Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

Κούλα Αδαλόγλου




Καταγραφές, 1982

Πίστευα πως

Πίστευα κάτι απ’ το χαμόγελό σου
 κάτι στο άγγιγμα απ’ τα ζεστά σου δάχτυλα.
Πίστευα πως
θα  ’σπαζε η καρδιά μου από χαρά.
Κι η Σαλονίκη –δήθεν –όμορφη.
Θάλασσα γυαλί, σπίτια ανθρωπινά,
παιδιά λεύτερα με μπαλόνια και γλειφιτζούρια.
«Δήθεν» όλα.
Έτσι κι αλλιώς οι άνθρωποι τρέχουν,
τ’ αυτοκίνητα τσιρίζουν,
στα προάστια το κρύο σε παγώνει.
Οι εργάτες γερνούν γρήγορα
και τα παιδιά τους φτωχά.
Λοιπόν καλύτερα ίσως
που ξαναμάζεψα τα φτερά μου.
Το κλάμα βουβό
κι ένα κενό στο μυαλό μου.
Όμως έτσι κι αλλιώς
δεν είναι καιρός για ψευδαισθήσεις.

Σαντορίνη
Ήρθες μαυρισμένη από έναν άλλον ήλιο,
με  πάνω σου το αλάτι από μια θάλασσα όχι μακρινή,
μα τόσο αλλιώτικη.
Εκεί που όλα έχουν το χρώμα της τέφρας
κι ανασαίνουν το προσωρινό μαζί με την αιωνιότητα.
Οι βράχοι κόκκινοι.
Κι οι γκρίζες πέτρες τραχιές
κάτω απ’ το πέλμα σου.
Ο ήλιος ζεστός, ανελέητος πάνω στο κορμί σου.
Παιδιά του νησιού με κοντά παντελόνια,
φαρδιά γύρω από λιανά μαυριδερά πόδια,
χάσκουν μπροστά σε γυμνόστηθες αμφίβολης καλλονής
κρεμασμένα από το χέρι γριάς νησιώτισσας
με ξεδοντιασμένο χαμόγελο
και μαντήλα κατεβασμένη στο μέτωπο.
Κι ο δρόμος με τα εξακόσια σκαλοπάτια,
με «υποζύγια» για ξένους και ντόπιους τουρίστες.
Με αγωγιάτες-υποζύγια να τσακώνονται
μπροστά σε ξένους, που γελούν ηλίθια
και κοροϊδεύουν στις γλώσσες τους.
Οι θαλασσινές σπηλιές που σου εξάπταν τη φαντασία
τώρα γεμάτες σκουπίδια.
Η ομορφιά του τοπίου μια πληγή μέσα σου
κάτι τέτοιες στιγμές.
Ο τόπος αρρώστησε κι εγχείριση δε γίνεται –
Μια πληγή μέσα σου.


v  



Στο μεταίχμιο, 1992

Ανταπόκριση
Φτάνει να γελάς
κι εγώ μπορεί να χορέψω
έναν τσιγγάνικο όλο πάθος
ή ένα θεότρελο μπάλο.
Μπορεί και να τολμήσω το χορό της Σαλώμης.
Μετά τον τελευταίο πέπλο
η αγάπη μου ολόγυμνη θα αναδυθεί απ’ τους δρόμους,
θα μείνουν άναυδα τα κομπρεσέρ
φτυάρια μετέωρα.
Μια αύρα θ’ αγγίξει τον υπαίθριο πωλητή.
Κι η γριά που ζητιανεύει στα βρεγμένα σκαλοπάτια
θα πει: θάμα.

·         

Ιστορία ΙΙ
           
Με κράτησαν πιστάγκωνα
και μού ‘δωσαν γροθιά στο σαγόνι
Πλατεία Δικαστηρίων
μέρα μεσημέρι.
Τσαλάκωνα τον ένοχο ωσότου
ο κίτρινος φάκελος έλιωσε
κι οι ακτινογραφίες μού ξέσχισαν τα νύχια.
Ο Βενιζέλος κοιτούσε αδιάφορα.

·        

                   
Το ξέρω πως έρχεσαι πίσω,
από το τζάμι που κλαίει δαγκώνοντας το δαντελένιο του ρούχο,
από τα παρκόμετρα που ξεροσταλιάζουν στο κρύο,
Κομμώσεις «ο Στέφος» τρίτη πολυκατοικία δεξιά,
στέκεται, απλώνει να χτυπήσει το κουδούνι
και αναρωτιέται ποια είναι αυτή πού την ξέρω,
τούτη τη διαδρομή έπρεπε να την κάνει πριν από έξι χρόνια
άργησε να θυμηθεί πως ξέχασε,  
περνάει απέναντι
μηρυκάζοντας ένα στυφό γέλιο.

Κι όμως, το ξέρω πως έρχεσαι πίσω,
από το λυγμό των εσωρούχων μου, 
από τα μπλε του Σεπτέμβρη και τα γκρι του Απρίλη,
απ’ τη μικρή φτωχούλα επίγνωση
που κάθισε να πιει ένα ζεστό ρόφημα.

v  

   

Δύο ελεγείες και μία ωδή, 1996

    Ελεγεία πρώτη
      Επιμύθιο

     Η Νέμεση θα' ρθει με το λιοπύρι
     έλεγα τριάντα χρόνια πριν.
     λιοπύρια και λιοπύρια
     καλώ, καλώ κι ούτε καλώς την.

    Πρέπει να φύγω από εκείνο το σπίτι.
    Ο νόστος λυγρός
    κι ο ήχος ανανταπόδοτος.
    Κι ούτε  τα ίχνη απ' τα μικρά της πόδια
    στα βρεγμένα πλακάκια.
    Ήταν άλλοτε που
    τα μάτια του φτερούγιζαν
     έπαιρναν μαζί τους τα μικρά παιδιά
     και άλλα λίγο μεγαλύτερα,
     ακόμα και κάποιους γέρους με καρδιά.
     Ξεδίπλωναν τις σημαίες τους
     και κινούσαν για το χρυσόμαλλο δέρας
     πάντα ονειροβατώντας.

     Πρέπει να φύγω από εκείνο το σπίτι.
     Έτσι κι αλλιώς
     είτε με την υγρή είτε με την αέριο χρωματογραφία
     ή έστω πεζοπορώντας
     δεν ημπορώ να μεταβάλω την εξέλιξη.
     Χαίνουν οι τρύπες στις σημαίες
     αποκαλύπτοντας
     λαρύγγια όνειρα καρδιές
     σφαγιασθέντα.

    Κι ούτε να εκστασιαστώ ούτε να εξαγνίσω
    δύναμαι.
  
·        

  Ελεγεία δεύτερη

 Ο έρωτας είμαι.  
 ανέστιος πένητας και πλάνης
 εκλιπαρώ μια κούπα μέλανα ζωμό
 ονειρεύομαι μιαν ήσυχη άκρα
 δε συνορεύω
 χαίρομαι μιαν οριστική σε στύση.

  Οι ανεμώνες φτάνουν καλές ως εδώ,
  απλώνεται ένα ήσυχο πράσινο.

   Ο έρωτας είμαι.
   χρόνια με μια μαούνα
   γυρεύω να περάσω απέναντι
   μα ο καιρός κακός
   κι οι σπηλιές βγάζουν ήχο υπόκωφο.
   τη νύχτα οι μορφές ζωντανεύουν
   και ροκανίζουν το βράχο,
   η αποκάλυψη θ' αργήσει;


    Ο έρωτας είμαι,
    χέρι ρακοσυλλέκτη
    ανασκαλεύω ανελέητους σωρούς:
    υπερσυντέλικοι και παρατατικοί
    κι ούτε ένας μέλλων.
    Τόσο δωρικοί οι καιροί.

    Ο τόπος είναι αιωνόβιος.
    μαργαρίτες αμέτρητες και σκίνα κίτρινα...
    ... κι ένα καφέ λιωμένο, όπως εκείνο του παλιού αίματος-
    πού ήταν που βούλιαζα σ΄ένα τέτοιο καφέ κι οι άνθρωποι γυρνούσαν
    την πλάτη τους στην  Άνοιξη και δοκίμαζαν τις νέες εκρήξεις,
    πού βούλιαζα- βούλιαζαν, παιδιά, με το απλωμένο σας νεκρό χεράκι.

           
v  


Μαθητεία στην αναμονή, 2001
             
                       
            Αφήγηση πρώτη

            Έπεσα κάτω κι έκλεισα τα μάτια.
            Είπα θα κάνω
            πως δεν καταλαβαίνω.
            Ας γίνουν όλα
            ερήμην μου.

            Τηλέφωνα χτυπούσαν άνθρωποι περνούσαν
            σκουντουφλούσαν πάνω μου με άγγιζαν με κλωτσούσαν
            με χάιδευαν με τρυπούσαν
            με λεηλάτησαν.

           
            Ξύπνησα σ’ έναν πύργο
            φυλακισμένη
            ένα παράθυρο στην κορυφή μονάχα
            έριξα τα μαλλιά μου
            όμως του κάκου
            κανένας δεν επιάστη ν’ ανεβεί,
            να με γλιτώσει.
           
            Τότε είδα να περνάει η πομπή.
            Στην αρχή πολύχρωμη.
            Τρεις μπάντες όργανα και οι προεξάρχοντες.
            Ύστερα κάτι κουρελήδες
            να σέρνονται στα γόνατα μ’ ένα σταυρό στην πλάτη.
            Γέμισε ο τόπος μυρωδιά ιδρώτα
            κι ο δρόμος σκούρα ίχνη.

            Όταν ξαφνικά
            είδα παράμερα το δάσκαλο,
            λίγο σκυφτός κι αδυνατισμένος μού φάνηκε.
            Πατούσε ελαφρά πάνω στα φύλλα
            και κάτι έψαξε να πάρει απ’ τη μεγάλη τσάντα.
            Και μεμιάς σκόρπισαν τριγύρω φθόγγοι.
            άλλοι βαριοί πάτησαν στη γη
            κι άλλοι αναρριχητικοί πετάξανε κλαδιά και ψήλωσαν.
            Ξέκρινα τότε σκουριασμένο
            το κ λ ε ι δ ί  στην τσάντα.
            Έδωσα μια, πιάστηκα από τ’ αναρριχώμενα φωνήματα
            κι εκείνα μ’ απιθώσαν καταγής.
            Πάμε, του είπα. Καιρός να ξεκλειδώσεις το σχολείο.
            Με κοίταξε στοχαστικά και, ναι
            είναι καιρός, χαμογέλασε.
            Γρήγορα, πριν πάρουνε χαμπάρι πως τους ξέφυγα, είπα.
            Να βιαστούμε.
            Κι ήταν τότε που ήρθαν τα παιδιά.
            Πολλά παιδιά, όλο ζωή και υγεία.
            Έπαιζαν με τους φθόγγους κι εκείνοι, υπομονετικοί,
            έγιναν έλκηθρα,
            έγιναν μπάλες, μπαλόνια, αερόστατα.
            Μαζεύτηκε το πλήθος και κοιτούσε,
            κάπου κάπου ένας φθόγγος καθότανε πάνω στον ώμο,
            στο χέρι ή στο κεφάλι τους,
            τον κοίταζαν αυτοί προσεχτικά
            και κ α τ α λ ά β α ι ν α ν.
            Οι προεξάρχοντες ενοχλημένοι διέλυσαν την πομπή.
            Ήταν η στιγμή
            που η παλιά κλειδαριά
            δέχτηκε μέσα της και πάλι το κλειδί
            κι απάντησε στο γύρισμά του
            με το χαρμόσυνο τρίξιμο
            της δικαιωμένης προσμονής.


            Μπήκαμε στη μεγάλη αυλή.  
            Ο ήλιος χάιδευε ένα καλό χορτάρι.
            Χαλάσματα γύρω.
            Πόση δουλειά,
            να στήσουμε τις αίθουσες
            να πλύνουμε το χρόνο
            να εξευμενίσουμε την αυστηρή βιβλιοθήκη.
            Κι όπως ήρθανε αμέσως τα παιδιά
            δεν είχαμε πού να τα βάλουμε.
            Κάθισαν κάτω κι ήτανε χαρούμενα.

            […]

·        
               Επίλογος                    
               Εδώ και καιρό
            σπρώχνουμε το χαμόγελο σε γέλιο.

            Έλα, νύχτα,
            φέρε τη μυρωδιά από σέλινο και γιασεμί
            στο ανοιχτό μου παράθυρο.
            Τώρα που κόπασε στο ρέμα
            ο χορός της πεταλούδας
            και τα νερά ακινητούν
            να δει το πρόσωπό του το φεγγάρι.

            Απόψε, έστω για μια φορά,
            δε θα μιλήσω για οδούς αδιέξοδες
            και για κλειστά λιμάνια.
            Θα πω κάτι γλυκό,
            σαν το νανούρισμα ή σαν ευχή -
            ξέρει η μάνα, ο δάσκαλος κι ο ποιητής,
            όταν βαραίνουνε πολύ τα σύννεφα -
           
            έλα, λοιπόν, νύχτα,
            φέρε ένα όνειρο λιβάδι παπαρούνες
            στων παιδιών τα βλέφαρα.
            Έτσι κι αλλιώς το ρέμα συντηρεί τη βλάστηση.
            Έτσι κι αλλιώς ένα κλειδί
            ταιριάζει στην πόρτα του σωστού χρόνου,
            ελπίζω.


v  
              
  Διπλή άρθρωση, 2009

Πλυντήριο Candy

Η μάνα του δούλευε πλύστρα στα διπλανά χωριά.
Την έπνιξε ένα βράδυ το φουσκωμένο ποτάμι, καθώς περνούσε τη γέφυρα.
Μικρό παιδί ήταν. Έζησε στο αντάρτικο από τύχη.
Σήμερα αλλάξανε το πλυντήριο Candy, από τα πρώτα μοντέλα.
Αυτός είχε ένα χρόνο που πέθανε. Σαν βράδιασε,
έπιασε τη γωνία και το κοίταζε, δίπλα στους κάδους των απορριμμάτων.
Ύστερα μπήκε αθόρυβα στο διαμέρισμά τους, ισόγειο.
Στον πάγκο της κουζίνας μπόλικα ροδάκινα, διάχυτη η μυρουδιά.
Καλά πάει η σοδειά, γλυκάθηκε. Και το ψυγείο, Πίτσος του ’59, αντέχει ακόμα.  
·        


Τρυφερότητα

Ηλικιωμένη ήταν. Καθόταν πάντοτε εκεί, λίγο πριν την Αγίας Σοφίας.
Μαυροντυμένη, με μαντίλα στα μαλλιά. Και με ένα οίδημα κάτω από το πηγούνι,
σαν πελεκάνος. Η κοπέλα γύρω στα είκοσι, ξανθούλα και γλυκιά.
Της έδωσε χρήματα και ένα ζεστό κουλούρι. Έκλαψε η γιαγιά. Τη φίλησε.
Είπανε λόγια λιγοστά, γιατί δεν πάει στους γιατρούς, δεν έχω… Κι έκλαιγε η γριά.
Η κοπέλα έφυγε. Έβγαλε από την τσάντα της αντισηπτικό μαντιλάκι και σκούπισε
το μάγουλό της. Την αναζήτησε ύστερα από λίγες μέρες. Δεν ήταν στη θέση της.
Στο διπλανό το μαγαζί δεν ήξεραν.

Η γριά δεν φοράει πια μαύρα ρούχα και μαντίλα. Είναι σε ένα ωραίο πάρκο. Την οδηγεί σκύλος άσπρος με γαλάζια μάτια, να μη φοβάται. Κρατά στο χέρι της ένα λωτό, να λησμονεί τις δυσκολίες του παρελθόντος. Και ένα ολοστρόγγυλο κουλούρι, να θυμάται πώς γνώρισε την τρυφερότητα.

  •  

Θνητές


Η Βιβή μ’ ένα κόκκινο του αίματος

Η γιορτή ήταν κρυστάλλινη
αλλά όχι διάφανη, καθόλου,
μουντή, του σκονισμένου γυαλιού.
Ανάμεσα σε γαρίδες κοκτέιλ, κεριά και σατέν
να η Βιβή μ’ ένα φόρεμα κόκκινο
κάθεται στο κέντρο του δωματίου και
κοιτάζει τον οδηγό του λεωφορείου
με επίμονη αγωνία.
Και να,
χορεύει, στροβιλίζεται κάθετα
υπόγεια εισχωρεί στις διακλαδώσεις του νερού
τα μάτια της διαυγή και ρευστά
αγγίζει τις ρίζες των δέντρων και στις πιο λεπτές βυθίζεται
στα δάχτυλά της σαν από αλάβαστρο
ερπετά τη διακοσμούν
η Βιβή μ’ ένα κόκκινο του αίματος.

·       

Καλησπέρα, κυρία οστεοπόρωση


Καλησπέρα, κυρία οστεοπόρωση.
Πάρε καρέκλα και κάθισε.
Έτσι κι αλλιώς κρατάς κομμάτι από το σκελετό μου.
Θα επικοινωνούμε, αναγκαστικά, συχνά, κατά πώς φαίνεται.
Δεν ανάβω το φως. Δεν μου είναι ευχάριστη η όψη σου.
Μόνο την άλλη φορά, μην ξεχάσεις να φέρεις μαζί σου τη Λίζα.
Της άρεσε πολύ αυτή η βελούδινη πολυθρόνα με φωτισμό ηλιοβασιλέματος.
Δε σε ξέχασα, Λίζα, θα πω.
Το ξέρω, θα μου πει χαμογελώντας και κοιτάζοντας τη θάλασσα.
Θα με μαλώσει που δεν έβαλα φέτος φυτά.
Θα έχω ετοιμάσει ένα γεύμα με λαχανικά -
μ’ όλο που δα δεν μας ωφέλησε σπουδαία η υγιεινή διατροφή.
Σαν αεράκι θα φύγει, το πιάτο της ανέγγιχτο.

  •  

 

Η Πάτρα, με δυο λακκάκια στα μάγουλα


Οι ντόπιοι και οι άλλοι. Τα αγαπημένα της τραγούδια τής τραγούδησαν.
Σηκώθηκε ο Χαλίλ και χόρευε, κλαίγοντας χόρευε,
άνοιγε τα χέρια κι έλεγε λόγια στη γλώσσα του.
Χτυπούσε ο Ναζίρ το τουμπελέκι. 
Γιατί, Αλλάχ, την άρπαξες, στου δρόμου τα μισά μάς άφησες.
Εκεί ήταν η Πάτρα, αλλά κανένας δεν την έβλεπε
στου τραπεζιού την άκρη καθισμένη.
Σηκώθηκε και με πλησίασε. Εσύ εδώ θα μείνεις, μου είπε.
Κοίταξε μόνο να θυμάσαι ό,τι είπαμε,
να τους βοηθήσεις. Οι υποσχέσεις δένουν τους εδώ με τους εκεί.
Άπλωσε το χέρι της, ένιωσα στον καρπό μου ένα χέρι στιβαρό: 
o Χαλίλ μ’ έσυρε να χορέψουμε. Ανατολίτικος σκοπός.
Χόρεψα κάτι που έφερνε σε μπάλο.
Γελούσε η Πάτρα, με δυο βαθιά λακκάκια στα μάγουλα.

  •  

Φαίη


Τόσο ωραίο ορεινό μπαλκόνι, να κοιτάει τον κάμπο και τη χαράδρα,
πώς δεν το αξιοποιήσατε τουριστικά,
ρώτησε ρουφώντας τον καφέ και γέρνοντας την κόμη στο αεράκι.
Νice, nice, απάντησε στην τωρινή λίνγκουα φράνκα ένα ζευγάρι Ελβετών
που είχε ανακαλύψει το τοπίο εδώ και χρόνια.
Κάνουν ενέργειες, ο δήμος τώρα πήρε μπρος,
φλυαρούσε η Φαίη κι έδινε εξηγήσεις.
Ήταν χαρούμενη η Φαίη,
όπως οφείλει να είναι η Φαίη στα δεκαεννιά 
έστω και με τσεμπεράκι στο κεφάλι
αισιόδοξη για την επόμενη εξεταστική στη Νομική της
όμως εσείς εκεί στο Μεμόριαλ
που μάθατε τυχαία αυτή την ασήμαντη κωμόπολη
τούτης της μικρής χώρας
μέσα από φωτογραφίες εσωτερικών οργάνων
πώς, αφού δεν αποτρέπετε τίποτα σημαντικό,
πώς μπορέσατε να στείλετε τόσο ψυχρά και ανενδοίαστα
την ετυμηγορία σας;

Φυσούσε ένας αέρας.
Περνούσε σαν κινηματογραφική ταινία κι έτρεχε.
Σκισμένο χώμα, ηλιοβασίλεμα –έτρεχε έτρεχε-
μοιρολογούσαν οι γριές
τραχιά βουνά σκαμμένα πρόσωπα –σαν αέρας, ταινία σε fast forward έτρεχε-
βροχές και χιόνια ως τη Γερμανία έφθανε
πλησίαζε την Ισπανία ονειρευόταν πτήση υπερατλαντική
μοιρολογούσαν οι γριές
κι η Φαίη με το νυφικό και στεφανάκι στα μαλλιά
έφευγε σαν ταινία κι έφεγγε
στην Αριστοτέλους σταμάτησε
τίτλοι του τέλους.
Σαν σουρουπώνει
τώρα θα ξέρεις
τι είναι το φως
που από την παραλία ως το campus
ρόδινη γάζα
αντανακλά στις τζαμαρίες
γίνεται σταλαξιά μελαγχολίας στα φοιτητικά μάτια
και σημαίνει ενός λεπτού σιγή
μισό λεπτό πριν πέσει η νύχτα.



v  

Οδυσσέας, τρόπον τινά, 2013

Γράφω
ημερολόγιο
γράφω μηνύματα
γράφω.
Τι θα 'κανε η Πηνελόπη χωρίς γράψιμο;
 Μ' αυτό παλεύει τη φθορά, τον χρόνο,
τη λαγνεία, τον φόβο, την απόγνωση.
Τα υφαντά τελειώνουν κάποτε,
το γράψιμο κρατάει όσο κι η ζωή μας.
Πρόσεξε πώς διαβάζεις τα μηνύματά μου.

·        

Σημειώσεις ενός φωτεινού διαλείμματος

Ροδακινί μοβ σύννεφα
Γλυκιά μελαγχολία φέρνει δάκρυα στα μάτια

Ο ήλιος λάμπει γελάει
η θάλασσα γελάει λάμπει.
Παιδικοί στίχοι ευτυχισμένης μητέρας.

Με χαιρετάτε από το κάστρο
σάς γυρνώ την πλάτη. Πείσματα ευτυχισμένης μητέρας.

Ψάρια και οίνος παρά θίν’ αλός.
Κρεμασμένη στο νεαρό σου μπράτσο δήθεν τρεκλίζω.
Νάζια ευτυχισμένης μητέρας.

Πτήση check in. Αναχώρηση.
Ατζέντα εργασίας, βιαστικές σημειώσεις, νευρικές παρατηρήσεις.
Αντιδράσεις κατηφούς μητέρας.



Όποτε φεύγεις σου κρατώ το χέρι
σφιχτά.
Νομίζω ότι παίρνεις.
Εσύ; Ίσως νομίζεις πως μου δίνεις.

·        

Παλινδρομήσεις

Ψυχρή νύχτα Γενάρη,
αδέσποτα σκυλιά,
νυχτερινές παρέες αλλοδαπών,
η πλατεία Ρωμαϊκής αγοράς να γίνεται
πλατεία Δικαστηρίων και τούμπαλιν,
κι εγώ, το πολύ είκοσι,
να πίνω το φεγγάρι στα μάτια σου.

Ξεροσταλιάζεις γωνία ταβέρνας και καφέ,
έρχομαι και θέτεις θέμα ημερήσιας διάταξης,
επέτειος, κρουασανάκια σοκολάτας
έγκλειστοι μετανάστες στη Νομική
ένας ξενώνας παρακμή στη γειτονιά μου
σέρνεται αθόρυβα η απεργία πείνας.

Μέσα σε λίγα σύννεφα λοξά μηνύματα μου στέλνεις, προδότρα σελήνη,      
όλο μισά και θαμπά, των υπαινιγμών σελήνη.
           
·        
                                   
Χωρίς διαφυγή

Ξύπνησα με τούτο το μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια
κι ούτε που ξέρω να το ζωντανέψω.

Τσακισμένοι πάγκοι
θρυμματισμένη πραμάτεια
σκόρπια γυαλιά
λεπτοδείκτες που δείχνουν έναν άλλο χρόνο…
           
Με την πλάτη στημένη στον τοίχο, χωρίς διαφυγή,
επιμένω να κρατώ τη δυσβάσταχτη αγάπη.

…πρόσωπα σκούρα
βλέμμα πανικού
φωνή σιωπής
μια μαύρη σκιά πετρώνει στα μάτια…

Σφίγγω στο χέρι μου μια μοβ χάντρα, που βρήκα ζωντανή σε μια γωνιά.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου