Τρίτη 20 Ιουνίου 2023

Αγνωστα γράμματα του Σολωμού

 Πηγή: https://www.kathimerini.gr/culture 

Οι έξι επιστολές του μεγάλου ποιητή προς τον λόγιο Τζουζέπε Μοντάνι που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα στη Φλωρεντία


ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ ΤΑΝΤΣΙ ΙΜΠΡΙ


Ησχέση του Διονυσίου Σολωμού με τον Κρεμονέζο λόγιο Τζουζέπε Μοντάνι δεν ήταν άγνωστη στους κριτικούς και στους βιογράφους τους· τη γνώριζαν μέσα από ένα γράμμα που είχε στείλει ο Μοντάνι στον νεαρό φίλο του όταν αυτός αναχωρούσε για τη Ζάκυνθο και μέσα από μερικές άλλες, έμμεσες, μαρτυρίες. Στο μοναδικό γνωστό έως πρόσφατα γράμμα, σταλμένο στις 23 Αυγούστου του 1818, προστίθενται σήμερα έξι άγνωστα, που έστειλε ο Σολωμός στον Μοντάνι μέσα σε περίπου μια δεκαετία, από το 1815-16 έως το 1826. Γράμματα τα οποία αναδεικνύουν μια στενή συναισθηματική σχέση, που διατηρήθηκε μεταξύ τους ακόμα και μετά την επιστροφή του Σολωμού στη Ζάκυνθο. Τα έξι γράμματα φυλάσσονται στην Εθνική Κεντρική Βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας, όπου κι εναπόκειται το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας του Μοντάνι (εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία το 1824 και παρέμεινε εκεί έως το τέλος της ζωής του, το 1833). Το ύφος είναι προσωπικό και φορές φορές μελαγχολικό, όπως στο γράμμα «της νύχτας των Χριστουγέννων» του 1815 ή του 1816, που αρχίζει ως εξής:

«Ψυχή μου! Σε σκέφτομαι συχνά, με μεγάλη χαρά: αλλ’ απόψε, αισθάνομαι μια μοναδική ηδονική τρυφερότητα στη σκέψη πως μια μέρα θα βρεθούμε μαζί σ’ εκείνο το νησάκι της περιπέτειας. Στο δείπνο, πριν από λίγο, μου φάνηκε πως είμαστε μαζί, κι όταν κατάλαβα πως ονειρεύομαι, έκλαψα: κλαίω ακόμα, και συντομεύω τον χρόνο με τις ευχές μου. Ναι, σε λίγα χρόνια θα δειπνούμε μαζί μια τέτοια βραδιά ιερής εορτής, που η παρουσία σου θα την κάνει για μένα ιερότερη».

Τα εν λόγω γράμματα δεν περιέχουν φιλολογικές κρίσεις, αλλά μαρτυρούν, για τα χρόνια που ο Σολωμός ζούσε στην Παβία, μια σταθερή επικοινωνία με λεπτομερείς πληροφορίες μεταξύ δύο προσώπων του ίδιου κοινωνικού περιβάλλοντος. Αφορούν, κυρίως, ανταλλαγές βιβλίων: «Να βρεθούμε το συντομότερο. Θα έχω τον Λαοκόοντα, και ό,τι σε περιμένει. Εν τω μεταξύ, αν έχεις το Κοράνι του Μωάμεθ, να μου το στείλεις αμέσως· μου μένουν από ‘κει μερικοί στίχοι που θέλω ν’ αντιγράψω» (Παβία, πριν από τις 20 Αυγούστου 1818)· αλλά και ενημερώσεις για την πρόοδο των μελετών τους: «Η δουλειά μου για τον ζωγράφο Ντιότι προχωράει καλά: θα διαπιστώσεις την επιρροή του δικού μας Τάσσο. Το ποίημα γίνεται δοξαστικό» (Παβία, 15-16 Μαΐου 1818)· ή ειδήσεις για κοινούς γνωστούς: «Ο Μπερέτα δεν σου γράφει επειδή με τις εξετάσεις που πλησιάζουν δεν του μένει ελεύθερο ούτε ένα τέταρτο της ώρας»· και, τέλος, πανεπιστημιακά κουτσομπολιά: «Σπεύδω εν τω μεταξύ να σου πω ότι ο Λόνγκι γελοιοποιείται όλο και περισσότερο. Αλαζονεία χωρίς όρια και ορατή τρικυμία εν κρανίω. Ξέρει για την αντιπάθειά μου και δεν τολμά να με πλησιάσει. Θα σου πω ιστορίες που θα σ’ εκπλήξουν και θα σε κάνουν να “σφίξεις τα χείλια και να σμίξεις τα φρύδια”».

Είναι, όμως, δύσκολο να προσδιορίσουμε τη συχνότητα της αλληλογραφίας μετά την επιστροφή του Σολωμού στην πατρίδα του. Ενα, όμως, από αυτά τα γράμματα, της 25ης Απριλίου του 1819, μαρτυρεί ότι η σχέση τους και τα συναισθήματά τους παρέμεναν αμετάβλητα: «Δεν θα έγραφα ούτε και σ’ εσένα, αν ο φίλος μας ο Λόνγκι [σ.σ. ο Πιέτρο Λόνγκι ήταν ένας συμφοιτητής τους] δεν μ’ έκανε να κλάψω μ’ ένα γράμμα του. Τι κάνει τις μέρες σου πικρές, Τζουζέπε μου; Σ’ εξορκίζω στ’ όνομα εκείνων των γλυκύτατων ωρών που περάσαμε στον χώρο μελέτης μας, εκεί πάω για ώρες κάθε μέρα να ξαναβρώ τις δυνάμεις μου· σ’ εξορκίζω ν’ απευθυνθείς σ’ εμένα αν σε βασανίζουν οικονομικές δυσκολίες. Αν έχω μόνο εκατό τσεκίνια, τα μισά είναι δικά σου, επειδή, Τζουζέπε μου, είμαι ο φίλος σου κι όχι ένας τυχαίος φίλος».

Εκείνη την περίοδο ο Μοντάνι είχε εγκαταλείψει την έδρα της Φιλοσοφίας στη Σχολή του Λόντι ‒η έδρα θα καταργηθεί τον Σεπτέμβριο του 1819‒ και δεν είχε άλλα μέσα επιβίωσης. Θα βρει, ωστόσο, καταφύγιο, λίγο αργότερα, στην πόλη Βαρέζε και στο σπίτι του Βιτσέντζο Ντάντολο.

«Ελα στη Ζάκυνθο»

«Στο δείπνο, πριν από λίγο, μου φάνηκε πως είμαστε μαζί, κι όταν κατάλαβα πως ονειρεύομαι, έκλαψα: κλαίω ακόμα».

Αξιοσημείωτο είναι ένα άλλο, μεταγενέστερο, γράμμα, της 12ης Ιανουαρίου του 1826, με το οποίο ο Σολωμός προτείνει στον Μοντάνι μια θέση εργασίας στη Ζάκυνθο, ως δάσκαλος των παιδιών του θείου του: «Εσύ, λοιπόν, αγαπητέ μου Τζουζέπε, θα ‘ρθεις στη Ζάκυνθο. Φρόντισα να με παρακαλέσει σχετικά ο θείος μου, ο κόμης Νικόλαος Μεσσάλας, και κανόνισα να έρθεις στη Ζάκυνθο για να διδάξεις τα παιδιά του». Είναι ενδιαφέρον ότι, δέκα χρόνια μετά, η επιθυμία να ξαναβρεθούν με τον Μοντάνι στη Ζάκυνθο παραμένει ζωντανή στον Σολωμό, έτσι που να του δίνει μια συγκεκριμένη ευκαιρία για τη μετεγκατάστασή του.

Τα έξι γράμματα που ξαναβρέθηκαν προσφέρουν τη δυνατότητα να εξεταστούν από κοντά οι σχέσεις τους και προσκαλούν για νέες σκέψεις, λαμβάνοντας υπόψη τόσο ορισμένες πλευρές της ζωής του Κρεμονέζου λογίου, που ήταν άγνωστες μέχρι σήμερα στους βιογράφους του, όσο και το ζωντανό πολιτιστικά και πολιτικά περιβάλλον της Παβίας, στο οποίο ανήκαν οι δύο φίλοι.

 Ευχαριστούμε τον ιστορικό Νίκο Ε. Καραπιδάκη για τη µετάφραση του κειµένου από τα ιταλικά στα ελληνικά.





Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

Daniele Piccini "Αρχή τέλος"

 



 

Τ’ αστραφτερά μάτια, θαλάσσια περιδέραια,

τα μάτια που είδαμε το βράδυ στην πλατεία

μάτια που δεν είναι δέσμια

της ιστορίας...

Μάτια που πάντα έφταναν πολύ αργά

ή ακριβώς την πιο κατάλληλη στιγμή. 

*

 

Τελευταίες αστραπές ενός οποιουδήποτε χειμώνα

μπόρα με ψιχάλα.

Μπαίνοντας στο κοιμητήριο,

ξαφνικά η σκληρή γωνία

μιας κάσας, και πίσω

μοναχικά πρόσωπα:

δεν υπάρχει σχεδόν κανείς

σ’ αυτή τη σκηνή.

Δεν θα μάθω ποτέ ποιος ήταν,

στην τελευταία εμπροσθοφυλακή

του χειμώνα,

τ’ άνθη μες στη χλόη. 

*

 

Η πελώρια μοναξιά των άστρων

ίσως μοιάζει μ’ εκείνη

των ανθρώπων που είναι έρμαια της τύχης.

Κοιτάζονται στους καθρέφτες και αρχίζουν

τον αγώνα της μέρας

χωρίς μια δεκάρα πίστης στα χέρια.

Πόσο κοντά βρίσκονται

τ’ άπειρα, αξιολύπητα πλάσματα

σ’ αυτή τη μοναξιά,

πόσο καθαρά μιλούν,

πώς ψιθυρίζουν πλησιάζοντας τη μουσούδα.

Τι ετοιμάζονται να πουν με μάτια

παραδομένα, χαμένα σαν άστρα

στον συμπαντικό ιστό;

Τι θέλουν να πουν;

Θα λυθεί η γλώσσα,

θα λυθεί, και θα ’ναι τ’ άστρα

της υπομονής μας.

*

 

Κατάστημα τροφίμων,

είσοδος με πλαστικές

λωρίδες και μυρωδιά

χωριού.

Εδώ ίσως μπήκε ο Παζολίνι

ή μπαίνει τώρα, στη δροσιά των τοίχων,

αν η Ιταλία δεν αλλάζει,

πάμφτωχη και μυστηριώδης.

Μόνο το σκοτεινό βλέμμα

του γέρου που πίνει κρασί

μιλά στον σβέλτο άνδρα με τα γυαλιά

Ray-Ban, που βγαίνει πληρώνοντας

για να μην επιστρέψει.    

*

 

Περνά το βράδυ του, περνά

όλο το βράδυ μιλώντας για σχοινί

στο σπίτι του κρεμασμένου,

το ραδιόφωνο ανοιγοκλείνει,

η φωτιά δυνατή κάτω

από την κατσαρόλα, βράζει η

μολόχα.

Στο σπίτι του κρεμασμένου το

βράδυ

ο ύπνος δεν αποσπά τον νου:

μιλά για σχοινί όλο

                                το βράδυ, στην

λιτή κουζίνα. 

                                Ξεδιψά

με θύελλες που έπεσαν στο ποτήρι.

Μπαίνει όλο το βράδυ

από τα παράθυρα, κι οι ήχοι,

μεταλλικοί και απαλοί,

σαν μαχαίρια ή λαρύγγια

αφυπνίζουν την ελπίδα,

που όσο υπήρχε τόσο επέστρεφε νεκρή. 

*

 

Η απόλυτη άγνοια του θανάτου

δεν σώζει τα ζώα από τον θάνατο,

τα βοηθά να περάσουν αλώβητα από τόπους

και φωτιές του τέλους,

τα παρηγορεί για τις εποχές

που βρίσκονται στη δύση τους.

Ίσως τα ζώα

προσθέτουν στο μαρτύριο

τον λίθο της σιωπής.

Κι αυτά αντιλαμβάνονται

τις μεγάλες αλλαγές,

τη συσσώρευση των ανέμων,

το έδαφος που λεπταίνει και ανοίγεται

κάτω από το βήμα –όχι πια ξερό ούτε δυνατό–

του είδους. 

*

 

Πρέπει πάντα να συνεχίζεται το show;

Σταθείτε πλανήτες,

σταματήστε άστρα και κόσμοι να περιστρέφεστε

μπροστά στον θάνατο του πλάσματος,

σταματήστε εραστές ν’ ανεβαίνετε στο δωμάτιο

για να διαβάσετε το γράμμα

του αγαπημένου, της αγαπημένης.

Κοιτάξτε όλοι εσείς, εφήμεροι,

σταματώντας στο κατώφλι,

τούτο το νεκρό πλάσμα,

θαυμάστε και βοηθήστε

τα είδη να επιστρέψουν.

Σταθείτε, κοιτάξτε την παρουσία

εύθραυστη σαν όνειρο.

*

 

Περιμέναμε

ότι θα ’ρχόταν κείνη η ώρα.

Αποθέματα θαυμάτων που συμβαίνουν

και μοιάζουν ανώφελα:

ακόμη είναι χθες, λέει

η ανώριμη ψυχή,

ακόμη δεν ήρθε αυτό που

ονομάζουμε περιπέτεια,

η σελήνη μου, κι όμως έρχεται με ημικυκλικό

βήμα η πιο αναμενόμενη που στερεί

ύπνο και όνειρο απ’ τη σκηνή,

αστραπιαία εμφανίζεται η βασίλισσα. 

*

 

Αν ο πόνος δεν ήταν αυτό το αγκάθι,

αυτή η μακριά οροσειρά της ζωής,

ίσως δεν θα ’μασταν παρά ένα τίποτα,

και πρέπει να ευχαριστούμε

ότι έρχεται να μας επισκεφτεί και μας φέρνει

ειδήσεις για τα πράγματα

που στη σκιά προβάλλουν και στον στρόβιλο.

*

 

Μετά τον θάνατο η ζωή είναι ένα αχανές

θαμπό ιερογλυφικό που το διαπερνούν

ακατανόητα σημάδια: εύγλωττοι

ψίθυροι, τικ τακ ως απάντηση, νήματα.

Το μυαλό χορεύει και στέκεται πίσω,

διαβάζοντας ουρανούς, αφίξεις και ειδώλια

του χρόνου που γίνονται πιο επίμονα

απ’ την ίδια τη ζωή, απ’ την τιμή της.

Τι φωτεινό τίποτα ανοίγεται μες στο κεφάλι,

σχίζοντας τον ουρανό και προκαλώντας ρήγματα,

δεν ανήκει πια σ’ αυτόν τον πάτριο τόπο:

ίσως η νεκρή ζωή των παιδιών,

η παραφροσύνη όποιου χάνει τη μνήμη

για να γυρίσει πίσω – είναι η γη της επαγγελίας. 

 

Τα ποιήματα προέρχονται από τη συλλογή Inizio Fine, Crocetti Editore, Milano 2013.

 

Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη

 


Ο Daniele Piccini (Città di Castello, 1972) είναι Καθηγητής ιταλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Perugia και ζει στο Sansepolcro του Arezzo. Εκτός από τις ποιητικές συλλογές που έχει εκδώσει, έχει γράψει δοκίμια κι έχει επιμεληθεί κριτικές εκδόσεις ποιητών του 14ου αιώνα, καθώς και ανθολογίες σύγχρονης ποίησης. Συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά.

Τρίτη 2 Μαΐου 2023

ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ "Μ’ ένα στεφάνι φως"

 




Αλλά δε θέλει να λησμονηθεί, γιατί κανείς, κα-

νείς δεν θέλει να τον λησμονούνε, και να θυμίζει

 θέλει μια φορά, που τρυφερή κορόνα τους την εί-

χαν, κι α πότε, βγάνοντας την κεφαλή στις ερη-

μιές, τα χέρια ξάφνου τής λευκαίνονται, και πώς,

τους  χαραγμένους της καρπούς βυζαίνει, συσπών-

τας το γλυκό της στόμα βύζαινε, η λύσσα λεγεών 

και αγέλη, τη μάταιη αυτοχειρία επαναλαμβά-

νοντας, το θάνατο που δίχως λόγο ξεθυμαίνει, μες

στη σιωπή που παραδέρνει ασάλευτη, σιωπή του

νου, απέραντη σαν τρέλα, σαν αραιό αφιόνι μαύ-

λιζε, και δεν τολμά, μόλις μαντεύοντας τα κυανά 

παθήματα των βυθοδρόμων, τη θεία νόσο που εν-

δοστρέφει ακάλεστη, κι από μαράζι ξάσπριζε τα

χείλη, κι α πότε βγάνει, ο πόνος, πόνοι διάττον-

τες, βραχνάς ο αέρας σκίζοντας το στήθος, αέρας

πόνος πλημμυρίζοντας σπλάχνα στεγνά, τα μάτια

ξάφνου τής λευκαίνονται, και πώς, η νεκροφά-

νεια σαν λαγνεία την καθήλωνε, σαν πυρετός, σαν

πρωτούπνι στο υγρό της μέτωπο, μ’ ένα στεφάνι

φως που ζώνει τους ταξιδεμένους, όταν σηκώνον-

ται αταξίδευτοι στα σκοτεινά, σε μέρη απόσκια

και στ’ ανεσκαμμένα, κι όταν ταράζοντας τη γη

προβαίνουν άλιωτοι, μ’ ένα στεφάνι φως, και ξε-

ματώνει γλείφοντας τους χαρακωμένους της

καρπούς, παραλογίζεται πως θα γινόταν άλλη, ά-

νασσα στο βαθύ παλάτι των αγρών, αθλία φλώρα

τ’ όνομά της, σαρακήνα, σαν βλασφημία, μενεξέ-

νη, άσβεστος, με το κακό του φεγγαριού αφρίζει,

κι α ποτέ, γέρνει το κορμάκι της στις εξοχές, σαν

ημισέληνος ωχρή ξεφέγγει, μικρή γυναίκα, γυ-

ναικίτσα, βάρβαρη, καλεί τον θάνατο, καλεί, που

ήταν καλός, από μακριά σού μήνυσα, του λέει,

ακραία κόρη και βαλεριανή, από μακριά, κι ετοι-

μαζότουν να φωνάξει δυνατά, και δε φωνάζει,

δε λαλεί, δεν κλαίει.


Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως, σελ. 47-48, Κέδρος 1989

Σάββατο 1 Απριλίου 2023

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ [ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ ] /[ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γʹ]

 



Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχουςανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.5Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.10Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο,ακίνητ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,που ’χ’ ευωδίσει τσ’ ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.15Αλαφροΐσκιωτε καλέ, γιά πες απόψε τί ’δες·νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,20μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.


___

στ. 1-4
Ο Έρωτας εχόρεψε με τον ξανθόν Απρίλη,
κι η φύσις όλη βρίσκεται μες στη γλυκιά της ώρα.
Εις τ’ ουρανού την πλατωσιά και στα κρυφά του βάτου
ανάκουστοι κιλαϊδισμοί και λιποθυμισμένοι.
*
Στου ροδισμένου . . . μες στον πυκνό κρυψιώνα
ανάκουστοι κιλαϊδισμοί και λιγοθυμισμένοι.
*
Και φέρνουν οι αέρηδες, χορτάτοι νεραντζάνθη,
ανάκουστους κιλαϊδισμούς και λιποθυμισμένους.
*
Σε γη, σε κύμα, σε γιαλό,
με ρόδο, με γιοφύλλι,
(πόδι, Κυρ Έρωτα, χρυσό)
τώρα που έστησες χορό
με τον ξανθόν Απρίλη.

Στη φράχτη μες τη φουντωτή
χαριτωμένη τώρα,
οπού δροσιές και μόσχους κλει,
κι η φύσις ηύρε την καλή
και τη γλυκιά της ώρα.
*
Δροσιές και μόσχους κλει κι αυτός
ο βάτος φουντωμένος
και μέσ’ ακούστηκε γλυκός
ανάκουστος κιλαϊδισμός
και λιποθυμισμένος.
*
Και βλέπω τα τρισεύγενα στήθη ανθισμένο βάτο,
που π’λάκια κλει π’ ακούν χαρά μες στη γλυκιά της ώρα,
και θά βγουν μ’ ήχους όμορφους και λιγοθυμισμένους.


στ. 5-9
Ενώ ’ξουθ’ ωραιότατα νερά χαριτωμένα
πέφτουνε μες στην άβυσσο . . . .
και χαίρονται το μόσχο της και δίνουν τη δροσιά τους
μ’ όλα τα πλουσιοπάροχα καλά της νερομάνας·
και τα νερά σπουδάζουνε και κάνουν σαν αηδόνια.


στ. 7
και παίρνουνε το μόσχο της για τη δροσιά π’ αφήνουν

Εις χωριστό χειρόγραφο ευρίσκονται οι εξής δύο στίχοι: *
Νεράκι π’ αηδονολαλείς και ρες μ’ ασπούδα στ’ άνθη,
σου δίνουμε το μόσκο τους για τη δροσιά π’ αφήνεις.


στ. 11-14
Αλλά στης λίμνης το νερό π’ ασάλευτό ’ναι κι άσπρο,
ασάλευτ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,
με μικρόν ίσκιον έπαιξε χρυσή πεταλουδούλα,
που βώδισε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο.
*
που πέρασεν ευωδικιά νύχτα στον άγριο κρίνο
*
οπού ’χε στ’ αγριόκρινου τους μόσκους ξενυχτήσει
*
που μέσα στον αγριόκρινο γλυκά ’χε ξενυχτήσει*


στ. 11-14
Η αρχαιότερη μορφή των στίχων 11-14 εις τούτο το Γ΄ Σχεδίασμα ήταν: *
Λευκό βουνάκι πρόβατα που σειέται και βελάζει
και μες στης λίμνης τα νερά στρωτά, γλυκά, καθάρια,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο.
*
στης έρμης λίμνης τα νερά ολόστρωτα καθάρια


στ. 15
Γιά πες, αλαφροΐσκιωτε, στη λίμνη απόψε τί ’δες
*
Εσύ ’σκιον έχεις αλαφρό, και πες απόψε τί ’δες


στ. 19
Στη λίμνη κλει κάτι λευκό διπλώνοντας το φεγγάρι
*
Κάτι λευκό κι ατάραχο τυλίζει το φεγγάρι


στ. 19-21
Εκεί που η λίμνη φούσκωσε στο στρογγυλό φεγγάρι,
συχνά το φως του φεγγαριού κάτι λευκό τυλίζει,
κι εβγήκε κόρη θεϊκιά και φεγγαροντυμένη.
*
σε κάτι απάνου ατάραχο, π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
εσυχνανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
κι όμορφη βγαίνει κορασιά ολόλαμπρη στο φως του.
*
κι όμορφη βγαίνει κορασιά και θεϊκιά στο φως του.
*
κι όμορφη βγαίνει κορασιά στημένη μες στο φως του.

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

'Εκτορας Πανταζής "Τς ερ'μιάς κλωνί"

Το ξέρεις ότι το νερό των ωκεανών γεννήθηκε τη στιγμή του μπιγκ μπάν, ότι η θαλάσσια σπίθα παράγει μόνη της φως, αρχέγονο φως, που δημιουργεί φαινόμενο παρόμοιο με το σέλας τη νύχτα; 

 Φεγγαράκι μου εσύ δρομολογείς τη νύχτα κι η δαντέλα γίνεται του βράχου χαμόγελο, τα κρινάκια της άμμου της γοργόνας η περπατησιά. Καρδιά μου λιώσε σίδερα.

 Ψάχνει για μπούσουλα, κλιμάκωση άσβεστου λευκού στο βαθυκύανο που περισφίγγει τη στεριά. Το νησί, πολιορκούμενο θηλυκό που ενδίδει αρνούμενο στου φλοίσβου τις θωπείες, χέρι του βάζουν οι νοτιάδες, θα αντέξουν τα χιόνια; Όσοι σε βλέπουν λιώνουν, λάφυρό μου ρώγα του Σεπτέμβρη, σείονται οι γόνδολες στ’ αραξοβόλια σείεται η τρανταφυλιά καίγεται μια γαρουφαλιά σαν δύει ο κουρσάρος της μέρας πίσω από τα αψηλά κύματα πέρα κατά τη Σύρα, μπουκαμβίλια πορφυρή πορφυρώνει η δύση να γαληνέψουν τα μίση. 

 Οι Πύργοι κι αν χαλάστηκαν πάλι το μηδέν θ’ ανθίσει 

 Την πήγε στη βρύση την παρθενιά της να θησαυρίσει

 στη Φοντάνα 

 και βούτηξαν αμφότεροι να λυτρωθούν στο νάμα
 εξαγνισμένοι να ξαναδοθούν σε όργια αγάπης 

 Εργάτρια των πόθων εσύ, το μέλι του χρόνου δικό σου, και μεις μέσα του, μέσα στο λαρύγγι του χρόνου. Ένας πίνακας με μιά αναστάτωση που γαλήνευε μόνον το λευκό των σπιτιών πάνω στο κίτρινο και μωβ των λόφων που πάνω τους έπεφτε κι άνοιγε μαργαριτάρι λες κι είχαν εκραγεί τα βότσαλα απ’ το πέρασμα της το δαιμονικό.Κι άφησε πίσω την ψυχή μας χερσότοπο, μας κατερήμωσε. Το γαλανό της πέρασμα μας άφησε μια πυράδα που δε σβήνει ούτε με θαλασσινό νερό. 

 Και μας άφησε μια πυράδα που δε σβήνει.

 Η χρυσοβελονιά η πάρια λέξη αρχιλόχειο βέλος, μια ματιά στην Πάρο μια στις παρειές της καλλίσφυρης κόρης απ’ τη Σαντα Κρούζ. Να σε ψήνω πάνω στο βράχο και να βουτάς για να σβήσεις το χάλκινο απ’ την παραφορά χρώμα σου. Αγνό, είναι το φως στην παλαίστρα Νάουσα, που τη λιώνει το κύμα κι ο νεφρίτης τη σφάζει. Παφλάζει. Το μωβ κατεβαίνει και σ’ αρπάζει. Ένα στενό πέρασμα βαθύ ντεκολτέ. ένας λαιμός θάλασσα. Τα σμιχτά σου χείλη μοιάζουν φθινοπωρινό φύλλο μετά τη βροχή που το'χει παρασύρει ο άνεμος στις πλάκες της αυλής, ένα τέτοιο φύλλο με κοιτάει σαν τα χείλη σου. Και μόλις ξεδιπλώνει τα πόδια ο κόσμος ξαναβρίσκει το φως του ή το χάνει για πάντα. Το φιλί χρυσό φύλλο πέταξε κι ήρθε μέχρι τις πλάκες της αυλής μετά το απόβροχο να δροσιστεί. 

 Οι Πύργοι κι αν χαλάστηκαν πάλι το μηδέν θ’ ανθίσει. Αλλά και όποιοι πύργοι δε μας χαλάει. Το μηδέν ανθίζει σαν τα ηλιοτρόπια. 

 Απόψε η νύχτα φέγγει στα μάτια σου. Το ίνδαλμα δεν παραβιάζεται παραμένει στο ειδωλικό του βάθρο απρόσιτο απρόσβλητο αμόλυντο αβαρές αιωρούμενο αιθερία μορφή, πλάσμα ονείρου, ιδέα μοναχή. 

 Το φυσικό τοπίο ξετυλίγεται ως ψυχικό τοπίο, με όρους βιώματος έχει πάρει τις αποχρώσεις της νοσταλγίας της βίωσης της επιθυμίας, της λίμπιντο. Το όνειρο του κακού όπου θέλει πνεί. Και γύρω οσμίζεσαι παντού θάλασσα. Την αισθάνεσαι δεν τη βλέπεις. Διαπερνάει τα κύτταρα σου. Είσαι σαν βάρκα που έχουν ποτίσει τα σανίδια της, ξύλα θαλάσσια. Κουπί και λιχνιστήρι ένα. Αλώνι και θαλάσσιος κήπος ένα. Το πέτρινο αλώνι κυματίζει στο φως, πανοραμική ανατολή πίσω απ’ το εκκλησάκι γυναίκα που ψάχνει να φωτίσει τα σκοτάδια που της έριξε η νύχτα. Γυμνή με τη νύχτα για εσώρουχο και το φως τη γδύνει. Η θάλασσα κοιμάται κι η αυγή της πλέκει ρόδα στα μαλλιά. Εκκλησιαζόμαστε στον ψίθυρο των κυμάτων κάτω απ’ το χάραμα. Γυναίκα γυμνή η θάλασσα ιερουργεί, κάτω από φιλιά φωτός τα βήματα του εραστή, ανοίγουν οι καταπακτές γιορτάζει ο πόντος οι ακτές. 

 Στο χλιμίντρισμα των αστεριών η νύχτα καταφτάνει μαύρη φοράδα οιστρηλατημένη. Αφρίζει η θάλασσα, του Ποσειδώνα τα άλογα φρουμάζουν, η χαίτη τους κύμα θυμωμένο, κέλητες ορμούν, κούρσος φοράδων.

 Στα θαλασσινά λιβάδια τις θαλασσοσπηλιές κρυφές αντηλιές στο μεθυστικό λαχταριστό τυλιγμένο στα κύματα κορμί γενικευμένη ορμή ερωτική φλόγα. Νύχτωσε και κοιτώ τη νύχτα που έχουν τα μάτια σου και χαϊδεύουν. Με ραπίζουν οι καμπύλες σου.

 * 

 Δε μας λείπουν τα έργα μας λείπουν οι συνθέσεις που να έχουν το ύφος της μεγάλης τέχνης. Όπως άλλωστε και στην παγκόσμια σκέψη οι φιλοσοφικές συνθέσεις με το πλάτος το ύψος το ήθος της μεγάλης έναρξης . Στην κάθετη κεραία του ποιητή ο στοχαστής θα σύρει οριζόντιες αυλακιές ακεραίωσης. Σταυρικό πέρασμα αιμάσουσας πληγής. Απαλλάσσεις το τραύμα από τη μονολιθικότητα του, στη μοναχική σκοτεινιά του , “Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο ”. 

 Ζώσα περιπέτεια θέρος έρος πράγματα αφρού θαύματα βυθού, πυρακτωμένη σταγόνα στα σωθικά. Τα φρύδια σου σαν γιαταγάνια στα υγρά σου μάτια που με σφάξανε. Σου εκμυστηρεύομαι το φως.

 Μέσα στο στίχο χτυπάει η φλέβα του ποιητή ,η ζώσα πνοή, θαλασσοπόρφυρη αλκυόνα ή την κιτρινογάλαζη γεντιανή , βουνίσια θαλασσινή; Στροβιλισμός των δέντρων γυμνώνει τα κλαδιά , γεμίζουν τα λούκια χρυσάφι , στο βάλς των κίτρινων φύλλων θορυβώδες το βήμα των εραστών σκεπάζει το χτυποκάρδι τους. Η αιχμή στη σαΐτα της αγάπης βάφεται στην επιθυμία. Κάθε Νοέμβρη τέτοια μέρα ξαναράβω στα δέντρα τα φύλλα που ξήλωσε ο βοριάς. Θηλές ανάβουν σαν βατόμουρα σαγήνη πέρα απ’ την μαγεία δελεασμός γήτεμα πρόκληση, θαλασσοταραχή. Ψηλαφώντας γνωρίζουμε το πρόσωπο της νύχτας και όλα είναι τόσο φανερά που τα μάτια τα χάνουν. 

 Η πέτρα που μας στοίχειωνε. Είναι η αιμορραγία των λέξεων το πεδινό βήμα και επί των υδάτων. Ανασκαμμένοι όχτοι. Νήσος θα πει στεριά μετά από πολυήμερη κωπηλασία στα πελάγη. Αγαπώ το χώμα που ονειρεύεται το ύψος. Πέτρα της Ρέας, Βρεφοκρατούσα, φασκιωμένη πέτρα.

 Φθινόπωρο, η εποχή που κάθε φύλλο γίνεται άνθος, φύση, δεν μπορείς να σηκώσεις τον πέπλο της όπως εγώ τον ποδόγυρό σου. 

 Στην ακροποταμιά των λέξεων βρέχω τη γλώσσα μου, ακούω ,ακούω τον κόσμο σου. Ακούω τον ήχο της αποδερματισμένης πέτρας σου, όλα ρούζ νοτ ρόουζ λίγη δαντέλα λίγο ρόδινο χάραμα όπως ανοίγουν χείλη, συνάντηση σύγκρουση του έξω με το μέσα, έπιασες το πολυσυλλεκτικό ρόδο και το μέθυσες βουτώντας το στις νύχτες σου κέρασες νεφώσεις νυχτερινές. 

 Μιά σταγόνα το άρωμα, δυό για το ζευγάρωμα γδέρνεται ο άνεμος στα βράχια σκούζει Σκίζονται οι σμέρνες στους μυχούς. Στην καταπακτή θάλασσα ζεστή. στη ζεστή του κόγχη, κοχυλάκι μοναχικό επιθυμία υγρή. 

 Πανοραμική ανατολή πίσω απ’ το εκκλησάκι ,η θάλασσα κοιμάται κι η αυγή της πλέκει ρόδα στα μαλλιά, εκκλησιαζόμαστε στον ψίθυρο των κυμάτων κάτω απ’ το χάραμα.

 * 

 γαμήλιο φως σελασφόρος νύχτα 

 σ' ένα γυαλένιο μαστραπά πίναμε έρωτα φωτιά 

 στον ουρανό της τρέλας στα πόδια σου το σέλας 

 σε πυροβόλησα στο δόξα σοι 

 γέμισε η γούνα σου σάρκα κρουστή 

 μέσα στο σπίτι από γαλάζιο πάγο Δωδώνη συντρόφευε

 Όπως θέλει σκοτάδι το κερί να δείξει τι μπορεί, έτσι κι η αλήθεια δείχνει με φόντο το ψέμα τί αξίζει

 Μελαχρινά τα μάτια της διότι ο ήλιος τα είχε θαυμάσει, βαθυλάγνος στις παραλίες σου έρωτας. Ίο τε άμο στην Ίο στην άμμο σε απαγάγω σε βγάζω απ’ τ αγκάθια, σου κλέβω συμπάθεια.

 Πόσο γρήγορα χάθηκε το φως, το λυκόφως. Θαμποχάραμα και λυκόφως στο ίδιο δράμα. Στο κάστρο το είδα που νύχτωνε και οι αρμοί ζωντάνευαν σαν αρτηρίες των βενετσιάνων αφεντάδων με το στεγνό αίμα στη βασιλική τους φλέγα, Ήθελες να πέσει η νύχτα να, που νύχτωσε. 

 Πώς το επιδιώκει ένας και πως το σκέφτομαι εγώ, κοιτάζω κάποιες γραφές με αυτό εικονίζουν πολλοί τη γραφή, μετά θέλω το δέντρο το ποιητικό θρόισμα με τους υποφήτες, αυτό που είναι στα βάθη του το μυστήριο της εμπνοής όταν η θρησκευτικότητα είναι εκεί φύλακας του ιερού, όχι η θρησκεία όχι τα συστήματα το ανοιχτό οι ρωγμές το αναθρώσκων χάσμα τα θραύσματα, το καθημερινό που είναι ταυτόχρονα στο βάθος του ιερό, όπως το καθημερινό ψωμί, το νυχτέρι κρασί, το άλλο φως που είναι η νύχτα, αυτά είναι γύρω από κάθε δοκίμιο λόγου. Κάθεσαι στη σκιά του κανονιού και συντάσσεις κανόνες ζωής καθ’ ήν ώρα εκείνο βομπαρδίζει σκορπώντας θάνατο. Η ποίηση ως γνωστόν είναι η παλιότερη τέχνη, είναι καθολική, και θα είναι και η τελευταία. Μόλις φτάσω στο ρυθμό το ρήμα είναι σε μένα, ως να συντελείται αρχή του σαμάνου. Το αιθερικό αραιώνει γίνεται δοξικό. Αναφέρομαι στα αρχέτυπα αυτά που άρπαξαν τον άνθρωπο από τα μαλλιά και πλάστηκε σαν με δικά του χέρια. Προβαίνει αρχέγονα με το τραγούδι της γλώσσας, εκεί ανθρωποποιείται, προβαίνει στην ύπαρξη. Αν, δεν, όχι , πιάνεις το πράμα από τις ιερόδουλες της θεάς, αυτά είναι μετά, στον πολιτισμό. Αλλά το εντελώς άλλο είναι υπαρξιακή κατηγορία. Το έτερον δεν είναι το φύλο, το πλατωνικό έτερον λέει κάτι άλλο. Δαιμονισμένες κοπελιές στριφογυρίζουν στο κρεβάτι τους ταμένες της Αστάρτης μέχρι να εξαγοραστούν από τον εραστή τους. Αυτά είναι προς εαυτόν, για κανέναν άλλο δεν ισχύουν ως γνωστόν. Κάθε νέο ζευγάρι αναλαμβάνει την εντολή πάνω στο κρεβάτι της πρώτης νύχτας του γάμου όπου εξαφανίζεται η νυχτερινή όψη του κόσμου, με τη μορφή της ηδονής.“Σύντρισι λαβών κάλλει και συμμετρία και αληθεία ως τούτο οίον έν" 

 Cras amet qui nunquam amavit, quique amavit cras amet 

 Το μυαλό δημιουργεί την άβυσσο, η καρδιά τη διασχίζει, μη χαράζεις προκρούστια κρημνά. Ωραία ας δούμε τη σύγχρονη γυναίκα που όχι μόνο έχει περιορίσει το θύσανο αλλά τίλλει όπως οι αρχαίες, αυτό απαγορευόταν στις δούλες. Ο Μ. ζει την εποχή της στέρησης, κι έτσι κινείται σε μια φτώχια εικαστική, επωφελείται το λιτό μεν, χάνει όμως σε βάθος όπως δείχνουν τα αφαιρετικά αποτυχημένα έργα του. Εύγραμμο, βαθύ στενό και γρήγορο, έχει εκεί και φαλλούς παρατεταγμένους. Οι ντάπιες του Μεσολογγιού και οι φαλλοί της Δήλου. Ξέρεις στις ντάπιες είναι τα κανόνια με τις μπάλες σεξουαλικά σύμβολα κραυγαλέα Τα ποιήματά του με τον αποκαλυπτικό τους τόνο μπορεί να σε κάνουν και να ερωτευτείς με τον τρόπο του τα κοριτσάκια. 

 Ω υπερωκεάνιο τραγουδάς και πλέχεις. Σε υπερωκεάνιο που τραγουδά και πλέχει.

 Δεν είναι για μάθηση, είναι κακοτράχαλος ανηφορικός δρόμος όπου σκοντάφτεις στα ίχνη όσων τον διάβηκαν και καθώς τον διαβαίνεις μπορεί να βρεθείς πιο κάτω απ’ όταν τον ξεκίνησες. Δεν αρκεί να έχουμε μόνον σύνδεση με τα πράγματα χρειάζεται να έχουμε και συνείδηση τους. Το στόμα της αγάπης τη νύχτα, του έρωτα πίνει το κρασί. Ψηφιδωτό της Αφροδίτης στην "Οικία της Αμφιτρίτης”, Bulla Regia, Τυνησία. Παίρνω τον πόθο σου στο χέρι θερίζω άνθος ξερακιανό, βαθύ στενό και γρήγορο. Οι εραστές βουλιάζουν στης ευδαιμονίας τους το μέλι ο χρόνος τους αργοκυλά, έχει τη ρευστότητα του μελιού, είδα μια μέλισσα πνιγμένη στο μέλι, είπε ο Καζαντάκης και κατάλαβα τι είναι ζωή. Οπότε πρόσεχε .Ψύλλοι στ’ άχυρα η χήρα ανάσκελα. Όμορφα ήρθε στη Σάντα ηρωικός φλεβαρίσιος κι ο ήλιος, έχει τέτοια ο θεός; Ποίηση είναι μια δεύτερη ευκαιρία. Ό,τι δεν ειπώθηκε λάμπει. Θέλω τον κραδασμό στο φύλλωμα της αγάπης. Να χαράζεται η νύχτα στο φυλλοκάρδι. 

 Τα υπαρξιακά δημοτικά έχουν το βάθος, την αρχέτυπη μητριαρχία, το μαράζι δεν είναι έρωτας πόνος είναι, αυτό δίνει το πραγματικό βάθος ,και σε πνίγει στο ρυθμό του, ο θάνατος για την ακρίβεια η απώλεια, παναγιά κι αηνικόλας αυτό σημαίνει, ξωκλήσι σε κάθε ακρωτήρι και τάματα, τάματα πολλά. Άνθίζεις σιγά σιγά όπως η θάλασσα λίγο πριν γεννήσει την αναδυόμενη, κι είναι το σμάλτο της ψυχής που φτιάχνει την αγάπη απ’ την πληγή όπως το κοχύλι μαργαριτάρι. Για να δέσουν οι εικόνες όπως τα στρείδια μια ενότητα από δύο μισά. 

 Μας περιβάλλει το άγνωστο με την προστασία του, γιατί η γνώση μας ένα ξέρει να κάνει να ναυαγεί και τότε η ύπαρξη ευπλοεί όταν ναυαγεί. Γι αυτό λένε πως τα πιο καλά ταξίδια είναι εκείνα που γίνονται σε άγνωστες θάλασσες, στις γνωστές τι να τα κάνεις; 

 Σελήνη μου απόψε. Μα πόσο κρύο το ασήμι που στάζεις πάνω στις στρώσεις του χιονιού, κι αργοκινείται το σκοτάδι μέχρι το πρωινό; Τάχα κρύβεις ελλείψεις απουσίες λησμονημένα; Τι στάζεις πάνω στον πόνο αυτό; 

 Απόκρημνο ρήμα. Αυτό δείχνει η εικόνα των απρόσιτων κάθετων βράχων όπου οι μονές, σαν φωλιές από μοναχοπούλια θαλασσινά που θάλπουν τους νεοσσούς τους. Έτσι είναι και η προσευχή ένα κάθετο κοίταγμα σαν να πίνεις βροχή στην άνυδρη ερημία. Γιατί πόθεν το ερημίτης αν όχι τς ερ’μιάς κλωνί σειόμενο στον άνεμο;