η οικουμενική διάσταση, η θεϊκή επιφοίτηση, οι πάνοπλες αναφορές στην αγία γραφή αλλά και η ελπίδα για αιωνιότητα και συγχρόνως ματαιότητα των πάντων, είναι ένας συνεχής αγώνας ώστε να γίνει πραγματικότητα το υπερφυσικό και να εξανθρωπιστεί το θεϊκό, κρίνοντας το αποτέλεσμα της τελικής μάχης του «Βέρθερου» με το δαιμονιακό, το φαντασιακό και το συμβολικό.
14 Δεκεμβρίου
Τι είναι αυτό καλέ μου; Τρομάζω με το εαυτό μου! Δεν είναι η αγάπη μου γι’ αυτήν η ιερότερη, ή καθαρότερη, ή πιο αδελφική αγάπη; Ένοιωσα ποτέ κάποια ένοχη επιθυμία στην ψυχή μου; – Δεν θέλω να ορκιστώ. – Και τώρα όνειρα! Ω πόσο δίκιο είχαν οι άνθρωποι που απέδιδαν τόσο αντιφατικές επιδράσεις σε άγνωστες δυνάμεις! Τούτη τη νύχτα! Τρέμω που το λέω, την κρατούσα στην αγκαλιά μου, την έσφιγγα στο στήθος μου, και σκέπαζα το στόμα της, που ψέλλιζε λόγια αγάπης, με ατελείωτα φιλιά• το βλέμμα μου κολυμπούσε μέσα στη μέθη του δικού της! Θεέ μου! Είμαι ένοχος που ακόμη και τώρα νιώθω ευτυχία καθώς ανακαλώ από τα βάθη της καρδίας μου αυτές τις φλογερές χαρές; Λόττε! Λόττε! Και έχουν τελειώσει όλα για μένα! Οι αισθήσεις μου ταράζονται, πάνε οχτώ μέρες που δεν έχω τη δύναμη να σκεφτώ, τα μάτια μου είναι γεμάτα δάκρια. Δεν είμαι καλά πουθενά και είμαι καλά παντού. Δεν επιθυμώ τίποτε, δεν ζητώ τίποτε. Θα ήταν καλύτερα για μένα να φύγω.
Δεν ξέρω αν σήμερα ο «Βέρθερος» είναι ακόμα ρομαντικός ή ανόητος. Αν είναι ουσιαστικά αδύναμος ή εξωπραγματικά ανατρεπτικός. Ο «Βέρθερος» στην εποχή του ήταν ένας ήρωας που πρέπει όμως να απαντάται στο σήμερα για τους σωστούς λόγους. Η γνώμη μου είναι ότι αποτελεί ένα βιβλίο που θα πρέπει να διαβαστεί, από ανθρώπους που ψάχνουν κομμάτια του εαυτού τους, μέσα από ένα εσωτερικό επίπεδο αναζήτησης, ώστε να φέρουν στην επιφάνεια συναισθήματα, ελπίδες, επιθυμίες αλλά και πληγές, αποτυχίες ή εφιάλτες βλέποντας μέσα από τη ζωή και τον θάνατο του «Βέρθερου», την ουσία των σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους, την κοινωνία αλλά κυρίως ανάμεσα στο άτομο και τον ίδιο του τον εαυτό.
Δεν ξέρω αν έζησε για να πεθάνει ή πέθανε για να ζήσει, όπως και να ΄χει ο «Βέρθερος» υπήρξε ένας δαίμονας, ο οποίος, τράφηκε από τα συναισθήματά του, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στον εαυτό του και την κοινωνία. Νικημένος πια υποχωρεί. Ανίκανος πια να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα αυτοκτονεί. Το τέλος του τον έχρησε έναν από του μεγαλύτερους, συμβολικούς μυθιστορηματικούς αυτόχειρες του ρομαντισμού, καθώς επέλεξε για την ψυχή του «μια αιώνια ελευθέρια», μη μπορώντας να αντέξει την φθορά του σώματος, αλλά και την απώλεια του δικού του εαυτού, μέσα από την άρνηση της γυναίκας που λάτρεψε όσο τίποτα, πάνω στους πραγματικούς ή τους ονειρικούς κόσμους που έπλασε και για τους δυό τους. Λένε, «όταν ξέρεις ποιος είσαι και που πηγαίνεις δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα». Ο «Βέρθερος» δυστυχώς δεν ήξερε. Απλά δεν φοβόταν. Ή μήπως το γνώριζε καλύτερα από τον καθένα μας εκεί έξω…; Τελικά για μένα… όχι και τόσο «βαρετός».
Anti.
Υ.Γ. 1: Η ζωή μας είναι γεμάτη με αποτυχίες. Εμείς όμως μένουμε γαντζωμένοι επάνω της, έστω και για τη μοναδική, λαμπρότερή μας στιγμή.
Υ.Γ.2: Στη δική μου «Λόττε» που της απέδειξα ότι «είμαι ο χειρότερος» και για εκείνες που «ήταν ένα απωθημένο…» ή ότι «δεν ήταν το πραγματικό υποκείμενο…;» προσπαθώντας έτσι να με ερμηνεύσουν μέσα από βιβλία και στείρες αναλύσεις.
Μαλακίες! Εγώ τουλάχιστον υπήρξα αληθινός απέναντί τους.
Υ.Γ.3: Σοφία, σ’ ευχαριστώ.


Πηγές: Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου – Εκδόσεις Άγρα
Ο μηδενισμός πριν από τον Νίτσε – Michael Allen Gillespie – Εκδόσεις Λεβιάθαν
Εύη Παπασταθοπούλου – Lens του Georg Büchner – Εργασία από Ε.Α.Π.
Playlist: Pink Floyd – Wish You Were Here / Anathema – Alternative 4 /
Alice in Chains – Jar of Flies / A Perfect Circle – Mer de Noms



Johann Wolfgang Von Goethe 1749-1832
Γερμανός συγγραφέας, φιλόσοφος, ζωγράφος, παιδαγωγός, αλλά και θετικός επιστήμονας ποιητής, λόγιος, νομικός και πολιτικός. Γεννήθηκε 28 Αυγούστου 1749 στηΦραγκφούρτη. Η οικογένεια του ήταν ευπατρίδες κι από τις πιο εύπορες, προσφέροντας του πολλές δυνατότητες μόρφωσης. Στα 15 του έγραψε τα πρώτα του ποιήματα που στη συνέχεια κατέστρεψε. Το 1765 πηγαίνει να σπουδάσει Νομική στη Λειψίααπό επιθυμία του πατέρα. Εγκατέλειψε γρήγορα τις σπουδές για ν” αφοσιωθεί στα εικαστικά. Πρώτα ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και τη γλυπτική. Παράλληλα εξέδωσε τη  του ερωτική ποιητική συλλογή, «Τα Τραγούδια». Στη Λειψία ήρθε σ” επαφή με το έντονο Ελληνικό στοιχείο τις πόλης. Ως θαυμαστής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας αφιέρωσε πολλά έργα του στην Ελληνική Αρχαιότητα. Το «Κι Εγώ Στην Αρκαδία» του παρερμηνεύτηκε αργότερα ως άγνοια της Ελλάδας, καθώς ποτέ δεν είχε επισκεφτεί την Αρκαδία.
Στα 20 του χρόνια αρρωσταίνει κι επιστρέφει στη Φραγκφούρτη. Τότε είναι που ανακαλύπτει μέσα του τον «Φάουστ». Το 1770 πηγαίνει στο Στρασβούργο, τελειώνει τη νομική και παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα ιατρικής, χημείας και βοτανικής. Η λυρικότητα όμως δεν τον εγκαταλείπει. Γράφει ερωτικά τραγούδια εμπνευσμένος απ” τον έρωτα του για τηΦριντερίκε Μπριόν, «Καλωσόρισμα & Αποχαιρετισμό». Η γνωριμία του με γνωστούς διανοουμένους της εποχής τον οδήγησε σ” έργα που πήρανε το χαρακτηρισμό «ποίηση της θύελλας κι ορμής».
Ολοκληρώνει τις σπουδές, επιστρέφει στη Φραγκφούρτη κι αποφασίζει ν” ασχοληθεί με τη δικηγορία, μα την εγκαταλείπει γρήγορα για να γράψει σε πεζό λόγο το έργο του, «Γκαιτς Φον Μπερλίχινγκεν Με Το Σιδερένιο Χέρι». Το 1774 συγκλονισμένος απ” την αυτοκτονία του φίλου του έγραψε «Τα Πάθη Του Νεαρού Βέρθερου», μυθιστόρημα που λάτρεψε ο Ναπολέων κι έγινε λάβαρο του ηθικού και πνευματικού κινήματος.
Η Βαϊμάρη είναι σημαντικός σταθμός, το 1775, έχοντας ήδη γίνει γνωστός σ” όλη τηνΕυρώπη, από τον «Βέρθερο». Αναλαμβάνει καθήκοντα Υπουργού του Δούκα. Το 1779διορίστηκε κυβερνητικός σύμβουλος (υπουργός τοπικής κυβέρνησης) και το 1782 πήρε τίτλο ευγενείας από τον αυτοκράτορα. Εν τω μεταξύ, ερωτευμένος, γράφει πανέμορφα ποιήματα: «Προς Το Φεγγάρι», «Πάνω Απ” Όλες Τις Κορφές», «Το Νυχτερινό Τραγούδι Του Οδοιπόρου». Επίσης το μονόπρακτο δράμα «Τα Αδέλφια» και το δράμα «Ιφιγένεια Εν Ταύροις». Ένα από τα ωραιότερα έργα του είναι το «Ταξίδι Στην Ιταλία», που “γραψε κατά τη διαμονή του στη Ρώμηκαι γενικά από τη παραμονή του -αποφασιστικής σημασίας- στη Νότια Ιταλία, στα 1786-88. Είχε την ευκαιρία να γνωρίσει την Ιταλική Αναγέννηση -μεταξύ άλλων- κι έγραψε την τραγωδία «Έγκμοντ».
Το 1795 συναντά στην Ιένα τον Σίλερ (Friedrich Schiller) κι αναπτύσσεται μεταξύ τους βαθιά φιλία, που κράτησε ως το θάνατο του Σίλερ το 1805. Το 1806 παντρεύτηκε τηΧριστιάνε Βούλπιους, με την οποία είχε ήδη από το 1789 ένα γιο και παράλληλα γράφει σειρά έργων: «Τα Χρόνια Μαθητείας Του Βίλχελμ Μάιστερ» κι «Ερμάνος & Δωροθέα». Η αυτοβιογραφία του «Ποίηση & Αλήθεια», είναι από τ” αριστουργήματα του Γερμανικού πεζού λόγου.
Ο «Φάουστ» δημιούργημα ολόκληρης ζωής, ολοκληρώθηκε ένα έτος πριν το θάνατο του. Ένα έργο εικόνα της ψυχής του. Τραγωδία, όπως τη χαρακτηρίζει ο δημιουργός, αφού φανερώνει τη τραγικότητα του ανθρώπου, που είναι η πάλη των δύο ψυχών του που η μία θέλει να χωρίσει την άλλη, η μία θέλει να φτάσει ψηλά κι η άλλη να μείνει στη γη. Ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Φον Γκαίτε θεωρείται ο πιο ολοκληρωμένος δημιουργός. Το έργο του αποτελείται από τραγούδια, ποιήματα, αφηγήματα, θεατρικά, μυθιστορήματα, επιστολές κι επιστημονικές πραγματείες. Κύριος εκφραστής του ευρωπαϊκού πνεύματος είναι ένα από τα οικουμενικά πνεύματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Είχε ενδιαφέροντα, εκτός από τη λυρική, επική και δραματική ποίηση και στο χώρο των φυσικών επιστημών και δημοσίευσε σχετικές εργασίες. Αποτελεί ίσως τη τελευταία μορφή στα ευρωπαϊκά γράμματα και τις τέχνες της οποίας το έργο παρουσιάζει πολυμέρεια κι όγκο, μεγάλων καλλιτεχνών και διανοουμένων της Αναγέννησης.
Ο συγγραφέας του «Φάουστ», ο υπουργός του κρατιδίου της Βαϊμάρης, ήταν ο ίδιος άνθρωπος που μελέτησε τη μεταμόρφωση στα φυτά, συνέβαλε στη καθιέρωση της εξελικτικής σκέψης, συνέγραψε θεωρία για τα χρώματα, άσκησε κριτική στη μηχανιστική αντίληψη για τη μελέτη της Φύσης κι εισηγήθηκε την ολιστική αντίληψη για την επιστήμη.
Στη διάρκεια της παραμονής του στη Βαϊμάρη κι ενώ ήτανε 34ετών, εντυπωσιασμένος από τη μορφολογική ομοιότητα των οργάνων που ανήκουνε σ” οργανισμούς διαφορετικού είδους, διατύπωσε την άποψη πως τα όργανα αυτά δημιουργούνται με βάση ένα κοινό πρότυπο και συνέλαβε την ιδέα της ενότητας και της συνέχειας στη φύση. Η ιδέα μάλιστα αυτή που διατυπώθηκε 70χρόνια πριν τη διατύπωση της Θεωρίας της Εξέλιξης ήταν ο λόγος που ο Κάρολος Δαρβίνος τον τοποθέτησε ανάμεσα στους προδρόμους της εξελικτικής σκέψης στον πρόλογο της «Προέλευσης Των Ειδών».
Το 1784 ανακάλυψε την ύπαρξη του μη διακρινόμενου (λόγω της απώθησής του στο πρόσθιο τμήμα των άνω γνάθων και της συνοστέωσής του με αυτά) μεσογνάθιου οστού στον άνθρωπο. Η ύπαρξη του οστού αυτού στον πίθηκο προβλήθηκε από τον Γκαίτε ως επιχείρημα στην υποστήριξη της ιδέας του για τη συνέχεια και την ενότητα στη φύση. Το 1790 στο δοκίμιο: «Απόπειρα Ερμηνείας Της Μεταμόρφωσης Των Φυτών» διατύπωσε άποψη πως όλα τα μέρη του φυτού αποτελούν μεταμορφωμένα φύλλα κι επίσης υποστήριξε την ιδέα της ύπαρξης ενός «πρωταρχικού φυτού»από το οποίο προήλθαν όλα τα άλλα. Στο βιβλίο του γράφει:
«Οποιοσδήποτε παρατηρήσει, ακόμη κι επιφανειακά την ανάπτυξη των φυτών θα σημειώσει πως συγκεκριμένα εξωτερικά μέρη του φυτού μετασχηματίζονται κατά διαστήματα ώστε ν” αποκτήσουνε τη μορφή παρακείμενων μερών, άλλοτε ολότελα, άλλοτε σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Έτσι για παράδειγμα, το απλό φύλλο μπορεί να μετασχηματιστεί σε διπλό, αν αντί για τους στήμονες, αναπτυχθούν τα πέταλα που είτε μοιάζουν ακριβώς με τ” άλλα πέταλα της κορώνας στη μορφή και το χρώμα είτε όχι, διατηρούν ακόμη τα ορατά σημάδια της προέλευσής τους«.
Η μελέτη της συγκριτικής ανατομίας τον οδήγησε να εισηγηθεί το 1790 ένα νέο κλάδο των επιστημών της φύσης, τη Μορφολογία. Σε μια πραγματεία του το 1795 ορίζει τη Μορφολογία,ως «αυτοτελή επιστήμη και βοηθητική της Φυσιολογίας που πρέπει να περιλαμβάνει τη διδασκαλία περί της μορφής, σχηματισμού και μετασχηματισμού των οργανικών σωμάτων«. Σε πραγματείες, επιστολές, διαλέξεις κι επίσης στα βιβλία του για τη μεταμόρφωση των φυτών και τη θεωρία των χρωμάτων, αναπτύσσει ιδέες για την επιστήμη και καταφέρεται εναντίον της μηχανιστικής θεώρησης του κόσμου που είχε επιβάλλει η Νευτώνεια Φυσική.
Με φράσεις του όπως οι ακόλουθες:
«Τα φυσικά αντικείμενα πρέπει να γίνεται προσπάθεια να κατανοούνται και να μελετώνται όπως στη πραγματικότητα είναι κι όχι όπως διευκολύνουν τον παρατηρητή τους να είναι…»
«Αντιλαμβανόμαστε κάθε μεμονωμένο ζώο ως ένα μικρό κόσμο που υπάρχει για να εξυπηρετεί τη δική του σκοπιμότητα, με τα δικά του μέσα. Κάθε δημιούργημα έχει δικό του λόγο ύπαρξης. Όλα τα μέρη του έχουν μια άμεση επίδραση το ένα στο άλλο, μια σχέση το ένα με το άλλο, έτσι ώστε δικαιολογημένα να το μελετούμε ως ενιαίο από την άποψη της Φυσιολογίας«. Κι ακόμα στο κείμενό του «Για Το Πείραμα Ως Ενδιάμεσο Υποκειμένου & Αντικειμένου«:
«Δε μπορούμε ποτέ να “μαστε πάρα πολύ προσεκτικοί στη προσπάθειά μας ν” αποφύγουμε εσπευσμένα συμπεράσματα από τα πειράματα ή να “μαστε πάρα πολύ προσεκτικοί στην άμεση χρησιμοποίηση αυτών των συμπερασμάτων προκειμένου να επιβεβαιώσουμε κάποια θεωρία. Γιατί κατά τη μετάβαση από τα εμπειρικά στοιχεία στην κρίση, από την γνώση στην εφαρμογή, όλοι οι εσωτερικοί εχθροί του ανθρώπου καιροφυλακτούν: Η φαντασία που τον ανυψώνει πριν καταλάβει ότι τα πόδια του έχουν εγκαταλείψει το έδαφος, η ανυπομονησία, η βιασύνη, η αυτοϊκανοποίηση, η ακαμψία, η φορμαλιστική σκέψη, η προκατάληψη, η επιπολαιότητα, η αναξιοπιστία, όλο αυτό το συνονθύλευμα και η ακολουθία του, βρίσκονται εδώ και ενεδρεύουν εκπλήσσοντας όχι μόνο τον ενεργό παρατηρητή αλλά και τον στοχαστικό παρατηρητή που φαίνεται ασφαλής απ” όλο αυτό το πάθος«.
Εισάγει την ολιστική αντίληψη για τη μελέτη της φύσης, ασκεί κριτική στο διαφαινόμενο ανταγωγισμό κι επισημαίνει τη θεωρητική σκέψη που βρίσκεται πίσω κι από τη πιο απλή παρατήρηση. Τότε, η επιστημονική του εργασία υποτιμήθηκε καθώς ήτο ξένη προς το ποσοτικό μηχανιστικό πρότυπο που δέσποζε στη μελέτη της φύσης κι αντί αποστασιοποιημένη προσέγγιση του αντικειμένου από τον ερευνητή του, υπογράμμιζε την άμεση συνομιλία του μ” αυτόν. Η εργασία του αντιμετωπίστηκε σα προϊόν μιας καλλιτεχνικής φύσης που προσπάθησε να ερμηνεύσει τα φαινόμενα της φύσης μ” ένα είδος φιλοσοφικού ιδεαλισμού. Μετά όμως την εμφάνιση της Φαινομενολογίας στον 20ο αιώνα, δηλαδή της προσπάθειας ν” απαλλαχτεί ή ερμηνεία των φαινομένων, από τις προϊδεάσεις του μελετητή τους, φαίνεται πως η πρόβλεψή του ότι «…κάποια μέρα οι επιστημονικές μελέτες μου, παρά το λογοτεχνικό έργο μου, θ” αναγνωριστεί ως η μεγαλύτερη συνεισφορά μου στην ανθρωπότητα» αρχίζει να επιβεβαιώνεται. Είχε δε και μερικές χαρακτηριστικές αδυναμίες, π.χ. έπινε σχεδόν καθημερινά 3 μπουκάλες κρασί.
Πέθανε στις 22 Μάρτη 1832, σ” ηλικία 83 ετών κι ενταφιάστηκε στον τάφο της ηγεμονικής οικογένειας στη Βαϊμάρη.
22­­­­ Μαϊου
Το ότι η ζωή του ανθρώπου δεν είναι παρά ένα όνειρο είναι κάτι που το έχουν πει πολλοί, αλλά κι εμένα αυτό το ίδιο αίσθημα με συνοδεύει παντού. Όταν αναλογίζομαι τους περιορισμούς που επιβάλλονται στις δραστηριότητες και τις έρευνες του ανθρώπου, όταν βλέπω πως όλες οι προσπάθειες κατατείνουν στην ικανοποίηση αναγκών, οι οποίες πάλι δεν έχουν άλλο στόχο από το να παρατείνουν τη φτωχή μας ύπαρξη, και ύστερα ότι κάθε ικανοποίηση που μπορούμε να έχουμε για ορισμένα σημεία της έρευνάς μας δεν είναι παρά μια ονειροπόλα παραίτηση, αφού άλλο είναι κάνεις να ζωγραφίζει κανείς τους τοίχους της φυλακής του με πολύχρωμες μορφές και φωτεινά χρώματα – Όλα αυτά Βιλέλμ, μου κόβουν τη μιλιά. Επιστρέφω στον εαυτό μου και βρίσκω έναν ολόκληρο κόσμο! Αλλά περισσότερο προαισθημάτων και σκοτεινών επιθυμιών παρά καθαρών παραστάσεων και ζωντανής δύναμης. Και τότε όλα αιωρούνται ενώπιων μου και εγώ ακολουθώ χαμογελώντας το όνειρό μου βαθειά μέσα στον κόσμο.
Το ότι τα παιδιά δεν ξέρουν γιατί θέλουν κάτι είναι θέμα στο ποίο συμφωνούν δάσκαλοι και παιδαγωγοί με όλη τη λογικότητά τους. Όμως, ότι και οι ενήλικοι, όμοια με τα παιδιά, προχωρούν τρικλίζοντας πάνω σ’ αυτή τη γη και δεν ξέρουν ούτε από πού έρχονται ούτε που πηγαίνουν, ότι, όπως αυτά, δεν ενεργούν με βάση αληθινούς στόχους, ενώ αφήνουν να κυβερνιούνται από τα μπισκότα, τα γλυκά και το ξύλο, αυτό είναι κάτι που κανείς δεν θέλει να το πιστέψει και ωστόσο εμένα μου φαίνεται χειροπιαστή πραγματικότητα.
Παραδέχομαι ευχαρίστως, γιατί ξέρω τι μου έλεγες επ’ αυτού, ότι οι ευτυχέστεροι είναι εκείνη που, όμοια με τα παιδιά, ζουν τη μέρα σέρνοντας μαζί τις κούκλες τους που τις ντύνουν και τις ξεντύνουν , ενώ στριφογυρίζουν με μεγάλο σεβασμό γύρω από το συρτάρι, όπου η μαμά έχει κλειδώσει τα ζαχαρωτά, και όταν επιτέλους τα’ αρπάξουν, τα καταβροχθίζουν λαίμαργα φωνάζοντας: «Κι άλλο, κι άλλο!» – Αυτά είναι ευτυχισμένα πλάσματα. Καλά νιώθουν επίσης και αυτοί που στις μίζερες ενασχολήσεις τους ή ακόμα και στα πάθη τους δίνουν επιβλητικούς τίτλους που τους εγγράφουν στο λογαριασμό της ανθρωπότητας ως γιγαντιαία έργα για τη σωτηρία και την ευημερία της. Καλότυχος όποιος μπορεί να ζει έτσι! Όποιος όμως μέσα στην ταπεινοφροσύνη του, διακρίνει που οδηγούν όλα αυτά, όποιος βλέπει πόσο φρόνιμα ο κάθε καταβολεμένος αστός ξέρει να τακτοποιεί τον κηπάκο του και να τον κάνει παράδεισο, πόσο αγόγγυστα ο δυστυχισμένος ακολουθεί και αυτός ασθμαίνοντας το δρόμο του και πόσο επιθυμούν όλοι εξίσου να δουν το φως του ήλιου έστω και για ένα λεπτό παραπάνω – ναι, αυτός είναι ήσυχος και δημιουργεί τον κόσμο του αντλώντας από τον και επίσης είναι ευτυχής, γιατί είναι άνθρωπος. Κι έπειτα, όσο και αν είναι περιορισμένος, καρτάλι ωστόσο στην καρδιά το γλυκό αίσθημα της ελευθερίας και ξέρει ότι μπορεί ν’ αφήσει πίσω του αυτή τη φυλακή, όποτε το θελήσει.
εδώ
Ο νεαρός Βέρθερος αγαπούσε με έναν τρόπο αδιανόητο για τον σημερινό σύγχρονο άνθρωπο. Η ψυχανάλυση ίσως τον ανέλυε ως ανισόρροπο και εγωκεντρικό ή ακόμη και διπολικό. Aλλά, κάθε έρωτας πρέπει να κρίνεται στην εποχή του και να μην του αποδίδονται χαρακτηρισμοί που ίσως δεν αντέξουν στον χρόνο. Εγώ θεωρώ τον Βέρθερο πρόσωπο οικείο και συναισθηματικά αριστοκρατικό δηλαδή άνθρωπο που έχει την πολυτέλεια να αφήσει την ψυχή του να ξεχειλίσει από συναισθήματα ή ακόμη και πάθη, τα οποία τα θεωρώ ευλογημένα. Μόνο μέσα από αυτά φτάνεις στον βυθό του μυαλού σου που εάν έχεις την δύναμη να αναδυθείς είναι σαν να αναστήθηκες. Τότε μπορείς να ζήσεις μεταφέροντας το μήνυμα της ζωής σε νεκρούς που περιμένουν την ανάστασή τους. Μήπως δεν είναι νεκροί όσοι περνούν από την ζωή χωρίς να κοιτάξουν στον βυθό τους;
Νότα Χρυσίνα

The Wilton Diptych



File:The Wilton Diptych (left).jpg




Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Ρενέ Σαρ

(René Emile Char, L' Isle – sur – la – Sorgue, 14 Ιουνίου 1907 – Παρίσι, 19 Φεβρουαρίου 1988). 

Ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους ποιητές του 20ου αιώνα (ο Μπλανσό, Maurice Blancot, απεκάλεσε την ποίησή του «φανέρωση της ποίησης / ποίηση της ποίησης»), περίφημος για το αυστηρό και αφοριστικό ύφος του, καθώς και για την συχνή χρήση «ηρακλειτικών» φράσεων, στις οποίες συνενώνει ιδέες που προηγουμένως έμοιαζαν αντιφατικές: «κάθε πράξη είναι παρθένα, ακόμη κι όταν επαναλαμβάνεται».


Η ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Γεννήθηκε στο χωριό Ιλ – συρ – λα – Σόργκ της Προβηγκίας (Provence) στην νότια Γαλλία το 1907. Μετά από την ολοκλήρωση των σπουδών του στην ιδιαίτερη πατρίδα του και επιθυμώντας να απομακρυνθεί από την επιρροή των γονέων του, εγκαταστάθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 στο Παρίσι, όπου ενεπλάκη, λόγω της μόδας της εποχής και φανερά μόνον ως επισκέπτης, με τους κύκλους των υπερρεαλιστών ή «σουρρεαλιστών».

Εκείνη ακριβώς την περίοδο εξέδωσε μαζί με τους Μπρετόν (André Breton) και Ελυάρ (Paul Eluard) το συλλογικό «Ralentir Travaux», πειραματίστηκε για λίγο με την λεγόμενη «αυτόματη γραφή» και επίσης δημοσίευσε το 1929 στο τελευταίο τεύχος της επιθεώρησης «Η Σουρρεαλιστική Επανάσταση» («La Révolution Surréaliste»). Το 1934, ενώ σιγά – σιγά απομακρυνόταν διακριτικά από τους «σουρρεαλιστές» λόγω διαφωνιών σε αρκετά ζητήματα, ιδίως με την εμμονή του Μπρετόν να καθιερώσει μία εκφρασιακή «ορθοδοξία», κυκλοφόρησε την δική του 

ποιητική συλλογή «Το αδέσποτο σφυρί» («Le Marteau sans maitre»), το οποίο παρέμενε όμως μέσα στους κόλπους του συγκεκριμένου κινήματος, καθώς περιελάμβανε αρκετά παλαιά ποιήματά του.

ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

Τον Ιανουάριο του 1935 οριστικοποίησε την ρήξη του με τους πρώην ομοϊδεάτες του, με μία επιστολή του στον Βενιαμίν Περέ (Benjamin Peret, 1899 - 1959), στην οποία ο «Υπερρεαλισμός» ή «Σουρρεαλισμός» καταγγελλόταν όχι μόνον ως «ανάξιος απόγονος των Σαντ, Ρεμπώ και Λωτρεαμόν», αλλά και ως «τσίρκο».

Ήδη συγκλονισμένος από τον Ισπανικό Εμφύλιο (με θέμα τον οποίο έγραψε την συλλογή «Placart pour le Chemin des Ecoliers», 1937), κατά την διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου ηγήθηκε μίας αντιστασιακής αντάρτικης ομάδας στις Γαλλικές Άλπεις, από τις δράσεις της οποίας κυκλοφόρησε ευθύς μετά το τέλος του πολέμου τις πολιτικοποιημένες συλλογές του «Seuls demeurent» (1945) και «Feuillets d' Hypnos» («Τα φύλλα του ύπνου», 1946, έργο αντιπολεμικό, γραμμένο κατά την περίοδο 1943 - 1944 και εστιασμένο επάνω στις ανθρώπινες αξίες – μεταφράσηκε στα ελληνικά και εκδόθηκε ως «…Το δέντρο είναι που βλέπει»).

Λίγο πριν το τελος του πολέμου, το 1944, κατέληξε στην Αλγερία υπό τις διαταγές του στρατηγού Ντε Γκωλ (Charles de Gaulle) και τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς μπήκε μαζί του στο απελευθερωμένο Παρίσι.

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

Έχοντας πια κατασταλάξει «στην αέναη αϋπνία των ποιητών» (όπως ο ίδιος έγραψε) με ένα ποιητικό ύφος ώριμα αντισυμβατικό και έτη φωτός μακριά από την κυρίαρχη στον δυτικό κόσμο χριστιανική ηθική, κυκλοφόρησε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 περίπου 50 έργα του, ανάμεσα στα οποία ξεχώρισαν τα «Les Matinaux» (1950), «Recherche de la base et du somme», (1955) και «Commune presence» (1964), ενώ το 1983 εκδόθηκαν από τις εκδόσεις «Gallimard» τα άπαντά του με τίτλο «Oeuvres completes». Το ποίημά του «Le marteau sans maitre» μελοποιήθηκε από τον συνθέτη Pierre Boulez το 1954.

Τα περισσότερα από τα μεταπολεμικά χρόνια του τα πέρασε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου συχνά φιλοξενούσε διάσημους προσωπικούς του φίλους, όπως ο Αλμπέρ Καμύ (Albert Camus) και ο Γερμανός φιλόσοφος Μάρτιν Χάϊντεγκερ (Martin Heidegger, ο οποίος θαύμαζε τον Σαρ και τον θεωρούσε «δια της ποίησης φιλόσοφο»). Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ευαισθητοποιήθηκε ιδιαίτερα σε οικολογικά ζητήματα και δραστηριοποιήθηκε ενάντια 

στην πυρηνική ενέργεια. Πέθανε στο Παρίσι, στο νοσοκομείο Val-de-Grace, στις 19 Φεβρουαρίου 1988 και τάφηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Πριν από αρκετά χρόνια είχε γράψει: «δεν έχουμε παρά μόνο ένα καταφύγιο ενάντια στο θάνατο: το να κάνουμε τέχνη πριν απ’ αυτόν».


Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2009
Πηγή

ΕΠΙΛΟΓΗ ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑΣ:

«Rouge et le Noir»,1928
«Arsenal», 1929 
«Le Tombeau des secrets», 1930
«Ralentir, Travaux», 1930 σε συνεργασία με τους André Breton και Paul Eluard («Αργά, Έργα», εκδόσεις «Ύψιλον», Αθήνα, 2006, σε μετάφραση Σωτήρη Λιόντου). 
«Artine», 1930 (με γκραβούρα του Salvador Dali) 
«L' action de la justice est eteinte», 1931 
«Le marteau sans maitre», 1934 (στα ελληνικά, «Το αδέσποτο σφυρί» εκδόσεις «Εστίας», Αθήνα, 1992, σε μετάφραση Σωκράτη Ζερβού)  
«Moulin Premier», 1936
«Placard pour un chemin des ecoliers», 1937
«Dehors la nuit est gouvernee», 1938
«Seuls demeurent», 1943
«Feuillets d' Hypnos», 1946 (στα ελληνικά, «…Το δέντρο είναι που βλέπει», εκδόσεις «Αρμός», Αθήνα, 2005, σε μετάφραση των Σωτήρη Γουνελά και Κατερίνα Τρακάκη)
«Premières Alluvions», 1946
«Le Poeme pulverize», 1947
«Fureur et Μystere», 1948
«Fete des arbres et du chasseur», 1948
«Le Soleil des eaux», 1949, 1951
«Claire», 1949
«Les Matinaux», 1950
«Quatre Fascinants et La Minutieuse», 1951.
«A une serenite crispee», 1951
«La Paroi et la prairie», 1952
«Lettera amorosa», 1953
«Arriere - histoire du poeme pulverize», 1953
«Le Rempart de brindilles», 1953
«A la sante du serpent», 1954 (με λιθογραφία του Miro)
«Le Deuil des Névons», 1954
«Recherche de la base et du sommet», 1955, 1965
«Poèmes des deux annees», 1955 (με υδατογραφία του Giacometti)
«La bibliotheque est en feu», 1956 (με υδατογραφία του Braque)
«Pour nous Rimbaud», 1956
«En trente-trois morceaux», 1956
«Les Compagnons dans le jardin», 1957 (με γκραβούρες του Zao-Wou-Ki)
«La bibliotheque est en feu et autres poems», 1957
«L ‘Abominable Homme des neiges», 1957
«Le Dernier Couac», 1958
«Cinq Poesies en hommage a Georges Braque», 1958
«Le Rebanque», 1960
«Anthologie», 1960
«Les Dentelles de Montmirail», 1960
«Deux Poèmes», 1960, σε συνεργασία με τον Paul Eluard
«L’inclemence lointaine», 1961
«La Parole en archipel», 1962
«Lettera amorosa», 1963 (με λιθογραφίες του Braque)
«Flux de l’aimant», 1964 (με σχέδια του Miro)
«Commune presence», 1964
«Naissance et jour levant d’une amitié», 1965
«L’ Age cassant», 1965
«Retour amont», 1965 (με υδατογραφίες του Giacometti)
«Trois Coups sous les arbres», 1967
«Dans la pluie giboyeuse», 1968 
«Le Chien de Coeur», 1969 (με μία λιθογραφία του Miro)
«L’Effroi la joie», 1969
«Dent prompte», 1969 (με λιθογραφίες του Max Ernst)
«Boyan sculpteur et Szenes», 1971
«Le Nu perdu», 1971 
«La Nuit talismanique», 1972
«Sans grand-peine», 1973 (με ένα σχέδιο του Pierre Charbonnier)
«Picasso sous les vents etesiens», 1973
«Aromates chasseurs», 1975 
«Faire du chemin avec...», 1976
«De la Sainte Famille au Droit a la pareses», 1976
«Chants de la Balandrane», 1977
«Fenetres dormantes et porte sur le toit», 1979 
«Les voisinages de Van Gogh», 1985 
«Eloge d'une soupconnee», 1988 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Dupouy Christiane, «Rene Char», Paris, 1987
Mathieu Jean - Claude, «La Poesie de Rene Char», Paris, 1985
Rau Greta, «Rene Char ou la poesie accrue», Paris, 1985
Veyne Paul, «Rene Char en ses poems», Paris, 1990


Πηγή

ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Ρενέ Σαρ

Ρενέ Σαρ
μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής


ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ
Το άλογο με το κεφάλι του στενόμακρο
Έχει πια αχρηστέψει τον εχθρό του.
Ο ποιητής με τις αργόσχολες φτέρνες
Διαθέτει σοβαρότερους ζέφυρους
Απ' όσους κυλούν στη φωνή του.
Ξαναφυτρώνει η ρημαγμένη γη
Και ας την πληγώνει κάποιο σίδερο ακατάπαυστα.

Επιστρέψτε στα χωράφια έθνη καρτερικά·
Απ' τις αμυγδαλιές την άνοιξη
Στάζουνε γεράματα και νιάτα.
Ο θάνατος χαμογελάει στο χείλος του καιρού, του Χρόνου,
Που του προσδίδει κάποια ευγένεια.

Στου καλοκαιριού τα υψώματα
Ο ποιητής εξεγείρεται
Και από της συγκομιδής την ανθρακιά
Τη δάδα του σέρνει και την τρέλα του.

ΔΑΙΔΑΛΟΣ
Σκάβε! πρόσταζε η σκαπάνη.
Σφάζε! ξανάλεγε το μαχαίρι.
Και μου ξερίζωναν τη μνήμη
Κι εβασάνιζαν το χάος μου.

Όσοι με είχανε αγαπήσει.
Μετά σιχαθεί, και πιο μετά ξεχάσει,
Έγερναν τώρα και πάλι πάνω μου.
Κάποιοι έκλαιγαν, κάποιοι άλλοι ήσαν ευτυχείς.

Ψυχρή αδελφή μου, του χειμώνα χλόη,
Περπάταγα και σ' είδα ν' αβγαταίνεις,
Να ψηλώνεις πιο πολύ από τους εχθρούς μου,
Να πρασινίζεις πιο πολύ από τις αναμνήσεις μου.

ΝΙΚΗ ΑΣΤΡΑΠΗ
Το πουλί ραμφίζει τη γη,
Το φίδι σπέρνει,
Ο θάνατος βελτιωμένος
Χειροκροτεί τη σοδιά.

Ο Πλούτων εν τοις ουρανοίς!
Η έκρηξη δίπλα μας.
Εκεί μόνο, εντός μου.
Τρελός και κουφός, πώς θ' άντεχα κι άλλο το είναι;

Πιο πολύ από μια στιγμή το ίδιο, από όψη μεταβαλλόμενη, από εποχή
για τη φλόγα και από εποχή για τον ίσκιο!

Με το χιόνι το αργό οι λεπροί καταβαίνουν.
Και ξαφνικά η αγάπη, του τρόμου το ίσον,
Με χέρι σταματάει ανείδωτο την πυρκαγιά, ξαναστήνει όρθιο τον
ήλιο, ανοικοδομεί τη Φιλία.

Τίποτα δεν προμήναγε ύπαρξη τόσο πολύ δυνατή.
Ρενέ Σαρ (1907-1988): Κορυφαίος γάλλος ποιητής. Το Νοέμβριο του 1929 συνδέθηκε με τους ηγέτες του γαλλικού υπερρεαλισμού και στα μέσα της επόμενης χρονιάς είχε αποσχισθεί από το υπερρεαλιστικό κίνημα. Τα βιβλία του τα κόσμησαν με έργα τους ο Πικάσο, ο Καντίνσκι, ο Μπρακ, ο Μιρό και ο Ματίς. Υπήρξε στέλεχος της Γαλλικής Αντίστασης κατά του Ναζισμού και, αργότερα, πολέμιος της χρήσης ατομικών όπλων. Ο Πιέρ Μπουλέζ έγραψε μουσική πάνω σε ποιήματά του. Ανάμεσα στους διακεκριμένους φίλους του ήταν και ο Μάρτιν Χάιντεγκερ.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΛΒΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΛΒΟΥ - ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Παρουσίαση

Οι Ωδές του Ανδρέα Κάλβου γνώρισαν ίσως την πλέον ενδιαφέρουσα περιπέτεια ποιητικού έργου στην ιστορία της νεότερης λογοτεχνίας μας. Για περισσότερον από μισόν αιώνα έπειτα από τη δημοσίευσή τους αντιμετώπισαν την ουσιαστική αδιαφορία της κριτικής και του κοινού. Από τη λεγόμενη όμως ανακάλυψή τους από τον Παλαμά (1889) ως τις μέρες μας ένα πλήθος φιλολογικών και κριτικών κειμένων έχουν εδραιώσει τη θέση του Κάλβου ως ενός από τους μεγάλους Νεοέλληνες ποιητές. Ο τόμος αυτός, με τον οποίο οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης συμμετείχαν στον εορτασμό των διακοσίων χρόνων από τη γέννηση του ποιητή, αποτελείται από εκείνα τα κριτικά κείμενα που φωτίζουν με τον πλέον ικανοποιητικό τρόπο την ποίηση του Κάλβου και την πρόσληψή της από το αναγνωστικό κοινό. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

Περιεχόμενα

Κωστής Παλαμάς, Κάλβος ο Ζακύνθιος
Τέλλος Άγρας, Ανδρέας Κάλβος
Γιώργος Σεφέρης, Πρόλογος για μια έκδοση των "Ωδών"
Οδυσσέας Ελύτης, H αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου
K.Θ. Δημαράς, Πηγές της έμπνευσης του Κάλβου
Κώστας Στεργιόπουλος, H εσωτερική περιπέτεια του Κάλβου
Mario Vitti, O Κάλβος ανάμεσα στις αντινομίες του καιρού του
Δημήτρης Μορτόγιας, Κάλβος
Παν. Μουλλάς, Σκέψεις για τη μετρική του Κάλβου
Γιάννης Δάλλας, O Κάλβος από την προοπτική του χρόνου
Δημήτρης Τζιόβας, Nεοκλασικές απηχήσεις και μετωνυμική δομή στις Ωδές του Κάλβου
Massimo Peri, O "τραγικός" και ο "ηροϊκός" στίχος του Κάλβου
Νάσος Βαγενάς, H παραμόρφωση του Κάλβου

Ανδρέας Κάλβος


Εργοβιογραφικά στοιχεία


Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1792. Ο Κερκυραίος πατέρας του Τζανέτος (Ιωάννης), ανθυπολογαγός του μισθοφορικού στρατού της Βενετίας, εγκατέλειψε το νησί και μετακόμισε στο Λιβόρνο της Ιταλίας για να ασχοληθεί με το εμπόριο, παίρνοντας μαζί του τους δύο γιους του, τον Ανδρέα και τον Νικόλαο (γεν. 1800), αλλά όχι και τη σύζυγό του Αδριανή Ρουκάνη, κόρη παλιάς ζακυνθινής οικογένειας, με την οποία διαζεύχθηκε και επίσημα το 1805. Τα παιδιά, που δεν φαίνεται να ξαναείδαν τη μητέρα τους (η οποία ξαναπαντρεύτηκε, αλλά όταν πέθανε το 1815 τους κληροδότησε τη μικρή περιουσία που της είχε μείνει), μεγάλωσαν μόνο με τον πατέρα, που ταξίδευε συχνά. Το 1812 που πέθανε και ο Τζανέτος ο Ανδρέας γνωρίστηκε στη Φλωρεντία με τον Ζακύνθιο Ιταλό ποιητή Ούγο Φόσκολο. Όταν ο Φόσκολο χρειάστηκε κάποιον παιδαγωγό για ένα νεαρό εξάδερφό του από τη Ζάκυνθο του οποίου ανέλαβε την κηδεμονία, προσέλαβε τον Κάλβο. Η θέση του παιδαγωγού ήταν, παράλληλα, για τον εικοσάχρονο Κάλβο και θέση γραμματέα του διάσημου ποιητή. Ο Φόσκολο αυτοεξορίστηκε στη Ζυρίχη, επειδή την Ιταλία είχαν καταλάβει, μετά την πτώση του Ναπολέοντα, οι Αυστριακοί, και ο Κάλβος ταξίδεψε εκεί για να τον συναντήσει.
Μαζί, το ίδιο έτος (1816), πήγαν στο Λονδίνο, όπου μετά από λίγο καιρό η μεγάλη τους φιλία διαλύθηκε. Στο Λονδίνο ο Κάλβος έγινε γνωστός ως λόγιος, παντρεύτηκε και απόκτησε μια κόρη. Μετά τον θάνατο της συζύγου και της κόρης του εγκατέλειψε την Αγγλία και εγκαταστάθηκε για λίγο στη Φλωρεντία (1821) και κατόπιν στη Γενεύη. Το 1826 ταξίδεψε στην Ελλάδα με σκοπό να λάβει μέρος στον Αγώνα (τουλάχιστον αυτό δήλωσε [σε γαλλική γλώσσα] στην εισαγωγή της συλλογής του Λυρικά, σε «επιστολή» προς τον στρατηγό Λαφαγιέτ: «Αφήνω με λύπη τη Γαλλία. Το χρέος μου με καλεί στην πατρίδα μου, να προτάξω μια καρδιά ακόμη στο σπαθί των Μουσουλμάνων»). Έμεινε όμως πολύ λίγο στο Ναύπλιο και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα. Εργάστηκε στην αρχή για ένα διάστημα ως καθηγητής στην Ιόνιο Ακαδημία (1827) και μετά από χρόνια ως διευθυντής του Ιονίου Γυμνασίου (1841). Στην Κέρκυρα έζησε ως το 1852, οπότε μετακόμισε στην Αγγλία, παντρεύτηκε, και με τη δασκάλα σύζυγό του εγκαταστάθηκε (1855) και έζησε μέχρι τον θάνατό του (1869) στην πόλη Λάουθ, στο Λινκολνσάιρ, όπου η Σαρλότ Ουάνταμς-Κάλβου διηύθυνε ένα παρθεναγωγείο. Το 1960 έγινε μετακομιδή των οστών του από το Λάουθ στη Ζάκυνθο.
Ο Κάλβος φαίνεται να ασχολήθηκε με τη γραφή και την ποίηση από πολύ νέος. Τα πρωτόλειά του («Apologia del suicidio», «Canzone a Napoleone») γράφτηκαν στα ιταλικά το 1811 και το ποίημά του «Ode agli Ionii» το 1814. Τα είκοσι ποιήματά του («Ωδαί») στα ελληνικά γράφτηκαν υπό την άμεση επήρεια της ελληνικής επανάστασης και εκδόθηκαν με τίτλο Λύρα (1824) και Λυρικά (1826) στη Γενεύη και το Παρίσι αντίστοιχα. Το ιταλόφωνο έργο του, μεγαλύτερο σε έκταση, έχει δημοσιευτεί στα βιβλία: Andrea Calbo, Opere Italiane, a cura del prof. Giorgio Zoras, Roma 1938 και Mario Vitti, A. Kalvos e i suoi scritti in italiano, Napoli 1960.

Η κριτική για το έργο του

«Ο Κάλβος εισάγει και εν αυτώ τους καινούς μεν, προφανώς δε ιταλίζοντας θεούς της μετρικής του. Τον ενδεκασύλλαβον στίχον, συνιστάμενονκαι τούτον εκ τόνων και συνιζήσεων, διαιρεί, ως εκ της εν αυτώ διαφόρου εκάστοτε εναλλαγής των τόνων, εις εικοσιοκτώ είδη, ποικίλλοντα κατά τας θέσεις της τομής, της αναπαύσεως της περιόδου, κατά τον αριθμόν των μετά τον τελικόν τόνον συλλαβών, κατά την ποσότητα των μακρών ή βραχέων, την θέσιν, τον αριθμόν και την ποσότητα των συνιζήσεων και τον ρυθμόν των λέξεων. Εκ των επισυνημμένων τούτων συνάγομεν ότι αντί της σταθεράς και μονοτρόπου αρμονίας της εκ των ομοειδών και των ομοιοκαταλήκτων στίχων των εν χρήσει παρ’ ημίν, ο Κάλβος καθιεροί την εναλλάτουσαν και πολύτροπον αρμονίαν των περιόδων καυχώμενος ότι ούτω προσεγγίζει τους αρχαίους. [...]
Αλλά και τον δεκαπεντασύλλαβον στίχον, τον οποίον απεκάλει “ηρωικόν”, διέπλαττεν εφαρμόζων και επ’ αυτού τας αρχάς του. “Από την συναρμογήν των διαφόρων επτασυλλάβων, οξυτόνων, παροξυτόνων ή προπαροξυτόνων —λέγει εν τέλει των σημειώσεών του— γίνονται 676 είδη ηρωικών στίχων, τα οποία μεταχειρισθέντα με κρίσιν συμπλάττουσι την γνωστήν εις τους παλαιούς μόνον πολύτροπον αρμονίαν. Αποφεύγοντες ούτω το μονότονον των κρητικών επών, μιμούμεθα τα κινήματα της ψυχής και χαρακτηρίζομεν τα όσα ή ο νους ή αι του ανθρώπου αισθήσεις απαντώσιν εις την φυσικήν και εις την φανταστήν οικουμένην”.
Και ταύτα μεν ο ποιητής. Εγώ δε ομολογώ εν ειλικρινεία —αν και εκφέρω την ομολογίαν μου ως απόρροιαν προσωπικών όλως διαθέσεων, άνευ απολύτου πεποιθήσεως εις το αλάθητον αυτών— ότι οι ρυθμοί του Κάλβου εξεγείρουσι βαθέως την σκέψιν και μοι παρέχουσι αισθητικήν απόλαυσιν εκ των σπανιωτέρων.»

(Κ. Παλαμάς, «Κάλβος ο Ζακύνθιος», Εστία, τεύχος 728, 10-12-1889)

«Η ποίησις του Κάλβου, δημοτικωτάτη καθ’ ύλην, εγένετο κατ’ εξοχήν αριστοκρατική διά της αρχαιοπρεπείας του είδους αυτής. Το καινοφανές του ρυθμού επέτεινε την αντιδημοτικότητα αυτής και το αλλοπρόσαλλον της γλώσσης συνετέλεσεν εις την προγραφήν της.»

(Κ. Παλαμάς, «Κάλβος ο Ζακύνθιος», Εστία, τεύχος 729, 17-12-1889 [δημοσιεύεται στο Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου, επιμ. Ν. Βαγενάς, Π.Ε.Κ., Ηράκλειο, 1999, σελ. 19-20 και 33])

«Τα ποιητικά μέσα της εναργείας του είν’ εφαρμογή της αρχαίας ελληνικής ποιητικής. Η μεταφορά, η ποιητική εικών, η παρομοίωσις, σιμά με την προσωποποιία, την υπαλλαγή19, την αντονομασία20. Πόλος αντίθετος προς την παρήχηση —πότε σοβαρή και επιβλητική, πότε μουσική κι αιθέρια— ιδού η ρητορική κατασκευή του ποιητικού του σχεδίου, ιδού, συνεχώς, η αποστροφή21 και το επιφώνημα, η υποφορά κ’ η ανθυποφορά22. Τα “Ηφαίστεια” θα ημπορούσαν ν’ αναλυθούν ακριβώς με μαθηματικόν —δηλαδή με ρητορικόν— διαβήτη: Πρόλογος-υποφορά. Επιφώνημα. Επίκληση στο φως. Επίκληση στο Θεό. Έπειτα, η στατική περιγραφή μεταβάλλεται (σύμφωνα με το τυπικό το ομηρικό παράδειγμα του Σ της Ιλιάδος) σε περιγραφή δραματικήν, ενεργητική. Έπειτα, αλλαγή καταστάσεως: περιπέτεια. Ραγδαία ηθική αποκατάσταση. Επίλογος-προσφώνηση.»

[19 Υπαλλαγή: σχήμα λόγου στο οποίο χρησιμοποιείται αντί για ένα έργο το όνομα του δημιουργού του.
20 Αντονομασία: σχήμα αντικατάστασης ενός ονόματος, κύριου ή προσηγορικού, από άλλη λέξη ή φράση, ισοδύναμη. π.χ. ηφαίστεια = πυρπολικά.
21 Αποστροφή: σχήμα λόγου στο οποίο ο ομιλητής διακόπτει τον λόγο του για να απευθυνθεί σε κάποιο πρόσωπο ή και κατάσταση.
22 Υποφορά και ανθυποφορά: σχήμα, πολύ συχνό και στα δημοτικά τραγούδια, με ερώτηση, αμέσως μετά μια ακατάλληλη απάντηση και κατόπιν τη σωστή.]

(Τ. Άγρας, Λογοτεχνία, τεύχος 2, Δεκέμβριος 1937 [δημοσιεύεται στο Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου, όπ, 1999, σελ. 39])
«Μ’ αυτές τις παραστάσεις, μ’ αυτές τις εικόνες θα έπρεπε, πριν προχωρήσουμε, ν’ ασχοληθούμε κάπως περισσότερο. Βασικά και από γενικότερη άποψη, θα μπορούσαμε να τις χωρίσουμε σε δυο μεγάλες κατηγορίες: τις ζωγραφικές, δηλαδή εκείνες που συγκροτούν ένα θέαμα ικανό ν’ απεικονιστεί πάνω-κάτω και από ένα ζωγράφο. Και τις λυρικές που, αυτές, στηρίζονται σ’ ένα βιασμό της πραγματικότητας και που η απροσδόκητη και αστραποβόλα παρουσία τους δεν είναι ικανή να συλληφθεί παρά μονάχα από την ποιητική νοημοσύνη. Οι πρώτες βρίσκονται βέβαια πιο κοντά στον περιγραφικό τρόπο της παράδοσης. Είναι όμως εδώ αξιοπρόσεκτο με πόση ανανεωτική δροσιά και ένταση μας παρουσιάζονται:
[...] Το χέρι οπού τα πέπλα / των ουρανών κατέστρωσεν, / από σύγνεφα ολόχρυσα... Σήμερον κείσαι, ως εύφορος / πολύκλωνος ελαία / από το βίαιον φύσημα /σκληρών ανέμων κείται / εκριζωμένη.
Επειδή το κύριο γνώρισμα των εικόνων αυτών είναι η μεγαλοπρέπεια, υπάρχει παντού σχεδόν, αδιάκοπα, μια τάση ανυψωτική προς τον ουρανό, ένας μετεωρισμός των οραμάτων, πότε ανάμεσα στα δύο γλαυκά τ’ ουρανού και της θάλασσας, πότε ανάμεσα στα σύννεφα και στ’ αγριεμένα κύματα τ’ ουρανού και της θάλασσας. Τα ίδια γνωρίσματα χαρακτηρίζουν και τις εικόνες της δεύτερης κατηγορίας, εικόνες πολύ πιο ενδιαφέρουσες, γιατί μέσα τους πια το πραγματικό στοιχείο, το rιel, διευρύνεται ως τ’ ακρότατα σημεία της ανταρσίας του πνεύματος. Εδώ οι φυσικές διαστάσεις των πραγμάτων καταλύουνε τη δουλεία τους και η υλική και πνευματική τους συνάμα υπόσταση, αξεχώριστα, ζει στο επίπεδο της ανώτερης πραγματικότητας,
της μόνης ικανής να εκφράσει τον άνθρωπο ακεραιωμένο, παρμένο στο σύνολο των συναισθηματικών του εκδηλώσεων και των σχέσεών του με τη γύρω φύση. Όλη η ουσία του αληθινού λυρισμού, όλη του η διαφορά με την πεζογραφία, έγκειται σ’ αυτό το γεγονός. Από το ένα μέρος μια αλήθεια διατυπωμένη στο ύφος του Αστικού Κώδικα: “ο χρόνος παρέρχεται ανεπιστρεπτί” και από την άλλη, η ίδια περίπου αλήθεια, πιο αισθητή, χάρη στη δύναμη της μεταφοράς:

Ούτως από τον ήλιον
ωσάν πυρός σταλάγματα,
πέφτουσιν εις την θάλασσαν
των αιώνων. και χάνονται
διά πάντα η ώραι.

(Οδ. Ελύτης, «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου», Ανοιχτά Χαρτιά, Αστερίας, Αθήνα, 1974, σελ. 75-76)

«Η προσεχτική μελέτη όλου του καλβικού έργου δείχνει ότι ο αυτοδίδακτος Κάλβος ήταν λιγότερο βαθύς γνώστης και της αρχαίας ελληνικής απ’ ό,τι πιστεύεται γενικώς. Ως προς τη χρήση των αρχαϊσμών ο Κάλβος βέβαια φαίνεται ν’ ακολουθεί τις θέσεις που υποστήριζαν ο Φώσκολος και άλλοι ποιητές της εποχής για τη λύση του προβλήματος της ιταλικής ποιητικής γλώσσας. Όμως η πυκνότητα των αρχαϊσμών του Κάλβου είναι πολλαπλάσια εκείνης των άλλων “αρχαϊστών” ποιητών, έτσι ώστε ν’ ανακύπτει εύλογο το ερώτημα, γιατί ο Κάλβος αυξάνει την αρχαϊστική δόση στην ποιητικήτου γλώσσα σε βαθμό μεγαλύτερο απ’ ό,τι θα μπορούσε να σηκώσει —για τα δεδομένα της εποχής του— μια ποιητική γλώσσα που δεν ήθελε να κόψει τους δεσμούς της με τον προφορικό λόγο. Η άποψή μου είναι ότι ο Κάλβος δεν ήξερε ότι χρησιμοποιούσε τόσους πολλούς αρχαϊσμούς, ή ότι ορισμένες λέξεις του θα συνέχιζαν να λειτουργούν ως αρχαϊσμοί. Επειδή δεν γνώριζε όλη την έκταση του νεοελληνικού προφορικού λεξιλογίου, θα πρέπει να πίστευε ότι ορισμένες από τις λέξεις που χρησιμοποιούσε δεν ήταν αρχαίες ή ότι, αν ήταν, θα μπορούσαν εύκολα να ενσωματωθούν στον κορμό της ζωντανής νεοελληνικής. Με άλλα λόγια, ο Κάλβος δεν κατείχε την ελληνική ποιητική γλώσσα στον βαθμό που την κατέχει ένας ποιητής με ανεμπόδιστη γλωσσική ανάπτυξη—ευτυχώς. Γιατί αν την έλεγχε, η γλώσσα του θα ήταν ομαλότερη από αυτήν που έγραφε (όπως ομαλή είναι όπως είπαμε, η γλώσσα των ιταλικών του έργων), και συνεπώς η γοητεία που παράγεται στην εποχή μας από τις γλωσσικές και συντακτικές του ατασθαλίες θα ήταν μειωμένη ή δεν θα υπήρχε. Φυσικά, έπρεπε να ξεπεράσουμε τις προκαταλήψεις της γλωσσικής διαμάχης και να βιώσουμε την εμπειρία της μοντερνιστικής ποιητικής ελευθερίας για να αισθανθούμε τη γοητεία της γλωσσικής ελευθεριότητας του Κάλβου, την οποία (γοητεία) με τόση ευστοχία περιγράφει ο Ελύτης.»

(Ν. Βαγενάς, «Η παραμόρφωση του Κάλβου», Το Δέντρο, τεύχος 71-72, 1992 [δημοσιεύεται στο Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου, ό.π., σελ. 309])

«Αν θελήσουμε λοιπόν να κατατάξουμε συστηματικά τις επιδράσεις που εδέχθηκε ο Κάλβος καθώς φανερώνονται μέσα στις είκοσι ελληνικές ωδές του, θα σημειώσουμε τα ακόλουθα, αρχίζοντας από την επιφάνεια και προχωρώντας προς το βάθος, αρχίζοντας από τα φαινόμενα προς τα νοούμενα. Ο στίχος είναι ιδιότυπος με βάση την ιταλική στιχουργική, χωρίς ρίμα, σύμφωνα με τα διδάγματα της νέας ιταλικής σχολής, που εφήρμοσε στα πιο επίσημα ποιήματά του ο Φώσκολος. Ίσως η αρχική του σύλληψη να προέρχεται από τον δεκαπεντασύλλαβο —εξαρχαϊσμένο, σύμφωνα με τις γλωσσικές αντιλήψεις του Φώσκολου, για συνδυασμό του “λαϊκού” με το “αρχαϊκό”. (Θυμίζω πως εχθρός της ρίμας είναι ο Κοραής. Δεν έχουμε όμως στοιχεία για την συσχέτιση.)
Η γλώσσα είναι αρχαϊκή με εκζήτηση λέξεων ηχηρών και επιβλητικών μάλλον παρά υποβλητικών. Σε τούτο παίρνει θέση μέσα στο γλωσσικό ζήτημα καθοδηγημένος όμως και εμπνευσμένος όχι από τα ελληνικά προβλήματα ούτε από τις ελληνικές λύσεις αλλά από το γλωσσικό ζήτημα της Ιταλίας στον καιρό του και από τη λύση που συνιστούσαν και εφήρμοζαν ο Φώσκολος και οι ομόγνωμοί του καθαρολόγοι. Συνέπεια τούτου είναι και ο πομπικός, επίσημος, μεγαλόστομος και ρητορικός τόνος της ποίησής του, που έχει όμως και στενό σύνδεσμο με τον διδακτισμό της. Ο διδακτισμός αυτός, τυπική επιβίωση του ΙΗ΄ αιώνα, αποτελεί την κανονική διδασκαλία όλων των νεοελληνικών διδακτικών εγχειριδίων της περιόδου που μας ενδιαφέρει. Συνάμα αποτελεί την βάση της αισθητικής των Ιταλών ποιητών της ομάδας του Φώσκολου. Οι εικόνες, αλληγορίες, παραβολές, είναι συνήθως δανεισμένες από τους αρχαίους, Όμηρο, ιδίως, και Πίνδαρο, σύμφωνα με τα αισθητικά διδάγματα και τις συμβουλές του Φώσκολου. Άλλες, πιο σύντομες συνήθως, εικόνες, προέρχονται από τον Ossian.
Βλέπουμε δηλαδή ότι το σύνολο περίπου της μορφής έφθασε στον Κάλβο από τον ΙΗ΄ αιώνα διά μέσου είτε των Ελλήνων διδασκάλων του, είτε της σύγχρονής του ιταλικής λογοτεχνίας όπως την εγνώρισε στο περιβάλλον του Φώσκολου. Αντίθετα τα πιο θεμελιώδη συστατικά, πνευματικά είτε ψυχικά, πρέπει να τα αναζητήσουμε ιδίως αλλού και σε ένα μεγάλο τους μέρος έρχονται σε αντίθεση με τα πρώτα.
Έτσι η θρησκευτική συνείδηση συνδέεται με τη μορφή της μητέρας του, στην ποίησή του όπως ίσως και στην ζωή του. Η αγάπη της Ελευθερίας και της Αρετής συνδέονται με τις πρώτες παραστάσεις της ζωής του, όπως φάνηκαν μπροστά του με τις αρχές της γαλλικής Επανάστασης και την —άμεση ίσως— διδασκαλία του Μαρτελάου. Με τις έννοιες αυτές, από κάποια πλευρά, και με τον Μαρτελάο συνδέεται και ο κλασικισμός του, ανεξάρτητα από τον γλωσσικό του αρχαϊσμό και σχετικά με την αγάπη του γένους και την ελπίδα για την ανάσταση της παλιάς δόξας.
Τέλος η θλιβερή και απαισιόδοξη διάθεση, που βρίσκει παρηγοριά στην πίστη, και τα σύμβολά τους και οι εικόνες που συνδέονται μ’ αυτές, προέρχονται από τον βόρειο προρωμαντισμό και πρωτορωμαντισμό όπως τον εγνώρισε ο Κάλβος στον Young. Παράλληλη (μελαγχολία κ.λπ.) είναι και η επίδραση του Ossian.»

(Κ. Θ. Δημαράς, «Πηγές έμπνευσης του Κάλβου», Νέα Εστία, Αφιέρωμα στον Κάλβο, Χριστούγεννα 1946 [αναδημοσίευση στο Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου, ό.π., σελ. 162-163]) 

Αρχαίες ελληνικές επιδράσεις στο έργο του André Chénier

Andre-Chenier-1762-1794---portrait
Andre Chenier (1762 - 1794)

Συγγραφέας: Τσαγκάς, Νικόλαος Μ.
Εκδότης: Νότιος Άνεμος
_________________504b096cb9549
[...] Παρά το γεγονός ότι και άλλοι άλλως έκριναν το έργο του Ανδρέα Σενιέ, παραμένουν κενά στην έρευνα, αναφερόμενα στη ζωή του,την καταγωγή του και τις φιλολογικές του δοξασίες.
Η μόνη δυνατή εκτίμηση του έργου του Σενιέ βρίσκεται στα κείμενα, αλλά και τις σύγχρονες μαρτυρίες, πέρα από τον μύθο που πλανιέται γύρω από το όνομα τούτο. Το έργο μας υπήρξε επίπονο, όπως και η προσέγγιση της αλήθειας. Ο ποιητής απέθανε σε ηλικία που οι περισσότεροι αρχίζουν τη δράση τους, θύμα αδυσώπητης μοίρας, γνωρίζοντας παράλληλα δύο υπάρξεις, την πρώτη αφιερωμένη στις μούσες και τη δεύτερη στην πολιτική αρθρογραφία. Θα ήταν πέρα από τις ασθενείς μας δυνάμεις να ασχοληθούμε και με τις δύο αυτές πλευρές της ζωής του, για τον λόγο αυτό θα αρκεσθούμε τονίζοντας περισσότερο την ανθρωπιστική του και ελληνική του παιδεία. Πράγματι ο καθηγητής Paul Dimoff αφήνει και πεδίο έρευνας και τους νεώτερους, όπως είναι ο ανθρωπισμός του Σενιέ, η επίδραση του έργου του πάνω στην νεώτερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία ή πάνω στην νεώτερη ποίηση.
(απόσπασμα από το βιβλίο, κεφ. 1)