Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

Daniele Piccini "Αρχή τέλος"

 



 

Τ’ αστραφτερά μάτια, θαλάσσια περιδέραια,

τα μάτια που είδαμε το βράδυ στην πλατεία

μάτια που δεν είναι δέσμια

της ιστορίας...

Μάτια που πάντα έφταναν πολύ αργά

ή ακριβώς την πιο κατάλληλη στιγμή. 

*

 

Τελευταίες αστραπές ενός οποιουδήποτε χειμώνα

μπόρα με ψιχάλα.

Μπαίνοντας στο κοιμητήριο,

ξαφνικά η σκληρή γωνία

μιας κάσας, και πίσω

μοναχικά πρόσωπα:

δεν υπάρχει σχεδόν κανείς

σ’ αυτή τη σκηνή.

Δεν θα μάθω ποτέ ποιος ήταν,

στην τελευταία εμπροσθοφυλακή

του χειμώνα,

τ’ άνθη μες στη χλόη. 

*

 

Η πελώρια μοναξιά των άστρων

ίσως μοιάζει μ’ εκείνη

των ανθρώπων που είναι έρμαια της τύχης.

Κοιτάζονται στους καθρέφτες και αρχίζουν

τον αγώνα της μέρας

χωρίς μια δεκάρα πίστης στα χέρια.

Πόσο κοντά βρίσκονται

τ’ άπειρα, αξιολύπητα πλάσματα

σ’ αυτή τη μοναξιά,

πόσο καθαρά μιλούν,

πώς ψιθυρίζουν πλησιάζοντας τη μουσούδα.

Τι ετοιμάζονται να πουν με μάτια

παραδομένα, χαμένα σαν άστρα

στον συμπαντικό ιστό;

Τι θέλουν να πουν;

Θα λυθεί η γλώσσα,

θα λυθεί, και θα ’ναι τ’ άστρα

της υπομονής μας.

*

 

Κατάστημα τροφίμων,

είσοδος με πλαστικές

λωρίδες και μυρωδιά

χωριού.

Εδώ ίσως μπήκε ο Παζολίνι

ή μπαίνει τώρα, στη δροσιά των τοίχων,

αν η Ιταλία δεν αλλάζει,

πάμφτωχη και μυστηριώδης.

Μόνο το σκοτεινό βλέμμα

του γέρου που πίνει κρασί

μιλά στον σβέλτο άνδρα με τα γυαλιά

Ray-Ban, που βγαίνει πληρώνοντας

για να μην επιστρέψει.    

*

 

Περνά το βράδυ του, περνά

όλο το βράδυ μιλώντας για σχοινί

στο σπίτι του κρεμασμένου,

το ραδιόφωνο ανοιγοκλείνει,

η φωτιά δυνατή κάτω

από την κατσαρόλα, βράζει η

μολόχα.

Στο σπίτι του κρεμασμένου το

βράδυ

ο ύπνος δεν αποσπά τον νου:

μιλά για σχοινί όλο

                                το βράδυ, στην

λιτή κουζίνα. 

                                Ξεδιψά

με θύελλες που έπεσαν στο ποτήρι.

Μπαίνει όλο το βράδυ

από τα παράθυρα, κι οι ήχοι,

μεταλλικοί και απαλοί,

σαν μαχαίρια ή λαρύγγια

αφυπνίζουν την ελπίδα,

που όσο υπήρχε τόσο επέστρεφε νεκρή. 

*

 

Η απόλυτη άγνοια του θανάτου

δεν σώζει τα ζώα από τον θάνατο,

τα βοηθά να περάσουν αλώβητα από τόπους

και φωτιές του τέλους,

τα παρηγορεί για τις εποχές

που βρίσκονται στη δύση τους.

Ίσως τα ζώα

προσθέτουν στο μαρτύριο

τον λίθο της σιωπής.

Κι αυτά αντιλαμβάνονται

τις μεγάλες αλλαγές,

τη συσσώρευση των ανέμων,

το έδαφος που λεπταίνει και ανοίγεται

κάτω από το βήμα –όχι πια ξερό ούτε δυνατό–

του είδους. 

*

 

Πρέπει πάντα να συνεχίζεται το show;

Σταθείτε πλανήτες,

σταματήστε άστρα και κόσμοι να περιστρέφεστε

μπροστά στον θάνατο του πλάσματος,

σταματήστε εραστές ν’ ανεβαίνετε στο δωμάτιο

για να διαβάσετε το γράμμα

του αγαπημένου, της αγαπημένης.

Κοιτάξτε όλοι εσείς, εφήμεροι,

σταματώντας στο κατώφλι,

τούτο το νεκρό πλάσμα,

θαυμάστε και βοηθήστε

τα είδη να επιστρέψουν.

Σταθείτε, κοιτάξτε την παρουσία

εύθραυστη σαν όνειρο.

*

 

Περιμέναμε

ότι θα ’ρχόταν κείνη η ώρα.

Αποθέματα θαυμάτων που συμβαίνουν

και μοιάζουν ανώφελα:

ακόμη είναι χθες, λέει

η ανώριμη ψυχή,

ακόμη δεν ήρθε αυτό που

ονομάζουμε περιπέτεια,

η σελήνη μου, κι όμως έρχεται με ημικυκλικό

βήμα η πιο αναμενόμενη που στερεί

ύπνο και όνειρο απ’ τη σκηνή,

αστραπιαία εμφανίζεται η βασίλισσα. 

*

 

Αν ο πόνος δεν ήταν αυτό το αγκάθι,

αυτή η μακριά οροσειρά της ζωής,

ίσως δεν θα ’μασταν παρά ένα τίποτα,

και πρέπει να ευχαριστούμε

ότι έρχεται να μας επισκεφτεί και μας φέρνει

ειδήσεις για τα πράγματα

που στη σκιά προβάλλουν και στον στρόβιλο.

*

 

Μετά τον θάνατο η ζωή είναι ένα αχανές

θαμπό ιερογλυφικό που το διαπερνούν

ακατανόητα σημάδια: εύγλωττοι

ψίθυροι, τικ τακ ως απάντηση, νήματα.

Το μυαλό χορεύει και στέκεται πίσω,

διαβάζοντας ουρανούς, αφίξεις και ειδώλια

του χρόνου που γίνονται πιο επίμονα

απ’ την ίδια τη ζωή, απ’ την τιμή της.

Τι φωτεινό τίποτα ανοίγεται μες στο κεφάλι,

σχίζοντας τον ουρανό και προκαλώντας ρήγματα,

δεν ανήκει πια σ’ αυτόν τον πάτριο τόπο:

ίσως η νεκρή ζωή των παιδιών,

η παραφροσύνη όποιου χάνει τη μνήμη

για να γυρίσει πίσω – είναι η γη της επαγγελίας. 

 

Τα ποιήματα προέρχονται από τη συλλογή Inizio Fine, Crocetti Editore, Milano 2013.

 

Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη

 


Ο Daniele Piccini (Città di Castello, 1972) είναι Καθηγητής ιταλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Perugia και ζει στο Sansepolcro του Arezzo. Εκτός από τις ποιητικές συλλογές που έχει εκδώσει, έχει γράψει δοκίμια κι έχει επιμεληθεί κριτικές εκδόσεις ποιητών του 14ου αιώνα, καθώς και ανθολογίες σύγχρονης ποίησης. Συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου