Το ξέρεις ότι το νερό των ωκεανών γεννήθηκε τη στιγμή του μπιγκ μπάν, ότι η θαλάσσια σπίθα παράγει μόνη της φως, αρχέγονο φως, που δημιουργεί φαινόμενο παρόμοιο με το σέλας τη νύχτα;
Φεγγαράκι μου εσύ δρομολογείς τη νύχτα κι η δαντέλα γίνεται του βράχου χαμόγελο, τα κρινάκια της άμμου της γοργόνας η περπατησιά. Καρδιά μου λιώσε σίδερα.
Ψάχνει για μπούσουλα, κλιμάκωση άσβεστου λευκού στο βαθυκύανο που περισφίγγει τη στεριά. Το νησί, πολιορκούμενο θηλυκό που ενδίδει αρνούμενο στου φλοίσβου τις θωπείες, χέρι του βάζουν οι νοτιάδες, θα αντέξουν τα χιόνια; Όσοι σε βλέπουν λιώνουν, λάφυρό μου ρώγα του Σεπτέμβρη, σείονται οι γόνδολες στ’ αραξοβόλια σείεται η τρανταφυλιά καίγεται μια γαρουφαλιά σαν δύει ο κουρσάρος της μέρας πίσω από τα αψηλά κύματα πέρα κατά τη Σύρα, μπουκαμβίλια πορφυρή πορφυρώνει η δύση να γαληνέψουν τα μίση.
Οι Πύργοι κι αν χαλάστηκαν πάλι το μηδέν θ’ ανθίσει
Την πήγε στη βρύση την παρθενιά της να θησαυρίσει
στη Φοντάνα
και βούτηξαν αμφότεροι να λυτρωθούν στο νάμα
εξαγνισμένοι να ξαναδοθούν σε όργια αγάπης
Εργάτρια των πόθων εσύ, το μέλι του χρόνου δικό σου, και μεις μέσα του, μέσα στο λαρύγγι του χρόνου. Ένας πίνακας με μιά αναστάτωση που γαλήνευε μόνον το λευκό των σπιτιών πάνω στο κίτρινο και μωβ των λόφων που πάνω τους έπεφτε κι άνοιγε μαργαριτάρι λες κι είχαν εκραγεί τα βότσαλα απ’ το πέρασμα της το δαιμονικό.Κι άφησε πίσω την ψυχή μας χερσότοπο, μας κατερήμωσε. Το γαλανό της πέρασμα μας άφησε μια πυράδα που δε σβήνει ούτε με θαλασσινό νερό.
Και μας άφησε μια πυράδα που δε σβήνει.
Η χρυσοβελονιά η πάρια λέξη αρχιλόχειο βέλος, μια ματιά στην Πάρο μια στις παρειές της καλλίσφυρης κόρης απ’ τη Σαντα Κρούζ. Να σε ψήνω πάνω στο βράχο και να βουτάς για να σβήσεις το χάλκινο απ’ την παραφορά χρώμα σου. Αγνό, είναι το φως στην παλαίστρα Νάουσα, που τη λιώνει το κύμα κι ο νεφρίτης τη σφάζει. Παφλάζει. Το μωβ κατεβαίνει και σ’ αρπάζει. Ένα στενό πέρασμα βαθύ ντεκολτέ. ένας λαιμός θάλασσα. Τα σμιχτά σου χείλη μοιάζουν φθινοπωρινό φύλλο μετά τη βροχή που το'χει παρασύρει ο άνεμος στις πλάκες της αυλής, ένα τέτοιο φύλλο με κοιτάει σαν τα χείλη σου.
Και μόλις ξεδιπλώνει τα πόδια ο κόσμος ξαναβρίσκει το φως του ή το χάνει για πάντα.
Το φιλί χρυσό φύλλο πέταξε κι ήρθε μέχρι τις πλάκες της αυλής μετά το απόβροχο να δροσιστεί.
Οι Πύργοι κι αν χαλάστηκαν πάλι το μηδέν θ’ ανθίσει. Αλλά και όποιοι πύργοι δε μας χαλάει. Το μηδέν ανθίζει σαν τα ηλιοτρόπια.
Απόψε η νύχτα φέγγει στα μάτια σου. Το ίνδαλμα δεν παραβιάζεται παραμένει στο ειδωλικό του βάθρο απρόσιτο απρόσβλητο αμόλυντο αβαρές αιωρούμενο αιθερία μορφή, πλάσμα ονείρου, ιδέα μοναχή.
Το φυσικό τοπίο ξετυλίγεται ως ψυχικό τοπίο, με όρους βιώματος έχει πάρει τις αποχρώσεις της νοσταλγίας της βίωσης της επιθυμίας, της λίμπιντο. Το όνειρο του κακού όπου θέλει πνεί. Και γύρω οσμίζεσαι παντού θάλασσα. Την αισθάνεσαι δεν τη βλέπεις. Διαπερνάει τα κύτταρα σου. Είσαι σαν βάρκα που έχουν ποτίσει τα σανίδια της, ξύλα θαλάσσια. Κουπί και λιχνιστήρι ένα. Αλώνι και θαλάσσιος κήπος ένα.
Το πέτρινο αλώνι κυματίζει στο φως, πανοραμική ανατολή πίσω απ’ το εκκλησάκι γυναίκα που ψάχνει να φωτίσει τα σκοτάδια που της έριξε η νύχτα. Γυμνή με τη νύχτα για εσώρουχο και το φως τη γδύνει.
Η θάλασσα κοιμάται κι η αυγή της πλέκει ρόδα στα μαλλιά. Εκκλησιαζόμαστε στον ψίθυρο των κυμάτων κάτω απ’ το χάραμα. Γυναίκα γυμνή η θάλασσα ιερουργεί, κάτω από φιλιά φωτός τα βήματα του εραστή, ανοίγουν οι καταπακτές γιορτάζει ο πόντος οι ακτές.
Στο χλιμίντρισμα των αστεριών η νύχτα καταφτάνει μαύρη φοράδα οιστρηλατημένη. Αφρίζει η θάλασσα, του Ποσειδώνα τα άλογα φρουμάζουν, η χαίτη τους κύμα θυμωμένο, κέλητες ορμούν, κούρσος φοράδων.
Στα θαλασσινά λιβάδια τις θαλασσοσπηλιές κρυφές αντηλιές στο μεθυστικό λαχταριστό τυλιγμένο στα κύματα κορμί γενικευμένη ορμή ερωτική φλόγα. Νύχτωσε και κοιτώ τη νύχτα που έχουν τα μάτια σου και χαϊδεύουν. Με ραπίζουν οι καμπύλες σου.
*
Δε μας λείπουν τα έργα μας λείπουν οι συνθέσεις που να έχουν το ύφος της μεγάλης τέχνης. Όπως άλλωστε και στην παγκόσμια σκέψη οι φιλοσοφικές συνθέσεις με το πλάτος το ύψος το ήθος της μεγάλης έναρξης . Στην κάθετη κεραία του ποιητή ο στοχαστής θα σύρει οριζόντιες αυλακιές ακεραίωσης. Σταυρικό πέρασμα αιμάσουσας πληγής. Απαλλάσσεις το τραύμα από τη μονολιθικότητα του, στη μοναχική σκοτεινιά του , “Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο ”.
Ζώσα περιπέτεια θέρος έρος πράγματα αφρού θαύματα βυθού, πυρακτωμένη σταγόνα στα σωθικά. Τα φρύδια σου σαν γιαταγάνια στα υγρά σου μάτια που με σφάξανε. Σου εκμυστηρεύομαι το φως.
Μέσα στο στίχο χτυπάει η φλέβα του ποιητή ,η ζώσα πνοή, θαλασσοπόρφυρη αλκυόνα ή την κιτρινογάλαζη γεντιανή , βουνίσια θαλασσινή; Στροβιλισμός των δέντρων γυμνώνει τα κλαδιά , γεμίζουν τα λούκια χρυσάφι , στο βάλς των κίτρινων φύλλων θορυβώδες το βήμα των εραστών σκεπάζει το χτυποκάρδι τους. Η αιχμή στη σαΐτα της αγάπης βάφεται στην επιθυμία. Κάθε Νοέμβρη τέτοια μέρα ξαναράβω στα δέντρα τα φύλλα που ξήλωσε ο βοριάς. Θηλές ανάβουν σαν βατόμουρα σαγήνη πέρα απ’ την μαγεία δελεασμός γήτεμα πρόκληση, θαλασσοταραχή. Ψηλαφώντας γνωρίζουμε το πρόσωπο της νύχτας και όλα είναι τόσο φανερά που τα μάτια τα χάνουν.
Η πέτρα που μας στοίχειωνε. Είναι η αιμορραγία των λέξεων το πεδινό βήμα και επί των υδάτων. Ανασκαμμένοι όχτοι. Νήσος θα πει στεριά μετά από πολυήμερη κωπηλασία στα πελάγη. Αγαπώ το χώμα που ονειρεύεται το ύψος. Πέτρα της Ρέας, Βρεφοκρατούσα, φασκιωμένη πέτρα.
Φθινόπωρο, η εποχή που κάθε φύλλο γίνεται άνθος, φύση, δεν μπορείς να σηκώσεις τον πέπλο της όπως εγώ τον ποδόγυρό σου.
Στην ακροποταμιά των λέξεων βρέχω τη γλώσσα μου, ακούω ,ακούω τον κόσμο σου. Ακούω τον ήχο της αποδερματισμένης πέτρας σου, όλα ρούζ νοτ ρόουζ λίγη δαντέλα λίγο ρόδινο χάραμα όπως ανοίγουν χείλη, συνάντηση σύγκρουση του έξω με το μέσα, έπιασες το πολυσυλλεκτικό ρόδο και το μέθυσες βουτώντας το στις νύχτες σου κέρασες νεφώσεις νυχτερινές.
Μιά σταγόνα το άρωμα, δυό για το ζευγάρωμα γδέρνεται ο άνεμος στα βράχια σκούζει Σκίζονται οι σμέρνες στους μυχούς. Στην καταπακτή θάλασσα ζεστή. στη ζεστή του κόγχη, κοχυλάκι μοναχικό επιθυμία υγρή.
Πανοραμική ανατολή πίσω απ’ το εκκλησάκι ,η θάλασσα κοιμάται κι η αυγή της πλέκει ρόδα στα μαλλιά, εκκλησιαζόμαστε στον ψίθυρο των κυμάτων κάτω απ’ το χάραμα.
*
γαμήλιο φως σελασφόρος νύχτα
σ' ένα γυαλένιο μαστραπά πίναμε έρωτα φωτιά
στον ουρανό της τρέλας στα πόδια σου το σέλας
σε πυροβόλησα στο δόξα σοι
γέμισε η γούνα σου σάρκα κρουστή
μέσα στο σπίτι από γαλάζιο πάγο Δωδώνη συντρόφευε
Όπως θέλει σκοτάδι το κερί να δείξει τι μπορεί, έτσι κι η αλήθεια δείχνει με φόντο το ψέμα τί αξίζει
Μελαχρινά τα μάτια της διότι ο ήλιος τα είχε θαυμάσει, βαθυλάγνος στις παραλίες σου έρωτας. Ίο τε άμο στην Ίο στην άμμο σε απαγάγω σε βγάζω απ’ τ αγκάθια, σου κλέβω συμπάθεια.
Πόσο γρήγορα χάθηκε το φως, το λυκόφως. Θαμποχάραμα και λυκόφως στο ίδιο δράμα. Στο κάστρο το είδα που νύχτωνε και οι αρμοί ζωντάνευαν σαν αρτηρίες των βενετσιάνων αφεντάδων με το στεγνό αίμα στη βασιλική τους φλέγα, Ήθελες να πέσει η νύχτα να, που νύχτωσε.
Πώς το επιδιώκει ένας και πως το σκέφτομαι εγώ, κοιτάζω κάποιες γραφές με αυτό εικονίζουν πολλοί τη γραφή, μετά θέλω το δέντρο το ποιητικό θρόισμα με τους υποφήτες, αυτό που είναι στα βάθη του το μυστήριο της εμπνοής όταν η θρησκευτικότητα είναι εκεί φύλακας του ιερού, όχι η θρησκεία όχι τα συστήματα το ανοιχτό οι ρωγμές το αναθρώσκων χάσμα τα θραύσματα, το καθημερινό που είναι ταυτόχρονα στο βάθος του ιερό, όπως το καθημερινό ψωμί, το νυχτέρι κρασί, το άλλο φως που είναι η νύχτα, αυτά είναι γύρω από κάθε δοκίμιο λόγου. Κάθεσαι στη σκιά του κανονιού και συντάσσεις κανόνες ζωής καθ’ ήν ώρα εκείνο βομπαρδίζει σκορπώντας θάνατο. Η ποίηση ως γνωστόν είναι η παλιότερη τέχνη, είναι καθολική, και θα είναι και η τελευταία. Μόλις φτάσω στο ρυθμό το ρήμα είναι σε μένα, ως να συντελείται αρχή του σαμάνου. Το αιθερικό αραιώνει γίνεται δοξικό. Αναφέρομαι στα αρχέτυπα αυτά που άρπαξαν τον άνθρωπο από τα μαλλιά και πλάστηκε σαν με δικά του χέρια. Προβαίνει αρχέγονα με το τραγούδι της γλώσσας, εκεί ανθρωποποιείται, προβαίνει στην ύπαρξη. Αν, δεν, όχι , πιάνεις το πράμα από τις ιερόδουλες της θεάς, αυτά είναι μετά, στον πολιτισμό. Αλλά το εντελώς άλλο είναι υπαρξιακή κατηγορία. Το έτερον δεν είναι το φύλο, το πλατωνικό έτερον λέει κάτι άλλο. Δαιμονισμένες κοπελιές στριφογυρίζουν στο κρεβάτι τους ταμένες της Αστάρτης μέχρι να εξαγοραστούν από τον εραστή τους. Αυτά είναι προς εαυτόν, για κανέναν άλλο δεν ισχύουν ως γνωστόν. Κάθε νέο ζευγάρι αναλαμβάνει την εντολή πάνω στο κρεβάτι της πρώτης νύχτας του γάμου όπου εξαφανίζεται η νυχτερινή όψη του κόσμου, με τη μορφή της ηδονής.“Σύντρισι λαβών κάλλει και συμμετρία και αληθεία ως τούτο οίον έν"
Cras amet qui nunquam amavit, quique amavit cras amet
Το μυαλό δημιουργεί την άβυσσο, η καρδιά τη διασχίζει, μη χαράζεις προκρούστια κρημνά. Ωραία ας δούμε τη σύγχρονη γυναίκα που όχι μόνο έχει περιορίσει το θύσανο αλλά τίλλει όπως οι αρχαίες, αυτό απαγορευόταν στις δούλες. Ο Μ. ζει την εποχή της στέρησης, κι έτσι κινείται σε μια φτώχια εικαστική, επωφελείται το λιτό μεν, χάνει όμως σε βάθος όπως δείχνουν τα αφαιρετικά αποτυχημένα έργα του. Εύγραμμο, βαθύ στενό και γρήγορο, έχει εκεί και φαλλούς παρατεταγμένους. Οι ντάπιες του Μεσολογγιού και οι φαλλοί της Δήλου. Ξέρεις στις ντάπιες είναι τα κανόνια με τις μπάλες σεξουαλικά σύμβολα κραυγαλέα Τα ποιήματά του με τον αποκαλυπτικό τους τόνο μπορεί να σε κάνουν και να ερωτευτείς με τον τρόπο του τα κοριτσάκια.
Ω υπερωκεάνιο τραγουδάς και πλέχεις. Σε υπερωκεάνιο που τραγουδά και πλέχει.
Δεν είναι για μάθηση, είναι κακοτράχαλος ανηφορικός δρόμος όπου σκοντάφτεις στα ίχνη όσων τον διάβηκαν και καθώς τον διαβαίνεις μπορεί να βρεθείς πιο κάτω απ’ όταν τον ξεκίνησες. Δεν αρκεί να έχουμε μόνον σύνδεση με τα πράγματα χρειάζεται να έχουμε και συνείδηση τους. Το στόμα της αγάπης τη νύχτα, του έρωτα πίνει το κρασί. Ψηφιδωτό της Αφροδίτης στην "Οικία της Αμφιτρίτης”, Bulla Regia, Τυνησία. Παίρνω τον πόθο σου στο χέρι θερίζω άνθος ξερακιανό, βαθύ στενό και γρήγορο. Οι εραστές βουλιάζουν στης ευδαιμονίας τους το μέλι ο χρόνος τους αργοκυλά, έχει τη ρευστότητα του μελιού, είδα μια μέλισσα πνιγμένη στο μέλι, είπε ο Καζαντάκης και κατάλαβα τι είναι ζωή. Οπότε πρόσεχε .Ψύλλοι στ’ άχυρα η χήρα ανάσκελα. Όμορφα ήρθε στη Σάντα ηρωικός φλεβαρίσιος κι ο ήλιος, έχει τέτοια ο θεός; Ποίηση είναι μια δεύτερη ευκαιρία. Ό,τι δεν ειπώθηκε λάμπει. Θέλω τον κραδασμό στο φύλλωμα της αγάπης. Να χαράζεται η νύχτα στο φυλλοκάρδι.
Τα υπαρξιακά δημοτικά έχουν το βάθος, την αρχέτυπη μητριαρχία, το μαράζι δεν είναι έρωτας πόνος είναι, αυτό δίνει το πραγματικό βάθος ,και σε πνίγει στο ρυθμό του, ο θάνατος για την ακρίβεια η απώλεια, παναγιά κι αηνικόλας αυτό σημαίνει, ξωκλήσι σε κάθε ακρωτήρι και τάματα, τάματα πολλά. Άνθίζεις σιγά σιγά όπως η θάλασσα λίγο πριν γεννήσει την αναδυόμενη, κι είναι το σμάλτο της ψυχής που φτιάχνει την αγάπη απ’ την πληγή όπως το κοχύλι μαργαριτάρι. Για να δέσουν οι εικόνες όπως τα στρείδια μια ενότητα από δύο μισά.
Μας περιβάλλει το άγνωστο με την προστασία του, γιατί η γνώση μας ένα ξέρει να κάνει να ναυαγεί και τότε η ύπαρξη ευπλοεί όταν ναυαγεί. Γι αυτό λένε πως τα πιο καλά ταξίδια είναι εκείνα που γίνονται σε άγνωστες θάλασσες, στις γνωστές τι να τα κάνεις;
Σελήνη μου απόψε. Μα πόσο κρύο το ασήμι που στάζεις πάνω στις στρώσεις του χιονιού, κι αργοκινείται το σκοτάδι μέχρι το πρωινό; Τάχα κρύβεις ελλείψεις απουσίες λησμονημένα; Τι στάζεις πάνω στον πόνο αυτό;
Απόκρημνο ρήμα. Αυτό δείχνει η εικόνα των απρόσιτων κάθετων βράχων όπου οι μονές, σαν φωλιές από μοναχοπούλια θαλασσινά που θάλπουν τους νεοσσούς τους. Έτσι είναι και η προσευχή ένα κάθετο κοίταγμα σαν να πίνεις βροχή στην άνυδρη ερημία. Γιατί πόθεν το ερημίτης αν όχι τς ερ’μιάς κλωνί σειόμενο στον άνεμο;