Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

Κούλα Αδαλόγλου




Καταγραφές, 1982

Πίστευα πως

Πίστευα κάτι απ’ το χαμόγελό σου
 κάτι στο άγγιγμα απ’ τα ζεστά σου δάχτυλα.
Πίστευα πως
θα  ’σπαζε η καρδιά μου από χαρά.
Κι η Σαλονίκη –δήθεν –όμορφη.
Θάλασσα γυαλί, σπίτια ανθρωπινά,
παιδιά λεύτερα με μπαλόνια και γλειφιτζούρια.
«Δήθεν» όλα.
Έτσι κι αλλιώς οι άνθρωποι τρέχουν,
τ’ αυτοκίνητα τσιρίζουν,
στα προάστια το κρύο σε παγώνει.
Οι εργάτες γερνούν γρήγορα
και τα παιδιά τους φτωχά.
Λοιπόν καλύτερα ίσως
που ξαναμάζεψα τα φτερά μου.
Το κλάμα βουβό
κι ένα κενό στο μυαλό μου.
Όμως έτσι κι αλλιώς
δεν είναι καιρός για ψευδαισθήσεις.

Σαντορίνη
Ήρθες μαυρισμένη από έναν άλλον ήλιο,
με  πάνω σου το αλάτι από μια θάλασσα όχι μακρινή,
μα τόσο αλλιώτικη.
Εκεί που όλα έχουν το χρώμα της τέφρας
κι ανασαίνουν το προσωρινό μαζί με την αιωνιότητα.
Οι βράχοι κόκκινοι.
Κι οι γκρίζες πέτρες τραχιές
κάτω απ’ το πέλμα σου.
Ο ήλιος ζεστός, ανελέητος πάνω στο κορμί σου.
Παιδιά του νησιού με κοντά παντελόνια,
φαρδιά γύρω από λιανά μαυριδερά πόδια,
χάσκουν μπροστά σε γυμνόστηθες αμφίβολης καλλονής
κρεμασμένα από το χέρι γριάς νησιώτισσας
με ξεδοντιασμένο χαμόγελο
και μαντήλα κατεβασμένη στο μέτωπο.
Κι ο δρόμος με τα εξακόσια σκαλοπάτια,
με «υποζύγια» για ξένους και ντόπιους τουρίστες.
Με αγωγιάτες-υποζύγια να τσακώνονται
μπροστά σε ξένους, που γελούν ηλίθια
και κοροϊδεύουν στις γλώσσες τους.
Οι θαλασσινές σπηλιές που σου εξάπταν τη φαντασία
τώρα γεμάτες σκουπίδια.
Η ομορφιά του τοπίου μια πληγή μέσα σου
κάτι τέτοιες στιγμές.
Ο τόπος αρρώστησε κι εγχείριση δε γίνεται –
Μια πληγή μέσα σου.


v  



Στο μεταίχμιο, 1992

Ανταπόκριση
Φτάνει να γελάς
κι εγώ μπορεί να χορέψω
έναν τσιγγάνικο όλο πάθος
ή ένα θεότρελο μπάλο.
Μπορεί και να τολμήσω το χορό της Σαλώμης.
Μετά τον τελευταίο πέπλο
η αγάπη μου ολόγυμνη θα αναδυθεί απ’ τους δρόμους,
θα μείνουν άναυδα τα κομπρεσέρ
φτυάρια μετέωρα.
Μια αύρα θ’ αγγίξει τον υπαίθριο πωλητή.
Κι η γριά που ζητιανεύει στα βρεγμένα σκαλοπάτια
θα πει: θάμα.

·         

Ιστορία ΙΙ
           
Με κράτησαν πιστάγκωνα
και μού ‘δωσαν γροθιά στο σαγόνι
Πλατεία Δικαστηρίων
μέρα μεσημέρι.
Τσαλάκωνα τον ένοχο ωσότου
ο κίτρινος φάκελος έλιωσε
κι οι ακτινογραφίες μού ξέσχισαν τα νύχια.
Ο Βενιζέλος κοιτούσε αδιάφορα.

·        

                   
Το ξέρω πως έρχεσαι πίσω,
από το τζάμι που κλαίει δαγκώνοντας το δαντελένιο του ρούχο,
από τα παρκόμετρα που ξεροσταλιάζουν στο κρύο,
Κομμώσεις «ο Στέφος» τρίτη πολυκατοικία δεξιά,
στέκεται, απλώνει να χτυπήσει το κουδούνι
και αναρωτιέται ποια είναι αυτή πού την ξέρω,
τούτη τη διαδρομή έπρεπε να την κάνει πριν από έξι χρόνια
άργησε να θυμηθεί πως ξέχασε,  
περνάει απέναντι
μηρυκάζοντας ένα στυφό γέλιο.

Κι όμως, το ξέρω πως έρχεσαι πίσω,
από το λυγμό των εσωρούχων μου, 
από τα μπλε του Σεπτέμβρη και τα γκρι του Απρίλη,
απ’ τη μικρή φτωχούλα επίγνωση
που κάθισε να πιει ένα ζεστό ρόφημα.

v  

   

Δύο ελεγείες και μία ωδή, 1996

    Ελεγεία πρώτη
      Επιμύθιο

     Η Νέμεση θα' ρθει με το λιοπύρι
     έλεγα τριάντα χρόνια πριν.
     λιοπύρια και λιοπύρια
     καλώ, καλώ κι ούτε καλώς την.

    Πρέπει να φύγω από εκείνο το σπίτι.
    Ο νόστος λυγρός
    κι ο ήχος ανανταπόδοτος.
    Κι ούτε  τα ίχνη απ' τα μικρά της πόδια
    στα βρεγμένα πλακάκια.
    Ήταν άλλοτε που
    τα μάτια του φτερούγιζαν
     έπαιρναν μαζί τους τα μικρά παιδιά
     και άλλα λίγο μεγαλύτερα,
     ακόμα και κάποιους γέρους με καρδιά.
     Ξεδίπλωναν τις σημαίες τους
     και κινούσαν για το χρυσόμαλλο δέρας
     πάντα ονειροβατώντας.

     Πρέπει να φύγω από εκείνο το σπίτι.
     Έτσι κι αλλιώς
     είτε με την υγρή είτε με την αέριο χρωματογραφία
     ή έστω πεζοπορώντας
     δεν ημπορώ να μεταβάλω την εξέλιξη.
     Χαίνουν οι τρύπες στις σημαίες
     αποκαλύπτοντας
     λαρύγγια όνειρα καρδιές
     σφαγιασθέντα.

    Κι ούτε να εκστασιαστώ ούτε να εξαγνίσω
    δύναμαι.
  
·        

  Ελεγεία δεύτερη

 Ο έρωτας είμαι.  
 ανέστιος πένητας και πλάνης
 εκλιπαρώ μια κούπα μέλανα ζωμό
 ονειρεύομαι μιαν ήσυχη άκρα
 δε συνορεύω
 χαίρομαι μιαν οριστική σε στύση.

  Οι ανεμώνες φτάνουν καλές ως εδώ,
  απλώνεται ένα ήσυχο πράσινο.

   Ο έρωτας είμαι.
   χρόνια με μια μαούνα
   γυρεύω να περάσω απέναντι
   μα ο καιρός κακός
   κι οι σπηλιές βγάζουν ήχο υπόκωφο.
   τη νύχτα οι μορφές ζωντανεύουν
   και ροκανίζουν το βράχο,
   η αποκάλυψη θ' αργήσει;


    Ο έρωτας είμαι,
    χέρι ρακοσυλλέκτη
    ανασκαλεύω ανελέητους σωρούς:
    υπερσυντέλικοι και παρατατικοί
    κι ούτε ένας μέλλων.
    Τόσο δωρικοί οι καιροί.

    Ο τόπος είναι αιωνόβιος.
    μαργαρίτες αμέτρητες και σκίνα κίτρινα...
    ... κι ένα καφέ λιωμένο, όπως εκείνο του παλιού αίματος-
    πού ήταν που βούλιαζα σ΄ένα τέτοιο καφέ κι οι άνθρωποι γυρνούσαν
    την πλάτη τους στην  Άνοιξη και δοκίμαζαν τις νέες εκρήξεις,
    πού βούλιαζα- βούλιαζαν, παιδιά, με το απλωμένο σας νεκρό χεράκι.

           
v  


Μαθητεία στην αναμονή, 2001
             
                       
            Αφήγηση πρώτη

            Έπεσα κάτω κι έκλεισα τα μάτια.
            Είπα θα κάνω
            πως δεν καταλαβαίνω.
            Ας γίνουν όλα
            ερήμην μου.

            Τηλέφωνα χτυπούσαν άνθρωποι περνούσαν
            σκουντουφλούσαν πάνω μου με άγγιζαν με κλωτσούσαν
            με χάιδευαν με τρυπούσαν
            με λεηλάτησαν.

           
            Ξύπνησα σ’ έναν πύργο
            φυλακισμένη
            ένα παράθυρο στην κορυφή μονάχα
            έριξα τα μαλλιά μου
            όμως του κάκου
            κανένας δεν επιάστη ν’ ανεβεί,
            να με γλιτώσει.
           
            Τότε είδα να περνάει η πομπή.
            Στην αρχή πολύχρωμη.
            Τρεις μπάντες όργανα και οι προεξάρχοντες.
            Ύστερα κάτι κουρελήδες
            να σέρνονται στα γόνατα μ’ ένα σταυρό στην πλάτη.
            Γέμισε ο τόπος μυρωδιά ιδρώτα
            κι ο δρόμος σκούρα ίχνη.

            Όταν ξαφνικά
            είδα παράμερα το δάσκαλο,
            λίγο σκυφτός κι αδυνατισμένος μού φάνηκε.
            Πατούσε ελαφρά πάνω στα φύλλα
            και κάτι έψαξε να πάρει απ’ τη μεγάλη τσάντα.
            Και μεμιάς σκόρπισαν τριγύρω φθόγγοι.
            άλλοι βαριοί πάτησαν στη γη
            κι άλλοι αναρριχητικοί πετάξανε κλαδιά και ψήλωσαν.
            Ξέκρινα τότε σκουριασμένο
            το κ λ ε ι δ ί  στην τσάντα.
            Έδωσα μια, πιάστηκα από τ’ αναρριχώμενα φωνήματα
            κι εκείνα μ’ απιθώσαν καταγής.
            Πάμε, του είπα. Καιρός να ξεκλειδώσεις το σχολείο.
            Με κοίταξε στοχαστικά και, ναι
            είναι καιρός, χαμογέλασε.
            Γρήγορα, πριν πάρουνε χαμπάρι πως τους ξέφυγα, είπα.
            Να βιαστούμε.
            Κι ήταν τότε που ήρθαν τα παιδιά.
            Πολλά παιδιά, όλο ζωή και υγεία.
            Έπαιζαν με τους φθόγγους κι εκείνοι, υπομονετικοί,
            έγιναν έλκηθρα,
            έγιναν μπάλες, μπαλόνια, αερόστατα.
            Μαζεύτηκε το πλήθος και κοιτούσε,
            κάπου κάπου ένας φθόγγος καθότανε πάνω στον ώμο,
            στο χέρι ή στο κεφάλι τους,
            τον κοίταζαν αυτοί προσεχτικά
            και κ α τ α λ ά β α ι ν α ν.
            Οι προεξάρχοντες ενοχλημένοι διέλυσαν την πομπή.
            Ήταν η στιγμή
            που η παλιά κλειδαριά
            δέχτηκε μέσα της και πάλι το κλειδί
            κι απάντησε στο γύρισμά του
            με το χαρμόσυνο τρίξιμο
            της δικαιωμένης προσμονής.


            Μπήκαμε στη μεγάλη αυλή.  
            Ο ήλιος χάιδευε ένα καλό χορτάρι.
            Χαλάσματα γύρω.
            Πόση δουλειά,
            να στήσουμε τις αίθουσες
            να πλύνουμε το χρόνο
            να εξευμενίσουμε την αυστηρή βιβλιοθήκη.
            Κι όπως ήρθανε αμέσως τα παιδιά
            δεν είχαμε πού να τα βάλουμε.
            Κάθισαν κάτω κι ήτανε χαρούμενα.

            […]

·        
               Επίλογος                    
               Εδώ και καιρό
            σπρώχνουμε το χαμόγελο σε γέλιο.

            Έλα, νύχτα,
            φέρε τη μυρωδιά από σέλινο και γιασεμί
            στο ανοιχτό μου παράθυρο.
            Τώρα που κόπασε στο ρέμα
            ο χορός της πεταλούδας
            και τα νερά ακινητούν
            να δει το πρόσωπό του το φεγγάρι.

            Απόψε, έστω για μια φορά,
            δε θα μιλήσω για οδούς αδιέξοδες
            και για κλειστά λιμάνια.
            Θα πω κάτι γλυκό,
            σαν το νανούρισμα ή σαν ευχή -
            ξέρει η μάνα, ο δάσκαλος κι ο ποιητής,
            όταν βαραίνουνε πολύ τα σύννεφα -
           
            έλα, λοιπόν, νύχτα,
            φέρε ένα όνειρο λιβάδι παπαρούνες
            στων παιδιών τα βλέφαρα.
            Έτσι κι αλλιώς το ρέμα συντηρεί τη βλάστηση.
            Έτσι κι αλλιώς ένα κλειδί
            ταιριάζει στην πόρτα του σωστού χρόνου,
            ελπίζω.


v  
              
  Διπλή άρθρωση, 2009

Πλυντήριο Candy

Η μάνα του δούλευε πλύστρα στα διπλανά χωριά.
Την έπνιξε ένα βράδυ το φουσκωμένο ποτάμι, καθώς περνούσε τη γέφυρα.
Μικρό παιδί ήταν. Έζησε στο αντάρτικο από τύχη.
Σήμερα αλλάξανε το πλυντήριο Candy, από τα πρώτα μοντέλα.
Αυτός είχε ένα χρόνο που πέθανε. Σαν βράδιασε,
έπιασε τη γωνία και το κοίταζε, δίπλα στους κάδους των απορριμμάτων.
Ύστερα μπήκε αθόρυβα στο διαμέρισμά τους, ισόγειο.
Στον πάγκο της κουζίνας μπόλικα ροδάκινα, διάχυτη η μυρουδιά.
Καλά πάει η σοδειά, γλυκάθηκε. Και το ψυγείο, Πίτσος του ’59, αντέχει ακόμα.  
·        


Τρυφερότητα

Ηλικιωμένη ήταν. Καθόταν πάντοτε εκεί, λίγο πριν την Αγίας Σοφίας.
Μαυροντυμένη, με μαντίλα στα μαλλιά. Και με ένα οίδημα κάτω από το πηγούνι,
σαν πελεκάνος. Η κοπέλα γύρω στα είκοσι, ξανθούλα και γλυκιά.
Της έδωσε χρήματα και ένα ζεστό κουλούρι. Έκλαψε η γιαγιά. Τη φίλησε.
Είπανε λόγια λιγοστά, γιατί δεν πάει στους γιατρούς, δεν έχω… Κι έκλαιγε η γριά.
Η κοπέλα έφυγε. Έβγαλε από την τσάντα της αντισηπτικό μαντιλάκι και σκούπισε
το μάγουλό της. Την αναζήτησε ύστερα από λίγες μέρες. Δεν ήταν στη θέση της.
Στο διπλανό το μαγαζί δεν ήξεραν.

Η γριά δεν φοράει πια μαύρα ρούχα και μαντίλα. Είναι σε ένα ωραίο πάρκο. Την οδηγεί σκύλος άσπρος με γαλάζια μάτια, να μη φοβάται. Κρατά στο χέρι της ένα λωτό, να λησμονεί τις δυσκολίες του παρελθόντος. Και ένα ολοστρόγγυλο κουλούρι, να θυμάται πώς γνώρισε την τρυφερότητα.

  •  

Θνητές


Η Βιβή μ’ ένα κόκκινο του αίματος

Η γιορτή ήταν κρυστάλλινη
αλλά όχι διάφανη, καθόλου,
μουντή, του σκονισμένου γυαλιού.
Ανάμεσα σε γαρίδες κοκτέιλ, κεριά και σατέν
να η Βιβή μ’ ένα φόρεμα κόκκινο
κάθεται στο κέντρο του δωματίου και
κοιτάζει τον οδηγό του λεωφορείου
με επίμονη αγωνία.
Και να,
χορεύει, στροβιλίζεται κάθετα
υπόγεια εισχωρεί στις διακλαδώσεις του νερού
τα μάτια της διαυγή και ρευστά
αγγίζει τις ρίζες των δέντρων και στις πιο λεπτές βυθίζεται
στα δάχτυλά της σαν από αλάβαστρο
ερπετά τη διακοσμούν
η Βιβή μ’ ένα κόκκινο του αίματος.

·       

Καλησπέρα, κυρία οστεοπόρωση


Καλησπέρα, κυρία οστεοπόρωση.
Πάρε καρέκλα και κάθισε.
Έτσι κι αλλιώς κρατάς κομμάτι από το σκελετό μου.
Θα επικοινωνούμε, αναγκαστικά, συχνά, κατά πώς φαίνεται.
Δεν ανάβω το φως. Δεν μου είναι ευχάριστη η όψη σου.
Μόνο την άλλη φορά, μην ξεχάσεις να φέρεις μαζί σου τη Λίζα.
Της άρεσε πολύ αυτή η βελούδινη πολυθρόνα με φωτισμό ηλιοβασιλέματος.
Δε σε ξέχασα, Λίζα, θα πω.
Το ξέρω, θα μου πει χαμογελώντας και κοιτάζοντας τη θάλασσα.
Θα με μαλώσει που δεν έβαλα φέτος φυτά.
Θα έχω ετοιμάσει ένα γεύμα με λαχανικά -
μ’ όλο που δα δεν μας ωφέλησε σπουδαία η υγιεινή διατροφή.
Σαν αεράκι θα φύγει, το πιάτο της ανέγγιχτο.

  •  

 

Η Πάτρα, με δυο λακκάκια στα μάγουλα


Οι ντόπιοι και οι άλλοι. Τα αγαπημένα της τραγούδια τής τραγούδησαν.
Σηκώθηκε ο Χαλίλ και χόρευε, κλαίγοντας χόρευε,
άνοιγε τα χέρια κι έλεγε λόγια στη γλώσσα του.
Χτυπούσε ο Ναζίρ το τουμπελέκι. 
Γιατί, Αλλάχ, την άρπαξες, στου δρόμου τα μισά μάς άφησες.
Εκεί ήταν η Πάτρα, αλλά κανένας δεν την έβλεπε
στου τραπεζιού την άκρη καθισμένη.
Σηκώθηκε και με πλησίασε. Εσύ εδώ θα μείνεις, μου είπε.
Κοίταξε μόνο να θυμάσαι ό,τι είπαμε,
να τους βοηθήσεις. Οι υποσχέσεις δένουν τους εδώ με τους εκεί.
Άπλωσε το χέρι της, ένιωσα στον καρπό μου ένα χέρι στιβαρό: 
o Χαλίλ μ’ έσυρε να χορέψουμε. Ανατολίτικος σκοπός.
Χόρεψα κάτι που έφερνε σε μπάλο.
Γελούσε η Πάτρα, με δυο βαθιά λακκάκια στα μάγουλα.

  •  

Φαίη


Τόσο ωραίο ορεινό μπαλκόνι, να κοιτάει τον κάμπο και τη χαράδρα,
πώς δεν το αξιοποιήσατε τουριστικά,
ρώτησε ρουφώντας τον καφέ και γέρνοντας την κόμη στο αεράκι.
Νice, nice, απάντησε στην τωρινή λίνγκουα φράνκα ένα ζευγάρι Ελβετών
που είχε ανακαλύψει το τοπίο εδώ και χρόνια.
Κάνουν ενέργειες, ο δήμος τώρα πήρε μπρος,
φλυαρούσε η Φαίη κι έδινε εξηγήσεις.
Ήταν χαρούμενη η Φαίη,
όπως οφείλει να είναι η Φαίη στα δεκαεννιά 
έστω και με τσεμπεράκι στο κεφάλι
αισιόδοξη για την επόμενη εξεταστική στη Νομική της
όμως εσείς εκεί στο Μεμόριαλ
που μάθατε τυχαία αυτή την ασήμαντη κωμόπολη
τούτης της μικρής χώρας
μέσα από φωτογραφίες εσωτερικών οργάνων
πώς, αφού δεν αποτρέπετε τίποτα σημαντικό,
πώς μπορέσατε να στείλετε τόσο ψυχρά και ανενδοίαστα
την ετυμηγορία σας;

Φυσούσε ένας αέρας.
Περνούσε σαν κινηματογραφική ταινία κι έτρεχε.
Σκισμένο χώμα, ηλιοβασίλεμα –έτρεχε έτρεχε-
μοιρολογούσαν οι γριές
τραχιά βουνά σκαμμένα πρόσωπα –σαν αέρας, ταινία σε fast forward έτρεχε-
βροχές και χιόνια ως τη Γερμανία έφθανε
πλησίαζε την Ισπανία ονειρευόταν πτήση υπερατλαντική
μοιρολογούσαν οι γριές
κι η Φαίη με το νυφικό και στεφανάκι στα μαλλιά
έφευγε σαν ταινία κι έφεγγε
στην Αριστοτέλους σταμάτησε
τίτλοι του τέλους.
Σαν σουρουπώνει
τώρα θα ξέρεις
τι είναι το φως
που από την παραλία ως το campus
ρόδινη γάζα
αντανακλά στις τζαμαρίες
γίνεται σταλαξιά μελαγχολίας στα φοιτητικά μάτια
και σημαίνει ενός λεπτού σιγή
μισό λεπτό πριν πέσει η νύχτα.



v  

Οδυσσέας, τρόπον τινά, 2013

Γράφω
ημερολόγιο
γράφω μηνύματα
γράφω.
Τι θα 'κανε η Πηνελόπη χωρίς γράψιμο;
 Μ' αυτό παλεύει τη φθορά, τον χρόνο,
τη λαγνεία, τον φόβο, την απόγνωση.
Τα υφαντά τελειώνουν κάποτε,
το γράψιμο κρατάει όσο κι η ζωή μας.
Πρόσεξε πώς διαβάζεις τα μηνύματά μου.

·        

Σημειώσεις ενός φωτεινού διαλείμματος

Ροδακινί μοβ σύννεφα
Γλυκιά μελαγχολία φέρνει δάκρυα στα μάτια

Ο ήλιος λάμπει γελάει
η θάλασσα γελάει λάμπει.
Παιδικοί στίχοι ευτυχισμένης μητέρας.

Με χαιρετάτε από το κάστρο
σάς γυρνώ την πλάτη. Πείσματα ευτυχισμένης μητέρας.

Ψάρια και οίνος παρά θίν’ αλός.
Κρεμασμένη στο νεαρό σου μπράτσο δήθεν τρεκλίζω.
Νάζια ευτυχισμένης μητέρας.

Πτήση check in. Αναχώρηση.
Ατζέντα εργασίας, βιαστικές σημειώσεις, νευρικές παρατηρήσεις.
Αντιδράσεις κατηφούς μητέρας.



Όποτε φεύγεις σου κρατώ το χέρι
σφιχτά.
Νομίζω ότι παίρνεις.
Εσύ; Ίσως νομίζεις πως μου δίνεις.

·        

Παλινδρομήσεις

Ψυχρή νύχτα Γενάρη,
αδέσποτα σκυλιά,
νυχτερινές παρέες αλλοδαπών,
η πλατεία Ρωμαϊκής αγοράς να γίνεται
πλατεία Δικαστηρίων και τούμπαλιν,
κι εγώ, το πολύ είκοσι,
να πίνω το φεγγάρι στα μάτια σου.

Ξεροσταλιάζεις γωνία ταβέρνας και καφέ,
έρχομαι και θέτεις θέμα ημερήσιας διάταξης,
επέτειος, κρουασανάκια σοκολάτας
έγκλειστοι μετανάστες στη Νομική
ένας ξενώνας παρακμή στη γειτονιά μου
σέρνεται αθόρυβα η απεργία πείνας.

Μέσα σε λίγα σύννεφα λοξά μηνύματα μου στέλνεις, προδότρα σελήνη,      
όλο μισά και θαμπά, των υπαινιγμών σελήνη.
           
·        
                                   
Χωρίς διαφυγή

Ξύπνησα με τούτο το μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια
κι ούτε που ξέρω να το ζωντανέψω.

Τσακισμένοι πάγκοι
θρυμματισμένη πραμάτεια
σκόρπια γυαλιά
λεπτοδείκτες που δείχνουν έναν άλλο χρόνο…
           
Με την πλάτη στημένη στον τοίχο, χωρίς διαφυγή,
επιμένω να κρατώ τη δυσβάσταχτη αγάπη.

…πρόσωπα σκούρα
βλέμμα πανικού
φωνή σιωπής
μια μαύρη σκιά πετρώνει στα μάτια…

Σφίγγω στο χέρι μου μια μοβ χάντρα, που βρήκα ζωντανή σε μια γωνιά.



Αρχαία Ελληνική Λυρική Ποίηση

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Πηγή
(τ.Α', σελ. 17-37)
Ο χαρακτηρισμός «λυρικός» (lyric) στα σημερινά αγγλικά μπορεί να αποδοθεί σχεδόν σε κάθε είδους ποίηση εκτός από την αφηγηματική, δραματική ή φιλοσοφική. Συνήθως χρησιμοποιείται για σύντομα ποιήματα και δεν έχει καμία σχέση ούτε με ειδικό θέμα ούτε με ειδική εκτέλεση της ποίησης που προσδιορίζει. Χρησιμοποιείται εξίσου για τα τραγούδια του Shakespeareόπως και για τονΛυκίδα του Milton, για τα Ἐλεγεῖα του Gray και για τα σονέτα του Wordsworth. Βασικά αναφέρεται σε ποίηση προσωπική και σε ποίηση που ενέχει κάποιο στοιχείο τραγουδιού, έστω και αν δεν τραγουδιέται πραγματικά. Ο όρος όμως είναι ελαστικός, και ούτε η Ιστορία ούτε η τρέχουσα χρήση φαίνεται να τον δικαιολογούν, γιατί από τα αγγλικά ποιήματα που αποκαλούνται λυρικά πολύ λίγα έχουν την παραμικρή σχέση με τη λύρα. Ο όρος δικαιολογείται μόνο στον βαθμό που υποδηλώνει μια συγκεκριμένη συγγένεια που έχουν μερικά ποιητικά είδη μεταξύ τους -και μια σχέση, οσοδήποτε μακρινή και θεωρητική, με το τραγούδι, που τα διαφοροποιεί ως σύνολο από τη δραματική, την αφηγηματική και τη στοχαστική ποίηση. Και η ασάφεια στην ορολογία δεν περιορίζεται μόνο στην αγγλική γλώσσα. Η ευρωπαϊκή παιδεία, στο μεγαλύτερο μέρος της, από την Αναγέννηση και δώθε εφαρμόζει την ίδια χρήσιμη, αν και καθόλου ορθή, μέθοδο ταξινόμησης, διαιωνίζοντας λέξεις συναφείς με το «λυρικός». Η λέξη μπορεί να μην χρησιμοποιείται σωστά, ωστόσο εκφράζει κάτι το πραγματικό και έχει περάσει πια στην κοινή γλώσσα της κριτικής. Την αρχή της σύγχρονης χρήσης του όρου θα έπρεπε ίσως να την αναζητήσουμε στον Οράτιο, που η επίδρασή του είναι αισθητή στο μεγαλύτερο μέρος της προσωπικής ποίησης από την Αναγέννηση ίσαμε τις μέρες μας. Ο Οράτιος έγραψε ποίηση για να διαβάζεται στο γραφείο, όχι για να τραγουδιέται σε συντροφιές· προσκολλημένος όμως στα ελληνικά του πρότυπα προϋπέθεσε, ως σύμβαση πια, ότι θεωρητικά τουλάχιστον θα έπρεπε να τραγουδιέται με συνοδεία λύρας. Δεν είχε βέβαια την αξίωση να τον παρακολουθήσει κανείς κατά γράμμα: μόνη πρόθεσή του ήταν να υπογραμμίσει την πνευματική και καλλιτεχνική του καταγωγή από τον Αλκαίο, τη Σαπφώ και τον Πίνδαρο. Έτσι όμως θεμελίωσε μια σύμβαση που οι κατοπινοί τη δέχτηκαν και τη βρήκαν χρήσιμη. Λέξεις όπως lyric και lyricalαποτελούν βολικούς χαρακτηρισμούς, και αν έλειπαν, η κριτική θα γινόταν φτωχότερη. Όταν όμως εξετάζουμε τον χαρακτήρα της ελληνικής λυρικής ποίησης, πρέπει να απαλλαγούμε από τους συνειρμούς που μας δημιουργούν αυτές οι λέξεις. Οι λέξεις lyric και lyrical, όταν χρησιμοποιούνται για τους αρχαίους, αντιστοιχούν σε κάτι ειδικότερο και πολύ πιο συγκεκριμένο παρά όταν χρησιμοποιούνται για τη σύγχρονη ποίηση.
Η λέξη λυρικός κάνει την πρώτη σημαντική εμφάνισή της στην Αλεξάνδρεια. Οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι, στην πρώτη κατάταξη των πρώιμων λυρικών ποιητών που επιχείρησαν, συνέταξαν έναν κατάλογο των εννέα λυρικών, και αυτόν υπονοεί ο Οράτιος όταν εκφράζει την ελπίδα ότι ίσως και ο ίδιος συμπεριληφθεί κάποτε στους αληθινούς λυρικούς ποιητές:




quod si me lyricis vatibus inseres,
sublimi feriam sidera vertice.



[Γιατί, αν με περιλάβεις στον κύκλο
των λυρικών ποιητών, θα αγγίξω με
την άκρη της κεφαλής μου τ'άστρα.]
Την κατάταξη αυτήν τη γνώριζε και ο Πετρώνιος, που λέει αινιγματικά: «Pindarus novemque lyrici». Και ο ίδιος και ο Οράτιος αντλούν από την αλεξανδρινή φιλολογική παραγωγή, και δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι και οι δυο προϋποθέτουν τον πίνακα των Εννέα Λυρικών Ποιητών. Ο πίνακας ήταν γνωστός στον Αντίπατρο τον Θεσσαλονικέα, που ήταν πελάτης του L. Calpurnius Piso Frugi, για τους γιους του οποίου ο Οράτιος συνέθεσε την Ars Poetica, και μάλιστα ήταν τόσο γνωστός ώστε να μνημονεύεται χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες στο τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. Ένας κατάλογος των εννέα ποιητών δίνεται σε δύο ανώνυμα ελληνικά επιγράμματα, άγνωστης χρονολογίας, αν και το ένα από αυτά είναι απίθανο να είναι μεταγενέστερο από τον Αντίπατρο. Μόλο που η σειρά των ονομάτων διαφέρει, τα ονόματα είναι τα ίδια και στα δυο ποιήματα: Πίνδαρος, Βακχυλίδης, Σαπφώ, Ανακρέων, Στησίχορος, Σιμωνίδης, Ίβυκος, Αλκαίος και Αλκμάν. Εικάζεται ότι αυτός ο κατάλογος παίρνει ως βάση του ποιητές που τα έργα τους έφτασαν στην Αλεξάνδρεια, εκδόθηκαν και ήταν γνωστοί ως οι πραττόμενοι, αλλά, είτε γι' αυτό πρόκειται είτε η επιλογή έγινε με αξιολογικά αισθητικά κριτήρια, ο κατάλογος δείχνει τι ακριβώς εννοούσαν οι Αλεξανδρινοί με τον χαρακτηρισμό λυρικός ποιητής. Ήταν ένας ποιητής που διέφερε από αυτούς που έγραφαν τραγωδίες, έπη, ίαμβους ή ελεγεία. Για τους ποιητές καθενός από τα είδη που ονομάσαμε υπήρχαν ίσως ξεχωριστοί πίνακες· οι εννέαλυρικοί αποτελούσαν ιδιαίτερη ομάδα.
Δεν είναι δύσκολο να καθοριστεί το κριτήριο με το όποιο κατατάσσονταν οι λυρικοί σε ιδιαίτερη ομάδα. Λυρικός ήταν πρώτα από όλα ο ποιητής που έγραφε ποιήματα για να τραγουδηθούν με συνοδεία λύρας, ενός οργάνου που μνημονεύεται για πρώτη φορά από τον Αρχίλοχο, αλλά έχει μεγάλες ομοιότητες προς το επτάχορδο μουσικό όργανο που λένε ότι εφεύρε ο Ερμής και που ίσως ανάγεται στη μυκηναϊκή εποχή. Επομένως ο λυρικός ποιητής ξεχώριζε από τον δραματικό, που δεν συνδεόταν με τη λύρα, μια και μεγάλο μέρος του έργου του δεν τραγουδιόταν αλλά εκφωνούνταν από τον ιαμβογράφο, που έγραφε κυρίως ποίηση για απαγγελία· από τον ελεγειακό, τέλος, που αρχικά τουλάχιστον συνέθετε λογαριάζοντας για συνοδεία τον αυλό. Ως εδώ η διάκριση ήταν κάπως ακριβής. Ούτε και ήταν δύσκολο να γίνει διάκριση ανάμεσα στη λυρική και την επική ποίηση, παρόλο που σε ένα πρώιμο στάδιο οι επικοί βάρδοι συνόδευαν τις εκτελέσεις τους με τη φόρμιγγα, ένα είδος λύρας πάλι. Η εκτέλεση ενός επικού ποιήματος φαίνεται πως πλησίαζε περισσότερο την απαγγελία (recitativo) παρά το τραγούδι και πως είχε σχέση όχι τόσο με μια ευδιάκριτη μελωδία όσο με τη ρυθμική απαγγελία ενός σύγχρονου εκκλησιαστικού αναγνώστη. Περισσότερο δύσκολο αποδείχνεται ένα άλλο πρόβλημα: οι λυρικοί (με την αλεξανδρινή κατάταξη) ποιητές δεν περιορίζονταν σε συνθέσεις μόνο για λύρα, κάποτε μάλιστα ούτε καν χρησιμοποιούσαν λύρα. Και ο Πίνδαροςκαι ο Βακχυλίδης μνημονεύουν τον αυλό ως μέρος (όχι ως σύνολο) της μουσικής συνοδείας, ενώ παράλληλα το προσόδιον (πομπικό τραγούδι) τραγουδιόταν, όπως ρητά αναφέρεται, με συνοδεία αυλού. Εφόσον ο αυλός ήταν το ιδιαίτερο όργανο της ελεγείας, τούτο ίσως αποκαλύπτει κάποια σύγχυση γύρω από τον ορισμό της λυρικής ποίησης. Η απάντηση όμως είναι ότι η λύρα ήταν η κανονική συνοδεία που της έδινε τον ειδικό της χαρακτήρα, ενώ ο αυλός ήταν δευτερεύων και πιθανότατα άρχισε να χρησιμοποιείται υστερότερα. Ο πρωταρχικός τύπος λύρας ενδέχεται να είχε αλλάξει κάπως, και να πήρε νέο όνομα, ωστόσο φαίνεται ότι γενικά παρέμεινε το ίδιο έγχορδο όργανο. Δικαιολογημένα οι Αλεξανδρινοί συνέταξαν τον κατάλογο των εννέα λυρικών, μια και όλοι τους είχαν συνθέσει τραγούδια για λύρα, και αυτό χρησίμευσε ως διακριτικό στοιχείο αυτής της ομάδας σε σχέση με άλλες ομάδες ποιητών που είτε συνέθεταν για άλλα όργανα είτε έγραφαν ανόργανη μουσική είτε, τέλος, και όταν χρησιμοποιούσαν λύρα, τη χρησιμοποιούσαν πολύ διαφορετικά.
Επομένως ο χαρακτήρας της ελληνικής λυρικής ποίησης καθορίζεται με βάση το είδος της ενόργανης μουσικής συνοδείας· όταν όμως προσπαθήσουμε να ταξινομήσουμε τους διάφορους κλάδους της, αντιμετωπίζουμε σοβαρές δυσκολίες. Οι αρχαίοι είχαν σε χρήση δύο μορφές ταξινόμησης που, αν δεν είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους, δείχνουν τουλάχιστον διαφορετική προσέγγιση του ίδιου θέματος. Η μια είναι του Πλάτωνα, που κάνει διάκριση ανάμεσα σε μονωδία και σε χορικό άσμα. Δεν επιμένει όμως περισσότερο στη διάκριση, δεν την επεξεργάζεται, και τελικά αυτή καταλήγει να μην παίζει κανένα σημαντικό ρόλο στην ελληνική ποιητική θεωρία. Η άλλη προέρχεται από αλεξανδρινούς φιλολόγους, πιθανώς από τον Δίδυμο, και τη βλέπει κανείς λ.χ. στην κατάταξη των πινδαρικών ωδών σε δεκαεπτά βιβλία ανάλογα με τα εἴδη. Η διαίρεση αυτή φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκε και για τον Βακχυλίδη, όχι όμως και για τη Σαπφώ, που το έργο της, όσο μπορούμε να ξέρουμε, διαιρέθηκε με άλλες αρχές. Η μέθοδος δεν εφαρμόστηκε με μεγάλη ακρίβεια ούτε και στην περίπτωση του Πίνδαρου. Ανάμεσα στα επινίκιά του βρίσκονται κομμάτια που ασφαλώς δεν είχαν γραφτεί για νίκες σε αγώνες (λόγου χάρη ο 3ος Πυθιόνικος, που θυμίζει ποιητική επιστολή, και ο 11ος Νεμεόνικος, που υμνεί την υποδοχή ενός νέου στο πρυτανείο της Τενέδου), ενώ ένα από τα παρθενιά του (απόσπασμα 84 Bowra) είναι δαφνηφορικόν, και οι Αλεξανδρινοί το θεωρούσαν κάτι το εντελώς ξεχωριστό. Αυτή η μέθοδος ταξινόμησης μπορεί να στάθηκε χρήσιμη στους εκδότες και τους δασκάλους, αλλά στην ουσία δεν μας λέει πολλά ως προς τις πραγματικές διακρίσεις στον χώρο της λυρικής ποίησης. Και αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Οι περιστάσεις για τις όποιες γράφονταν τα λυρικά ποιήματα ήταν τόσο ποικίλες και διαφορετικές από τόπο σε τόπο, που δεν ήταν εύκολη δουλειά να χωρέσουν όλες σε ένα σχηματικό πλαίσιο. Δεν έχουμε ελπίδες για ακριβέστερη ταξινόμηση, αλλά τουλάχιστον μπορούμε να δούμε πώς λειτούργησαν οι κύριες μορφές και ποιος ήταν ο στόχος τους.
Μολονότι και η μονωδία και τα χορικά τραγούδια πρέπει να είναι παλιά όσο περίπου και ο ελληνικός λαός, η πρωιμότερη μαρτυρία που διαθέτουμε για αυτά περιέχεται στα ομηρικά έπη. Ο Όμηρος υπαινίσσεται μονωδίες, και άλλες πηγές προσφέρουν αποσπασματικές σχετικές πληροφορίες. Όταν ο Έκτορας ακούγεται να λέει στον Αίαντα:




οἶδα δ'ἐνὶ σταδίῃ δηίῳ μέλπεσθαι Ἄρῃ


[ξέρω, στη μάχη που γίνεται στήθος με
στήθος, να σέρνω τον χορό του Άρη]
η λέξη μέλπεσθαι φανερώνει ότι ο ήρωας υπονοεί κάποιον πολεμικό χορό, σαν εκείνον που χόρεψε, κατά την παράδοση, ο Αχιλλέας στην κηδεία του Πάτροκλου και που πιθανότατα συνοδευόταν με λόγια ανάλογα με εκείνα του τραγουδιού του Υβρία. Στην Ασπίδα του Αχιλλέα ένας νέος τραγουδά τον λίνο και οι σύντροφοί του χορεύουν. Ο λίνος πρέπει να ήταν ένα παραδοσιακό τραγούδι για τον θάνατο ενός θεού της βλάστησης· κάτι ανάλογο συναντούμε και στο τραγούδι του Άδωνη που έγραψε η Σαπφώ. Και ο Όμηρος, καθώς θα το περίμενε κανείς, έχει ειδήσεις για τραγούδια που δεν έχουν καθορισμένη λειτουργία στο πλαίσιο ειδικών περιστάσεων, όπως όταν η Καλυψώ τραγουδά σκυμμένη πάνω στη χρυσή σαΐτα της. Ούτε και χωρεί αμφιβολία ότι από τα λιγοστά δείγματα του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού που μας σώζονται μερικά είναι μοναδικά, όπως το τραγούδι του μυλωνά από τη Μυτιλήνη. Τα τραγούδια του Αλκαίου, της Σαπφώς και του Ανακρέοντα μοιάζει να είχαν γραφτεί καταρχήν για να τραγουδηθούν από τον ποιητή για τους φίλους του, χωρίς να αποκλείεται και το ενδεχόμενο ότι μερικά θα μπορούσαν να εκτελεστούν και από χορό.
Οι ομηρικές μαρτυρίες για το χορικό τραγούδι είναι πλουσιότερες και περισσότερο διδακτικές. Ο ποιητής καταγράφει την ύπαρξη, σε ένα πρώιμο στάδιο, τεσσάρων ειδών, που αργότερα αναπτύχθηκαν, αποκρυσταλλώθηκαν μορφικά και μπήκαν σε λατρευτική χρήση. Πρώτα, σε τέσσερα χωρία περιγράφει έναν θρῆνον -όταν η Θέτις και οι Νηρηίδες θρηνούν τον χαμό του Πάτροκλου, όταν ο Αχιλλέας και οι σύντροφοί του όλη νύχτα μοιρολογούν επίσης τον Πάτροκλο, όταν οι Τρωαδίτισσες θρηνούν τον Έκτορα, και όταν οι Μούσες κλαίνε τον Αχιλλέα. Έπειτα, μας λέει ότι οι νεαροί Αχαιοί υμνούν τον Απόλλωνα ως παιήoνa, και αυτό δεν μπορεί παρά να υποδηλώνει ένα πρώιμο παράδειγμα παιάνα που συνδεόταν στενά με τον Απόλλωνα. Ακόμη, στην Ασπίδα του Αχιλλέα υπάρχει ένας ὑμέναιος (τραγούδι του γάμου), όπου μερικοί τραγουδούν ενώ άλλοι χορεύουν με μουσική αυλών και λύρας. Τέλος, στην αυλή του Αλκίνοου το τραγούδι του Δημόδοκου για τον Άρη και την Αφροδίτη συνοδεύεται από χορό, και μοιάζει να είναι πρώιμο παράδειγμα ὑπορχήματος(τραγουδιού που συνοδεύεται από μιμητικά βήματα και ερμηνευτικές χειρονομίες). Αυτά τα τέσσερα είδη ήταν γνωστά στους Αλεξανδρινούς, και τα είχε καλλιεργήσει και ο Πίνδαρος. Οπωσδήποτε και ο Όμηρος γνώριζε κάποια είδη χορικού τραγουδιού στα όποια έπαιρνε μέρος ένας ορισμένος αριθμός εκτελεστών.
Συγχρόνως ο Όμηρος περιγράφει την τέχνη του τραγουδιού σε ένα στάδιο της εξέλιξής της πρωιμότερο από οποιοδήποτε δείγμα τραγουδιού έχουμε σήμερα στη διάθεση μας. Το ὑπόρχηματου Δημόδοκου δεν είναι αυστηρά χορικό, εφόσον στην πραγματικότητα ο Δημόδοκος είναι ο μόνος που τραγουδά. Στους διαφόρους θρήνους φαίνεται ότι ένας κατά κανόνα πρωτοστατεί (ἐξῆρχε γόοιο) ενώ οι άλλοι απλώς βγάζουν θρηνητικές κραυγές. Στον ρόλο του κορυφαίου μπορεί να βρίσκεται η Θέτις ή ο Αχιλλέας, ή, με τη σειρά, η Ανδρομάχη, η Εκάβη και η Ελένη, ενώ όλοι οι υπόλοιποι στενάχοντο. Ακόμη και στο μοιρολόι για τον Αχιλλέα, όπου οι εννιά Μούσες θρηνολογώντας «αποκρίνονται η μια στην άλλη με τη γλυκιά φωνή τους» (αναμφισβήτητη αναφορά σε χορό), οι κόρες του Γέρου της θάλασσας απλώς στέκονται ολόγυρα και κλαίνε λυπητερά (οἴκτρ' ὀλοφυρόμεναι). Ο Όμηρος αναφέρει περιπτώσεις όπου ο χορός δεν έχει βρει ακόμη τον ρόλο του· όλα εξαρτώνται από τον κορυφαίο του χορού που παίζει τον πρώτο ρόλο, ενώ τα υπόλοιπα μέλη απλώς υποβαστάζουν το τραγούδι του κορυφαίου. Η δική τους αποστολή περιορίζεται στην εκτέλεση ορισμένων βημάτων ή χειρονομιών, και κάποτε κάποτε βγάζουν ρυθμικές κραυγές. Κατάλοιπα τέτοιων αναφωνήσεων είναι οι επωδικές φράσεις όπως Ὑμὴν ὦ Ὑμέναιε, αἴλινον αἴλινον, ἰήιε Παιάν, που αφθονούν στα τραγούδια του γάμου, στους θρήνους και τους παιάνες.

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Κώστας Γρηγορέας

“SOUNDTRACKS ΓΙΑ ΙΔΑΝΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ” – 14 διακεκριμένοι σολίστ ερμηνεύουν συνθέσεις του Κ. Γρηγορέα

NEO CD, κλικ στην εικόνα για αγορά CD, MP3 & 24/96 Studio Master
[ κλικ στην εικόνα για αγορά CD, MP3 ή 24/96 Studio Master ]
.
“…Έργα με έμπνευση, με φαντασία, εικόνες με χρώματα, με φως, ήχοι εκλεπτυσμένοι, ευρηματικοί, με ποίηση…”
Ευάγγ. Ασημακόπουλος, TaR
.
“…Ως σολίστ αλλά και ως συνθέτης, ο Κώστας Γρηγορέας είναι μια από τις πιο σοβαρές παρουσίες στο χώρο της κιθάρας…”
Hubert Kappel, σολίστ
.
“… Nέα έργα σμιλευμένα από γνώση, ευαισθησία, πείρα και συναισθηματικό έλεγχο…”
Νότης Μαυρουδής, Αθήνα 984
.
“…Η μουσική του Κώστα Γρηγορέα έχει μια πολύ διακριτή δική της ‘φωνή’…”
Carlos Bonell, σολίστ
κλικ για να ακούσετε !    (21 tracks) 
«…Ακούγοντας τώρα την δική του μουσική, διαπιστώνω με θαυμασμό ότι παραμένει ακριβής και λιτός, σχεδιάζει με λυρική μαεστρία εκφραστικές αποχρώσεις διαχυτικές, παίζοντας με λεπτότητα, με τη γνώση του έμπειρου σολίστα. Η αντίληψη για την εκτέλεση τώρα μεταφέρεται ταυτόφωνη, σε κοινό συναισθηματικό φορτίο με την αντίληψη για τη σύνθεση, τη δημιουργία. Η εμπειρία του σολίστ οδηγεί τα πράγματα πιο πέρα, στην περιπέτεια της επικοινωνίας. Στη «δική του» μουσική ο συνθέτης Γρηγορέας μπορεί να εκφράζει τη ψυχή του κιθαριστή εαυτού του, τι ευτυχία! Βρίσκει τρόπους να διαπερνά το συναίσθημα και να ενεργοποιεί το σώμα του ακροατή…»
Έφη Αγραφιώτη, σολίστ, Περιοδικό TaR




“… Ως συνθέτη, τον Γρηγορέα χαρακτηρίζει αδιατάρακτη ισορρο­πία και συλλειτουργία οραματισμού και ευρηματικότητας… Ως σολίστ, μας καθήλωσε με την ηχητική ευγένεια, την πλαστικότητα φράσεως και ρυθμού και έναν πλούτο λεπτότατων εκφραστικών αποχρώσεων…”  Γιώργος Λεωτσάκος, Εξπρές
Ο Κώστας Γρηγορέας είναι ένα από τα επιφανέστερα μέλη της Ελληνικής κιθαριστικής οικογένειας και μια ξεχωριστή παρουσία στο χώρο της Ελληνικής μουσικής.
Σολίστ κλασσικής κιθάρας «από τους πιο προικισμένους του καιρού μας» (κατά τον κορυφαίο συνθέτη και δάσκαλό του Μάνο Χατζιδάκι), με πλούσια καριέρα για περισσότερο από τριάντα χρόνια. Συνεργάτης σημαντικών Ελλήνων σολίστ, συνθετών και τραγουδιστών τόσο σε συναυλίες όσο και σε ηχογραφήσεις.
Συνθέτης «με πλούσιο όραμα» (κατά τον κορυφαίο μουσικοκριτικό Γιώργο Λεωτσάκο), έχει καταθέσει σημαντικό έργο για το ρεπερτόριο της Ελληνικής οργανικής μουσικής.
Δάσκαλος με μαθητές διακεκριμένους μουσικούς, έχει δημιουργήσει δική του σχολή ακολουθώντας την μεγάλη παράδοση της Ελληνικής κιθαριστικής τέχνης,
Διδάσκει και είναι έφορος της κιθάρας στα ωδεία “Πυθαγόρειο” και “Πειραματικό Ψυχικού” στην Αθήνα και “Πολυρυθμία” στην Πρέβεζα.
Μαζί με το Νότη Mαυρουδή εκδίδουν το μουσικό διαδικτυακό περιοδικόhttp://www.tar.gr




  

.
TaR «μουσικό διαδικτυακό περιοδικό, με αφορμή την κιθάρα»
.
Με διευθυντή το Νότη Μαυρουδή, αρχισυντάκτη-webmaster τον Κώστα Γρηγορέα & ομάδα εκλεκτών αρθρογράφων λειτουργεί το “TaR μουσικό διαδικτυακό περιοδικό, με αφορμή την κιθάρα” – http://www.tar.gr

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΓΚΟΝΗ 


ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΓΡΗΓΟΡΕΑ
Η Αντιγόνη Γκόνη είναι αναμφισβήτητα μια από τις σημαντικότερες διεθνείς προσωπικότητες της κλασικής κιθάρας, με λαμπρή καριέρα ως σολίστ, αλλά και ως μουσικοπαιδαγωγός. 
Η συνύπαρξή μας στην επιτροπή του Διαγωνισμού Νέων Κιθαριστών της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης έδωσε την ευκαιρία για μια συζήτηση, με σκοπό τη δημοσίευση της στο TaR. Και την αναφέρω ως «συζήτηση», μιας και το «συνέντευξη» δε νομίζω πως θα ήταν κατάλληλο. Όχι τόσο για το γεγονός πως δεν είμαι δημοσιογράφος, όσο για το ότι η φιλική και συναδελφική μας σχέση δύσκολα θα μπορούσε να επιτρέψει την κουβέντα σε ένα τυπικό κλίμα. Όπως και δύσκολα θα μπορούσε να με αποτρέψει από τον πειρασμό να εκφράσω (και να θέσω στην κρίση της) και κάποιες δικές μου απόψεις, κάτι όχι επιτρεπτό σε μια σωστή συνέντευξη.
Αφαιρώντας λοιπόν ένα μέρος της φιλικής κουβέντας -αλλά όχι τον εγκάρδιο χαρακτήρα της- κράτησα όσα κατά την κρίση μου θα μπορούσαν να ενδιαφέρουν τους αναγνώστες του TaR. Και πιστεύω πως αυτά είναι πολλά, μιας και η Αντιγόνη εκτός από εξαιρετική μουσικός είναι και αυτό που θα αποκαλούσα αβίαστα «μια ολοκληρωμένη καλλιτέχνης».

Κ.ΓΡ. Η καλλιτεχνική σου ζωή μοιράζεται ανάμεσα στη μουσική διδασκαλία και στις συναυλίες. Σε μια πόλη που υπάρχει μεγάλη μουσική κίνηση όπως οι Βρυξέλλες, πώς μοιράζεται γενικότερα ο χρόνος σου;
Α.ΓΚ.  Oι προτεραιότητες των ανθρώπων αλλάζουν και όπως ξέρεις, καθορίζονται αφενός από τις εκάστοτε επιλογές, και αφετέρου από τις απαιτήσεις που η ζωή επιβάλλει.
Εκείνο που άλλαξε την ζωή μου  και συνετέλεσε στην μεγάλη ανατροπή, ήταν η εγκυμοσύνη στην κόρη μου Αριάδνη. Τότε ήταν που παραιτήθηκα από το "Juilliard" και ανέλαβα την διεύθυνση της σχολής κιθάρας, στo "Koninkljik Conservatorium van Brussels", επιλέγοντας μια ευρωπαϊκή χώρα για το μεγάλωμα των παιδιών μου. Ανατράπηκαν όλες οι ισορροπίες, όσον αφορά στην καριέρα μου και την καθημερινότητά μου. Έκανα καινούργια κατανομή του χρόνου μου, των εκάστοτε αναγκών που προέκυπταν και των δυνατοτήτων μου. Τώρα μπορώ να πω ότι προτεραιότητά έχει η οικογένειά μου και πάνω από όλα οι δύο μου κόρες που μαζί τους, δέκα χρόνια πριν, υπέγραψα το σημαντικότερο συμβόλαιο ζωής.                                    

Κ.ΓΡ. Μα και ιδεολογικά-καλλιτεχνικά, αυτό δεν είναι το υγειές;
Α.ΓΚΈτσι νομίζω. H κιθάρα είναι για μένα σήμερα βασική ανάγκη, αλλά όχι η μοναδική. Βέβαια τώρα διαπιστώνω, ότι ήταν απαραίτητο να προϋπάρξει η πλήρης αφοσίωσή μου στην μουσική και η σε βάθος εξειδίκευσή μου, ώστε να μπορώ να μεθοδεύω τις επιλογές μου και να έχω την πολυτέλεια ώστε τα «όχι» να είναι πλέον περισσότερα από τα «ναι». Το μοίρασμα της ζωής μου ανάμεσα στην οικογένειά μου, στους μαθητές μου (περίπου 12 έως 14 μαθητές, δεν προλαβαίνω να επιβλέπω περισσότερους) της Ακαδημίας και του festival της Volterra, καθιστούν απαγορευτικό το να διδάσκω σε ιδιαίτερα μαθήματα. Και εδώ θα ήθελα να διευκρινίσω, ότι η διδακτική μου δραστηριότητα στη Volterra μπορεί να διαρκεί δέκα ημέρες, ο χρόνος όμως που χρειάζεται για να υπάρξει το αποτέλεσμα που την χαρακτηρίζει, είναι αρκετά μεγαλύτερος. Κατά την διάρκεια του χειμώνα, γίνεται η όλη προετοιμασία και η διεκπεραίωση αυτού του γεγονότος. Φυσικά, δεν είμαι μόνη μου σε όλο αυτό. Ένα σημαντικό μέρος αυτής της-καθόλα σύνθετης- προσπάθειας, το αναλαμβάνει ο σύζυγός μου, ο Mικέλε. Όλο το πρακτικό μέρος και την προβολή την κάνει εκείνος, απαλλάσσοντας με έτσι από ασχολίες που εκ των πραγμάτων δεν θα προλάβαινα. Εδώ θα ήθελα επίσης να υπογραμμίσω πως, παρά το γεγονός ότι δεν έχει καμία σχέση με την μουσική, το μουσικό αυτί που διαθέτει και η ιδιαίτερη καλλιτεχνική αισθητική του, τον κάνουν να υπάρχει δίπλα μου ως πολύτιμος συνεργάτης.
Όσον αφορά την παρουσία μου σε συναυλίες και σε τουρνέ τα τελευταία πέντε χρόνια, δεν επέτρεψα να μου στερήσουν τον χρόνο ώστε να μην είμαι παρούσα στον βραδινό ύπνο και στο πρωινό ξύπνημα των κοριτσιών μου. Κι επειδή, εκ των πραγμάτων, οι παππούδες και οι γιαγιάδες λόγω απόστασης είναι απόντες, φρόντισα, να κρατήσω μακριά τις babysitter, έτσι ώστε να έχουμε εγώ και ο άνδρας μου τον έλεγχο της διαπαιδαγώγησής   τους στα πρώτα  βήματα της ζωής τους. Τα ρεσιτάλ έχουν αρχίσει από πέρσι να εντάσσονται ξανά στο πρόγραμμά μου με μια όμως εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση. Τις ατέλειωτες τουρνέ και τα εξήντα, εβδομήντα ρεσιτάλ το χρόνο ανά τον κόσμο, δεν τα χρειάζομαι πια, δεν με ελκύουν. Προτιμώ να καθορίζω εγώ αυτό που θέλω, με τους ανθρώπους που θέλω, όπως εγώ θέλω.


Κ.ΓΡ.  Να σταθούμε λίγο σ’ αυτό το «στήσιμο» της ζωής σου όπως το περιέγραψες, νομίζω πως θα ενδιέφερε τα νέα παιδιά που φιλοδοξούν να ακολουθήσουν μια αντίστοιχη καριέρα με τη δική σου. Ας συνοψίσω λοιπόν: η άποψή σου είναι πως μια επιτυχημένη καριέρα δεν αρκεί (αλλά και δεν είναι καλλιτεχνικά αποδοτική) εάν δεν συνοδεύεται από μια ισορροπημένη προσωπική ζωή.
Α.ΓΚ. Δίχως άλλο. Αυτές όμως είναι αποφάσεις ζωής για τον καθένα. Οι επιλογές πρέπει να  είναι σύμφωνες με την προσωπικότητά σου και να ακολουθούν τα όνειρά σου και τις επιθυμίες σου.
Κ.ΓΡ. Η Volterra κατά κάποιο τρόπο είναι το ιδανικό σχολείο, το ωδείο όπως θα ήθελες εσύ να είναι;
Α.ΓΚ.  Ακριβώς! Το τρίπτυχο που η Volterra προσφέρει στους μαθητές της, είναι το είδος της πολυεπίπεδης σπουδής που εγώ θα ήθελα να είχα στο ξεκίνημά μου.
Κ.ΓΡ. Ωδεία ή και δάσκαλοι μεμονωμένοι; Μήπως μυθοποιούμε στη σύγχρονη εποχή τα ωδεία και τις ακαδημίες περισσότερο από όσο θα έπρεπε; Έχω στο μυαλό μου παραδείγματα μεγάλων μουσικών σχολών που ναι μεν δίνουν εφόδια, όμως πολλές φορές αποτελούν περιβάλλον που καλλιεργεί αντικαλλιτεχνικούς ανταγωνισμούς και απομακρύνει τον ταλαντούχο σπουδαστή από την πραγματική ιδεολογία της Τέχνης. Θέτοντας ταυτόχρονα και πρότυπα ‘επιτυχίας’ τα οποία επηρεάζουν αρνητικά τη διαμόρφωση της μοναδικότητας στην προσωπικότητα του κάθε καλλιτέχνη. Η ιστορία είναι όμως γεμάτη από παραδείγματα σπουδαίων καλλιτεχνών που έφτασαν στο ανώτατο επίπεδο δίπλα σε μεμονωμένους δασκάλους, με συμπληρωματική μόνο χρήση των μουσικών σχολών. Ποια είναι η δική σου γνώμη;
Α.ΓΚ. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το περιβάλλον είναι εξαιρετικά σημαντικό. Είτε είναι το περιβάλλον ενός  εκπαιδευτικού ιδρύματος, είτε είναι η διδασκαλία ενός μεμονωμένου, (όπως ανέφερες), δασκάλου, πρέπει να είναι ένα περιβάλλον θετικό, όπου οι μαθητές αισθάνονται αποδεκτοί και ασφαλείς, χωρίς να στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου μέσα από έναν αρρωστημένο και εξουθενωτικό ανταγωνισμό. 
Αυτό που μόλις περιέγραψα, δεν είναι κατασκεύασμα της φαντασίας μου. Είναι δυστυχώς η πραγματικότητα στα περισσότερα σχολεία, φεστιβάλ και  σεμινάρια. Εγώ το προσπάθησα και πιστεύω πως απεγκλωβίστηκα από αυτή την νοοτροπία. Βέβαια, δεν σου κρύβω ότι μου πήρε χρόνο. 
Η Volterra, λοιπόν, στήθηκε έτσι ώστε οι μαθητές μας να αισθάνονται πως δίπλα μας ο χρόνος σταματάει, το μυαλό ηρεμεί και η ψυχή αφήνεται «ανοιχτή» να νοιώσει. Οι ευκαιρίες είναι ισότιμες, οι υποχρεώσεις επίσης, η υποστήριξη ουσιαστική και οι φιλίες και συνεργασίες που αναπτύσσονται, αποκτούν μια διαχρονικότητα. 
Στη Volterra η σπουδή του οργάνου, πλαισιώνεται ισότιμα από δυο ακόμη εξαιρετικά σημαντικές σπουδαστικές ενότητες: “Business of Music” και “Physiology”. Οι δυο ενότητες αυτές, είναι σχεδόν ανύπαρκτες στις σπουδές των νεων μουσικών κλασσικής κιθάρας. Οι νεοι δικαιούνται απο πολύ νωρίς να εξοικιωθούν με τις απαιτήσεις του επαγγέλματος και παράλληλα οφείλουν στον εαυτό τους και στο ταλέντο τους, να ευαισθητοποιηθούν και να προβληματιστούν πάνω στη σωστή χρήση του σώματός τους. Ακούω νέα παιδιά που με έπαρση ανακοινώνουν ότι διαβάζουν 8 με 10 ώρες την ημέρα! Το ακούω και ξαφνιάζομαι. Μια τέτοιου είδους μελέτη, όχι μόνο είναι εντελώς ανεπίτρεπτη, αλλά επιστημονικώς αποδεδειγμένα, σωματικά επώδυνη.

Κ.ΓΡ. Θα έλεγες πως, κατά κάποιο τρόπο, θα μπορούσε να θεωρηθεί η μουσική και ως μια αθλητική διαδικασία, οπότε είναι επόμενο πως αφορά ολόκληρο το σώμα κι όχι μόνο τα χέρια;
Α.ΓΚ. Δεν θα ονόμαζα τη μουσική “αθλητική διαδικασία”. Προτιμώ  να τη βλέπω ως μια αρμονική συνέργεια του μουσικού οργάνου με τη ψυχή, το μυαλό και ολόκληρο το σώμα. Είναι ελάχιστοι οι νέοι μουσικοί που όταν ασκούνται πάνω στο μουσικό όργανο, έχουν συναίσθηση του τι συμβαίνει πίσω από τα δάχτυλα, το ηχείο και την ταστιέρα. Δυστυχώς, η εικόνα του γνωστού θεάτρου παντομίμας, (όπου δυο άσπρα γάντια κινούνται μέσα στο απόλυτο σκοτάδι), απεικονίζει το πώς εμείς οι μουσικοί, επικεντρωνόμαστε κυρίως στα δάχτυλά μας, παραβλέποντας το υπόλοιπο σώμα μας.

Κ.ΓΡ. Είδα ότι διδάσκεται στη Volterra και η “Alexander technique
Α.ΓΚ. Μέσα στην ενότητα της φυσιολογίας της μουσικής φέτος προσφέρουμε την “Alexander technique”. Κάθε χρόνο όμως, η ενότητα της φυσιολογίας διδάσκεται από διαφορετικό ειδικό, ο οποίος ανάλογα με την εξειδίκευσή του, οργανώνει αντιστοίχως και την διδακτική του ενότητα.
Κ.ΓΡ. Ο Alexander ήταν ένας ηθοποιός, που ανέπτυξε αυτή τη μέθοδο διόρθωσης της λάθος στάσης και της έντασης που αναπτύσσεται στο σώμα λόγω αυτής. Όμως την ανέπτυξε ως εργαλείο για να ξεπεράσει τα προβλήματα που είχε ο ίδιος με την αναπνοή και τη φωνή του. Πως αυτό μεταφέρεται στην εκτέλεση ενός μουσικού οργάνου;
Α.ΓΚ. Στην ουσία, το να χάνεις τη φωνή σου, έχει να κάνει πολλές φορές με το στρες που συσσωρεύεται στους μύες των ώμων και του λαιμού.  Όλα τα νεύρα που περνάνε από εκεί είναι υπεύθυνα για την κίνηση των δακτύλων μας. Η κατανόηση της λειτουργίας του σώματός μας, όπως άλλωστε προαναφέραμε, είναι η μόνη εγγύηση για μια υγιή και μακρόχρονη μουσική καριέρα.
Κ.ΓΡ.  Πολύ σωστό. Διότι η μουσική πρέπει να είναι μια καριέρα ζωής. Πάντως το να καταξιώνονται (αλλά και να ελέγχονται!) κάποιες τεχνικές μέσα από κάποια  σοβαράsummer school όπως είναι η Volterra είναι σημαντικό. Δίνει και έναν μπούσουλα στα παιδιά για την κατεύθυνση που πρέπει να ψάξουν όσον αφορά σε αυτά τα θέματα, μην ξεχνάμε πως υπάρχει και πολύ απάτη με αρκετούς θαυματοποιούς-δάσκαλους.
Α.ΓΚ.  Η Volterra φιλοδοξεί να ανοίξει πόρτες, να κεντρίσει το ενδιαφέρον, να ευαισθητοποιήσει, ευελπιστώντας πως οι μαθητές θα προβληματιστούν, θα ενεργοποιηθούν  και θα είναι ανοιχτοί σε κάθε πληροφόρηση. «Θαυματοποιοί»-δάσκαλοι και μαγικές λύσεις, δεν υπάρχουν! Όπως δεν υπάρχει «μια δακτυλοθεσία», η μια τεχνική λύση για το πώς πχ θα παίξεις τις κλίμακες. Γνωρίζοντας τη φυσιολογία των δικών σου χεριών και κατανοώντας από τη μελέτη της παρτιτούρας τι σου ζητάει ο συνθέτης, μπορείς και βρίσκεις λύσεις.

Κ.ΓΡ. Ένα σημαντικό θέμα διδασκαλίας είναι λοιπόν και η αναλυτική μελέτη της παρτιτούρας. Μια παρτιτούρα αναλύεται «φιλολογικά» περισσότερο με τη βοήθεια ενός εξειδικευμένου δασκάλου ανώτερων θεωρητικών. Μπορεί όμως η (συνήθως) πιο «πρακτική» ανάλυση που κάνει ένας δάσκαλος του οργάνου, η οποία βασίζεται περισσότερο στο μουσικό ένστικτο, να είναι επαρκής;
Α.ΓΚ. Είναι βασικό κατά τη γνώμη μου να μην στηρίζεσαι εντελώς στο ένστικτο. Μια βασική αρμονική και μορφολογική ανάλυση είναι απαραίτητη. Παραδείγματος χάρη, κάτι που εμένα βοηθάει πολύ είναι η ανάλυση των φωνών και των διαστημάτων και η αποκωδικοποίηση τους με έναν δικό μου τρόπο, ώστε να υπάρξει στη συνέχεια συναισθηματική φόρτιση. Για παράδειγμα, το διάστημα της τετάρτης για μένα είναι «αγκαλιά» και εκείνο της πέμπτης είναι «κάλεσμα». Ό,τι πληροφορία χρειάζεται ένας μουσικός για την ερμηνεία ενός έργου, βρίσκεται μέσα στην παρτιτούρα. Με την σωστή της ανάγνωση ανακαλύπτεις τη μουσική.
Κ.ΓΡ. Είναι λογικό το θέμα του ξεκινήματος μιας καριέρας να είναι πρωταρχικής σπουδαιότητας για τα νέα παιδιά. Ψάχνουν τον τρόπο να αναδειχθούν σε μια εποχή που υπάρχει κορεσμός του κοινού της μουσικής από άχρηστες πληροφορίες και εντυπώσεις. Από την άλλη, διαχέεται ο απαράδεκτος μύθος πως «μεγάλα ταλέντα δεν υπάρχουν πια». Ακούω επί παραδείγματι: «Δεν υπάρχει πια Χατζιδάκις». Δεν υπάρχει πια Χατζιδάκις; Εγώ έχω γνωρίσει πάμπολλα αντίστοιχα ταλέντα! Υπάρχει όμως το περιβάλλον, παρέχονται οι ευκαιρίες και τα κίνητρα που θα δώσουν σε αυτά τα νέα ταλέντα τη δυνατότητα να ανθίσουν όπως άνθισε ο Χατζιδάκις στο ξεκίνημά του, αλλά και στην πορεία του; Εδώ όλα οδηγούν σε μια διαδικασία εφήμερης διασημότητας που καλά-καλά δεν προλαβαίνεις να βρεις τον εαυτό σου, για ποια καριέρα να μιλήσουμε; Άρα είναι σημαντικό να διδαχτεί ο επίδοξος καλλιτέχνης το πώς να διαχειριστεί την ικανότητα, τη δημιουργικότητα, αλλά και την επαγγελματική του τοποθέτηση στο χώρο. Και από ότι κατάλαβα η Volterra στήνεται και με τη φιλοδοξία να προσφέρει σε αυτή την κατεύθυνση.
Α.ΓΚ. Ακριβώς. Όσο και αν η ενότητα “Business of music” θεωρείται απο πολλούς πως δεν ανήκει στις καλλιτεχνικές μας αρμοδιότητες, η πραγματικότητα ειναι εντελώς διαφορετική. Καλώς η κακώς, δεν υπάρχει πια ο διάσημος ατζέντης, ο οποίος σε αναλάμβανε πλήρως και σου “έκτιζε” μια διεθνή καριέρα. Ο καλλιτέχνης σήμερα δεν περνάει κατευθείαν από το δωμάτιο μελέτης στη σκηνή σκεφτόμενος μόνο τη μουσική του. Σήμερα αν δεν ξέρεις: πώς να μιλήσεις στο τηλέφωνο, πώς να γράψεις ένα βιογραφικό, πώς να διαβάσεις ένα συμβόλαιο, πώς να στήσεις μια μη κερδοσκοπική εταιρεία, πώς να προβάλλεις τον εαυτό σου χωρίς να γίνεσαι φορτικός, δεν έχεις ελπίδα να κάνεις καριέρα.
Υπάρχει επίσης ένας εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας, η ανθρώπινη επαφή. Αισθάνομαι ευγνώμων που είχα την τύχη και τις ευκαιρίες να βρεθώ δίπλα σε διεθνώς καταξιωμένους καλλιτέχνες του χώρου μας, οι οποίοι, όχι μόνο με στήριξαν πιστεύοντας στις ικανότητές μου, αλλά δεν δίστασαν επίσης, να μοιραστούν μαζί μου τη σοφία τους και τις υπαρξιακές αναζητήσεις τους. Αυτή λοιπόν η σημαντική “καλλιτεχνική κοινωνικοποίηση,” είναι μια ακόμη πλευρά της Volterra. Τις οκτώ ημέρες του σεμιναρίου, τις περνάμε όλοι μαζί σε ένα αισθητικά υπέροχο, (αρκετά ρουστίκ) χώρο,  περιστοιχισμένοι από μια πανέμορφη φύση, που μοιάζει να έχει βγει από πίνακα της Ιταλικής Αναγέννησης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και των διαφορετικών δραστηριοτήτων, καθηγητές και μαθητές συνυπάρχουν και ανταλλάσσουν απόψεις, γνώσεις, εμπειρίες, βιώματα. Αυτή η ανταλλαγή και η μάθηση εκ των πραγμάτων γίνεται μια αμφίδρομη διαδικασία.


Με την Έλενα Παπανδρέου στην Volterra

Κ.ΓΡ. Ένα άλλο θέμα, πολύ ουσιαστικό, είναι αυτό της αυτοπεποίθησης. Η καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία είναι από τη φύση της ευάλωτη. Καλείσαι λοιπόν εσύ που είσαι ο υπερευαίσθητος με την πολύπλοκη ψυχολογία να ανέβεις στη σκηνή και να έχεις το ‘θράσος’ το υπέρμετρο. Βλέπουμε λοιπόν ανθρώπους που, ενώ δεν είναι σημαντικοί καλλιτέχνες, στη σκηνή να υπερισχύουν στις εντυπώσεις, απλά επειδή είναι θαρραλέοι εξ ιδιοσυγκρασίας. Άρα, το επί σκηνής θάρρος (δεν θα ήθελα να το πω θράσος) είναι ένα απαραίτητο εργαλείο που πρέπει να έχει ο σωστός καλλιτέχνης, ώστε να μπορεί να επικοινωνήσει την Τέχνη του. Δεν νομίζεις ότι είναι στις υποχρεώσεις του δασκάλου να χτίσει και την αυτοπεποίθηση ενός μαθητή;
Α.ΓΚ. Η ψυχολογία του καλλιτέχνη είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και η αυτοπεποίθηση του καθενός μια εντελώς προσωπική υπόθεση. Αναπτύσσεται, αλλάζει και εξελίσσεται χέρι-χέρι με τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Τροφοδοτείται  και εδραιώνεται με τις επιτυχίες, δέχεται κραδασμούς και αμφισβητήσεις. Όσο πιο ψηλά φθάνεις, όσο πιο πολλά μαθαίνεις, τόσο πιο πολύ μεγαλώνουν οι απαιτήσεις σου. Είναι μια πορεία που τελειώνει την ημέρα που αφήνεις την τελευταία σου ανάσα. Οι δάσκαλοι είμαστε σημείο αναφοράς για το μαθητή κατά τη διάρκεια της φοίτησης, η ευθύνη μας είναι τεράστια. Οι πράξεις μας και οι αντιδράσεις μας, καθορίζουν εξελίξεις και αυτός είναι ένας σοβαρός λόγος, για να υπάρχει μια συνειδητοποιημένη και ισορροπημένη συμπεριφορά από την πλευρά μας. Όσο φυσικά αυτό είναι εφικτό, γιατί, σαφώς, κανένας μας δεν είναι τέλειος.
Κ.ΓΡ.  Βλέπω δασκάλους οι οποίοι «πέφτουν πάνω από το μαθητή», αλλάζουν τα δάκτυλα σε κάθε μουσική φράση, υποβάλλουν ερμηνείες κλπ κλπ. Ουσιαστικά προσπαθούν να φτιάξουν μια κόπια του εαυτού τους. Προσωπικά έχω τη γνώμη πως ο δάσκαλος πρέπει να έχει μια «υψηλή-διακριτική επιστασία». Όχι βέβαια αδιαφορία, αλλά νομίζω πρέπει να δίνεις στον άλλο την εντύπωση ότι είσαι ο ακροατής που κάθεσαι και ακούς εκείνο που αυτός δημιουργεί. Εννοείται ότι μετά θα παρέμβεις και θα διορθώσεις, αλλά αυτό το «από δίπλα», σαν να είσαι ο προπονητής στο μποξ, δεν το θεωρώ σωστό. Συμφωνείς;
Α.ΓΚ. Ο δάσκαλος διαθέτει μια γνώση, η οποία καθοδηγεί τον μαθητή, τον εμπνέει, του δίνει τα απαραίτητα εφόδια, τον διορθώνει, τον στηρίζει και τον προτρέπει. Ο δάσκαλος δεν ελέγχει ασφυκτικά και δεν επιβάλλει τις απόψεις του γιατί, πάνω απ’  όλα, απαιτείται να σέβεται την προσωπικότητα του εκάστοτε μαθητή του. Ο ρόλος μας, είναι να περάσουμε τις γνώσεις μας, γνωρίζοντας πως και αυτές είναι περιορισμένες και να αφήσουμε τους μαθητές μας να ανοίξουν τα φτερά τους αποδεχόμενοι πως μπορεί να πετάξουν πιο ψηλά από εμάς!
Κ.ΓΡ. Ένα άλλο επίσης σημαντικό ζήτημα περί διδασκαλίας είναι αυτό που αποκαλούμε «τεχνική».
Α.ΓΚ. Φυσικά. Χωρίς τεχνική, είσαι αλυσοδεμένος. Δεν έχεις τα μέσα να εκφραστείς ελεύθερα μέσα από την τέχνη σου. Όμως, μια και κουβεντιάζουμε, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω: τι είναι η τεχνική; Για πολλούς τεχνική είναι η ικανότητα να παίζεις γρήγορα. Όμως για μένα τεχνική είναι τα πάντα. Είναι ό,τι χρειάζεσαι, έτσι ώστε χωρίς συμβιβασμούς να  δώσεις ζωή και φωνή στα «ασπρόμαυρα σημαδάκια» της παρτιτούρας. Η τεχνική δεν είναι ανεγκέφαλη επίδειξη υπερθεάματος. Κάθε άλλο.
Κ.ΓΡ. Ένα επίσης πολύ σημαντικό θέμα που απασχολεί τους μουσικούς είναι το θέμα του «σκηνικού φόβου», του τρακ. Τι λες γι΄αυτό στους μαθητές σου ώστε να τους βοηθήσεις;
Α.ΓΚ. Τους λέω ό,τι λέω στον εαυτό μου. Τους προκαλώ να πειραματιστούν, να αφεθούν στο να λαθέψουν, να κατανοήσουν τα όρια τους και να τα υπερβούν. Τους προτρέπω να γνωρίζουν τη μουσική τους όπως γνωρίζουν την παλάμη του χεριού τους και κάνω ό,τι μπορώ να τους οργανώνω ευκαιρίες εμφανίσεων μπροστά σε κοινό. Τους μιλάω για τις δικιές μου εμπειρίες και αυτές συναδέλφων βοηθώντας τους να απομυθοποιήσουν τους “μύθους”. Δεν γνωρίζω έναν καλλιτέχνη, ο οποίος εκτίθεται χωρίς άγχος. Σημασία δεν έχει να μην έχεις άγχος, σημασία έχει πώς μπορείς το άγχος να το μετατρέψεις σε δημιουργία. Όλα αυτά και άλλα πολλά, ανήκουν στο κεφάλαιο «ψυχανάλυση κατά τη διάρκεια του μαθήματος» (γέλια).
Κ.ΓΡ.  ‘Όπως είδα, στη Volterra διδάσκονται σε νέους μουσικούς τρόποι αξιοποίησης του διαδικτύου, σε σχέση με την καριέρα τους. Το διαδίκτυο είναι νομίζω «πεδίο δόξης λαμπρόν» για εμάς που κάνουμε ένα είδος τέχνης εστιασμένο, μιας τέχνης που δεν έχει την υποχρέωση να αφορά όλον τον κόσμο. Πώς βλέπεις όλο αυτό το πράγμα με την διαδικτυακή κοινωνική δικτύωση, το αντιμετωπίζεις με φόβο ή με αισιοδοξία;
Α.ΓΚ.  Το διαδίκτυο είναι ένα καταπληκτικό εργαλείο με τεράστιες δυνατότητες. Θέλει όμως πάρα πολύ προσοχή! Όπως κάθε εργαλείο χρειάζεται και αυτό να χρησιμοποιηθεί με έλεγχο και γνώση, έτσι ώστε να περιορισθούν οι ανεπιθύμητες… παρενέργειες. Η  σχέση εξάρτησης των νέων παιδιών (και όχι μόνο) από το διαδίκτυο, είναι ένα φαινόμενο της εποχής μας, το οποίο κάθε άλλο παρά θετικό είναι. Η ναρκισσιστική υπερχρησιμοποίηση του Facebook μπερδεύει προσωπική και επαγγελματική ζωή και μετράει επιτυχίες με το μέγεθος μιας εικονικής (virtual) πραγματικότητας. Η άμεση πρόσβαση, όμως, σε μια παγκόσμια τράπεζα πληροφοριών, είναι κάτι το πραγματικά θαυμάσιο και εξαιρετικά βοηθητικό.
Κ.ΓΡ.  Σε ό,τι αφορά το ρεπερτόριο, στην κλασική κιθάρα δεν νομίζεις ότι είναι προβληματικό το γεγονός πως (σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει πχ στο βιολί ή στο πιάνο) προτού προλάβουμε να φτιάξουμε ένα καταξιωμένο ρεπερτόριο, έχουμε την τάση να το παρατάμε για να πάμε σε ένα άλλο και μάλιστα με πολύ έμφαση στα εφέ του οργάνου, ειδικά τα τελευταία χρόνια;
Α.ΓΚ. Η κιθάρα έχει ένα θαυμάσιο και πολύ πλούσιο ρεπερτόριο που, λόγω της ιδιωματικής φύσης της ως οργάνου, αγκαλιάζει έξι αιώνες μουσικής! Για τους ίδιους ακριβώς λόγους, έχει και πολλές τάσεις. Το κύριο χαρακτηριστικό τους όμως, είναι ότι έρχονται και παρέρχονται. Η ποιότητα όμως πιστεύω πως είναι διαχρονική και αντιστέκεται στο χρόνο.
Κ.ΓΡ. Και μιλώντας για έργα που βασίζονται στα εφέ. Οι «μαγικές νότες» της κιθάρας, οι συνηχήσεις, τα ευρηματικά αρπίσματα κτλ έχουν πλέον υπερχρησιμοποιηθεί. Δεν νομίζεις πως τα νεότερα έργα αυτού του είδους έχουν αρχίσει πια να ακούγονται ίδια;
Α.ΓΚ. Αισθάνομαι πως η κατάρα των καιρών μας, είναι η ποσότητα και όχι η ποιότητα. Η καινοτομία για την καινοτομία, η συνεχής αλλαγή που σε αφήνει ακίνητο και ο κατακλυσμός εντυπώσεων που σε αφήνει μουδιασμένο και προβληματισμένο. Δεν είμαι αντίθετη ως προς  τα “εφέ,” ούτε με τις “μαγικές νότες” της κιθάρας όταν σωστά ενσωματωμένες προσδίδουν μαγεία στο όργανο. Είμαι, όμως, κάθετα αρνητική ως προς τη μονομέρεια και την επανάληψη, καθώς και στο ρεπερτόριο που δημιουργείται για να κερδίζει εντυπώσεις.
Κ.ΓΡ. Είμαστε όμως στην εποχή της πρώτης ακρόασης-εντύπωσης και αυτό είναι ένα πρόβλημα…
Α.ΓΚ. Είναι πρόβλημα εάν δεχτούμε πως είμαστε υποχρεωμένοι να παρουσιάζουμε κυρίως το ρεπερτόριο της κιθάρας που εύκολα κερδίζει  τις πρώτες εντυπώσεις. Κανένας, ούτε καν οι τάσεις των καιρών, δεν μπορούν να καθορίσουν τις καλλιτεχνικές μας επιλογές. Πιστεύω άλλωστε, πως το κοινό μπορεί να ακούσει και να εκτιμήσει ακόμα και το πιο “δύσκολο” ρεπερτόριο, φτάνει αυτό να είναι σωστά παρουσιασμένο και ερμηνευμένο.
Κ.ΓΡ. Ο σωστός ακροατής έχει το ένστικτό να καταλάβει από ποιο σημείο και μετά “ψεύδεσαι”; Η τίμια και αυθεντική καλλιτεχνική διαδικασία είναι τελικά αυτή που γοητεύει τον ακροατή;
Α.ΓΚ. Σαφώς! Η ικανότητα να συγκινείς και να συγκινείσαι οδηγώντας τον ακροατή σου σε ψυχική ανάταση, είναι ένα θείο δώρο  που δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο.
Κ.ΓΡ. Στη Volterra υπάρχει διαγωνισμός; 
Α.ΓΚ.  Όχι, στη Volterra δεν υπάρχει διαγωνισμός. Δεν συνάδει  με τη φύση του σεμιναρίου.
Κ.ΓΡ. Και μιας και η συζήτηση γίνεται με την ευκαιρία της κοινής συμμετοχής μας στην κριτική επιτροπή του Διαγωνισμού της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης: Τι γνώμη έχεις για τους διαγωνισμούς;
Α.ΓΚ. Για ένα νέο ταλαντούχο μουσικό, οι διαγωνισμοί προσφέρουν ίσως ένα «χέρι βοηθείας» στα πρώτα βήματα της καριέρας του: είτε με τη μορφή απλά μιας ηθικής αναγνώρισης, είτε με τη μορφή κάποιας χρηματικής υποστήριξης. Είτε πάλι ενδεχομένως παρέχει την ευκαιρία για κάποια ρεσιτάλ και ορισμένες φορές ανοίγει το δρόμο για μια δισκογραφική δουλειά.  Στην αρχή της καριέρας μου, αντιμετώπισα τους διαγωνισμούς ως «αναγκαίο κακό», γιατί απλά πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω ότι η τέχνη και η μουσική  δεν είναι πρωταθλητισμός! 
Σήμερα δεν θα έλεγα καν ότι οι διαγωνισμοί  είναι «αναγκαίοι», ούτε υποχρεωτικοί. Τους μαθητές μου δεν τους προτρέπω να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς. Αυτό για το οποίο τους ενθαρρύνω, είναι να δουλέψουν σε βάθος το ρεπερτόριο που τους εκφράζει. Τώρα, εάν θέλουν να το παρουσιάσουν και σε διαγωνισμούς, τότε θα είμαι δίπλα τους να τους στηρίξω.  
Πιστεύω ακράδαντα, πως οι καριέρες δεν «χτίζονται» μόνο πάνω στα βραβεία. Σε τελική ανάλυση, είναι πιο εύκολο να «κερδίσεις» μια ειδική επιτροπή ενός διαγωνισμού, από το να γοητεύσεις και να παρασύρεις με την μουσική σου ένα κοινό - μυημένο ή όχι.

Κώστας Γρηγορέας
Ιούνιος 2014

Απομαγνητοφώνηση και επιμέλεια: Τίνα Βαρουχάκη